Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Θεοσεβής και ευλαβέστατος ο ατρόμητος καπετάνιος, εξέφρασε την ύστατη επιθυμία του να καρεί μοναχός στο Άγιο Όρος, πράγμα που έγινε. Περιγράφει ο συγγραφέας την τελευταία εξομολόγηση του γέροντα καπετάνιου, μοναχού Γαβριήλ πλέον, στον συνονόματο πνευματικό του παπά-Γαβριήλ.
«Περίδακρυς και συντετριμμένος από μετάνοια τον παρακαλούσε: [Ο διάλογος δεν είναι… λογοτεχνικός. Είναι αληθινός και αυθεντικότατος. Τον απεκάλυψε-χρόνια αργότερα- ο Πνευματικός. Μου μεταφέρθηκε από μέλος της συνοδείας του (π.Μελέτιος)].
- Θέλω ν΄ακούσουνε τ΄αφτιά μου τη διαβεβαίωσί σου. Πνευματικέ, για ν΄αναθαρρήση και γλυκάνη η ψυχή μου από ελπίδα πως θα΄δώ πρόσωπο Θεού και Παράδεισο… Δεν σκότωνα για να σκοτώνω. Για την Πατρίδα και τ΄άγια της τόκανα. Με βαραίνει όμως και με πονάει, που στα γιουρούσια, στις μάχες και στο να προστατευθώ και προστατέψω, έκανα έτσι, που «χάθηκαν» κι΄ «άφταιγοι». Τα ξέρεις όλα. Σκληρός ο πόλεμος. Σου «πετρώνει» την καρδιά, σου «θολώνει το μάτι». Είχα, βλέπεις, στο λαιμό μου και την υπακοή μου και ένα σωρό παλικάρια. Αλλά για όλους και τα όλα ήμουν υπεύθυνος εγώ. Πες μου ο Θεός θα με σχωρέση;…
- Ο Χριστός σ΄έχει ήδη σχωρεμένο και μάλιστα τώρα, που στα χέρια σου δεν κρατάς πιστόλι, αλλά τούτο το περίστροφο (κομποσχοίνι), που σώζει.
Και για τους «άφταιγους» σε σχωρνάει ο Θεός, γιατί βλέπει τα δάκρυα και τον πόνο της καρδιάς σου. Όσο για τα άλλα σου… άξιος ο μισθός σου γιατί αν δεν ήσουν σύ, η Μακεδονία μας σήμερα θα ήταν Βουλγαρική κι οι συμπατριώτες μας βασανισμένοι, ξέκληροι, μακριά απ΄τις εκκλησίες στις οποίες βαπτίσθηκαν κι΄απ΄τα σπιτικά τους φευγάτοι. Δεν σκότωνες για να σκοτώνης. Επιδρομείς κυνηγούσες και σχέδια πονηρά ματαίωνες. Θεός σχωρές, άξιος ο μισθός σου…».
Πηγή: («Γράμματα και Άρματα στον Άθωνα» του Αγιορείτη Επισκόπου Ροδοστόλου Χρυσόστομου.), Τρελογιάννης
Μοναδικό ντοκουμέντο: «H σκέψη μας στους Μακεδονομάχους, όχι στους μπολσεβίκους»
O ελληνικός Τύπος βρίθει αυτές τις ημέρες πολυσέλιδων αφιερωμάτων για μια «επανάσταση» που απέτυχε: Μόλις εβδομήντα χρόνια άντεξε o υπαρκτός σοσιαλισμός, πριν καταρρεύσει υπό το βάρος της φτώχειας. Η δική μας σκέψη, όμως, είναι σήμερα προσηλωμένη στο έθνος, όχι στους διεθνιστές. Στους Μακεδονομάχους, όχι στους μπολσεβίκους. Στον Παύλο Μελά, όχι στον Λένιν. Στον μεγάλο αυτόν εθνικό ήρωα, ο οποίος εγκατέλειψε τη βολή του και πήγε στην υπόδουλη Μακεδονία για να ξεσηκώσει τους αδελφούς μας και να επιτύχει την απελευθέρωσή της. Για να μην ξεχνάμε ότι δεν έχουν περάσει αιώνες, «χθες» η Μακεδονία ήταν στα χέρια κατακτητών.
Η «δημοκρατία», σε ένδειξη τιμής στον Μακεδονομάχο, δημοσιεύει σήμερα ένα μοναδικό ντοκουμέντο: Την τελευταία (άγνωστη) επιστολή που έστειλε στην κόρη του Ζωή ο Παύλος Μελάς, στις 29 Φεβρουαρίου 1904, μήνες πριν από τη δολοφονία του στα Στάτιστα. Επιστολή από την οποία προκύπτει ότι πιθανολογούσε πως θα «πέσει» στη μάχη και αποτελεί προσωπική παρακαταθήκη προς τα παιδιά του. Η «δημοκρατία» ευχαριστεί τον πρόεδρο του Συλλόγου Φίλων Παύλου Μελά «Μίκης Ζέζας», Γ. Μελά, ο οποίος μας παραχώρησε την επιστολή από το αρχείο της οικογένειας, καθώς και τους Δ. Αγγελίδη (αντιπρόεδρος) και Μ. Παπαδόπουλο (γραμματέας). Η συγκινητική επιστολή έχει ως εξής:
«Ζωή μου, κόρη μου
Είσαι τώρα μικρούτσικη, μόλις 5,5 ετών αγγελούδι, γλυκιά γλυκιά και λεπτή. Εγώ είμαι γέρος 34 ετών και φεύγω μετ' ολίγας ώρας διά την Μακεδονίαν, όπως πολεμήσω εναντίον των Βουλγάρων, οι οποίοι δολοφονούν τους αδελφούς μας. Πριν φύγω, θέλω να σου γράψω αυτό το γράμμα διά να το διαβάσεις όταν μεγαλώσεις και να έχεις μίαν ενθύμησίν μου. Δεν έχω να σου δώσω συμβουλάς, διότι τελειότερο αγγελούδι δεν είδον. Εχεις χάριν πνεύματος και σώματος. Είσαι λεπτοτάτη και ευαισθητοτάτη, και εν ταυτώ έχεις χαρακτήρα και θέλησιν ισχυροτάτους. Η ευσυνειδησία σου είναι έκτακτος, εν γένει δε έχεις όλα τα προτερήματα της καλής μητρός σου. Ουδέ ανησυχώ διά την επιμέλειάν σου, διότι από τώρα φαίνεται η φιλομάθειά σου.
Συ παρακαλώ μόνον, αγάπη μου, όταν μεγαλώσεις να προσέχης ολίγον τον Μίκην μου. Είναι ζωηρός ολίγον και αγαπά τα παιγνίδια. Οταν τον βλέπεις να παραμελεί τα μαθήματά του, να του τα υπενθυμίζεις και να του λέγεις ότι ο μπαμπάς θα ήτο πολύ λυπημένος εάν τον έβλεπε αμελούντα τα μαθήματα. Συ δε, αγγελάκι μου, να ενθυμήσαι καμιά φορά τον μπαμπά σου, ο οποίος εχόρευε μαζί σου το two steps.
Σε φιλώ, παιδάκι μου, εξ όλης [...] ψυχής και σε ευλογώ.
Ο πατήρ σου, που σε ελάτρευσε
Παύλος Μ. Μελάς
Ανθυπολοχαγός».
Πηγή: Εφημερίδα "Δημοκρατία"
Σαν σήμερα στις 13 Οκτωβρίου του 1904 πεθαίνει ο Παύλος Μελάς. Ο Παύλος Μέλας ήταν Έλληνας αξιωματικός του Στρατού, πρωτομάρτυρας και σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνα.
Φωτογραφία: Παύλος Μελάς
Tα πρώτα χρόνια
Ο Παύλος Μελάς γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου του 1870 στη Μασσαλία. Ο πατέρας του Μιχαήλ Μελάς (1833-1897) δραστηριοποιούταν ως έμπορος στην περιοχή. Το 1886 εισήλθε στη Σχολή Ευελπίδων και εξήλθε ως ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού στις 8 Αυγούστου του 1891. Τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε τη Ναταλία Δραγούμη (1872-1973), κόρη του τραπεζίτη και πολιτικού Στέφανου Δραγούμη. Με τη σύζυγο του απέκτησε δύο παιδιά, τον στρατιωτικό Μιχαήλ Μελά (1894-1950) και τη χημικό Ζωή Μελά - Ιωαννίδη (1898-1996).
Φωτογραφία: O Παύλος Μελάς ''Ευέλπις'' μαζί με την οικογένεια του στην οικία του
Ο Ρόλος του Μελά στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897
Υπήρξε δραστήριο μέλος της Εθνικής Εταιρείας, μιας μυστικής οργάνωσης, που είχε ως σκοπό την αναζωπύρωση του εθνικού φρονήματος και την απελευθέρωση των υπόδουλων Ελλήνων με κάθε θυσία, και έπαιξε αρνητικό ρόλο στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897. Με την έκρηξη του πολέμου μάχεται στα μέτωπα της Θεσσαλίας, ως διοικητής ουλαμού της 2ης Πεδινής Πυροβολαρχίας. Αισιόδοξος για την έκβασή του πολέμου , γράφει στους γονείς του:
«...Αν ο θεός μας βοηθήση ολίγον, σύντομα θα λάβετε γράμμα μου από την Θεσσαλονίκην. ΄Ώστε θάρρος, αγαπητοί μου γονείς, θάρρος και πεποίθησιν· διότι και αν φέρη ο διάβολος, να νικηθώμεν, θα νικηθώμεν παλικαρίσια...». Δέκα μέρες αργότερα, η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί τον απογοητεύει και τον αηδιάζει. «Οι ηλίθιοι που φωνάζουν εναντίον του (εννοεί τον διάδοχο Κωνσταντίνο) έπρεπε να είναι εις την Λάρισσαν την επαύριο, της ατίμου, ατίμου, ατίμου φυγής μας, δια να ιδούν την κατάστασιν του στρατού και ν’ αντιληφθούν αν ήτο δυνατόν να κάμη μαζί του ένα βήμα προς τα εμπρός...» γράφει εκ νέου στους γονείς του.
Στις αρχές του 20ου αιώνα τον απασχολεί έντονα η κατάσταση στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία και τον ανησυχεί η δράση των κομιτατζήδων, που επιδιώκουν την προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία. Τον επηρεάζει έντονα ο Μακεδόνας πεθερός του Στέφανος Δραγούμης, ενώ έχει πληροφόρηση από πρώτο χέρι από τον αδελφό της γυναίκας του Ίωνα Δραγούμη, που υπηρετεί ως υποπρόξενος στο Μοναστήρι.
Η μυστική αποστολή στην Μακεδονία
Τον Φεβρουάριο του 1904, μαζί με άλλους τρεις αξιωματικούς, τους λογαχούς Αλέξανδρο Κοντούλη και Αναστάσιο Παπούλα και τον ανθυπολοχαγό Γεώργιο Κολοκοτρώνη, συμμετέχει σε μυστική αποστολή στη Μακεδονία με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας (Μίκης, από το όνομα του γιου του Μιχαήλ, που τον φωνάζουν χαϊδευτικά Μίκη και Ζέζας, από το όνομα της κόρης του Ζωής, που τη φωνάζουν χαϊδευτικά Ζέζα), κατόπιν εντολής της κυβέρνησης Θεοτόκη. Η ομάδα των τεσσάρων αξιωματικών, συνοδευόμενη από μακεδόνες αγωνιστές, δραστηριοποιήθηκε στη δυτική Μακεδονία, αλλά οι κινήσεις της έγιναν αντιληπτές από τους Τούρκους, οι οποίοι ζήτησαν από την ελληνική κυβέρνηση την ανάκλησή τους. Έτσι, ο Μελάς μαζί με τους τρεις άλλους αξιωματικούς επέστρεψαν στην Αθήνα στις 29 Μαρτίου.
Φωτογραφία: O Παύλος Μελάς με τα παιδιά του
Τον Ιούλιο, ενώ υπηρετούσε στη Σχολή Ευελπίδων, ζήτησε 20ήμερη άδεια και έκανε ένα δεύτερο ταξίδι στη Μακεδονία. Στο πλαστό διαβατήριό του αναγραφόταν το όνομα Πέτρος Δέδες και ως επάγγελμα δήλωνε ζωέμπορος. Μόλις έφθασε στην Κοζάνη συναντήθηκε με το ντόπιο ελληνικό στοιχείο και αποφασίστηκε η συγκρότηση ενόπλων σωμάτων με τη στρατολόγηση ανδρών από τις γύρω περιοχές και η ανάληψη άμεσης δράσης στη Δυτική Μακεδονία. Επέστρεψε στην Αθήνα στις 3 Αυγούστου γεμάτος αισιοδοξία για την έκβαση του Αγώνα.
Μετά από 15 ημέρες ζήτησε κι έλαβε τετράμηνη άδεια από το στράτευμα για να αναλάβει επίσημα την αρχηγία του Μακεδονικού Αγώνα στην περιοχή της Καστοριάς και του Μοναστηρίου, κατόπιν υπόδειξης του Μακεδονικού Κομιτάτου. Λίγο πριν από την αναχώρησή του εξομολογείτο στη γυναίκα του: «...Αισθάνομαι πολύ, ο δυστυχής, την ευτυχίαν που αφήνω· αισθάνομαι ότι μ’ όλον τον ανήσυχον και νευρικόν χαρακτήραν μου ο βίος ο οποίος μου αρμόζει περισσότερον είναι ο ήσυχος και ο οικογενειακός. Αλλ’ από τινος δεν ηξεύρω τι έπαθα· έγινα όργανον δυνάμεως πολύ μεγάλης, ως φαίνεται, αφού έχει την ισχύν να κατασιγάση όλα τ’ αλλα αισθήματά μου και να με ωθή διαρκώς προς την Μακεδονίαν». Και από τη Λάρισα συμπλήρωνε με νέο γράμμα προς την σύζυγό του, ωσάν να προαισθανόταν το τέλος του: «...Αναλαμβάνω αυτόν τον αγώνα με όλη μου την ψυχήν και με την ιδέαν, ότι είμαι υποχρεωμένος να τον αναλάβω. Είχα και εγώ την ακράδαντον πεποίθησιν, ότι δυνάμεθα να εργασθώμεν εν Μακεδονία και να σώσωμεν πολλά πράγματα. Έχων δε την πεποίθησιν ταύτην, έχω και υπέρτατον καθήκον να θυσιάσω το παν όπως πείσω την Κυβέρνησιν και την κοινήν γνώμην περί τούτου...».
