Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό

Πνευματικες Προϋποθεσεις Για Την Προσεγγισι Της «θεωριας Της Εξελιξεως»

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΛΟΥΚΑ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΟΥ

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΙ ΤΗΣ «ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΞΕΩΣ»

(Ἐπιστολή πρός Ὀρθόδοξο ἀμερικανό ἱερέα)

 

Τό ἔτος 2009 συμπληρώθηκαν 200 χρόνια ἀπό τήν γέννησι τοῦ Κα­ρόλου Δαρβίνου καί 150 χρόνια ἀπό τήν δημοσίευσι τοῦ ἔργου του «Ἡ κατα­γωγή τῶν εἰδῶν». Μέ τήν εὐκαιρία αὐτή γίνονται ἐκδηλώσεις, ἐκδόσεις καί ἐ­νέρ­γειες γιά νά τιμηθῆ ὁ πατέρας τῆς «Θεωρίας τῆς Ἐξελίξεως». Μεταξύ ἄλ­λων ἐπλήθυνε καί ἡ δημοσιογραφική παραγωγή (ἔντυπη, ἠλεκτρονική καί τη­λε­οπτική), ἡ ὁποία προβάλλει τήν «Θεω­ρία τῆς Ἐξελίξεως», καί συχνά εἰς βά­ρος τῆς «Δημιουργίας». Ὁ προβλημα­τι­σμός πού δη­μι­ουρ­γεῖ­ται δέν ἔχει βεβαί­ως τήν ἔκτασι οὔτε τήν ἔντασι τοῦ ἀντίστοιχου (μέ πολιτικές προεκτάσεις) προβληματισμοῦ στήν Ἀμερική, οὔτε τήν ὀξύτητα πού παρατηρεῖται σέ ἄλλες χῶρες ἤ κοινωνίες. Ἐν τούτοις τό θέ­μα ἔχει ἐπιστη­μονικό, θεολογικό καί παι­δα­γωγικό ἐνδιαφέρον, καί βεβαίως σωτηριολογική διάστασι. Μέ τήν εὐλογία τοῦ Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς μας, τοῦ Ὁσίου Γρηγο­ρί­ου Ἁγίου Ὄρους, Ἀρχι­μανδρίτου Γεωργίου, δημοσιεύου­με τήν ἐπιστολή πού ἀκολουθεῖ. Σέ αὐ­τήν ἀντι­με­τωπίζεται τό ζήτημα τῆς «Θεωρίας τῆς Ἐξελίξεως» ἀπό μία ἄποψι πού συνή­θως τήν ξεχνᾶ­με. Ἡ ἐπιστολή ἐγράφη καί ἀπεστάλη σέ ἕνα εὐλαβῆ Ὀρθόδοξο ἱερέα στήν Ἀμε­ρική, ὁ ὁποῖος ὡς ἐκ­παι­δευτικός καί ὡς ποιμένας ψυχῶν ἐρώ­τησε μέ αἴ­σθη­μα εὐθύνης γιά τό πολύκροτο θέμα.

* * *

Ἀγαπητέ μου πάτερ Π.,

Μέ ἐρωτᾶτε περί τῆς «θεωρίας τῆς ἐξε­λίξεως» ὡς ἑξῆς: «Εἶναι ἄραγε ἡ Ἐξέ­λι­ξις μία φιλοσοφία ἤ μήπως εἶναι ἐπιστημονικῶς ἀπο­δε­δει­γμένο γεγονός ἤ θεμελιωμένη θεωρία; Πῶς θά σταθοῦμε μπροστά στό κῦμα τῆς συμ­φωνίας τῶν ἐπιστημόνων; Εἶναι πράγματι μία συμφωνία παγκοσμίως ἤ μόνο συμφω­νία τῶν φιλελευθέρων ἀμερικανῶν; Τί ἔχετε ἀποκομίσει ἀπό τίς με­λέτες σας καί τούς προβληματισμούς σας γύρω ἀπό τό θέμα Ἐξέλιξις; Εἶναι τεράστια ἡ σύγχυσις σχετικά μέ τό τί θά διδάξουμε τούς νέους ἀπό Ὀρθο­δό­ξου ἐπόψεως, ὥστε νά ἀντιμετωπίσουν τόν κόσμο πού εἶναι πολύ πειστικός, ἄν ἐμεῖς δέν εἴ­μαστε σαφεῖς».

Ἔχοντας λάβει ὑπ’ ὄψιν μου ὁλόκληρη τήν ἐπιστολή σας, τήν ὁποία χαρακτηρίζει καί ἐπιστημονικό ἐνδιαφέρον καί ποιμαντική εὐαισθησία, καθώς ἀναφέρεται καί στίς ἐπικρατέστερες ἀπόψεις γιά τήν «θεωρία τῆς ἐξελίξεως» καί ἀναπτύσσει σοβαρό ποιμαντικό προβληματισμό, καταθέτω μέ ἀγάπη τίς ἑξῆς σκέψεις μου.

 

 

1. Ἡ «Ἐξέλιξις» καί οἱ ἐπιστήμονες.

Κατά τόν 19ο καί τό πρῶτο ἥμισυ τοῦ 20οῦ αἰῶνα, ἐποχή κατά τήν ὁ­ποί­α μεσουρανοῦσε ὁ ἐπιστημονισμός[1], ὡρισμένοι ἐπιστήμονες (Λαμάρκ, Δαρ­βῖνος, ντέ Βρίς, Μονό) ἀνέπτυξαν θεωρίες γιά νά ἐξηγήσουν τήν «προέλευσι τῶν εἰδῶν». Οἱ ἀπόψεις τους χρησιμοποιήθηκαν μέ θρησκευτικό πάθος γιά νά ἀποδείξουν ὅτι ὅλος αὐτός ὁ κόσμος ἔγινε χωρίς Δη­μι­ουρ­γό Θεό μέσῳ μιᾶς βραδύτατης τυφλῆς (τυχαίας) ἐξελικτικῆς διαδικασίας (τήν «Ἐξέλιξι»), κατά τήν ὁποία ἀπό τήν ἀνόργανη ὕλη ξεπρόβαλε ἡ ὀργανική καί ἀπό ἐκείνην προ­ῆλθαν οἱ ἁπλούστεροι ἔμβιοι ὀργανισμοί πού ἐξελίχθηκαν σέ πολυπλοκό­τε­ρους. Ὁ ἄνθρω­πος θεωρήθηκε ἀ­πο­τέλεσμα ἐξελίξε­ως καί ὁ Δημιουργός τοπο­θετήθηκε στήν σφαῖ­ρα τῆς θρη­σκοληψίας. Σο­βαροί ἐπιστήμονες ὅμως, παρότι δέχονται καί βεβαιώνουν τίς μεταβολές τῶν ὀργανισμῶν μέσα στό εἶδος τους, ἀμφι­σβή­τησαν τεκμη­ριωμένα τήν ὑπόθεσι ὅτι ἔγινε ἐξέλιξις ἑνός εἴδους σέ ἄλλο. Ἡ προσαρμογή, ἡ φυσική ἐπιλογή καί οἱ μεταλλάξεις ἐπιφέ­ρουν μετα­βο­λές στούς ὀργανισμούς ἀλλά πάντοτε ἐν­τός τοῦ αὐτοῦ εἴδους. Ἐξέλιξις ἑνός εἴδους σέ ἄλλο οὔτε ἔχει πιστοποιηθῇ ἀπό τήν Παλαι­ον­το­λο­γία οὔτε τεκμαί­ρεται ἀπό τήν Γενε­τι­κή. Οἱ νεώ­τερες ἐξελι­κτικές θεωρίες, βασισμένες στήν μο­ρια­κή Βιολογία καί τήν ἐξελικτική ἀναπτυ­ξι­ακή Βιο­λο­γία, δέν ἔχουν προσφέρει πειστικά ἐπιστημονικά ἐπι­χειρήματα. Ὅσοι ἔ­χουν τήν δυ­να­τότητα νά κρίνουν τίς ἑκατέ­ρωθεν θέσεις, παραδέχονται ὅτι με­τά ἀπό ἕνα καί πλέον αἰῶνα ἀν­τι­παραθέσεων ἡ «Ἐξέλιξις» δέν μπορεῖ νά βεβαιωθῇ[2]. Σύμ­­­φω­­­να μέ τό συμ­πέ­ρα­σμα πού συνάγεται ἀπό πλούσια καί ἀξιόλογη βιβλιο­γρα­φία, ἡ ἐξέ­λιξις τῶν εἰ­δῶν εἶ­ναι μία ἀνα­πό­δει­κτη καί μή ἀποδείξιμη ὑπό­θεσις καί δέν ἀπο­τελεῖ ἐπι­στημονικά βεβαιωμένο γεγονός. Αὐτό τό παραδέχονται κορυφαῖοι ἐξε­λι­κτι­κοί ἐπιστήμονες (C. Patterson, P.P. Grassè, R. Da­n­son, R. Lewon­tin, S. Stanley). Ἑπο­μέ­νως, ὅ,τι συνήθως στά σχο­λι­κά βιβλία ἤ στήν γενικώτερη βιβλιο­γρα­φία ἤ ἀρθρο­γρα­φία ὀνο­μά­ζεται «Ἐξέ­λιξις», δέν πρέπει νά θεωρῆται ἕνα ἐπιστημο­νικά ἀναμφισβήτητο γε­γονός -ὅπως ὅτι ἡ γῆ περιστρέφεται γύ­ρω ἀπό τόν ἥλιο-, ἀλλά μία ὑπόθεσις ἐργα­σί­ας.

