Επανερχόμαστε σήμερα στο ζήτημα της ανάδειξης των οθωμανικών μνημείων της Ελλάδας, με αφορμή την συζήτηση στις Σέρρες σχετικά με το αν πρέπει να γίνει μνημείο για τον ...σεΐχη Μπεντρεντίν του 15ου αιώνα ή όχι. Ο Μπεντρεντίν είχε συγκρητιστικές και κοινωνιστικές απόψεις και η μόνη του σχέση με την πόλη των Σερρών είναι ότι εκεί κρεμάστηκε από τον Σουλτάνο. Στην ανταλλαγή των πληθυσμών οι Οθωμανοί κάτοικοι ξέθαψαν τον νεκρό και τον έθαψαν στην Πόλη (ο τάφος του σήμερα βρίσκεται δίπλα σε κείνους των Οθωμανών ηγετών). Σήμερα έρχεται ο Δήμος και καλεί τους τοπικούς φορείς σε ....ανάδειξη του σημείου όπου απαγχονίστηκε ο Μπεντρεντίν με την ανέγερση σχετικού μνημείου! Το -ας πούμε- σκεπτικό είναι η προσέλκυση Τούρκων τουριστών! Αφήνουμε κατά μέρος το ότι ο τουρκολόγος Αμερικανός καθηγητής Χήθ Λόουρη κινεί τα νήματα για όλες αυτές τις υποθέσεις στη Βόρειο Ελλάδα με τρόπο τουλάχιστον ύποπτο και θυμίζουμε ότι οι Σέρρες έχουν αυτή τη στιγμή τρία τζαμιά και το αρχαιολογικό μουσείο τους στεγάζεται στο αναστηλωμένο μπεζεστένι, ενώ οι βυζαντινές εκκλησίες της πόλης κάηκαν από τους Βούλγαρους το 1913 και η μετέπειτα αναστήλωσή τους απέτυχε παταγωδώς. Και μπορεί η «Σίρις» να μνημονεύεται ήδη από τον Ηρόδοτο αλλά ποια μνημεία αναδεικνύουν σήμερα την αρχαία ταυτότητα της πόλης; Αναρωτιόμαστε λοιπόν ποια ιστορική φυσιογνωμία της πόλης θέλουμε να αναδειχθεί, σήμερα μάλιστα που η χώρα μας καταρρέει και οι άσπονδοι γείτονές μας ζουν το νεο-οθωμανικό τους όνειρο.
Είχαμε αναφερθεί κι άλλοτε, με αφορμή ανάλογα μνημεία στη Βέρροια κι αλλού, κι επανερχόμαστε βλέποντας ότι η κοινή λογική απουσιάζει από τον σχετικό δημόσιο διάλογο. Δυστυχώς έχουμε απέναντί μας όχι μόνο τον κάθε ολιγόνοο ιδιώτη (που νομίζει ότι «γλείφοντας» τον Τούρκο αυτόχρημα θα γεμίσει παράδες) αλλά και το ίδιο το «ελληνικό» κράτος. Την πολιτική του τελευταίου ξεκαθάρισε (Φεβρ. 2013) η γ.γ. του Υπουργείου Πολιτισμού κ. Λίνα Μενδώνη μιλώντας για τα 25,5 εκατομμύρια ευρώ που δίνουμε από το ΕΣΠΑ για νέες αναστηλώσεις οθωμανικών μνημείων: «Η Ελλάδα έχει το προνόμιο να φιλοξενεί τον ανθρώπινο πολιτισμό σε μία αδιάρρηκτη συνέχεια, από την παλαιολιθική εποχή μέχρι τις μέρες μας. Έχει το προνόμιο να φιλοξενεί μνημεία μίας τεράστιας ποικιλίας και ενός ανυπολόγιστου πλούτου. Και τα οθωμανικά μνημεία αποτελούν ιστορικά τεκμήρια μιας εποχής. Οι όποιες αντιρρήσεις ακούγονται για τη φροντίδα και τη μέριμνα που η Πολιτεία, δια της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας δείχνει σε αυτά δεν λαμβάνουν υπόψη τους ούτε το διεθνές περιβάλλον, ούτε την ιστορική και αρχαιολογική ιδιαιτερότητα της χώρας. Όπως λέξεις παρεισέφρυσαν και αφομοιώθηκαν στην ελληνική γλώσσα υποδηλώνοντας την οθωμανική παρουσία, έτσι και τα αντίστοιχα αρχιτεκτονήματα διατηρήθηκαν, ενσωματώθηκαν και αφομοιώθηκαν στο ελληνικό τοπίο ως υπόμνηση μιας ιστορικής περιόδου του ελληνισμού. Υποχρέωσή μας και επιθυμία μας είναι να προστατεύσουμε εμείς οι ίδιοι τα οθωμανικά μνημεία της χώρας μας. Αυτό άλλωστε επιβάλλει και επιτάσσει το ισχύον θεσμικό πλαίσιο: την ισότιμη μεταχείριση των μνημείων. Με τον τρόπο αυτό ικανοποιείται μια από τις βασικές απαιτήσεις των σύγχρονων μορφών προστασίας και γίνεται σεβαστή η διαχρονική και «διαφορετική» διάσταση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Αυτό άλλωστε περιμένουμε και απαιτούμε να πράττει η γειτονική χώρα για τα χριστιανικά μνημεία που βρίσκονται στην επικράτειά της...».
