Αθήνα 3 Φεβρουαρίου 2015
ΠΡΟΣ
Τον Πρόεδρον του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής
Αν. Τσόχα 36,
115 21 Αθήνα
Τηλ.: 210 3310283, 210 3312406
Fax: 210 3257336
E-mail: info@iep.edu.gr
ΚΟΙΝ. :
1) Μακαριώτατον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερώνυμον, Πρόεδρον και τους Ιεράρχες της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος
2) Καθηγητές των Θεολογικών Σχολών
3) Θεολόγους της Ελλάδος
Θέμα: Ανάσχεση της εφαρμογής του Προγράμματος Σπουδών του μαθήματος των Θρησκευτικών
Αξιότιμε κύριε Πρόεδρε και μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής,
Η Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων (ΠΕΘ), μετά τη δημοσίευση του Προγράμματος Σπουδών για το μάθημα των Θρησκευτικών (ΦΕΚ 182/23-1-2015) και κατόπιν προσεκτικής μελέτης του, ζητά κατεπειγόντως την άμεση ανάσχεση της εφαρμογής του, καθόσον διαπιστώσαμε σημαντικές αδυναμίες και σφάλματα που πρόκειται να αποβούν σε βάρος της ανάπτυξης της θρησκευτικής συνειδήσεως των μαθητών:
1. Εισάγεται ένα νέο μοντέλο διδασκαλίας του μαθήματος και επιχειρείται η εφαρμογή νέων διδακτικών μεθόδων και νέων θεωριών μάθησης, οι οποίες δεν εφαρμόζονται ως γενικότερη πολιτική του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Συγκεκριμένα, το Πρόγραμμα Σπουδών του μαθήματος των Θρησκευτικών δεν ακολουθεί την ενιαία με τα άλλα μαθήματα γραμμή, αλλά την εννοιολογική κατάταξη της ύλης. Η επιλογή αυτή, δεν αποτελεί τη βάση ανάπτυξης των Προγραμμάτων Σπουδών των άλλων μαθημάτων, με αποτέλεσμα να βρίσκονται οι μαθητές στη δυσάρεστη θέση να μην μπορούν να προσεγγίζουν μία γενικευμένη, καθώς φαίνεται, εννοιολόγηση της διδακτέας ύλης που εφαρμόζεται ΜΟΝΟΝ στο μάθημα των Θρησκευτικών και να οδηγούνται σε σύγχυση.
2. Ακόμη κι αν η εφαρμογή της εννοιολογικής κατάταξης της ύλης, αποτελούσε τη γενικότερη πολιτική όλων των Προγραμμάτων Σπουδών, τότε η θέση μας θα ήταν, ότι αυτή δεν μπορεί να γίνεται χωρίς τον απαιτούμενο σεβασμό στις επιστημονικές προϋποθέσεις κάθε μαθήματος. Είναι θεολογικά, επιστημονικά και διδακτικά απαράδεκτο να αποσπώνται στοιχεία από τον Χριστιανισμό, αλλά και από τα θρησκεύματα και να παρατίθενται το ένα δίπλα στο άλλο. Ελάχιστη σημασία έχει το γεγονός της πολλαπλής ή ποσοτικής αναφοράς στοιχείων της Ορθόδοξης Πίστης και Παράδοσης, όταν αυτά έχουν αποσπαστεί από το σύνολο και έχουν παρατεθεί δίπλα σε «παρόμοια» στοιχεία θρησκευμάτων. Πολύ περισσότερο όταν όλα έχουν μπει κάτω από τον γενικό και αφηρημένο τίτλο «θρησκεία».