 

2. Τό πρόβλημα.

Ἡ «Ἐξέλιξις» δέν εἶναι ζήτημα μόνο ἐπιστημονικό. Στήν περίπτωσί της ἡ ἐπιστημονική σκέψις ἀγγίζει τήν «ἀρχή τοῦ ὄντος». Ἐπιστήμονες καί μή, σέ ἀντιπαραθέσεις γύρω ἀπό τήν «Ἐξέλιξι» συχνά κάνουν παρεκβάσεις ἀπό τό πεδίο τῆς ἐπιστήμης σέ μεταφυσικές συζητήσεις. Χαρακτηριστικά ἡ «Ἐξέλιξις» ὑποστηρίζεται σέ ἀντιδιαστολή καί ἐνίοτε μέ ἐχθρότητα πρός τήν «Δημιουρ­γία»[3], ὄχι τόσο γιατί ἡ «Δημιουργία» δέν ἔχει ἐπιστημονική (μέ τήν τρέχουσα ἔννοια) τεκμηρίωσι, ὅσο γιατί προϋποθέτει Δημιουργό Θεό, οὔτε πάλι ἐπειδή βασί­ζε­ται σέ ἀναμ­φι­σβήτητα ἐπι­στη­μο­νι­κά δε­δομέ­να, ὅπως δείχνουν οἱ ἀτέ­λειω­τες τροποποιή­σεις καί μεταλλάξεις τῆς «ἐξε­λικτικῆς θεωρίας» καί ὅπως παραδέχονται οἱ ἴδιοι οἱ «ἐξελικτικοί», ἀλ­λά ἐ­πει­δή οἱ ὑποστηρικταί της συν­ειδητά ἤ μή θέλουν νά ἀρνοῦνται ἕνα Δη­μι­ουρ­γό Θεό καί ὅ,τι συνε­πάγεται τό νά πιστεύ­ουν σέ Αὐτόν[4]. Ἐάν δέν ἰσχύῃ ἡ «Ἐξέ­λιξις», λένε, εἶ­ναι ὑποχρεω­μέ­νοι νά δε­χθοῦν τήν δημιουργία μή ἐξε­λί­ξι­μων εἰ­δῶν καί κυρίως τοῦ ἀνθρώ­που ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό. Ἀλλά ἡ ὕπαρξις τοῦ Θεοῦ εἶναι λιγότερο πι­θα­νή ἀπό τό νά ἔγινε ἡ «Ἐξέ­λι­ξις», συμπληρώνουν. Καί κατα­λή­γουν σέ ἀφο­ρισμούς: «Ὄχι στό δό­γμα τῆς Δημιουργίας: ‘‘Μακρυά ἀπό τά σχο­λεῖα, εἶναι ἐπι­κίνδυνο’’, ἀποφάσισε τό Συμβούλιο τῆς Εὐ­ρώ­πης»[5].

Ἐδῶ λοιπόν δέν ὑφίσταται πρωτογενῶς πρόβλημα ἐπιστη­μονικό ἀλλά πρόβλημα πίστεως σέ παντοδύναμο Δημιουργό Θεὀ. Ὅσοι ἀμφισβητοῦν τήν ὕπαρξί Του, ἀναζητοῦν ἐναλλακτικούς τρό­πους προελεύσεως τοῦ κόσμου χω­ρίς Δημιουργό. Ὅσοι ὀλιγοπιστοῦν γιά τήν παντοδυναμία Του, ἀναζητοῦν τρό­πους νά συμβιβάσουν καί νά συγκεράσουν τήν «Ἐξέλιξι» μέ τήν «Δημι­ουρ­γία». Ὅσοι πιστεύουμε σέ Δημιουργό Θεό, ἀμφισβητοῦμε ἀφ’ ἑνός τήν «Ἐξέ­λιξι», ἐπειδή τήν ἀπορρίπτουν σειρά ἐπιστημόνων τόσο γιά τίς ‘‘ἐπιστημονι­κές’’ ἀπάτες τοῦ παρελ­θόντος (ὁ Archaeopteryx, τά φωτογραφικά κλισέ τοῦ Χαῖκελ, ὁ πιθηκάνθρωπος τοῦ Dubois, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Πιλντάουν κ.ἄ.) καί τήν μέχρι σήμερα ἀμφίβολη ἑρ­μη­νευτική ἰσχύ τῆς «θεωρίας τῆς Ἐξελίξεως» ὅσο καί γιά τίς προβληματικές κοινωνικοπολιτικές της προ­εκτάσεις (εὐγονική ἤ ἡ περίπτωσις Λυσένκο)[6], πιστεύουμε ὅμως στήν «Δημιουργία» ἐπειδή σέ αὐ­τήν βλέπουμε μία θεο­φάνεια (τρόπος πού ὁ Θεός φανερώνεται στόν ἄν­θρω­πο) καί στήν βι­βλική ἀφήγησι περί τῆς Δημιουργίας μία μαρτυρία θεο­γνωσίας (ὁ Μω­υσῆς εἶχε προσωπική γνῶσι τοῦ Θεοῦ).

 

3. Ἡ Δημιουργία, ὡς θεοφάνεια καί ὡς «σημεῖον» θεογνωσίας.

Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί πιστεύουμε στόν παντοδύναμο καί ἀγαθό Θεό, ὁ ὁποῖος δημιούργησε τόν κόσμο ἐκ τοῦ μηδενός («ἐκ μή ὄντων»): «Πίστει νοοῦμεν κατηρτίσθαι τούς αἰῶνας ρήματι Θεοῦ, εἰς τό μή ἐκ φαινομένων τά βλε­πόμενα γεγονέναι» (Ἑβρ. 11, 3). Ὑπό τήν προϋπόθεσι αὐτή -ἀδιαπραγμά­τευ­τη πραγματικά, ὄχι ὡς ἀναπόδεικτο αὐθαίρετο ἀξίωμα ἀλλά ὡς προϊόν γνώσεως τοῦ Θεοῦ- ἡ ἀφήγησις τῆς Δημιουργίας ἀπό τόν προφή­τη Μωυσῆ στήν Γένεσι (κεφ. 1) δέν εἶναι ἐπιστημονική (μέ τήν δυτική ἔννοια) πρα­γμα­τεία ἀλλά μαρ­τυρία θεο­γνωσίας. Χωρίς νά στερῆται καί ἐπιστημονικῶν στοι­χείων, ἄλλων μέν ἁπλοϊκῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καί ἄλλων διαχρονικῶς πα­ρα­δεκτῶν, ἡ ἀφήγησις τοῦ Μωυσέως εἶναι κατεξοχήν μαρτυρία ὅτι ὁ Θεός δη­μιούργησε τόν σύμπαντα κόσμο. Ὁ θεόπτης Μωυσῆς, δηλαδή, μᾶς διεβε­βαίω­σε ὅτι ὁ Δημιουρ­γός Λόγος δημιούργησε τά πάντα, ὅτι ὅλα ὅσα ἦλ­θαν στήν ὕ­παρξι ἔ­χουν ὡς αἰτία τῆς ὑπάρξεώς τους τό δημιουρ­γικό θέλημα τοῦ Θε­οῦ. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης εἶχαν θεοποιήσει τά κτί­σμα­τα, ὁ Μωυ­σῆς μέ τήν Χάρι καί τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύ­μα­τος ἔδινε τήν μαρ­τυ­ρία ὅτι τά πάντα πλήν τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστά καί ὅτι ἡ αἰτία τους, τό νόημά τους καί ὁ σκοπός τους βρίσκονται στόν Θεό. Εἶπε αὐτό πού μέ μεγαλύτερη σαφήνεια ἔ­γρα­ψε ἀργότερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «τὰ πάντα δι᾽ αὐτοῦ καὶ εἰς αὐτὸν ἔ­κτι­σται, καὶ αὐτός ἐστιν πρὸ πάντων καὶ τὰ πάντα ἐν αὐτῷ συνέστη­κεν» (Κολ. 1, 16-17). Παρατηρεῖτε λοιπόν ὅτι, γιά ἐμᾶς πού ξέρουμε νά διαβάζουμε σω­στά τήν Γένεσι, ἡ Μωσαϊκή «Δημιουργία» δέν εἶναι τόσο σύνολο ἐπιστη­μονι­κῶν γνώσεων ὅσο εἶναι τρόπος θεοφάνειας καί «σημεῖον» θεο­γνωσίας. Τήν ἴδια στιγμή πού οἱ ἐπιστήμονες συζητοῦν ἀπεριόριστα γιά τό ἄν ὑπῆρξε «Ἐξέ­λιξις» καί οἱ θρησκεῖες καί ἡ φιλοσοφία ἀσχολοῦνται ἤδη αἰῶνες τώρα μέ τό ἐρώ­τη­μα ἄν ὑπάρχῃ Δη­μιουργός, ἡ Ἐκ­κλησία γνω­ρίζει τόν Δημι­ουργό.

Ὅσοι λοιπόν μέ τήν παραδοχή τῆς «Ἐξελίξεως» ἀρνοῦνται τόν Δημι­ουργό Θεό, προφανῶς δέν τόν γνωρίζουν. Ὅσοι ὅμως μέ τήν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύ­ματος καί μέ τήν πνευ­ματική ζωή διατηροῦμε καθα­ρούς τούς νοερούς ὀφθαλ­μούς μας, μποροῦ­με στήν ἀ­φή­γησι τῆς Ἁγίας Γρα­φῆς νά βλέ­πουμε ὅτι ὁ Θεός δημιούργησε τόν κόσμο καί διαρκῶς ἐνεργεῖ μέ­σα σέ αὐτόν, ὅτι ὁ Δη­μι­ουργός Θεός Λόγος δημι­ουρ­γεῖ τόν ἄνθρωπο, καί ἐπι­πλέ­ον νά δι­εισ­δύ­ου­με στό γιατί (τόν λόγο)[7] τῆς δη­μι­ουργίας του. Μποροῦμε νά ἐπα­να­λαμ­βά­νου­με τούς λόγους τοῦ θεοφάντο­ρος Μεγάλου Βασιλείου: «πλά­σας γὰρ τὸν ἄν­θρωπον, χοῦν λα­βών ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ εἰκόνι τῇ σῇ, ὁ Θεός, τι­μή­σας, τέ­θει­κας αὐτὸν ἐν τῷ Πα­ραδείσῳ τῆς τρυ­φῆς, ἀθανασίαν ζωῆς, καὶ ἀπόλαυσιν αἰω­νί­ων ἀγαθῶν, ἐν τῇ τη­ρή­σει τῶν ἐν­το­λῶν σου, ἐπαγ­γει­λάμενος αὐτῷ» (εὐχή Θείας Λει­τουρ­γίας).

 

4. Οἱ «λόγοι τῶν ὄντων» ἑρμηνεύουν τήν Δημιουργία.

Προσεγγίζοντας τήν Δημι­ουρ­γία ὡς τρόπο φανερώσεως τοῦ Θεοῦ καί κατανοώντας τήν ἀφήγησι περί τῆς Δημιουργίας ὡς σημεῖον θεογνωσίας, ἔχουμε τήν δυνατότητα νά ἀνιχνεύουμε σέ αὐτήν τούς λό­γους τῶν ὄντων, ὅπως χα­ρα­κτηριστικά ὀνο­μά­ζον­ται στήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολο­γη­τοῦ τά ἀγαθά θε­λή­μα­τα τοῦ Θεοῦ (PG 90, 296). Καί εἶ­ναι πολύ ση­μαντικό, κα­τά τόν ἅγιο Μάξιμο, νά γνω­ρίζῃ ὁ ἄνθρωπος τούς λόγους τῶν ὄντων καί νά ἀ­νά­γεται δι’ αὐ­τῶν στόν Θεό (βλ. PG 90, 276, πρβλ. Ρωμ. 1, 20). Ἐάν δέν βλέ­πουμε τήν Δη­μι­ουρ­γία (ἄν δηλαδή δέν κατανοοῦμε τά πάντα ὡς ἀποτελέσματα τῆς δημιουργικῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ), σημαίνει ὅτι ἀποτυγ­χάνουμε δρα­ματικά νά γνω­ρί­σου­με τούς λό­γους τῶν ὄντων. Δέν σημαίνει ὅτι χάνουμε ἕνα ἰδεο­λο­γικό ὅ­πλο κατά τῶν δῆθεν ἀντιπάλων μας «ἐξελικτικῶν», ὄχι. Χάνουμε μία ἀπό τίς ὀμορ­φό­τερες σελίδες, μέσα στίς ὁ­ποῖ­ες ὁ Πατέρας μας ἀποτυπώνει τά ἴχνη τῆς πατρικῆς Του ἀγάπης. Οἱ λόγοι τῶν ὄντων εἶναι αὐτά ἀκριβῶς τά ἴχνη. Γι’ αὐτό μέ τόν Ψαλμωδό ἀναφωνοῦμε καθημερινά: «Εὐλόγει ἡ ψυχή μου τόν Κύριον ... πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας» (Ψαλμ. 103).