Ο θάνατος του Παύλου Μελά
Στις 28 Αυγούστου ο Καπετάν Μίκης Ζέζας διέβη τα σύνορα, συνοδευόμενος από αρκετούς Μακεδόνες, Λάκωνες και Κρήτες, και στα μέσα Σεπτεμβρίου στρατοπέδευσε στην περιοχή της Καστοριάς. Στις 13 Οκτωβρίου του 1904 εισήλθε στο χωριό Στάτιστα για να αναπαυτεί αυτός και οι άνδρες του. Όμως, ο Βούλγαρος αρχικομιτατζής Μήτρος Βλάχος, προκειμένου να τον βγάλει από τη μέση, ειδοποίησε τις οθωμανικές αρχές. Επί τόπου κατέφθασε ισχυρό στρατιωτικό απόσπασμα, αποτελούμενο από 150 άνδρες και στη συμπλοκή που ακολούθησε, ο Παύλος Μελάς τραυματίστηκε σοβαρά στην οσφυϊκή χώρα και μετά από μισή ώρα άφησε την τελευταία του πνοή.
Φωτογραφία: Απόκομα της εφημερίδας Εμπρός με την είδηση του Θανάτου του Παύλου Μελά
Το κεφάλι του αποκόπηκε από τους συμπολεμιστές του και τάφηκε στο ναό της Αγίας Παρασκευής στο Πισοδέρι. Το σώμα του παραδόθηκε από τις οθωμανικές αρχές στον μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό (Καραβαγγέλη) και τάφηκε στον βυζαντινό ναό των Ταξιαρχών στην Καστοριά, όπου αναπαύεται και η κάρά του από το 1950. Στον ίδιο ναό έχει ταφεί και η σύζυγός του Ναταλία, κατ’ επιθυμίαν της.
Ο θάνατος του Παύλου Μελά έγινε γνωστός στην Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου και συγκλόνισε την κοινή γνώμη, λόγω του ακέραιου και αγνού χαρακτήρα του ανδρός, αλλά και του γνωστού ονόματος της οικογένειάς του, που είχε μεγάλους δεσμούς με τη Μακεδονία και την κοινωνία των Αθηνών. Η θυσία του σηματοδότησε την ουσιαστική έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα, που κορυφώθηκε με τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913.
Σημειώνεται ότι το στρατόπεδο ‘’Παύλος Μελάς’’ ιδρύθηκε το 1881 στη Θεσσαλονίκη και επεκτάθηκε από τον Ελληνικό Στρατό μετά την απελευθέρωση. Στη διάρκεια της κατοχής ήταν στρατόπεδο συγκέντρωσης αντιστασιακών, τόπος εκτελέσεων και βασανιστηρίων. Οι στρατιωτικές μονάδες απομακρύνθηκαν σταδιακά.
Πηγή: (Με πληροφορίες από sansimera, wikimapia), OnAlert
Σ᾿ ὅλες τὶς κρίσιμες φάσεις τῆς μακραίωνης «ταραγμένης» ἑλληνικῆς ἱστορίας δὲν ἔλειψαν καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἀφιέρωσαν τὴ ζωή τους στὸ νὰ «φυλᾶνε Θερμοπύλες». Σ᾿ αὐτὴν τὴν κατηγορία ἀνῆκε καὶ ὁ Μακεδονομάχος Δημήτριος Μαυρομάτης.
Ἀφ᾿ ἑνὸς τὸ ἐνδιαφέρον μου γιὰ τὴν ἱστορία τῆς Μακεδονίας καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου ἡ εὐθύγραμμη ἐξ αἵματος συγγένεια (δισέγγονος) μὲ τὸν Μακεδονομάχο Δημήτριο Μαυρομάτη, μὲ ὤθησαν στὴν ἔρευνα γιὰ τὴ δράση του στὴν περιοχὴ Βιλαέτι Θεσσαλονίκης (1904–1908).
Ἀξίζει νὰ ἀναφέρω ὅτι μετὰ τὸ θανάσιμο τραυματισμὸ τοῦ Παύλου Μελᾶ στὰ Στάτιστα τὸ 1904 καὶ τὰ τελευταῖα του λόγια, πρὶν ξεψυχήσει: «Βούλγαρος νὰ μὴ μείνει», προκάλεσε πανελλήνια συγκίνηση. Οἱ ἐθελοντὲς καὶ τὰ συνεπακόλουθα τμήματα πολλαπλασιάστηκαν θεαματικά. Ἀνάμεσα σ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἐθελοντὲς ἦταν καὶ ὁ Δημήτριος Μαυρομάτης ἀπὸ τὴ Μηλιὰ Πιερίας ἀπὸ τοὺς ἐλαχίστους, μετὰ ἀπὸ σχετικὴ ἔρευνα, τῆς περιοχῆς Πιερίας. Κατόπιν προφορικῆς παράδοσης, ἀπὸ τὴ σύζυγό του Κωνσταντία Μαυρομάτη στὴν ἐγγονὴ της ὀνόματι Κωνσταντία Μαυρομάτη (μητέρα μου), ὁ ἐν λόγῳ ἀγωνιστὴς ἀποχαιρέτησε τὴ μητέρα του, τὴ σύζυγό του καὶ τὸ γυιό του Γεώργιο Μαυρομάτη (παπποῦ μου) καὶ ἐφόσον ἵππευσε τὸ ἄσπρο ἄλογο κατευθύνθηκε στὰ βουνὰ τῆς Πιερίας καὶ ἐντάχθηκε στὸ Σῶμα τοῦ Ἐπιλοχία πυροβολικοῦ Βασίλειου Σταυρόπουλου (γνωστοῦ ὡς Καπετὰν Κόρακα).
Ἡ δράση τοῦ Δημητρίου Μαυρομάτη καὶ τῶν συναγωνιστῶν, ἡ ὁποία ἐκτείνεται κατὰ κύριο λόγο στὸ Βέρμιο καὶ στὴν περιοχὴ τῆς Βέροιας, περιστράφηκε στὴν κυρίως ἐξουδετέρωση πρακτόρων τοῦ κομιτάτου, στὴν ἐκμηδένιση τῆς ρουμανικῆς προπαγάνδας, στὸν περιορισμὸ τῆς δράσης τῶν ληστρικῶν σωμάτων, τὰ ὁποῖα κινοῦνταν μεταξὺ παρανομίας καὶ ἐθνικοῦ ἀγώνα, ταλαιπωρώντας τοὺς ἀγροτικοὺς πληθυσμούς. Ἐπίσης, ἀξίζει νὰ ἀναφέρω ὅτι ἔλαβε μέρος καὶ σὲ ὁρισμένες συγκρούσεις μὲ τὰ τούρκικα ἀποσπάσματα.
Οἱ ἔρευνες, ὅσο μᾶς τὸ ἐπιτρέπουν οἱ γραπτές (χρονικά, ἀπομνημονεύματα, κ.ἄ.) καὶ προφορικές μαρτυρίες (διηγήσεις παλαιοτέρων κατοίκων, Δημοτικά τραγούδια), περιορίζονται κατὰ κύριο λόγο στὸ ἔτος 1908. Ἐνδεικτικὰ παραθέτω μερικὰ ἀποσπάσματα ποὺ σκιαγραφοῦν τὴν προσωπικότητα καὶ τὴ δράση τοῦ Δ. Μαυρομάτη.
Στὴ ζωτική, στρατιωτική περιοχὴ τῆς Βέροιας τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1908 δροῦσε τὸ ἑλληνικὸ Σῶμα τοῦ Ἐπιλοχία Βασίλειου Σταυρόπουλου (Καπετάν Κόρακα), τὸ ὁποῖο εἶχε πετύχει νὰ τὴν ἐλέγχει πλήρως. Στὶς 18 Ἰανουαρίου τὸ Σῶμα εἶχε καταφύγει, λόγῳ δριμύτατου ψύχους, στὸ χωριὸ Τσέρνοβο (Φυτιά), βορειανατολικὰ τῆς Βέροιας. Μεσάνυχτα τῆς ἴδιας ἡμέρας τὸ Σῶμα Βασίλειου Σταυρόπουλου (Καπετάν Κόρακα), στὸ ὁποῖο ἀνῆκε καὶ ὁ Δ. Μαυρομάτης, βρέθηκε περικυκλωμένο ἀπὸ ἰσχυρὸ τουρκικὸ ἀπόσπασμα, προφανῶς κατόπιν προδοσίας. Ὁ Ἐπιλοχίας Σταυρόπουλος, ὅταν ἀντιλήφθηκε τὸ συμβάν, συγκέντρωσε τὸν Μαυρομάτη καὶ τοὺς ὑπόλοιπους ἄντρες καὶ πέτυχε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸν τούρκικο κλοιὸ ἐφαρμόζοντας τὸ παλαιὸ τέχνασμα, τὸ ὁποῖο χρησιμοποιεῖτο ἀπὸ τοὺς Κλέφτες. Ἄφησαν μπροστὰ στὶς θέσεις μάχης τοῦ τούρκικου ἀποσπάσματος ἕναν εὐμεγέθη κριό, τὸν ὁποῖο συντηροῦσε τὸ Σῶμα ὡς «μασκότ». Κατὰ τὰ ἔθιμα τῶν Τούρκων ὁ ἐλεύθερος αὐτὸς κριὸς ἔπρεπε νὰ συλληφθεῖ καὶ νὰ προσφερθεῖ ὡς θυσία στὸν Ἀλλάχ. Ἐνῷ οἱ Τοῦρκοι προσπαθοῦσαν νὰ συλλάβουν τὸν κριό, οἱ Ἕλληνες ἀγωνιστὲς βρῆκαν τὴν εὐκαιρία νὰ διαρρεύσουν διὰ μέσῳ τῶν τουρκικῶν θέσεων καὶ νὰ σωθοῦν.
Στὶς ἀρχές Μαρτίου 1908 ὁ Σταυρόπουλος πληροφορήθηκε ὅτι Σῶμα Ρουμανόβλαχων μὲ ἀρχηγὸ τὸν Χατζηγώγα διέτρεχε τὴν περιοχὴ τῆς Βέροιας. Συγχρόνως διατάχθηκε ἀπὸ τὸ Προξενεῖο Θεσσαλονίκης νὰ ἀποκόψει τὶς ἐπικοινωνίες μεταξὺ Βέροιας καὶ γειτονικῶν χωρῶν. Κατόπιν τῶν παραπάνω τὴν 8η Μαρτίου 1908 ὁ Σταυρόπουλος προσέβαλε σὲ ἐνέδρα τοὺς ρουμανίζοντες Βλάχους τῆς Ντόλιανης (Κουμαριᾶς) κατὰ τὸ διάστημα ποὺ ἐργάζονταν στὰ χωράφια τους, σκοτώνοντας ἀρκετούς. Σὲ ἀντίποινα τῆς προσβολῆς αὐτῆς ρουμανίζοντες Βλάχοι προσέβαλαν τὸ μοναστήρι τῆς Παναγίας Δοβρᾶς (Καλή Παναγιά) καὶ σκότωσαν τοὺς μοναχοὺς Παπασταῦρο καὶ Μᾶρκο Σαφάρη. Ὁ Σταυρόπουλος γιὰ νὰ τρομοκρατήσει τοὺς ρουμανίζοντες Βλάχους ἀποφάσισε νὰ δράσει καὶ μέσα στὴ Βέροια. Ἀφοῦ ἐγκατέστησε τὸ Σῶμα του στὴ λίμνη, μπῆκε μεταμφιεσμένος στὴν πόλη τῆς Βέροιας μὲ τρεῖς ἀπὸ τοὺς ἄνδρες του, στοὺς ὁποίους περιλαμβανόταν καὶ ὁ ὁπλαρχηγὸς Σκοτίδας. Σκοπὸς του ἦταν νὰ σκοτώσει τὸν φανατικὸ ὀπαδὸ τῆς ρουμανικῆς κίνησης ιερέα Παπαγιώργη. Στήθηκε ἐνέδρα καὶ ὁ Παπαγιώργης πυροβολήθηκε ἀπὸ ἕνα ἐρειπωμένο σπίτι, ἐνῷ πήγαινε μὲ πολλοὺς ὀπαδοὺς του προκειμένου νὰ λειτουργήσει, κατὰ τοὺς ρουμανικοὺς κανόνες, στὴν ἐκκλησία τῆς Κάτω Παναγιᾶς. Μετὰ τὸ ἐπεισόδιο οἱ Τοῦρκοι πραγματοποίησαν ἐκτεταμένες ἔρευνες, ἐνῷ ὁ Σταυρόπουλος μαζὶ μὲ τὸν Μαυρομάτη καὶ τοὺς ὑπόλοιπους ἄντρες κατόρθωσαν νὰ βγοῦν ἀπὸ τὴν πόλη καὶ νὰ καταφύγουν στὴ λίμνη τῶν Γιαννιτσῶν.
Ἡ ζωή, τόσο τοῦ Δημήτριου Μαυρομάτη ὅσο καὶ τῶν ἄλλων ἀγωνιστῶν, περιγράφεται ἀπὸ τὴ Λ. Φωκίδου σὲ ἄρθρο γιὰ τὴν καθημερινὴ ζωὴ τῶν Μακεδονομάχων, ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ταλαιπωρία, κούραση, πορεία πάντα μέσα στὴ νύχτα, φαγητὸ λιτό, σχεδὸν τιποτένιο καὶ ὕπνος πάνω σὲ τσαλιά, μέσα σὲ ἄδειες στάνες, σὲ δάση καὶ σπηλιὲς ἦταν οἱ καθημερινοὶ σύντροφοι, οἱ ἀχώριστοι. Ἀλλὰ στὶς καρδιὲς μας μέσα, βαθὺς ἦταν ὁ πόθος γιὰ τὴ λευτεριά τῆς Μακεδονίας».
