Νομική θεώρησις του θέματος της αναγραφής του θρησκεύματος εις τα Δελτία των αστυνομικών ταυτοτήτων

identitycard

 

Διάγραμμα

1. Το πρόβλημα της αναγραφής του θρησκεύματος και η διαπλοκή του.
2. Το χρονικόν δημιουργίας του ζητήματος.
3. Νομική φύσις της Αρχής Προστασίας του ν. 2472/1997 "Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα".
4. Το περί τας ταυτότητας υφιστάμενον νομικόν καθεστώς
5. Ο ν. 2472/1997 καταργεί την περί των ταυτοτήτων ισχύουσαν νομοθεσίαν;
6. Η αναγραφή του θρησκεύματος και το άρθρον 13 του ισχύοντος Συντάγματος.
7. Η αναγραφή του θρησκεύματος και ο ν. 2472/1997 "Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα".
8. Συμπεράσματα και προτάσεις.

 

1. Το όλον ζήτημα της αναγραφής ή μη του θρησκεύματος εις το δελτίον αστυνομικής ταυτότητος κάθε Έλληνος πολίτου, αυτονοήτως προϋποθέτει την προσεκτικήν και από πάσης πλευράς ορθήν προσέγγισίν του. Πολύ περισσότερον, η νομική θεώρησις του θέματος τούτου -συμφώνως προς την δοθείσαν συνοδικήν εντολήν και υπόδειξιν[1] - υποχρεώνει εις ενδελεχή, εξονυχιστικήν και συστηματικήν μελέτην, με δεδομένα τόσον την στενήν συνάφειάν του προς το θεμελιώδες προσωπικόν δικαίωμα της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως, όσον και την καταφανή ευαισθησίαν της πλειονοψηφίας των Ελλήνων πολιτών να απαιτούν την αναγραφήν της θρησκευτικής των πεποιθήσεως, ως βασικού στοιχείου της ταυτότητος, όπως είναι η Ορθοδοξία δια τον Έλληνα ή και δι' άλλους ομοδόξους λαούς. Δια τον λόγον αυτόν και η μέχρι σήμερον εκδηλωθείσα ομόθυμος, σχεδόν, αντίθεσις από μέρους της Διοικούσης Εκκλησίας προς την υπό των κρατικών αρμοδίων ανακίνησιν και ανακοίνωσιν της αποφάσεως περί της μη αναγραφής του θρησκεύματος εις το δελτίον ταυτότητος επιδοκιμάζεται υπό του Πληρώματος της Εκκλησίας, ως διερμηνεύουσα ορθώς και ακριβώς τον έντονον προβληματισμόν του, ενώ αποδοκιμάζεται η αιφνιδιαστική, βεβιασμένη και μονομερής απόφασις αυτή.

Αι προηγηθείσα τας τελευταίας εβδομάδας δημόσιαι και εις πολλά επίπεδα συζητήσεις του όλου θέματος δια της συμβολής εκπροσώπων της Εκκλησίας, της Πολιτείας, της νομικής επιστήμης και της Θεολογίας, καταλήξασαι ενίοτε, δια της συστηματικής και υπόπτου επιδιώξεως όλων σχεδόν των μέσων ενημερώσεως, εις οξείας αντιπαραθέσεις, τελικώς εβοήθησαν εις την ανάδειξιν χρησίμων συμπερασμάτων δια την αντικειμενικήν αξιολόγησιν αυτού του ζητήματος, αλλά και της διακριβώσεως της βουλήσεως του εκκλησιαστικού σώματος.

Είναι πλέον προφανές ότι η αναγραφή του θρησκεύματος εις τας νέας ταυτότητας προεβλήθη, ως η αιχμή μιας πολυμερούς και πολυμετώπου επιδιώξεως όλων εκείνων, οι οποίοι με κριτήρια ιδεολογικο-πολιτικά, διαποτισμένοι από στείρον κρατικισμόν και νομικισμόν, απορρίπτουν το υφιστάμενον συνταγματικόν πλαίσιον των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας. Πρόδηλον είναι, επίσης, ότ το θέμα τούτο αποτελεί μέρος ευρυτέρου σχεδίου περιορισμού ή και εξουδετερώσεως της ενεργούς παρουσίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις τον δημόσιον βίον, σχεδίου εξυφαινομένου και υποστηριζομένου εξ όσων εμφορούνται από αντιλήψεις δυτικοτρόπους και αντορθοδόξους.

2. Αι διαπιστώσεις αυταί επιβεβαιώνονται και από την απλήν χρονογραφικήν παράθεσιν των περί το θέμα τούτο αιφνιδιαστικών και οπωσδήποτε ακαίρων πρωτοβουλιών κυβερνητικών και άλλων οργάνων. Ο εξωκοινοβουλευτικός υπουργός Δικαιοσύνης κ. Μ. Σταθόπουλος εις την πρώτην συνέντευξίν του[2] αισθανόμενος "πιο αδέσμευτος" -όπως ισχυρίσθη- εδήλωνε επί λέξει: "υπάρχει μια υπερπροστασία της επικρατούσης θρησκείας, κάτι που νομίζω, ότι δεν το έχει ανάγκη η Εκκλησία μας, η οποία κάλλιστα μπορεί να αναπτύξει την πνευματική της δραστηριότητα αυτοδυνάμως. Δεν νομίζω, ότι πρέπει να λείπει από την Ορθόδοξη Εκκλησία η αυτοπεποίθηση". Περαιτέρω, θεωρών ότι η ωριμότης των συνθηκών δια τον χωρισμόν Εκκλησίας και Πολιτείας προϋποθέτει την λύσιν επί μέρους ζητημάτων καθορισμού αρμοδιοτήτων των δύο μερών, εντέχνως και σκοπίμως εστιάζει την προσοχήν όλων σωρευτικώς επί πλήθους προβλημάτων με διαφαινομένας τας επ' αυτών - γνωστάς και εκ του παρελθόντος - προσωπικάς του απόψεις και επιδιωκτέας λύσεις, όπως:

α) Την καθιέρωσιν ως υποχρεωτικού του πολιτικού γάμου.

β) Την καθιέρωσιν του πολιτικού όρκου, ως του μόνου κοινού δι' όλους τους Έλληνας πολίτας, χωρίς ν' αποκλείη και άλλους τύπους όρκων.

γ) Την μη θρησκευτικήν κηδείαν ή άλλως την "κοσμικήν" κηδείαν, την οποίαν επιβάλλει η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως.

δ) Την καύσιν των νεκρών.

ε) Την ρύθμισιν θεμάτων εκκλησιαστικής περιουσίας.

στ) Την κατάργησιν των διατάξεων περί προσηλυτισμού και περί της υπό του επιχωρίου Επισκόπου ζητουμένης γνώμης δια την ίδρυσιν και λειτουργίαν ευκτηρίων οίκων.

ζ) Την κατάργησιν του μαθήματος των θρησκευτικών δια της απαλείψεως της διατάξεως της παραγρ. 2, του άρθρου 16 του ισχύοντος Συντάγματος, εις ήν περιλαμβάνεται και "η ανάπτυξις της εθνικής και θρησκευτικής συνειδήσεως" των ελληνοπαίδων, και

η) Την απάλειψιν της αναγραφής του θρησκεύματος εις τας αστυνομικάς ταυτότητας, δια την οποίαν έσπευσεν να δηλώση ο ίδιος επί της Δικαιοσύνης Υπουργός: "είναι, ήδη, χωρίς συγκατάθεση του προσώπου, αντίθετη προς το νόμο 2472/1997 για την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, επειδή πρόκειται για ευαίσθητο δεδομένο"[3].

Την εκ της συνεντεύξεως προκληθείσαν ανησυχίαν και τον έντονον προβληματισμόν, προς στιγμήν ήλθε να διασκεδάση δήλωσις του Κυβερνητικού Εκπροσώπου[4]. Αλλ' ευθύς αμέσως ενεφανίσθη εις το προσκήνιον ο πρόεδρος της "Αρχής προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" (Αρχή του ν. 2472/97) Κωνσταντίνος Δαφέρμος και δια δηλώσεών του προανήγγειλε, κατά τινα τρόπον, την μέλλουσαν να εκδοθή απόφασιν, δημιουργών σοβαρούς λόγους ακυρότητας της αποφάσεως της Αρχής ή, κατ' άλλην εκτίμησιν, ο πρόεδρος της Αρχής "ώφειλε δια λόγους δεοντολογίας αλλά και νομιμότητος, εφ' όσον μάλιστα είναι πρώην Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, να μη κάνει αυτές τις δηλώσεις, πριν ή αποφανθή η Ανεξάρτητη Αρχή, της οποίας προεδρεύει και την οποίαν είχεν καλέσει να γνωμοδοτήση τούτο, διότι είναι δυνατόν να θεωρηθή, ότι δια των δηλώσεων αυτών γενομένων δημοσία σκοπείται... ο επηρεασμός των μελών της Επιτροπής, η οποία παύει ούτω να είναι ανεξάρτητη..."[5]. Τούτο όντως εγένετο δια της υπ' αριθμ. πρωτ. 510/17/15-5-2000 αποφάσεως ή συστάσεως ή υποδείξεως ή οδηγίας ή γνωμοδοτήσεως της Αρχής.

Ο Πρωθυπουργός της Χώρας, απαντών εις επίκαιρον ερώτησιν[6] και δη: "1. Πότε προτίθεται να προχωρήση στην υλοποίηση της απόφασης της ανεξάρτητης Αρχής για τα προσωπικά δεδομένα; 2. Αν αντιμετωπίζει την περίπτωση υιοθέτησης της προαιρετικής αναγραφής που αποτελεί διαχωρισμό και τελικά οδηγεί σε στιγματισμό των Ελλήνων πολιτών", αφού επεσήμανεν, "ότι το ζήτημα δεν αφορά την πίστη, δεν αφορά την θρησκεία, δεν αφορά την Ορθοδοξία", υπεστήριξεν ότι "από τη στιγμή που εκδόθηκε (η απόφαση της Αρχής) άσχετα όμως από τη δυνατότητα αμφισβήτησης, δεσμεύει την Πολιτεία, δεσμεύει το κράτος, δεσμεύει την Κυβέρνηση", επικαλούμενος δε τον ν. 2472/1997 και τας περί ευαισθήτων δεδομένων διατάξεις του, την αρχήν της θρησκευτικής ελευθερίας, τα περί ταξιδιωτικών εγγράφων των πολιτών των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως απεδέχθη σύνολον την πρότασιν της Αρχής Προστασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρος και υπεστήριξεν, ότι "δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση η αναγραφή του θρησκεύματος να εξαρτάται από τη δικιά του (του πολίτου) συγκατάθεση. Η αναγραφή του θρησκεύματος δεν επιτρέπεται, με άλλα λόγια να είναι προαιρετική ή υποχρεωτική..."[7]. Επηκολούθησεν η κατά την 26ην παρελθόντος μηνός Μαΐου ε.έ. έκτακτος Συνεδρία της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, της οποίας το ανακοινωθέν επετύγχανε μίαν πρώτην και ορθήν νομικήν προσέγγισιν του θέματος και προσδιώριζεν την μετά ταύτα αμετακίνητον στάσιν της Εκκλησίας επί του ζητήματος, και εγνώριζεν την σύγκλησιν της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Αρχής, της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας[8].

3. Ιδιαιτέρως κρίσιμον προβάλλει το θέμα περί της νομικής φύσεως της Αρχής προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρος και των πράξεων αυτής, δεδομένου ότι η επιχειρηματολογία όλων των υποστηριζόντων την μη αναγραφήν του θρησκεύματος στηρίζεται επί της αποφάσεως αυτής και ασφαλώς περί τον χαρακτήρα των Πράξεών της θα κριθή ο αγών ενώπιον των αρμοδίων Δικαστηρίων.

Κατ' αρχήν επισημαίνομεν την συνήθη πρακτικήν εις εθνικόν και διεθνές επίπεδον, να συνιστώνται και να δρουν ποικιλώνυμοι φορείς (Αρχαί-Οργανώσεις-Επιτροπαί) νομικώς κατοχυρωμένοι ως ανεξάρτητοι και μη κυβερνητικοί, εκτός δηλαδή πολιτικού πλαισίου, αι δε αποφάσεις των έχουν δεσμευτικόν χαρακτήρα εις νομικόν κυρίως πεδίον δια τας κυβερνήσεις και τας κοινωνίας[9].

Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρος ως κεντρικόν όργανον (Αρχή), εθεσπίσθη με τον ν. 2472/1997[10] δια την εφαρμογήν του νόμου αυτού. Ιδρύθη ως ανεξάρτητος διοικητική αρχή, έχουσα ως αποστολήν εκτός της εποπτείας της εφαρμογής του νόμου τούτου, και άλλας ρυθμίσεις του αυτού αντικειμένου, δηλ. την προστασίαν του πολίτου από την επεξεργασίαν δεδομένων προσωπικού χαρακτήρος καθώς και την ενάσκησιν των αρμοδιοτήτων, αι οποίαι εκάστοτε ανατίθενται εις αυτήν. Αι δε Πράξεις αυτής- οδηγίαι, συστάσεις και υποδείξεις, επιβολή διοικητικών κυρώσεων, διοικητικαί εξετάσεις και έλεγχοι κλπ.- δεν υπόκεινται εις οιονδήποτε διοικητικόν έλεγχον νομιμότητος ή σκοπιμότητος.

Η ενδιαφέρουσα ημάς απόφασις της Αρχής υπ' αριθμ. 510/17/15-5- 2000 εξεδόθη ως σύστασις και προειδοποίησις, εντός των πλαισίων των αρμοδιοτήτων αυτής[11].

Κατά μίαν άποψιν η επίμαχος απόφασις της Αρχής δεν είναι υποχρεωτική δι' ουδέν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον, εκ δε της μη εφαρμογής αυτής της συστάσεως ουδεμία εις βάρος αρνουμένου την εφαρμογήν συνέπειαι επέρχεται. Η Αρχή δεν δικαιούται να επιβάλη τας διοικητικάς κυρώσεις του άρθρου 21, του ν. 2472/1997, "καθ' όσον εις το άρθρον τούτο ουδεμία διάταξις υπάρχει προβλέπουσα την επιβολήν διοικητικών κυρώσεων εν περιπτώσει μη εφαρμογής ωρισμένης συστάσεως της Αρχής ή μη συμμορφώσεως προς αυτήν. Απαιτείται βάσει της εν λόγω διατάξεως δια την επιβολήν διοικητικών κυρώσεων υπαίτιος παράβασις των υπό του εν λόγω νόμου προβλεπομένων υποχρεώσεων"[12].