Ἐδῶ θά ἀναφέρω ἕνα μόνο στοιχεῖο γύρω ἀπό τήν δημιουργία τοῦ ἀν­θρώ­που, γιά νά φανῇ πόσο σημαντικό εἶναι νά γνωρίζουμε τόν λόγο τῆς πλά­σεως τοῦ ἀνθρώπου «ἀπό τά ἴδια τά χέρια τοῦ Θεοῦ». Ὁ Δημιουργός Θεός ἔπλασε τόν Ἀδάμ κατά τόν μο­να­δικά ἰδιαίτερο τρόπο «κατ’ εἰκόνα» Του, ὥστε ἡ ἀνθρωπίνη φύσις νά μπορῇ στούς ἐ­σχάτους χρόνους νά προσληφθῇ ἀπό τόν Λόγο καί νά θεωθῇ. Ὁ Χρι­στός προσέλαβε ἀνθρώπινο σῶμα καί ἀνθρώ­πινη νοερή καί λογική ψυχή. Τά ἐθέωσε, ὅταν τά ἕνωσε ὑπο­στα­τι­κῶς μέ τήν θεό­τητά Του. Καί σέ ἐμᾶς, τά μέλη τοῦ Σώματός Του, προσφέρει τήν θέωσι χαρι­τώ­νοντας τό σῶμα καί τήν ψυχή μας. Αὐτή ἡ θέωσις εἶναι γεγονός ἀναν­τίρ­ρητο γιά τούς Ὀρθο­δό­ξους Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι μετέχουμε κάπως στήν ἐμ­πει­ρία τῶν Ἁγίων μας, στήν ζωή καί τά βιώματα τῆς Ἐκκλησίας[8]. Ἐπειδή βλέ­που­με λοιπόν αὐτόν τόν λόγο τῆς πλάσεως τοῦ ἀν­θρώπου, δηλαδή τήν δυνα­τότητα νά μετάσχωμε στήν ζωή τῆς Ἁ­γίας Τριάδος διά τῆς Οἰ­κο­νο­μίας τοῦ Μο­νο­γενοῦς Λόγου τοῦ Θε­οῦ, καί ἐπειδή ἔχουμε ἐπιπλέον πρό ὀφθαλμῶν μας ἀνθρώπους πού ἔφθασαν στήν θέωσι, διακρίνουμε καί κατανοοῦμε ὅτι δέν εἶ­ναι κάποια «ἐξε­λι­κτι­κή» μεταβολή στήν φύσι (τό DNA;) ἑνός δῆ­θεν προ­γόνου μας, μετρή­σι­μη καί ὑπολογίσιμη πειραματικά, πού ἔδωσε μέν σέ ἐμᾶς τήν δυνατότητα μετοχῆς στήν ἄκτιστη Χάρι τοῦ Θεοῦ, τήν Χάριτι ἀθανασία καί τήν θέωσι, ἄφησε δέ τίς παράλ­λη­λες γενε­α­λο­γικές δια­κλα­δώ­σεις του ζωώ­δεις μόνο καί θνητές καί ἀμέτοχες θεώσεως. Ἡ «ἐξελικτική» με­τα­βο­λή, ἄν ὑ­πο­­­τε­θῇ ὅτι ὑ­πῆρξε, θά ἦταν φυσική διαδικασία. Ἡ φύσις ὅμως δέν γεννᾶ ἄ­κτιστα ἀπο­τε­λέ­σμα­τα. Τό ἄκτιστο εἶναι δωρεά τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ. Ἡ ἀ­θα­να­σία καί ἡ θέ­ω­σις δέν εἶναι φυσικό προσόν (ἰδιότης) τοῦ ἀνθρώπου ἀλλά ἄκτιστη δωρεά τοῦ Θεοῦ σέ αὐτόν.

Ἔχοντας πνευ­μα­τι­κή αἴ­σθησι τοῦ εἴ­δους καί τοῦ μεγέθους τῆς ἀκτίστου δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ οἱ Ὀρ­θόδοξοι δια­βά­ζουμε μέ ἔκπληξι, θαυμασμό, προσοχή καί εὐλάβεια τό κεί­μενο τῆς Γενέσεως: «ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄν­θρω­πον χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ ἐ­νε­φύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν» (Γεν. 2, 7). Ἐπειδή γνωρίζουμε τόν Θεό, κα­τα­νοοῦμε τήν «Δημιουργία». Βλέπουμε δηλαδή ὅτι ὁ ἄν­θρω­πος πλάσθηκε μέ ἰδι­αί­τερη φροντίδα τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ μία πνευματέμφορη ψυχοβιο­λο­γική ὕπαρξις, ὑλικό σῶμα καί ἀσώματη ψυχή προικισμένα μέ τήν θεία Χάρι Του. Γρά­φει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «Τί ἐστι [ψυχήν] ζῶσαν; Ἀείζωον, ἀθά­νατον, ταὐ­τόν δ’ εἰπεῖν λο­γι­κήν∙ ἡ γάρ ἀθάνατος λογική –καί οὐκ αὐτό μόνον ἀλλά καί κεχαριτωμένην θεί­ως. Τοιαύτη γάρ ὄντως ζῶσα ψυχή. Αὐτό δέ τῷ κατ’ εἰκόνα ταὐτόν, εἰ δέ βού­λει καί καθ’ ὁμοίωσιν»[9].

 

5. Ἡ ἐπιστήμη, ἀφορμή δοξολογίας.

