Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό

xani ths gravias 01

 

«Για χάν’ μ’ είχαν χτίσει
μα ο γιος τ’ Αντρούτσου
μ’ έκανε της δόξας ρημοκκλήσι«

ΜΕΤΑ την άτυχη έκβαση της μάχης στην Αλαμάνα, στις 23 Απριλίου 1821, οι Έλληνες υποχώρησαν μπροστά στον τεράστιο όγκο των Τουρκαλβανών και «φοβισμένοι σκόρπισαν στους λόγκους» όπως λέει ο ποιητής.

Οι επαναστάτες με την απώλεια και τη μαρτυρική θυσία του αρχηγού τους, Θανάση Διάκου, βρίσκονταν σε δύσκολη θέση.

Ο Δυοβουνιώτης και ο Πανουργιάς με τους άντρες τους συγκεντρώθηκαν στο στενό της Γραβιάς, που σχηματίζεται από τον Παρνασσό και την Γκιώνα, σαν έμαθαν ότι οι Τούρκοι θα περνούσαν από κει για τα Σάλωνα-Άμφισσα – κι από τη Σκάλα -σημερινή Ιτέα- θα διαπεραιώνονταν με καράβια στον Μοριά. Από κατασκόπους έμαθαν πως ο Ομέρ Βρυώνης θα καθάριζε το πέρασμα για τα Σάλωνα, ενώ ο Κιοσέ Μεχμέτ (Σπανο-Μεμέτης), θα έμενε στη Λοκρίδα για λίγο για να φυλάξει τις πλάτες του Βρυώνη. Έτσι αποφάσισαν να χτυπήσουν την κολόνα του Ομέρ Βρυώνη που θα πήγαινε στα Σάλωνα.

Διάλεξαν το στενό της Γραβιάς γιατί από εκεί περνά ο μοναδικός δρόμος για τα Σάλωνα. Η Γραβιά τότε δεν ήταν χτισμένη. Υπήρχε μονάχα ένα χάνι για να διανυκτερεύουν οι στρατοκόποι και οι αγωγιάτες που πήγαιναν για τα Σάλωνα, ή από τα Σάλωνα για Υπάτη – Πατρατζίκι τότε.

Το χάνι ήταν χτισμένο με πλίθες και είχε γύρω μια μεγάλη μάντρα. Το μεγαλύτερο μέρος ήταν ισόγειο και μόνο από τη μια μεριά είχε δεύτερο όροφο. Είχε δυο αυλόπορτες? η μια έβλεπε κατά τη ρεματιά και η άλλη κατά τη δημοσιά. Υπήρχαν ακόμα δυο ξωκλήσια, του Άι Θανάση κοντά στο Χάνι και πιο πέρα του Άι Δημήτρη και μερικές καλύβες που είχαν οι κάτοικοι της Βάριανης (κοντινό χωριό), για να μένουν τον καιρό που καλλιεργούσαν τα χτήματά τους.
Εκεί τους αντάμωσε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος στις 3 Μαΐου ερχόμενος από τον Βάλτο που είχε πάει να ξεσηκώσει τον Βαρνακιώτη, τον Τσόγκα και τον Ίσκο. Σαν ξεπάστρεψε στη γέφυρα της Τατάρνας τον Χασάν μπέη με εξήντα Αρβανίτες, έφτασε στη Γραβιά.

Ο ερχομός του Ανδρούτσου εμψύχωσε τους συναγμένους στη Γραβιά. Έδωσε όμως και κουράγιο στη γύρω περιοχή. «Σαν από Θεία Πρόνοια» ήταν ο ερχομός του γράφουν οι Σαλωνίτες στους Υδραίους και τους Σπετσιώτες.

Ο Ανδρούτσος, μόλις έφτασε στη Γραβιά, δεν κάθησε ήσυχος αλλά δραστηριοποιήθηκε από την πρώτη μέρα. Έγραψε στο παλιό του παλικάρι και πρωτοπαλίκαρο του Θανάση Διάκου, τον Βασίλη Μπούσγο, που ήταν τώρα αρχηγός του σώματος της Λιβαδειάς. Του έλεγε τα εξής: «Eυθύς ως λάβης το παρόν να μάσης τους συντρόφους όσους κι αν είναι, ένας να μη λειψει και αύριον αυγή κίνα κι έλα εδώ ν’ ανταμωθούμε». Συγχρόνως ειδοποίησε παντού γύρω για μπαρουτόβολα. Έγραψε επίσης στους Αρβανίτες που βρίσκονταν στο Ζητούνι -Λαμία- και τους έλεγε ότι έπρεπε να φύγουν για να μη χαλαστούν. Τους έδινε, μάλιστα, προθεσμία τρεις μέρες.

Δεν κατάφερε όμως τίποτε, γιατί ο τουρκικός στρατός ξεκίνησε. Την είδηση την έφερε ο Ηλίας Μανανάς από τη Βάριανη.

Τώρα το μυαλό του δούλευε ασταμάτητα πού και πώς θα μπορούσε να χτυπήσει τη μεγάλη δύναμη του εχθρού.
Ο Δυοβουνιώτης και ο Πανουργιάς πίστευαν πως το καλύτερο μέρος να ταμπουρωθούν ήταν το γεφύρι της Χαϊνίτσας -ποτάμι της Γραβιάς- απ’ το οποίο θα περνούσε ο τουρκικός στρατός. Του Ανδρούτσου όμως δεν του άρεσε, γιατί ούτε ταμπούρια είχε δυνατά, ούτε θα μπορούσαν να κρατήσουν τις θέσεις όταν τους έκανε επίθεση το ιππικό.

Στις 7 Μαΐου 1821, ο στρατός του Ομέρ Βρυώνη βρισκόταν στις Θερμοπύλες βαδίζοντας για τη Γραβιά. Αποτελούνταν από εφτά με οχτώ χιλιάδες πεζούς και χίλιους καβαλάρηδες. Οι μισοί καβαλάρηδες ήταν Γκέκηδες με αρχηγό τον Τελεχά Φέζον και οι άλλοι μισοί Τσάμηδες με αρχηγό τον Μουσταφά μπέη Καφεζέζη. Η είδηση έφτασε στους επαναστάτες τα ξημερώματα της Κυριακής.

Οι καπεταναίοι, σαν το ‘μαθαν, μαζεύτηκαν σε συμβούλιο για να καθορίσουν πού θα χτυπήσουν τους Τούρκους.
Συνάχτηκαν κάτω από μια μεγάλη βελανιδιά που βρισκόταν έξω απ’ το χάνι. Η πρόταση για το γεφύρι της Χαϊνίτσας απορρίφθηκε από τους υπόλοιπους καπεταναίους. Συζητούσαν τότε να πιάσουν τις γύρω πλαγιές βάζοντας στη μέση τον εχθρό που θα περνούσε από κει.

Ο Ανδρούτσος, καθισμένος κι αυτός με τους άλλους κάτω απ’ τη βελανιδιά, παρακολουθούσε αμίλητος, τάχα αδιάφορος, καπνίζοντας το τσιμπούκι του. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο μπροστά. Μέσα στο μυαλό του δούλευε το παράτολμο σχέδιο που είχε συλλάβει. Το πλιθόχτιστο αυτό χάνι που έβλεπε μπροστά του, λογάριαζε να το κάνει φοβερό κάστρο που οι Τούρκοι θα ‘σπαζαν τα μούτρα τους. Ενώ οι άλλοι συζητούσαν πού θα πιάσει ο καθένας, τους έκοψε απότομα και κοιτάζοντας προς τους Δυοβουνιώτη και Πανουργιά, τους λέει απότομα: Εδώ θα πολεμήσουμε μα πρέπει ένας από μας να κλειστεί μέσα σε τούτη τη μάντρα. Και τους δείχνει το χάνι.

Τα λόγια του ακολούθησε γενική βουβαμάρα. Όλα τα παλικάρια ρίχνουν απάνω του το βλέμμα τους εξεταστικά. Τι είναι αυτά που τους λέει! Να κλειστούν μέσα σε μια πλιθόχτιστη μάντρα; Μα, με τα χέρια να έπεφταν απάνω της εννιά χιλιάδες Τούρκοι θα την έκαναν σκόνη. Ίσως σε πολλούς να πέρασε προς στιγμήν η ιδέα ότι ο Οδυσσέας τρελάθηκε ή ήθελε ν’ αυτοκτονήσει.

Οι γεροαρματολοί δεν αντέκρουσαν την πρόταση, αλλά, για να μη θεωρηθούν κιοτήδες, δικαιολογήθηκαν τάχα ότι τους έλειπαν τα χρειαζούμενα πολεμοφόδια.

Μετά τη σιωπηλή αυτή άρνηση, ο Ανδρούτσος πετάγεται όρθιος και φωνάζει οργισμένος:
– Ορέ, δε βρίσκονται μέσα εδώ εκατό παλικάρια ν’ ακριβοπληρώσουμε το αίμα μας;

Δεν απόσωσε τον λόγο του και μέσα απ’ τους συναγμένους ακούστηκε μια βροντερή φωνή.
– Εγώ, καπετάνιε.

Ένα σεμνό παλικάρι βρέθηκε πλάι του. Ήταν ο Θανάσης Σεφέρης. Με μιας ύστερα από τη φωνή του Σεφέρη ακούστηκαν σαν ηχώ και οι φωνές άλλων παλικαριών.
– «Και εγώ, κι εγώ, κι εγώ…».

Ο Οδυσσέας, δίνοντας το αριστερό του χέρι στον Σεφέρη και γυρίζοντας στους συναγμένους, τους φωνάζει:
– Ε, παιδιά, όποιος θέλει να ‘ρθει μαζί μου να πιαστεί στο χορό.

Βγάζει τότε απ’ το σελάχι του το μαντίλι, το ανεμίζει με το δεξί του χέρι και σέρνει το χορό τραγουδώντας:
«Κάτου στου βάλτου τα χωριά στα πέντε βιλαέτια…»

Ένας ένας τα παλικάρια με τη θέλησή τους άρχισαν να πιάνονται στο χορό. Ο Γοβγίνας, ο Γκούρας, ο Μαμούρης και πολλοί άλλοι. Οι πέντε έγιναν δέκα, είκοσι, σαράντα, και σε λίγο ξεπέρασαν τους εκατό.

Ο ενθουσιασμός ήταν απερίγραπτος. Οι φωνές και τα σφυρίγματα αντιβούιζαν στο φαράγγι της Γραβιάς. Ο Ανδρούτσος κατάφερε ν’ ανάψει φωτιά στα στήθια των πριν από λίγο κιοτεμένων παλικαριών. Χορεύοντας μπροστά, φέρνει μια δυο γύρες τη βελανιδιά και σαν υπολογίζει πως είναι αρκετοί αυτοί που τον ακολουθούν, συνεχίζει χορεύοντας κατά τον μαντρότοιχο του χανιού. Στέκεται πλάι στην αυλόπορτα μέσα στη μάντρα, και μετράει όσους μπαίνουν.

Σε κάποια στιγμή φωνάζει:
– Σταματήστε δε χρειάζονται περισσότεροι. Μέτρησε εκατόν δέκα τέσσερις και τρεις ο χανιτζής με τα δυο παιδιά του εκατόν δέκα εφτά κι αυτός εκατόν δέκα οχτώ. Ο χώρος είναι περιορισμένος. Εκατόν δέκα οχτώ καριοφίλια τού είναι αρκετά. Πολλοί που έμειναν απ’ έξω φωνάζουν και διαμαρτύρονται. Την ώρα αυτή με τις φωνές ένας λαγός πετάχτηκε από ένα θάμνο. Ο Ανδρούτσος τους φωνάζει να μην τον πυροβολήσει κανείς. Τρέχει και πιάνει τον λαγό ζωντανό, θα είναι το τυχερό των κλεισμένων. Από παλιά υπήρχε η πρόληψη ότι ο λαγός είναι κακό σημάδι. Ίσως γιατί είναι φοβιτσιάρικο ζώο.

Σαν μπήκαν μέσα στο χάνι, η ώρα ήταν εννιά. Λογάριαζαν πως ο Ομέρ Βρυώνης θα ‘φτανε πριν από το μεσημέρι. Ο χρόνος δεν τους έπαιρνε και χωρίς αργοπορία άρχισαν να ετοιμάζονται για την άμυνα. Πρώτη τους δουλειά ήταν να γυρίσουν το νερό απ’ τη ρεματιά μέσα στον περίβολο του χανιού για να έχουν να πίνουν. Μετά ο Μαστρογιάννης, που ήταν χτίστης, άρχισε ν’ ανοίγει «μασγάλια» -τουφεκίστρες- στον μαντρότοιχο και στο χάνι. Και για να μη φαίνονται από μακριά, τις κάλυψαν με αγριόχορτα. Ασφάλισαν επίσης τις πόρτες με μεγάλες πέτρες.

Σε λίγο φάνηκαν στον κάμπο οι Τούρκοι. Δε θ’ αργούσαν να φτάσουν στη Γραβιά. Κι ενώ οι κλεισμένοι στο χάνι ετοιμάζονταν για την άμυνα, οι άλλοι που ήταν απ’ έξω πήγαν να πάρουν τις θέσεις τους. Ο Δυοβουνιώτης με τον Πανουργιά πιάσανε τα ριζά του Χλωμού -παρακλάδι της Γκιώνας- την αριστερή ακροποταμιά. Ο Κοσμάς Σουλιώτης με τους Σουλιώτες του, τους Κατσικογιανναίους και τους υπόλοιπους, πιάσανε τη δεξιά ακροποταμιά της Πανάσαρης -παρακλάδι του Παρνασσού- κοντά στο κεφαλόβρυσο του Σου Ντζίκα (από το σλάβικο σου = νερό – Σου-βάλα, Σου-Ντζίκα κ.λπ.).

Τους κλεισμένους όμως τους βασάνιζε η έλλειψη από μπαρουτόβολα. Αυτόν που είχαν στείλει για εφοδιασμό δεν είχε φανεί ακόμα και οι Τούρκοι είχαν φτάσει στο γεφύρι της Χαϊνίτσας. Εκείνη τη στιγμή όμως έφτασε από τα Σάλωνα ο τροφοδότης του στρατοπέδου Αναγνώστης Κεχαγιάς σέρνοντας δυο μουλάρια φορτωμένα με μπαρουτόβολα και τρόφιμα μαζί με τον γαμπρό του Καραχάλιο. Αψηφώντας τον κίνδυνο, γιατί ο εχθρός ζύγωνε, κίνησε για το χάνι. Μόλις πρόφτασε κι έκοψε τις τριχιές απ’ τα σαμάρια και πέταξε πάνω απ’ τη μάντρα τα σακιά με τα μπαρουτόβολα και τα τρόφιμα στους κλεισμένους. Οι Τούρκοι είχαν αρχίσει να ντουφεκάνε και θα πλήρωνε με τη ζωή του, αν ο Καραπλής ή Πλάτανος -για τη σωματική του διάπλαση- που βρισκόταν εκεί κοντά ταμπουρωμένος δεν άρχιζε στο ντουφέκι τους Τούρκους και του έδωσε καιρό να φύγει. Άφησε όμως το ένα απ’ τα δύο μουλάρια σκοτωμένο.

Με τη μικροσυμπλοκή αυτή, ο έμπειρος Ομέρ Βρυώνης κατάλαβε ότι κάτι κρυβόταν στο χάνι. Αποφάσισε τότε να ακολουθήσει την ίδια τακτική της Αλαμάνας. Πρώτα θέλησε να ξεμοναχιάσει το χάνι απ’ τους άλλους επαναστάτες. Μοίρασε τον στρατό σε τρεις κολόνες. Έριξε τη μια κατά το Χλωμό και την άλλη κατά τη βρύση του Σου Ντζίκα. Στις δυο αυτές κολόνες έστειλε και όλο το ιππικό του. Την τρίτη, που ήταν Αρβανίτες Γκέκηδες και Τόσκηδες, την κράτησε για το χάνι.

Η επίθεση στο Χλωμό και στου Σου Ντζίκα ήταν τόσο ορμητική που έγινε ό,τι πριν από λίγες μέρες στον Γοργοπόταμο και τη Χαλκωμάτα -στη μάχη της Αλαμάνας-. Ύστερα από μικρή αντίσταση, οι επαναστάτες τραβήχτηκαν στα ψηλώματα. Σκοτώθηκε μονάχα ο Σουλιώτης Μπούχλας.

Ο Ανδρούτσος με τους κλεισμένους στο χάνι καρτερούσαν τη σειρά τους. Φοβερά ψύχραιμος κι ατάραχος, είπε στους συντρόφους του, μη ρίξει κανείς προτού αρχίσω εγώ. Αφήστε τους να ζυγώσουν. Αυτοί τον υπάκουσαν. Eκείνος περίμενε την τρίτη κολόνα για να τους επιτεθεί.