Μὲ τὸν πιὸ ἀνάγλυφο τρόπο σᾶς περιγράφω τὶς τελευταῖες ὧρες τοῦ Μακεδονομάχου Δημητρίου (Μήτρου) Μαυρομάτη μέσα ἀπὸ τὰ ἀπομνημονεύματα τοῦ Βασίλειου Σταυρόπουλου (Καπετάν Κόρακα). «Ἀμέσως μετὰ ἀπὸ τὸ Τσόρνοβο κατηφόρισε ὁ Σταυρόπουλος (Καπετὰν Κόρακας) μαζὶ μὲ τοὺς ἄντρες του (ἐνν. καὶ τὸν Δ. Μαυρομάτη) γιὰ τὴ Νάουσα. Οἱ Ναουσαῖοι τοὺς ὑποδέχτηκαν μὲ πραγματικὸ ἐνθουσιασμὸ καὶ τοὺς φιλοξένησαν μὲ χίλια καλά. Ἀφοῦ ξεκουράστηκαν γιὰ λίγο ὅλοι τους, ἀμέσως μετὰ ἀποφάσισαν νὰ («χτυπήσουν») τοὺς Ρουμανόβλαχους ποὺ παραχείμαζαν στὶς μάντρες τους στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Καστανιᾶς, τρεῖς ὧρες ἔξω ἀπὸ τὴ Βέροια. Ὅλα ἦταν καλὰ καὶ μελετημένα, μόνο ποὺ πάλι παρουσιαζόταν μπροστά τους τὸ γνωστὸ ἐμπόδιο, ὁ ποταμὸς Ἀλιάκμων. Χωρὶς χρονοτριβὴ ξεκίνησαν (ὁ Σταυρόπουλος, ὁ Μαυρομάτης καὶ οἱ ὑπόλοιποι ἄντρες) καὶ κατηφόρισαν πρὸς τὴν Κόκοβα. Εἶχαν μάθει πὼς ἐκεῖ βρισκόταν κάποιος ὀνόματι Ἀναγνώστης, ἕνας φλογερὸς πατριώτης γεμᾶτος ἐνθουσιασμό, ὁ ὁποῖος τοὺς καλοδέχτηκε καὶ κάνοντας μία βάρκα ἀπὸ ἕνα μεγάλο σκαφίδι ζυμώματος τὴν ἔδεσε σ᾿ ἕνα σκοινὶ καὶ τοὺς πέρασε ὅλους σιγὰ–σιγὰ ἀπὸ τὴν Κόκοβα στὴν Καστανιά. Ἀμέσως προχώρησαν πρὸς τὴν Καστανιὰ καὶ κατηφόρισαν πρὸς τὸν Ἅγιο Ἰωάννη. Ἡ ὥρα ἦταν τρεισήμισι. Ἀποφάσισαν (ὁ Β. Σταυρόπουλος, ὁ Δ. Μαυρομάτης καὶ οἱ ὑπόλοιποι ἄντρες) νὰ ἐπιτεθοῦν τὰ χαράματα. Ὁ Β. Σταυρόπουλος (Καπετὰν Κόρακας) σκόρπισε ἥσυχα τοὺς ἄντρες του μέσα στοὺς θάμνους καὶ περίμενε. Σὰν ἔπιασε νὰ ἀχνοφέγγει, μάζεψε τοὺς ἄντρες του καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδωσε τὶς τελευταῖες ὁδηγίες, χωρίστηκανσὲ τρεῖς ὁμάδες καὶ ἐπιτέθηκαν ἀπὸ τρεῖς διαφορετικὲς μεριὲς ἐντελῶς ξαφνικά. Οἱ Ρουμανόβλαχοι μόλις κατάλαβαν ὅτι περικυκλώθηκαν ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ἀγωνιστὲς ἑτοιμάστηκαν νὰ πολεμήσουν ὅπως – ὅπως. Τρόπος νὰ ξεφύγουν δὲν ὑπῆρχε. Ἐπακολούθησε μεγάλη συμπλοκή, ὅπου σκοτώθηκαν δέκα Ρουμανόβλαχοι καὶ σφάχτηκαν τρεῖς χιλιάδες ζωντανά, αἰγοπρόβατα μέσα στὶς μάντρες. Ἐνῷ πολεμοῦσαν στῆθος μὲ στῆθος, ἀπ᾿ τὸ Σῶμα Σταυρόπουλου σκοτώθηκε ὁ Δημήτριος Μαυρομάτης ἀπ᾿ τὸ Χάνι τῆς Μηλιᾶς (σὲ ἡλικία περίπου 28 ἐτῶν), χωρὶς κανεὶς ἄλλος νὰ πάθει τὸ παραμικρό. Ἀμέσως μετὰ ἐνημερώθηκε ὁ Β. Σταυρόπουλος ὅτι ἐρχόταν ὁ Τουρκικὸς στρατὸς μαζὶ μὲ χωρικοὺς ἀπὸ τὸ Χάντοβο νὰ βοηθήσουν τοὺς Ρουμανόβλαχους τοῦ Ἁγ. Ἰωάννη. Ὁ Τουρκικὸς στρατὸς ἦταν πολὺ περισσότερος ἀπ᾿ τὸ Σῶμα τοῦ Σταυρόπουλου καὶ ἐφόσον ἐκτίμησε τὴν κατάσταση δὲν ὠφελοῦσε νὰ ἐπιμένει καὶ διέταξε τὴν ὀπισθοχώρηση. Ἄρχιζαν νὰ κατηφορίζουν πάλι πρὸς τὸν Ἀλιάκμονα. Οἱ Τοῦρκοι ὅμως καὶ οἱ Χαντοβίτες «πέσαν τὸ κατόπιν μας». Ἔπρεπε οἱ ἄντρες τοῦ Σταυρόπουλου νὰ ὀπισθοχωροῦν καὶ νὰ πολεμοῦν συγχρόνως. Κάποια ὥρα ἔφτασαν στὸ ποτάμι. Ἡ διάβαση καταντοῦσε προβληματική, διότι τὸ νερὸ ἦταν θολὸ καὶ ὁρμητικό. Πρῶτα πέρασε ὁ Σταυρόπουλος (Καπετὰν Κόρακας), ὁ ὁποῖος κόντεψε νὰ πνιγεῖ ἀπὸ τὴν ὁρμητικό τητα τοῦ ποταμοῦ, ἀλλὰ σώθηκε χάρη στὴν ἔγκαιρη ἐπέμβαση τοῦ φλογεροῦ πατριώτη Ἀναγνώστη. Στὴ συνέχεια πέρασαν καὶ τὰ ὑπόλοιπα παλληκάρια. Ὁ ἐχθρὸς κυνηγώντας τους ἔφθασε ὡς ἐκεῖ, ἀλλὰ σταμάτησε δῶθε ἀπὸ τὸν Ἀλιάκμονα. Τὸ Σῶμα Κόρακα, λόγῳ τῆς καταδίωξης ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἀναγκάσθηκε τὸν Ἰούλιο τοῦ 1908 νὰ καταφύγει στὸν Ὄλυμπο, ὅπου τὸ βρῆκε τὸ νεοτουρκικὸ κίνημα».
Ὅταν κατέφθασε τὸ δυσάρεστο μήνυμα (κατόπιν προφορικῆς μαρτυρίας) στὴ σύζυγό του Κωνσταντία Μαυρομάτη ἀποπειράθηκε νὰ αὐτοκτονήσει καὶ σώθηκε χάρη στὴν ἔγκαιρη ἐπέμβαση τοῦ Σώματος τοῦ Βασίλειου Σταυρόπουλου. Ἐνῷ ἡ μητέρα (Ἑλένη Μαυρομάτη) τοῦ πεσόντος (Δημ. Μαυρομάτη) κατέφυγε σ᾿ ἕνα ὕψωμα γιὰ νὰ κλάψει τὸ γυιό της. Τὸ τοπωνύμιο «ὄχτος (=χαμηλό ὕψωμα) Μαυρομάτινας» στὴν περιοχή «Σαϊντάδικα» τῆς Μηλιᾶς Πιερίας, ὀφείλεται σ᾿ αὐτὸ τὸ γεγονὸς καὶ εἶναι ἄρρηκτα δεμένο μὲ τὴν ἱστορία τοῦ τόπου. Ζωντανὸ παράδειγμα, ἀποτελεῖ καὶ τὸ Δημοτικὸ τραγούδι ποὺ γράφτηκε, στὴν τελευταία αἱματηρὴ συμπλοκή τοῦ Δημήτριου (Μήτρου) Μαυρομάτη στὸν Ἅγ. Ἰωάννη τῆς Καστανιᾶς:
«Ὀρὲ ποιὸς εἶναι ἄξιος καὶ γρήγορος, ὀρὲ ἕνα ἄξιο παλληκάρι, νὰ πάει νὰ πεῖ τῆς Μήτραινας (συζύγου τοῦ Μαυρομάτη), ὀρὲ τὴ Δημήτραινα, τῆς μικροπαντρεμένης, νὰ μὴν ἀλλάξει παιδιά μου τὴ Λαμπρή, φλουριὰ νὰ μὴ φορέσει, ὀρὲ τὸ Μῆτρο, παιδιά μου, τὸν σκοτώσανε».
Ἀλλὰ ἡ μανία τῶν ἐχθρῶν δὲν σταμάτησε ἐδῶ. Ἀργότερα ἔκαψαν ὁλοσχερῶς καὶ τὴν οἰκία του, ἡ ὁποία ἦταν χτισμένη κοντά στὸν ναὸ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς στὴν Ἄνω Μηλιὰ Πιερίας, μ᾿ ἀποτέλεσμα νὰ χαθεῖ κάθε πολύτιμο στοιχεῖο (ἀλληλογραφία, φωτογραφίες κ.λπ.) ποὺ προφανῶς θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς δώσει περισσότερες πληροφορίες.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ Ἀπομνημονεύματα τοῦ Βασίλειου Σταυρόπουλου, τῆς Πηνελόπης Δέλτα καὶ τὸ Μακεδονικὸ Ἡμερολόγιο 1909, σημαντικὲς πληροφορίες, γιὰ τὴ δράση τοῦ Μαυρομάτη καὶ τὸν θάνατό του στὴ μάχη ποὺ ἔγινε στὸν Ἅγ. Ἰωάννη Καστανιᾶς, μᾶς δίνει καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Γερμανὸς Καραβαγγέλης, Μητροπολίτης Καστοριᾶς, ὁ ὁποῖος διαδραμάτισε σημαντικὸ ρόλο στὴ διάρκεια τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα. Ἔτσι μὲ τὴ γενναιότητα ποὺ ἐπέδειξαν τὰ Ἑλληνικὰ Σώματα, ὅπως μᾶς διηγεῖται ὁ Ἐπίσκοπος Γερμανὸς Καραβαγγέλης, περιόρισαν τὴ δράση τῶν Βουλγάρων ἐπιτυγχάνοντας τὴν ἕνωση Δυτικῆς καὶ Κεντρικῆς Μακεδονίας μὲ τὴν Ἑλλάδα.
Τέλος, ὁ Δημήτριος Μαυρομάτης τοῦ Ταξιάρχη ἀναγνωρίστηκε ἐπίσημα ὡς Μακεδονομάχος τὸ ἔτος 1962.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
«Τὸ εὔδαιμον τὸ ἐλεύθερον, τὸ δ’ ἐλεύθερον τὸ εὔψυχον», δηλ. θεμέλιo τῆς εὐτυχίας εἶναι ἡ ἐλευθερία καὶ τῆς ἐλευθερίας ἡ γενναιότητα
(Θουκυδίδης)
Ἀφιέρωμα εὐλαβικὸ τὸ παρὸν σημείωμα. Μία ἀνάπαυλα ἀπὸ τὰ ἐφήμερα, τὰ φτηνά, τὰ ἀξιοθρήνητα ποὺ καθημερινά μας βαλτώνουν σ’ ἕνα παρὸν χωρὶς ὁρίζοντα, σ’ ἕνα παρὸν ποὺ τρώει τὶς σάρκες του καὶ ἀπομυζᾶ τὰ ὅποια ἀποθέματα ἀντίστασης καὶ ἀντίδρασης ὑπάρχουν.
Σὲ ἡμέρες χαμερπεῖς, ὅπως οἱ δικές μας, ὅπου τὸ σολωμικὸ ἁλωνάκι, ἡ ταλαίπωρη πατρίδα μας, βάλλεται ἀπὸ «δειλούς, μοιραίους καὶ ἄβουλους», ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ Βάρναλης, μοναδικὸ καταφύγιο, πολλὲς φορές, ἡ ἱστορία μας, ἡ ἀναζήτηση μορφῶν ποὺ θὰ σὲ στερεώσουν καὶ θὰ σὲ παρηγορήσουν. Στὸ σημερινὸ βιογραφικὸ μαρτυρολόγιο πρωταγωνιστοῦν δύο πρόσωπα, ἐκπρόσωποι ἑνὸς ὁλόκληρου λαοῦ, σὲ μία ὁρισμένη ἱστορικὴ στιγμή.
Τὰ ὀνόματά τους: «Ταγματάρχης Ἰωάννης Βελισσαρίου, διοικητὴς τοῦ 9ου Τάγματος Εὐζώνων, πεςὼν ἐνδόξως, ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος, στὶς 13 Ἰουλίου 1913, στὸ ὕψωμα 1378 τοῦ ὅρους Ὄρβηλος».
«Ἀνθυπολοχαγὸς Ἰωάννης Μαυροδῆμος, τοῦ 2ου Συντάγματος Πεζικοῦ, πεςὼν ἐνδόξως, ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος, στὶς 6 Ὀκτωβρίου 1912, κατὰ τὴν μάχη τῆς Ἐλασσόνος».
Ὁ πρῶτος, ὁ Βελισσαρίου, ἦταν «ὁ ἥρωας τῶν ἡρώων», ἡ γενναιότερη μορφὴ τῶν Βαλκανικῶν ἀγώνων. Ὁ ἀνθυπολοχαγὸς Μαυροδῆμος ἦταν ὁ πρῶτος πεςὼν ἀξιωματικὸς τῶν πολέμων τοῦ 1912-13.
Γόνοι ἐνδόξων, «ἐπωνύμων» οἰκογενειῶν καὶ οἱ δύο ἥρωες, «ἐξαιρετικοῦ ἤθους, ἀνδρείας καὶ μορφώσεως». (Τότε οἱ ἐπώνυμοι, ἔνιωθαν βαρὺ τὸ φορτίο τῆς ἐπωνυμίας. «Μονάχη ἔγνοια» τους νὰ μὴν κηλιδώσουν τὸ ὄνομά τους, νὰ φανοῦν ἀντάξιοι, νὰ δώσουν παράδειγμα καὶ νὰ φιλοτιμήσουν τὸν «ἀνώνυμο» λαό. Ἕνας τέτοιος «ἐπώνυμος», ὁ Παῦλος Μελάς, γαμπρὸς πρωθυπουργοῦ, ἔσωσε, μὲ τὴ θυσία του, τὴν Μακεδονία καὶ ἕνας ἄλλος «ἐπώνυμος», ὁ ποιητὴς Λορέντζος Μαβίλης, στὰ 55 του κατατάσσεται ἐθελοντικῶς στὸν ἑλληνικὸ στρατὸ καὶ σκοτώνεται πολεμώντας στὴν Ἤπειρο, ἀνασταίνοντας τὸν ἀρχαῖο ποιητὴ Τυρταῖο. Μία σύγκριση μὲ τοὺς σημερινοὺς «ἐπώνυμους», ποὺ γεμίζουν τὶς στῆλες τῶν σκανδαλοθηρικῶν περιοδικῶν – τὰ γνωστὰ ἀρσενοθήλεα ποὺ μᾶς ταλαιπωροῦν μὲ τὶς ἀσωτεῖες τους – σοῦ προκαλεῖ κατάθλιψη…).