Αὐτή ἡ θεώρησις τῆς Δημιουργίας δέν ἀποκλείει τό ἐπιστημονικό ἐνδια­φέρον. Ἐάν μέ τήν ἀνθρώπινη σο­φία πού μᾶς ἔχει προικίσει ὁ Θεός μάθουμε καί τό πῶς τῆς δημιουρ­γίας, χαιρόμαστε δοξολογικά καί εὐ­χα­ρι­στι­ακά τό δῶρο τῆς Δημι­ουρ­γίας χωρίς νά ἐκπίπτουμε στήν (ἀρχαιοελληνική) ὕβριν, δη­λαδή τήν ἀλαζονεία. Ὁ Μέγας Βα­σί­λειος στήν Ἑρμηνεία στήν Ἐξαήμερο ἀναλύει ἐπιστημο­νι­κά (μέ τίς δυνατότη­τες τῆς ἐποχῆς του) τήν δημιουργία τοῦ κό­σμου. Βλέπει κα­νείς ὅτι μέ τήν ἐπι­στή­μη του δέν προσβάλλει τήν πίστι στόν Δημιουργό Θεό, ἀλλά μᾶλλον τήν ἐνισχύει. Θεοφόρος καί θεόπτης ὁ ἴδιος (εἶναι γνωστό τό περι­στα­τικό πού ἀνα­φέρει ὁ ἀδελφός του ἅγιος Γρη­γόριος Νύσσης, ὅτι τόν εἶδε προσευχόμενο μέ­σα στήν δόξα τοῦ ἀκτίστου Φω­τός), ἀν­τα­ποκρινόμενος στήν ἀνάγκη τῶν ἀν­θρώ­πων προσφέρει τήν ἐπι­στη­μονική ἀνάλυσι τῆς Ἑξαημέρου ὡς δοξολογία στόν ἀρι­στο­τέ­χνη Δημιουργό Λό­γο καί ὡς σωτήρια διδασκαλία στούς ἀνθρώ­πους. Μόνο ἕνας θεοφόρος ἄνθρω­πος σάν τόν Μ. Βασίλειο μπορεῖ νά γράψῃ γιά τόν Δημιουργό Θεό τά ἀκό­λουθα: «Ἐν ἀρχῇ ἐποί­η­σεν ὁ Θεός. Ἡ μακαρία φύσις, ἡ ἄφθονος ἀγαθό­της, τὸ ἀγα­πη­τὸν πᾶσι τοῖς λό­γου μετειληφόσι, τὸ πολυπόθητον κάλλος, ἡ ἀρ­χὴ τῶν ὄντων, ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, τὸ νοερὸν φῶς, ἡ ἀπρόσιτος σοφία, οὗτος ἐ­ποίησεν ἐν ἀρχῇ τὸν οὐ­ρα­νὸν καὶ τὴν γῆν»[10]. Καί αὐτά ἀπό προσωπική ἐμπει­ρία Θεοῦ!

Ἡ ἐπιστήμη λοιπόν, ὅταν σέβεται τόν ἑαυτό της, δέν ἐμποδίζει τήν πίστι στόν Δημιουργό Θεό. Ὅταν π.χ. ἐγώ ὁ ἄνθρωπος νόμιζα ὅτι ὁ ἥλιος γυρίζει γύ­ρω ἀπό τήν γῆ, πίστευα ὅτι ἔτσι εἶχε τάξει ὁ Δημιουργός Θεός νά λειτουρ­γοῦν τά οὐράνια σώματα. Τώρα πού μέ τήν ἐπιστήμη ἔμαθα ὅτι συμβαίνει τό ἀντίθετο, πιστεύω ὅτι ὁ Θεός εἶχε τάξει σωστά τήν λειτουργία τους ἀλλά ἐγώ τήν ἀγνο­οῦσα. Τώρα πού ἔμαθα τό σωστό, χάρηκα περισσότερο καί Τόν δο­ξά­ζω γιά τήν καινούργια καί πιό σωστή γνῶσι μου. Τό ἐπιστημονικό λάθος μου (ἔστω καί ἄν ἦταν ἑνός Πτολεμαίου) δέν μέ ἐμπόδιζε νά πιστεύω στόν Δημι­ουρ­­γό. Ἡ διόρθωσίς του (ἀπό τόν Κοπέρνικο καί τόν Γαλιλαῖο) δέν μέ ἐξωθεῖ νά Τόν ἀρνηθῶ. Ἀντίθετα, ψηλαφῶ τώρα πιό πολύ καί πιό καλά τά ἴχνη Του πάνω στήν Δημι­ουρ­γία Του: «τά γάρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπό κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοού­μενα καθο­ρᾶ­ται, ἥ τε ἀΐδιος αὐτοῦ δύναμις καί θειότης» (Ρωμ. 1, 20). Ἡ ἐπι­στή­μη, ὅταν δέν ξεφεύγει ἀπό τά ὅριά της, δέν μέ ἐμ­πο­δί­ζει νά πιστεύω στόν Δημιουργό. Ἀντίθετα, μέ βοηθεῖ νά ἀνιχνεύσω τήν πα­ρου­σία Του μέσα στά ἔργα Του.

 

6. Πίστις καί θεογνωσία.

Δέν συμβαίνει ὅμως τό ἴδιο, ἄν δέν πιστεύω σέ Δημιουργό Θεό. Ἄν προ­σέ­ξῃ κανείς, θά παρατηρήσει ὅτι τό νά βλέπω τήν παρουσία τοῦ Δημιουρ­γοῦ στήν κτίσι καί στήν λειτουργία της σημαίνει ὅτι Τόν γνωρίζω, καί βέβαια ἐπειδή Αὐτός ὑπάρ­χει. Τό νά πιστεύω ἤ νά μή πιστεύω στόν Θεό, ση­μαί­νει ὅτι ἔχω γνῶσι τοῦ Θεοῦ ἤ πάσχω ἀπό ἀγνωσία Του. Αὐτό πρέπει νά τό προσέ­ξου­με ἰδιαίτερα. Ἡ πίστις ἤ ἡ ἀπιστία μου δέν εἶναι ἁπλῶς μία προτί­μη­σις ἤ ἰδεο­λο­γική τοπο­θέτησις, ἕνα εἶδος ψυχολογικῆς ἀνάγκης ἤ πολιτιστικῆς ταυ­τό­τη­τος, ὅπως θά τό ἔβλεπαν πολλοί, ἀλλά στήν πραγματικότητα εἶναι βα­θμός με­τοχῆς ἤ μή μετοχῆς μου στήν ζωή τοῦ Θεοῦ καί ἐπομένως ἕνα πρῶτο στάδιο ἐπι­γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Σύμφωνα μέ τήν Ὀρθόδοξη γνωσιολογία, ἡ πί­στις εἶναι ἄκτιστος θεία Χάρις πού προσφέρεται στόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος, ἄν τήν ἀπο­δε­χθῇ καί τήν καλλιεργήσῃ, εἰ­σά­γεται στήν πορεία τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Θεοῦ[11]. Οἱ Ὀρθόδοξοι τονί­ζου­με ἰδι­αίτερα αὐτό τό θέμα, ἐπειδή συχνά μία «πίστις σέ Θεό» ἐνδέχεται νά μή συν­ιστᾶ μετοχή στήν ζωή τοῦ Θεοῦ, ὅταν δηλαδή εἶναι μία διανοητική πίστις σέ ἄγνω­στο, ἀπρόσωπο καί ἀπρόσιτο Θεό ἤ ὅταν συνι­στᾶ ἰδεολογία καί δέν εἰσάγει τόν ἄνθρωπο στόν χῶρο τῆς θείας ζωῆς. Ἡ «πίστις» σέ ἄγνωστο καί ἀπρόσωπο νοήμονα Νοῦ, δέν εἶναι ἀ­πα­ραιτήτως καί θεογνωσία. Ἡ θεο­γνωσία εἶ­ναι ἀσυγκρίτως πιό οὐσιαστική ἀπό τήν πίστι σέ ἄγνωστο ἀνώτερο Ὄν, τό ὁποῖο ἔφερε στήν ὕπαρξι τόν κόσμο, ἔ­θε­σε τούς νόμους τῆς λειτουργίας του καί σχεδίασε τήν διαδικασία τῆς ἐξελίξεώς του, ἀλλά συνεχίζει νά μᾶς εἶναι ἄγνωστο καί ἀπρόσιτο. Ἡ πίστις στόν Δημιουργό Θεό, Αὐτόν πού ἀναδημιούργησε τόν ἄνθρωπο μέ τήν Οἰκο­νομία Του καί τοῦ προσφέρει τό Σῶμα καί τό Αἷμα Του γιά νά τόν ὁδηγήσῃ στήν θέωσι, αὐτή ἡ πίστις εἰσάγει στήν ὁδό τῆς θεογνωσίας, ἐπειδή εἶναι πρᾶξις προσωπικῆς μετο­χῆς στήν ζωή ἑνός γνωστοῦ σέ ἐμᾶς τρισυποστάτου προσωπικοῦ Θεοῦ.