Βλέπουν όμως απ’ τις πολεμίστρες να ξεκόβει ένας καβαλάρης και να έρχεται προς το χάνι. Όταν έφτασε, βλέπουν ότι ήταν ένας γέρος ντερβίσης. Ο Χασάν ντερβίσης ήταν γνώριμος του Οδυσσέα από τα Γιάννενα και γι’ αυτό ο Ομέρ Βρυώνης τον έστειλε για να προσπαθήσει να διαπραγματευτεί με τον Ανδρούτσο. Γνώριζε ακόμα ότι ο Ανδρούτσος ήταν μπεκτασής και κατά τη γνώμη του θα σεβόταν τον ιερωμένο.

Οι μπεκτασήδες ήταν μωαμεθανοί μοναχοί, οι οποίοι αποτελούσαν ιδιαίτερο τάγμα με δογματικές διαφορές από τους ομοθρήσκους τους. Δεν νήστευαν το Ραμαζάνι, αλλά δώδεκα μέρες που συνέπιπταν με τη νηστεία της εορτής των Αγίων Αποστόλων. Φιλοξενούσαν στις μονές τους -τεκέδες- Τούρκους και Χριστιανούς χωρίς εξαίρεση και είχαν στενή επαφή με τους Γενιτσάρους που προέρχονταν από Χριστιανούς. Οι μπεκτασήδες δεν έκαναν διάκριση θρησκείας και καταγωγής αλλά μόνον τιμίων και κακών ανθρώπων. Είχαν αποκτήσει μεγάλη δύναμη ανάλογη με τους Ιησουίτες. Οι τεκέδες τους αποτελούσαν άσυλα και απολάμβαναν ανεξαρτησίας από το κράτος. Και ο Ανδρούτσος είχε γίνει μυστικά μπεκτασής για να έχει καταφύγιο στους τεκέδες των μπεκτασήδων στις πολεμικές του περιπέτειες. Είχε προβεί σε αυτή την κωμωδία μόνο και μόνο για να βρίσκει άσυλο στις δύσκολες στιγμές.

Σαν σταμάτησε έξω απ’ το χάνι, ο Χασάν ντερβίσης σκόρπισε με το χέρι του δεξιά και αριστερά άμμο, ψέλνοντας το «ντονά» -την προσευχή του- να διαλυθούν οι εχθροί του σαν την άμμο. Ο Ανδρούτσος που παρακολουθούσε μέσα απ’ την τουφεκίστρα τον χαιρέτισε τουρκικά και αντιχαιρέτισε ο ντερβίσης. Μετά τον ρώτησε πάλι, στα τουρκικά -«Ντερεγιέ γκιντερσίν;» (-πού πας;). Ο ντερβίσης απάντησε- «Σάλωνα για γκιντερίμ» (πάω στα Σάλωνα).

Ο Ανδρούτσος πάλι τον ρώτησε «τι πας να κάνεις ορέ Τούρκο στα Σάλωνα;» Η απάντηση ήταν «να υποτάξω ή να σφάξω τους απίστους». Απαντώντας ο Οδυσσέας με βρισιές καθώς τον σημάδευε με το καριοφίλι του, του έστειλε ένα βόλι που χτύπησε τον ντερβίση στο μέτωπο κι έπεσε ξερός απ’ τ’ άλογό του.

Βλέποντας νεκρό τον ντερβίση τους, οι Τούρκοι σκυλιάσανε. Αυτό επεδίωκε και ο Ανδρούτσος. Να τους εξοργίσει όσο μπορούσε πιο πολύ. Αμέσως τότε ορμάνε με ιερό φανατισμό κατά το χάνι, να εκδικηθούν το αίμα του ντερβίση τους. Μα τα καριοφίλια των κλεισμένων ξερνούν φωτιά και μολύβι.

Ο Βρυώνης ξαφνιάζεται. Διατάζει δεύτερη επίθεση και προστάζει τους άντρες του να καταλάβουν το χάνι. Μα το χάνι ξερνάει κεραυνούς κι αστροπελέκια που θερίζουν τον εχθρό.

Μετά την αποτυχία και της δεύτερης επίθεσης, ο Πασάς στέλνει καινούργιες δυνάμεις. Οι Τουρκαλβανοί με το αριστερό χέρι στο μέτωπο για να μην βλέπουν αλλού, ορμάνε σαν τυφλοί. Μερικοί κατορθώνουν να φτάσουν στη μάντρα και προσπαθούν να τη ρίξουν με τις πλάτες τους. Άλλοι προσπαθούν με πέτρες να βουλώσουν τις τουφεκίστρες. Ένας Τουρκαλβανός ζυγώνει με μια πέτρα και θέλει να φράξει μια πολεμίστρα. Από μέσα βρίσκεται ο Μουσταφά Γκέκας, σωματοφύλακας και πιστός σύντροφος του Οδυσσέα. Ενώ απ’ έξω ο Γκέκας του Βρυώνη σπρώχνει την πέτρα προς τα μέσα, ο Μουσταφάς με την μπούκα του καριοφιλιού τη σπρώχνει προς τα έξω. Στο τέλος ο φιλέλληνας Μουσταφάς κατορθώνει να σπρώξει την πέτρα, αλλά μαζί βγήκε πολύ έξω και η κάννη του καριοφιλιού.

Ένας άλλος Τουρκαλβανός κατορθώνει λοξά ν’ αρπάξει την κάνη και την τραβούσε προς τα έξω. Ο Μουσταφά Γκέκας αγωνίζεται να την τραβήξει προς τα μέσα. Ο Οδυσσέας βλέποντας τον αγώνα, πάει στη διπλανή πολεμίστρα, βάζει στο τουφεκίδι τους Αρβανίτες κι ελευθερώνει τον σύντροφό του.

Ο Βρυώνης, με τον χαλασμό που γίνεται στο ασκέρι του, αναστατώνεται, εξοργίζεται φοβερά. Πιο πέρα απ’ το χάνι βρισκόταν το ξωκλήσι του Άι Θανάση. Από κει μέσα ο Πασάς, που είχε φρυάξει απ’ το κακό του, παρακολουθούσε τα απανωτά γιουρούσια που κάνανε οι δικοί του χωρίς κανένα αποτέλεσμα.

Μετά το μεσημέρι συγκέντρωσε τους μπουλουξήδες (διοικητές μπουλουκιού-μονάδας) κι αφού τους κατσάδιασε που δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτε μέχρι τότε, απαίτησε μ’ ένα καινούργιο γιουρούσι να δώσουν τέλος. Έταξε δε και πεντακόσια πουγκιά στον μπουλουξή που θα πατούσε πρώτος το χάνι.

Η καινούργια επίθεση αποφασίστηκε να γίνει το απομεσήμερο και θα ‘ταν η τελευταία κατά τη γνώμη τους. Θα έμπαινε μπροστά το ιππικό και πίσω θ’ ακολουθούσαν οι πεζοί. Για να τονώσει πιο πολύ το ηθικό των επιτιθεμένων, διέταξε τους μπαϊρακτάρηδες -σημαιοφόρους- να πάνε με τα μπαϊράκια τους και να τα στήσουν στο χάνι. Στο γιουρούσι αυτό πήρε μέρος και ο Χαλήλ μπέης, τοπικός άρχοντας της Λαμίας. Ήταν εκείνος που πρωτοστάτησε στη θανάτωση του Διάκου.

Με ξεφωνητά και κατάρες άρχισε η καινούργια επίθεση. Σε λίγο το χάνι είχε κυκλωθεί από παντού. Τα καριοφίλια όμως των κλεισμένων σκορπίζουν τον θάνατο και κόβουν την ορμή, σωριάζοντας καινούργιους νεκρούς και λαβωμένους. Το ιππικό, που πιο πολύ εμπόδιο έφερνε παρά βοήθεια, αποσύρθηκε. Οι Τουρκαλβανοί Γκέκηδες και Τόσκηδες ορμούν σα θηρία ανήμερα. Εκτός από την παλικαριά τους είναι και το υπερβολικό ποσό που έχει τάξει ο Βρυώνης σ’ όποιον πατήσει το χάνι.

Χωρίς να λογαριάζουν τον κίνδυνο, ζυγώνουν τη μάντρα και προσπαθούν να τη ρίξουν με τις πλάτες τους. Άλλοι με τσεκούρια προσπαθούν να σπάσουν τις πόρτες αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Δυο τρεις καταφέρνουν να καβαλήσουν τη μάντρα μα οι κλεισμένοι τους γκρεμίζουν σκοτωμένους. Τον ένα αναφέρεται πως τον σκότωσε με τα χέρια του ο Γκούρας. Ένα βόλι ρίχνει νεκρό τον Χαλήλ μπέη. Είναι η θεία Νέμεση για τον θάνατο του Διάκου.

Οι μπαϊρακτάρηδες, για να εμψυχώσουν τους επιδρομείς, προσπαθούν να στήσουν τα μπαϊράκια τους στον μαντρότοιχο. Αλλά τους θερίζουν τα βόλια των κλεισμένων.Ένας μονάχα κατορθώνει να φτάσει μπροστά στο χάνι και πέφτοντας ανάσκελα, για να μη δίνει στόχο, βαστάει με τα χέρια του το κοντάρι της σημαίας. Οι Τουρκαλβανοί που βλέπουν το μπαϊράκι τους ν’ ανεμίζει, θαρρούν πως το χάνι πατήθηκε κι ορμούν από παντού. Ο Γκούρας, κοντά στην πολεμίστρα του οποίου βρίσκεται το μπαϊράκι, προσπαθεί με βρισιές να κάνει αυτόν που το κρατάει να σηκωθεί για να τον σκοτώσει. Ο Τουρκαλβανός όμως προστατεύεται από τη γωνιά και το έδαφος. Τέλος ο Γκούρας σημαδεύει το κοντάρι, πυροβολεί και το κόβει στα δύο. Η σημαία έπεσε. Γύρω απ’ το χάνι όμως έχουν συγκεντρωθεί μάζες Αλβανών.

Ο Ανδρούτσος είναι η ψυχή της άμυνας καθώς ακούραστος τρέχει παντού όπου υπάρχει ανάγκη εμψυχώνοντας τους άντρες του. Ο Αγγελής Γοβγίνας, ο Γκούρας, ο Μουσταφάς, ο Μαμούρης, ο Παπαντριάς είναι οι περισσότερο ακούραστοι.

Κι αυτή η επίθεση πήγε χαμένη. Τούτο το πλιθόχτιστο χάνι έχει γίνει κάστρο άπαρτο.

Τώρα όμως είχαν και οι Έλληνες τα θύματά τους. Ένας Αρβανίτης κατάφερε ν’ ανέβει απαρατήρητος στη μεγάλη βελανιδιά που ήταν δίπλα στο χάνι. Κρυμμένος στην πυκνή φυλλωσιά του δέντρου, βλέπει μέσα στο μικρό δωμάτιο που ήταν σα δεύτερος όροφος πάνω απ’ το χάνι ν’ αστράφτουν κάθε τόσο δυο καριοφίλια. Ήταν οι δυο Θανάσηδες, ο Σεφέρης, το παλικάρι που πιάστηκε πρώτο στον χορό, και ο Καπλάνης, ξακουστός για την παλικαριά του. Από τα βόλια του Αρβανίτη πέφτουν και οι δυο νεκροί.

Η παράδοση αναφέρει ότι είχαν «μαγαρίσει με γυναίκες». Αυτό βασιζόταν στην πρόληψη πως το κακό βόλι έβρισκε όποιον κλέφτη πήγαινε παραμονή της μάχης με γυναίκα.

Έξι γιουρούσια έχουν τσακιστεί πάνω στο χάνι χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Πάνω από τρακόσιοι οι σκοτωμένοι και οι λαβωμένοι διπλοί και τριπλοί. Τυφλωμένος απ’ την οργή του ο Πασάς, βουτάει το απελατίκι του (σιδερένιο ρόπαλο ακιδωτό στην άκρη) κι ορμάει έξω απ’ το ξωκλήσι έτοιμος να μπει ο ίδιος σε καινούργια επίθεση μπροστά, για να χτυπήσει αποτελεσματικά. Πέφτουν απάνω του οι μπέηδες και οι μπουλουξήδες και καταφέρνουν με δυσκολία να τον συγκρατήσουν, γιατί γνώριζαν τι τον περίμενε. Στο διάστημα αυτό ο Ανδρούτσος βλέπει από την πολεμίστρα τον Βρυώνη έξω από τον Άι Θανάση και φωνάζει στα παλικάρια του:
-Να ο πασάς ορέ. Είν’ αυτός με τα κόκκινα πουντούρια!

Ντουφεκάνε κατά κει μα η απόσταση είναι μεγάλη και τα βόλια πέφτουν γύρω του κρύα, μονάχα ένα χτύπησε απάνω στην πιστόλα του. Οι δικοί του καταφέρνουν και τον βάνουν μέσα στην εκκλησία για να προφυλαχτεί. Του υπόσχονται σ’ ένα καινούργιο γιουρούσι να πατήσουν το χάνι.

Η έφοδος ξαναρχίζει. Τούτη τη φορά παίρνουν μέρος και τ’ ανίψια του Βρυώνη. Είναι η έβδομη και τελευταία επίθεση. Οι Τουρκαλβανοί ορμάνε με πάθος. Ζώνουν το χάνι απ’ όλες τις μεριές. Πρώτοι απ’ όλους οι μπέηδες και οι μπουλουξήδες. Ανάμεσα στους άλλους σκοτώθηκε κι ένας μπέης, ανιψιός του Ομέρ Βρυώνη. Κι αυτό το γιουρούσι πήγε χαμένο.

Ο ήλιος βασιλεύει πίσω απ’ τα αντικρινά βουνά. Σε λίγο έρχεται το σούρουπο κι αποτέλεσμα κανένα.
Πλησιάζει τότε τον πασά ο Χρήστος Παλάσκας που τον ακολουθούσε από τα Γιάννενα και του λέει:
– Πασά μου, μην χάνεις άλλους ανθρώπους, αλλά στείλε να φέρεις κανόνια από το Ζητούνι κι αύριο τους κάνεις σκόνη τους κλεισμένους.

Ο Βρυώνης υιοθετεί αυτή τη συμβουλή και στέλνει «τάταρτη» -ταχυδρόμο- στο Ζητούνι για να του στείλουν κανόνια.
Σε λίγο ακούγεται μια φωνή απ’ τον Άι Θανάση:

– Ορέ Αντρούτσο, καλά σ’ έχουμε κλεισμένο. Πού θα μας πάς; Αλίμονό σου, ταχιά μας έρχονται δυο κανόνια απ’ το Ζητούνι και θα σε κάνουμε στάχτη.

Και μήπως και δεν τον άκουσαν, επανέλαβε τα λόγια του δυο και τρεις φορές. Ο Οδυσσέας γνώρισε τη φωνή του Παλάσκα γιατί ήταν γνώριμός του απ’ τα Γιάννενα και κατάλαβε πως του ‘στελνε μήνυμα για τις προθέσεις του πασά.
Ο Ανδρούτσος, βέβαια, ξύπνιος καθώς ήταν, δεν είχε σκοπό να περιμένει άλλο στο χάνι, γιατί και τα μπαρουτόβολα τελείωναν και η παραμονή τους θα ήταν σκέτη αυτοκτονία. Χάρηκε όμως για την προειδοποίηση του Παλάσκα.

Έτσι, σαν άλλαξαν τα καρούλια και καθίσανε να φάνε λίγο ψωμοτύρι και να ξαποστάσουν λίγο από το συνεχή αγώνα, ο Ανδρούτσος τους λέει:
«Παιδιά, δεν πρέπει να μείνουμε άλλο εδώ μέσα. Οι Τούρκοι ταχιά θα φέρουν κανόνια, όπως ακούσατε, και θ’ αρχίσουν να χτυπάνε από μακριά το χάνι και δε θα γλιτώσει κανείς. Πρέπει να βγούμε από δω μέσα με το σπαθί στο χέρι μέσα απ’ τους Τούρκους, γιατί χαμένοι και χαμένοι είμαστε. Άλλος τρόπος δεν υπάρχει».

Κανένας δεν έφερε αντίρρηση στα λόγια του.

Παρέκει ανοίγουν δυο λάκκους και θάβουν τους δυο Θανάσηδες Σεφέρη και Καπλάνη.

Η έξοδος

Τώρα τους λέει να πλαγιάσουν λίγο να ξεκουραστούν μέχρι να ‘ρθει η ώρα για να φύγουν.
Τριγύρω οι Τούρκοι κουρασμένοι από τον δρόμο και τα απανωτά γιουρούσια έχουν πέσει σε βαθύ ύπνο. Περιμένουν ξένοιαστοι τα κανόνια που θα φτάσουν απ’ το Ζητούνι, για να τσακίσουν τους κλεισμένους στο χάνι.

Το φεγγάρι ολόγιομο σ’ έναν ξάστερο ουρανό, φωτίζει το πεδίο της μάχης, τους κοιμισμένους που μοιάζουν σαν πεθαμένοι απ’ την κούραση της μέρας και τους ασάλευτους νεκρούς. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, καπνίζοντας συνέχεια το τσιμπούκι του, δούλευε στο μυαλό του σχέδια πώς θα γλιτώσει ετούτους τους ανθρώπους.
Δυο ώρες περίπου πριν ξημερώσει, ξύπνησε τους συντρόφους του και τους ειδοποίησε να συναχτούν για την έξοδο.

