Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό

athanasios diakos 02


Έπειτα από το πάρσιμο των Σαλώνων από τον Πανουργιά, της Λειβαδιάς από τον Θα­νάση Διάκο και της Θήβας από το πρωτοπαλίκαρό του, τον Βασίλη Μπούσγο, ένας άλλος ξακουστός καπετάνιος της Ρούμελης, ο Γιάννης Δυοβουνιώτης μπλοκάρησε τους Τούρκους στο δυνατό και σ’ απόκρημνα μέρη κάστρο της Μπουδουνίτσας. Ο Δυοβουνιώτης είχε γεννηθεί στο χωριό Δυο Βου­νά, απ’ όπου και πήρε τ’ όνομά του. Δεν ήταν πια νέος μέτραγε πενήντα οχτώ χρόνια ζωής, που τα πιό­τερα απ’ αυτά τα έζησε αρματολός και κλέφτης. Με μουστάκες ως τ’ αυτιά, με τα γκρίζα μαλλιά του που πέφτανε πλούσια στους ώμους του, με τη φωνάρα του και το δασύτριχο στήθος του στάθηκε ένας από τους γραφικούς τύπους του Εικοσιένα.

Μπροστά στην Μπουδουνίτσα έσμιξε τον Δυοβουνιώτη ο Διάκος. Μα όπως το κάστρο μπορούσε να παρθεί μονάχα από πείνα, άφησαν μια δύναμη να το πολιορκεί κι αυτοί τράβηξαν να πιάσουν τα περάσμα­τα στον Σπερχειό.

Και είχανε δίκιο. Γιατί από τη μια οι Τούρκοι της Μπουδουνίτσας, καθώς δεν τους απόμεινε πια τίποτα να φάνε, έπειτα από λίγες μέρες παραδόθηκαν και( από την άλλη, δυνατό τούρκικο ασκέρι ετοιμαζόταν να περάσει από το Ζητούνι, όπως λέγανε τότε τη Λαμία, και να ροβολήσει κατά κάτω.

Όταν ο Χουρσίτ πασάς, ο σερασκέρης της εκ­στρατείας ενάντια στον Αλήπασα, έμαθε πως η φω­τιά της αποστασίας απλώθηκε στην ανατολική Ρού­μελη, κατάλαβε πως βρισκόταν μπροστά σε μια γε­νική εξέγερση των άπιστων Γιουνάνηδων και πως οι δυνάμεις του Γιουσούφ πασά και του κεχαγιά του Μουσταφάμπεη δεν ήταν, παρ’ όλα τα κατορθώματά τους, αρκετές να ξεπαστρέψουν τους ζορμπάδες.

Αποφάσισε λοιπόν να οικονομήσει όσο πιότερο στρατό μπορούσε για να πνίξει στα γεννοφάσκια της την Επανάστασή μας. Διάλεξε δυο στρατηγούς να φέρουν σε τέλος το σκοπό του. ο ένας ήταν ο αδελφικός του φίλος Κιοσέ Μεχμέτ πασάς κι ο άλλος ο Αρβανίτης Ομέρ Βρυώνης, που είχε διοριστεί πριν από λίγο καιρό πασάς στο Μπεράτι. Από τους δυο καλύτερος ο δεύτερος. Είχε όνομα τρανού πολεμάρχη και λέγανε πως καταγόταν από παλιά χριστιανική φαμελιά. Η αρχιστρατηγία όμως δόθηκε στον Κιοσέ Μεχμέτ όπως, εξ αιτίας του Αλήπασα, δεν εμπιστεύονταν τότε τόσο τους Τουρκαρβανίτες.