Κατ' άλλην εκδοχήν η απόφασις της Αρχής είναι εσφαλμένη, μη νόμιμη και άρα άκυρος. Δια της απαγορεύσεως της αναγραφής, την οποίαν επιβάλλει, αχρηστεύει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των προσωπικών δεδομένων", εις την οποίαν και μόνον αρκείται ο νομοθέτης του ν. 2472/1997, δια να επιτρέψη την επεξεργασίαν, χωρίς να αξιώνη την ύπαρξιν ειδικού τινός σκοπού προς τούτο. Αλλά και εάν ακόμη γίνη δεκτόν, ότι είναι νόμιμος η απόφασις της Αρχής, καθ' ό μέρος δέχεται, ότι το δεδομένον του θρησκεύματος είναι "απρόσφορο" και "μη αναγκαίο" δια την εξατομίκευσιν της ταυτότητος. Κατά ταύτα μόνον η Κυβέρνησις δύναται να φέρη εις την Βουλήν προς ψήφισιν διάταξιν νόμου ορίζουσαν, ότι εφ' εξής το θρήσκευμα δεν θα αναγράφεται εις την ταυτότητα. Μόνον η Βουλή ημπορεί να προβή εις την ρύθμισιν αυτήν, όχι όμως και η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων[13].

Εν όψει της ούτως εκφερομένης επιστημονικής κρίσεως και αξιολογήσεως της επιμάχου αποφάσεως της Αρχής, ως μη υποχρεωτικής δια την κριτικήν υπηρεσίαν και υπό μίαν άποψιν μη νομίμου και ακύρου, η Διοικούσα Εκκλησία τι δύναται να πράξη προς ακύρωσιν της Αποφάσεως ταύτης; Ο νόμος 2472/1997 ορίζει εις την παράγραφον 2 του άρθρου 15, ότι "η Αρχή αποτελεί ανεξάρτητη δημοσία αρχή" και, ότι "δεν υπόκειται σε οποιονδήποτε διοικητικό έλεγχο". Υπόκειται όμως αύτη εις τον ακυρωτικόν έλεγχον του Συμβουλίου της Επικρατείας;

Ο κ. Πρωθυπουργός εις την απαντητικήν εις την σχετικήν ερώτησιν[14] αγόρευσόν του εν τη Βουλή υπήρξεν κατηγορηματικός: "Η απόφαση αυτή της Αρχής μπορεί να προσβληθή από το (μάλλον στο) Συμβούλιο της Επικρατείας και μπορεί να προσβληθή από το (μάλλον στο) Συμβούλιο της Επικρατείας και μπορεί να προσβληθή από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον, όποιος αμφισβητεί, ότι αυτή είναι ισχυρή ή ότι ανταποκρίνεται προς το δίκαιό μας"[15].

Όμως, προ ολίγου καιρού (1η Ιουνίου) επεδιώχθη δια του Τύπου η δημιουργία εντυπώσεων δια πρωτοσελίδου δημοσιεύματος, καθ' ό τα μέλη της Επιστημονικής Επιτροπής της Νομικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, συνεδριάσαντα (την 31ην Μαΐου) εισηγήθησαν ομοφώνως εις την Εκκλησίαν να μη προσφύγη εις το Ανώτατον Ακυρωτικόν Δικαστήριον. Το αναληθές και σκόπιμον τούτο δημοσίευμα ηνάγκασεν την Αρχιγραμματείαν της Δ.Ι.Σ., όπως εκδώση Δελτίον Τύπου, δια του οποίου ανεκοινώνοντο μεταξύ άλλων, ότι "δεν υπήρξεν ομοφωνία, ούτε έγινε ψηφοφορία, ούτε συνετάγη κείμενον υπό τύπον υπομνήματος ή εισηγήσεως προς την Ιεράν Σύνοδον. Απλώς επανεβεβαιώθη, ότι εις τα νομικά ζητήματα χωρούν διαφορετικαί τοποθετήσεις και ερμηνείαι, εκάστη των οποίων διεκδικεί δι' αυτήν το αλάθητον. Ομοφώνως έγινε δεκτόν, κατά την ως άνω συνεδρίαν, ότι: α) ισχύει σήμερον ο Νόμος 1988/1991, ο οποίος επιβάλλει ως υποχρεωτικήν την αναγραφήν του θρησκεύματος εις τας ταυτότητας και β) η "απόφαση" της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων" έχει τον χαρακτήρα συστάσεως".

Περαιτέρω, το ενδιαφέρον επί του προκειμένου εστιάζεται επί του εάν η απόφασις της "ανεξαρτήτου Αρχής" έχη εκτελεστόν χαρακτήρα, εάν δηλαδή αποτελή διοικητικήν πράξιν, η οποία, ως παραδεκτή εις το Συμβούλιον Επικρατείας, είναι δυνατόν να ζητηθή η ακύρωσις αυτής υπό παντός έχοντος έννομον συμφέρον. Όμως, εις περίπτωσιν καθ' ήν θεωρηθή, ότι η "σύστασις της Αρχής" έχει γνωμοδοτικόν χαρακτήρα προς την εκτελεστικήν εξουσίαν και την διοίκησιν, αποτελούσα παρέμβασιν επί του ανακύψαντος θέματος περί τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα και τας ταυτότητας, τότε δι' άλλης οδού δυνάμεθα να προσφύγωμεν, ζητούντες την ακύρωσιν της Αποφάσεως της Αρχής. "Οιονδήποτε νομικόν ή φυσικόν πρόσωπον δικαιούται οποτεδήποτε να ζητήση από το Κράτος (υποβάλλον ανάλογον αίτημα), όπως μη εφαρμόση την απόφασιν αυτήν. Βεβαίως τοιούτον δικαίωμα έχει και η Εκκλησία, αφού και αύτη αποτελεί νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου. Εις περίπτωσιν δε αποδοχής του τοιούτου αιτήματος του αιτούντος πολίτου ή νομικού προσώπου το τελευταίον ικανοποιείται, επί δε περιπτώσεως απορρίψεώς του, η απορριπτική πράξις πρέπει να είναι επαρκώς ητιολογημένη και νόμιμος, άλλως ο ως άνω αιτών δικαιούται να προσάλη επί ακυρώσει την επίμαχον την απορριπτικήν του τοιούτου αιτήματός του πράξιν ενώπιον του Συμβουλίου Επικρατείας"[16]. Πέραν τούτων καλούμεθα ν' αποφασίσωμεν σταθμίζοντες τα στοιχεία μετά πολλής προσοχής και μελέτης.

4. Πριν ή προσεγγίσωμεν τα σήμερον προβαλλόμενα συνταγματικά και νομικά επιχειρήματα της επιδιωκομένης αλλαγής εις αναγραφήν του θρησκεύματος, ας ίδωμεν το περί τας ταυτότητας υφιστάμενον σήμερον νομικόν καθεστώς.

α) Το Ν.Δ. 127/1969 "περί της αποδεικτικής ισχύος των αστυνομικών ταυτοτήτων", ως και η υπ' αριθμ. 8200/0-6 της 6.6.1981 απόφασις του Υπουργού Δημοσίας Τάξεως[17] αποτελούν την βάσιν, δια την υπό της οικείας αστυνομικής αρχής έκδοσιν του δελτίου ταυτότητος, το οποίον φέρουν οι Έλληνες πολίται. Ειδικώς εις το άρθρον 2 του ως άνω Ν.Δ. ορίζονται τα εις τας ταυτότητας περιλαμβανόμενα στοιχεία, εν οίς και το θρήσκευμα υποχρεωτικώς.

β) Ο νόμος 1599/1986[18] καθορίζει νέον τύπον δελτίου ταυτότητος, εκδιδομένου από τας οικείας Νομαρχίας (άρθρον 1) και ουχί από την αστυνομικήν αρχήν. Μεταξύ των εις το νέον δελτίον ταυτότητος αναγραφομένων στοιχείων περιλαμβάνεται και το θρήσκευμα, καταχωρούμενον όχι υποχρεωτικώς αλλά προαιρετικώς, εφ' όσον δηλ. ζητηθή υπό του πολίτου (άρθρον 3). Αξιοσημείωτον είναι, επίσης, ότι εις τον ίδιον νόμον (άρθρον 2) καθιερώνεται η αναγραφή του Ενιαίου Κωδικού Αριθμού Μητρώου) (ΕΚΑΜ).

γ) Ο νόμος 1988/1991[19], τροποποιών διατάξεις του προηγουμένου 1599/1986 καταργεί από τα νέα δελτία ταυτότητος την αναγραφήν του Ενιαίου Κωδικού Αριθμού Μητρώου (άρθρον 6) και προσθέτει ωρισμένα άλλα στοιχεία, μεταξύ των οποίων και το θρήσκευμα, το οποίον ορίζει να αναγράφεται υποχρεωτικώς και όχι προαιρετικώς[20].

Όμως, οι δύο τούτοι νόμοι ουδέποτε εφηρμόσθησαν, όπως ουδέποτε εξεδόθησαν νέου τύπου δελτία ταυτότητος. Αι οικείαι αστυνομικαί αρχαί συνεχίζουν να εκδίδουν τα δελτία ταυτότητος επί τη βάσει του Ν.Δ. 127/1969[21], εις τα οποία υποχρεωτικώς αναγράφεται το δηλούμενον υφ' εκάστου πολίτου θρήσκευμα, χωρίς ουδείς ουδέποτε να προβάλη λόγον διαμαρτυρίας δια την εφαρμοζομένην, συμφώνως τω νόμω, πρακτικήν αυτήν.

5. Την επί πολλά έτη ήρεμον περί τα δελτία ταυτότητος και τα εις αυτά αναγραφόμενα στοιχεία κατάστασιν βαθύτατα ετάραξαν τα τελευταία γεγονότα, ως αυτά ενδεικτικώς προαναφέρθησαν[22]. Όμως, δια της επικλήσεως ποίων νομικών διατάξεων και ισχυρισμών εδημιουργήθη το πρόβλημα, το οποίον διαρκώς περιπλέκεται; Εκ ποίων νομικών διατάξεων και δεδομένων θεμελιούται η άποψις, ότι ο ν. 2472/97 καταργεί την περί των ταυτοτήτων ισχύουσαν νομοθεσίαν;

Αι απόψεις του επί της Δικαιοσύνης υπουργού, του Προέδρου και αυτής ταύτης της "Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρος" του ν. 2472/1997, του Πρωθυπουργού και των στρατευμένων συνταγματολόγων και νομικών, μεθ' ών συγκαταλέγονται και οι δημοσιογράφοι, οί τε των ηλεκτρονικών και των εντύπων μέσων ευρείας ενημερώσεως, εξαίφνης συμπλέουν και κραυγαλαίως συμφωνούν, ότι το θρήσκευμα, ως δεδομένον προσωπικού χαρακτήρος ή πολύ περισσότερον ως "ευαίσθητον" δεδομένον, αναγραφόμενον εις το δελτίον ταυτότητος, καταχωρίζεται εις αρχείον και αποτελεί αντικείμενον επεξεργασίας. Μετά τριετίαν όλην, από της υπό της Βουλής ψηφίσεως και δημοσιεύσεως του νόμου τούτου εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δηλαδή, ανεκαλύφθη, ότι η παγίδα και αδιατάρακτος μέχρι σήμερον πρακτική της υποχρεωτικής αναγραφής του θρησκεύματος εις το δελτίον ταυτότητος είναι αντίθετος εις τας διατάξεις του νόμου.

Δεν θα εμμείνωμεν εις την μετ' επιτάσεως προβληθείσαν άποψιν του εισηγητού μάλιστα του νόμου τούτου, πρώην υπουργού της Δικαιοσύνης, ότι "το θρήσκευμα δεν θεωρείται από τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων "ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο", αλλά προσωπική δημοσία θέληση... και δικαίωμα, όπως και υπερηφάνεια που διακηρύσσεται... πού να μη θέλει τη δημοσιοποίησή του ο καθένας μας"[23]. Ούτε εις το σημείον τούτο θα παραθέσωμεν τα επιχειρήματα, τα οποία κλονίζουν τους ισχυρισμούς, ότι αι ταυτότητες, ως δημόσια έγγραφα, δεν επιτρέπεται να περιέχουν ευαίσθητα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρος, δυνάμενα ν' αποτελέσουν αντικείμενον επεξεργασίας[24]. Όμως θα προβάλλωμεν και θα εξάρωμεν την άποψιν, την ανατρέπουσαν τον ισχυρισμόν, ότι οι νόμοι 1599/1986 και 1988/1991 κατηργήθησαν με τον ν. 2472/1997[25].

Συμφώνως προς την Απόφασιν της Αρχής, ο δεύτερος "ως νεώτερος και με διατάξεις, οι οποίες εισάγουν στην ελληνική έννομη τάξη ρυθμίσεις του διεθνούς και κοινοτικού δικαίου υπερνομοθετικής ισχύος επιβάλλει την σύμφωνον προς αυτόν και τις αρχές που αυτός ο ίδιος καθιερώνει ερμηνεία και εφαρμογή των παλαιοτέρων ρυθμίσεων για τα δελτία ταυτότητος"[26]. Και εν συνεχεία, "εφ' όσον δια του ιδίου νόμου απαγορεύεται εφ' εξής η καταχώρισις εις αρχείον και η επεξεργασία του προσωπικού δεδομένου του θρησκεύματος, ούτος τροποποιεί την προηγουμένην νομοθεσίαν "ως νεώτερος και ειδικότερος, εν σχέσει με τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα"[27].

Εις την άποψιν αυτήν αντιπαρατίθεται:

α) η καταχώρισις του θρησκεύματος εις το δελτίον ταυτότητος δεν αποτελεί καταχώρισιν εις "αρχείον δεδομένων" και άρα δεν αποτελεί "επεξεργασίαν".

β) Το δελτίον ταυτότητος περιέχει και άλλα προσωπικά δεδομένα, τα οποία είναι απαραίτητα να τα έχη υπ' όψιν της η Πολιτεία, διότι όταν αυτά ελλείπουν δυσχεραίνεται η άσκησις των νομίμων εξουσιών, ως ο εντοπισμός κακοποιών στοιχείων.

γ) Πλέον τούτων, ακόμη και ωρισμένα θρησκεύματα περιέχουν δοξασίες επικίνδυνες δια την δημοσίαν τάξιν, ως συνέβη με τους οπαδούς θρησκεύματος, οι οποίοι ηυτοκτόνησαν ομαδικώς, διότι τούτο επέβαλεν η θρησκεία των[28].

δ) Η διάταξις του άρθρου 3 του Ν. 1599/1986, ως ετροποποιήθη δια του άρθρου 2, του ν. 1988/1991, ορίζει ότι η αναγραφή των στοιχείων, μεταξύ των οποίων και το θρήσκευμα, εις το δελτίον ταυτότητος είναι υποχρεωτική. Αν, κατά την Απόφασιν της Αρχής, "κάθε επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, που γίνεται πέραν του επιδιωκομένου σκοπού ή η οποία δεν είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξή του δεν είναι νόμιμη"[29], είναι δυνατόν να δεχθώμεν, ότι παρανόμως επί τριετίαν ενήργει η αστυνομική αρχή και τα όργανα της Πολιτείας; "Είναι ποτέ δυνατόν να είπωμεν, ότι υποχρέωσις επιβαλλομένη δια νόμου είναι παράνομος;"[30]. Κατά ταύτα "ο ν. 1988/91 κατά το μέρος που καθιστά υποχρεωτικήν την αναγραφήν του θρησκεύματος εις την ταυτότητα δεν έχει καταργηθή από τον 2472/97"[31] και επομένως δικαιούμεθα ν' αξιώνωμεν την εφαρμογήν και του Ν.Δ. 127/1969 και των ισχυόντων, έστω και ανενεργών, Νόμων 1599/1986 και 1988/1991 και την συμφώνως τας διατάξεσιν αυτών υποχρεωτικήν αναγραφήν του θρησκεύματος με μόνην υποχώρησιν εις την προαιρετικήν αναγραφήν τούτου.