Το χάνι είχε, όπως είπαμε, δυο αυλόπορτες. Η μια κατά τη «δημοσιά» -τον δρόμο που πήγαινε για τα Σάλωνα- και η άλλη κατά τον κάμπο. Ο Κομνάς Τράκας, που ήταν από κείνα τα μέρη -απ’ την Αγόριανη- και γνώριζε τα κατατόπια, τους είπε να φύγουν από την πόρτα του κάμπου. Από κει θα περνάγανε μέσα απ’ τα αθέριστα χωράφια που τα στάχυα τους ήταν ψηλά και θα τους προστατεύανε από το φως του φεγγαριού. Όλοι συμφώνησαν με τη γνώμη του. Άρχισαν τότε σιγά σιγά χωρίς θόρυβο να βγάζουν τις πέτρες που ήταν πίσω απ’ την αυλόπορτα και να τις τοποθετούν σε μια γωνιά. Σε λίγο η πόρτα ελευθερώθηκε. Έπρεπε όμως να σιγουρευτούν ότι οι Τούρκοι κοιμούνταν και δεν ξαγρυπνούσαν.

Ο Οδυσσέας πήρε μια κάπα, της έβαλε μέσα μερικές πέτρες για να βαρύνει και την πέταξε πάνω απ’ τον μαντρότοιχο για να φανεί πως κάποιος πηδούσε για να φύγει. Η κάπα έπεσε και δεν ακούστηκε τίποτε, ούτε ντουφεκιά ούτε φωνή. Για να σιγουρευτεί, έριξε δεύτερη και τρίτη κάπα. Τίποτα, η ίδια ησυχία. Οι Τούρκοι είχαν πέσει σε βαθύ ύπνο. Στην εμπροσθοφυλακή θα πήγαινε ο Παπαντρέας με τον Μαμούρη με σαράντα άντρες. Το κέντρο θα κρατούσε ο Γκούρας με άλλους τόσους και την οπισθοφυλακή θα κρατούσε ο ίδιος ο αρχηγός με τους υπόλοιπους.

Ο Ανδρούτσος περίμενε ακόμα κάτι. Μερικά σύννεφα είχαν φανεί πάνω απ’ την Γκιώνα, καρτερούσε να κρυφτεί λίγο το φεγγάρι στα σύννεφα για να μην τους προδώσει αμέσως. Πράγματι σε λίγο τα σύννεφα τύλιξαν το φεγγάρι.
– Να η Παναγιά με την Τσέργα της -μάλλινο σκέπασμα, βελέντζα- ακούστηκε κάποιος να λέει.

Η στιγμή ήταν κατάλληλη. Ο αρχηγός δίνει το σύνθημα της εξόδου. Οι κλεισμένοι βγαίνουν απ’ την αυλόπορτα με τα γιαταγάνια στα χέρια πατώντας πάνω απ’ τα κουφάρια των Τούρκων και απομακρύνονται απ’ το χάνι.
Μπροστά για οδηγός μπαίνει ο γιγαντόσωμος Αντρέας Καραπλής ή Πλάτανος. Σε μικρή απόσταση πέφτουν πάνω στους Τουρκαλβανούς. Οι Τούρκοι ξαφνιάζονται. Ώσπου να συνέλθουν από τον βαθύ ύπνο, οι επαναστάτες, σφάζοντας όσους βρέθηκαν μπροστά τους, χάνονται σα φαντάσματα μέσα στα ψηλά στάχυα.

Είναι τόσο μεγάλη η αναταραχή στο εχθρικό στρατόπεδο, που ντουφεκάνε στα τυφλά χωρίς να ξέρουν ποιοι είναι δικοί τους και ποιοι Έλληνες.

Ο Οδυσσέας, τρέχει φωνάζοντας αρβανίτικα σα να κυνηγάει αυτούς που φεύγουν «από δω ορέεε!» προς την άλλη κατεύθυνση αριστερά, προς τη βρύση του Σου Ντζίκα. Έτσι οι Τουρκαλβανοί παρασύρονται προς τα εκεί, ενώ οι Έλληνες φεύγουν δεξιά κατά το Χλωμό. Ανεβαίνοντας στο βουνό, σε λίγο συναντάνε τον Παπακώστα Τζαμάλα και τον Απόστολο Γουβέλη με μερικούς άλλους που είχαν τρέξει να τους συνδράμουν σ’ ένα οχυρό πέρασμα. Μετριούνται και βλέπουν ότι εκτός από τους δυο σκοτωμένους Θανάσηδες έχουν και δυο τραυματίες, τον Κώστα Καπογιώργη και τον Κομνά Τράκα.

Το γλυκοχάραμα φτάσανε στον Άι-Λια κι αντάμωσαν τα σώματα του Δυοβουνιώτη και του Πανουργιά. Οι γεροαρματολοί έτριβαν τα μάτια τους. Δεν περίμεναν να τους ξαναδούν.

Βούιξε ο τόπος από το κατόρθωμα αυτό. Αναπτερώθηκε το ηθικό των καταπτοημένων στη Ρούμελη, ύστερα απ’ την Αλαμάνα. Ο Ανδρούτσος έγινε η κυρίαρχη μορφή του Αγώνα στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα.

Ο Ομέρ Βρυώνης μπήκε το πρωί ο ίδιος στο χάνι και κατσάδιασε τους στρατιώτες του που δεν μπόρεσαν να πιάσουν λίγους «ζορμάδες» – κλέφτες. Στη συνέχεια διέταξε να θάψουν τους σκοτωμένους. Παρέμεινε δε οχτώ μέρες στη Γραβιά χωρίς να τολμήσει να προχωρήσει για τα Σάλωνα και στράφηκε προς τη Βοιωτία.

ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ ΠΑΠΑΜΙΧΟΣ


Πηγή: pathfinder.gr, Αβέρωφ

makrygiannhs 04

 

Ο Γιάννης Μακρυγιάννης του Δημητρίου και της Βασιλικής γεννήθηκε στο Αβορίτι Δωρίδας τον Ιανουάριο του 1797. Το πραγματικό όνομα του ήταν Ιωάννης Τριανταφύλλου ή Τριανταφυλλοδημήτρης (το Μακρυγιάννης είναι παρωνύμιο που οφειλόταν στο ψηλό ανάστημά του). Το 1804 σε ηλικία 7 ετών αναγκάστηκε να καταφύγει με την οικογένειά του στην Λιβαδειά, ύστερα από τον φόνο του πατέρα του από τουρκαλβανούς του Αλή Πασά.

Από τότε αναγκάστηκε να δουλέψει για να επιβιώσει και πέρασε επώδυνα και στερημένα παιδικά χρόνια. Αρχικά εργάστηκε ως ψυχογιός ως το 1811. Το 1811 εγκαταστάθηκε στην Άρτα, όπου δούλεψε αρχικά ως επιστάτης στο υποστατικό του συμπατριώτη του Θανάση Λιδωρίκη και στην συνέχεια ασχολήθηκε με το εμπόριο και απέκτησε αξιόλογη περιουσία, την οποία πρόσφερε αργότερα στον Αγώνα...

Το 1820 μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία και το 1821 οργάνωσε στρατιωτική ομάδα 18 ανδρών από την Άρτα και εντάχθηκε στο σώμα του Γώγου Μπακόλα. Συμμετείχε σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις δείχνοντας ιδιαίτερη ανδρεία και μεγάλες στρατιωτικές ικανότητες και διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην Επανάσταση. 

 

Πολέμησε σε πολλές μάχες, τραυματίστηκε πολλές φορές, συχνά βαριά. Οι πληγές του οδήγησαν το κορμί του σε σταδιακή σήψη, η οποία τον συνόδευε για την υπόλοιπη ζωή του. Μετά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους και την άφιξη του Καποδίστρια το 1828, διορίστηκε Γενικός Αρχηγός της Εκτελεστικής Δύναμης της Πελοποννήσου, θέση την οποία έκρινε ως υποτιμητική σε σχέση με την συνολική προσφορά του και η οποία τον οδήγησε σε πικρία.


Την περίοδο εκείνη ο Μακρυγιάννης έμαθε να γράφει και άρχισε στις 26 Φεβρουαρίου 1829 να γράφει τα Απομνημονεύματά του, τα οποία θεωρήθηκαν από τους ιστορικούς της νεοελληνικής λογοτεχνίας ως πρότυπο γλωσσικού ύφους και αφηγηματικής τεχνικής και τον τοποθέτησαν στον χώρο του έντεχνου λόγου.
 

 

Το 1831 μετά την δολοφονία του Καποδίστρια, τον οποίο θεωρούσε υπαίτιο για την άδικη στάση του κράτους έναντι των αγωνιστών του ’21, αποδέχθηκε με ενθουσιασμό την εκλογή του Όθωνα ως βασιλιά της Ελλάδος. Απογοήτευση δοκίμασε και από την στάση του Όθωνα και από τον τρόπο διακυβέρνησης της Αντιβασιλείας. Τότε αποσύρθηκε στο σπίτι του (στη σημερινή περιοχή της Αθήνας που φέρει το όνομά του) μαζί με τη γυναίκα του Αικατερίνη Σκουζέ, με την οποία απέκτησε δώδεκα παιδιά, 10 αγόρια και δύο κορίτσια. Επανήλθε στον πολιτικό χώρο λίγο αργότερα και ως το 1834 εκλέχτηκε κατ’ επανάληψη δημοτικός σύμβουλος της Αθήνας, η οποία ήδη είχε γίνει πρωτεύουσα του κράτους.


Οι ενέργειές του για την παραχώρηση του Συντάγματος, οδήγησαν σε κατ’ οίκον περιορισμό του, συνέχισε ωστόσο να αγωνίζεται και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843. Το 1851 συνελήφθη με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και ύστερα από δίκη καταδικάστηκε σε θάνατο. Η ποινή του τελικά δεν εκτελέστηκε και ο ίδιος αποφυλακίστηκε το 1854 με ενέργειες του Δ. Καλλέργη. Από τότε αποσύρθηκε στο σπίτι του και μόνο μετά την έξωση του Όθωνα ξαναπήρε τιμητικά τον τίτλο του Υποστρατήγου και το 1864 του Αρχιστρατήγου. Την ίδια χρονιά εκλέχτηκε πληρεξούσιος Αττικής με απόφαση της Εθνικής Συνέλευσης. Η υγεία του όμως ήταν κλονισμένη από τις κακουχίες, τους τραυματισμούς κατά την Επανάσταση και τις σκληρές συνθήκες της φυλακής. Έτσι εγκατέλειψε την ενεργό δράση και αποσύρθηκε στο σπίτι του. Πέθανε στην Αθήνα στις 27 Απριλίου του 1864.
 

 

Στο λογοτεχνικό του έργο ανήκουν τα "Οράματα και θάματα", γραμμένα κατά την διετία 1851 - 1852.

 

Πηγή: Φάλαγγα Ελλήνων Μαχητών, Περί Πάτρης

patriarxhs grigorios 5 01

 

Την Μεγάλην Δευτέραν του 1821, τρεις ώρας μετά το μεσονύκτιον, εν ω άπαντες οι εν τω Πατριαρχείω εκοιμώντο, ο Πατριάρχης κατήρχετο την κλίμακα, φέρων εις χείρας κλείδα και υπό των αγίων συνοδικών, των Μητροπολιτών Καισαρείας, Δέρκων, Εφέσου, Χαλκηδόνος, Νικομηδείας και Νικαίας ακολουθούμενος. Κατελθών εις την αυλήν του μεγάρου διηυθύνθη προς την θύραν του Πατριαρχικού ναού και ήνοιξεν αυτήν. Αφού δε πάντες εισήλθον, εκλείδωσεν αυτήν ένδοθεν. Θεία γαλήνη εκράτη εν τω ναώ.

Ουδέν άλλο φως έλαμπεν εν αυτώ ειμή το αμυδρόν ακοίμητον της κανδήλας της προ του Εσταυρωμένου και το της όπισθεν του αρτοφορείου της Αγίας Τραπέζης.

Η σιγή, το τρέμων φως των δύο κανδήλων, η μαρμαρυγή των αγίων εικόνων, αίτινες εφαίνοντο κινούμενοι υπό το ασθενές των κανδήλων φως, το σοβαρόν και ιεροπρεπές της Εκκλησίας, η παρουσία επτά ρασοφόρων, των επισημοτέρων ποιμένων της Ανατολικής Ποίμνης, παρίστων θέαμα εξαίσιον και απερίγραπτον.

 

patriarxhs grigorios 5 02

Σπάνια εικόνα του Ιερομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγόριου του Ε΄, δημοσιευθείσα στο περιοδικό «Ελληνικόν» (εκδιδόμενο στην Γερμανία την περίοδο της Επαναστάσεως του 1821).


– Άγιοι αδελφοί και συλλειτουργοί, είπε προς αυτούς ο Πατριάρχης, προχωρήσαντας
  μέχρι των αγίων θυρών του ιερού βήματος, ένθα συνετάχθησαν εις κύκλον, έχοντες αυτόν εν τω μέσω, ιδού συνήλθομεν, εν τω ναώ του Θεού.

Ουδείς άλλος μας βλέπει ειμή ο ακοίμητος αυτού οφθαλμός και ουδέν άλλο ους μας ακούει ειμή το ους το κλίνοντος αυτό εις τας δεήσεις και των δικαίων και των αμαρτωλών. Προ μικρού απηυθύναμεν αφορισμόν ακούσιον κατά των επαναστατών αδελφών ημών χριστιανών, των υπέρ Πίστεως και Πατρίδος υπό την σημαίαν του Σταυρού μαχομένων.

Ο Σωτήρ ημων ενετείλατο ημίν το «εύχεσθαι και μη καταράσθε», ημείς δε κατηράσθημεν έργον άγιον, πράξιν θείου μαρτυρίου, θυμάτων ιερών υπέρ της πίστεως του Χριστού προσφερθέντων εις ολοκαύτωσιν.

Κατηράσθημεν τους τον βαρύν ζυγόν της δουλείας απειθήσαντας, ίνα ελευθερώσωσι την Πατρίδα από τους υβριστάς της αγίας ημών πίστεως και τους καταπιεστάς της εθνικότητος ημών. Όθεν ο ακοντιστείς παρ΄ ημών αφορισμός κατ΄ αυτών, ου μόνον επιβαρύνει τον τράχηλον ημών, αλλά και τους αγωνιζομένους κατέθλιψε, καίτοι ακούσιος, δι΄ ο οφείλομεν να άρωμεν αυτόν τη παρακλήσει του παναγίου Πνεύματος.

Αλλ΄ ημείς, Παναγιώτατε Πατριάρχα, επράξαμεν έργον ακούσιον. Υπετάχθημεν εις την βίαν και εις την ανάγκην ίνα μη ερεθίσωμεν την οθωμανικήν κυβέρνησιν εις μείζονας κατά των χριστιανών κακώσεις, απεκρίθη ο Μητροπολίτης Εφέσου, απομάξας δάκρυ συμπαθείας και μετανοίας.

– Αληθώς επράξαμεν έργον ακούσιον, επανέλαβεν ο Πατριάρχης, και καθ΄ ην στιγμήν υπεγράφομεν τον αφορισμόν ενώπιον της εξουσίας, αι καρδίαι ημών ηύχοντο. Οφείλομεν εν τούτοις να τον λύσωμεν. Ακούσατε αδελφοί.

Το μεσονύκτιον του παρελθόντος Σαββάτου, αφ΄ ου ο διάκονός μου μοι ανέγνωσε το μεσονυκτικόν, επορευόμην εις την κλίνην μου, ότε δ΄ έκλεισα την θύραν του κοιτώνος μου και επλησίασα ολίγα βήματα προς αυτήν, μορφήν φωτεινή ώφθη αίφνης ενώπιόν μου».

«Ετοιμάσου, μοι είπεν εις το μαρτύριον, ευλόγησον ους κατηράσθης και μιμήθητι τον Χριστόν τον υπέρ της σωτηρίας των ανθρώπων αποθανόντα, επί του Σταυρού. Το μαρτύριόν σου έσεται η σωτηρία των πιστών».

Ήτο τοσούτον η φωνή αρμονική και πραεία, ώστε ως ηδύτατον βάλσαμον εισέδυσεν εν τη καρδία μου. Όλην εκείνην την νύκτα διήλθον εν προσευχή και η ψυχή μου επληρώθη αγαλλιάσεως.

Ήδη δε περιμένω το μαρτύριον, μαρτύριον εις σωτηρίαν των χριστιανών.

Οι συνοδικοί εθεώρουν εν πλήρει σιγή και κατανύξει τον Πατριάρχην της Ανατολικής Εκκλησίας, με τους οφθαλμούς πλήρεις δακρύων να συγκινήσεως και αγάπης προς το Έθνος των.

Άγομεν, εξηκολούθησεν ο Γενάρχης. Το μαρτύριόν μου θέλει ακολουθήσει και ημείς μετά μικρόν αδελφοί, ίνα γίνη πλήρης η θυσία.