Ὁ ταγματάρχης Ἰωάννης Βελισσαρίου, γεννήθηκε τὸ 1861 στὴν Κύμη τῆς Εὐβοίας. Κατὰ τὸν «ἀτυχῆ» πόλεμο τοῦ 1897, εἶναι ὁ μόνος ἀξιωματικὸς ποὺ «δὲν θέλησε νὰ ὑποχωρήσει χωρὶς διαταγὴ καὶ παρέμεινε στὸ Ἀνώνυμο ὀχύρωμα τῆς Μελούνας, ποὺ κατεῖχε μέχρι τὶς 11 τὴ νύχτα, ὁπότε καὶ ἔλαβε σχετικὴ διαταγὴ ὑποχωρήσεως». (Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, τόμ. ΙΔ´, σελ. 128). «Ἡ ἱστορία δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ βιογραφίες μεγάλων ἀνδρῶν», ἔλεγε ὁ Τ. Καρλάϋλ, αὐτὸς ὁ Μόνος, ὁ Ἕνας, τῆς δίνει τὴν κίνηση, τὴν σημαδεύει.
Στὸ Σαραντάπορο χωρὶς νὰ περιμένει τὴν ὑποστήριξη τοῦ πυροβολικοῦ, αἰφνιδιάζει τοὺς Τούρκους ποὺ ὑποχωροῦν. Στὰ 1913, ἐκπορθεῖ χάρις στὴν ὁρμὴ καὶ τὴν ἀνδρεία του, τὸ ἀπόρθητο Μπιζάνι, τὸ φρούριο τῶν Ἰωαννίνων. (Ὁ Βελισσαρίου ἦταν ἄριστος γνώστης τῆς σύγχρονης πολεμικῆς τακτικῆς. Τὸ 1910 μετέφρασε τὸ κλασσικὸ τότε σύγγραμμα τοῦ Γάλλου στρατάρχη Φὸς «Περὶ τῶν ἀρχῶν τοῦ πολέμου». Ἀπὸ τοὺς πρωτεργάτες τῆς Ἐπανάστασης στὸ Γουδὴ ἡ γεμάτη φιλοπατρία καρδιά του, φλέγεται ἀπὸ τὸ ὅραμα τοῦ Βενιζέλου καὶ ἑτοιμάζεται…).
Ὄρθιος, γιὰ νὰ παραδειγματίζει, στὴν μάχη τοῦ Κιλκὶς-Λαχανᾶ, ἁρπάζει τὸν σαλπιγκτὴ ἀπὸ τὸν γιακά, τὸν σηκώνει ὄρθιο καὶ τοῦ δίνει ἐντολὴ νὰ σαλπίζει συνέχεια τὸ «ἐμπρὸς διὰ τῆς λόγχης». Τὸ τέλος τοῦ ἥρωα ὅμως πλησιάζει. Ὁ Σπ. Μελᾶς, στὸ βιβλίο του «Οἱ πόλεμοι 1912-13» γράφει: «Ὕψωμα 1378… ὁ ἀγώνας ἤτανε τόσο λυσσασμένος καὶ συχνὰ σῶμα μὲ σῶμα, ὥστε πολλοὶ πέφτανε τρυπημένοι μὲ τὴ λόγχη καὶ ἀρκετοὶ Βούλγαροι σκοτώθηκαν μὲ πέτρες στὸ κεφάλι… γιατί, κάποια στιγμή, τὰ πυρομαχικὰ λείψανε ἀπὸ τοὺς εὐζώνους, καὶ τότε ὁ Βελισσαρίου ποὺ ἤτανε ὅπως πάντα στὴ γραμμὴ τῆς φωτιᾶς, τοὺς φώναξε:
«-Χτυπᾶτε τους μὲ τὶς πέτρες μωρέ! Κι αὐτὲς σκοτώνουν». Ἀλλὰ μία ὀβίδα ἔσκασε κοντά τους, ἕνα μεγάλο θραῦσμα τὸν βρῆκε κατάστηθα καὶ ὁ ἐθνικὸς ἥρωας, ὁ πορθητὴς τοῦ Μπιζανιοῦ, ἀπόμεινε στὸν τόπο». Ἦταν ἡ τελευταία ἡμέρα τοῦ πολέμου…
Ὁ ἀνθυπολοχαγὸς Ἰωάννης Μαυροδῆμος, γεννήθηκε στὴ Σπερχειάδα τῆς Φθιώτιδας τὸ 1885. Φοιτητὴς στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν, θὰ διακόψει τὶς σπουδές του ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὰ γεγονότα τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα, γιὰ νὰ καταταγεῖ ἐθελοντὴς στὸ στρατό. Συμμαθητὴς καὶ φίλος του μεγάλου Ν. Πλαστήρα, ὀνομάζεται στὶς 7 Ἰουλίου τοῦ 1912 ἀνθυπολοχαγὸς τοῦ πεζικοῦ. Ὁ πόλεμος τοῦ 1912 τὸν βρῆκε νὰ ὑπηρετεῖ, ὡς ἀξιωματικός, στὸ 2ο Σύνταγμα Πεζικοῦ Λαμίας. Στὶς 6 Ὀκτωβρίου «πέφτει» στὴν μάχη, ὁ πρῶτος ἀξιωματικός, γιὰ τὰ ἐθνικὰ δίκαια. (Τότε τὰ ἔλεγαν «ἐθνικὰ δίκαια», σήμερα κατάντησαν «ἐθνικὰ θέματα», τότε ἦταν πρωθυπουργὸς ὁ Βενιζέλος, ἐνῶ σήμερα…). Ὁ ἀνταποκριτὴς τῆς ἐφ. “Ν. Ἡμέρα”, στὶς 21 Ἰανουαρίου τοῦ 1913 γράφει γιὰ τὸν ἡρωικὸ θάνατο τοῦ Μαυροδήμου: «…μοῦ διηγήθηκαν σήμερα μερικὰς λεπτομερείας τοῦ θανάτου τοῦ ἀνθυπολοχαγοῦ Μαυροδήμου. Μοιάζει μὲ ποίημα. Οἱ Μαυροδημαῖοι εἶναι μία παλιὰ στρατιωτικὴ οἰκογένεια τῆς Ἑλλάδος. Εἰς κάθε πόλεμον σκοτώνεται κι ἀπὸ ἕνας Μαυροδῆμος. Στὸ ’21, στὸ ’86, στὰ ’97…
Ὁ ἀνθυπολοχαγὸς Μαυροδῆμος μόλις εἶχε βγεῖ ἀπὸ τὸ στρατιωτικὸν σχολεῖον. Τὴν ἡμέραν ποὺ ὁ λόχος του ἐπρόκειτο νὰ λάβει μέρος εἰς τὴν μάχην, ἐσηκώθηκε πρωί, ἐξυρίσθη, ἐκτενίσθη, διέταξε καὶ τοῦ ᾽φεραν τὴν καλή του στολή, τὶς καινούργιες του τὶς μπότες, τ’ ἄσπρα του γάντια, τέλος στολίστηκε σὰν γαμπρός, ἐτράβηξε τὸ σπαθὶ καὶ εἶπε στοὺς ἄνδρας του: Ἐμπρὸς παιδιά… Καὶ ἐσκοτώθηκε ἀπὸ τοὺς πρώτους».
Τελειώνοντας παραθέτω τὴν ἐπιγραφὴ ποὺ διασώζεται ὣς σήμερα στὸν τάφο τοῦ Ἰω. Μαυροδήμου, στὴν Ἐλασσόνα: «Ἠδὺ τὸ ὑπὲρ πατρίδος τελευτᾶν, Ἰωάννης Ἀλεξ. Μαυροδῆμος, ἀνθυπολοχαγὸς πεζικοῦ ἐκ Φθιώτιδος, ἐτῶν 26, πρῶτος πεσὼν Ἀξιωματικὸς ἐνδόξως ἐν τῇ μάχῃ τῆς Ἐλασσόνος τῇ 6 Ὀκτωβρίου 1912».
Αἰωνία ἡ μνήμη καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη τοῦ Ἔθνους…
Πηγή: Χριστιανική Βιβλιογραφία, Άβερωφ
Με άνανδρο τρόπο τον απομόνωσαν οι Βούλγαροι βοεβόδες, τον βασάνισαν και τον εκτέλεσαν στο χωριό που πήρε μετά το όνομά του: «Αγρας»
Αν ρωτήσεις τους μαθητές ποιός ήταν ο Τέλλος Αγρας, αμφιβάλλω αν ξέρουν να σου απαντήσουν. Γιατί απλούστατα δεν διδάσκουν στα παιδιά τους ήρωες και τώρα με την… «αναμόρφωση» της Παιδείας, θα τους εξαφανίσουν… Γιατί, σύμφωνα με την αρρωστημένη λογική και το βλακώδες επιχείρημα των υπευθύνων της εκπαίδευσης των Ελληνοπαίδων, υπάρχει… κίνδυνος τα παιδιά να τους μιμηθούν και να ξυπνήσει μέσα τους ο πατριωτισμός. ΄Αφησέ τα στο σκοτάδι, γιατί μετά θα αγωνίζονται για τα εθνικά μας θέματα και θα έχουμε μπελάδες…
Σήμερα θα αναφερθώ στον Τέλλο Άγρα, το παλληκάρι που θυσιάστηκε για τη Μακεδονία μας. Ο Σαράντος Αγαπηνός ( ψευδώνυμο Τέλλος Άγρας) γεννήθηκε το 1880 στους Γαργαλιάνους της Μεσσηνίας, όπου υπηρετούσε ο πατέρας του ως δικαστικός με καταγωγή το Ναύπλιο. Ορφάνεψε μικρός και μεγάλωσε μετά κοντά σε συγγενείς του στην Αθήνα. Ο Σαράντος ήταν μόλις 21 ετών, όταν αποφοίτησε το 1901 από την Σχολή Ευελπίδων κι έφυγε κρυφά για να πολεμήσει για την Μακεδονία μας.
Αρχικά τοποθετήθηκε στη Φρουρά των Αθηνών, αλλά όταν άκουγε τους αγώνες για την Μακεδονία, το αίμα του έβραζε. Πλησίασε μια μέρα και ζήτησε από τον διάδοχο Κωνσταντίνο να τον βοηθήσει να μετατεθεί στα σύνορα. Το αίτημά του έγινε αποδεκτό και ο Αγαπηνός βρέθηκε στον Τύρναβο. Εκεί η βοή των θηριωδιών των Βουλγάρων έφτανε ισχυρή στα αυτιά του. Έτσι ακολούθησε τη φωνή του καθήκοντος. Πέτυχε να γίνει αρχηγός ανταρτικού σώματος με 12 ευζώνους από τους οποίους οι δύο ντόπιοι από το Βλάδοβο. Αυτοί τον οδήγησαν στη λίμνη των Γιαννιτσών, στον Βάλτο, όπου ήταν το επίκεντρο του Μακεδονικού Αγώνα. Εκεί ήταν εγκατεστημένοι οι Βούλγαροι κομιτατζήδες και από το ασφαλές ορμητήριό τους επιτίθεντο και δυνάστευαν όλο τον πληθυσμό των γύρω χωριών, ελέγχοντας τους δρόμους του κάμπου.
Ο Τέλλος Άγρας στρατοπέδευσε δυτικά της λίμνης. Ορμητικός και ριψοκίνδυνος όπως ήταν, άνοιγε μέσα στις καλαμιές δρόμους και κυνηγούσε τους Βουλγάρους κι έκανε τα χωριά να ανασάνουν. Η ζωή του μέσα στη λίμνη, με την υγρασία και το κρύο κλόνισαν την υγεία του και προσβλήθηκε από ελονοσία. Έδωσε ωστόσο πολλές μάχες όλο το διάστημα που έμεινε στην αφιλόξενη γι’ αυτόν λίμνη. Το Νοέμβριο του 1906 ενώ επιχειρούσε να αιφνιδιάσει τους Βουλγάρους και να καταλάβει την κεντρική μεγάλη καλύβα τους, πληγώθηκε και με κόπο πείστηκε να σταλεί στη Θεσσαλονίκη για να θεραπευτεί.
Μετά από λίγες εβδομάδες, ξαναγύρισε και άρχισε τη μάχη της λευτεριάς. Αλλά η υγεία του αυτή τη φορά κλονίστηκε επικίνδυνα και μεταφέρθηκε στη Νάουσα για θεραπεία. Εκεί δέχτηκε πρόταση συνδιαλλαγής των Βουλγάρων και πίστεψε, ύστερα από τις διαβεβαιώσεις ντόπιων, πως μπορούσε να συνεννοηθεί μαζί τους. Η συνάντηση με τους βοεβόδες Βάννι Ζλατάν και Γκεόργκι Κασάπτσε έγινε στη θέση Γκαβράν Κάμεν. Οι βοεβόδες έδειξαν προσποιητή χαρά και πέταξαν τα όπλα τους παρασύροντας τον Άγρα να τους μιμηθεί. Ακολούθησε συμπόσιο και συζήτηση κατά την οποία ξαφνικά δυο κομιτατζήδες έπιασαν τον καπετάν Άγρα και τον έδεσαν. Από τους 6 συντρόφους του κράτησαν τον Αντώνιο Μίγγα από την Νάουσα. Δεμένους και ξυπόλυτους τους περιέφεραν σε όλα τα χωριά της περιοχής υποχρεώνοντας τους κατοίκους να τους φτύνουν και να τους κτυπούν. Τέλος τους οδήγησαν μεταξύ των χωριών Τέχοβο και Βλάδοβο όπου τους κρέμασαν στα κλαδιά μιας καρυδιάς. Στο στήθος του οι βάρβαροι φονιάδες κρέμασαν ένα σημείωμα- ειδοποίηση : «Έτσι θα τιμωρηθούν όσοι αντιστέκονται στη θέληση των Βουλγάρων». Και από κάτω οι υπογραφές Κασάπτσε και Ζλατάν
Ο τραγικός θάνατος του καπετάν-Αγρα προκάλεσε ταραχή στους συναγωνιστές του και ταυτόχρονα μίσος και επιθυμία για να εκδικηθούν τον άδικο χαμό του. Κανένας από φόβο δεν ακολούθησε την κηδεία του. Αλλά όλα όσα έπρεπε να γίνουν, έγιναν μετά κρυφά. Οι Βλαδοβίτες ξεκρέμασαν τον εθνικό ήρωα Τέλλο Άγρα και τον έθαψαν μαζί με τον σύντροφό του Αντώνη Μίγγα εξω από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου. Όταν η περιοχή απελευθερώθηκε μερικά χρόνια μετά, το Βλάδοβο μετονομάστηκε σε Άγρας, παίρνοντας το όνομα του ήρωα Τέλλου Άγρα. Ο θάνατος του συγκίνησε πολύ κόσμο στην Αθήνα και η μεγάλη μας συγγραφέας Πηνελόπη Δέλτα, έγραψε το γνωστό της μυθιστόρημα «Τα μυστικά του Βάλτου».