6. Θα δανεισθώμεν, προσεγγίζοντες το θέμα της αναγραφής του θρησκεύματος εις τας ταυτότητας με κριτήριον την συνταγματικότητα ή την αντισυνταγματικότητα, όπως αι εκατέρωθεν απόψεις εκφέρωνται, την ακόλουθον γενικωτέραν παρατήρησιν ανωτάτου δικαστικού λειτουργού, η οποία είναι ιδιαιτέρως επίκουρος: "Όταν καμιά διαμαρτυρία δεν είχε γίνει τόσα χρόνια που αναγράφεται το θρήσκευμα στην ταυτότητα, είναι ν' απορεί κανείς γιατί δημιουργήθηκε σήμερα - να έχωμεν υπ' όψιν μας ότι αυτά εγράφοντο εν έτει 1993, όταν και τότε ετέθη αιφνιδίως και μετά οξύτητος το ζήτημα εάν πρέπει να αναγράφεται ή όχι εις το δελτίον ταυτότητος το θρήσκευμα - τόσο αναπάντεχα, τόσο αδικαιολόγητα και, άρα, τόσο ύποπτα ο θόρυβος". Και συνεχίζει: "Παρά το γεγονός ότι δεν θεωρώ ορθές τις απόψεις περί αντισυνταγματικότητος της υποχρέωσης αναγραφής του θρησκεύματος στην ταυτότητα, τελικά συντάσσομαι με την άποψη της προαιρετικής, ανάλογα με την επιθυμία του πολίτη, αναγραφής του θρησκεύματος στον ειδικό χώρο που πάντως πρέπει να διαθέτει το δελτίο ταυτότητας"[32].

Είναι αληθές, ότι εις όλον το σκεπτικόν της επιμάχου "συστάσεως" της Αρχής ουδεμία επίκλησις συνταγματικής διατάξεως γίνεται, ίνα θεμελιωθή η απαγόρευσις της καταχωρίσεως του θρησκεύματος. Μερίς όμως της νομικής θεωρίας, ιδίως συνταγματολόγοι, και άλλοι νομικοί και μη αρθρογραφούντες, υποστηρίζουν:

α) Ότι η αναγραφή του θρησκεύματος παραβιάζει την ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως, όπως κατοχυρώνεται εις το άρθρον 13 του Συντάγματος, η οποία περιλαμβάνει την ελευθερίαν να δηλώνη τις τα θρησκευτικά ή μη φρονήματά του, όσον και την ελευθερίαν να τα αποσιωπά. Και προστίθεται: "Η αποσιώπησή τους δεν επιτρέπεται να αποτυπώνεται σε δημόσιο έγγραφο". Και,

β) "Η τυχόν προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος στο δελτίο αστυνομικής ταυτότητας εισάγει σε έγγραφο αναγνωριστικό της ιδιότητας του Έλληνα Πολίτη μια ανεπίτρεπτη, κατά το Σύνταγμα (άρθρο 5, παρ. 2 και 13 Συντάγματος) και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρο 14) διάκριση των πολιτών σε δύο κατηγορίες: σε εκείνους που δηλώνουν τη θρησκευτική τους συνείδηση και σε εκείνους που αρνούνται να το πράξουν. Η διάκριση αυτή, εφόσον βασίζεται στη συνείδηση, αντίκειται, προφανώς, στις αρχές της μη διάκρισης των πολιτών λόγω των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων και της ίσης προστασίας όλων των θρησκειών αυτού του Κράτους, το οποίον οφείλει να μην επιτρέπει, ούτε να νομιμοποιεί διαφορετικές μεταχειρίσεις, που απορρέουν από δηλώσεις ή αποσιωπήσεις θρησκευτικών πεποιθήσεων"[33].

Προς αντίκρουσιν των μετ' επιμονής και οξύτητος υποστηριζομένων απόψεων τούτων, ερανιζόμεθα άλλων άλλας θέσεις, τας οποίας και παραθέτομεν κατά λέξιν και εις εκτενή αποσπάσματα. Είναι δύσκολον, άλλωστε, να κόψωμεν τον ειρμόν της νομικής σκέψεως και της επιχειρηματολογίας.

Ο Πρόεδρος Πρωτοδικών Γ. Αποστολάκης εις το Κριτική στην υπ' αριθμ. πρωτ. 510/17/15.5.2000 απόφαση της Αρχής προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την διαγραφή του θρησκεύματος από τα δελτία ταυτότητος", (αδημοσίευτος), ευστόχως παρατηρεί, ως προς το νομικό θεμέλιο της συστάσεως:

α) "Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13, παρ. 2 ισχύοντος Συντάγματος, "κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων. Η άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. Ο προσηλυτισμός απαγορεύεται". Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9, παρ. 1 ΕΣΔΑ, "Παν πρόσωπον δικαιούται εις την ελευθερίαν σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας. Το δικαίωμα τούτο επάγεται την ...ελευθερίαν εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων, μεμονωμένως ή συλλογικώς, δημοσία ή κατ' ιδίαν, δια της λατρείας, της παιδείας και της ασκήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών. Στα πλαίσια των παραπάνω διατάξεων γίνεται δεκτό, ότι το δικαίωμα εκδηλώσεως της θρησκείας προστατεύεται, όχι μόνο στην θετική του μορφή, αλλά και στην αρνητική του. Δηλαδή δεν προστατεύεται μόνον - θετικά - το δικαίωμα να εκδηλώνει κανείς τα θρησκευτικά του πιστεύω και τη θρησκευτική του δραστηριότητα, αλλά και -αρνητικά - το δικαίωμα του να μη εκδηλώνει, να μη αποκαλύπτει και να κρατά κρυφές και σε κατάσταση απορρήτου τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις και τη συνολική θρησκευτική του δραστηριότητα. Στην τελευταία περιλαμβάνεται κάθε εκδήλωση εξωτερίκευσης των θρησκευτικών αναζητήσεων και πιστεύω του ατόμου. Έτσι, το δικαίωμα του να μην εκδηλώνει κάποιος τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις περιλαμβάνει το δικαίωμα να αποσιωπά και να έχει απόρρητη την προσωπική του θρησκευτική άσκηση, τον τρόπο λατρείας, τις προσευχές του, την οργάνωσή του σε θρησκευτική κοινότητα για την άσκησή του συλλογικά και ατομικά. Με βάση λοιπόν τις διατάξεις αυτές έχουν υποστηριχθεί δύο εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις: ότι η καταχώριση του θρησκεύματος στις ταυτότητες αντίκειται στο παραπάνω απόρρητο και ότι μια τέτοια καταχώριση γίνεται για νόμιμους σκοπούς και άρα δεν προσκρούει στις διατάξεις αυτές. Ενδιάμεσα στέκεται η άποψη ότι η προαιρετική αναγραφή δεν αντίκειται ούτε στο Σύνταγμα, ούτε στη Σύμβαση της Ρώμης".

Εξ άλλου ο Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας και παρά τη Ιερά Συνόδω της Εκκλησίας της Ελλάδος Ειδικός Επιστημονικός Σύμβουλος κ. Αναστάσιος Μαρίνος, ευρίσκει την ευκαιρίαν εις το άρθρον του "Το Θρήσκευμα και οι ταυτότητες" (εφημ. "Το Βήμα" της 15.5.2000) να υποστηρίξη, ότι:

β) "Το άτομον δικαιούται να αρνηθή ν' αποκαλύψει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, όταν ερωτάται με σκοπόν να διωχθή εκ λόγων θρησκευτικής μισαλλοδοξίας και όχι όταν η δήλωσις του θρησκεύματος εξυπηρετεί άλλους νομίμους σκοπούς, όπως άσκησιν δικαιωμάτων του πολίτου, τα οποία προϋποθέτουν δήλωση του θρησκεύματος, π.χ. δια να δώσουν ξεχωριστές εξετάσεις προς εισαγωγήν εις τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα οι μουσουλμάνοι της Θράκης πρέπει να δηλώσουν το θρήσκευμά τους (βλ. την υπ' αριθμ. 3118/96 απόφασιν του Συμβουλίου της Επικρατείας ως και τις υπ' αριθμ. 3356/95, 2176/98 και 2601/98 αποφάσεις του αυτού Δικαστηρίου, με τις οποίες γίνεται ομοφώνως δεκτόν ότι η δήλωση του θρησκεύματος δια νόμιμον σκοπόν δεν παραβιάζει το άρθρον 13 του Συντάγματος...). Αλλά και άλλων δικαιωμάτων η άρνηση προϋποθέτει απόδειξη του θρησκεύματος, όπως π.χ. πώς θα ιερολογήσει τον γάμο δύο προσώπων ο ιερέας, αν δεν αποδείξουν το θρήσκευμά τους ή πώς θα επιτραπεί στον άθεο να μη δώσει θρησκευτικό όρκο στο δικαστήριο, αν δεν μπορεί να αποδείξει με την ταυτότητά του ότι είναι άθεος;". Και θα συνεχίση εις το ίδιον άρθρον, επεκτεινόμενος, γράφων:

γ) "Αλλά και υπό την εκδοχήν, ότι η υποχρεωτική αναγραφή του θρησκεύματος στην ταυτότητα συνιστά παραβίαση του άρθρου 13 του Συντάγματος, εν πάση περιπτώσει, νομίζω ότι δεν μπορεί κανείς να μη συμφωνήσει στην προαιρετική αναγραφή αυτού, διότι αν η υποχρεωτική αναγραφή προσβάλλει τη θρησκευτική συνείδηση αυτών, οι οποίοι δεν θέλουν να δηλώσουν τη θρησκεία τους, άλλο τόσον, αν μη και περισσότερον, προσβάλλεται η θρησκευτική συνείδησις αυτών που θέλουν να διακηρύξουν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, όταν με την απαγόρευσιν της αναγραφής του θρησκεύματος εις την ταυτότητα δεν τους επιτρέπεται να το πράξουν, δηλαδή δεν τους επιτρέπεται να αποδεικνύουν ευχερώς ανά πάσαν στιγμήν σε ποια εκκλησία ή θρησκευτική κοινότητα ανήκουν επιδεικνύοντας, καθ' ό έχουν δικαίωμα από το άρθρο 13 του Συντάγματος, το δελτίον ταυτότητος, δοθέντος να μην αποκαλύπτης τη θρησκεία σου ή την αθεΐα σου αλλά και το δικαίωμα να τη δηλώνης όπου, όπως και όταν θέλης".

δ) Ο αυτός ανώτατος δικαστικός λειτουργός εις την από 2.6.2000 Γνωμοδότησίν του προς τον Μακαριώτατον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Χριστόδουλον και την Διαρκή Ιεράν Σύνοδον θα επαναλάβη μετ' εμφάσεως, όσα ο μεγάλος συνταγματολόγος της νεωτέρας Ελλάδος Αλέξανδρος Σβώλος: "Δεν αντίκειται εις το Σύνταγμα το να ερωτάται κανείς περί του θρησκεύματός του, όταν τούτο γίνεται "προς εξακρίβωσιν της ταυτότητός του"". Θεωρεί δηλαδή και ο Αλέξανδρος Σβώλος το θρήσκευμα ως στοιχείον της ταυτότητος του ατόμου (βλ. Α. Σβώλου - Γ. Βλάχου, Το Σύνταγμα της Ελλάδος 1954, τόμ. Α΄ σελ. 68 υποσημ. 92 και αυτούς εις τους οποίους παραπέμπει). "Και αξίζει να υπενθυμίσω, ότι στην ιστορία της Ελλάδος το θρήσκευμα και μάλιστα ορισμένον θρήσκευμα είχε τόσον πολύ συνδεθεί με την ταυτότητα των Ελλήνων, ώστε το αγωνιζόμενον για την απελευθέρωσή του από τον τουρκικό ζυγό ελληνικόν έθνος έκρινε απαραίτητο να διακηρύξη με το πρώρον Σύνταγμα, το αποκληθέν Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος, ότι: "όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν εισίν Έλληνες". Δηλαδή η ιθαγένεια του Έλληνος εταυτίσθη τότε με την θρησκευτικήν του πίστην".

ε) Εξ άλλου, ο Γεώργιος Κρίππας (βλ. Γνωμοδότησις της 29.5.2000) θα χωρήση έτι περαιτέρω, τονίζων: "Θέμα συνταγματικόν δημιουργείται κυρίως μόνον εκ της μη αναγραφής του θρησκεύματος εις τα δελτία ταυτότητος (προαιρετικώς ή υποχρεωτικώς). Κατ' αρχήν εκ της υποχρεωτικής αναγραφής του θρησκεύματος εις τας ταυτότητας ουδαμόθεν προκύπτει, ότι ανακύπτει θέμα συνταγματικόν. Τούτο προκύπτει εκ της πράξεως. Ήτοι η υποχρεωτική αναγραφή του θρησκεύματος εις τα δελτία ταυτότητος ισχύει και εφαρμόζεται εις την Ελλάδα από πολύ μακρού χρόνου. ΄Αρα, εάν υπήρχε θέμα συνταγματικόν (και μάλιστα της εκτάσεως εις την οποίαν κάποιοι το εμφανίζουν), θα είχον επιληφθή τούτου τα δικαστήρια και θα είχον δώσει τας λύσεις των δια των αποφάσεών των. Καθ' όλον όμως το μακρότατον τούτον χρονικόν διάστημα ουδείς ενεφανίσθη υποστηρίζων ότι δια του δελτίου ταυτότητος που φέρει, παρεβιάσθη ορισμένον ατομικόν του δικαίωμα και ειδικώς η θρησκευτική του ελευθερία. Ποτέ και πουθενά δεν υπήρξε όχι καν προσφυγή εις τα δικαστήρια, αλλ' ουδέ η παραμικρά εξώδικος διαμαρτηρία".