Και στραφείς ο Μητροπολίτης Νικομηδείας :

-Συ είσαι ο νεώτερος πάντων ημών, είπε. Άναψε τας λαμπάδας της Αγίας Τραπέζης. Πρόθυμος εκτελεστής της εντολής του αρχηγού ο Ιεράρχης έδραμε προθύμως και λαβών κηρίον το ήναψε, καταβιβάσας την κανδήλα του Σταυρού, και εισήλθεν εις το Άγιον Βήμα, το οποίον εν ακαρεί εγένετο κατάφωτον.

– Ενδυθείτε τας ιερατικάς υμών στολάς, είπεν ο Πατριάρχης, εν ω συγχρόνως ενεδύετο και ούτος διακονούμενος υπό του Νικομηδείας.

Εισήλθον είτα πάντες εις το Ιερόν. Ο Πατριάρχης έστη ενώπιον της Αγίας Τραπέζης και οι Συνοδικοί περιεκύκλωσαν αυτόν πέριξ αυτής ιστάμενοι.

Και μετά σύντομον ακολουθίαν, λαβών ο Πατριάρχης τον αφορισμόν έθηκεν αυτόν επί ενός τρίποδος παρά την Αγίαν Τράπεζαν και απήγγειλε την εξής προσευχήν, ακροωμένων των Συνοδικών:

«Θεέ Παντοκράτωρ, Συ ο αποστείλας τον Μονογενή σου υιόν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν εις τον κόσμον, ίνα λάβη σάρκαν, δια Πνεύματος Αγίου παρά της αειπαρθένου Μαρίας και ν΄ αποθάνη επί του Σταυρού υπέρ υμών, συγχώρησον πρώτον ημίν τοις ημαρτηκόσι σοι δια της παραβάσεως της εντολής του Μονογενούς Σου υιού, του εντειλαμένου ημίν «Εύχεσθε και μη καταράσθε». Είτα καθά δέδωκας ημίν εντολήν του δεσμείν και λύειν, καταλύομεν τον αφορισμόν τούτον, ον ακουσίως απηυθύναμεν κατά του Χριστεπωνύμου ποιμνίου Σου. Ναι Κύριε Βασιλεύ, επάκουσον ημών και ενίσχυσον και σώσον αυτό τω βραχίονί Σου τω υψηλώ ότι δεδοξασμένος υπάρχεις συν τω Μονογενεί Σου Υιώ και τω Παναγίω σου Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων Αμήν».

Και λαβών μία των λαμπάδων της Αγίας Τραπέζης, ενέπρισε τον αφορισμόν, όστις έπεσεν εις σποδόν προ των ποδών αυτού.

Απεξεδύθησαν είτα τα ιερά άμφια οι Ποιμένες, τα φώτα εσβέσθησαν και προπορευομένου του Γρηγορίου εξήλθον του Ναού.

 

patriarxhs grigorios 5 03

Εξ ημέρας βραδύτερον ο Εθνάρχης εκρεμάτο ως κακούργος εις τα πρόθυρα της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, άπνους έχων εστραμμένους τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν τα δε χείλη ημιηνεωγμένα, ως να παρεκάλει τον ουράνιο πατέρα υπέρ της απελευθερώσεως απάσης της Ελληνικής Φυλής.


ΠΗΓΕΣ :


1. ΡΑΦΤΟΠΟΥΛΟΥ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ, Η βιογραφία και το μαρτύριον του πατριάρχου Γρηγορίου του Ε': Άγνωστοι λεπτομέρειαι προκαλούσαι ρίγη ιεράς συγκινήσεως και λατρείας προς το σεπτόν σκήνωμα και την μνήμην του αοιδίμου πατριάρχου,[χ.τ.]
(Έκδοσις Μαργαρίτας Ραφτοπούλου Πρόσφυγος ) [χ.χ.], σσ. 25 – 28.

2.ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ . ΓΕΩΡΓΙΟΣ – ΟΙΚΟΝΟΜΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ, Συλλογή εκ των γραφέντων και παραδοθέντων περί του Οικουμενικού Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄. Αθήνησι :Εκ του Τυπογραφείου ¨Μερίμνης¨, 1863, σσ. 351 – 353.

3.ΑΝΩΝΥΜΟΥ, Βιογραφία και το μαρτύριον του πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄. Άγνωστοι λεπτομέριαι Εκδίδεται υπό ειδικής επιτροπής της κοινής των αλυτρώτων Ελλήνων επιτροπείας, και παρέχεται δωρεάν εις τους προσφέροντας τον έρανον αυτών[sic]. [Εν Αθήναις] Τυπογραφεία & Βιβλιοδετεία «Θάρρους¨,[χ.χ.], σσ. 29 κ.ε.

4.ΑΝΩΝΥΜΟΥ, Του ιερομάρτυρος Γρηγορίου Ε’ πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως βιογραφία και τα κατά την εν Οδησσώ μεν κηδείαν εις Αθήνας δε μετακομιδήν, των Λειψάνων αυτού /υπό ***.Εν Αθήναις :Τέλεσί τε και Τύποις Κ. Αντωνιάδου,1871, σσ. 39 – 40.

5.ΚΑΝΔΗΛΩΡΟΥ Χ. ΤΑΚΗ, Ιστορία του Εθνομάρτυρος Γρηγόριου του Ε΄, Εν Αθήναις 1909 σ. 219.


Πηγή: Τριβώνιο, Αβέρωφ

maxh ths kleisovas 01

 

Ο Αιγύπτιος Ιμπραήμ, αφού το 1825 κυριάρχησε στο μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου, εκτελώντας τώρα εντολές του Σουλτάνου, έρχεται να συνδράμει τον οικτρά αποτυχόντα επί 8μηνο στην εκπόρθηση του Μεσολογγίου, Κιουταχή. Έτσι στις 12 Δεκεμβρίου 1825 «υπό τους ήχους σαλπίγγων και τυμπάνων»1, όπως διαβάζουμε στα «Ελληνικά Χρονικά»2 της 13ης Δεκεμβρίου, μετακινεί από τον όρμο του Κρυονερίου επιδεικτικά εν πομπή και εγκαθιστά το στρατόπεδό του στις ΒΑ παρυφές της πόλης.

«το ενδοξότερο μνημείο της νέας μας ιστορίας»

Κ.Παλαμάς

Η επική μάχη της Κλείσοβας, της ιστορικής μικρονησίδας της λιμνο­θάλασσας του Μεσολογγίου στις 25 Μαρτίου 1826, υπήρξε η ύστατη εκτυφλωτική αναλαμπή, αλλά και η κορυφαία ηρωική πράξη των «Ελεύθερων Πολιορκημένων», κατά τη διάρκεια της τρίτης πολιορκίας της πόλης (15 Απριλίου 1825 - 10 Απριλίου 1826), λίγο πριν τη μεγαλει­ώδη και ανεπανάληπτη Έξοδο της 10ης Απριλίου 1826. Η πρωτοφανών διαστάσεων επονείδιστη και πολυαίμακτη ήττα, που υπέστησαν τότε οι πολυάριθμες ορδές των Τουρκοαιγυπτίων του σκληροτράχηλου Κιουταχή και του αγέρωχου Ιμπραήμ από μια δράκα ηρώων, δεν έχει προηγούμενο, ακόμη και στην Ιστορία των Εθνών. Δυστυχώς, από τότε το συνταρακτικό αυτό γεγονός, δεν έτυχε της ανάλογης αναγνώρισης και προβολής και έχει περάσει στα «ψιλά γράμματα» της Ιστορίας.

Η παρούσα μελέτη συνιστά, κατά την ταπεινή μου γνώμη, μια μικρή συμβολή στην ασύγκριτη ιστορία της ιερής πόλης του Μεσολογγίου και γενικότερα της Εθνεγερσίας του 1821 και στοχεύει να ανασύρει από τη λήθη του παρελθόντος το φοβερό αυτό συμβάν και να δώσει έτσι το ερέθισμα να εγκύψουν και άλλοι στην έρευνα των σχετικών πηγών και να καταγράψουν τα επιμέρους στοιχεία που το συνθέτουν, ώστε να καταστεί ευρύτερα γνωστό ιδίως στις μέλλουσες γενιές. Ο εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς με τους εμπνευσμένους στίχους ύμνησε και περιέγραψε παραστατικά όσο και επιγραμματικά, την ανεκτίμητη συμβολή της Κλείσοβας στην ανεπανάληπτη ιστορία του Μεσολογγίου και όχι μόνο, κατά την περίοδο της Εθνεγερσίας. Ο ίδιος ο Παλαμάς την αποκαλεί «το ενδοξότερο μνημείο της νέας μας ιστορίας». Γιατί δικαιωματικά το απαράμιλλο αυτό κατόρθωμα, αν και επισκιάστηκε από το κορυφαίο μετά από λίγες μέρες γεγονός της ηρωικής Εξόδου στις 10 Απριλίου 1826της αθάνατης φρουράς των «Ελευθέρων Πολιορκημένων», αξιολογήθηκε σαν το σημαντικότερο περιστα­τικό στην ατελεύτητη σειρά των περίλαμπρων μαχών και «στρατηγημάτων», που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της τελευταίας - της μεγάλης όπως λέγεται - πολιορκίας του Μεσολογγίου (15 Απριλίου 1825 - 10 Απριλίου 1826).

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ - ΤΑ ΠΡΟΗΓΗΘΕΝΤΑ

Ο Αιγύπτιος Ιμπραήμ, αφού το 1825 κυριάρχησε στο μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου, εκτελώντας τώρα εντολές του Σουλτάνου, έρχεται να συνδράμει τον οικτρά αποτυχόντα επί 8μηνο στην εκπόρθηση του Μεσολογγίου, Κιουταχή. Έτσι στις 12 Δεκεμβρίου 1825 «υπό τους ήχους σαλπίγγων και τυμπάνων»1, όπως διαβάζουμε στα «Ελληνικά Χρονικά»2 της 13ης Δεκεμβρίου, μετακινεί από τον όρμο του Κρυονερίου επιδεικτικά εν πομπή και εγκαθιστά το στρατόπεδό του στις ΒΑ παρυφές της πόλης. Παράλληλα, δεν παρέλειπε να κομπάζει για τα πρό­σφατα κατορθώματά του στο Μωριά και ταυτόχρονα να χλευάζει τον Κιουταχή, που επί οκτώ μήνες μέχρι τότε, δεν είχε καταφέρει να πάρει «μια φράχτη», όπως περιφρονητικά έλεγε για τα τείχη του Μεσολογγίου, ενώ γι' αυτόν θα αρκούσαν μόνο 15 ημέρες!

Η αιχμή μάλιστα αυτή προκαλεί οξύτατη διαμάχη μεταξύ των δύο αρχηγών, που καταλήγει στη μετάθεση της ευθύνης για την άλωση της πόλης, από τους Τούρκους στους Αιγυπτίους. Αλλά, μετά την υπερήφανη απόρριψη στις αρχές του 1826 από το γενναίο Αρχηγό των Μεσολογγιτών Θανάση Ραζηκότσικα (1798-1826) των νέων προτάσεων του υπερόπτη Ιμπραήμ για συμβιβασμό και αφού οι πρώτες αψιμαχίες καταλήγουν εις βάρος των επιτιθεμένων, ο τελευταίος αιφνιδιάζεται δυσάρεστα. Όταν μάλιστα ευθύς εν συνεχεία στις από 12-16 Φεβρουαρίου πολύ­νεκρες και σφοδρότατες συγκρούσεις, οι αμυνόμενοι υπερισχύουν κατά κράτος των Αράβων, με τις γνωστές όσο και οδυνηρές για τον εχθρό, εκτός των τειχών του Μεσολογγίου, εφόδους τους, ο επηρμένος Αιγύπτιος στρατηλάτης κυριολεκτι­κά θορυβείται. Και συνειδητοποιεί πλέον, ότι οι πύλες του «φράχτη» εκείνου δεν είναι δυνατόν να εκβιασθούν με τα όπλα, εφ' όσον από τη μεριά της θάλασσας θα συνεχιζόταν, έστω και με δυσκολία, ο ανεφοδιασμός της.

Η σκληρή αυτή πραγματικότητα προσγειώνει τον Ιμπραήμ και τον αναγκάζει να συμφιλιωθεί πρόσκαιρα με τον Κιουταχή, και από κοινού πλέον να θέσουν σε εφαρμογή το σχέδιο κατάληψης των στρατηγικής σημασίας νησίδων, που φράσ­σουν από νότια τη λιμνοθάλασσα και ελέγχουν τους φυσικούς διαύλους προς την πόλη, ήτοι της Κλείσοβας, του Βασιλαδιού και του Ντολμά.

 

maxh ths kleisovas 02

 

1. Τουρκοαιγυπτιακός στόλος 2. Τουρκοαιγυπτιακά στρατεύματα 3. Το Μεσολόγγι 4. Το νησάκι Κλείσοβα 5. Ελληνικά στρατεύματα 6. Τουρκικά κανόνια

ΣΧΕΔΙΑ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΑΛΩΝ - ΠΕΔΙΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ

Για την επίτευξη του αντικειμενικού αυτού σκοπού, αποδύονται σε σύντο­νες προσπάθειες, ναυπηγώντας επί τόπου μικρά σκάφη και μεταφέροντας από τα μέσα Φεβρουαρίου τόσο δια ξηράς από το Κρυονέρι στις Άσπρες Αλυκές Φοινικιάς 32 λαντζόνια (μεγάλες κανονιοφόρες βάρκες, χωρίς καρίνα και ξάρτια) όσο και δια θαλάσσης από την Πάτρα στην περιοχή της νησίδας του Αη – Σώστη «εν δίκροτον ατμοκίνητον Ρυμουλκών», όπως αναφέρει ο Λάμπρος Κουτσονίκας3, 50 μεγαλύτερα πλοιάρια και 5 κανονιοφόρες σχεδίες. Παράλληλα, από τις 19 Φεβρουαρίου ο Αιγυπτιακός στόλος, ενισχύοντας τον Τουρκικό, κλείνει όλα τα περάσματα της λιμνοθάλασσας από τον Πατραϊκό κόλπο, ενώ ταυτόχρονα επιχειρούν ακόμη και να τα προσχώσουν με άμμο4. Εξάλλου, καταλαμβάνοντας ο εχθρός τα «μάτια» αυτά της λιμνοθάλασσας, δηλαδή τις μικρονησίδες, όπως αναφέρει ο Στρατηγός Νικόλαος Μακρής5 γιος του ξακουστού οπλαρχηγού Δημήτρη Μακρή, «θα απεστέρει τους πολιορκουμένους της νωπής και θρεπτικής τροφής των ιχθύων της λιμνοθαλάσσης».

Οι Έλληνες, έχοντας από τις 18 Φεβρουαρίου ενημερωθεί για τα σχέδια του εχθρού, έλαβαν πρόσθετα μέτρα για τη βελτίωση της υφισταμένης οχύρωσης και την ενίσχυση της επάνδρωσης των νησίδων.

Επίσης ο Δημήτρης Φωτιάδης6 γράφει, ότι για να αντιμετωπίσουν αναμενόμε­νο ντισμπάρκο (απόβαση): «Πήρανε ακόμη την απόφαση για να σιγουράρουνε την πολιτεία από τη μεριά της λίμνης, να φτιάσουνε από τόνα στο άλλο σπίτι, ένα πέτρινο τειχί και να στήσουνε κει τα πιότερα κανόνια...».

Μετά τις αμοιβαίες αυτές προκαταρκτικές ενέργειες, οι Τουρκοαιγύπτιοι προχωρούν τώρα στην υλοποίηση των σχεδίων τους. Και μετά επικό και άπελπι αγώνα των φρουρών, κυριεύουν διαδοχικά το Βασιλάδι στις 25 Φεβρουαρίου, τον Ντολμά και τον Πόρο στις 28 Φεβρουαρίου και εξαναγκάζουν το Αιτωλικό να συνθηκολογήσει την 1η Μαρτίου.

Έτσι, απομένει η Κλείσοβα, το τελευταίο επιθαλάσσιο προπύργιο των πολιορκουμένων. Η κατάληψή της κρίνεται απαραίτητη, τόσο για την εγκατάσταση κανονιοστασίων και προσβολή της πόλης κι από το νότο, όσο και για την αποκοπή της μοναδικής πλέον γραμμής ανεφοδιασμού των πολιορκουμένων από τη θάλασσα, μέσω της «φάλσα - μπούκας» (κρυφής εισόδου) που βρίσκεται περίπου 2 χλμ. ανα­τολικά των σημερινών αλυκών Τουρλίδας.

Την Κλείσοβα, της οποίας η στρατηγική αξία -όπως αφηγείται ο Κανέλλος Δεληγιάννης-είχε επισημανθεί από την Α' Πολιορκία (25 Οκτ. - 31 Δεκ. 1822), όπου το Νοέμβριο είχαν συναφθεί φονικότατες μάχες, την είχαν περιβάλλει με πρόχωμα ύψους οργυιάς για να μη κατατρώγει η θάλασσα το νησί. Επίσης, για τη βελτίωση της οχύρωσής της, ο Κασομούλης7 μας λέει: «Εσήκωσεν η φρουρά λοιπόν γύρωθεν της Εκκλησίας οχύρωμα έως 5 πόδας το πλάτος και έως 6 το ύψος. Ο τάφρος γύρωθεν έμεινε τόσον ανοικτός, όσον χώμα έλειψεν... Εστάλησαν και 2 πυροβόλα των 18 λίτρων και 2 μικρά των 6 και τα μεν δύο έστησαν (βλέποντα) κατά τα νησίδια (Ανατολικά), τα δε κατά το Μεσολόγγι».