Η συστηματική λοιπόν και όχι αποσπασματική διδασκαλία των θρησκειών σε κάποια τάξη του Λυκείου, με θεματική κατάταξη, είναι δεδομένη και επιθυμητή, εφόσον οι μαθητές είναι πλέον σε ηλικία που μπορούν να κατανοήσουν τις θρησκείες και να αντιληφθούν πως αυτές αλληλεπιδρούν με τον πολιτισμό, την πολιτική, την οικονομία, την ιστορία κ.ά., διαμορφώνοντας μια κοινωνία. Όμως, κάθε θρησκεία αποτελεί ένα ενιαίο όλον, κάθε μέρος του οποίου συνδέεται ουσιαστικά και λειτουργικά με τα υπόλοιπα μέρη. Δεν είναι κατανοητό ποια σκοπιμότητα υπηρετεί η κατάτμηση των στοιχείων μιας θρησκείας. Πώς θα αντιληφθεί ο μαθητής την ουσία μιας θρησκείας και θα την κατανοήσει σε βάθος αν δεν τη γνωρίσει στην ολότητά της;
Με βάση ποια επιστημονική έρευνα υιοθετήθηκε η παραπάνω εννοιολόγηση και τι άραγε θέλουμε να προωθήσουμε με αυτήν; Θέλουμε να προωθήσουμε την ιδέα μιας θρησκευτικότητας η οποία στη βάση της είναι, τελικά, «κοινή» για όλους; Θέλουμε να καλλιεργήσουμε, την συστηματικά προωθούμενη από ποικίλους κύκλους, τερατώδη ιδέα της πολυθρησκείας ή της Πανθρησκείας; Θέλουμε να καταδείξουμε τη σημασία της διαφορετικότητας; Επιδιώκουμε συγκρίσεις και αξιολογήσεις του Χριστιανισμού και των θρησκειών; Επιδιώκουμε κάτι άλλο; Γιατί δεν διδάσκεται κάθε θρησκεία ξεχωριστά ως όλον, όπως είναι επιστημονικά, θεολογικά και παιδαγωγικά ορθό; Αυτά είναι ελάχιστα από τα ερωτήματα που μας απασχολούν μετά τη δημοσίευση του Προγράμματος Σπουδών, το οποίο ενώ δεν αναφέρει καθόλου, πολύ σημαντικά θεολογικά, κοινωνικά, ηθικά και υπαρξιακά θέματα που έπρεπε να αποτελούν θέματα προβληματισμού και οικοδομής για τους μαθητές του Λυκείου, ακολουθεί πιστά το ίδιο ιδιότυπο μοντέλο με αυτό που προτάθηκε για την υποχρεωτική εκπαίδευση και που για μας, οδηγεί τη θρησκευτική ανάπτυξη των παιδιών στην οπισθοδρόμηση ή στην αποσύνθεση.
3. Με έκπληξη διαπιστώνουμε ακόμη, ότι σε μια τόσο μεγάλη αλλαγή στον χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών δεν κλήθηκαν να συμμετέχουν οι εν ενεργεία Καθηγητές της Χριστιανικής Παιδαγωγικής των Θεολογικών Σχολών, από τις γνώσεις και την εμπειρία των οποίων έχουμε πολλά να ωφεληθούμε.
Επίσης, το νέο Πρόγραμμα δημοσιεύθηκε σε ΦΕΚ με ταχύτητα φωτός, χωρίς να ενημερωθούν καν η Εκκλησία, οι Θεολογικές Σχολές, οι Θεολόγοι καθηγητές και χωρίς να υπάρξει μία περίοδος πιλοτικής εφαρμογής. Εφόσον λοιπόν, δεν δόθηκε η δυνατότητα για δημόσια διαβούλευση, ώστε να κριθεί η λειτουργικότητα τέτοιων μεγάλων και ριζικών αλλαγών, αναρωτιόμαστε, αν η εκπαίδευση και το μάθημα των Θρησκευτικών ωφελείται ή βλάπτεται από τέτοιες εσπευσμένες και μη δημοκρατικές διαδικασίες.
Οι υπεύθυνοι των κλάδων στο ΙΕΠ είναι ανάγκη να κατανοήσουν ότι υπηρετούν την παιδεία του ελληνικού λαού και ότι η θέση που κατέχουν απαιτεί να συνεργάζονται με τον κλάδο τους. Δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν νοοτροπίες απολυταρχικές και αποκλεισμός ενός ολόκληρου κλάδου, όπως είναι ο θεολογικός, ο οποίος περιλαμβάνει μεταξύ των άλλων και αρκετούς ειδικούς στην Παιδαγωγική και στη Διδακτική επιστήμονες.
Θεωρούμε ότι το μάθημα των Θρησκευτικών, όπως και όλα τα άλλα μαθήματα, δεν είναι ιδιοκτησία κανενός. Και ως εκ τούτου, δεν μπορεί μία μικρή ομάδα Θεολόγων, γύρω από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο(ΠΙ) και το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής(ΙΕΠ), να αποφασίζει για ένα τόσο σημαντικό θέμα εν αγνοία όλων των υπολοίπων. Σε κάθε περίπτωση, η Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων, έχει κάθε λόγο να είναι παρούσα, με ενεργό συμμετοχή, σε όλες τις διαδικασίες που αφορούν σε οποιαδήποτε ρύθμιση ή αλλαγή του μαθήματος των Θρησκευτικών. Αυτό θα πρέπει να το λάβουν σοβαρά υπόψη τους όλοι εκείνοι που επιμένουν στην τακτική του «αποφασίζομεν και διατάσσομεν».
4. Η άποψη της Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων είναι ότι το Λύκειο αποτελεί μία πνευματική βαθμίδα μαθήσεως και εμπειριών κατά τη διάρκεια της οποία οι μαθητές είναι ανάγκη να εμβαθύνουν με μεθοδικότητα και συστηματικότητα στα θέματα και στη διδασκαλία της ορθόδοξης χριστιανικής πίστεως που αποτελεί και τη θρησκευτική μας κληρονομιά, όπως αναφέρει και ο ισχύων Νόμος 4186/2013 (Α 193) για το Νέο Λύκειο: «Αναδιάρθρωση της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και λοιπές διατάξεις» και όχι να γίνεται, ως ορίζει το νέο Πρόγραμμα, μία επιλεκτική αναφορά σε έννοιες και μάλιστα δίπλα στις έννοιες των άλλων θρησκειών.
