Οι χριστιανοί έχουμε μια πολύ σοβαρή σχέση με τους νεκρούς μας. Συχνά μιλάμε μαζί τους και συνεχώς μιλάμε στο Θεό γι’ αυτούς.
Για την ακρίβεια, για μας, αυτοί που έχουν αφήσει το σώμα τους δεν είναι νεκροί αλλά ζωντανοί (μεταφορικά τους ονομάζουμε «κεκοιμημένους» = αυτοί που έχουν κοιμηθεί) και έτσι τους αντιμετωπίζουμε, ως ζωντανούς, που απλά έχουν φύγει και μένουν σε ένα άλλο μέρος. Τον τόπο, στον οποίο θάβουμε τα σώματά τους, τον ονομάζουμε «κοιμητήριο» (χώρο ύπνου).
Αντίθετα, νεκρούς θεωρούμε τους ανθρώπους που έχουν βγάλει έξω από την καρδιά τους το Θεό, την αγάπη Του και τη χάρη Του, είτε ζουν ανάμεσά μας είτε έχουμε μετακομίσει στον τόπο των ψυχών. Αυτός είναι ο πραγματικός θάνατος, η έξωση του Θεού από την καρδιά μας, ενώ, όταν Του επιτρέπουμε να μπαίνει στην καρδιά μας, είμαστε εντελώς ζωντανοί, είτε εδώ είτε στον τόπο των ψυχών.
Όταν λέμε ότι ο Θεός μπαίνει στην καρδιά μας δεν εννοούμε ότι μας καταλαμβάνει και διώχνει το πνεύμα μας και καταργεί την ελευθερία μας (αυτό ποτέ δεν το κάνει ο Θεός, το κάνουν μόνο ύποπτα πνεύματα). Εννοούμε ότι μπαίνει μέσα μας η χάρη του Θεού (η ζωοποιός αδημιούργητη, αιώνια και φωτεινή ενέργειά Του) και μας μεταμορφώνει φέρνοντάς μας πιο κοντά Του. Η μεταμόρφωση αυτή σχετίζεται άμεσα με τα μυστήρια της χριστιανικής Εκκλησίας, όπως θα δούμε παρακάτω.
Θα δούμε παρακάτω, Θεού θέλοντος, τι ξέρουμε για τους κεκοιμημένους.
Πηγή: Νεκρός για τον κόσμο