στ) Ο αυτός νομικός εις την ίδιαν γνωμάτευσίν του, επιμένων εις την ουσίαν του θέματος, εις το εάν δηλαδή η προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος εις τας ταυτότητας δημιουργεί θέμα συνταγματικόν, υπογραμμίζει: "Επί του θέματος τούτου υπεύθυνος επιστημονική έρευνα αποδεικνύει, ότι εν προκειμένω, θέμα συνταγματικόν δεν ανακύπτει και όσα ελέχθησαν επ' αυτού μέχρι σήμερον τυγχάνουν εντελώς αβάσιμα. ΄Αλλωστε και ουδέ η επίμαχος απόφασις 510/17/15-5-2000 της Αρχής προστασίας προσωπικών δεδομένων αναφέρει τοιούτον θέμα. Τοιούτον θέμα επομένως δεν ανακύπτει δια τους εξής ειδικωτέρους λόγους: α) Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δια δύο αποφάσεών της: αα) της 8-9-1993 (υπόθεσις BERNARD ET AUTRES κατά Λουξεμβούργου) και ββ) της 4-12-1984 (υπόθεσις GOTTESMANN κατά Ελβετίας) απορρίπτει αντιστοίχους προσφυγάς, δια των οποίων οι προσφεύγοντες ισχυρίσθησαν ότι παρεβιάσθη το ατομικόν τους δικαίωμα επί της θρησκευτικής ελευθερίας εκ του ότι υποχρεώθησαν να δηλώσουν το θρήσκευμά των εις δημόσια έγγραφα... β) Το ατομικόν δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας ισχύει υπό δύο εκφάνσεις ισοτίμους, ήτοι το δικαίωμα αποσιωπήσεως των θρησκευτικών πεποιθήσεων κάποιου άλλου, αλλά και παραλλήλως το δικαίωμα οιουδήποτε να διακηρύσσει ελευθέρως και ακωλύτως τας θρησκευτικάς του πεποιθήσεις καθ' οιονδήποτε τρόπον επιλέγει και βεβαίως επί του σημείου τούτου το κράτος ουδένα περιορισμόν επιτρέπεται να επιβάλλη... Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει αναποδράστως να καταλήξωμεν εις το συμπέρασμα, ότι καμία μορφή διαδηλώσεως των θρησκευτικών πεποιθήσεων κάποιου δεν μπορεί να απαγορευθή, να παρεμποδισθή ή να αποτραπή οποθενδήποτε προερχομένη και φυσικά ουδέ από τον κοινόν νομοθέτην θεσπιζομένη... γ) Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω προκύπτει και συνάγεται αναποδράστως ότι η συγκεκριμένη μορφή της θετικής θρησκευτικής ελευθερίας (αίτημα ορισμένου πολίτου να εκδηλώσει τας θρησκευτικάς του πεποιθήσεις δια συγκεκριμένου τρόπου, ήτοι δι' αναγραφής αυτών εις οιονδήποτε δημόσιον έγγραφον, του δελτίου ταυτότητος μη εξαιρουμένου) κατοχυρούται συνταγματικώς και δεν δύναται να αποκλεισθή επί οιαδήποτε αιτιολογία... δ) Τέλος, επισημαίνουμε ότι και η ευρωπαϊκή νομοθεσία προβλέπει ρητώς την αναγραφή του θρησκεύματος εις τα δημόσια έγγραφα και αρχεία προς εξακρίβωσιν της ταυτότητος και μάλιστα υποχρεωτικώς και όχι προαιρετικώς"[34]. Και

ζ) Τέλος, ο ε.τ. Αντιπρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου Κωνσταντίνος Τράκας επί του θέματος τούτου προσθέτει εις αδημοσίευτον εισέτι άρθρον του υπό τον τίτλον "Αυθαίρετος η απόφασις για μη αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες": Οι σχετικές διατάξεις του Συντάγματος, όπως οι περί θρησκείας των άρθρων 3, παρ. 1 και 13, παρ. 1, τελούν σε συστηματική και τελολογική ενότητα και ότι όλες είναι ισοδύναμες, ανεξαρτήτως προς τη βασική διάκρισή τους σε θεμελιώδεις και μη. Η ερμηνεία των διατάξεων του Συντάγματος, ακόμη και του νόμου, πρέπει να γίνεται υπέρ και όχι κατά τούτων ή κατά της μιας (του άρθρου 3, παρ. 1) με το πρόσχημα υπέρ της άλλης (του άρθρου 13, παρ. 1). Από τη συντριπτική πλειοψηφία των Ορθοδόξων Ελλήνων, η αναγραφή του θρησκεύματός των στις αστυνομικές των ταυτότητες μπορεί να θεωρηθεί, ότι αποτελεί ελευθέρα εκδήλωση της θρησκείας των, υπό την αυτονόητη επιφύλαξη των τυχόν αντιθέτων εκδηλώσεων, μεμονωμένως ή συλλογικώς, κατά τις διατάξεις των άρθρων 18 της Οικουμενικής Διακηρύξεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1948) και της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως (1950). Η ελευθέρα εκδήλωση της θρησκείας ή της θρησκευτικής πεποιθήσεως μπορεί να συντελεσθή θετικώς ή αρνητικώς, σε κάθε δε περίπτωση είτε ρητώς είτε σιωπηρώς, πάντοτε ως άσκηση του απαραβιάστου ατομικού δικαιώματος της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως (άρθρο 13, παρ. 1 του Συντάγματος), η οποία αποκλείει τη συναγωγή συμπεράσματος, ακόμη και αμφιβολίας, για έμμεση εξαναγκαστική εμφάνιση του μη εκδηλώσαντος τη θρησκεία ή τη θρησκευτική πεποίθησή του, ως ετεροδόξου ή ετεροθρήσκου ή αθρήσκου"[35].

7. Η Αρχή προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρος του ν. 2472/1997 επέλεξεν τον, μετά τας δηλώσεις εφ' όλων σχεδόν των αμφιλεγομένων εκκλησιαστικών θεμάτων, ενδιαφερόντων και την Πολιτείαν, του νέου υπουργού Δικαιοσύνης, χρόνον, δια να προαναγγείλη, δια του προέδρου αυτής, την απόφασίν της, όπως συστήση εις τον υπεύθυνον του Υπουργείου Δημοσίας τάξεως να απευθύνη εις τα αρμόδια δια την έκδοσιν των δελτίων ταυτότητος όργανα τας αναγκαίας οδηγίας, ώστε "να μη συλλέγουν και να μην επεξεργάζονται το θρήσκευμα"[36]. Η εν λόγω σύστασις εβασίσθη επί των ακολούθων αιτιολογιών:

α) Τα δελτία ταυτότητος περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρος και συνιστούν αρχεία υποκείμενα εις επεξεργασίαν[37].

β) Τα αναγραφόμενα στοιχεία εις τα δελτία ταυτότητος εμπίπτουν εις το πεδίον εφαρμογής του ν. 2472/1997[38].

γ) Εφ' όσον σκοπός της επεξεργασίας είναι η βεβαίωσις της ταυτότητος του κατόχου του δελτίου ταυτότητος, το θρήσκευμα δεν είναι στοιχείον αναγκαίον, ούτε πρόσφορον δια τον σκοπόν αυτόν[39].

δ) Η δια της καταγραφής του θρησκεύματος επεξεργασία υπερβαίνει τον σκοπόν της επεξεργασίας και είναι αθέμιτος, όπερ δεν θεραπεύεται, έστω και αν υπάρχη συγκατάθεσις του υποκειμένου[40].

Ταύτα επικαλείται και προβάλλει ως αμετακινήτους θέσεις η Αρχή δια να αρχίση αμέσως η μη αναγραφή του θρησκεύματος εις τας ταυτότητας. Αλλ' υπάρχει και εξεδηλώθη ήδη σοβαρός και θεμελιωμένος αντίλογος επί μιας εκάστης αιτιολογίας. Θα επιδιώξωμεν την συναγωγήν και την κατά τινα τρόπον συστηματικήν καταγραφήν των αναιρούντων τας αιτιολογίας επιχειρημάτων αντιστοίχως, ως ακολούθως:

α) Εις τας προηγουμένας παραγράφους, και δη εις την παράγρ. υπ' αριθμ. 5, εδόθη η ευκαιρία, εξ άλλης βεβαίως αφορμής και προοπτικής, να καταγράψωμεν τας διατυπωθείσας απόψεις περί του αν τα στοιχεία της ταυτότητος περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρος συνιστώσα αρχείον και υποκείμενα εις επεξεργασίαν και αν το θρήσκευμα συνιστά δεδομένον προσωπικού χαρακτήρος και μάλιστα ευαίσθητον. Η κρατούσα άποψις της νομικής θεωρίας δέχεται ότι το θρήσκευμα συνιστά ευαίσθητον προσωπικόν δεδομένον και η αναγραφή του εις το δελτίον ταυτότητος συνιστά αρχείον υποκείμενον εις επεξεργασίαν. Εις το σημείον τούτο δυνάμεθα να παραπέμψωμεν εις τας εκεί αναιρετικά επιχειρήματα και να επαναλάβωμεν και εδώ, ότι ο ν. 1988/1991 δεν έχει καταργηθή και επομένως δικαιούμεθα να αξιώνωμεν την αναγραφήν του θρησκεύματος εις τα δελτία της ταυτότητος και δια τον πρόσθετον λόγον, ότι ο σκοπός των ταυτοτήτων δεν είναι μόνον "η βεβαίωση της ταυτότητος του υποκειμένου", αλλά ευρύτερος και, ότι η καταγραφή του θρησκεύματος συνιστά, εφ' όσον υπάρχει η συγκατάθεσις του υποκειμένυ, νόμιμον επεξεργασίαν εκ μέρους του Κράτους.

β) Ωσαύτως, και δια την αιτιολογίαν της "Αρχής", ότι τα αναγραφόμενα στοιχεία εις το δελτίον ταυτότητος εμπίπτουν εις το πεδίον εφαρμογής του ν. 2472/1999, παρεμπιπτόντως ανεφέρθημεν εις τας προηγουμένας παραγράφους 3, 4 και 5, εις τας οποίας καταδεικνύεται, ότι ναι μεν η "Αρχή προστασίας δεδομένων" έχει αρμοδιότητα, κατά τους ορισμούς του Ν. 2472/1999 (άρθρ. 2, παρ. α΄, β΄, δ΄ και ε΄) δια το εκ της καταχωρίσεως των προσωπικών δεδομένων εις τας ταυτότητας συνιστώμενον αρχείον, πλην η "σύστασις της Αρχής" δεν καταργεί ισχύοντα νόμον. Εν συνεχεία δε τούτων τα εφ' εξής παρατιθέμενα νομικά επιχειρήματα, ερμηνευτικά δεδομένα και ισχυραί επιστημονικαί απόψεις σχετικοποιούν, αν μη εξαφανίζουν την παρεμβατικήν σύστασιν της Αρχής προστασίας προσωπικών δεδομένων και την υποχρεωτικήν αυτήν εφαρμογήν εις το άμεσον μέλλον.

γ) Η αιτιολογία, ότι εφ' όσον σκοπός της επεξεργασίας είναι η βεβαίωσις της ταυτότητος του κατόχου του δελτίου ταυτότητος, το θρήσκευμα δεν είναι στοιχείον αναγκαίον, ούτε πρόσφορον δια τον σκοπόν αυτόν, επί της οποίας στηρίζεται η απόφασις - σύστασις της "Αρχής" (παράγρ. 11 και 12 της υπ' αριθμ. 510/17/15-5-2000 Αποφάσεως), ευρίσκει ερείσματα νομικά:

Σαφή απάντησιν θα επιχειρήσωμεν να δώσωμεν, ανατρέχοντες και δανειζόμενοι σκέψεις και επιχειρήματα εκ των ασχοληθέντων με το θέμα τούτο νομικών και δικαστικών.

Ο Πρόεδρος Πρωτοδικών Γ. Αποστολάκης (ένθ. αν. σελ. 2 εκ της περιλήψεως της μελέτης δι' εύχρηστον ανάγνωσιν), θεωρών, ότι ο κατά τον νόμον προορισμός (σκοπός) των δελτίων ταυτοτήτων είναι ευρύτερος, και με βάσιν τα νόμιμα όριά του η καταγραφή του θρησκεύματος, εφ' όσον υπάρχη η συγκατάθεσις του κατόχου του δελτίου, συνιστά νόμιμον επεξεργασίαν εκ μέρους του Κράτους, γράφει: "Σύμφωνα με το άρθρ. 4 παρ. 1, ν. 2472/1997 "τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει ...β) να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται εν όψει των σκοπών της επεξεργασίας...". Η διάταξη αυτή με την οποία καθιερώνεται ως μία από τις προϋποθέσεις της νομιμότητας της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα η αρχή της προσφορότητας και αναγκαιότητας των συλλεγομένων στοιχείων σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, είναι ανάλογη με εκείνη του άρθρ. 6, παρ. 1, περ. γ΄ της Οδηγίας 95/46/ΕΚ της 24-10-1995. Ο σκοπός της επεξεργασίας ενός αρχείου κατά κανόνα καθορίζεται από το νόμο που προβλέπει και τη σύστασή του. Δηλαδή για την εφαρμογή της αρχής της αναγκαιότητας δεν ενδιαφέρει η αναφορά σ' οποιονδήποτε σκοπό του αρχείου, αλλά σε εκείνον μόνον που ο νόμος προσέδωσε στο αρχείο αυτό. Επίσης, αν ο σκοπός του αρχείου δεν εξαντλείται σε μία μόνο κατεύθυνση, τέλος η χρησιμότητα, αλλά σε περισσότερες από μία, για την εφαρμογή της εν λόγω αρχής ο ερμηνευτής ή ο εφαρμοστής του νόμου δεν θα προσφύγη επιλεκτικά σε μία μόνον από τις - κατά νόμο - χρησιμότητες του αρχείου, αλλά στο σύνολο αυτών, έτσι ώστε αν τα δεδομένα είναι συναφή, χρήσιμα κι όχι υπερβολικά για μία έστω από τις χρησιμότητες του αρχείου, το οποίον υπηρετούν, η νομιμότητα επεξεργασίας του αρχείου διασώζεται στο σύνολό της".