Η βάση αυτή στην οποία στηρίζεται το νέο Πρόγραμμα προωθεί έναν και μοναδικό στόχο, τον θρησκευτικό συγκρητισμό, αλλάζει την οντολογική δομή του μαθήματος, τον χαρακτήρα, το περιεχόμενο και το σκοπό του και εγείρει από την πλευρά μας ουσιαστικές ενστάσεις.
5. Πρόταση της Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων είναι να αλλάξει η πολιτική και οι διαδικασίες του ΙΕΠ που αφορούν στη συγγραφή Προγραμμάτων ή Βιβλίων ή σε οποιονδήποτε άλλο προγραμματισμό, με τη θεσμοθέτηση ικανής εκπροσώπησης των επιμέρους κλάδων σε όλες τις επιτροπές που επεξεργάζονται αλλαγές ή ρυθμίσεις που αφορούν σε μαθήματα εκάστου κλάδου. Με τον τρόπο αυτό, θα υπάρχει συνεχώς ένας υπεύθυνος και δημιουργικός διάλογος των καθ’ ύλην υπευθύνων παραγόντων του ΙΕΠ με τους μάχιμους εκπαιδευτικούς, όταν μάλιστα είναι γενικά παραδεκτό ότι αυτοί, με την εμπειρία της πράξης και της εφαρμογής, μπορούν να συμβάλλουν θετικά στις αποφάσεις του ΙΕΠ. Η συμμετοχική αυτή διαδικασία θα συντελέσει στην αποφυγή φαινομένων αποκλεισμού των κλάδων των καθηγητών.
Επισημαίνουμε ότι το ίδιο συμβαίνει και με το Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού – Γυμνασίου, για το οποίο ο κλάδος μας δεν είχε καθόλου ενημέρωση ή συμμετοχή, με αποτέλεσμα να συνταχθεί ένα εντελώς ακατάλληλο ΠΣ στο ίδιο μοτίβο με το παρόν ΠΣ του Λυκείου, που δημιούργησε γενική πανελλήνια αναστάτωση στον κλάδο μας αλλά και στον λαό μας. Άλλωστε, σύμφωνα με τις πληροφορίες μας, για το θέμα της μη διαβούλευσης και της μη συμμετοχής διαμαρτύρονται και οι υπόλοιπες επιστημονικές ενώσεις αλλά και η ίδια η ΟΛΜΕ. Δεν είναι δυνατόν να συμμετέχουν δικαιωματικά οι εκπρόσωποι των εκπαιδευτικών σε όλες τις διαδικασίες που τους αφορούν στο Υπουργείο (διορισμοί, μεταθέσεις, αποσπάσεις, προαγωγές ή επιλογές στελεχών κ.ά.) και να μην συμμετέχουν σε σοβαρότερες ακόμα διαδικασίες, όπως είναι η σύνταξη των Προγραμμάτων Σπουδών. Δεν είναι δυνατόν να συνεχίζεται από το ΙΕΠ αυτή η μυστικότητα στη διαδικασία σύνταξης των Προγραμμάτων, ως να αφορούν και να ενδιαφέρουν μόνον τους υπευθύνους των ΠΣ και την ομάδα σύνταξης και όχι όλους τους εκπαιδευτικούς, όταν πλέον για όλα τα θέματα του δημόσιου βίου υπάρχει διαύγεια και διαφανείς διαδικασίες. Ζητάμε επομένως, να προβείτε άμεσα σε εσωτερικές μεταρρυθμίσεις στο ΙΕΠ προς το δημοκρατικότερο, που να ρυθμίζουν τη συμμετοχή και εκπροσώπηση των επιμέρους επιστημονικών κλάδων των εκπαιδευτικών σε όλες τις διαδικασίες του ΙΕΠ και φυσικά και στο Διοικητικό του Συμβούλιο.
Αξιότιμε κύριε Πρόεδρε και Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, η Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων έχοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, διαμαρτύρεται έντονα και εκφράζει την απόλυτη διαφωνία της προς τις ανατρεπτικές αλλαγές που γίνονται τόσο για το ΠΣ του μαθήματος των Θρησκευτικών του Λυκείου όσο και για εκείνο του Δημοτικού και Γυμνασίου και ζητά την ανάσχεση της εφαρμογής του. Σε επόμενο υπόμνημά μας προς το ΙΕΠ, πρόκειται να καταθέσουμε λεπτομερώς όλες τις παρατηρήσεις μας για τα επιμέρους σοβαρά δομικά, θεολογικά, επιστημονικά και παιδαγωγικά προβλήματα που καθιστούν τα παραπάνω ΠΣ μη εφαρμόσιμα στο χώρο της εκπαίδευσης.