Τ’ ασκέρι τους μέτραγε οχτώ χιλιάδες πεζούρα και χίλιους καβαλαραίους, δύναμη που φαινόταν πως έφτανε και παραέφτανε να ξεπαστρέψει τις μικρές και σκόρπιες δυνάμεις των ξεσηκωμένων. Η διαταγή που είχανε ήταν, αφού πριν ξεκαθαρίσουν τα επαναστατικά σώ­ματα της Ρούμελης, να περάσουν στο Μοριά, για να δώσουν, μαζί με τους πολιορκημένους στα κάστρα, το χτύπημα του θανάτου στους ξεσηκωμένους. Και τόση στεκόταν η πεποίθηση του Χουρσίτ πως όλα θα πάνε όπως τα λογάριαζε, που ονόμασε τον Κιοσέ Μεχμέτ πασά προσωρινό στη θέση του βαλή του Μόρια.

Με τον Διάκο και τον Δυοβουνιώτη έσμιξε κι ο ήρωας των Σάλωνων, ο Πανουργιάς. Χτύπησαν τους Τούρκους του Πατρατσικιού, της σημερινής Υπά­της, δίχως όμως να μπορέσουν να τους εξοντώσουν. Όταν μάθανε πως έρχονται οι δυο πασάδες τους πα­ρατάνε κι αποτραβιούνται στους Κομποτάδες. Κάνουνε, στις 20 του Απρίλη, συμβούλιο κάτω από το αιωνόβιο πλατάνι του χωριού κι αποφασίζουν ν’ αντιβγούνε στα στενά στον εχθρό όσος κι αν είναι.

Ο Πανουργιάς είχε ίσαμε εξακόσιους Σαλωνίτες, ο Διάκος πεντακόσιους Λειβαδίτες κι ως τετρακόσιους από τα γύρω μέρη ο Δυοβουνιώτης. Αυτοί οι χίλιοι πεντακόσιοι θ’ αντιβγούν σ’ εννιά χιλιάδες Τούρκους.

Ο Πανουργιάς, που τον ακολουθούσε ο επίσκοπος των Σαλώνων Ησαΐας, έπιασε το Μουσταφάμπεη και τη Χαλκωμάτα, ο Δυοβουνιώτης το γεφύρι του Γοργοπόταμου κι ο Θανάσης Διάκος της Αλαμάνας. Μόλις πρόφτασαν να στήσουν καραού­λια, 23 του Απρίλη, και φάνηκε το τούρκικο ασκέρι.

Ο Ομέρ Βρυώνης, που ήταν η προφυλακή, τραβά στο Λιανοκλάδι να χτυπήσει τον Δυοβουνιώτη και τον Πανουργιά. Ο Κιοσέ Μεχμέτ ξεχύνεται από το Ζητούνι να διαβεί από το γεφύρι της Αλαμάνας.

Πρώτος πισωδρομάει ο Δυοβουνιώτης. Παρατά το Γοργοπόταμο κι αποτραβιέται στα Δυο Βουνά ν’ ασφαλιστεί.

Αντιβγαίνει στον Ομέρ Βρυώνη ο Πανουργιάς, μα μπροστά στο πλήθος και την ορμή των Τούρκων δειλιάζουν τα παλικάρια του και σκορπάνε.

Μαζί τους κι ο ήρωας δεσπότης Ησαΐας. Χοντρός και ηλικιωμένος καθώς ήταν, λαχανιάζει να προφτάσει όσους φεύγανε, μα δεν τα καταφέρνει. Τον παίρνει στις πλάτες του ένα θηρίο, ο Μαρκόπουλος. Τον πάει κάμποσο διάστημα, μα το βάρος του δεσπότη τον τσακίζει.

- Παιδί μου, του λέει ο Ησαΐας, παράτησέ με γιατί άδικα κι εσύ θα χαθείς, που είσαι πιο χρήσιμος από μένα στον πόλεμο.

Σιμώνουν οι Τούρκοι τον δεσπότη. Γονατίζει, ση­κώνει το κεφάλι του, κοιτάζει τον ουρανό και λέει:

- Παναγιά μου, σώσε την πατρίδα μας!  Την ίδια στιγμή πέφτει στη γη κομμένο από για­ταγάνι το κεφάλι του.