Ξαναλέμε λοιπόν τη θέση του «Αντιφωνητή» επί των ανωτέρω: Για ποιάν «αδιάρρηκτη συνέχεια ανθρώπινου πολιτισμού» λέει η κ. Μενδώνη, αν όχι του ελληνικού πολιτισμού; Ποια είναι η σχέση του πολιτισμού αυτού με τα οθωμανικά μνημεία; Από πού κι ώς πού τα απομεινάρια οποιασδήποτε εποχής - πόσο μάλλον μιας εχθρικής κατάκτησης που ερήμωσε τον τόπο πληθυσμιακά, οικονομικά και πολιτισμικά - εντάσσονται αυτομάτως στα διατηρητέα μνημεία; Αυτή η επίσημη αντιμετώπιση δείχνει ότι αντιλαμβανόμαστε την ελληνική γη όχι ως γενέθλιο χώρο του ελληνισμού (αυτή ακριβώς είναι για μας η «ιστορική και αρχαιολογική ιδιαιτερότητα της χώρας») αλλά ως έναν χώρο διέλευσης διαφόρων λαών, που αφήσανε ισότιμες μεταξύ τους πολιτιστικές σφραγίδες - από κει απορρέει κι αυτό το απίστευτο περί «ισότιμης μεταχείρισης των μνημείων». Τα περί «διεθνούς περιβάλλοντος» είναι αφενός ένα πολιτικό ζήτημα κι αφετέρου ένα θέμα ανάγνωσής του, καθώς αυτό αλλάζει άρδην. Ειδικά η επίκληση των αντίστοιχων υποχρεώσεων της Τουρκίας για τα χριστιανικά μνημεία είναι ένα άνοστο ανέκδοτο. Πέρα από τις δύο πρόσφατες, προκλητικές μετατροπές βυζαντινών εκκλησιών σε τζαμιά (Αγία Σοφία Τραπεζοῦντος και Αγία Σοφία Νικομήδειας), δεν μπορεί να γίνει καμμία σύγκριση επειδή οι ελληνικές εκκλησίες δεν είναι τίποτε παραπάνω από πολιτιστικά μνημεία. ούτε απομεινάρια ιμπεριαλισμού αποτελούν, ούτε για εργαλεία μελλοντικής διείσδυσης τις προορίζουμε.
Κλείνοντας, θα ....συμφωνήσουμε με την κ. Μενδώνη για την αντιστοιχία της γλωσσικής κληρονομιάς που μας άφησε η Τουρκοκρατία: Όπως ακριβώς οι τούρκικες λέξεις που είχαν παρεισφρύσει στην ελληνική ξεπατώθηκαν σε σημείο σχεδόν εξαφάνισης (κανείς δεν λέει σήμερα χαζίρι, κοσάζω, ζαπτιές, οντάς, μουκατάς κτλ) με μια συντονισμένη, ενσυνείδητη εθνική προσπάθεια και απέμειναν μονάχα οι ελάχιστες λειτουργικές, έτσι οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε και τα -εκτός Θράκης- χτισμένα ίχνη της βαρβαρικής κυριαρχίας. Πλην ευαρίθμων εξαιρέσεων που ίσως γίνουν μουσεία ή κάτι παρεμφερές, όλα τ’ άλλα είναι για κατεδάφιση, αν θέλουμε να είμαστε πιστοί στο όραμα όσων αγωνίστηκαν για να ξαναγίνει Ελλάδα αυτός ο τόπος μετά από 4, 5 και 6 αιώνες σκλαβιάς. Εκτός κι αν εκτιμούμε ότι αναστηλώνοντας ένα τέμενος το οποίο έκτισε ο κατακτητής της τάδε πόλης, ευχαριστώντας τον Αλλάχ για τον θρίαμβό του εκείνον, διασώζουμε την κληρονομιά των υπερασπιστών της, που τυγχάνουν και παππούδες μας.
Κώστας Καραΐσκος