Πληροφοροῦμαι γιά τήν δυσκολία πού ἔχουν οἱ ἐπώνυμοι ἀρνηταί τοῦ Θε­οῦ νά δεχθοῦν τήν ὕπαρξι ἑνός προσωπικοῦ Θεοῦ, παρότι δέν δυσκο­λεύ­ον­ται νά θρησκεύουν σέ πάσης φύσεως ἐγκόσμιους θεούς[12]. Εἶναι μία τραγική πρα­γματικότης! Ἐνῶ ὑπάρχει ὁ προσω­πι­κός Θεός, ἀδυνατοῦμε νά Τόν ἰδοῦμε, νά Τόν αἰσθανθοῦμε, νά Τόν γευ­θοῦμε. Τόν ἀγνοοῦμε!

Τό τί σημαίνει νά ἔχουμε γνῶ­σι Θεοῦ καί τί σημαίνει νά πά­σχουμε ἀπό ἀγνωσία Θεοῦ τό γνωρίζουμε ἐκ πείρας οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Ἔχουμε τήν εὐλογία νά ζοῦμε κοντά σέ συγχρόνους Ἁγίους, ἐφά­μιλ­λους τῶν παλαιῶν, οἱ ὁ­ποῖοι ἔχουν τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Συγ­κρίνοντας τήν ἀγνωσία πού ἔχει ὁ κόσμος μέ τήν γνῶσι πού ἔχουν αὐτοί οἱ Ἅγιοι, κα­τα­λα­βαίνουμε τήν διαφορά. Τήν γνῶσι αὐτή τήν περιγράφει ὁ εὐ­αγ­γε­λιστής Ἰωάννης: «Ὃ ἦν ἀπ᾽ ἀρχῆς, ὃ ἀκη­κό­α­μεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖ­ρες ἡμῶν ἐψη­λά­φη­σαν, περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς —καὶ ἡ ζωὴ ἐ­φα­νε­ρώθη, καὶ ἑω­ρά­κα­μεν καὶ μαρτυροῦμεν καὶ ἀπαγγέλ­λο­μεν ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰ­ώ­νι­ον ἥτις ἦν πρὸς τὸν πατέρα καὶ ἐφα­νε­ρώθη ἡμῖν— ὃ ἑωράκαμεν καὶ ἀκηκόαμεν ἀπαγ­γέλλομεν καὶ ὑμῖν, ἵνα καὶ ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχη­τε μεθ᾽ ἡμῶν· καὶ ἡ κοινωνία δὲ ἡ ἡ­με­τέρα μετὰ τοῦ Πατρὸς καὶ με­τὰ τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Α΄ Ἰω. 1, 1-3).

Μποροῦμε ἀπό τά λόγια τοῦ Εὐαγγελιστοῦ νά ἀν­τι­λη­φθοῦ­με ὅτι οἱ μάρ­τυρες τῆς παρουσίας τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ στόν κόσμο μας, οἱ Ἅγιοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μέχρι σήμερα ἀδιαλείπτως παρόντες ἀνάμεσά μας, ἔχουν βιωματική γνῶσι τῆς αἰω­νίας ζωῆς τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία γίνεται καί δική τους αἰωνία ζωή χάρις στήν κοινωνία τους μαζί Του. Ἡ ἀγνωσία τοῦ Θεοῦ ἀντι­θέτως, τήν ὁποία δυστυχῶς πολλοί πάσχουμε σέ βαθμούς διαφόρους, ση­μαί­νει καί ἀκοινωνησία μαζί Του σέ βαθμούς ἀναλόγους.

 

7. Ἡ μέθοδος τῆς θεογνωσίας.

Γιά νά ἔχουμε τήν ἐμπειρία τῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό (τόν Πατέρα καί τόν Υἱό καί τό Ἅγιον Πνεῦμα), πρέπει νά ἔχουμε καθαρό τό ὀ­πτι­κό ὄργανο τῆς ψυχῆς: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. 5, 8). Ὅταν ὁ νοῦς (τό ὀπτικό ὄργανο) δέν εἶναι καθαρός, δέν μπορεῖ νά βλέ­πῃ τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ μέσα στήν κτίσι καί ἑπομένως δέν μπορεῖ νά βλέπῃ τόν Θεό, οὔτε ὡς δημιουργό, οὔ­τε ὡς προνοητή τῶν κτισμάτων, οὔτε ὡς θεοῦντα τά λογικά κτί­σματα διά τῆς θείας Χάριτος. Δέν εἶναι αὐτο­νό­η­τη ἡ καθαρότης τοῦ νοῦ. Ὑπάρχει μία σειρά καί μία μέθοδος γιά τήν κάθαρσι τοῦ τριμεροῦς τῆς ψυχῆς. Πρῶτα κα­θαί­ρεται τό ἐπι­θυμητικόν, ἔπειτα τό θυμο­ειδές καί τέλος τό λογιστικόν (ὁ νοῦς): «οὐκ ἄν ποθ’ ὑγιές ὀφθείη, οὔτε τό τῆς ψυχῆς θυ­μού­μενον, μή τῆς ἐπιθυμί­ας ἰαθείσης˙ οὔτε τό λο­γιζόμενον, μή ἄμ­φω τούτων προτεθεραπευμέ­νων»[13]. Ἡ τελεία γνῶσις τοῦ Θεοῦ προ­ϋ­ποθέτει καί τελεία κάθαρσι τῆς ψυχῆς. Πιστεύω ὅτι ὑπάρχει ὁ Δη­μι­ουργός Θεός, ἀλλά αὐ­τό εἶναι ἀτελής θεογνωσία. Καθαίρω τόν ἑαυτό μου καί μπορῶ νά βλέπω τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ στήν κα­θημερινότητά μου, καί αὐτό εἶναι τελειότερη θεο­γνω­σί­α. Ἡ ἐμ­πει­ρική γνῶσις τοῦ Θεοῦ «πρόσωπον πρός πρόσωπον» εἶ­ναι ἡ τελεία θεογνωσία. Ἕνας θεοφόρος ἄνδρας εἶπε: «Ἐθαυμαστώθη ἡ γνῶσις σου ἐξ ἐμοῦ, ἐκραταιώθη, οὐ μή δύνωμαι πρός αὐτήν» (Ψαλμ. 138). Εἶναι τόσο ἰσχυρή ἡ θεία ἐμπειρία πού ἔχουν οἱ θεο­φό­ροι ἄνδρες, ὥστε ἐκπλήττονται καί γονατίζουν ἀπό τό μέγεθος, ἀπό τόν πλοῦ­το, τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ: «φο­βε­ρῶς ἐθαυμαστώθην... καί ἡ ψυχή μου γινώ­σκει σφόδρα» (Ψαλμ. 138). Ἀλλά καί ἐμεῖς οἱ ὑπόλοιποι στεκόμαστε μέ τόση σι­γουριά κοντά τους, ὥστε βι­βλιο­θῆκες ὁλόκληρες μέ ἀντίθεες ἀπόψεις δέν μποροῦν νά ἀντισταθμίσουν τό βάρος τῆς ἐμπιστοσύνης μας στήν γνῶσι τους. Εἶναι τό δικό μας μερίδιο στήν γνῶσι τοῦ Θεοῦ, ἡ δική μας μετοχή σέ αὐτήν. Ἔτσι καί ἐμεῖς οἱ νήπιοι «ἐκ μέ­ρους γινώσκομεν καί ἐκ μέρους προφητεύομεν» (Α΄ Κορ. 13, 9).