Ο Διάκος στην Αλαμάνα έπρεπε τώρα ν’ αντιβγεί στ’ ασκέρια των δυο πασάδων. Τι του απόμενε να κάνει; Τι άλλο παρά να πισωδρομήσει κι αυτός. Ν’ αντισταθεί στο μπούγιο του εχθρού θατανε σί­γουρος χαμός. Κι όμως τον πρόκρινε. Πριν από λίγες μέρες μιλώντας στο λαό της Λειβαδιάς είχε πει πως ήρθε ο καιρός να μάθουν οι Έλληνες να μη φεύγουν μπροστά στον Τούρκο. Και τώρα έφτασε η ώρα ν’ αρνηθεί ή να κρατήσει τα όσα έλεγε. Διάλεξε το δεύτερο.

Στέλνει τα πρωτοπαλίκαρά του Μπακογιάννη και Καλύβα να ξεθαρρέψουν εκείνους που κράταγαν το γεφύρι. Και τούτοι οι αθάνατοι άντρες αποφασίζουν να δώσουν πρώτοι το παράδειγμα της θυσίας. Μαζί μ’ άλλους δυο ήρωες, που η παράδοση δε μας έσωσε τα ονόματά τους, περνάνε το γιοφύρι και πιάνουν ένα παλιοχάνι. Τέσσερα καριοφίλια θ’ αντιβγαίνανε σε χιλιάδες τούρκικα ντουφέκια!

Ο Διάκος κράταγε τα Ποριά. Ξεχύνονται σε γιου­ρούσι οι Τούρκοι. Ο Βασίλης Μπούσγος λέει στον καπετάνιο πως άλλο τίποτα δεν απόμενε παρά να παρατήσουν τον άνισο κι άσκοπο πια αγώνα και να βρούνε σωτηρία στα βουνά. Αρνιέται . Ο σεΐζης47 του φέρνει τη φοράδα του, την Αστέρω.

- Καπετάνιε, άδικα θα χαθούμε!

- Ο Διάκος δεν παρατά τους συντρόφους του! τους αποκρίνεται δείχνοντας εκείνους που κράταγαν το παλιοχάνι.

Απόμειναν πενήντα γύρω του. Οι άλλοι σκόρπι­σαν. Και να, σκοτώνεται δίπλα του ο αδερφός του, ο Γ. Μασαβέτας. Μα η καρδιά του Διάκου δε λυγά, όπως δε λύγισε, στο ίδιο κείνο μέρος, η καρδιά του Λεωνίδα.

Παράδοξη σύμπτωση; Ίσως. Ας μην ξεχνά­με όμως πως οι Έλληνες του Εικοσιένα είχανε, κα­θώς είπαμε, παράδειγμα στον αγώνα τους για λευ­τεριά τους αρχαίους Έλληνες. Και τ’ όνομα του Λεω­νίδα βρισκόταν αδιάκοπα στα χείλια όλων. Η φαν­ταστική μορφή του έσκιζε τις θάλασσες σε τόσα ακρόπρωρα καραβιών μας... Τη χρυσή εκείνη ώρα της άνοιξης ξαναζούσε στις Θερμοπύλες, έπειτα από δυο χιλιάδες τρακόσια χρόνια, η άσκοπη φαινομε­νικά θυσία — η θυσία που γίνεται σύμβολο, που γίνεται δύναμη, που γίνεται θρίαμβος, που γίνεται αθανασία μέσα από το θάνατο. Η θυσία της ανάστασης. Ο μυθικός φοίνικας ξαναγεννιόταν από τη στά­χτη του.