Πηγή: Ινφογνώμων Πολιτικά
Από τα μέσα του 19ου αιώνα συμπαγείς βουλγαρικές μάζες, συνέρρεαν στη Μακεδονία και Θράκη, για να δουλέψουν με φτηνό μεροκάματο στα τουρκικά και εβραϊκά τσιφλίκια. Ήταν επόμενο λοιπόν οι αλλεπάλληλες και μακροχρόνιες ελληνοσλαβικές επιμιξίες να συντελέσουν στη γλωσσική και πληθυσμιακή αλλοίωση του ελληνικού στοιχείου της Μακεδονίας.
Έτσι η σύνθεση του πληθυσμού της Λιγκοβάνης μετά την εγκατάσταση και των σλάβων σ’ αυτή, αποτελούνταν από Έλληνες, Βούλγαρους και Τούρκους
Όλοι αυτοί, συμβίωναν μάλλον ειρηνικά ως το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, οπότε προβλήθηκαν δυναμικά οι εθνικές διεκδικήσεις των Βουλγάρων. Ως αντίδραση στη βουλγαρική διείσδυση οργανώθηκε η ελληνική αντίσταση, αρχικά γύρω από την κοινότητα, στη συνέχεια γύρω από την εκκλησία και το σχολείο και αργότερα με τον σχηματισμό αντάρτικων ομάδων.
Οι διαμάχες είχαν στην αρχή θρησκευτικό, χαρακτήρα στη συνέχεια όμως έλαβαν και εθνικό χαρακτήρα, με την προσπάθεια της βουλγαρικής προπαγάνδας να καλλιεργήσει μαζί με την θρησκευτική και εθνική συνείδηση στο σλαβικό στοιχείο που κατοικούσε στην Λιγκοβάνη.
Ως κύριο όπλο διέθετε η Βουλγαρική προπαγάνδα την ομοιότητα του σλαβοφανούς μακεδονικού ιδιώματος με την Βουλγαρική γλώσσα[1].
Από το 1870, όταν δημιουργήθηκε η Βουλγαρική Εξαρχία, όλη η δραστηριότητα της Βουλγαρικής προπαγάνδας στην Μακεδονία διενεργούνταν κυρίως στα ομιλούντα το σλαβόφωνο ιδίωμα διαμερίσματα. Είχε σκοπό την απόσχιση των διαμερισμάτων αυτών από το Πατριαρχείο και την ενίσχυση της Εξαρχίας με τη δημιουργία νέων σχισματικών εξαρχικών μητροπόλεων.
Ο Γ. Μόδης αφηγείται διάφορα απίστευτα περιστατικά, τα οποία μεταφέρω, όπως συνέβησαν στη Λιγκοβάνη αυτή την περίοδο και αποτελούν ζωντανό δείγμα του λυσσαλέου αλληλοσπαραγμού που είχε ξεσπάσει σ’ όλα τα σλαβόφωνα χωριά όπου ο βουλγαρισμός είχε παρασύρει ένα μέρος των κατοίκων.
Η Λιγκοβάνη είχε αποκτήσει βουλγαρική κοινότητα και είχε χωριστεί σε δύο εχθρικά στρατόπεδα απ’ το 1872. Ιδρυτής της Βουλγαρικής κοινότητας Λιγκοβάνης σύμφωνα με την κατάθεση του Ηλία Γεωργιάδη στο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ του 1910 ήταν ο Παπαπέτρος.[2]
«…..Αυτός ο Παππαπέτρος είνε ο ιδρύσας και εν Λυγκοβάνι την σχισματικήν κοινότητα. …….»
Από τότε, 40 χρόνια συνέχεια δεν πέρασε ούτε μια μέρα χωρίς καυγάδες, συμπλοκές, φόνους, εξαφανίσεις, συκοφαντίες, ραδιουργίες !!! Παλιοί συγγενικοί δεσμοί και φιλίες πήγαν περίπατο. Μάλωναν, αλληλοβρίζονταν, αλληλοκατηγορούνταν για λογαριασμό δύο διαφορετικών εθνών στην ίδια διάλεκτο….
Ο εφημέριος του χωριού Παπαγεώργης, αγράμματος και ανεμάνθρωπος, λιποτάκτησε ξαφνικά και πήγε με τους Βουλγάρους για 10 μετζήτια (λιγότερα από 2 λίρες), που του έδωσαν οι Βούλγαροι. Τον έστειλαν και σε κάποιο φροντιστήριο να μάθει και τα βουλγαρικά γράμματα. Φωτίστηκε όμως εκεί τόσο δυνατά, που έχασε το δικό του φως! Γύρισε στο χωριό θεότυφλος και περιφρονημένος, αφού ήταν άχρηστος πια και στους Βουλγάρους…. Οι χωριανοί που είδαν στο φοβερό πάθημά του τη θεία δίκη, τον υποδέχτηκαν με γιουχαϊσμούς. Σε λίγες μέρες πέθανε. Ο μουχτάρης, (πρόεδρος) του χωριού Συμεών Χαριζάνης έγραψε στον τάφο του: «Εδώ σαπίζει ο Ιούδας Παπαγεώρης που πρόδωσε για δέκα μετζήτια».
Ο Συμεών Χαριζάνης, δεν κράτησε πολύ καιρό τη μουχτάρικη σφραγίδα και την εξουσία. Μια μέρα που καθόταν έξω από ένα καφενεδάκι, πέρασε ο αστυνομικός σταθμάρχης μαζί με τον Βούλγαρο μουχτάρη. Οι Τούρκοι είχαν γενικά μη στάξει και μη βρέξει τους Βουλγάρους. Ο Τούρκος αστυνόμος κάθισε κοντά του παρασέρνοντας και τον προστατευόμενό του Βούλγαρο. Ο Χαριζάνης αναγκάστηκε να τους κεράσει. Φιλοτιμήθηκε και ο Βούλγαρος συνάδελφος του και κέρασε και αυτός. Για να τον περιποιηθεί μάλιστα καλύτερα πήγε στον πάγκο να ετοιμάσει καλό μεζέ και ούζο. Γύρισε με ένα πιάτο μεζέδες και μεγάλα ποτήρια ούζο και έβαλε το ένα μπροστά στον Χαριζάνη, που πέθανε σε λίγες ώρες με φρικτούς πόνους στην κοιλιά!... Στους συγγενείς του φαρμακωμένου που έκλαιγαν και διαμαρτύρονταν, ο λαμπρός αστυν. Σταθμάρχης είπε σταυρώνοντας τα χέρια: «Είναι δουλειά του Αλλάχ. Τι μπορώ να κάνω εγώ; …!»
Με την αποσκίρτηση και το θάνατο του Παπαγεώργη οι Λιγκοβανιώτες έμειναν χωρίς εφημέριο, ενώ οι Βούλγαροι είχαν φέρει το μορφωμένο Παπαγιοβάν που ήξερε και καλά Ελληνικά και Γαλλικά. Αναγκάζονταν να κάνουν τις κηδείες χωρίς ιερωμένο! Δεν μπορούσαν να φέρουν ξένο παπά, γιατί οι Βούλγαροι οργανωμένοι τον ξυλοφόρτωναν… Τους καταπατούσε τα οικόπεδα… Ο Νικόλαος Δημητρίου και Δαυίδ Άγγελος που έφεραν παπά απ’ άλλο χωριό για να βαφτίσει τα μωρά τους, είδαν να κόβεται στη μέση το «μυστήριο». Οι Βούλγαροι κακοποίησαν και έδιωξαν τον παπά. Η αστυνομία έμεινε ουδέτερη, έτοιμη να βοηθήσει τους ταραχοποιούς.
Ωστόσο ο αρχιτσέλιγκας και προύχοντας Βασίλης Βαγγέλης ενθουσιασμένος, γιατί ο Θεός τούδωσε δύο δίδυμα αγοράκια, κάλεσε τον Παπαβαγγέλη από την Μπέροβα να τα βαφτίσει. Ήταν πλούσιος «τσιορμπατζής» είχε βοηθήσει και ευεργετήσει πολλούς. Ποιος θα τολμούσε να χαλάσει τα βαφτίσια του! Έβαλε και τέσσερα σφαχτά στη σούβλα. Πραγματικά κανένας δεν ενόχλησε τον Παπαβαγγέλη. Άρχισε η ιεροτελεστία με απόλυτη τάξη. Πήραν θάρρος και ήρθαν στην εκκλησία και οι φοβισμένοι και διστακτικοί. Μα ξάφνου εισόρμησε στην εκκλησία μια μεγάλη παρέα ρεμπεσκέδες οπλισμένοι με χοντρά ξύλα και μεθυσμένοι από κρασί και φανατισμό και άρχισαν τις κραυγές. Βρε τραγόπαπα, βρε τραγογένη, βρε μασκαρά τι γυρεύεις στο χωριό μας και το μαγαρίζεις;!
Ο Βασίλης τους είπε: «βρε παιδιά. Σας παρακαλώ. Εγώ τον έφερα. Να βαφτίσει τα παιδιά μου, ελάτε κάτσετε, έχω και σφαχτά στη σούβλα και μπόλικα πιοτά.» Εκείνοι εξακολουθούσαν το υβρεολόγιο του παπά. Ο τσέλιγκας ξαναφώναξε ονομαστικά «Κώστα, Στογιάννη, Στέφο, Πάνο, που είχε ευεργετήσει, Ντροπή!
Σας παρακαλώ αφήστε μας ήσυχους.» Τον άφησαν αληθινά αυτόν ήσυχο, μα πλήρωσαν τα γένια του παπά !…
Αναγκάστηκε τότε να σηκώσει κι αυτός την γκλίτσα του. Και μαλλιά κουβάρια έγιναν στην εκκλησία. Άντρες, γυναίκες ρίχτηκαν στους ιεροσύλους με μπαστούνια, γροθιές και νύχια. Ο Παπαβαγγέλης ξέφυγε χωρίς παπούτσια με τ’ άμφια ξεσχισμένα και τα γένια αραιωμένα… Σαν τους πέταξαν έξω από την εκκλησία κακήν κακώς με τα ξεροκέφαλά τους σπασμένα και γύρισαν να ιδούν τα δύο μωρά, τα βρήκαν νεκρά. Είχαν πνιγεί στην κολυμπήθρα….[3]
Η τουρκική αστυνομία έμεινε πάλι θεατής.
Ο Δήμος Μπάλιος ύστερα από το πάθημα του αρχιτσέλιγγα πήγε να βαφτίσει το μωρό του στη Μπέροβα. Ήταν η συνήθεια του χωριού να βαφτίζουν το νεογέννητα την πρώτη κιόλας εβδομάδα. Καβαλίκεψε το άλογο, πήρε το μωρό στην αγκαλιά και ξεκίνησε. Στο δρόμο μερικοί χωριανοί του, Βούλγαροι, που είχαν βγεί τάχα για κυνήγι, θέλησαν να τον σταματήσουν.
- Για πού, ώρα καλή, Δήμο:
- Στη Μπέροβα, στους συμπεθέρους.
- Δε μας δίνεις τη ταμπακέρα σου να στρίψουμε κανένα τσιγάρο: Ξεχάσαμε να πάρουμε καπνό μαζί μας.
- Δεν πήρα κι εγώ μαζί μου.
- Μα στάσου. Τι κάνεις έτσι;
- Βιάζομαι.
- Κάτι θα σου πούμε για τη Μπέροβα.
Και χίμηξαν ν’ αρπάξουν το άλογο από τα χαλινάρια. Ο Δήμος το σπιρούνιασε και ξέφυγε. Άρχισαν τότε τις τουφεκιές. Το ξανασπιρούνιασε και τόβαλε στα τέσσαρα σφίγγοντας το μωρό στην αγκαλιά. Ήταν γερό το άλογο και αυτός περίφημος καβαλάρης. Μα όταν έφτασε στην Μπέροβα το μωρό απ΄ το σφίξιμο και το τράνταγμα είχε ξεψυχήσει!..
Έστειλαν μια επιτροπή απ’ τον Αναστάσιο Βαμπερτζή και Λάζαρο Λίμο στο Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και έπειτα Πατριάρχη Ιωακείμ. Του διεκτραγώδησαν τούρκικα, γιατί δεν ήξεραν αρκετά ελληνικά, τη φοβερή κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στο χωριό. Ο Ιωακείμ ήρθε αμέσως στη Λιγκοβάνη. Ιερούργησε και χειροτόνησε εφημέριο τον καλό και φτωχό Χριστόφορο. Στην έξοδο όμως απ’ την εκκλησία το κακό ξέσπασε πάλι. Πολλά κεφάλια γέμισαν αίματα και ο ίδιος ο Μητροπολίτης δεν καλοπέρασε.
Γύρισε αμέσως αγανακτισμένος στη Θεσσαλονίκη κι έστειλε τηλεγράφημα στο Πατριαρχείο και εντονότατο «τσακίρι» στον Βαλή για την ανήκουστη ασυδοσία των κακοποιών της Λιγκοβάνης.
Το αποτέλεσμα ήταν να διατάξουν οι Τούρκοι να λειτουργούν στην εκκλησία τη μια εβδομάδα οι «ρούμ» (Έλληνες) και την άλλη οι «Μπουλγκάρ»…
Οι Βούλγαροι όμως με την πλάτη πάντοτε των Τούρκων δεν πολυσεβάστηκαν την Τουρκική διαταγή. Πήγαιναν και έπιαναν νύχτα την εκκλησία και όταν δεν ήταν η δική τους σειρά.