Αὐτή ἡ γνῶσις εἶναι ἕνα δεδομένο, ἕνα ἀναντίρρητο δεδομένο, ὄχι γιατί εἶναι μετρημένο ἤ ζυγισμένο ἐπιστημονικά, ἀλλά γιατί εἶναι χιλιομαρτυρημένο. Ὁ κάθε Ἅγιος, ὁ κάθε θεωμένος ἄνθρωπος, ὅπως αὐτοί πού γνωρίσαμε στίς μέ­ρες μας καί αὐτοί πού διαβάζουμε στά συναξάρια, εἶναι μία ξεχωριστή μαρ­τυ­ρία θεώ­σε­ως καί μία διαχρονική ἐπιβεβαίωσις ὅτι εἶναι δυνατή ἡ γνῶσις τοῦ Θεοῦ.

 

8. Ἡ ποιμαντική τῆς θεογνωσίας.

Ἡ ἐκκοσμικευμένη παιδεία, μέ τήν ὁποία ἔχουν γα­λου­γηθῆ πολλές γε­νιές μέχρι τίς ἡμέρες μας, συνετέλεσε ὥστε πολλοί νά νομίζουν ὅτι ἡ «Δημι­ουργία» εἶναι ἀπορριπτέα, ἐπειδή δῆθεν εἶναι ἀντιεπι­στη­μο­νική. Αὐτή εἶναι μία ψευ­δαί­σθησις. Στήν πραγματικότητα τήν θεωροῦν ἀπορριπτέα, ἐπειδή δέν ἔχουν μάθει τήν ὁδό τῆς θεογνωσίας. Ἐ­μεῖς πιστεύουμε στήν Μωσαϊκή «Δημι­ουρ­γία», ἐπειδή σέ αὐτήν ἀναγνωρίζουμε πρω­τίστως μία θε­ο­φάνεια, τήν κα­τανοοῦμε ὡς μαρτυρία θεο­γνωσίας, ὡς φανέρωσι τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θε­οῦ. Τά παιδιά μας ἐμποδίζονται σήμερα μέ χίλιους δυό τρό­πους ἀπό τό νά βαδίσουν τήν πορεία τῆς θεώσεως καί τῆς θεογνωσίας. Ἔχουν νά ἀντι­με­τω­πί­σουν τίς προκλήσεις τῆς ἐ­πο­χῆς, οἱ ὁποῖες σκοτίζουν τό σύνολο τῶν ψυχι­κῶν δυ­νάμεων καί ὄχι μόνο τό «ὀπτικόν» (τόν νοῦ). Θεωρῶ ὅτι ὁ κύριος ποι­μαν­τικός καί ἐκπαιδευτικός στόχος μας πρέπει νά εἶναι νά βοηθή­σουμε τά παιδιά μας νά βα­δί­σουν τόν δρόμο τῆς ἀληθοῦς θεογνωσίας, νά ἀγω­νισθοῦν δηλαδή στήν ζωή τους νά διατηρήσουν καθαρό τό τριμερές τῆς ψυχῆς (ἐπι­θυ­μητικόν, θυμοειδές καί λογιστικόν), ὅπως τό παρέλαβαν στό Ἅγι­ον Βάπτισμα. Χρειάζονται καλ­λι­έρ­γει­α σέ ἐπίπεδο Ὀρθοδόξου θεο­λο­γί­ας, Ὀρ­θο­δόξου ἀσκή­σε­ως καί Ὀρθοδόξου πνευματικῆς ζωῆς μέ στόχο τήν θεο­γνω­σία. Ἔτσι θά ἀποκτήσουν τά ἀπα­ραί­τη­τα βιώματα, χάρις στά ὁποῖα θά αἰ­σθάνονται ἀσφαλῆ μπροστά στίς προ­κλή­σεις πού ἀντιμετωπίζουν στό σχολεῖο καί στόν κόσμο. Θά ἀποκτήσουν σύν τῷ χρόνῳ τήν ἀ­πα­ραί­τητη διάκρισι, ὥστε καί τίς ἀληθινά ἐπι­στη­μο­νικές γνώσεις νά προσλαμβάνουν καί στήν ἐπί­γνωσι τοῦ Θεοῦ νά προο­δεύ­ουν. Μέχρι τότε ὅμως θά ἔχουν τήν συμ­παρά­στασι τῶν καλῶν πνευμα­τι­κῶν τους πατέρων, ἡ πεῖρα τῶν ὁποίων θά τούς εἶναι πολύτιμη καί θά τά προ­φυλάξῃ ἀπό τίς ποικίλες συνέπειες τῆς ἐκκο­σμι­κεύσεως, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ἡ ἀμφισβήτησις τῆς «Δημιουργίας». Ἕνας νέος, μοναχός τώρα στό Ἅγιον Ὄρος, στήν ἡλικία τῶν 20 ἐτῶν κατά τήν δεκα­ετία τοῦ ’80 ξεπέρασε ὁριστικά τόν θορυβώδη προβληματισμό γύ­ρω ἀπό τό θέμα Ἐπιστήμη–Θρησκεία, ὄχι ὅταν ἐξοπλίσθηκε μέ ‘‘ἀδιάσειστα’’ ἐπιχειρήματα κατά τῶν ἀθεϊστικῶν προ­κλή­σεων ἀλλά ὅταν διά­βασε τόν Βίο καί τίς συγ­γρα­φές τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου, γραμμένα ἀπό τόν μα­κα­ριστό Γέρον­τα Σωφρόνιο Σαχάρωφ, καί ἐν­τρύφησε στούς λό­γους τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου. Τήν ἀδιέξοδη νοησιαρχική πα­ρά­θεσι ἀντε­πι­χει­ρη­μά­των στά ἀθεϊστικά ἐπιχειρήματα ὑπερ­κέ­ρα­σε ἡ βιω­μα­τι­κή βεβαιότητα πού σκόρ­πιζαν γύρω τους ἁγιασμένα πρόσωπα, ὅπως ὁ ἅ­γιος Σιλουανός καί ὁ ἅγιος Συμεών. Ἀργότερα βρῆκε πολύ πειστική τήν πρότασι τοῦ ἁγίου Γρη­γο­ρίου τοῦ Θεολό­γου, τήν ὁποία ἐπαναλαμβάνει καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλα­μᾶς: «Λό­γῳ πα­λαί­ει πᾶς λόγος, βίῳ δέ τίς;» (PG 37, 929). Πραγματικά, φαίνονται τό­σο φτω­χές οἱ ‘‘λογικές’’ ἀντιπαραθέσεις, ὅταν στα­θοῦν μπροστά στό πρόσ­ω­πο, στήν ζωή, στήν ἄσκησι, στό μαρτύριο, στόν θάνατο, στήν Χάρι, στά θαύ­ματα ἑνός Ἁγίου!