Οι λίγοι Έλληνες πολεμάνε πια στήθος με στήθος με τους Τούρκους. Δε δουλεύουν τα ντουφέκια, παρά μονάχα οι μπιστόλες, οι πάλες, τα γιαταγάνια. Μια σφαίρα χτυπά στην ωμοπλάτη τον Διάκο. Παράλυσε το δεξί του χέρι. Με τ’ αριστερό κρατά το σπασμένο κι αυτό σπαθί του. Ένας απομένει ακόμα ζωντανός δίπλα του, ο Μπούσγος. Χυμά — γίγαντα τον κάνει η απελπισία—σκίζει τους Τούρκους και γλιτώνει. Τον Διάκο τον πιάνουν ζωντανό. Δένουν πισθάγκωνα τα χέρια του και του πεδουκλώνουν μ’ αλυσίδες τα ποδάρια του. Τον φορτώνουν σε μουλάρι. Καθώς τον πάγαιναν και πέρναγε μπροστά στο χάνι όπου ακόμα πολεμούσαν οι τέσσερεις αθάνατοι Έλληνες, φω­νάζει:

- Μπακογιάννη, Καλύβα, δέκα χιλιάδες με κρατάνε!

Και τότε εκείνοι οι τέσσερεις ανοίγουν την πόρτα και χύνονται πάνω στις χιλιάδες των Τούρκων να τον λευτερώσουν! Μα δεν πρόλαβαν βέβαια να σιμώ­σουν. Τα κουφάρια τους, που τα σκύλευσαν οι εχθροί, δόξασαν για πάντα τη γη που βγάλανε την ύστερη πνοή τους.

Πήγαν τον Διάκο στους πασάδες.

- Πως σ’ έπιασαν, ωρέ Διάκο, ζωντανό; τον ρωτά ο Ομέρ Βρυώνης.

- Αν ήξερα πως δε θα σκοτωνόμουνα, του αποκρίνεται, θα κράταγα μια ριξιά στη μπιστόλα μου για μένα.

Ο Κιοσέ Μεχμέτ πασάς τον ρωτά:

- Γιατί κάνατε ζορμπαλίκι; Τι γυρεύετε;

- Πήραμε τ’ άρματα για να ξεσκλαβωθούμε.

- Αν θες να μας δουλέψεις σου χαρίζω τη ζωή.

- Δε σας δουλεύω, πασά.

- Θα σε ξεκάνω, ωρέ Διάκο.

- Σκότωσέ με. Να ξέρεις όμως πως η πατρίδα μου έχει πολλούς ωσάν εμένα.

Αποφάσισαν παράδειγμα τρόμου να γίνει το τέ­λος του. Θα τον σούβλιζαν.

Την άλλη μέρα τον πήρανε να τον πάνε στο Ζητούνι, να μαρτυρήσει μπροστά σ’ όλη την Τουρκιά. Του δίνουνε να κρατά τη σούβλα. Την πετά φωνάζοντας:

- Ωρέ Αρβανίτες, δεν είναι κανένας από σας πα­λικάρι να με ξεκάνει με την μπιστόλα του, παρά αφήνετε τους χαλδούπηδες48 να με τυραννάνε; Δεν είμαι κακούργος. Για το μιλέτι μου49 πολέμησα.

Η Τουρκιά — γυναίκες, γέροι, άντρες, παιδιά — δε συγκινιέται από το μαρτύριο του ήρωα. Τον βρί­ζουνε, τον φτύνουνε, λυσσομανάνε.

Ήτανε η πιο γλυκιά ώρα του χρόνου· άνοιξη, Κυ­ριακή 24 του Απρίλη. Οι μακελάρηδες ανάβουν τη φωτιά, όπου θα ψηνόταν, ωσάν τ’ αρνιά το Πάσχα, ο ήρωας. Η παράδοση λέει πως τότε ο Διάκος, ρί­χνοντας μια ματιά ολόγυρα — στον ουρανό, στα βου­νά, στους κάμπους της πατρίδας, είπε τούτους εδώ τους δυο στίχους:

Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει,
τώρα π’ ανθίζουν τα κλαριά και βγάζει η γης χορτάρι.

Τον σούβλισαν κι έπειτα τον σιγόψησαν ώσπου να βγει η ψυχή του.

