“Όταν μου πειράζουν την πατρίδα μου και θρησκεία μου, θα μιλήσω, θα ‘νεργήσω κι’ ό,τι θέλουν ας μου κάμουν”.
“Έβλεπε κάθε τίμιος άνθρωπος την άχλια κατάστασιν της πατρίδος του, έβλεπα κι’ εγώ ο μικρότερος όλα μας τα πράματα παραλυμένα από την Κυβέρνησιν κι’ απ’ ούλες της αρχές, όξω εις το Κράτος κλεψές κι’ άλλες ακαταστασίες.
“Αν μας έλεγε κανένας αυτείνη την λευτεριά όπου θα γευόμαστε, θα περικαλούσαμε τον Θεόν να μας αφήση …………εις τους Τούρκους άλλα τόσα χρόνια, όσο να γνωρίσουν οι άνθρωποι τι θα ειπή πατρίδα, τι θα ειπή θρησκεία, τι θα ειπή φιλοτιμία, αρετή και τιμιότη.
Αυτά λείπουν απ’ όλους εμάς, στρατιωτικούς και πολιτικούς. Τις πρόσοδες της πατρίδας της κλέβομεν, από υποστατικά δεν της αφήσαμε τίποτας, σε ‘πηρεσίαν να μπούμεν, ένα βάνομεν εις το ταμείον, δέκα κλέβομεν.
Αγοράζομεν πρόσοδες, της τρώμεν όλες. Χρωστούν εις το ταμείον δεκαοχτώ ‘κατομμύρια ο ένας κι’ ο άλλος… Τέτοιοι μπαίνουν εις τα πράματα και τέτοιους συντρόφους βάνουν. “Δύσκολο είναι ο τίμιος άνθρωπος να κάνη τα χρέη του πατριωτικώς.
“΄Οσοι έχουν την τύχη μας σήμερον εις τα χέρια τους, όσοι μας κυβερνούν, μεγάλοι και μικροί, και υπουργοί και βουλευταί, το ’χουν σε τιμή, το ’χουν σε ικανότη το να τους ειπής ότι έκλεψαν, ότι πρόδωσαν, ότι ήφεραν τόσα κακά εις την πατρίδα. Είναι άξιοι άνθρωποι και τιμώνται και βραβεύονται.
“΄Οσοι είναι τίμιοι κατατρέχονται ως ανάξιοι της κοινωνίας και της πολιτείας.“Αυτά δεν τα λέγω εγώ μοναχός, τα λέγει όλο το κοινό και οι ‘φημερίδες. “…ένα πράμα μόνον με παρακίνησε κ’ εμένα να γράψω, ότι τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί και αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι, όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσωμεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, να την φυλάμεν κι’ όλοι μαζί και να μην λέγει ούτε ο δυνατός «εγώ», ούτε ο αδύνατος.
Ξέρετε πότε να λέγη ο καθείς «εγώ»;
Όταν αγωνιστή μόνος του και φκειάση, ή χαλάση, να λέγη εγώ, όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκειάνουν, τότε να λένε «εμείς». Είμαστε εις το «εμείς» κι’ όχι εις το «εγώ». Και εις το εξής να μάθωμεν γνώση, αν θέλωμεν να φτειάσωμεν χωριόν, να ζήσωμεν όλοι μαζί.
΄Εγραψα γυμνή την αλήθεια, να ειδούνε όλοι οι ΄Ελληνες ν’ αγωνίζονται διά την πατρίδα τους, διά την θρησκεία τους, να ιδούνε και τα παιδιά μου και να λένε: «΄Εχομεν αγώνες πατρικούς, έχομεν θυσίες», αν είναι αγώνες και θυσίες. Και να μπαίνουν σε φιλοτιμίαν και να εργάζωνται εις το καλό της πατρίδας τους, της θρησκείας τους και της κοινωνίας.
΄Ότι θα είναι καλά δικά τους. Όχι όμως να φαντάζωνται για τα κατορθώματα τα πατρικά, όχι να πορνεύουν την αρετή και να καταπατούν τον νόμον και να ’χουν την επιρροή για ικανότη.
“Επειδή τις ολοένα λέγω κατάχρησες, μη στοχάζεστε ότι έχω πάθος εις τους ανθρώπους. Ψάξετε τις ‘φημερίδες, τηράτε και τα πραχτικά των Βουλών, μ’ όλον οπού ’ναι τέτοιες Βουλές όπου ‘περασπίζονται την κλεψιά και ‘διοτέλεια και πολεμούνε την δικαιοσύνη, και μ’ όλον αυτό θα ιδήτε αν αληθινά είναι αυτά όπου σημειώνω.
Είπα σε πολλά μέρη, λέγω και τώρα, εγώ τα ’γραψα αυτά όλα κι’ όποιος απ’ όσους μιλώ προσωπικώς στοχάζεται ότι τον αδικώ και είναι κακία μου κι’ όχι αλήθεια, έχει το ελεύτερον να γράψη κι’ αναντίον μου ό,τι λάθη έκαμα εις τον αγώνα της πατρίδος, όχι όμως παθητικώς, αλλά συντροφεμένος με την αλήθεια, με την παρατήρησιν.
» Όμως δεν έχει κανένας το δικαίωμα να γράψη ούτε υπέρ μου, ούτε κατά αν δεν διαβάση πρώτα όλο τούτο αρχή και τέλος κι’ όλα μου τα’ αποδειχτικά και τα χαρτιά μου – και τότε ας γράψη ό,τι ο Θεός τον φωτίση. Κι’ όταν τα διαβάση, τότε ας κάμη την παρατήρησή του, όχι πρωτύτερα. Κ’ εγώ έκαμα λάθη και κάνω, άνθρωπος είμαι. Και πρέπει να γράφωνται και τα καλά μας και τα κακά μας. ”
Απομνημονεύματα Στρατηγού Μακρυγιάννη-Β’ Τόμος, σελ. 211-229-236-251-2-3