Στο εκκλησάκι της Αγίας Τριάδος είχαν κατασκευάσει πολεμίστρες ολόγυρα από τη σαμαρωτή κεραμοσκέπαστη στέγη, αλλά και στο μικρό κωδωνοστάσιο, τοποθετώντας πανέρια γεμάτα με χώμα. Ακόμη, όπως ιστορούν ο Γάλλος ιστορικός Αύγουστος Φάμπρ8 και ο Στρατηγός Ιωάν. Ιωαννίδης9, η φρουρά, γύρω σχεδόν από το νησί, είχε μπήξει σειρές πασσάλων λίγο κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, για να παρεμποδίζουν την προσέγγιση στην ακτή των εχθρικών πλοιαρίων, έτσι ώστε ν' αναγκάζονται οι άνδρες τους ν' αποβιβάζονται μέσα στον πηλώδη βυθό (βούρκο) και πελαγωγά «θαλασσοβατούντες», όπως μας λένε οι ιστορικοί, να πλησιάζουν με μεγάλη δυσκολία στη στεριά. Τέλος, στο θαλάσσιο χώρο μεταξύ Ανεμόμυλου -ήτανε νησάκι τότε- και Κλείσοβας, είχαν ταχθεί και υποστήριζαν το νησί οι μονοκάνονες Μεσολογγίτικες πάσσαρες του Δήμου Δενδραμή και του Κωνσταντή Τρικούπη, αδελφού του Σπυρίδωνος Τρικούπη. Υπόψη επίσης, ότι γύρω από την Κλείσοβα τα νερά προς το νότο και τη δύση έχουν κάποιο σχετικό βάθος, ενώ προς τον βορρά και την ανατολή είναι πιο ρηχά και σχεδόν εύκολα, πελαγωτά (θαλασσοβατών) μπορεί κάποιος να κινηθεί. Ακόμη, ανατολικά της πόλης και από τη θέση «Αρμυρικάκι» (στο προπολεμικό πεδίο βολής) εκσπάται σειρά νησίδων που εκτείνονται κατά τη γενική έννοια βορράς - νότος και διέρχονται κοντά από την Κλείσοβα, με ποιο γνωστή τη Μολόχα.

Η Φρουρά του νησιού αποτελείτο από 130 περίπου άνδρες, μεταξύ των οποίων αρκετοί Μεσολογγίτες. Φρούραρχος στις 18 Φεβρουαρίου είχε ορισθεί ο Σωματάρχης - οπλαρχηγός Χριστόδουλος Χατζηπέτρος από το Βετέρνικο Τρικάλων με 70 άνδρες του, ο οποίος όμως στις 22 Μαρτίου είχε μεταφερθεί επειγόντως στο Μεσολόγγι με υψηλό πυρετό και οξύτατους ρευματικούς πόνους. Γι' αυτό, καθήκοντα φρουράρχου εκτελούσε ο Υποσωματάρχης Παναγιώτης Σωτηρόπουλος από τα Μεγάλα Λομποτινά, τη σημερινή Άνω Χώρα των Κραβάρων της Ναυπακτίας. Ο Σωτηρόπουλος είχε ήδη κατά τη διάρκεια της πολιορκίας διακριθεί για την παλληκαριά του. Άλλωστε, κυρίως για να επιμεληθεί της οχύρωσης του νησιού είχε διορισθεί πριν λίγο καιρό με 26 - 30 άνδρες του στην Κλείσοβα, «ζηλωτής της εργασίας αυτής» σύμφωνα με τον Κασομούλη και «τερτιπιτζής εις τον πόλεμον», κατά τον Μακρυγιάννη10. Ήταν δε αυτός ο εμπνευ­στής της τοποθετήσεως των πασσάλων στον υποθαλάσσιο χώρο μπροστά απ' τα κράσπεδα του νησιού, που αποδείχθηκε κατά την εξέλιξη της μάχης σωτήρια.

Ο Ιμπραήμ, έχοντας ήδη στο ενεργητικό του την άλωση του Βασιλαδιού, του Ντολμά, και του Ανατολικού (Αιτωλικού), συγκατατέθηκε τώρα ν' αφήσει τον Κιουταχή να εκπορθήσει την Κλείσοβα, ο οποίος για το σκοπό αυτό διέθεσε 3.000 άνδρες περίπου.

 

maxh ths kleisovas 03

 

ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ

Αλλά στο σημείο αυτό, ας ακούσουμε τη γλαφυρή όσο και χαρακτηριστική περι­γραφή, που μας δίδει στα απομνημονεύματά του11, ο συμμετέχων στην τελευταία πο­λιορκία του Μεσολογγίου και διασωθείς κατά την Έξοδο ευγενής Ηπειρώτης Αρτέμιος Μίχος, ο οποίος αργότερα θα καθέξει και το αξίωμα του Υπουργού Στρατιωτικών.

«Την 24η λοιπόν Μαρτίου, μίαν ώραν προ της δύσεως του ηλίου, εφάνησαν πλείστα σώματα εξερχόμενα των κατασκηνωμάτων του Κιουταχή και διευθυνόμενα προς την Άσπρην Αλυκήν, κειμένην προς δυσμάς του Μεσολογγίου εις ην ελλιμενίζετο πάντοτε ο εχθρικός στολίσκος και ελάμβανε όλα τα αναγκαία.

Τα σώματα ταύτα ήρχισαν να επιβιβάζονται επί των ελαφροτέρων εχθρικών πλοι­αρίων, των προ ολίγου διευθυνθέντων εκεί, αλλ' η μετ' ολίγον επελθούσα νυξ κατεκάλυψε με βαθύ σκότος τα πέριξ και δεν επέτρεψεν εις την φρουράν του Μεσολογγίου να ιδή τας περαιτέρω κινήσεις του εχθρού. Αλλ' υποπτευθείσα ουχ ήττον επικειμένην εχθρικήν έφοδον, έλαβεν αμέσως όλα τα προς υπεράσπισιν απαιτούμενα μέτρα και ανέμενε θαρραλέως την ημέραν».

«Τω όντι την επιούσαν, μόλις ήρχιζε να γλυκοχαράζει, ο εχθρικός στολίσκος επεφάνη συσσωματωμένος έμπροσθεν του Μεσολογγίου και ήρχισε ζωηρόν κατά της πόλεως κανονιοβολισμόν και βομβαρδισμόν, υποστηριζόμενος μετά της αυτής δραστηριότητος και υπό των κανονοστασίων της ξηράς».

«Τα παράλια κανονοστάσια της πόλεως και κατ' εξοχήν το κανονοστάσιον του Ανεμομύλου αντεπυροβόλησαν τότε ευστόχως, όλοι δε, υποθέσαντες ότι επέκειτο έφοδος κατά του Μεσολογγίου, ετοποθετήθησαν εις τας θέσεις των, περιμένοντες αυτήν μετά καρτερίας, αλλά μετά παρέλευσιν ολίγων στιγμών ο εχθρικός στολίσκος εστράφη αιφνιδίως και διευθύνθη σωρηδόν προς την Κλείσοβαν!».

Συμπληρώνουμε ότι η πρωινή καταχνιά διευκόλυνε τις παραπάνω κινήσεις του εχθρού και ότι ταυτόχρονα εκδηλώθηκαν σοβαρές εχθρικές ενέργειες προς την κατεύθυνση της Κλείσοβας τόσο με πλοιάρια κι από το Βασιλάδι, όσο και πολλών πεζών «θαλασσοβατούντων» από τη θέση Αρμυρικάκι.

Ακολουθεί σφοδρός κανονιοβολισμός του νησιού από τα πλοιάρια, ενώ οι Τούρκοι προσεγγίζουν το νησί και εκτοξεύουν την πρώτη τους έφοδο. Τη στιγμή αυτή, το πρωτοπαλλήκαρο της φρουράς ο φημισμένος Σουλιώτης Στρατηγός Κίτσος Τζαβέλλας12 (1801-1855), σπεύδει με άλλους 6-7 άνδρες (κατά τον Γ. Ζαλοκώστα ήταν 9), και με πλοιάρια οδηγούμενα από αμούστακα Μεσολογγιτόπουλα, αψη­φώντας το καταιγιστικό πυρ του εχθρού και περνώντας ανάμεσα από τον εχθρικό στολίσκο, αποβιβάζεται στο νησί και εμψυχώνει τη φρουρά.

«Μόλις έμβηκεν μέσα (στο νησί)», γράφει ο Νικόλαος Κασομούλης, «ενέπνευσεν όλο το θάρρος εις τα παλληκάρια εκείνα».

Από κει και πέρα, ο καταξιωμένος Διοικητής της Φρουράς Παναγιώτης Σωτηρόπουλος και ο ανδρείος και έμπειρος εμψυχωτής των μαχητών Κίτσος Τζαβέλλας, σε μια υπέροχη και αρμονική σύζευξη των αναμφισβήτητων ηγετικών τους προσόντων και χάρη στη στενή φιλία που τους συνέδεε, παίρνουν στα στιβαρά τους χέρια την άμυνα του νησιού και χαλυβδώνουν το φρόνημα των υπερασπιστών του, με αποτέλεσμα η μια μετά την άλλη να συντρίβονται οι λυσσώδεις επιθέσεις των αλλοθρήσκων.

Στην πρώτη ορμητική έφοδο του εχθρού δύο αρβανίτες σημαιοφόροι πατούν την Κλείσοβα, οι οποίοι αμέσως σκοτώνονται. Τους ακολουθούν και άλλοι. Οι Τούρκοι καταλαμβάνουν το περιμετρικό πρόχωμα κενό, διότι ήδη οι δικοί μας μπροστά στο διαγραφόμενο κίνδυνο να περικυκλωθούν, έχουν καταφύγει στην εκκλησία.

Όμως από εκεί τα βόλια των αμυνομένων είναι τόσο φονικά, ώστε οι εχθροί αναγκάζονται να εγκαταλείψουν το πρόχωμα και να επιστρέψουν στις αρχικές τους θέσεις. Ο Κιουταχής, γενναίος και πείσμων, επιχειρεί ανεπιτυχώς μέχρι το μεσημέ­ρι έξη (6) αλλεπάλληλες επιθέσεις, στη δε τελευταία, μπαίνει επικεφαλής ο ίδιος. Πληγώνεται όμως σοβαρά στο μηρό κι αναγκάζεται ν' αποσυρθεί, γεγονός που διαδίδεται αμέσως και συμπαρασύρει σε άτακτη φυγή και τα στρατεύματά του. Οι ηττημένες φάλαγγές του, ντροπιασμένες και έχοντας εγκαταλείψει στο πεδίο της μάχης πάνω από 1.500 νεκρούς και τραυματίες, συμπτύσσονται με σπουδή κυρίως προς το κείμενο ανατολικότερα νησάκι της Μολόχας.

Κατά τη διάρκεια της άνισης αυτής πάλης, η φρουρά του Μεσολογγίου, παρα­κολουθώντας με αγωνία από την παραλία την εξέλιξη του αγώνα και ανταποκρι­νόμενη σε έκκληση των υπερασπιστών του νησιού, που διαβιβάσθηκε από ένα ατρόμητο Μεσολογγιτόπουλο, το οποίο οδήγησε ριψοκίνδυνα μια γαΐτα μέχρι την ακτή, προσπάθησε να στείλει ενισχύσεις και εφόδια.

«Αλλ' εν τω μεταξύ των πυκνών εχθρικών εφόδων - γράφει στα απομνημονεύματά του ο Αρτέμιος Μίχος (όπ.π.σελ. 52) - ο γενναίος (Μεσολογγίτης) χιλίαρχος Καρακώστας Δροσίνης (αδελφός του Πάππου του Εθνικού μας ποιητού Γεωργίου Δροσίνη), έχων μεθ' εαυτού και τον εξάδελφόν του Γεωργάκην Κ. Βαλτινόν και πέντε στρατιώτες, εισελθών εις πλοιάριον εις το οποίον έθεσε και τίνα βαρέλια ύδατος -κατά τον Κασομούλη και κιβώτια πυρομαχικών- διευθύνθη προς την Κλείσοβαν. Ο εχθρικός στόλος ορμά τότε κατ' αυτών, (και) πυροβολεί δια μυδραλίων και τουφεκισμών».

«Αλλ'ο ατρόμητος αυτός στρατιώτης, περιφρονών τον εχθρόν, προ­χωρεί ακαταπαύστως εν μέσω της χαλάζης των σφαιρών και πλησιάζει εις το νησίδιον. Τότε σφαίρα (οβίδα) πυροβόλου προσβάλλει το πλοιάριον και διελθούσα από της πρύμνης εις την πρώραν, φονεύει τους τεσσάρας εκ των στρατιωτών και τους κωπηλάτας και βυθίζει το σκάφος. Οι διασωθέντες ρίπτο­νται εις την θάλασσαν, ωθούσι το πλοιάριον και ούτως εισέρχονται θριαμβευτικώς εις την Κλείσοβαν».

Το παράδειγμα του χιλίαρχου Δροσίνη αποπειράθηκαν και πολλοί άλλοι ν' ακολουθή­σουν13, όπως οι Γεώργιος Τζαβέλλας και Ιωάννης Τζαβέλλας ο επονομαζόμενος Μπακατσέλος και επίσης πολλοί από το Επικουρικό Σώμα τη γνωστή «βοήθεια» που είχε πρόσφατα συγκροτηθεί από 250 περίπου άνδρες υπό τον Κίτσο Τζαβέλλα για να επεμβαίνει γρήγορα όπου παρουσιαζό­ταν ανάγκη, αλλά κι' από το Σώμα των Γελεκτζήδων (φορούσαν μόνο γελέκο για να μη τους βαραίνει η κάπα) που αποτελούσαν 90 περίπου Μεσολογγιτόπουλα 17-18 χρονών. Αλλά δεν το κατόρθωσαν, επειδή ο εχθρός διέθετε πολλαπλάσιες δυνάμεις κι έτσι, όπως μας λέει ο Αρτ. Μίχος, «έμενον μακρόθεν τουφεκίζοντας, μη δυνάμενοι όμως να δώσωσι την παραμικράν βοήθειαν εις τους εντός του νησιδίου».

Κατά την κρίσιμη αυτή περίσταση και κατ' άλλους στην εν συνεχεία επέμβαση των Αιγυπτίων, η Μεσολογγίτικη πάσσαρα του Κωνσταντή Τρικούπη, κατατρυπημένη απ' τις εχθρικές οβίδες βυθίζεται, ενώ ο ίδιος ο Τρικούπης τραυματίζεται σοβαρά, κατ' άλλους αρρώστησε βαριά, οι δε διασωθέντες από το πλήρωμα καταφεύγουν στην Κλείσοβα. Στο μεταξύ, ο Ιμπραήμ, βλέποντας με χαιρεκακία την αποτυχία του Κιουταχή, τον οποίο -κατά τον Παπαρρηγόπουλο- «ενέπαιξεν ανηλεώς», θεώρησε πρόσφορη την περίσταση ν' αναλάβει αυτός τη συνέχιση του αγώνα, επωφελούμενος από τον κάματο και τις απώλειες της φρουράς, που μέχρι τότε είχε χάσει περίπου το 1/3 της δύναμής της. Διαλέγει λοιπόν ως επικεφαλής το γαμπρό του, τον τολμηρό Χουσεΐν Μπέη, πορθητή της Κρήτης, της Κάσσου, της Σφακτηρίας, και μόλις προ ολίγου του Βασιλαδιού και Ντολμά και ετοιμάζει 3.000 περίπου Αιγυπτίους, οι οποίοι επιβιβασθέντες σε πλοιάρια αλλά και «θαλασσοβατούντες», περικυκλώνουν την Κλείσοβα και ορμούν να την καταλάβουν.

Αλλά, ας δούμε πώς περιγράφει ο Λάμπρος Κουτσονίκας (Οπ.π.σ.120), την πρώτη έφοδο των Αιγυπτίων: «... ο εχθρός έφθασε με τας Αιγυπτιακάς τακτικάς στήλας, αίτινες ώρμησαν επί του μικρού οχυρώματος και με τας χείρας άδραξαν τους πάλους των οχυρωμάτων και ως εκ τούτου η φρουρά του Μεσολογγίου ενόμισεν, ότι οι εχθροί κατεκυρίευσαν την Κλείσοβαν, αλλ' ο γενναίος αρχηγός (Τζαβέλλας) άφησε τους εχθρούς και επλησίασαν τόσον κοντά ώστε ουδεμία βολή να υπάγη επί ματαίω, διέταξεν αμέσως το πυρ και εξετελέσθη κατακεραυνώσας τους της πρώτης γραμμής πλησιάζοντας, οίτινες ως αστάχυες κατεθερίσθησαν και εστρώθησαν εις το έδαφος· οι εχθροί ιδόντες την φθοράν των εσταμάτησαν επ' ολίγον, αλλ' επήλθε και δεύτερον και τρίτον πυρ επ' αυτών και τους κατεκύλισεν εις την γην».