26 Ἰουλίου 2009



[1] Ἐπιστημονισμός: θεωρία κατά τήν ὁποία ἡ ἐπιστήμη ὁδηγεῖ στήν πλήρη ἀλήθεια καί ἐπαρκεῖ σ’ ὅλες τίς ἀνάγκες τῆς ἀνθρώπινης νοήσεως (Τεγόπουλος-Φυτράκης, Μεῖζον Ἑλληνικό Λεξικό, βλ. λῆμμα).

[2] Βλ. πλούσια ἐπιχειρηματολογία καί βιβλιογραφία στά βιβλία (ἐπιλεκτικά): Ἀποστόλου Χρ. Φράγκου, Ἡ συνωμοσία τῆς σιωπῆς, 1993. Ἀποστόλου Παπαδημητρίου, Ἐπιστήμη, ὑλισμός καί πίστη, Θεσ/νίκη, τόμ. Α’ 1984 καί τόμ. Β’ 1990. Ἰω­άν­νου Κωστώφ, Συμ­βολή στήν τελετή λήξεως τῆς θεω­ρί­ας τῆς ἐ­ξε­λίξεως, Ἀθήνα 1996. Ἀθαν. Ἀβραμίδη, Ἡ προέλευση τοῦ κόσμου καί τῆς ζωῆς καί οἱ θεωρίες τῆς ἐξελίξεως, 2006. Τοῦ ἰδίου, Ἡ θεωρία τῆς ἐξελίξεως τοῦ Δαρβίνου 150 χρόνια μετά τήν δημοσίευσίν της (ἄρθρο στήν ἐφημ. Ὀρθόδοξος Τύπος, 13/3/2009).

[3] Καθεστωτικός θρησκευτικός ἀνορθολογισμός, περιοδ. Νέμεσις, τεῦχ. 82 (Δεκέμβριος 2007)

[4] Κωστώφ Ἰωάννου, Ἀθεϊσμός (τίνος εἶναι ἡ αὐταπάτη;), Ἀθήνα 2007, σελ. 230-237.

[5] Ἐφημ. Καθημερινή, 13/10/2007 (ἄρθρο τῆς Μαρίας Δεληθανάση). Ἐπίσης ἐφημ. Καθημερι­νή, 23/11/2007 (ἄρθρο ἀναδημοσιευόμενο ἀπό τήν International Herald Tribune).

[6] Ἀθανασίου Β. Ἀβραμίδη, Ἡ προέλευση..., ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 30-34 καί 40-42.

[7] Ἕνας σύγχρονος ἀθεϊστής, ὁ Richard Dawkins, χαρακτηρίζει «κουραστικό κλισέ» τόν ἰ­σχυ­ρι­σμό ὅτι ἡ θεολογία ἀπαντᾶ στό γιατί ἐνῶ ἡ ἐπιστήμη στό πῶς (βλ. Ἰωάννου Κωστώφ, Ἀθεϊ­σμός..., ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 207-209). Εἶναι φανερό ὅμως ὅτι δέν ἀντιλαμβάνεται τό γιατί ὡς ἀναψηλάφησι τῶν λόγων τῶν ὄντων, τούς ὁποίους ὁ Θεός ἔχει ἐναποθέσει στήν ἴδια τήν φύσι τῶν κτισμάτων καί οἱ ὁποῖοι ἀνακεφαλαιώνονται στόν Θεό Λόγο (Κολ. 1, 16-18). Μᾶλλον ἀν­τι­λαμβάνεται τό γιατί ὡς ἀναζήτησι ἀνθρωπίνων ἑρμηνειῶν τῶν φυσικῶν φαινομένων (τῶν κβαν­τικῶν π.χ.), γεγονός πού φανερώνει ἀφ’ ἑνός ἄγνοια τῆς Ὀρθοδόξου αἰσθήσεως γιά τόν κόσμο καί παραπέμπει ἀφ’ ἑτέρου στήν γνωστή σύγκρουσι τῆς ‘θεολογίας’ μέ τήν ‘ἀθεΐα’ στούς κόλπους τῆς δυτικῆς Χριστιανοσύνης. Ἡ ἀντιπαράθεσις δυτικῆς ‘θεολογίας’ καί ‘ἀθεΐας’ γίνεται πράγματι «κουραστική», ἐπειδή στήν ‘θεολογία’ ἐκείνη δέν ὑπάρ­χει ἡ παρήγορη «λε­πτή αὖρα» τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος, πού πηγάζει ἀπό τά πρόσωπα τῶν θεοφόρων θεο­λό­γων Ἁγίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλά κυριαρχεῖ μία γυμνή, κουραστική καί ἀπαράκλητη νοησιαρχία ἤ τό πολύ μία συναισθηματική ἤ ψυχολογικοῦ ἐπιπέδου πνευματική ζωή (βλ. πε­ρισσότερα στό βιβλίο τοῦ Ἀρχιμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, Ὀρ­θοδοξία καί Οὐμανισμός - Ὀρθοδοξία καί Παπισμός, 4η ἔκδ., Ἅγιον Ὄρος 1998, σελ. 19-24).

[8] Ἀγνοοῦν τά Ὀρθόδοξα βιώματα ἀθεϊστές, ὅπως ὁ Richard Dawkins, γιά τόν ὁποῖον ἡ θεο­λογία ἐξαντλεῖται στά θεολογικά συστήματα τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτου, τοῦ Ντούνς Σκότους, τοῦ Ράνερ καί τοῦ Μόλτμαν (βλ. Κωστώφ Ἰωάννου, Ἀθεϊσμός..., ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 42). Θά ἦταν διαφορετική ἡ θέσις τους, ἄν ἐγνώριζαν τήν ἐμπειρική, ὑπό Ὀρθόδοξη ἔννοια, θεολογία.

[9] Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Περί ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔκδ. Παν. Χρήστου, Θεσ­σα­λο­νίκη, 1, 85.

[10] Μεγ. Βασιλείου, Ὁμιλία α΄ Εἰς τήν Ἑξαήμερον, 1, 2.

[11] π. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἡ γνωσιολογία τοῦ ἁγίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Θεσσαλονίκη 1980.

[12] Κωστώφ Ἰωάννου, Ἀθεϊσμός..., ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 112-115.

[13] Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ἐπιστολή πρός τήν σεμνοτάτην ἐν μοναζούσαις Ξένην.

Δεν ξεχνώ

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ [1986 - 2016]: 30 Χρόνια από τήν ψήφιση…

Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017

Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...

ΕΛΛΗΝΕΣ και ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ μποϊκοτάρετε τα προϊόντα εταιρειών που αφαιρούν…

Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017

Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...

Σύμφωνο Διαστροφικής Συμβίωσης

TIDEON 21-12-2015

Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...

ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: Δεν θα γίνω ευκολόπιστο θύμα!

Tideon 14-12-2015

Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...

Η καταιγίδα των αντιδράσεων για το «αντιρατσιστικό»

TIDEON 27-08-2014

  Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...

Δεν θα γίνω «δωρητής» οργάνων χωρίς να το θέλω! …

tideon.org 02-05-2013

  Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές...

Tideon 31-12-2012

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...

Όχι, δεν θα φύγω

Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012

Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...

ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων…

tideon 07-11-2011

  ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ...;

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011

   Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου;    Για να...

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου…

ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...