Εντρυφών περαιτέρω (σελ. 3) εις την οριοθέτησιν των σκοπών εκδόσεως των δελτίων ταυτοτήτων και επιμένων, ότι είναι αυτά που εις τον νόμον προσδιορίζουν την αποδεικτικήν χρησιμότητά των (άρθρα 6 και 7 ν. 1599/1986, τα οποία εισέτι δεν έχουν καταργηθή ή τροποποιηθή), παρατηρεί: "Σύμφωνα με το άρθρο 6, με τίτλο "Απόδειξη της ταυτότητος του προσώπου", "Η ταυτότητα των ελλήνων πολιτών έναντι πάντων αποδεικνύεται: α. από τα δελτία ταυτότητας που εκδίδονται από τις διατάξεις του νόμου αυτού... β. από τα δελτία ταυτότητας που εκδόθηκαν κατά τας διατάξεις του ν.δ. 127/1969 έως ότου αντικατασταθούν σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού...". Στο άρθρο αυτό θεμελιώνεται ο πρώτος από τους σκοπούς εκδόσεως των ταυτοτήτων που είναι η απόδειξη της ταυτοπροσωπείας. Η απόδειξη δηλαδή ότι ένα πρόσωπο είναι αυτό που η φωτογραφία του και τα στοιχεία του υπάρχουν στο δελτίο της ταυτότητάς του... Σύμφωνα με το άρθρο 7 α΄ του ν. 1599/1986, με τίτλο "Αποδεικτική δύναμη στοιχείων ταυτότητας", 1. Η ταυτότητα και τα αντίστοιχα έγγραφα του άρθρου 6 αποτελούν πλήρη απόδειξη ως προς τα στοιχεία που αναφέρουν. Κάθε γενική ή ειδική διάταξη που απαιτεί υποβολή δικαιολογητικών για τα στοιχεία που προκύπτουν από το δελτίο ταυτότητος ή τα αντίστοιχα έγγραφα του άρθρου 6 καταργείται. 2. Υπάλληλος που απαιτεί πρόσθετα δικαιολογητικά για την απόδειξη των στοιχείων που αναφέρονται στην ταυτότητα ή τα αντίστοιχα έγγραφα του άρθρου 6 τιμωρείται..." Από την παράθεση λοιπόν και μόνου του άρθρου αυτου ευθέως και πέραν πάσης αμφιβολίας προκύπτει ότι ο νόμος προσδίδει ένα δεύτερο, εξίσου σημαντικό με το πρώτο, σκοπό και προορισμό της ταυτότητας και των στοιχείων, που ο νομοθέτης επέλεξε να καταχωρούνται σ' αυτό. Της πλήρους αποδείξεως έναντι των εν γένει κρατικών υπηρεσιών όλων των ιδιοτήτων, σχέσεων κλπ., που προσδίδουν στον κάτοχο του δελτίου τα αναφερόμενα σ' αυτό στοιχεία. Ειδικά για το θρήσκευμα η επιλογή του νομοθέτη δεν υπήρξε τυχαία. Μπορεί το θρήσκευμα να "ανάγεται στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου", αλλά από τη στιγμή που εκδηλωθεί δεν είναι αδιάφορο για την έννομη τάξη. Με βάση το θρήσκευμα το Σύνταγμα και οι νόμοι έχουν καθορίσει έννομες συμπεριφορές με αστικό, διοικητικό ή ποινικό ενδιαφέρον και πλήθος δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων. Πολλά δικαιώματα συναρτώνται με το θρήσκευμα του δικαιούχου. Πολλές επίσης υποχρεώσεις συναρτώνται με το θρήσκευμα του υποχρέου. Η απόδειξη του θρησκεύματος, λοιπόν, θα γίνει δια του δελτίου ταυτότητος, διότι αυτό συνιστά νομοθετική επιλογή και μόνον με έννα άλλον νόμο μπορεί να ανατραπεί... Εφόσον, λοιπόν, ένας από τους κατά νόμο προορισμούς των δελτίων ταυτότητος (ή κατά την ορολογία του ν. 2472/1997 ένας από τους σκοπούς επεξεργασίας των καταγραφομένων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα) είναι και η ταχύτατη και ανέξοδη απόδειξη έναντι πάντων και ιδιαίτερα έναντι των οργάνων της Πολιτείας προς καταπολέμηση της γραφειοκρατίας όλων εκείνων των εννόμων ιδιοτήτων των πολιτών, τις οποίες προέκρινε ο νομοθέτης ως αναγκαίες για την προαγωγή του σκοπού του, τότε η αναγραφή του θρησκεύματος συνιστά επεξεργασία δεδομένου συναφούς, πρόσφορου και σε καμία περίπτωση υπερβολικού για τον παραπάνω νομοθετικό σκοπό" (σελ. 3-6).

Και ο Αντιπρόεδρος του Αρείου Αναστάσιος Μαρίνος (άρθρον, "Το Θρήσκευμα και οι Ταυτότητες. Τι λένε οι νόμοι του κράτους", Εφημ. "Το Βήμα" της 17 Μαΐου 2000) υποστηρίζει, ότι η καταχώρησις του θρησκεύματος εις τας ταυτότητας δεν συνιστά "αρχείον" και δεν αποτελεί "επεξεργασίαν", σημειώνων επί λέξει: "Η καταχώρισις του θρησκεύματος εις το δελτίον αστυνομικής ταυτότητας δεν αποτελεί καταχώρισιν εις Αρχείον Δεδομένων και άρα δεν αποτελεί "επεξεργασίαν". Αν η Αστυνομία θέλει να διατηρήση αρχείον δια της καταχωρίσεως αντιγράφου του δελτίου ταυτότητας τότε παραβιάζει αυτόν τον νόμο περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων με το να χορηγή εις τον πολίτην δελτίον ταυτότητος εις το οποίον θα αναγράφεται το θρήσκευμα. Δηλαδή θα συμφωνούσα να χορηγείται εις τον πολίτην δελτίον ταυτότητος με καταχωρισμένον το θρήσκευμα, αλλά το αντίγραφον το οποίον κρατά η Αστυνομία να μην περιέχη το θρήσκευμα. Βέβαια το αντίγραφον το οποίον κρατά η Αστυνομία περιέχει και άλλα προσωπικά δεδομένα, όπως το επάγγελμα, η προσωπική κατάσταση, π.χ. το αν ο συγκεκριμένος πολίτης είναι διαζευγμένος, το έτος γεννήσεως το οποίον για τις γυναίκες είναι ιδιαίτερα "ευαίσθητο" κ.α. Για όλα όμως αυτά, τα οποία αναφέρονται στην ιδιωτική ζωή η αντίθετη ως άνω άποψις ουδόλως ενοχλείται και ορθώς δεν ενοχλείται, διότι όλα αυτά είναι απαραίτητα να τα έχει υπ' όψιν της η Πολιτεία, διότι αν ελλείπουν τα στοιχεία αυτά δυσχεραίνεται η άσκηση των νομίμων εξουσιών..." (σελ. Α2, 2).

δ) Η αιτιολογία, εν τέλει, ότι δια της καταγραφής του θρησκεύματος επεξεργασία υπερβαίνει τον σκοπόν της επεξεργασίας και είναι αθέμιτος, όπερ δεν θεραπεύεται, έστω και αν υπάρχη συγκατάθεσις του υποκειμένου (παράγρ. 12 και 13 της επιμάχου αποφάσεως της "Αρχής) είναι δυνατόν, κατά τα κρατούντα, να ευσταθήση;

Την απάντησιν θα επιδιώξωμεν, να δώσωμεν επικαλούμενοι γνώμας και θέσεις των περισσότερον αρμοδίων, διατυπωμένας εις επίσημα κείμενα.

Παραθέτομεν πρώτην την άποψιν του κ. Αναστασίου Μαρίνου (Γνωμάτευσις με ημερομηνίαν 2 Ιουνίου 2000, σελ. 2 εξ.), έχουσα ούτως:

"Ο Ν. 2472/1997 θεσπίζει γενικήν απαγόρευση επεξεργασίας των ευαισθήτων δεδομένων (βλ. άρθρ. 7, παρ. 1) και την επιτρέπει εις επτά (7) μόνον εξαιρετικάς περιπτώσεις πάντοτε όμως, κατόπιν αδείας της "Αρχής, η οποία χορηγεί και την σχετικήν άδειαν που απαιτείται και για τη λειτουργία του αντίστοιχου Αρχείου" (βλ. άρθρ. 7, παρ. 2 περιπτ. α΄-ζ΄). Οι έξ (6) από τις περιπτώσεις αυτές (β΄-ζ΄) συνδέονται προς ωρισμένον σκοπόν, δια τον οποίον και μόνον επιτρέπεται η επεξεργασία τους και δεν προϋποθέτουν την συγκατάθεση του υποκειμένου, που σημαίνει ότι η επεξεργασία τους μπορεί να γίνει και χωρίς τη συγκατάθεση αυτού. Η εβδόμη περίπτωση (αναγραφομένη πρώτη κατά σειράν εις το νόμον υπό το στοιχείον) α) είναι η περίπτωση εκείνη, κατά την οποίαν το υποκείμενον έδωκε τη συγκατάθεσή του και εδώ η συγκατάθεση δεν συνδέεται προς ορισμένον σκοπόν. Δοθείσης συνεπώς της συγκαταθέσεως η επεξεργασία μπορεί να ενεργηθή για οποιονδήποτε σκοπό. Παρατηρείται δηλαδή και εδώ πλήρης αποσύνδεση της επεξεργασίας από τον σκοπόν δια τον οποίον αδιαφορεί ο νόμος 2472/1997, όπως ακριβώς και στην περίπτωση της επεξεργασίας, κατόπιν συγκαταθέσεως του υποκειμένου, μη ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων. Ο νόμος δεν ενδιαφέρεται δια ποίον σκοπόν θα γίνει η επεξεργασία, διότι την σχετικήν ευθύνη εν προκειμένω έχει το υποκείμενον το οποίον έδωσε την συγκατάθεσή του... Εκ τούτων πάντων συνάγεται το συμπέρασμα ότι σεβασμός προς τον σκοπόν της επεξεργασίας απαιτείται μόνον, όταν ο σκοπός αυτός προβλέπεται από τον Ν. 2472/97 και συνεπώς κάθε διάταξη του νόμου αυτού, η οποία αναφέρεται εις τον σκοπόν εννοεί τον σκοπόν τον προβλεπόμενον υπό του νόμου αυτού. ΄Αρα και η διάταξη του άρθρου 4, παράγρ. 1β, η οποία αναφέρεται στη συνάφεια, το πρόσφορον ή την ανάγκη των δεδομένων εν όψει του σκοπού της επεξεργασίας έχει εφαρμογήν μόνον, όταν γίνεται επεξεργασία (ευαίσθητων ή μη) δεδομένων δια σκοπόν προβλεπόμενον υπό του Ν. 2472/97, πράγμα που συμβαίνει μόνον όταν η επεξεργασία γίνεται χωρίς την συγκατάθεση του υποκειμένου σκοπού όχι δε και όταν η επεξεργασία εκτελείται με μόνη τη συγκατάθεση του υποκειμένου, οπότε δεν υπάρχει σύνδεση επεξεργασίας και συγκεκριμένου σκοπού... Βεβαίως δεν αποκλείεται να ορίση ο νόμος ότι η επεξεργασία για ορισμένον σκοπόν δεν χρειάζεται πλέον ένα δεδομένον, το οποίον, βάσει ρητής διατάξεως Νόμου, εχρησιμοποιείτο μέχρι τώρα και ότι δεν πρέπει τούτο να χρησιμοποιείται εφεξής. Είναι ασφαλώς ελεύθερος ο νομοθέτης να το πράξη. Όσον καιρόν όμως δεν το πράττει η Αρχή, εφ' όσον υπάρχει η συγκατάθεση του υποκειμένου να γίνει η επεξεργασία με βάση και το δεδομένον αυτό, δεν δύναται να διατάξη αυτή την μη χρησιμοποίησή του εφ' εξής υπό του αρχείου ως μη προσφόρου κλπ., διότι δια του τρόπου αυτού θα υπεισέρχετο εις την αρμοδιότητα του νομοθέτου. Θα καταργούσε δηλαδή τον συγκεκριμένον νόμον, ο οποίος ορίζει, ότι η επεξεργασία πρέπει να γίνει με βάση αυτό το δεδομένον. Τοιαύτην βεβαίως εξουσίαν η Αρχή δεν έχει" (σελ. 2 κ.ε.).

Εις το αυτό πλαίσιον κινούμενος, αναπτύσσει τας θέσεις του και ο ε.τ. Αντιπρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου κ. Κων. Τράκας (ένθ. αν.), επισημειών: "Τόσον η Κοινοτική Οδηγία 95/46, όσον και ο Ν. 2472/97, προστατεύουν το άτομο από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που παρέχουν πληροφορίες για την φυλετική ή εθνική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις κ.α., χωρίς τη ρητή και μάλιστα έγγραφη συγκατάθεσή του για την επεξεργασία τους. Δηλαδή τόσο το Κοινοτικό όσο και το Εθνικό Δίκαιο έχουν θεσπισθεί υπέρ της προστασίας και όχι κατά της θελήσεως των ατόμων, ως προσώπων. Η επίσημη εκδήλωση της θρησκείας του Ελληνικού Λαού ανήκει αποκλειστικώς σ' αυτόν, είτε μεμονωμένως κατ' άτομο, είτε συλλογικώς με Δημοψήφισμα. Κατ' ακολουθίαν προς τα εκτεθέντα, η αναγραφή ή μη του θρησκεύματος σε κάθε δελτίον αστυνομικής ταυτότητος απόκειται στη θέληση του ενδιαφερομένου Έλληνος πολίτη, εκδηλουμένη θετικώς ή αρνητικώς" (Σελ. 3-4).

Ο ίδιος ανώτατος δικαστικός λειτουργός εις το άρθρον του "Το θρήσκευμα και οι ταυτότητες" (Εφημ. "Το Βήμα" της 15.5.2000) προσάγει, εις το ίδιον κριτικόν πλαίσιον κινούμενος, και έτερα επιχειρήματα, αναφέρων: "Αφού η επεξεργασία (άρα και η καταχώριση σε αρχείον) ευαίσθητων δεδομένων, συνεπώς και του δεδομένου της θρησκείας επιτρέπεται, όταν έχει δώσει τη συγκατάθεσή του το υποκείμενον (άρθρ. 5, παρ. 1 του Ν. 2472/97 και άρθρ. 8, παρ. 2α της υπ' αριθμ. 95/46/24-10-95 οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου) δια τίνα λόγον ο κ. Δαφέρμος αποκλείει την προαιρετική αναγραφή του Θρησκεύματος στην ταυτότητα, όταν το ίδιο το άτομο συμφωνεί να γραφή στην ταυτότητα η θρησκεία του; Εν όψει των ως άνω ο Ν. 1988/91 κατά το μέρος που καθιστά υποχρεωτικήν την αναγραφήν του θρησκεύματος εις την ταυτότητα δεν έχει καταργηθή από τον Ν. 2472/97 και πρέπει να εφαρμοσθή. Εν πάση περιπτώσει δεν είναι δυνατόν να αποκλεισθή η προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος στην ταυτότητα εκείνων που το επιθυμούν και γι' αυτό η ταυτότητα πρέπει να έχη την αντίστοιχη θέση γι' αυτό προς συμπλήρωση" (σελ. Α2, 2).

Ο Γεώργιος Κρίππας εις την "Γνωμάτευσιν" αυτού (ένθ' αν.) προσκομίζει μίαν επί πλέον ερμηνευτικήν του νόμου 2472/97 άποψιν, σημειών: "Η επίμαχος απόφασις εις την παράγρ. 13 αναφέρει ότι ναι μεν ο Ν. 2472/97 ορίζει ότι η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων επιτρέπεται, εφ' όσον υπάρχει συγκατάθεσις του ενδιαφερομένου, προσθέτουσα, ότι "η συγκατάθεση του υποκειμένου δεν επιτρέπει καθ' εαυτήν την διεξαγωγή κάθε είδους επεξεργασίας, όταν αυτή είναι αθέμιτη ή όταν αντίκειται στην αρχή του σκοπού και της αναγκαιότητας". Και υποτιθεμένου, ότι το πράγμα ούτως έχει, η επίμαχος απόφασις θα ώφειλε να αιτιολογήσει, πόθεν προκύπτει ότι η έννοια της περί συγκαταθέσεως του υποκειμένου διατάξεως (άρθρ. 5, παρ. 1 και άρθρ. 7, παρ. 2 του Ν. 2472/97 είναι οία αναφέρει η ως άνω απόφασις. Διότι ως γνωστόν τοιαύτη ρύθμισις (εξαίρεσις της εξαιρέσεως κατ' ουσίαν) εις τον νόμον 2472/97 δεν υπάρχει. Ως εκ τούτου η εν λόγω απόφασις ώφειλε τούτο να το διευκρινίση υπερεπαρκώς" (σελ. 3-4).