Επιχειρούν πέντε αλλεπάλληλες εφόδους, αλλά και τις 5 φορές υποχωρούν μπρος στην ακατανίκητη ανδρεία και την ανεξάντλητη καρτερία των μαχητών της Κλείσοβας, οι οποίοι, καθοδηγούμενοι κατάλληλα, πυροβολούν με αξιοσημείωτη επιτυχία, κυρίως εναντίον των αξιωματικών των Αιγυπτίων -ιδίως Γάλλων- που διακρίνονταν από τις χρυσοποίκιλτες στολές τους.

Γύρω στη δύση του ηλίου, οι ηρωικοί υπερασπιστές αναμένοντας νέα σφο­δρότερη έφοδο, αναγκάζονται να εγκαταλείψουν το πρόχωμα και να καταφύγουν στην εκκλησία. Πράγματι σε λίγο οι εχθροί εφορμούν για έκτη φορά, αποφασι­σμένοι τώρα με κάθε θυσία να καταλάβουν το νησί. Ο Αν. Γούδας14 μας δίνει την ακόλουθη ωραία περιγραφή:

«Ότε δε οι εχθροί υπερπλεόνασαν, τότε ο Τζαβέλλας και ο Σωτηρόπουλος απεσύρθησαν εις το εν τω μέσω του νησιδίου ναΐδριον της Αγίας Τριάδος. Ανέβησαν οι υπ' αυτούς άπαντες εις την οροφήν, ένθα ο Σωτηρόπουλος είχε σχηματίσει ενωρίτερον είδος τι προμαχώνος εκ λίθων, ευρεθέντων πέριξ του ναού, εκ κεράμων και αλιευτικών κοφίνων, εμπλέων χώματος. Ωχυρώθησαν όπως κάλλιον εδύναντο όπισθεν αυτών και τόσον ευστόχως και αδιαλείπτως επυροβόλουν, ώστε εφόνευον άπαντας σχεδόν τους προσεγγίζοντας... »

Ο ίδιος ο Χουσεΐν, λαμποκοπώντας μέσα στην πλουμιστή στολή του, «αστράπτων» -κατά τον Στασινόπουλο15- «από τον χρυσόν και τους πολυτίμους λίθους», σηκώ­νεται όρθιος στην πρασινοχρωματισμένη λέμβο του και παροτρύνει τους άνδρες του. Κατά κακή του όμως τύχη, τον επισημαίνουν οι καταφυγόντες στην εκκλησία, απ' όπου κατά την επικρατέστερη εκδοχή (διότι υπάρχει και ή έγκυρη άποψη, την οποία καταγράφει ο Κασομούλης, ότι τον σκότωσε ο Σφήκας, ψυχογιός του Αξ/κού Αποστόλη Καρατζογιάννη, Νιχωρίτου), ο Παναγιώτης Σωτηρόπουλος - «άριστος σκοπευτής ών», όπως γράφει στην ιστορία του ο Στρατηγός Νικόλαος Μακρής – τον πυροβολεί και τον σωριάζει νεκρόν. Η λέμβος αποσύρεται και δίδει έτσι το σύνθημα της γενικής υποχώρησης στις εχθρικές γραμμές. Η φρουρά τους καταπυροβολεί και με επικεφαλής τον Κίτσο Τζαβέλλα ξιφήρης, εξορμά και τους καταδιώκει, σφάζοντας όσους είχαν βγει στο πρόχωμα και κυνηγώντας τους άλλους μέσα στη λιμνοθάλασσα, οι οποίοι πανικόβλητοι διασκορπίζονται.

Στο σημείο αυτό, συμπληρώνει ο Δημήτρης Φωτιάδης, μεταφέροντας την αφήγηση του Κασομούλη:

«Μόλις είδαμε από το Μεσολόγγι πως οι δικοί μας στην Κλείσοβα πήδησαν όξω από τα ταμπούρια τους, όρμησε τότες η «βοήθεια», όπου είχε μπει στα πλοιάρια και περίμενε. Λάμνοντας μ' όλη τη βία τράβηξαν γραμμή κατά το νησάκι το πιο κοντινό στην Κλείσοβα. Σκιάζονται οι Αρβανίτες κι οι Αραπάδες που είτανε μαζεμένοι γύρω απ' αυτό, τους πιάνει χαροτρομάρα και τρέχουν άλλοι από δω και άλλοι από εκεί».

Ευτυχώς γι' αυτούς, η νύχτα που άρχισε να πέφτει, διακόπτει την απηνή καταδίωξή τους.

«Την επαύριον οι Έλληνες - γράφει ο Αρτέμιος Μίχος (Όπ.π.σ.54) - περιερχόμενοι τα μικρά νησίδια τα περί την Κλείσοβαν, εύρισκον πολλούς των τακτικών Αράβων οίτινες είχον περιπλανηθεί κατά την μάχην, εκ των οποίων άλλους μεν εφόνευον, άλλους δε ζώντας μετέφερον εις Μεσολόγγιον».

Ο Κασομούλης (Όπ.π.σ. 237) δίνει επίσης μια συνταρακτική εικόνα των σκη­νών που επακολούθησαν την επομένη: «Η φρουρά όλη έτρεχεν και εφιλούσεν τους σωθέντας συναδέλφους των εις την Κλείσοβαν. Όλοι επήγαν δια να ιδούν το τρομερόν θέαμα την αυγήν. Επήγα και μόνος μου, αφού τους εφίλησα επαρατήρησα και είδα γύρωθεν επτά σωρούς φονευμένους και στιβασμένους ένας επάνω στον άλλον, οίτινες ήταν οι φύλακες των σημαιών, φονευόμενοι καθ' ον χρόνον έτρεχαν να φυλάξουν τας σημαίας. Οι σωροί απείχον έως μίαν οργυιά από την τάφρον, τόσον είχαν πλησιάσει. Η λίμνη ήταν σκεπασμένη από τα πτώματα16 έως μίαν βολήν μακράν και πλέοντα εκυμάτιζαν ωσάν φροκαλίδια επάνω εις την ακρογιαλιάν».

Ο Μίχος αναφέρει ακόμη ότι «1500 λογχοφόρα όπλα του τακτικού Αιγυπτιακού Στρατού και υπέρ τας 100 κα­ραμπίνας και άλλα τόσα ξίφη Αξιωματικών, 13 σημαίαι της ημισελήνου και 10 τύμπανα και άλλα πάμπολλα λάφυρα απετέλεσαν το Ελληνικόν Τρόπαιον».

Ας ακούσουμε επίσης ένα χαρακτηριστικό περιστα­τικό που έλαβε χώρα την επομένη (το ίδιο με μερικές παραλλαγές, αναφέρει και ο Κασομούλης) και που περιλαμβάνει στ' απομνημονεύματά του ο Σπυρο-Μήλιος17.

«Ο Καπετάν Πασιάς, όστις έστεκεν με τον στόλον προ­σορμισμένος και είδε μακρόθεν τας τουρκικάς σημαίας θεμένας επί του προμαχώνος της Κλείσοβας, εσυμπέρανεν, ότι εκυριεύθη· όθεν έστειλεν εν πλοιάριον, εις το οποίον ήτον τριάκοντα Τούρκοι, δια να συγχαρεί εκείνον τον Βεζύρην, όστις έφερε τα νικητήρια· το πλοιάριον επλησίασεν εις την Κλείσοβαν και δεν παρετήρησεν ότι αι σημαίαι ήτον ανάποδα- μάλιστα ο Καπετάν Γιαννάκης Τζαβέλλας, αδελφός τον Στρατηγού, όστις ευαρεστείτο να μη ξουραφίζει τα γένεια του, τους επαρρησιάσθη έξω του προμαχώνος, τους ωμίλησεν Τούρκικα και τους επροσκάλεσεν να εβγούν εκ του πλοίου. Οι Τούρκοι απατηθέντες από την γλώσσαν και από τα γένεια εβγήκαν και ούτως τους εσύλλαβαν οι Έλληνες όλους, πλην δεν κατεδέχθησαν να τους κακοποιήσουν, αλλά μόνον τους αφόπλισαν και τους έστειλαν εις το εχθρικόν στρατόπεδον δια να παρηγορήσουν τους υπερήφανους Βεζυράδες, οίτινες μετά την αποτυχίαν ήτον πολλά μελαγχολικοί».

Πέντε μέρες πέρασαν και οι ορδές του εχθρού βρίσκονταν στην ίδια παραζάλη και βουβαμάρα. Οι Αραπάδες ολοένα ξετρύπωναν από τη λίμνη κι ούτε αυτός ακόμη ο Μπραΐμης δεν ήξερε την κατάσταση του ασκεριού του. Από τότε πλάστηκε και ο θρύλος πως τις νύχτες βογγάει το αίμα των Αραπάδων στην περιοχή της Κλείσοβας. Θα αντιπαρέλθουμε και άλλα περιστατικά που χαρακτηρίζουν την πανωλεθρία που υπέστησαν τότε οι Τουρκοαιγύπτιοι και θα μνημονεύσουμε μόνο την εκτίμηση του Στασινόπουλου (Όπ. π.σ. 204) κατά την οποία «οι Τουρκοαιγύπτιοι είχαν καταληφθεί υπό τόσου πανικού, ώστε εάν οι πολιορκούμενοι απεφάσιζαν να κάμουν την Έξοδον την νύκτα εκείνην, όλοι θα εσώζοντο και κανείς δεν θα έπιπτε».

Έτσι έληξε με την βοήθεια της Θεομήτωρος η «πανήμερος», όπως ονομάσθηκε, μάχη της Κλείσοβας, επειδή κράτησε από τα χαράματα μέχρι το σούρουπο της 25ης Μαρτίου 1826.

Στη μάχη της Κλείσοβας, οι απώλειές μας έφθασαν γύρω στους 60 ηρωικούς νεκρούς και τραυματίες, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν και αρκετοί Μεσολογγίτες.

Οι απώλειες των Τουρκοαιγυπτίων ανήλθαν, σύμφωνα με τους παρόντες τότε στο Μεσολόγγι απομνημονευματογράφους, κατά μεν τον Ν. Κασομούλη (Όπ.π.σελ. 237) σε 2.500 νεκρούς, «εκτός των όσων εσυνελάμβανον οι πλοιαροκονταρισταί ζώντας την αυγήν, ζητώντας την συμπάθειάν των (τους οποίους εφόνευον)», κατά δε τον Αρτέμιο Μίχο (Όπ.π.σελ. 54) σε 3.500 φονευθέντες και πληγωθέντες. Τέλος, ο Σπυρο-Μήλιος (Όπ.π.σελ. 221), κατά μαρτυρίαν του Παπαλουκά, μνημονεύει 3.500 νεκρούς, εκτός των πληγωμένων.

Η απίστευτη κυριολεκτικά δυσαναλογία μεταξύ των απωλειών που υπέστη η φρουρά της Κλείσοβας και των αντιστοίχων των Τουρκοαιγυπτίων, θα πρέπει, εκτός των άλλων, ν' αποδοθεί και στο γεγονός ότι η μικρή έκταση του νησιού (περίμετρος περίπου 300 βήματα) επέτρεπε μόνο τις κατά κύματα και με μικρή σχετι­κώς δύναμη επιθέσεις του εχθρού, επίσης στο ότι ο λασπώδης βυθός δυσκόλευε σοβαρά τις κινήσεις των επιτιθεμένων, η δε τοποθέτηση υποθαλάσσιων εμποδίων (πασσάλων) μπρος από τα κράσπεδα του νησιού απέτρεπε την προσόρμιση λέμβων.

Για τα πτώματα των Τουρκοαιγυπτίων, ο Φάνης Μιχαλόπουλος18, αναφέρει: «... φρικιαστική πραγματικώς είναι η περιγραφή την οποίαν μας έδωκεν ο ιατρός της φρου­ράς κι ένας από τους σωθέντες μετά την Έξοδον αγωνιστές ο Λευκάδιος Στεφανίτσης εις την «Απλήν και μεμαρτυρημένην έκθεσίν» του (εν Ναυπλίω 1836). Μετά την μάχη της Κλείσοβας, προβλέποντας ούτος μεγαλύτερη έλλειψη τροφών, επρότεινε όπως τα πτώμα­τα των Αιγυπτίων αλατισθούν και δοθούν για τροφή εις τους κατοίκους. Αλλά η πρόταση απορρίφθηκε και μόνη τροφή που τους απόμεινε ήσαν τα χελιδόνια της ανοίξεως».

Θα αντιπαρέλθουμε τον σκόπελο να μνημονεύσουμε ιδιαίτερα διακριθέντες και θ' αρκεσθούμε στη διατύπωση του Μεσολογγίτη ιστορικού και πρώτου Πρωθυπουργού Σπυρίδωνος Τρικούπη, κατά τον οποίο «ήρως αυτόχρημα ανε­δείχθη πας πολεμιστής της Κλείσοβας». Θα επαναλάβουμε, επίσης, ότι παρά το πλευρό των ανδρών πολέμησαν ηρωικά και Μεσολογγίτισσες.

Στο αιματοπότιστο νησί

μια χούφτα παλληκάρια

Το μέγα δένδρο ανάστησε

με τα χρυσά κλωνάρια

Ω! Μεσολόγγι! Ω! Δόξας γη!

Κι΄αστράφτει στον αιώνα

η Κλείσοβα του ολόφωτου

Μετώπου σου Κορώνα!

Κωστής Παλαμάς

ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η πολυθρύλητη μάχη της Κλείσοβας, αν θεωρηθεί αυτοτελώς και ανεξάρτητα από τα τόσα άλλα περίλαμπρα περιστατικά που διαδραματίστηκαν κατά τη δι­άρκεια της τελευταίας πολιορκίας του Μεσολογγίου, αναμφίβολα θα πρέπει να συγκαταλεχθεί ανάμεσα στις πιο συγκλονιστικές και πολυαίμακτες συγκρούσεις κατά τον ιερό Αγώνα της Φυλής. Η τρομακτική φθορά που υπέστησαν τα λεφούσια των Τουρκοαιγυπτίων, μόνο με τη νίλα της Στρατιάς του Δράμαλη στα Δερβενάκια τον Ιούλιο του 1822 απ' τον Κολοκοτρώνη μπορεί να παραβληθεί. Αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι έναντι 130 περίπου ηρωικών προμάχων της, η υπεροχή του εχθρού σε ανθρώπινο δυναμικό και υλικά μέσα ήταν όχι απλώς συντριπτική, αλλά πρωτοφανής (1:25 αναφέρουν οι ιστορικοί), το έπος της Κλείσοβας θα πρέπει χω­ρίς υπερβολή να καταγραφεί ίσως -τηρουμένων των αναλογιών- σαν το μοναδικό νικηφόρο περιστατικό στην πολεμική ιστορία και όχι μόνο την Ελληνική.

Δυστυχώς, η περιφανής αυτή νίκη που έστεψε τα ιερά όπλα των γενναίων υπερασπιστών της, δεν είχε την αναμενόμενη συνέχεια, όπως άλλωστε ο ίδιος ο Μπραΐμης σ' ένα ξέσπασμα ειλικρίνειας ομολόγησε μετά από λίγο καιρό στον Γάλλο Δεριγνύ: «Βλέπεις πώς λιώνουν τα χιόνια εκείνων των βουνών; Έτσι ακριβώς θα λιώναμε και εμείς αν το Μεσολόγγι είχε τρόφιμα για κάμποσες μέρες».

Ο ελληνικός στόλος, αρκετά αδύνατος τώρα, στις αμέσως επόμενες μέρες, δεν μπόρεσε να διασπάσει τον ασφυκτικό κλοιό του εχθρού και να ανεφοδιάσει με τρόφιμα τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» κι έτσι ό,τι δεν κατόρθωσαν τα πολυ­άριθμα ασκέρια του Κιουταχή και του Ιμπραήμ, το πέτυχε η πείνα, «αυτή η μαύρη και απαίσια στρίγγλα», κατά το χρονικογράφο, με τα γνωστά επακόλουθα.

Έτσι, για να ξαναγυρίσουμε στην αφήγησή μας, η Κλείσοβα δεν έπεσε. Πατήθηκε από τον εχθρό μετά την Έξοδο, όταν δεν υπήρχε πια Μεσολόγγι.

Θα αποτολμήσουμε, επίσης, μια σύντομη κριτική της Μάχης από καθαρώς στρατιωτικής σκοπιάς μ' όλο το σεβασμό προς τους αθάνατους προγόνους μας.

Θα σημειώσουμε έτσι, από πλευράς προπαρασκευής, την επιτήδεια οχύρωση του νησιού και ιδίως την επινοητικότητα του Σωτηρόπουλου, για την τοποθέτηση πασσά­λων στον υποθαλάσσιο χώρο γύρω από το νησί, που προσομοιάζει με τα μέσα που χρησιμοποιούνται σήμερα κατά την άμυνα των νήσων και περιλαμβάνουν εγκατάσταση υποβρυχίων ναρκοπεδίων και λοιπών κωλυμάτων, εγγύς των ακτών αποβάσεως.