Η Νέα Ελλάδα είχε αποχτήσει όχι μονάχα έναν ακόμα μάρτυρα, παρά και τις Θερμοπύλες της.

 

Δεν παραθέτουθε τις υποσημειώσεις και τις παραπομπές με σκοπό να προωθήσουμε την αγορά αυτής της εξαιρετικής εργασίας του Δημ.Φωτιάδη

 

Πηγή: (Από: «Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 21» Β’ Έκδοση ‘Ν.ΒΟΤΣΗ’ 1977), Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

kolokotrwnhs 04


Οι Βορειοηπειρώτες στον πανελλήνιο ξεσηκωμό του ’21 δεν έμειναν αμέτοχοι. Αρκετοί ήταν αυτοί από τις περιοχές της Χειμάρας, του Αργυροκάστρου, της Μοσχόπολης, της Πρεμετής, που είχαν μυηθεί στα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας.

Αναφέρουμε μερικά ονόματα φιλικών, όπως τα κατέγραψαν στα βιβλία τους οι: Α. Παπακώστας και Ν. Πατσέλης: Ο Μιχαήλ Λαζάρου Στέλιος, ο Ελευθεριάδης Βενιαμίν από τη Σέλτση Αργυροκάστρου, ο Επίσκοπος Ευρίπου Γρηγόριος ο Αργυροκαστρίτης (ο κυριότερος εμπνευστής της εξέγερσης της Εύβοιας), οι Στέφανος και Αδάμ. Δούκας από την Πρεμετή, ο Δρύσης, ο Γούλας και ο Κανούσης από το Λεσκοβίκι και πολλοί άλλοι. Τολμηροί μαχητές ξεκίνησαν από τις προφυλακές του έθνους και κατέβηκαν στην επαναστατημένη Ελλάδα.

Στη Ρούμελη συμμετείχαν Σουλιώτες και Βορειοηπειρώτες. Ο Χειμαριώτης Σπυρομήλιος με τα αδέρφια του Ζάχο, Νικόλαο και Ιωάννη και εθελοντικό σώμα Χειμαριωτών, έλαβαν μέρος στην άμυνα του Μεσολογγίου και στην κατάληψη της ακρόπολης των Αθηνών. Η οικογένεια των Σπυρομηλαίων πρόσφερε πολλά στην Επανάσταση του ’21. Ο Σπυρομήλιος, επιστρέφοντας από τη Σικελία όπου ζούσε, οργάνωσε στρατιωτικό σώμα από 200 Χειμαριώτες και τον Αύγουστο του 1824 έφτασε στην Ακαρνανία και παρουσιάστηκε στον Μαυροκορδάτο. Εντυπωσίασε με την εμφάνισή του, την σεμνότητα και αξιοπρέπεια.

Θα γράψει ο Κ. Μπίρης (Αρβανίτες, Αθήναι 1960, σ. 301): «Ήταν γενναίος και ανιδιοτελής και κάθε φιλέλλην που τον γνώριζε δεν μπορούσε να μη φωνάξει: Θα ήταν ευτυχής η Ελλάς, αν είχε περισσότερους άνδρας σαν αυτόν». Ήταν παρών και κατά την δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου. Ο αδελφός του Νικόλαος σκοτώθηκε κατά την Έξοδο του Μεσολογγίου (10 Απριλίου 1826), ενώ ο Ζάχος σώθηκε και υπηρέτησε ως στρατιωτικός ακόλουθος στην απελευθερωμένη Ελλάδα.

Λίγο αργότερα τον Σπυρομήλιο τον βρίσκουμε στη Ρούμελη με τον Καραϊσκάκη. Μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη, έλαβε μέρος στη μάχη της Πέτρας, κάτω από τις διαταγές του Δημ. Υψηλάντη. Μετά την απελευθέρωση έγινε διοικητής της Σχολής των Ευελπίδων και αργότερα υπουργός των Στρατιωτικών.