Θα επαναλάβομεν, τέλος, και όσα ο Πρόεδρος Πρωτοδικών Γεώργιος Αποστολάκης γράφει εις την εμπεριστατωμένην και συστηματικήν "Κριτικήν" του (ένθ. αν.) σχετικώς με το θρήσκευμα, ως στοιχείον αναγκαίον και πρόσφορον δια την εκπλήρωσιν ενός από τους σκοπούς εκδόσεως των ταυτοτήτων: "Ο αρμόδιος λοιπόν υπάλληλος που εκδίδει το δελτίο ταυτότητας και καταχωρεί σ' αυτό τα στοιχεία που προβλέπει το άρθρο ν. 1599/1986, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 2, ν. 1988/1991, όντας υποχρεωμένος από το νόμο, θεμιτά επεξεργάζεται το σχετικό αρχείο, διότι σύμφωνα με το άρθρο 5, παρ. 2 περ. α΄ ν. 2372/97 ""κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση (του υποκειμένου), όταν... β) η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκπλήρωση υποχρεώσεως του υπευθύνου επεξεργασίας, η οποία επιβάλλεται από το νόμο και... δ) η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση έργου δημόσιου συμφέροντος ή έργου που εμπίπτει στην άσκηση δημόσιας εξουσίας και εκτελείται από δημόσια αρχή...". Επειδή όμως το θρήσκευμα ειδικότερα συνιστά ευαίσθητο δεδομένο, μπορεί κατ' εξαίρεση ν' αποτελέση αντικείμενο επεξεργασίας, δηλαδή καταχωρίσεως στα δελτία ταυτότητας, όταν ο πολίτης (υποκείμενο) έδωσε γραπτά τη συγκατάθεσή του. Γι' αυτό η προαιρετικότητα στην αναγραφή του θρησκεύματος, είτε επιβληθή με νέο νόμο είτε με (συσταλτική) ερμηνεία του ισχύοντος, καθιστά όχι απλώς θεμιτή, αλλά και νομικώς χρήσιμη την αναγραφή του θρησκεύματος στα δελτία ταυτότητας" (σελ. 12).

8. Περαίνοντες την όντως πολύπτυχον και εργώδη προσπάθειαν της νομικής προσεγγίσεως ή θεωρήσεως του θέματος της αναγραφής του θρησκεύματος εις το δελτίον ταυτότητος εκάστου Έλληνος πολίτου, καταλήγομεν εις ωρισμένα συμπεράσματα, δυνάμενα ν' αποτελέσουν την βάσιν ή την αφορμήν δια τας περαιτέρω διαβουλεύσεις και αποφάσεις:

α) Έχομεν την πεποίθησιν, ότι το θέμα, το οποίον μας απασχολεί, δεν αποτελεί απλώς μέρος, αλλά συνυφαίνεται και διαπλέκεται μετά του μείζονος προβλήματος της επιδιωκομένης συρρικνώσεως του ρόλου και της αποστολής της Ορθοδόξου Εκκλησίας εντός της ελληνικής κοινωνίας αφ' ενός, και αφ' ετέρου εις τον παραγκωνισμόν και την τοποθέτησίν Της εις το περιθώριον της δημοσίας ζωής, δια της εξουδετερώσεως της συνταγματικώς κατωχυρωμένης διοικητικής ανεξαρτησίας, εσωτερικής αυτοτελείας και ελευθερίας, επιτεύγματα και προϋποθέσεις δια την απρόσκοπτον και επιτυχή άσκησιν του εν τω κόσμω σωτηριώδους έργου Αυτής. Δια μίαν εισέτι φοράν θεωρητικά και νομικιστικά κατασκευάσματα, χωρίς να εκφράζουν τον λαόν, προβάλλουν ως επιγεννήματα του οράματος ενός λαϊκού ή λαϊκιστικού κράτους, εις το οποίον οι εθνικοί θεσμοί πρέπει να συμπιεσθούν, η εθνική ταυτότητα να αποχρωματισθή, η θρησκευτική πίστις, διαζευγμένη από την ελληνικήν παιδεία, να παύση να εκφράζη την αυτοσυνειδησίαν και ιδιοπροσωπίαν όλων εκείνων, οι οποίοι βαθύτατα την αποδέχονται και την βιώνουν.

β) Το εγερθέν, ώς μη ώφειλεν, ζήτημα δεν είναι και δεν ημπορεί να είναι εν απλούν ή θεωρητικόν νομικόν ζήτημα, όπως μετ' επιμονής και επιτάσεως υποστηρίζουν οι θιασώται του νομικού ερασιτεχνισμού ή οι εκπρόσωποι αναξιοπίστων και παρωχημένων πλέον ιδεολογικών αγκυλώσεων. Διότι αφορά εις ουσιαστικά στοιχεία της προσωπικής και της εθνικής ταυτότητος των Ελλήνων πολιτών, οι οποίοι εις την συντριπτικήν των πλειονοψηφίαν αξιώνουν, με οιασδήποτε προϋποθέσεις και υποχωρήσεις, την αναγραφήν του θρησκεύματος και εις τας παλαιάς, αι οποίαι εξακολουθητικώς εκδίδονται υπό των Αστυνομικών Αρχών, και εις τας νέας ταυτότητας. Δια την επιτυχίαν αυτής της εντόνου και ποικίλως φορτισμένης επιθυμίας οι πιστοί εμπιστεύονται τους εκκλησιαστικούς ποιμένας, τους Επισκόπους των, και ζητούν την άμεσον παρέμβασίν των δια την υπεράσπισιν του νομίμου προσωπικού δικαιώματος αυτών, τόσον εις το εθνικόν, όσον και εις το ευρωπαϊκόν δίκαιον.

γ) Ο ευσεβής Ελληνικός λαός περιτράνως απέδειξε ήδη την ιδιαιτέραν ευαισθησίαν και την αγωνιώδη ανησυχίαν του δια την εξέλιξιν του θέματος της υποχρεωτικής αναγραφής του θρησκεύματος εις το δελτίον της ταυτότητός του. Η Εκκλησία της Ελλάδος, ευαίσθητος δέκτης αυτών των συναισθημάτων ολοκλήρου του πληρώματος, παρά τον αρχικόν αιφνιδιασμόν της, επεδίωξεν και προθύμως συνεφώνησεν, ίνα συμβάλη εις την λύσιν του προβλήματος δι' ενός εποικοδομητικού διαλόγου μετά των αρμοδίων της Πολιτείας. Σφάλματα περί την τακτικήν και αδέξιοι χειρισμοί δεν απέτρεψαν ανεπιθυμήτους αντιπαραθέσεις. Προσωπικώς, έστω και την υστάτην αυτήν στιγμήν, έχομεν δι' ελπίδος, ότι ο ειλικρινής διάλογος ημπορεί ν' αποδώση θετικά αποτελέσματα, διότι χωρεί εντός του πλαισίου, το οποίον διέγραψεν η πρωθυπουργική δευτερολογία εις την Βουλήν, καθ' ήν "είναι σαφές, ότι πρέπει να υπάρχει ένα χρονικό διάστημα για να εκδοθούν οι Εγκύκλιοι, να προετοιμασθή αυτή η διαδικασία", δια την εφαρμογήν της Αποφάσεως της Αρχής και προς τούτο το πλαίσιον εναρμονίζονται και οι πρόσφατοι λόγοι κορυφαίου στελέχους της Κυβερνήσεως, το οποίον εδήλωσεν: "... Σε κάθε περίπτωση το περιεχόμενο της αποφάσεως της Κυβέρνησης αφήνει περιθώρια χρόνου, μια και θα εφαρμοσθεί με την προσαρμογή της διαδικασίας έκδοσης ταυτοτήτων στις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό μένει επαρκής χρόνος για συζήτηση, διάλογο και κατανόηση της εν λόγω απόφασης". Και συνεπλήρωσεν ομολογιακώς: "Ορθοδοξία και Ελληνισμός, στην ιστορική τους εξέλιξη, με την ταύτιση την οποίαν είχαν, διαμόρφωσαν στη χώρα μας μια ιδιαιτερότητα, της οποίας είμαστε όλοι κοινωνοί και μέτοχοι και αυτό το διαπιστώνουμε καθημερινά"[41]. Αν τούτο το πνεύμα είχεν επικρατήση ή αν θα πρυτανεύση, κάλλιστα ημπορούν να αποφευχθούν βίαιαι αντιδράσεις ή διχαστικαί τάσεις εις το μέλλον. Δια τον λόγον τούτον και η Διαρκής Ιερά Σύνοδος και πολλοί εξ ημών προετείναμεν την μετάθεσιν του όλου ζητήματος, εις την κυρίαρχον βούλησιν του ελληνικού λαού, καταλήξαντες εις την μετριοπαθή πρότασιν της προαιρετικής αναγραφής του θρησκεύματος εις τας νέας ταυτότητας, καίτοι η θέσις αυτή δεν είναι απολύτως σύμφωνος με την αυστηράν εκδοχήν της ποιμαντικής ευθύνης της διοικούσας Εκκλησίας έναντι των μελών της.

δ) Είναι τεκμηριωμένον και αποδεδειγμένον, ότι η προσχεδιασμένη, αντιδεοντολογικώς προεξαγγελθείσα, βεβιασμένως ληφθείσα και δημοσιοποιηθείσα υπό της Αρχής του ν. 2472/1997 "σύστασις", κέκτηται παράνομον και άκυρον χαρακτήρα, ως στερουμένη νομικού ερείσματος, διότι τόσον η Οδηγία 95/46 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου δια την προστασίαν των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρος, όσον και ο, κατ' ουσίαν την οδηγίαν αυτήν κυρών, νόμος 2472/1997 δια την προστασίαν των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρος, δεν απαγορεύουν ή αποκλείουν την συλλογήν και την επεξεργασίαν του ευαισθήτου δεδομένου των θρησκευτικών πεποιθήσεων υπό την αυτονόητον, βεβαίως, προϋπόθεσιν της υπό του υποκειμένου ελευθέρας ρητής και γραπτής δηλώσεως και συγκαταθέσεως. Το δικαίωμα προσωπικής επιλογής του πολίτου δεν σχετικοποιείται ή δεν καταργείται δι' ιδεολογικών προκαταλήψεων ή πλασματικών συλλογικών και ερμηνειών του υφισταμένου δεσμευτικού νομικού πλαισίου, ως τούτο καθορίζεται από τον ισχύοντα και μη καταργηθέντα νόμον 1988/1991, το άρθρον 3 του οποίου διαλαμβάνει και το θρήσκευμα ως υποχρεωτικώς αναγραφόμενον εις τον καθιερωμένον νέον τύπον δελτίου ταυτότητος.

ε) Ο υπό της Εκκλησίας σεβασμός του Συντάγματος και των νόμων του Κράτους και κατά την υπεράσπισιν εννόμου και συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος των μελών της είναι δεδομένος και αυταπόδεικτος. Δι' ημάς, και αν ακόμη γίνη δεκτή η άποψις περί της αντισυνταγματικότητος της αναγραφής, το δικαίωμα του θρησκευτικού απορρήτου είναι προσωπικόν και εις τον πολίτην παρέχει δικαίωμα αρνήσεως. Δεν παραχωρείται εκ των διατάξεων του Συντάγματος δικαιοδοσία εις την Αρχήν να αποφασίζη δια λογαριασμόν του πολίτου απαγόρευσιν καταγραφής του θρησκεύματος εις το δελτίον ταυτότητος. Οι Ορθόδοξοι Έλληνες πολίται προβάλλουν δια των αρμοδίων εκκλησιαστικών Οργάνων την εφαρμογήν ισχύοντος και ουδέποτε καταργηθέντος νόμου, ως είναι ο ν. 1988/1991, ο οποίος ορίζει την υποχρεωτικήν αναγραφήν του θρησκεύματος εις τα δελτία ταυτότητος. Η μακροχρόνιος και αδιατάρακτος αυτή πρακτική και εις το μέγα τούδε ισχύον και εφαρμοζόμενον ν.δ. 127/1969 και εις τους ν. 1599/1986 και 1988/1991, δεν ευρίσκεται εις αντίθεσιν προς την Οδηγίαν 46/1995 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ούτε προς τον κυρωτικόν της Οδηγίας αυτής νόμον 2472/1997 του Ελληνικού Κοινοβουλίου περί της προστασίας του ατόμου από την επεξεργασίαν δεδομένων προσωπικού χαρακτήρος και δη ευαίσθητων. Μη πειθόμενοι, ότι ο νόμος ούτος και η επ' αυτού ερειδομένη επίμαχος σύστασις της Αρχής καταργούν τον ν. 1988/1991, καλούμεθα να αποτρέψωμεν το δυσμενές δια το Ορθόδοξον Πλήρωμα αποτέλεσμα, εξ όσων εγένοντο και όσων διαφαίνεται ότι επέρχονται, κινούμενοι εντός των θεσμοθετημένων πλαισίων των άρθρων 4 και 9 του ν. 590/1977, "Περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος".

στ) Δια την έξοδον εκ της κρίσεως και την επαναφοράν της ηρεμίας εις την συνείδησιν των πιστών, εκτός των καταλλήλων χειρισμών και των συναινετικών διαδικασιών η Εκκλησία οφείλει να μετέλθη παν νόμιμον και πρόσφορον μέσον δια την αποφυγήν της ηθικής και κοινωνικής βλάβης. Η θεωρία σχεδόν ομοφώνως δέχεται, ότι η υπό της Αρχής ληφθείσα απόφασις έχει χαρακτήρα "συστάσεως" και η κρατική υπηρεσία, προς ήν απευθύνεται, ημπορεί ν' αρνηθή άνευ συνεπειών την εφαρμογήν της. Περαιτέρω κρίνεται ως μη νόμιμος και κατ' ακολουθίαν άκυρος. Η επίσημος και πανηγυρική ακύρωσις αυτής υπό του Ανωτάτου ακυρωτικού Δικαστηρίου (ΣτΕ) αποτελεί επιδιωκτέαν λύσιν, κατόπιν ωρίμου σκέψεως ως προς την επιλογήν εκείνου, το οποίον θα προσβληθή, του χρόνου της υποβολής της αιτήσεως και του προσώπου - φυσικού ή νομικού - το οποίον θα υποβάλη την αίτησιν. Πάντα τα μέσα ταύτα εις την διακριτικήν διαχείρισιν της Διοικούσης Εκκλησίας υποχρεώνουν εις την αποφυγήν λύψεως βεβιασμένων και εν θερμώ αποφάσεων, ανεξαρτήτως του γεγονότος, ότι ήδη έσπευσαν ανεξέλεγκτα από την Εκκλησίαν πρόσωπα να καταθέσουν προσφυγάς εις το Συμβούλιον της Επικρατείας.