Θα επισημάνουμε ότι οι διατεθείσες δυνάμεις και τα μέσα για την άμυνα του νησιού ήταν μάλλον ανεπαρκή, εν όψει μάλιστα των διαφανέντων πλέον σχεδίων του εχθρού, τόσο με την προηγηθείσα άλωση του Βασιλαδιού και του Ντολμά, όσο κι από τις ενέρ­γειες της προτεραίας της επίθεσης. Η έγκαιρη προώθηση στο νησί επί πλέον 2 έως 4 πυροβόλων και αριθμού μαχητών, καθώς και των απαραιτήτων εφοδίων και πυρομα­χικών, εκτιμάται ότι θα συνέβαλε πλέον αποτελεσματικά στη διεξαγωγή του αγώνα.

Θα διατυπώσουμε την άποψη, ότι ο εχθρός με τις παραπλανητικές του κινήσεις, πέτυχε τακτικό αιφνιδιασμό σε βάρος των αμυνομένων, διότι όλοι πίστεψαν ότι η επίθεση στρεφόταν κατά του Ανεμόμυλου και του Μεσολογγίου. Απόρροια τούτου ήταν, η συνακόλουθη ενίσχυση του νησιού να επιχειρηθεί άκαιρα, ασυντόνιστα και με δυνάμεις μεταγγιζόμενες «στάγδην», με πρωτόβουλες, παράτολμες έως και απέλπιδες, θα λέγαμε, προσπάθειες.

Θα παρατηρήσουμε τη σημειωθείσα έλλειψη κυρίως νερού και πολεμοφοδίων, η οποία είναι εν μέρει δικαιολογημένη, λόγω της σφοδρότητας και διάρκειας της μάχης.

Θα τονίσουμε την παράλειψη εκπόνησης υπό της συλλογικής Κεντρικής Διοικήσεως (μάλλον αυτό ήταν μειονέκτημα) επαρκών όσο και αναγκαίων σχεδίων ενίσχυσης και υποστήριξης με δυνάμεις και πυρά της φρουράς του νησιού, προ και κατά τη διεξαγωγή του αγώνα.

Η Κλείσοβα, όπως θα λέγαμε στη στρατιωτική ορολογία, βρισκόταν «εντός βε­ληνεκούς υποστηρίξεως και αποστάσεως ενισχύσεως», από τις φίλιες γραμμές.

Θα υπενθυμίσουμε ακόμη, ότι κατά τη διεξαγωγή της μάχης δεν εκδηλώθηκε σχέδιο αντιπερισπασμού από τη φρουρά του Μεσολογγίου, τα γνωστά εκτός των Τειχών γιουρούσια της Φρουράς. Μετά δε τη δεινή ήττα του αντιπάλου, δεν επι­διώχθηκε σε ανάλογη έκταση η εκμετάλλευση της επιτυχίας, έναντι ενός εχθρού πλήρως εξουθενωμένου. Ενδεχομένως, η απουσία του Κ. Τζαβέλλα, που πρωτο­στατούσε στα εγχειρήματα αυτά και διοικούσε τη «βοήθεια», ή ακόμη η μεγάλη εξασθένηση του οργανισμού τους απ' την ασιτία, δηλαδή η έλλειψη φυσικών δυνάμεων, να μην επέτρεψαν την εκδήλωσή τους.

Τέλος, θα πρέπει ιδιαιτέρως να εξάρουμε, τόσο την ανεκτίμητη σημασία της Ηγεσίας, όσο και την ανυπολόγιστη αξία των Ηθικών Δυνάμεων της Φρουράς, στοιχεία τα οποία διαδραμάτισαν ακόμη μια φορά τον κυρίαρχο ρόλο στο πεδίο της Μάχης και κατίσχυσαν της, όχι απλώς συντριπτικής, αλλά πρωτοφανούς υπε­ροχής του εχθρού σε δυνάμεις και μέσα.

Και για να συμπληρώσουμε τα σχετικά με τη Φρουρά της Κλείσοβας, σημειώνουμε ότι, σύμφωνα με το Σχέδιο της Εξόδου, το Σώμα της Κλείσοβας, με τους αρχηγούς του Χριστόδουλο Χατζηπέτρο και Παναγιώτη Σωτηρόπουλο, αποχώρησε την ίδια νύχτα (10 Απρ. 1826) με πλοιάρια από το νησί και κατέλαβε το δεξιό πλευρό των εξερχόμενων δίπλα στη φάλαγγα των γυναικόπαιδων, υπέστη δε σοβαρότατες απώ­λειες, αντιμετωπίζοντας, αρχικά το Ιππικό των Αιγυπτίων στον κάμπο του Μποχωριού, και εν συνεχεία την ενέδρα των Τουρκαλβανών, κοντά στον Αη Συμιό.

Ο Κασομούλης (όπ.π.σ. 283) αναφέρει ότι «από τους 76 άνδρες του Χ.Χ. έμειναν μόνον 17-20».

Αξίζει, τέλος, να μνημονευθεί και η σύγκριση που έκανε ο γνωστός οπλαρχηγός Σουρμελής, όταν ύστερα από ένα χρόνο, συμμετέχοντας το 1827 στην πολιορκία της Ακροπόλεως, εξοργισμένος από σχετική ιταμή πρόκληση συναδέλφων του, απάντησε όπως μας περιγράφει ο Κασομούλης στα «Ενθυμήματα Στρατιωτικά»: «Μιας ημέρας μόνον μίαν πράξιν εκείνης της Φρουράς (του Μεσολογγίου), και να μάσης όλαις ταις πράξεις της Φρουράς αυτής (της Ακροπόλεως) και τριών ακόμη χρόνων (καθ' υπόθεσιν), δεν συγκρίνεται. Δεν εννοώ (το κατόρθωμα) της Εξόδου...., αλλά μόνον της Κλείσοβας (την μάχην θα ήρκει) να έχης κατά νουν».

Κλείνοντας την αφήγησή μας, θα προσθέταμε ότι το νησάκι σήμερα έχει πε­ρίπου καταποντιστεί, έρμαιο των κυμάτων και της αδιαφορίας όλων μας και ότι τόσο το ιστορικό εκκλησάκι της Αγίας Τριάδος όσο και ο Τύμβος των Πεσόντων απειλούνται με κατάρρευση. Πολλά λέγονται για την αξιοποίηση της λιμνοθάλασ­σας, μέσα στην οποία περιλαμβάνεται και η διάσωση του νησιού με την εκτέλεση σειράς έργων. Ας ευχηθούμε, τα σχέδια αυτά σύντομα να υλοποιηθούν, πριν να είναι πολύ αργά και ας ελπίσουμε, μαζί μ' αυτά, ν' αναβιώσουν και τα ωραία έθιμα και οι παραδόσεις μας και ακόμη κατά την επέτειο της Μάχης που συμπίπτει με την Εθνική μας Εορτή της 25ης Μαρτίου, να τελούνται στο νησάκι επιμνημόσυνη δέηση και άλλες εκδηλώσεις, σαν ένδειξη της ελάχιστης ευγνωμοσύνης και φόρου τιμής σ' εκείνους που θυσιάστηκαν τότε, για νάμαστε ελεύθεροι εμείς σήμερα, έχοντας πάντοτε στο νου μας, το γνωστό αξίωμα: «Λαοί που λησμόνησαν την Ιστορία και τις παραδόσεις τους, χάθηκαν στο διάβα του χρόνου».


 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

* Χ. Αγγελομάτη: «Το Μεσολόγγι στο Σταυροδρόμι της Δόξης». Αθήνα, 1973.

* Κ. Αλεξανδρή: Αι ναυτικαί επιχειρήσεις του υπέρ ανεξαρτησίας αγώνος, 1821-29. Αθήναι, 1930..

* Αντ. Αντωνιάδη: «Μεσολογγιάς» Έπος ιστορικόν. Αθήναι, 1876.

* Π. Αργυρόπουλου: «Αι τρεις Πολιορκίαι του Μεσολογγίου και η Έξοδος της Φρουράς αυτού». Αθήναι, 1926. Αρχείο Αγωνιστών Εθνικής Βιβλιοθήκης.

* Ζώη Βλασσοπούλου: «Η Τελευταία Νυξ του Μεσολογγίου». Αθήναι, 1895.

* Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ).

* Αν Γούδα: «Βίοι Παράλληλοι». Αθήναι, 1872.

* Σ. Θεοφανίδη: Ιστορία του Ελληνικού Ναυτικού». Αθήναι, 1932.

* Κανέλλου Δεληγιάννη: «Απομνημονεύματα». Αθήναι, 1854.

* Χρ. Ευαγγελάτου: «Ιστορία του Μεσολογγίου». Αθήναι, 1959.

* Γ. Ζαλοκώστα: «Κλείσοβα» ποίημα. Αθήναι, 1850.

* Ιωαν. Ιωαννίδη: «Πολιορκίαι, Έξοδος και Ηρώον Μεσολογγίου». Μεσολόγγιον, 1926.

* Νικ. Κασομούλη: «Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων». Αθήνα, 1939-1942.

* Διον. Κόκκινου: «Η Ελληνική Επανάστασις». Αθήναι, 1956 -1960.

* Ν. Κολόμβα: «Η Εποποιία της Κλείσοβας». Αθήνα, 1996.

* Λάμπρου Κουτσονίκα: «Γενική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως». Αθήναι, 1863.

* Κ. Κώνστα: «Άπαντα» Τόμος 1ος. Αθήνα, 1991.

* Τ. Λάππα: «Δοξασμένη Έξοδος», Αθήνα, 1960.

* Ιωαν. Λούβρου: «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι». Αθήναι, 1955.

* Ιωάννη-Ιακώβου Μάγερ: «Ελληνικά Χρονικά». Αθήναι, 1926.

* Νικ. Μακρή: «Ιστορία του Μεσολογγίου». Αθήναι, 1959.

* Οδυσ. Μαρούλη: «Τελευταία Πολιορκία του Μεσολογγίου». Αθήναι, 1925.

* «Μεσολόγγι» Εθνική Τράπεζα Ελλάδος. Αθήνα, 1976.

* Φάνη Μιχαλόπουλου: «Οι Τελευταίες Στιγμές του Μεσολογγίου», Αθήναι, 1957.

* Αρτεμίου Μίχου: «Απομνημονεύματα της Β' Πολιορκίας του Μεσολογγίου». Αθήναι, 1956.

* Κωστή Παλαμά: «Στην Κλείσοβα». Επίγραμμα. Μεσολόγγι, 1894.

* Ευαγ. Παντελίδη: «Πολιορκία και Έξοδος του Μεσολογγίου». Αθήναι, 1904.

* Κ. Παπαρρηγόπουλου: «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους». Αθήναι, 1932.

* Κ. Πετροπούλου: «Σκηνές Εθνικού Μεγαλείου». Αθήνα 1971.

* Εμμ. Πρωτοψάλτη: «Αλληλογραφία Φρουράς Μεσολογγίου». Αθήναι 1964.

* Ι. Ράγκου: «Μελέτη περί της Ιεράς Επαναστάσεως». Αθήναι, 1902.

* Ν. Σπηλιάδου: «Απομνημονεύματα του 21». Αθήναι, 1852-1859.

* Σπυρομήλιου: «Απομνημονεύματα της Β' Πολιορκίας του Μεσολογγίου». Αθήναι, 1883.

* Κ. Στασινόπουλου: «Το Μεσολόγγι». Αθήναι, 1925.

* Σπυρίδωνος Τρικούπη: «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως». Αθήναι, 1888.

* Γ. Τσατσάνη: «Παναγιώτης Σωτηρόπουλος, ο Ήρωας της Κλείσοβας». Αθήνα, 1960.

* Στεφ. Τσίντζου: «Το Μεσολόγγι Κοιτίς της Ελευθερίας». Αθήνα, 1936.

* Νικήτα Φιλιππόπουλου: «Το Μεσολόγγι στο διάβα του χρόνου». Αγρίνιο, 2003.

* Δημήτρη Φωτιάδη: «Μεσολόγγι». Αθήνα, 1958.

Ξένη

* Spiridion Balbi (De Missolongni): «La Grece Regeneree». Paris, 1833.

* J. Dimakis: La Presse Frangaise face a la chute de Missolonghk Thessaloniki, 1976.

* Auguste Fabre: «Histoire du Siege de Missolonghi». Paris, 1827.

* Filip Tames Green: «Sketches of the War in Greece». London, 1827.

* Alfonse Nuzzo Mauro: «L Catastrofe di Mesolongi». Napoli, 1830.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1 Σύμφωνα με τα «Ελληνικά Χρονικά» αποβιβάστηκαν: «Στρατεύματα τακτικά μετά των πυροβολιστών του Ιμπραήμ, οδηγούμενα από αξιωματικούς Γάλλους 8.600 Στρατεύματα άτακτα του ιδίου, από Κρήτης, Μοθώνης, Λάλα κλπ. 2.400, Αλβανοί μισθωτοί του ιδίου 2.200, Μαμελούκοι 1.200, Κοζάκοι του Τοπάλ 500, Ιατροί, υποϊατροί, υπηρέται των ασθενών και φροντισταί των τροφών 350, το άθροισμα 15.250».

2 Την εφημερίδα «Ελληνικά Χρονικά» εξέδιδε στο Μεσολόγγι ο Ελβετός φιλέλληνας Ιωάννης-Ιάκωβος Μάγερ (1798-1826) από 1 Ιαν. 1824 έως 20 Φεβ. 1826, όταν από εχθρική οβίδα καταστράφηκαν οι εγκαταστάσεις και τα μηχανήματα του τυπογραφείου.

3 Λάμπρος Κουτσονίκας: «Γενική Ιστορία της Επαναστάσεως των Ελλήνων», Αθήναι 1863, Τ. Β' σ. 115.

4 Ο Ιταλός γιατρός Alfonso Nuzzo Mauro στην υπηρεσία του Ιμπραήμ στο βιβλίο του «La Catastrofe di Mesolongi», Napoli 1830, σχετικά αφηγείται: «Ένας Λόχος γενναίων Τούρκων μπαλτατζήδων (σκαπανέων) γέμισε αυτά τα περάσματα με άμμο κάτω από τα αδιάκοπα πυρά τον φρουρίου (Βασιλαδιού)».

5 Νικόλαος Μακρής: «Ιστορία του Μεσολογγίου», Μεσολόγγιον 1908, σελ. 47.

6 Δημήτρης Φωτιάδης: «Μεσολόγγι», Αθήνα, 1958.

7 Νικόλαος Κασομούλης: «Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων», Αθήνα 1939-1942, τ. Β'. σ. 199, 200.

8 Auguste Fabre: «Histoire du Siege de Missolonghi», Paris 1827.

9 Ιω. Ιωαννίδης: «Πολιορκίαι, Έξοδος και Ηρώον Μεσολογγίου», Μεσολόγγιον 1926.

10 Ι. Μακρυγιάννης: «Απομνημονεύματα», Αθήναι 1904.

11 Αρτέμιος Μίχος: «Απομνημονεύματα», Αθήναι 1956, σ. 50.

12 Κατά τον Δίον. Κόκκινο «Η Ελληνική Επανάστασις» Αθήναι 1956-1960, το περιστατικό αυτό συνέβη κατά την επίθεση των Αιγυπτίων, χωρίς όμως και να θεωρείται ως επικρατέστερη αυτή η άποψη, δοθέντος ότι κρίνεται ως εγκυρότερη η γνώμη των παρόντων ιστοριογράφων Ν. Κασομούλη και Α. Μίχου, όπως εκτίθεται παραπάνω.

13 Κατά τον Ν. Κασομούλη (τ. Β'. σελ. 232), η προσπάθεια του Γ. Τζαβέλλα και των υπολοίπων, είχε προηγηθεί της ενέργειας του Κ. Δροσίνη.

14 Αν. Γούδας: «Βίοι Παράλληλοι», Αθήναι 1872.

15 Κ. Στασινόπουλος: «Το Μεσολόγγι», Αθήναι 1926, σ. 204.

16 Ο Αρ. Μίχος (Όπ.π.σ. 54) σχετικά παρατηρεί: «Τα πτώματα ταύτα ήσαν του Αιγυπτιακού στρατού. Εκ του στρατού δε του Κιουταχή μόνα τα πτώματα των δύο αυτού σημαιοφόρων έμειναν εκεί, τα δε άλλα εβλέπομεν ιδίοις οφθαλμοίς ότι διαρκούσης της μάχης, τα μετέφερον οι σύντροφοί των επί των ώμων των μέχρι της ξηράς, εκεί δε τα ανεβίβαζον εις ίππους και τα έπεμπον εις το στρατόπεδόν των, η μετακόμισις δε αύτη ήτο διηνεκής και πυκνή».

17 Σπυρομήλιος: «Απομνημονεύματα της Β' Πολιορκίας του Μεσολογγίου», Αθήνα 1883, σ. 221.

18 Φάνης Μιχαλόπουλος: «Οι τελευταίες στιγμές του Μεσολογγίου», Αθήναι 1957.