Την 25η Μαρτίου 1883 είχαν καταλάβει την εκκλησία απ’ τα μεσάνυκτα από χριστιανική υπερευλάβεια. Όταν ξημέρωσε ο καλός Θεός και πήγαν οι δικοί μας να εκκλησιαστούν, βρήκαν βουλγαρική λειτουργία! Πλησιάζει οΧρήστος Μόσχος τον Βούλγαρο ψάλτη και του λέει να σταματήσουν, γιατί ήταν Ελληνική η σειρά και η γιορτή του Ευαγγελισμού «ανήκε θεόθεν στους Γραικούς». Οι Βούλγαροι όμως εξηκολούθησαν τον χαβά τους …. Βρέθηκαν στο τέλος έξω απ’ την εκκλησία με πολλά αδιόρθωτα κεφάλια σπασμένα. Έμεινε όμως μέσα νεκρός ο Χρήστος Μόσχος! Τον έβαλαν σε μια άκρη και άρχισαν εξαρχής την Ελληνική λειτουργία…
Την «Ανάσταση» (Μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου) της ίδιας χρονιάς, ήταν πάλι η σειρά των δικών μας. Ιερουργούσε ο παπά Χριστόφορος. Τη στιγμή του έβγαινε στην Ωραία Πύλη με τα τρίκερα και το Άγιο Φως του ζήτησαν οι Βούλγαροι να τραβηχτεί και να φέρει το Άγιο Φως ο δικός τους παπάς, που ήξερε πολλά γράμματα και ήταν περισσότερο φωτισμένος και, επειδή αρνήθηκε, του ξερίζωσαν πολλά μαλλιά μαζί με το δέρμα!... Μαγκούρες, μανουάλια, γροθιές μπήκαν πάλι σε ενέργεια και η εκκλησία του Θεού της αγάπης γέμισε αίματα.
Ασχολήθηκαν τότε οι Βούλγαροι με τον Παπαχριστόφορο. Τούκλεψαν όλα τα ιερά άμφια. Επειδή ήταν πολύ φτωχός για να ξαναφτιάξει καινούργια και ήξερε ότι και εάν έφτιαχνε θα του τα ξανάκλεβαν, έκανε το ζωνάρι του «πετραχήλι» και το ράσο «φελόνι», αφού του έραψε από μέσα ένα σταυρό… Έτσι δεν είχε κανένα κίνδυνο να του τα κλέψουν[4]».
Τέτοιες τραγωδίες η Λιγκοβάνη πολλές έχει να επιδείξει.
Ενώ η αρχική εμφάνιση της Βουλγαρικής προπαγάνδας μόνο κωμική μπορεί να χαρακτηριστεί, σε λίγο άρχισε να διαδίδεται και να αποκτά έδαφος, κυρίως στη Ζάροβα (Νικόπολη), η οποία είχε εκβουλγαριστεί εξ ολοκλήρου.
Οι Λιγκοβανιώτες μετά τα πιο πάνω τραγικά γεγονότα προέβηκαν σε αντίποινα. Ο Μήτρος Τάντσουφ πήγε να δουλέψει στο Όρλιακο και εξαφανίστηκε. Ο Λάζαρος Μπίκουφ πήγε στο παζάρι της Νιγρίτας και δεν γύρισε.
Οι τούρκικες αρχές πάντα μεροληπτούσαν υπέρ των Βουλγάρων. Η μεροληπτική υπέρ των Βουλγάρων στάση των τουρκικών αρχών επέδρασε καταλυτικά στον ελληνικό πληθυσμό της Λιγκοβάνης και άρχισαν να φαίνονται σημάδια εκβουλγαρισμού. Μάταια οι αδελφοί Κων/νος και Σωτήριος Χαριζάνης, Κιουτσούκ Άγγελος και Αμπάκοςπροσπάθησαν να ενθαρρύνουν το ελληνικό στοιχείο. Οι Βούλγαροι τοποθέτησαν απέναντί τους τον Παπαηλία, ιερέα, γνώστη της ελληνικής, τουρκικής και γαλλικής γλώσσας με τα πρωτοπαλήκαρά του, Κόλε, Ζάχωφ, Μπίκωφ,Καραδαλίφ κ.α..
Το ελληνικό στοιχείο για να προλάβει τα χειρότερα κάλεσε τον (Ιωάννη Στόγιου) Κινέ από τις Σέρρες, για να ανοίξει ως δάσκαλος το δημοτικό σχολείο που και αυτό ήταν κλειστό για τους ίδιους λόγους με την εκκλησία. Το ηθικό αναπτερώθηκε και πάλι, το σχολείο ξανάνοιξε και η δράση του Σ. Κινέ ήταν πολύ μεγάλη. Οι Βούλγαροι άρχισαν να τον καταδιώκουν και με δόλο τον κατηγόρησαν στην Τουρκική εξουσία η οποία τον παρέπεμψε σε δίκη παρωδία στην οποία όμως αθωώθηκε, αλλά μετά από λίγο καιρό οι Βούλγαροι τον σκότωσαν με απάνθρωπο τρόπο.
Ο Κινές ήταν ένα ορφανό παιδί της Λιγκοβάνης. Σε κάποιον διερχόμενο έμπορο από τις Σέρρες έκανε εντύπωση η εξυπνάδα του και τον πήρε στις Σέρρες. Εκεί ο Κινές εργαζόταν και φοιτούσε στο σχολείο. Όταν αποφοίτησε, διορίστηκε δάσκαλος μέσα στις Σέρρες. Δεν ξέχασε όμως το χωριό του, που στο μεταξύ το βουλγαρικό κομιτάτο προσπαθούσε να το εκβουλγαρίσει.
Έρχεται πίσω στο χωριό. Με τη χρήση του όπλου πήρε πίσω την εκκλησία, άνοιξε το σχολείο, ανήγειρε νέο διδακτήριο και ενθάρρυνε τους συγχωριανούς του. Κήρυξε τον πόλεμο κατά κάθε βουλγαρικού και κατόρθωσε να αναπτερώσει το ηθικό τους. Οι Βούλγαροι αναταράχθηκαν και οι φοβισμένοι Έλληνες αναθάρρησαν. Τα όσα είχαν κατορθώσει οι Βούλγαροι σε μια εικοσαετία με τις αλογάριαστες λίρες τους, με τη χατζάρα, τα περίστροφα, τους δυναμίτες, ο Κινές τα διασκόρπισε!
Άρχισαν λοιπόν να τον διαβάλλουν στον Τούρκο αστυνόμο, ότι κηρύττει την επανάσταση και δεν υπακούει στους τούρκικους νόμους. Οι Βούλγαροι Μήτρος Ίντζουφ, Νικόλα Καμπάκουφ και Μήτρη Τουσίνουφ καταγγέλουν στον Τούρκο αστυνόμο ότι ο Κινές καταφέρεται υβριστικά για το πρόσωπο του σουλτάνου. Ο αστυνόμος τον συλλαμβάνει και τον στέλνει σιδηροδέσμιο στις Σέρρες προκειμένου να δικαστεί. Με την επέμβαση όμως των ομογενών και του μητροπολίτη Σερρών απαλλάσσεται των κατηγοριών. Ξαναδιορίζεται με την επέμβαση του μητροπολίτη στο χωριό Σεκάφτσα του Στρυμώνα.
Το 1897 οι Βούλγαροι αποφασίζουν την με κάθε μέσο εξόντωση του νεαρού δασκάλου. Επειδή όμως δεν τολμούσαν να τον αντιμετωπίσουν παλικαρίσια, κατέφυγαν στο δόλο. Έτσι παρουσιάστηκε στο σπίτι του κάποιοςΘόδωρος, παλιός φίλος του από τις Σέρρες. Χωρίς να ξέρει ο Κινές ότι είχε εξαγοραστεί στο μεταξύ από τους Βουλγάρους, με το πρόσχημα ότι τον έστειλε ο μητροπολίτης Σερρών να τον πάρει στις Σέρρες για κάποια σπουδαία υπόθεση. Πείστηκε ο Κινές και ξεκίνησαν μαζί για τις Σέρρες.
- Αυτήν την Κυριακή, καλό μου εγγονάκι, τιμούμε την επέτειο του Μακεδονικού Αγώνα. Στις εκκλησιές μας θα γίνουν μνημόσυνα για τους Μακεδονομάχους και θα ψαλούν δοξολογίες. Τα σπίτια και τα δημόσια κτίρια θα σημαιοστολιστούν. Οι δάσκαλοι, στα σχολεία, θα μιλήσουν στα παιδιά για τις θυσίες και τα μαρτύρια των αγωνιστών και οι προτομές των μακεδονομάχων θα στολιστούν με δάφνινα στεφάνια.
- Και γιατί όλα αυτά, παππού; Τόσο σημαντική είναι αυτή η επέτειος;
- Είναι πολύ σημαντική, παιδί μου, αλλά δυστυχώς εμείς οι Έλληνες δεν της έχουμε δώσει την αξία και την λαμπρότητα που της πρέπει. Αρκεί να σου πω ότι η επέτειος αυτή τιμάται μονάχα εδώ, στα χώματα της Μακεδονίας μας, ενώ σε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα δεν γίνεται ούτε η παραμικρή αναφορά. Κι ας έχουνε πει γνωστοί ιστορικοί και μεγάλοι πολιτικοί άνδρες ότι η επέτειος του Μακεδονικού Αγώνα είναι ισάξια με εκείνη της 25ης Μαρτίου.
- Εσύ , παππού, πολέμησες στον Μακεδονικό Αγώνα;
- Εγώ , άγγελέ μου, δεν πολέμησα. Πολέμησε, όμως, ο πατέρας μου, δηλαδή ο προπάππος σου. Ο Αγώνας τον είχε βρει παλληκαράκι είκοσι χρονών. Σαν να τον βλέπω, τώρα, να μας διηγείται γεγονότα και περιπέτειες από τα χρόνια εκείνα.
- Και τι σας έλεγε, παππού;
- Θυμάμαι , που μας μιλούσε για τον Παύλο Μελά, για τον καπετάν Άγρα και τον βάλτο των Γιαννιτσών, για τον δεσπότη της Καστοριάς, τον Γερμανό Καραβαγγέλη, για τον καπετάν Ράμναλη και πιο πολύ θυμάμαι, που τα μάτια του ήτανε συνεχώς βουρκωμένα. Μας τραγουδούσε στο τέλος και ένα τραγούδι για τον θάνατο του Παύλου Μελά και μετά έπεφτε σε βαθείς συλλογισμούς.
-Με ποιους πολεμούσε ο Παύλος Μελάς, παππού;
- Χρυσό μου εγγονάκι, ο Παύλος Μελάς στα 1904, τότε δηλαδή που η Μακεδονία μας κινδύνεψε πάρα πολύ, ήταν ένας γενναίος ανθυπολοχαγός, που άφησε, στην Αθήνα την γυναίκα του και τα δυο του μικρά παιδιά και ήρθε εδώ στην Μακεδονία, μαζί με άλλους αξιωματικούς από την ελεύθερη Ελλάδα, για να οργανώσει τον Αγώνα και να σώσει την Μακεδονία μας.
- Από ποιους να την σώσει, παππού; Η Μακεδονία δεν ήταν ελεύθερη το 1904;
- Στα χρόνια εκείνα, η Ελλάδα μας δεν ήτανε έτσι όπως την ξέρεις σήμερα. Η ελεύθερη Ελλάδα έφτανε τότε μέχρι την Ελασσόνα. Λίγο πάνω από την Λάρισα, δηλαδή. Η Μακεδονία μας, στα 1904, ήταν ακόμα σκλαβωμένη στους Τούρκους, όπως επίσης και η Ήπειρος και η Θράκη και τα νησιά μας.
Το πρόβλημα, όμως, τότε, δεν ήτανε μονάχα ο τούρκικος ζυγός. Ο πιο μεγάλος κίνδυνος ήταν από αλλού. Από τους Βουλγάρους.
- Γιατί , παππού; Τι έκαναν οι Βούλγαροι και κινδύνεψε τόσο πολύ η Μακεδονία μας;
- Οι Βούλγαροι , στα 1870, έφυγαν από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και ίδρυσαν δικό τους πατριαρχείο, την λεγόμενη βουλγαρική εξαρχία. Από τότε και μετά έβαλαν σκοπό τους, να μας αναγκάσουν όλους τους Μακεδόνες, να μιλάμε την βουλγάρικη γλώσσα, να έχουμε στα σχολεία μας Βούλγαρους μονάχα δασκάλους και οι παπάδες μας να υπάγονται εκκλησιαστικώς στην βουλγάρικη εξαρχία και όχι στο δικό μας το Πατριαρχείο. Με άλλα λόγια, βάλθηκαν να μας αρπάξουν την Μακεδονία μας και να την κάνουνε βουλγαρική.
Στην αρχή προσπάθησαν να το πετύχουν με το καλό. Με δώρα και με υποσχέσεις. Σαν είδαν, όμως, ότι οι Έλληνες αντιστέκονταν και δεν εγκατέλειπαν ούτε την Γλώσσα τους ούτε και το Πατριαρχείο τους, έβαλαν μπρος τις απειλές, την τρομοκρατία, τα βασανιστήρια, τους εμπρησμούς, τα μαχαιρώματα, τις εκτελέσεις και τις κρεμάλες.
Ένοπλες ομάδες φανατικών Βουλγάρων, οι λεγόμενοι κομιτατζήδες, είχανε γίνει τότε ο φόβος και ο τρόμος των χωριών μας. Αλλοίμονο, παιδάκι μου, σε όποιον αντιστεκόταν στο πέρασμά τους. Ολόκληρα χωριά παραδόθηκαν στις φλόγες. Σοδιές και ζωντανά αρπάχτηκαν και αφανίστηκαν. Γυναίκες βιάστηκαν. Μικρά παιδιά κακοποιήθηκαν. Παπάδες κρεμάστηκαν. Δάσκαλοι αποκεφαλίστηκαν. Γιατροί και προύχοντες εκτελέστηκαν.
- Τους παπάδες και τους δασκάλους γιατί, παππού, τους κυνηγούσαν οι κομιτατζήδες με τόση λύσσα;
- Τους κυνηγούσανε , παιδάκι μου, διότι τους χαλούσαν τα σχέδιά τους. Ήταν εκείνοι, που κρατούσανε στα χωριά μας άσβεστη την φλόγα της Πίστης και του Γένους μας. Νεαρές δασκάλες πλήρωσαν τότε με το ίδιο τους το αίμα την απόφασή τους, κάτω από τις απειλές των κομιτατζήδων, να συνεχίζουν να διδάσκουν στα Ελληνόπουλα την Γλώσσα και την Ιστορία των προγόνων μας.
Τώρα που μεγάλωσες και μπορείς και διαβάζεις μόνος σου, θα πάμε μια μέρα μαζί και θα αγοράσουμε ένα βιβλίο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, που αναφέρεται στην δράση του Μητροπολίτη της Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη. Εκεί να δεις αγώνες και κινδύνους και φυλακίσεις και θυσίες για την Πατρίδα και την Πίστη.