ζ) Ειδικώτερον η αναγραφή του θρησκεύματος εις τα δελτία ταυτότητος συνιστά μεν επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρος ευαισθήτου περιεχομένου, πλην όμως η επεξεργασία του από τα αρμόδια όργανα του Κράτους, γινομένη εις εκπλήρωσιν νομίμου υποχρεώσεως του υπευθύνου επεξεργασίας υπαλληλου, είναι θεμιτή. Το στοιχείον του θρησκεύματος είναι δεδομένον, συναφές, πρόσφορον και εις ουδεμίαν περίπτωσιν υπερβολικόν (κατά την έννοια του άρθρου 4, παρ. 1 περ. β΄, ν. 2472/1997) δια τον εκ του νόμου ταχθέντα σκοπόν της επεξεργασίας. Ως τοιούτος σκοπός δια τα δελτία ταυτοτήτων ορίζεται από τον νόμον, εκτός από εκείνον της αποδείξεως της ταυτοπροσωπείας του κατόχου (άρθρο 6, παρ. 1, ν. 1599/1986), και η καταπολέμησις της γραφειοκρατίας δια της παροχής δυνατότητος εις τους πολίτας να αποδεικνύουν απ' ευθείας δια της επιδείξεως της ταυτότητος διαφόρους προκριθείσας από τον νομοθέτην εννόμου ιδιότητάς των. Μεταξύ τούτων περιλαμβάνεται και το θρήσκευμα, θεωρουμένου μετά των άλλων ιδιοτήτων ως αναγκαίων δια την ενάσκησιν δικαιωμάτων ή εκπλήρωσιν υποχρεώσεων (άρθρο 7 ν. 1599/1986). Εξ άλλου η γραπτή συγκατάθεσις του κατόχου της ταυτότητος (υποκειμένου) δια την αναγραφήν του θρησκεύματος είναι αναγκαία. Τοιουτοτρόπως η πρόβλεψις αναγραφής του θρησκεύματος εις το άρθρον 3 του ν. 1599/1986 πρέπει να ερμηνευθή ως προαιρετική. Αι νομικαί αιτιολογίαι της υπ' αριθμ. πρωτ. 510 Συστάσεως της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρος, ότι σκοπός της επεξεργασίας των δεδομένων ταυτοτήτων είναι μόνον η απόδειξις της ταυτοπροσωπείας του κατόχου και συνεπώς η αναγραφή του θρησκεύματος δεν είναι αναγκαία δια την υλοποίησιν του σκοπού αυτού, είναι επιλεκτικαί και ελλιπείς, διότι παραβλέπεται εντελώς ο διαγραφόμενος εις το άρθρον 7 του ν. 1599/1986 παράλληλος σκοπός των δελτίων ταυτότητος ως αποδεικτικού μέσου διαφόρων εννόμων ιδιοτήτων του κατόχου δια την καταπολέμησιν της γραφειοκρατίας. Συνεπώς το διατακτικό της Συστάσεως δεν είναι νόμιμο και οι παραλήπται αυτής δεν έχουν υποχρέωσιν συμμορφώσεως[42].

η) Οι προκατειλημμένοι ιδεολήπται σκοπίμως παρερμηνεύουν το άρθρον 3 του ισχύοντος Συντάγματος, ειδικώτερον δε του κατά παράδοσιν διατηρουμένου όρου "επικρατούσα θρησκεία", δια να συναχθή δι' αυθαιρέτων νομικών συλλογισμών το επιθυμητόν δι' αυτούς συμπέρασμα, ότι δηλαδή το άρθρον τούτο εισάγει αντίφασιν προς το άρθρον 13, δι' ού κατοχυρούται η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως και της λατρείας, και, κατά συνέπειαν, εγείρεται γενικώτερον ζήτημα αναθεωρήσεως του υφισταμένου συνταγματικού πλαισίου, του status εις τας σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας με την παράλληλον εξαφάνισιν εκ του μελλοντικού καταστατικού Χάρτου της Πολιτείας πάσης, έστω και απλής, αναφοράς, εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, εις τας θρησκευτικάς και εθνικάς αξίας. Το άρθρον 3, έστω και δια του διαπιστωτικού χαρακτήρος, τον οποίον λέγουν ότι κέκτηται, δεν αντιφάσκει, αλλά συνηγορεί προς την εν γένει θρησκευτικήν ελευθερίαν, την οποίαν η "επικρατούσα" θρησκεία επιδιώκει και υπέρ αυτής. Δι' αυτόν ακριβώς τον λόγον και συνετάχθημεν υπέρ της προστασίας του δικαιώματος εκδηλώσεως της θρησκείας και της αναγραφής του θρησκεύματος εις τας ταυτότητας όχι μόνον θετικώς, αλλά και αρνητικώς. Θετικώς μεν να εκδηλώνωνται και να δημοσιοποιώνται αι θρησκευτικαί πεποιθήσεις και πάσα θρησκευτική δραστηριότης, αρνητικώς δε να μην αποκαλύπτωνται και να μένουν κρυφαί κατά την ελευθέραν βούλησιν του προσώπου.

θ) Η θεμελιώδης αρχή του Δημοσίου Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου δια την κατοχύρωσιν του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού των πολιτών εις θέματα θρησκείας και εθνότητος, η θεμελιούσα και καταξιώνουσα εξ ίσου την ελευθερίαν της θρησκευτικής συνειδήσεως, λειτουργεί ωσαύτως διττώς. Και υπέρ των επιθυμούντων την αναγραφήν του θρησκεύματος εις τας νέας ταυτότητας και υπέρ των αρνουμένων την αναγραφήν. Είναι επί του προκειμένου καθοριστική και αποκαλυπτική των αναληθών ισχυρισμών ωρισμένων κύκλων η εις Έλληνα ευρωβουλευτήν δοθείσα απάντησις εις ερώτησίν του, δια της οποίας, εντός των πλαισίων της δημιουργίας κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητος, εκάλει την Επιτροπήν της ΕΟΚ να ασκήση πιέσεις "στις αρμόδιες ελληνικές αρχές ούτως ώστε, στα πλαίσια των αρχών της μη διάκρισης των πολιτών και της ελεύθερης διακίνησής τους και δεδομένου ότι το βασικό στοιχείο της Ευρώπης των πολιτών συνίσταται στην πολυφωνία των ιδεών και παραδόσεών της, στη χριστιανική κληρονομιά και την ανεξιθρησκεία της και στη θεμελιώδη προσήλωσή της στην ελευθερία, την κοινωνική δικαιοσύνη, την ανοχή και τα ανθρώπινα δικαιώματα, να αποφευχθή η αναγραφή θρησκεύματος στις ελληνικές ταυτότητες, όπως αυτό συμβαίνει στα υπόλοιπα κράτη μέλη". Η απάντησις ήτο επί λέξει: "Το περιεχόμενο και η μορφή των δελτίων ταυτότητος είναι ένα θέμα που εναπόκειται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών - μελών. Η Επιτροπή δεν έχει κανένα σχέδο για την καθιέρωση ενός κοινού ευρωπαϊκού δελτίου ταυτότητας. Αυτή καθεαυτή η αναγραφή του θρησκεύματος στα ελληνικά δελτία ταυτότητας δεν είναι αξιοκατάκριτη από άποψη κοινοτικού δικαίου"[43].

Μετ' αυτής δέον όπως συνεκτιμηθή η πρόσφατος και ηυξημένου κύρους υπ' αριθμ. 11 Δήλωσις δια το καθεστώς των Εκκλησιών, υιοθετηθείσα και προσαρτηθείσα εις την τελικήν Πράξιν της Συνθήκης του ΄Αμστερνταμ, η οποία έχει ως εξής: "Η Ευρωπαϊκή Ένωση σέβεται και δεν προδικάζει το, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, καθεστώς των εκκλησιών και των θρησκευτικών ενώσεων ή κοινοτήτων στα κράτη - μέλη".

ι) Παρεπόμενον σοβαρώτατον και πολυπλοκώτατον του απασχολούντος ημάς σήμερον προβλήματος αποτελεί, αφ' ενός μεν η επικείμενη θεσμοθέτησις των νέων ηλεκτρονικών ταυτοτήτων, μεθ' ών καθ' υπερβολήν συνδέεται και ο αριθμός 666, αφ' ετέρου δε η περιβόητος Συνθήκη Schengen, της οποίας η εφαρμογή ολοκληρούται. Αμφότερα ταύτα δεν έχουν άμεσον σχέσιν μετά της νομοθεσίας περί της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, ούτε ασφαλώς ταυτίζονται μεταξύ των. Η ακροτελεύτιος νύξις εις τας παραμέτρους αυτάς επιχειρείται υφ' ημών εις το σημείον τούτο της Εισηγήσεως καθώς και περί αυτών γίνεται πολύς λόγος και το ερώτημα ανακύπτει έντονον. "Τι θα πράξη η ανεξάρτητος Αρχή προστασίας προσωπικών δεδομένων, όταν εις τας ηλεκτρονικάς ταυτότητας θα περιληφθή λευκή λωρίς (ηλεκτρομαγνητική) περιλαμβάνουσα και ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, μη αναγνώσιμα μάλιστα δια των φυσικών οφθαλμών, γεγονός καταφώρως προσβάλλον την θρησκευτικήν συνείδησιν της συντριπτικής πλειονοψηφίας του ελληνικού λαού"; Ή πώς θα αντιδράση η Αρχή, όταν κατά την εφαρμογήν της Συνθήκης Schengen, θα συγκεντρώνωνται και θα αρχειοθετώνται ηλεκτρονικώς προσωπικά δεδομένα, προασπίζοντα την δημοσίαν τάξιν και ασφάλειαν των Κρατών - Μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (τρομοκρατία, ναρκωτικά κ.α.), μετ' αυτών δε, ανεξελέγκτως και ασφαλώς, και πλήθος άλλων ευαισθήτων προσωπικών δεδομένων; Πρόκειται περί δυσεπιλύτων προβλημάτων, προ των οποίων η αναγραφή του θρησκεύματος εις τας νέας συνήθεις ταυτότητας αποτελεί μέρος μόνον και πτυχήν μίαν. Εκτός εάν δεχθώμεν - υπεστηρίχθη και τούτο το ενδεχόμενον, - ότι εν όψει της επελεύσεως αυτών, στρέφεται και εξαντλείται το ενδιαφέρον εις την αναγραφήν του θρησκεύματος εις τας νέας, παραδοσιακού χαρακτήρος, ταυτότητας, προλειαίνοντες ούτως ασυνειδήτως την οδόν της εφαρμογής αυτής της Συνθήκης, την οποίαν ανώτατος παράγων εχαρακτήρισεν, υπερτάτην μορφήν ευρωπαϊκής ενοποιήσεως και της νέας ηλεκτρονικής ταυτότητος.

Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Ανωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος κατά την παρούσαν Συνέλευσιν, συνεχίζουσα την μακραίωνα εκκλησιαστικήν και συνοδικήν παράδοσίν Της, καλείται, δια των αποφάσεων Αυτής, να αμβλύνη και να περιορίση την αυστηράν και αιχμηρήν πολιτειακήν νομιμότητα δια του δροσοβόλου πνεύματος του ευαγγελικού λόγου της αληθείας, μη αφισταμένη της κανονικότητος. Επιτυγχάνουσα να γίνη αποδεκτή η βούλησις της συντριπτικής πλειονοψηφίας των Ελλήνων Πολιτών να αναγράφεται εις τα δελτία ταυτότητος το θρήσκευμα, θα πλήξη την επιπολάζουσαν ενδοκοσμικότητα, την οποίαν καλλιεργούν οι κρατικισταί, θα ανατρέψη την επιδιωκομένην μεταβολήν της θρησκευούσης Ελληνικής Πολιτείας εις Κράτος λαϊκόν ή κοσμικόν, θα επιτύχη, ώστε να διατηρηθούν, δι' όσους θέλουν και επιθυμούν, άθικτα τα ελληνορθόδοξα στοιχεία της εθνικής ταυτότητος, διότι δι' αυτών ο Έλλην αείποτε αυτοπροσδιορίζεται και προβάλλει αυθεντικώς την ιδιοπροσωπείαν αυτού εντός της συνεχώς διευρυνομένης κοινωνίας των Εθνών και της Ευρώπης άνευ συνόρων.

Ευλαβώς προτείνομεν - μένοντες εντός των πλαισίων της παρούσης εισηγήσεως - όπως εξουσιοδοτηθή ό τε Μακαριώτατος Πρόεδρος και η εντολοδόχος της Ιεραρχίας Διαρκής Ιερά Σύνοδος, ίνα και δια των εις την διάθεσιν της Εκκλησίας νομίμων μέσων επιτευχθή τελικώς η προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος εις τα δελτία της ταυτότητος.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

* Εισήγηση κατά την Συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος της 6ης Ιουνίου 2000. Το κείμενο αναδημοσιεύεται από τον τόμο που εξέδωσε η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος με τίτλο "Εκκλησία και ταυτότητες", Αθήνα 2000.[*]

 

1. Έγγραφον Δ.Ι.Σ. υπ' αριθμ. πρωτ. 2638/1208/31.2.2000.[1]

2. Εις την εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", της Δευτέρας 8ης Μαΐου 2000.[2]

3. Εις την ιδίαν συνέντευξιν, εις την εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ".[3]

4. Του κ. ΔΗΜ. ΡΕΠΠΑ, καθ' ήν "ο Υπουργός Δικαιοσύνης εκφράζει προσωπικήν γνώμην", Πρβλ. ΕΥΑΓΓ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ, Το θέμα είναι πολιτικό, εις εφημ. "ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ", της 31-5-2000. Ανεξαρτήτως τούτων ο κ. Μ. Σταθόπουλος, εις εκτενές άρθρον του, υπό τον τίτλον "Για τις σχέσεις Εκκλησίας - Πολιτείας και τη θρησκευτική ελευθερία", δημοσιευόμενον εις το νομικόν Περιοδικόν "Ποινική Δικαιοσύνη" (Μάϊος 5/2000, έτος 3ο, τ. 27, σελ. 565 κ.ε.), προτείνει νομοθετικές ρυθμίσεις εις τέσσαρας ενότητας: 1) Σύνταγμα και σχετικοί Νόμοι, 2) Εκκλησιαστική Νομοθεσία, 3) Αστικός και Ποινικός Κώδικας, και 4) Νέοι Νόμοι, τοιαύτης εκτάσεως και περιεχομένου, ώστε ν' ανατραπή εκ θεμελίων, αν ποτέ εφαρμοσθούν αι προτάσεις αυταί το υφιστάμενον καθεστώς σχέσεων συναλληλίας και ομοταξίας, να μεταβληθή εις επαχθέστατον δια την Ορθόδοξον Εκκλησίαν χωρισμόν αυτής από της Πολιτείας και να καταστή το Ελληνικόν Κράτος θρησκευτικά ουδέτερον, άθρησκον, λαϊκόν, δια να μη θίγωνται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αλλά ταύτα υφίστανται μόνον δια τας μειονότητας; Τα όσα δια θυσιών κατεκτήθησαν λησμονώνται; Όσον δε, εν τέλει, προβάλλονται ισχυρισμοί περί της διαφοροποιήσεως των επιστημονικών απόψεων από την πολιτικήν πράξιν, τόσον αντιλαμβανόμεθα και συνειδητοποιούμεν το ενδεχόμενον, ο επιστήμων, καθιστάμενος ο ίδιος μέλος της εκτελεστικής εξουσίας, να επιδιώκη την υλοποίησιν και εφαρμογήν, εις πάσαν ευκαιρίαν, των υπ' αυτού υποστηριζομένων θέσεων.[4]

5. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΜΑΡΙΝΟΥ, παρά τη Ιερά Συνόδω Ειδικού Επιστημονικού Συμβούλου, Έκθεσις από 12ης Μαΐου 2000 προς την Συνοδικήν Επιτροπήν Ταυτοτήτων, σελ. 4. Πρβλ. και Γ. ΚΡΙΠΠΑ, Γνωμοδότησις της 29ης Μαΐου 2000, 2δ΄ σελ. 4. Κατά τον ΕΥΑΓΓΕΛΟΝ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΝ (ένθ. αν.) ο Πρόεδρος της Αρχής διέπραξεν "λάθος νομικό και προσωπικό", διότι α) ενεφανίσθη απρόσκλητος και αδιάβαστος, β) προκατέλαβε την γνώμην των μελών, γ) η Αρχή συνεδρίασε με ετερόκλητον σύνθεσιν και ουχί εν ολομελεία, δ) δεν εδόθη χρόνος προς μελέτην. Εις ταύτα προσθέτομεν, ότι η απόφασις της Αρχής ελήφθη με μόνην την προφορικήν εισήγησιν του Προέδρου. Βλ. Πρακτικόν αυτής υπ' αριθμ. Πρωτ. 910/17/15.5.2000, σελ. 2. Τούτο όντως εγένετο δια της υπ' αριθμ. πρωτ. 510/17/15.5.2000 αποφάσεως ή συστάσεως ή υποδείξεως ή οδηγίας ή γνωμοδοτήσεως της Αρχής.[5]

6. Επίκαιρος ερώτησις υπ' αριθμ. 56/17.5.2000 προς τον Πρωθυπουργόν της βουλευτού του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου ΜΑΡΙΑΣ ΔΑΜΑΝΑΚΗ.[6]

7. Βλ. Πρακτικά Βουλής, Ι΄ Περίοδος, Ζ΄ Αναθεωρητική Βουλή, Σύνοδος Α΄, Συνεδρίασις ΙΖ΄, Τετάρτη 24 Μαΐου 2000.[7]

8. Εκ του "Ανακοινωθέντος" τούτου, όντως περιεκτικού και βαρυσημάντου μεταφέρομεν τας περισσότερον ενδιαφερούσας ημάς υπ' αριθμ. 2, 3 και 4 παραγράφους αυτού: "2. Η Εκκλησία σεβομένη απολύτως την οιανδήποτε θρησκευτικήν πίστιν ενός εκάστου των Ελλήνων και την αξίαν του ανθρωπίνου προσώπου, όπως αυτή διασώζεται και εκφράζεται μέσα από το αναφαίρετον δικαίωμα κάθε ανθρώπου δια τον ελεύθερον αυτοπροσδιορισμόν του, από την αρχήν ετάχθη υπέρ της προαιρετικής αναγραφής του θρησκεύματος εις τας νέας ταυτότητας. Τούτο δεν προσκρούει, ούτε εις ανυπάρκτους οδηγίας, ούτε εις την νομοθεσίαν της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ούτε πολύ περισσότερον εις τον κείμενον ελληνικόν Νόμον 1988/1991, ο οποίος μάλιστα προβλέπει την υποχρεωτικήν αναγραφήν του θρησκεύματος. Και είναι βέβαιον ότι την απλήν και λογικήν αυτήν πρότασιν της Εκκλησίας, συμμερίζεται η συντριπτική πλειοψηφία του Ελληνικού Λαού γεγονός, το οποίον δύναται ευκόλως να διαπιστωθή δια δημοψηφίσματος. 3. Η Εκκλησία θεωρεί, ότι η προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος, εις τας ταυτότητας συναρτάται αμέσως με την ελληνορθόδοξον ιδιοπροσωπίαν του Έθνους μας, η οποία αποτελεί βασικόν ιστορικόν στοιχείον της ουσιαστικής μας επιβιώσεως και απαραίτητον έρεισμα του Λαού, χωρίς δε τούτο να αποτελή μείωσιν έναντι οιουδήτινος ετεροδόξου ή αλλοθρήσκου πολίτου, του οποίου την θρησκευτικήν ετερότητα η Εκκλησία σέβεται απολύτως. Και μάλιστα, την ώραν, κατά την οποίαν η Χώρα ταλανίζεται από μεγάλα και ουσιαστικά, εθνικά και κοινωνικά προβλήματα και ο Λαός βιώνει καθημερινώς σειράν κρισίμων καταστάσεων, αι οποίαι απαιτούν επώδυνες λύσεις. Αυτήν ατυχώς την ώραν εφευρέθη και με την συνδρομήν εσωγενών και εξωγενών κύκλων, ένα θεματολόγιον ρήξεων, με αιχμήν του δόρατος το θέμα των ταυτοτήτων, αι οποίαι στοχεύουν και εις τον θρησκευτικόν αποχρωματισμόν της κοινωνικής και εθνικής μας ζωής, αλλά και ενδεχομένως εις την παραπλάνησιν και τον αποπροσανατολισμόν του λαού μας και εις την ταυτόχρονον αποδυνάμωσιν της Εκκλησίας. Αι αποφασισθείσαι επιλογαί εις το θέμα αυτό, με σύνθημα τον δήθεν εκσυγχρονισμόν και κυρίως η προβολή εώλων κατασκευών, αι οποίαι στοχεύουν εις την αποδυνάμωσιν του Συνταγματικού Όρου "Επικρατούσα Θρησκεία" (άρθρον 3 του Συντάγματος), δημιουργούν βάσεις δια συγκρούσεις και διχασμούς. Αλλά, η Εκκλησία, θεματοφύλαξ της κοινωνικής και εθνικής ειρήνης και ενότητος, της λαϊκής αλληλεγγύης, της αντιθέσεως της εις την βίαν και τον ρατσισμόν, δεν πρόκειται βεβαίως να παρασυρθή ή να ευνοήση τον διχασμόν του Λαού. Ελπίζει δε, ότι και οι κρατούντες θα πράξουν το ίδιο. 4. Όμως ταυτοχρόνως η Εκκλησία θεωρεί απαραίτητον, να καταστήση σαφές προς πάσαν κατεύθυνσιν, ότι δεν διανοείται να συμβιβασθή, έναντι οιουδήποτε ανταλλάγματος και οιασδήποτε απειλής και να προδώση την εμπιστοσύνην, με την οποίαν την τιμά και την περιβάλλει ο πιστός με κάθε νόμιμον μέσον, δια να πείση την Κυβέρνησιν ότι επλανήθη. Θα αγωνισθή δια να μεταφέρη, όπου πρέπει, την αγωνίαν, την ανησυχίαν και τον προβληματισμόν του Λαού. Ο Λαός ανησυχεί σοβαρά, όχι μόνον δια την μη αναγραφήν του θρησκεύματος του εις τας ταυτότητας, αλλά και δια πολλά άλλα συναφή ως λ.χ. την ηλεκτρονικήν λωρίδα με άγνωστα εις τον κάτοχον στοιχεία και το ηλεκτρονικόν φακέλλωμα. Δι' όλα αυτά η Αρχή δεν έχει επιδείξει κανέναν ζήλον προς ουσιαστικήν προστασίαν του πολίτου. Ο ρόλος της Εκκλησίας δεν είναι δια να αντιγράψη τα κοσμικά καμώματα, τα ιδιοτελή συμφέροντα και να ικανοποιήση εκείνους, οι οποίοι επιβουλεύονται την εθνικήν μας ταυτότητα. Ο αγών θα είναι ανένδοτος, με δύναμιν λόγου, αλλά και ξένος προς κάθε μορφήν περιθωριακής συμπεριφοράς, φανατισμού και μισαλλοδοξίας, η οποία πιθανόν να προκληθή από προβοκάτορας, οι οποίοι επιδιώκουν να δυσφημίσουν την Ορθοδοξίαν εντός και εκτός Ελλάδος. Τοιαύται συμπεριφοραί, οποθενδήποτε και αν προέρχωνται, είναι καταδικαστέαι.[8]

9. Παρ' ημίν, εκτός της Αρχής του ν. 2472/1997 έχομεν εν Ελλάδι την επιτροπήν μελέτης προβλημάτων θρησκευτικής ελευθερίας του Υπ. Εξωτερικών, το Συνήγορο του Πολίτη, το Ελληνικό Παρατηρητήριο Συμφωνιών του Ελσίνκι κ.ά.[9]

10. Παράγρ. ιβ΄ άρθρου 2 και κυρίως κεφ. Δ΄, άρθρ. 15-20 αυτού του νόμου.[10]

11. Βλ. άρθρ. 19 του ν. 2472/1997, ως και το διατακτικόν της Αποφάσεως.[11]

12. Γ. ΚΡΙΠΠΑ, Γνωμοδότησις της 29.5.2000.[12]

13. Βλ. ΑΝΑΣΤ. ΜΑΡΙΝΟΥ, παρά τη Ιερά Συνόδω της Εκκλησίας της Ελλάδος Ειδικού Επιστημονικού Συμβούλου, Γνωμοδότησις από 2 Ιουνίου 2000. Πρβλ. και Γ. ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗ, Προέδρου Πρωτοδικών, Κριτική στην υπ' αριθμ. πρωτ. 510/17/15.5.200 Απόφασιν της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, αποφαινομένου συμπερασματικώς, ότι το διατακτικό της Συστάσεως δεν είναι νόμιμον και οι παραλήπται της δεν έχουν υποχρέωση συμμορφώσεως, σελ. 13.[13]

14. Βλ. ανωτέρω, παράγρ. 2.[14]

15. Βλ. εις τα Πρακτικά της Βουλής, ως ανωτέρω.[15]

16. Βλ. Γ. ΚΡΙΠΠΑ, ένθ. αν., σελ. 1-2.[16]

17. Φ.Ε.Κ. τ. Β΄, αρ. 392/6.7.1981.[17]

18. "Σχέσεις Κράτους-Πολίτη, καθιέρωση νέου τύπου δελτίου ταυτότητος και άλλες διατάξεις" Φ.Ε.Κ., τ. Α΄, αριθμ. 75/11.6.1986.[18]

19. Τροποποίηση διατάξεως ν. 1599/1986 (Φ.Ε.Κ. 75 Α΄) "Σχέσεις Κράτους-Πολίτη, καθιέρωση νέου τύπου δελτίου ταυτότητος και άλλες διατάξεις" (Φ.Ε.Κ., τ. Α΄, αριθμ. 75).[19]

20. Είναι πολύ ενδιαφέροντα να σημειωθούν και να μη λησμονώνται, όσα διαλαμβάνονται εις την -εις εκτέλεσιν της διατάξεως της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του νόμου τούτου, προδιαγραφές του δελτίου ταυτότητος, τα δικαιολογητικά, τα οποία υποβάλλονται κ.α. -Υπουργικήν Απόφασιν Φ. 21385/11246 (Εσωτερικών) της 1.2/7/92, Καθορισμός τύπου και προδιαγραφών δελτίου ταυτότητος, Φ.Ε.Κ., τ. Β΄, αριθμ. 421, και δη συγκεκριμένως εις την παράγρ. 1, 4: "Το έντυπο του δελτίου ταυτότητος θα φέρει εκτυπώσεις και στις δύο όψεις του και ειδική λευκή λωρίδα πλάτους 16 χιλιοστών του μέτρου στο κάτω μέρος της πρόσθιας όψης, προοριζομένη να χρησιμοποιηθή για μηχανική οπτική ανάγνωση", όπως και πολλά άλλα.[20]

21. Κατά την διάταξιν του άρθρου 25, παράγρ. 4 κατόπιν διαδοχικών παρατάσεων ισχύος του Ν.Δ. 127/1969.[21]

22. Παράγρ. 2 του παρόντος.[22]

23. ΕΥΑΓΓ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ, ένθ. αν.[23]

24. Αι απόψεις αυταί εις τας παραγράφους 9-12 της υπ' αριθμ. 510/17/15.5.2000 αποφάσεως της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρος.[24]

25. Τούτο ελέγχεται ως ανακριβές, δια τον απλούστατον λόγον, ότι έχουν μείνει ανενεργοί, δεν εφηρμόσθησαν.[25]

26. Παράγρ. 10.[26]

27. Αυτόθι.[27]

28. Ταύτα εκ του ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΜΑΡΙΝΟΥ, ένθ. αν.[28]

29. Αυτόθι.[29]

30. Γ. ΚΡΙΠΠΑ, ένθ. αν. 2β΄, σελ. 2. Και συνεχίζει: "ως γνωστόν "νόμος παράνομος" είναι έννοια άγνωστος εις την νομικήν επιστήμην και ακούγεται -εξ όσων γνωρίζω- δια πρώτην φοράν, μάλιστα δε αποτελεί παγκόσμιον πρωτοτυπίαν, ξενίζουσαν απολύτως το να χαρακτηρίζεται ένας νόμος ως παράνομος από διοικητικήν πράξιν" (δηλ. κανόνα δικαίου υποδεέστερον του νόμου).[30]

31. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΜΑΡΙΝΟΥ, ένθ. αν.[31]

32. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΜΑΡΙΝΟΥ, Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, παρά τη Ιερά Συνόδω της Εκκλησίας της Ελλάδος Ειδικού Επιστημονικού Συμβουλίου, Εκκλησία και Δίκαιον, σελ. 601-602.[32]

33. Απόφασις του Τμήματος της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης της 23ης Μαΐου 2000, δημοσιευθείσα εις τον Τύπον. Βλ. "Ελευθεροτυπία" της 24.5.2000 και ΤοΣ 4-5/2000, σελ. 912.[33]

34. Σελ. 5-9, ένθα και η σχετική βιβλιογραφία.[34]

35. Σελ. 3.[35]

36. Απόφασις Αρχής υπ' αριθμ. 510/17/16.5.2000.[36]

37. Παράγρ. 7 και 8 της Αποφάσεως.[37]

38. Παράγρ. 9.[38]

39. Παράγρ. 11 και 12.[39]

40. Παράγρ. 13. Πρβλ. και Γ. ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗ, έκθ. όν. σελ. 1-2.[40]

41. ΑΚΗΣ ΤΣΟΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ, Υπουργός Αμύνης. Αι δηλώσεις εγένοντο εις Θεσσαλονίκην και εδημοσιεύθησαν εις τον ημερήσιον Τύπον της 23.5.2000. Βλ. εφημ. "ΒΡΑΔΥΝΗ" της ιδίας ημέρας.[41]

42. Πρβλ. Γ. ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗ, ένθ. αν., σελ. 13.[42]

43. Ερώτηση αριθ. 94 του κ. ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΑΚΗ, 4-0012/93. Συζητήσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αριθμ. 3-426/307 της 20.1.93.[43]

 

πηγή : http://tosyntagma.ant-sakkoulas.gr/fakeloi/item.php?id=86