Το Χόρμοβο, κοντά στο Τεπελένι, που ξεκληρίστηκε από τον Αλή Πασά, πρόσφερε πολλά. Ο Λ. Κουτσονίκας (Γενική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, 1863) γράφει για τη συμβολή των Χορμοβιτών στον αγώνα της ανεξαρτησίας: «Εις την Ελληνικήν Επανάστασιν συνετέλεσαν ουκ ολίγον οι Χορμοβίται. Το τμήμα της Ρίζης είναι επίσημον δια τους μαχίμους αυτής άνδρας, συντελέσαντας ουκ ολίγον εν τη επαναστάσει της Ελλάδος». Γνωστός για τη δράση του είναι ο Χορμοβίτης Κων. Λαγουμιτζής ή Νταλαρόπουλος. Την καταγωγή του διεκδικούν η Χειμάρα και η Λέκλη, χωριό του Αργυροκάστρου. Περισσότερο γνωστός είναι με το παρωνύμιο «Λαγουμιτζής», από την ικανότητα που είχε να ανοίγει «λαγούμια», υπόνομους. Βοήθησε στην άλωση της Ακρόπολης των Αθηνών και το Μεσολόγγι με τους υπόνομους που κατασκεύαζε. Γράφει σχετικιά ο συμπολεμιστής του Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του: «Όταν κολλήσαμεν εις το Κάστρο, βαστούσαμεν και τον μαχαλάν της Πλάκας ως την αρβανίτικη πόρτα. Από κάτου το κάστρο εις τα σπίτια ήταν μία εκκλησία και της έδεσε λαγούμι ο αθάνατος περίφημος Κώστας Λαγουμιτζής, γενναίος και τίμιος πατριώτης, και με την τέχνη του και με το ντουφέκι του ως λιοντάρι πολέμαγε δια την πατρίδα. Εις το Μεσολόγγι και παντού αυτός ο γενναίος άνδρας θάματα έχει κάμει. Πατρίδα, του χρωστάς πολύ αυτηνού του αγωνιστή». Ο Κ. Λαγουμιτζής πέθανε το 1851 φτωχός και λησμονημένος.

Στον απελευθερωτικό αγώνα έλαβε μέρος και ο εθνικός ευεργέτης Ευάγγελος Ζάππας. Πολέμησε στο Σούλι, στην Άρτα, στο Φανάρι και στην Κόρινθο.

Η Περιφέρεια Δελβίνου αντιπροσωπεύεται από τον Σταύρο Κόντο. Ο καπετάν Σταύρος, όπως ήταν γνωστός, με τη λήξη του αγώνα, εγκαταστάθηκε στην Άμφισσα και παντρεύτηκε την Παναγιώτα Κοντοδήμου. Γιος τους ήταν ο αξιόλογος φιλόλογος και γραμματικός Κωνσταντίνος Κόντος.

Στην Επανάσταση της Εύβοιας συμμετείχαν μόνο Βορειοηπειρώτες, οι οποίοι προσκλήθηκαν από τον Μητροπολίτη Ευρίπου Γρηγόριο τον Αργυροκαστρίτη. Για τη δράση του γράφουν οι: Ε. Κουρίλας («Γρηγόριος Αργυροκαστρίτης», εν Αθήν. 1935) και ο Φ. Μιχαλόπουλος («Γρηγόριος ο Αργυροκαστρίτης και η Επανάσταση της Ευβοίας», Αρχείον Ευοϊκών μελετών, τ.Γ’, 1954, εν Αθ. 1955). Και οι δύο αναφέρονται στη ζωή και το έργο του Αργυροκαστρινού κληρικού και τη μύησή του στη Φιλική Εταιρεία.