 

Πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον

rhgas velestinlhs 01


Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος η Ακαδημία Αθηνών βράβευσε πρόσωπα και σωματεία για την πολιτιστική, επιστημονική και κοινωνική προσφορά τους. Μία διάκριση με ιδιαίτερη σημασία είναι η απονομή ειδικού βραβείου για τη μελέτη των χρόνων της Τουρκοκρατίας. Το βραβείο έλαβε με σχεδόν ομόφωνη απόφαση της Ακαδημίας ο Γιώργος Καραμπελιάς, ιστορικός ερευνητής, εκδότης του περιοδικού ΑΡΔΗΝ και συγγραφεύς πολλών βιβλίων. Ο Καραμπελιάς βραβεύθηκε για το έργο του με τον τίτλο «Η ανολοκλήρωτη επανάσταση του Ρήγα», το οποίο εκδόθηκε από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις και αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές της πολυσύνθετης προσωπικότητας του Εθνομάρτυρα Ρήγα Βελεστινλή (Φεραίου).

Ο Γ. Καραμπελιάς δίνει έμφαση στα νεανικά χρόνια του Ρήγα, όταν η επαναστατική του ιδεολογία βασιζόταν στην Ορθόδοξη Χριστιανική παράδοση του λαού μας. Τότε εξέδωσε ως εκδότης- επιμελητής τους «Χρησμούς του Αγαθάγγελου», ένα έργο με προφητείες ενός ανυπάρκτου προσώπου, στην πραγματικότητα γραμμένου το 1760 από τον Θεόκλητο Πολυειδή. Οι προφητείες αυτές, έστω και αν δεν προέρχονται από αληθινό Άγιο της Εκκλησίας μας, βοήθησαν το Ελληνορθόδοξο Γένος να ανακτήσει την ελπίδα του μετά από δεκάδες αποτυχημένες επαναστάσεις εναντίον του Οθωμανικού ζυγού. Αρχικά ο Ρήγας ήλπιζε στη ρωσική βοήθεια, αργότερα όμως προσανατολίσθηκε προς τη Γαλλία και τον Ναπολέοντα. Όχι από θαυμασμό ή από ιδεολογική επιρροή, αλλά για το συμφέρον του Ελληνισμού. Ήταν η εποχή που ο Ναπολέων εστράφη κατά των Βενετών, οι οποίοι μεταξύ πολλών άλλων περιοχών κυριαρχούσαν και στα Επτάνησα.

Ο Καραμπελιάς καταδεικνύει ότι ο Ρήγας δεν ήταν πιστό τέκνο του δυτικού Διαφωτισμού, ο οποίος είχε αρκετά αντιχριστιανικά στοιχεία. Ο Βελεστινλής είχε μία Ελληνορθόδοξη αντίληψη για τη Μεγάλη Ιδέα και για το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας μετά την απελευθέρωση. Αυτή η αλήθεια ενοχλεί ορισμένους ιστορικούς, οι οποίοι τον παρουσιάζουν σαν αντιγραφέα του δυτικού Διαφωτισμού και αρνούνται άλλες πνευματικές και πολιτιστικές επιρροές στον γενναίο αυτό λόγιο και οραματιστή.

Η ομάδα των φανατικών Διαφωτιστών, οι οποίοι αρνούνται τον επαναστατικό ρόλο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ενοχλήθηκε από το γενικότερο έργο του Καραμπελιά και ειδικότερα από την απόφαση της Ακαδημίας να τον βραβεύσει. Προσπάθησαν να εμποδίσουν την βράβευση, αλλά απέτυχαν. Η συντριπτική πλειοψηφία των Ακαδημαϊκών στάθηκε στο ύψος της, όπως και τον Μάρτιο του 2007, όταν απέρριψαν το βιβλίο της Μ. Ρεπούση. Η Ακαδημία βράβευσε έναν αντικειμενικό και σοβαρό ιστορικό, ο οποίος δεν είναι πανεπιστημιακός καθηγητής, αλλά τεκμηριώνει και μελετά την Νεοελληνική Ιστορία καλύτερα από πολλούς Πανεπιστημιακούς.

Ο Γ. Καραμπελιάς προέρχεται από την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, αλλά έχει το θάρρος να παραδέχεται την ανάγκη να διατηρήσουμε την Ορθοδοξία, τη γλώσσα και τη διαχρονική συνέχεια της Ελληνικής Ιστορίας. Τον συγχαίρω!

Κ.Χ. 18.12.2014

kolokotronis amerikaniko protoselido 01

Το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Providence Patriot» που κυκλοφόρησε στη Νέα Υόρκη στις 15 Αυγούστου του 1821, φιλοξενούσε ένα άρθρο έκπληξη για την ελληνική επανάσταση. Το όνομα του συγγραφέα δεν αναφερόταν, αλλά πηγή του άρθρου ήταν η εφημερίδα «Charleston Courier». Ο αρθρογράφος έγραφε με έντονο λυρισμό για τον δίκαιο αγώνα των επαναστατημένων κατά του «τουρκικού δεσποτισμού».

 

kolokotronis amerikaniko protoselido 02

 

«Ο ελληνικός πόλεμος έχει όλους τους καρπούς της εξέλιξης και της ωριμότητας. Δεν είναι σαν το αδύναμο μίσχο της νεαπολιτάνικης ελευθερίας, που δεν έχει ούτε ρίζες ούτε δύναμη, ούτε καν την ελάχιστη ελπίδα για άνθος ή καρπό. Είναι ριζωμένος βαθιά στα αιματοβαμμένα έγκατα του τούρκικου δεσποτισμού».

Ο αμερικανός αρθρογράφος συνδέει τον ξεσηκωμό του λαού με τις ιστορικές ρίζες του που προέρχονται απευθείας από την αρχαία ελλάδα : «Ξεκινά απ’ το χώμα μία καλλιέργεια πολέμου, όπως αυτή του Κάδμου, ενώ οι δάφνες της Ίδας και του Ολύμπου λυγίζουν το πανύψηλο κορμί τους, για να τιμήσουν τους σωτήρες της αρχαίας ελευθερίας».

Ο συντάκτης του φλογερού κειμένου επισημαίνει την χριστιανική ταυτότητα των εξεγερμένων ως ένα στοιχείο που επηρεάζει την Ευρώπη των ισχυρών.

«Η θρησκεία χωρίζει τους αντιπάλους και ξεπερνά τη δύναμη της επανένωσης. Ο Τούρκος, τυφλωμένος από την οργή του, ενισχύει τη φλόγα που μέλλει να τον κατασπαράξει.

Και με τις θηριωδίες του εναντίον της χριστιανικής εκκλησίας, αυξάνει την όρεξη της Αυστρίας και του Τσάρου».

Ο αρθρογράφος αναφέρεται στην «νεαπολιτάνικη ελευθερία», δηλαδή την αποτυχημένη επανάσταση του 1820 στην Ιταλία.

Οι Ναπολιτάνοι ξεσηκώθηκαν εναντίον του Βασιλιά, αλλά η επανάσταση καταπνίγηκε από τις δυνάμεις της Ιερής Συμμαχίας, που αποτελούνταν από την αυτοκρατορία της Αυστρίας, της Ρωσίας και το Βασίλειο της Πρωσίας.

Ούτε 40 μέρες δεν πέρασαν από τη δημοσίευση του άρθρου, όταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κατέλαβε την Τριπολιτσά στις 23 Σεπτεμβρίου του 1821. Ήταν η πιο σημαντική στρατιωτική επιτυχία των Ελλήνων.

 

john quincy adams daguerreotype 01

Τζον Κουίνσι Άνταμς



Οι Αμερικάνοι φιλέλληνες

 

Οι Αμερικάνοι αντιμετώπιζαν με μεγάλη συμπάθεια οποιοδήποτε έθνος προσπαθούσε να αποκτήσει την ανεξαρτησία του.

Άλλωστε δεν είχαν περάσει ούτε 50 χρόνια απ’ τη δική τους επιτυχημένη επανάσταση, του 1776.

Τα νέα της ελληνικής επανάστασης έγιναν αποδεκτά με ενθουσιασμό από τον αμερικάνικο λαό, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο πόλεμο ανεξαρτησίας.

Η Ελλάδα έφερνε μαζί της τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, που γοήτευε τους ξένους και ιδιαίτερα τις ανώτερες τάξεις.

Οι Έλληνες είχαν αντιληφθεί τη συμπάθεια των Αμερικανών και δεν την άφησαν ανεκμετάλλευτη.

Στις 25 Μαρτίου του 1821, ο Πέτρος Μαυρομιχάλης έστειλε επιστολή στον Γραμματέα της Κυβέρνησης και μετέπειτα Πρόεδρο, Τζον Κουίνσι Άνταμς, με την οποία ζητούσε τη βοήθεια της Αμερικής: «Οι αρετές σας, Αμερικάνοι, είναι πολύ κοντά στις δικές μας, αν και μας χωρίζει μεγάλη θάλασσα. Σας νιώθουμε πιο κοντά από τις γειτονικές μας χώρες και σας θεωρούμε φίλους, συμπατριώτες και αδελφούς, γιατί είστε δίκαιοι, φιλάνθρωποι και γενναίοι. Μην αρνηθείτε να μας βοηθήσετε!»

Ο Μαυρομιχάλης δεν ήταν ο μοναδικός Έλληνας που επικοινώνησε με Αμερικανούς.

Ο Αδαμάντιος Κοραής αλληλογραφούσε με τον Τόμας Τζέφερσον από την εποχή που ο τελευταίος ήταν πρέσβης στη Γαλλία, το 1785.

Επιστολή του Κοραή από τον Ιούλιο του 1823, έγραφε: «Βοηθήστε μας, τυχεροί Αμερικάνοι. Δεν ζητάμε ελεημοσύνη, αλλά σας δίνουμε την ευκαιρία να αυξήσετε τη δική σας καλοτυχία».

 

Το πολιτικό παρασκήνιο. Ο φόβος της Ρωσίας.

 

Η αμερικάνικη κυβέρνηση είχε διχαστεί, καθώς εκτός από τους υποστηρικτές της ελληνικής επανάστασης, υπήρχαν και εκείνοι που δεν ήθελαν να αναμιχθούν στην Ευρώπη. Θεωρούσαν ότι πρώτα έπρεπε να βοηθήσουν οι κοντινότερες ευρωπαϊκές δυνάμεις, οι οποίες μάλιστα δεν φαίνονταν πολύ πρόθυμες. Οι Αμερικάνοι φοβόντουσαν τη Ρωσία, γιατί πίστευαν ότι υπήρχε μεγάλος κίνδυνος να προσαρτήσει την Ελλάδα, αφού τη βοηθούσε να ανεξαρτητοποιηθεί από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Δεν ήθελαν να θυσιάσουν χρήμα και ανθρώπινες ζωές για να ενισχύσουν την αντίπαλη δύναμη.

Ο Τζον Κουίνσι Άνταμς, που δέχτηκε την επιστολή του Πέτρου Μαυρομιχάλη, ήταν και ο άνθρωπος που σταμάτησε κάθε προσπάθεια της αμερικάνικης κυβέρνησης να στείλει βοήθεια στην Ελλάδα. Δεν ήθελε να διαταράξει τις σχέσεις με την Τουρκία και θεωρούσε ότι η υποστήριξη του ελληνικού αγώνα ισοδυναμούσε με κήρυξη πολέμου εναντίον της Τουρκίας.

 

james monroe 01

Πρόεδρος Μονρό

 

 

Τον Νοέμβριο του 1823, ο Άνταμς μετέπεισε τον Πρόεδρο Μονρό, που ήταν έτοιμος να στείλει βοήθεια.

Ένα μήνα αργότερα, το Δεκέμβριο του 1823, ψηφίστηκε το «Δόγμα Μονρό», με το οποίο η Αμερική υποσχόταν να μην αναμιχθεί στα ευρωπαϊκά τεκταινόμενα και αναγνώριζε τις κυβερνήσεις ως είχαν. Οποιαδήποτε βοήθεια επρόκειτο να στείλει η Αμερική στη Ελλάδα θα ήταν αποτέλεσμα ιδιωτικών κινητοποιήσεων και όχι κυβερνητικής εντολής....

 

samuel gridley 01

Σάμιουελ Χάου


Αμερικανοί εθελοντές στο πλευρό της Ελλάδας


Το άρθρο της 15ης Αυγούστου στην εφημερίδα «Providence Patriot» αποδεικνύει την φιλελληνική στάση της αμερικανικής κοινής γνώμης. Όπως βέβαια το αποδεικνύουν και οι Αμερικάνοι εθελοντές που πολέμησαν στην Ελλάδα για την απελευθέρωση.

Ο πρώτος εθελοντής ήταν ο Τζορτζ Τζάρβις που ταξίδεψε στην Ελλάδα το 1822 και πολέμησε μέχρι και το θάνατό του, τον Αύγουστο του 1828. Ο Τζάρβις έγινε γνωστός ως Καπετάν Γιώργης Ζέρβας και ενέπνευσε πλήθος Αμερικάνων να ακολουθήσουν το παράδειγμά του.

Το 1824 έφτασε στην Ελλάδα ο Τζόναθαν Μίλερ που συμμετείχε στην Έξοδο του Μεσολογγίου και εκθείασε το θάρρος των αγωνιστών σε κείμενά του.

Ο Μίλερ υιοθέτησε ένα Ελληνόπουλο, τον Λουκά, ο οποίος σπούδασε στην Αμερική και έγινε ο πρώτος γερουσιαστής ελληνικής καταγωγής. Ίσως ο πιο γνωστός Αμερικάνος φιλέλληνας ήταν ο γιατρός Σάμιουελ Χάου, που ίδρυσε νοσοκομείο στην Αίγινα και σχολείο για τυφλούς στην Κόρινθο.

Ένας μακρινός συγγενής του Προέδρου Τζορτζ Ουάσινγκτον, ο Γουίλιαμ Ουάσινγκτον, πολέμησε και πέθανε στο Παλαμήδι.

 

kolokotronis 02

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης


Η επιστολή του Κολοκοτρώνη

 

Η υποστήριξη των Αμερικάνων εξασθένησε με το πέρασμα των χρόνων, καθώς παρακολουθούσαν τις εσωτερικές διαμάχες των Ελλήνων.

Στις 5 Ιουλίου του 1826, ο Κολοκοτρώνης συνέθεσε επιστολή που δημοσιεύτηκε στις αμερικάνικες εφημερίδες:

«Η Ελλάδα είναι ευγνώμων για τη φιλανθρωπία των χριστιανών αδελφών μας, που μοιράζονται τον αγώνα μας και υποστηρίζουν με τα χρήματά τους τον πόλεμο για την ανεξαρτησία.

Οι Έλληνες είναι αποφασισμένοι να ζήσουν ή να πεθάνουν ελεύθεροι και δεν φοβούνται να χύσουν το αίμα τους ή το θάνατο των παιδιών και των γυναικών τους.

Είναι έτοιμοι να δεχτούν τον θάνατο αντί τη σκλαβιά και τώρα, πιο πολύ από ποτέ, είναι ενωμένοι εναντίον των Τούρκων.

Μην σταματήσετε να συνεισφέρετε. Βοηθάτε την ανθρωπότητα και κάνετε το θέλημα του Θεού».

 

Το άρθρο του «Providence Patriot» προέρχεται από την ιδιωτική συλλογή του Β.Ηλιόπουλου. Τον ευχαριστούμε για την ευγενική παραχώρηση του υλικού.


Πηγή:
Η Μηχανή του Χρόνου

karaiskakhs georgios 01


Κραβασαράς.Ἕνα ἀπό τά πιό ἰσχυρά κέντρα ἐφοδιασμοῦ τοῦ Κιουταχῆ,κατά τήν διάρκεια τῆς πολιορκίας τοῦ Μεσολογγίου.

Ἐκεῖ ἀποφάσισε νά χτυπήσῃ ὁ γιός τῆς Καλογριᾶς καί -ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ- τό διέλυσε,ρίχνοντας τόν «Κιουτάγια» σέ μαῦρες σκέψεις.

 

 karaiskakhs georgios eksw apo to mesologgi 01

 

Πηγή: Αβέρωφ

Δεν ξεχνώ

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ [1986 - 2016]: 30 Χρόνια από τήν ψήφιση…

Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017

Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...

ΕΛΛΗΝΕΣ και ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ μποϊκοτάρετε τα προϊόντα εταιρειών που αφαιρούν…

Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017

Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...

Σύμφωνο Διαστροφικής Συμβίωσης

TIDEON 21-12-2015

Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...

ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: Δεν θα γίνω ευκολόπιστο θύμα!

Tideon 14-12-2015

Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...

Η καταιγίδα των αντιδράσεων για το «αντιρατσιστικό»

TIDEON 27-08-2014

  Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...

Δεν θα γίνω «δωρητής» οργάνων χωρίς να το θέλω! …

tideon.org 02-05-2013

  Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές...

Tideon 31-12-2012

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...

Όχι, δεν θα φύγω

Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012

Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...

ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων…

tideon 07-11-2011

  ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ...;

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011

   Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου;    Για να...

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου…

ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...