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης ήταν ο συντονιστής του Μακεδονικού Αγώνα. Ήταν εκείνος, που συνεργαζότανε στα κρυφά με τον Παύλο Μελά, που στήριζε τους τρομοκρατημένους χωρικούς, πηγαίνοντας, με κίνδυνο της ζωής του, από χωριό σε χωριό, που άνοιγε εκκλησιές κλειδωμένες από τους Βουλγάρους, που ενίσχυε ηθικά και υλικά όλα τα ελληνικά ανταρτικά σώματα.
- Τι ήταν , παππού, τα ελληνικά ανταρτικά σώματα;
- Οι Έλληνες , καλό μου εγγονάκι, μπροστά στις βαναυσότητες των Βουλγάρων, δεν έμειναν με δεμένα τα χέρια. Οι πιο τολμηροί και οι πιο γενναίοι αποφάσισαν να αντισταθούν. Να φυλάξουν τα χωριά τους από τις εγκληματικές επιδρομές των κομιτατζήδων, να κρατήσουν τα σχολεία τους ανοιχτά με δασκάλους Έλληνες και να συνεχίσουν να λειτουργούν τις εκκλησιές τους στο όνομα του Πατριάρχη.
Έτσι, πήραν στα χέρια τους τα όπλα και δημιούργησαν τα ελληνικά ανταρτικά σώματα σε ολόκληρη σχεδόν την Μακεδονία.
Ο ρόλος των Ελλήνων αξιωματικών, που αποστέλλονταν μυστικά από την ελεύθερη Ελλάδα, όπως ο Παύλος Μελάς, ο Καραβίτης, ο Κολοκοτρώνης, ο Μαζαράκης κ.α, δεν ήταν άλλος από την καλύτερη δυνατή οργάνωση αυτών των γηγενών Μακεδονομάχων. Αυτών των Ηρώων, που με το αίμα τους λύτρωσαν την Μακεδονία μας από την καταιγίδα του βουλγαρισμού. Την έσωσαν, δηλαδή, από τις σφαγές, από την ισοπέδωση της πολιτισμικής μας ταυτότητας και τον αφανισμό της εθνικής μας ελληνικής αυτοσυνειδησίας.
- Πόσο κράτησε, παππού, αυτός ο Αγώνας;
- Ο Μακεδονικός Αγώνας, παιδί μου, στην πραγματικότητα είχε αρχίσει από το 1870 περίπου. Από τότε, δηλαδή, που οι Βούλγαροι ξεκίνησαν την εγκληματική τους δράση. Η κρισιμότερη, όμως, φάση κράτησε τέσσερα χρόνια. Από το 1904 μέχρι το 1908. Στα χρόνια αυτά, Μακεδονομάχοι απ’ όλη την Ελλάδα -ντόπιοι Μακεδόνες, Κρήτες, Μανιάτες, Νησιώτες- δίνοντας σκληρές μάχες και θυσιάζοντας και την ζωή τους ακόμη, κατόρθωσαν στο τέλος, να κρατήσουν τους κομιτατζήδες μακριά από τα χωριά μας και να σώσουν την Μακεδονία μας.
- Δηλαδή , παππού, ο Μακεδονικός Αγώνας τελείωσε στα 1908;
- Όχι, παιδί μου. Ο Αγώνας ο Μακεδονικός δεν τελείωσε στα 1908. Συνεχίστηκε και συνεχίζεται ακατάπαυστα μέχρι και σήμερα.
Εκείνα τα χρόνια χρειάστηκε να γίνει με θυσίες και όπλα. Σήμερα συνεχίζεται, το ίδιο σκληρός και αδυσώπητος, στα τραπέζια των διπλωματικών διαπραγματεύσεων, στα πανεπιστήμια, στις αίθουσες των Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε κάθε περίπτωση, που δίνεται ευκαιρία για σχετική ενημέρωση της διεθνούς κοινής γνώμης.
Όσο θα υπάρχουν εχθροί μας, που αμφισβητούν το όνομα και την ελληνικότητα της Μακεδονίας μας, ο Αγώνας θα συνεχίζεται, χωρίς σταματημό, με τον ίδιο ζήλο και τον ίδιο ενθουσιασμό.
- Παππού , τους Βούλγαρους κομιτατζήδες τους αντιμετώπισαν και τους απώθησαν τότε οι Μακεδονομάχοι. Από τους Τούρκους, όμως, πότε ελευθερώθηκε τελικά η Μακεδονία μας;
- Η πολυπόθητη ελευθερία της Μακεδονίας μας και η ένωσή της στον κορμό της Ελλάδας ήρθε, τέσσερα χρόνια μετά, με τους Βαλκανικούς πολέμους.
Το καμπαναριό του Αγίου Δημητρίου στην Θεσσαλονίκη χτύπησε ελεύθερα, για πρώτη φορά μετά από πεντακόσια χρόνια, ανήμερα της γιορτής του. Στις 26 Οκτωβρίου του 1912.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Παύλος Μελάς
…Ο χειμώνας ήρχουνταν βαρύς από πάνω.
Από την Ελλάδα, αφήνουν το Μίκη Ζέζα χωρίς βοήθεια, ενώ τους παρακαλεί κάθε μέρα να του στείλουν και τους αρχηγούς που του έταξαν και τα όπλα, γιατί βλέπει πως ένας άνθρωπος, και σιδερένιος αν είναι, μόνος δεν μπορεί να τα προφθάση όλα.
Κάποτε, πριν έλθη, πίστευε πως στο χέρι του ήταν να κάμη μόνος ό,τι έπρεπε να γίνη.
Η κούραση πλακώνει που και που την ψυχή του τώρα.
Βάλσαμο του πόνου είναι η θύμηση μονάχα του σπιτιού του και τα γράμματα από κει, που τον εγκαρδιώνουν.
Και γράφει της γυναικός του σ’ ένα από τα τελευταία του γράμματα:
«Πότε σας συλλογίζομαι και σας επιθυμώ με πόθον ακατάσχετον, πότε πάλι είμαι ενθουσιασμένος και αισιόδοξος, πότε απογοητευμένος αλλ’ οπωσδήποτε πάντοτε πάσχων τόσον πολύ ηθικώς, ώστε λησμονώ τους σωματικούς κόπους και πόνους».
Και κάποτε στην άπονη μοναξιά, που βρίσκεται, σα να προβλέπη το θάνατο:
«Σε φιλώ άλλην μίαν φοράν και σου εύχομαι, αγάπη μου, ευτυχίαν και χαράν εις τον βίον σου.
Την νύκτα εις τα λημέρια μας όταν τυχόν φανή ενα άστρο σου στέλλω χίλια φιλιά…»
Η ιστορική φωτογραφία, που τράβηξε στα 1902 ο Παύλος Μελάς την ήμερα που θα φευγε ο Ιων Δραγούμης ως υποπρόξενος για το Μοναστήρι. Ο πατέρας του Στέφανος Δραγούμης του δίδει οδηγίας και συστατικάς επιστολάς
Ένα άστρο στον ουρανό είναι το μόνο πράγμα που απόμεινε να μπορούν την ίδια στιγμή να βλέπουν και οι αγαπημένοι του και να τον πείθη πως ζούν ακόμη μ’ αυτόν στον ίδιον κόσμο.
Μια βραδυά έφθασαν σ’ ένα χωριό μουσκεμένοι από τη βροχή και κατακουρασμένοι από μακρύ και δύσκολο δρόμο.
Ο αρχηγός μοίρασε τα παιδιά του σε μερικά σπίτια για να στεγνώσουν και να κοιμηθούν καλά’ και ο ίδιος πήγε σ’ ένα σπίτι με τέσσερεις άλλους.
Μόλις κάθησε, ρώτησε το σπιτονοικοκύρη αν ήξερε που βρίσκουνταν έκείνη την ήμέρα ο καπετάν Ευθύμης, και εκείνος αποκρίθηκε πως ήταν στο Zέλοβο.
Τότε ζήτησε να βρούν κανέναν άνθρωπο να στείλουν με γράμμα στο Ζέλοβο.
Έφεραν δύο χωριανούς και έγραψε ο αρχηγός το γράμμα στον Εύθυμη λέγοντας του να έλθη ως έξω από τη Στάτιτσα την άλλη μέρα για ν’ ανταμωθούν.
Οι χωρικοί πήραν το γράμμα κ’ έφυγαν.
Το πρωί ήρθαν χωριάτες να δουν τον καπετάνιο’ τους ρώτησε για το χωριό, για τις δουλιές τους και αν περνά στρατός από κει αποκρίθηκαν πως στρατός μένει σ’ ένα άλλο χωριό μακρίτερα.
Έπειτα παράγγειλε να ετοιμάσουν ένα σφαχτό και να το μοιράσουν στα σπίτια, που έμεναν τα παιδιά’ στο δικό του τραπέζι κράτησε δυό προεστούς να φάγουν μαζί’ το απόγεμα πήγαν οι δυό αυτοί χωριανοί να μηνύσουν και τους άλλους να έλθουν και αυτοί κατά το βράδυ να τους μιλήσει ο καπετάνιος.
Έξαφνα μπαίνει η σπιτονοικοκυρά και λέγει πως μια γριά είδε στρατό στο δρόμο από το Κονομπλάτι.
— Aϊ, θα περάση, είπε ο Παύλος.
Σε λίγο πάλι έρχεται η γυναίκα και λέγει πως ο στρατός ζύγωσε στο χωριό. Σηκώθηκαν, πήγαν στα παράθυρα και είδαν στρατιώτες μέσα στο χωριό σκορπισμένους.
Αμέσως ο αρχηγός μηνά στα καταλύματα να είναι έτοιμοι, μα να μην κουνηθή κανένας.
Έπειτα από λίγα λεπτά έρχονται δυό γυναίκες και λέγουν πως ο στρατός τράβηξε κατά τον απάνω μαχαλά, και, αν θέλουν, να φύγουν.
Έρχονται και άλλες γυναίκες σταλμένες από τα καταλύματα και ρωτούν τι να κάμουν, να φύγουν;
να πυροβολήσουν;
Ο αρχηγός τους μήνυσε να μην πυροβολήση κανείς χωρίς να διατάξη αυτός, τίποτε να μην κάνουν παρά να μείνουν στη θέση τους.
Έρχονται πάλι γυναίκες και λέγουν πως ο στρατός κατεβαίνει προς τα κάτω. Ο αρχηγός είχε πιάσει το παράθυρο μ’ ένα χωριανό και κοίταζε είδε μερικούς στρατιώτες που πήγαιναν στο αντικρυνό κατάλυμα’ άρχισαν οι στρατιώτες να χτυπούν με τους κόπανους στην πόρτα του σπιτιού, άλλα καμιάν απάντηση δεν έλαβαν’ άρχισαν να χτυπούν δυνατώτερα, φωνάζοντας:
— θα κάψουμε το σπίτι…
Σηκώνει ο άρχηγός το τουφέκι του και πυροβολεί’ ο χωριανός που ήταν κοντά του τραβά και αυτός’ αρχίζουν και από το αντικρυνό κατάλυμα να πυροβολούν.
Οι Τούρκοι σκόρπισαν’ πιάνουν όμως θέσεις και πυροβολούν και αυτοί.
Νάουσα, Σκάλα σπιτιού.
Οι πυροβολισμοί κόπηκαν’ ο αρχηγός με τους δικούς του κατεβαίνει κάτω στην αυλή του σπιτιού και μπαίνουν σ’ ένα μικρό στάβλο, γιατί επάνω δεν ήταν ασφαλισμένοι. Στάθηκε στην πόρτα και βλέπει ένα στρατιώτη, που έρχεται κατά την αυλή τραβά και ο στρατιώτης πέφτει ένα από τα παλληκάρια του βγαίνει και παίρνει το τουφέκι του σκοτωμένου.
Άρχισε να νυχτώνη ο αρχηγός προσεχτικά βγαίνει έξω με δυό από τα παιδιά του’ οι άλλοι μένουν μέσα, προσμένοντας.
Ακούσθηκε μια τουφεκιά και ύστερα μια φωνή:
— Με χτύπησαν, παιδιά.
Ήρχουνταν πίσω ο άρχηγός κατά το στάβλο μπήκε μέσα και κάθησε σε κάτι άχυρα’ φώναξε ένα από τους συντρόφους του και, βγάζοντας από το λαιμό το σταυρό που φορούσε είπε:
— Να το δώσης στη γυναίκα μου και το τουφέκι στον υίό μου να πης ότι το καθήκον μου το έκαμα…
Ξεζώσθηκε κ’ έπεσαν λίρες από το κεμέρι του που το είχε τρυπήσει το βόλι’ φάνηκαν αίματα’ άρχισαν πόνοι’ και έλεγε:
— Σκοτώστε με, βρε παιδιά’ πως θα μ’ αφήστε στους Τούρκους ;..
Όσο περνούσε η ώρα τόσο πονούσε δυνατώτερα όταν τον συνέπαιρνε δυνατός ο πόνος, σχεδόν βογγούσε και έλεγε:
— Πονώ, σκοτώστε με… Καί πάλι: σκοτώστε με…
Και άλλοτε ωνόμαζε τα παιδιά του.
Ο σύντροφος, που είχε έλθει κοντά του, είπε:
— Καπετάνιε, δε σ’ αφήνουμε στους Τούρκους.
Και έσκυψε και τον εφίλησε στο στόμα’ τα χείλη του ήταν ψυχρά. Και πάλι τον συνεπήραν οι πόνοι δυνατοί κ’ έλεγε όλο πιο σιγανά:
— Πονώ, σκοτώστε με!…
Δεν μπορούσε πιά να κουνηθή από τη θέση του ούτε τα παιδιά του δεν ωνόμαζε τώρα ως που δεν ακούσθηκε πιά φωνή…
Οι Τούρκοι φοβούνταν να προχωρέσουν στο σκοτάδι έμειναν στις θέσεις, που είχαν πιάσει, περιμένοντας το πρωί.
Ακούσθηκαν πάλι πυροβολισμοί κατά το αντικρυνό σπίτι και αμέσως έπειτα μπαίνει ένας άνθρωπος μεσ΄ στο στάβλο ντυμένος χωριάτικα’ το ρωτούν από που είναι και τι ήλθε’ αποκρίνεται πως έβοσκε τα αγελάδια του και οι στρατιώτες τον πήραν με τη βία να τους οδηγήση’ άπό τις τουφεκιές φοβήθηκε και ήρθε μέσα.
Γύρισε ένας και είπε σιγά στους άλλους:
— Δεν είναι από δω αύτός, θα είναι Βούλγαρος. Αυτός μας πρόδωσε, θέλει κόψιμο.