Ο Γρηγόριος γνώριζε το μάχιμο των συμπατριωτών του και κάλεσε Αργυροκαστρίτες, Χορμοβίτες και Χειμαραίους, οι οποίοι έλαβαν μέρος σε όλες τις μάχες και παρέμειναν τελευταία στη μάχη των Αδριλιών, στην οποία και κρίθηκε η Ευβοϊκή Επανάσταση (23 Ιουλίου 1823). Στη μάχη των Ανδριλιών για την οποία γράφει και ο ιστορικός Κουτσονίκας στην ιστορία του (σελ. 74) έλαβαν μέρος οι Ηπειρώτες Σταύρος Βασιλείου με τον αδερφό του Κώστα και τον γενναίον Αργυροκαστρίτη Λιάκον με τριακόσια παλικάρια. Ο Λιάκος περικυκλώθηκε από τους εχθρούς «και ηρωικώτατα μαχόμενος, ως άλλος Λεωνίδας, εφονεύθη μεθ’ όλων των συντρόφων του, μεγίστην φθοράν προξενήσας εις τους εχθρούς».

Ο σεπτός ιεράρχης Γρηγόριος συνελήφθη και κλείστηκε στις σκοτεινές φυλακές της Χαλκίδας, όπου και υπέστη φοβερά βασανιστήρια. Κατόρθωσε, όμως, να δραπετεύσει και τον συναντούμε αργότερα στην Κέρκυρα ασχολούμενο με τη μετάφραση της Καινής Διαθήκης στην αλβανική γλώσσα.

Σημαντικός, επίσης, ήταν ο αριθμός των Βορειοηπειρωτών, που κατάγονταν από τις Επαρχίες Κορυτσάς και Μοσχόπολης. Η Μοσχόπολη, πνευματικό κέντρο του Ελληνικού Βορρά, χάρη στην ξακουστή Ακαδημία της, καλλιέργησε την εθνική ιδέα και διατήρησε την ορθοδοξία στις γύρω περιοχές. Στον ιερό αγώνα του ’21 οι Μοσχοπολίτες συμμετείχαν με χρήμα και αίμα. Δυστυχώς, δεν είναι γνωστά όλα τα ονόματα των Βορειοηπειρωτών αγωνιστών του ’21. Ιστορικές πληροφορίες ανεβάζουν τον αριθμό των οπλαρχηγών σε 22 και τον συνολικό αριθμό των πολεμιστών σε 4.500 άντρες.

Αρκετά σημαντική ήταν η συμβολή των Βορειοηπειρωτών και από οικονομικής πλευράς. Κυρίως οι Μοσχοβίτες και οι Κορυτσαίοι διέθεσαν και τις περιουσίες τους για τις ανάγκες του αγώνα και την εξαγορά και απελευθέρωση αιχμαλώτων και ομήρων της Ρούμελης και του Μωριά. Γι’ αυτό το λόγο ξεσηκώθηκαν οι άτακτοι Τουρκαλβανοί της περιοχής (λιποτάκτες του τουρκικού στρατού, δραπέτες των φυλακών, ληστές και φυγόδικοι) και γεμάτοι μίσος και οργή, λεηλατούσαν για αρκετό διάστημα την Κορυτσά και την περιοχή της. Ο ελληνικός χριστιανικός πληθυσμός αυτή την εποχή έπαθε μεγάλη συμφορά.

Ο Ιωακείμ Μαρτιανός (Η Μοσχόπολις, εν Θεσ/νίκη 1957) γράφει: «Επέπιπτον αναφανδόν κατά χωρίων και κωμών αδυνάτων, ελεηλάτουν τους από πολλού περιτρόμους ενοίκους, στόχον κυρίως έχοντες τους ευκαταστάτους, απεγύμνουν αυτούς, αφήρπαζον ουχί σπανίως τους υιούς επί λύτροις και διέπραττον πλείστα όσα τοιαύτα αναλόγως της καταστάσεως των αιχμαλωτιζομένων και ιδίως της ιδίας αυτών ακολάστου φιλαργυρίας».