Ένας άλλος είπε:
— Σταθήτε, βρε παιδιά, δεν ξέρουμε τι άνθρωπος είναι.
Με τις φοβέρες τον έβαλαν και πήγε άθελα να κοιτάξη αν άπό την άλλη μεριά του σπιτιού, πίσω από τον τοίχο, είναι στρατιώτες’ πήγε ως στη γωνιά και γύρισε πίσω’ δεν είδε κανένα. Αποφάσισαν να φύγουν. Κατά τα μεσάνυχτα διώχνουν τον άνθρωπο, πηδούν τον τοίχο με προσοχή να μην κάμουν ταραχή και φεύγουν κρυφά κατά το βουνό μες΄ στο σκοτάδι.
Αντίγραφον τηλεγραφήματος
Ο Πρόξενος Μοναστηριού
Προς
Το Υπουργείον Εσωτερικών
Παρελθούσαν Τετάρτην 13 τρέχοντος (‘Οκτωβρίου) ημετέρων εύρεθέντων εν χωρίω Στάτιτσα, στρατιωτικόν απόσπασμα ελθόν εκ Κονομπλατίου (το αύτό πιθανώς όπερ έστάλη εκ Φλωρίνης εις Νερέτι προς καταδίωξιν ήμετέρας και βουλγαρικής συμμορίας) περιεκύκλωσε Στάτιτσαν, και περί ώραν 5 μ.μ. ήρξατο πυρός κατά των ήμετέρων.
Ήμέτεροι άπήντησαν γενναίως, μετά δίωρον δε ανταλλαγήν πυροβολισμών, απεφάσισαν επιχειρήσουν έξοδον.
Παύλος Μελάς ώρμησε πρώτος έπίκεφαλής τούτων, οπότε σφαίρα τουρκική πλήξασα αυτόν κατά την οσφυακήν χώραν, ετραυμάτισε θανασίμως.
Σύντροφοί του τον απέσυραν εντός χωρίου και εναπέθεσαν παρακειμένφω οικίσκω ένθα μετά ημίσειαν ώραν, διαρκούσης πάντοτε συμπλοκής, έθνικός ήρως ησύχασε.
Υπαρχηγός Πύρζας παρέλαβε σακκίδιον αυτού μεθ’ όλων εν αυτώ εγγράφων, επιστολών, ως και τα λοιπά επ΄ αυτού αντικείμενα, άτινα σταλέντα μοί διά προσώπου εμπιστοσύνης, Ίσως λάβω σήμερον.
Απέστειλα διά πρωινής Αμαξοστοιχίας πρόσωπον εμπιστοσύνης Πισοδέριον όπως πληροφορηθεί περί ταφής Μελά.
Απόσπασμα επιστολής
Κύριον Ίωνα Δραγούμην
Αθήνας
Εν Μοναστηρίω τη 20η Οκτωβρίου 1904
…Επανήλθον εκ Ζελόβου και Πισοδερίου, όπου μετέβην τη παρελθούση Κυριακή 17 ισταμένου, κατόπιν της αυθημερόν ληφθείσης θλιβεράς αγγελίας περί του θανάτου του πολυκλαύστου Παύλου Μελά και της ανατεθείσης μοι εντολής υπό του διευθύνοντος το ενταύθα Β. Προξενείον κ. Φ. Κοντογούρη, όπως μεριμνήσω περί του ενταφιασμού αυτού… είχε ληφθή εγκαίρως φροντίς υπό των ορθοδόξων χωρικών Στατίτσης περί ενταφιασμού αυτού εις μέρος ασφαλές…
Περί την 3 μετά μεσονύκτιον ώραν επωφελούμενος της πυκνής ομίχλης ήτις μας περιέβαλλε, και του σκότους της νυκτός, εξήλθον εκ Πισοδερίου και κατηυθύνθην εις Ζέλοβον..
όπου ήλπιζον να συναντήσω τα ενταύθα καταφυγόντα μέλη της ομάδος του αοιδίμου Μελά, μετά το ατύχημα της Στατίτσης, αλλ’ ατυχώς εύρον μικρόν μόνον σώμα εξ 9 ανδρών αποτελούμενον, υπό την οδηγίαν του γνωστού σοι Παύλου Κύρου, εκ Ζελόβου…
ούτος έσπευσε ν’ αποστείλη ένα νέον εκ του χωρίου Στατίτσης, τον οποίον ο μακαρίτης είχεν εις την υπηρεσίαν του ονόματι Ντίναν, μετημφιεσμένον, εις Στάτιτσαν, όπως παραλάβη και μεταφέρη κρυφίως το νεκρόν σώμα…
Μετά δύο ώρας ο νέος επανήλθε λίαν τεταραγμένος, ον λαβών κατ΄ ιδίαν εξήτασα και ήκουσα ότι μόλις είχεν αρχίσει το έργον της εκταφής ανηγγέλθη αθτώ ότι ισχυρόν στρατιωτικόν απόσπασμα διηυθύνετο προς το χωρίον.
«Έσπευσα τότε ν’ αποκόψω την κεφαλήν του αρχηγού μου, »
την οποίαν περιτυλίξας Ακολούθως εις λευκόν τι πανίον
» εκρυψα έντός του σάκκου μου, είτα δ΄ εκάλυψα και πάλιν »
το λοιπόν σώμα του διά χώματος και ίσοπεδώσας το μέρος εκάλυψα διά χόρτων τον τάφον του άρχηγού μου». …
Φέρων υπό μάλης τον σάκκον εν ω περιείχετο η κεφαλή του ατυχούς αρχηγού του και την αξίνην επ’ ώμου, κατώρθωσε να διαφύγη την προσοχήν του στρατού και να φθάση μέχρι Ζελόβου, όπου εις οικίαν τινά κειμένην εις το άκρον του χωρίου, απέκρυψεν εις ασφαλές μέρος αυτήν.
Έτρεμον εκ συγκινήσεως σύσσωμος και κλαίων κατεφίλουν τον γενναίον εκ Στατίτσης νέον, εζήτησα δε τότε παρ΄ αύτού να μοί αποδοθή το πολύτιμον δι’ εμέ κειμήλιον.
Moι επετράπη, αμέσως δ’ έσπευσα εις την υποδειχθείσαν μοι οικίαν.
Αδυνατώ, αδελφέ μου, να σοι περιγράψω τι συνέβη την στιγμήν καθ’ ην μοί άπεδόθη το πολύτιμον σακκίδιον…
’Ανοίξας μετά πολλής και όντως θρησκευτικής εύλαβείας το σακκίδιον εκείνο, εν αποκρύφω και ήμιφωτίστω δωματίω ανεγνώρισα, φεύ, την κεφαλήν του αρειμανίου εκείνου άνδρός, ον ωδήγουν διά των αποκέντρων οδών της πόλεώς μας εις το προξενείον την Μεγάλην Πέμπτην.
Η ιδέα ότι η καταζητουμένη εκείνή υπό του στρατού κεφαλή, και ότι αν ανεκαλύπτετο, πόσοι εξευτελισμοί και πόσοι ονειδισμοί επεφυλάσσοντο δι΄ ημάς, μοί έδωκε δυνάμεις και τυλίξας αυτήν επιμελώς και θείς εν τω σάκκω έλαβον μετ’ εμού, παραλαβών δε και τους ακολουθήσαντάς με εκ Πισοδερίου φίλους, εξήλθομεν του χωρίου ομού κρατούντες ανά χείρας τον πολύτιμον σάκκον.
Ένταύθα σκέψεως γενομένης απεφασίσθη, προς πρόληψή παντός απευκταίου, εγώ μεν μετά των δύο διδασκάλων να προηγηθώμεν και μεταβώμεν εις την Μονήν της Αγίας Τριάδος, όπου θα ήρχετο προς συνάντησίν μας ο Χατζή Κώτσης, όστις ανέλαβε να κομίση το σακκίδιον έφιππος, ο δε Μ. Χασόπουλος να επιστρέψη εις Πισοδέριον…
Επροτίμησα να διέλθω το προ της Μονής δάσος πεζή συλλέγων τα εναπολειφθέντα εν αύτω άνθη δι’ ων έστεψα την κεφαλήν τού έθνικού ήρωος…
Ο Τάφος του ήρωα Παύλου Μελά.
Ήσχολήθην εις την εξεύρεσιν καταλλήλου προς ενταφιασμόν μέρους, και ως τοιούτον προετίμησα το παρακείμενον τη έκκλησία του Πισοδερίου παρεκκλήσιον της ‘Αγίας Παρασκευής.
Παρεσκευάσαμεν ακολούθως τα διά την κηδείαν χρειώδη, κατεσκευάσαμεν κιβώτιον, επρομηθεύθημεν σάβανον εξ έκείνων του Παναγίου Τάφου, είδοποιήθη ο ίερεύς Παπα – Σταύρος, και όταν ήδη ήσαν πάντα έτοιμα, εξεκινήσαμεν εν τω σκότει φέροντες μεθ’ ήμών πάντα τα χρειώδη, εγώ δε τον σάκκον, τον οποίον εναπέθεσα προ της εικόνος της Μητρός του Χριστού, μέχρις ου εξορυχθή ο ταφίσκος.
Έκεί, εν τω ρηθέντι παρεκκλησίω, προ της ωραίας Πύλης, αφ΄ ου εξωρύχθη ο ταφίσκος, εκομίσθη το κιβώτιον, εν ω, επιστρώσας το σάβανον έθηκα ιδίαις μου χερσί την τιμίαν κεφαλήν κοσμήσας διά των ανθέων του δάσους…
Η ακολουθία εψάλη ολόκληρος. Έδώκαμεν τον τελευταίον ασπασμόν, και αφού αφήρεσα εκ της εστεμμένης κεφαλής του μεγάλου τούτου τέκνου της Ελλάδος ολίγα άνθη, άτινα απέκρυψα εις το υπ’ αύτού δωρηθέν χαρτοφυλάκιον, εκάλυψα διά του ετέρου ημίσεος του σαβάνου και επιθέσας το κάλυμμα του κιβωτίου, επεσώρευσα χώμα επ’ αυτού και προσήρμοσα καλώς την πλάκα…
Η μόνη παρηγορία, αδελφέ μου, είναι ότι απέθανεν ο πολύκλαυστος γαμβρός υμών εν τη εκπληρώσει του καθήκοντός του ως αληθής ήρως και ότι το όνομά του θα καταλάβη εν τη ιστορία της Πατρίδος του Μεγάλου Αλεξάνδρου μίαν εκ των λαμπροτέρων σελίδων.
Έσο γενναίος, ως πάντοτε υπήρξες, προς παρηγορίαν του αγαπητού σου φίλου
Βασιλείου Αγοραστού
Απόσπασμα εγγράφου
τη 25η Οκτωβρίου 1904
Προς
Το Υπουργείον των Εξωτερικών
Ελληνικόν Προξενείον Μοναστηρίου
…Ούτω την Δευτέραν 18ην ‘Οκτωβρίου, στρατιωτικόν απόσπασμα μετέβη, ως έγραψα υμίν, εις Στάτιτσαν και υπέβαλεν εις ανάκρισιν τους χωρικούς, παρ’ ων όμως παρά το ανηλεές αυτών ξυλοκόπημα και την απειλήν περί εμπρησμού ολοκλήρου του χωρίου ούδέν ήδυνήθη να μάθη…
επιμελεστέρα έρευνα εν τω χωρίω αποτέλεσμα της οποίας υπήρξε — καθώς αυτός ο Βαλής μοί είπε χθες, η ανακάλυψις ακεφάλου πτώματος.
Επιστολή δε του Μητροπολίτου Καστορίας σήμερον ληφθείσα μοί αγγέλλει, ότι το ακέφαλον πτώμα μετεκομίσθη προχθές εις Καστορίαν, ένθα χθες επρόκειτο να κηδευθή…
Απόσπασμα επιστολής
Ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης με τον Πρωτοσύγγελο Πλάτωνα. Επιμνημόσυνος δέησης στον τάφο του Παύλου Μελά.
Tη 26η Νοεμβρίου 1904
Κύριον
Ίωνα Δραγούμην
Αθήνας
…Τα χρέη των συγγενών του αειμνήστου εθνομάρτυρος είχον το ατύχημα να εκτελέσω εγώ. Τη 23ητου απαισίου μηνός μετέφερεν επί κραβάτου εις την πόλιν ημών ο στρατός το ιερόν σώμα του πολυκλαύστου μας εθνομάρτυρος. ..
Περί την δύσιν του ήλιου μοί παρεδόθη υπο των Αρχών …
κατέθεσα τον σεπτόν νεκρόν εντός μικράς βυζαντινής εκκλησίας,
κειμένης απέναντι της Μητροπόλεως, δι’ όλης -δε της νυκτός άγρυπνος διαμείνας εν τω οίκω φίλου επιστηθίου λαβόντος με παρ’ έαυτω, όπως με παρηγορήση,
ητοίμασα νέον νεκρικόν κράβατον με επιστέγασμα φέρον το σημείον του σταυρού και το κλεινόν όνομά του, ητοίμασα τον ένδοξον τάφον -του εν τω περιβόλω του βυζαντινού ναού υπό δύο δενδρύλλια απέναντι του παραθύρου μου, τη δε επαύριον Κυριακή, όρθρου βαθέος, περιέθεσα τας χείρας του με εν μετάξινον μαντίλιόν μου,
κατέθεσα επί του στήθους του εν Ευαγγέλιον,
ένα Σταυρόν και
μίαν Εικόνα
και πριν αρχίση η λειτουργία ετελέσαμεν την κηδείαν του πεπνιγμένος εν λυγμοίς ανέγνωσα τας ευχάς εντός του Μητροπολιτικού ναού
και μη υπάρχοντος εν αύτω νεκροταφείου μετέφερα ο ίδιος εις τον παρακείμενον περίβολον του βυζαντινού ναού των Ταξιαρχών το σεπτόν σκήνος του,
τον κατέβρεξα με πύρινα δάκρυα και απελθών έπεσα επί της στρωμνής μου όπως θρηνώ τον άοίδιμον ήρωα.
Οι ιερείς καθ’ εκάστην ημέραν διετάχθησαν να εύχωνται επί του τάφου του.
Προσωρινώς ανιδρύσαμεν ευπρεπή τάφον επί του οποίου φέγγει ο νεκρικός φανός, μέχρις ου άνατείλη η ήμέρα καθ’ ην η ΠατρΙς θα ανεγείρη σύσσωμος επ’ αυτού το αθάνατον της δόξης τρόπαιον.
Απαρηγόρητος
Κώστας Γεωργίου
(Καστορίας Γερμανός)
Πηγή: Αβέρωφ
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...