Δυστυχώς, παρόλες τις αναρίθμητες στρατιωτικές υπηρεσίες, την οικονομική και πνευματική συμβολή, η Ήπειρος και το Βόρειο κομμάτι της και μετά την απελευθέρωση της Παλαιάς Ελλάδος και την ίδρυση ανεξάρτητου Ελληνικού Βασιλείου, δεν ευτύχησαν να συμπεριληφθούν στα όρια της ελεύθερης πατρίδας. Το «ποθούμενο» του Πατροκοσμά θα’ρθει πολύ αργότερα, στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων.

 

Πηγή: Πρωινός Λόγος, Χειμαρρά

Οι Βορειοηπειρώτες στον πανελλήνιο ξεσηκωμό του ’21 δεν έμειναν αμέτοχοι. Αρκετοί ήταν αυτοί από τις περιοχές της Χειμάρας, του Αργυροκάστρου, της Μοσχόπολης, της Πρεμετής, που είχαν μυηθεί στα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας.

Αναφέρουμε μερικά ονόματα φιλικών, όπως τα κατέγραψαν στα βιβλία τους οι: Α. Παπακώστας και Ν. Πατσέλης: Ο Μιχαήλ Λαζάρου Στέλιος, ο Ελευθεριάδης Βενιαμίν από τη Σέλτση Αργυροκάστρου, ο Επίσκοπος Ευρίπου Γρηγόριος ο Αργυροκαστρίτης (ο κυριότερος εμπνευστής της εξέγερσης της Εύβοιας), οι Στέφανος και Αδάμ. Δούκας από την Πρεμετή, ο Δρύσης, ο Γούλας και ο Κανούσης από το Λεσκοβίκι και πολλοί άλλοι. Τολμηροί μαχητές ξεκίνησαν από τις προφυλακές του έθνους και κατέβηκαν στην επαναστατημένη Ελλάδα.

Στη Ρούμελη συμμετείχαν Σουλιώτες και Βορειοηπειρώτες. Ο Χειμαριώτης Σπυρομήλιος με τα αδέρφια του Ζάχο, Νικόλαο και Ιωάννη και εθελοντικό σώμα Χειμαριωτών, έλαβαν μέρος στην άμυνα του Μεσολογγίου και στην κατάληψη της ακρόπολης των Αθηνών. Η οικογένεια των Σπυρομηλαίων πρόσφερε πολλά στην Επανάσταση του ’21. Ο Σπυρομήλιος, επιστρέφοντας από τη Σικελία όπου ζούσε, οργάνωσε στρατιωτικό σώμα από 200 Χειμαριώτες και τον Αύγουστο του 1824 έφτασε στην Ακαρνανία και παρουσιάστηκε στον Μαυροκορδάτο. Εντυπωσίασε με την εμφάνισή του, την σεμνότητα και αξιοπρέπεια.

Θα γράψει ο Κ. Μπίρης (Αρβανίτες, Αθήναι 1960, σ. 301): «Ήταν γενναίος και ανιδιοτελής και κάθε φιλέλλην που τον γνώριζε δεν μπορούσε να μη φωνάξει: Θα ήταν ευτυχής η Ελλάς, αν είχε περισσότερους άνδρας σαν αυτόν». Ήταν παρών και κατά την δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου. Ο αδελφός του Νικόλαος σκοτώθηκε κατά την Έξοδο του Μεσολογγίου (10 Απριλίου 1826), ενώ ο Ζάχος σώθηκε και υπηρέτησε ως στρατιωτικός ακόλουθος στην απελευθερωμένη Ελλάδα.

Λίγο αργότερα τον Σπυρομήλιο τον βρίσκουμε στη Ρούμελη με τον Καραϊσκάκη. Μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη, έλαβε μέρος στη μάχη της Πέτρας, κάτω από τις διαταγές του Δημ. Υψηλάντη. Μετά την απελευθέρωση έγινε διοικητής της Σχολής των Ευελπίδων και αργότερα υπουργός των Στρατιωτικών.

Το Χόρμοβο, κοντά στο Τεπελένι, που ξεκληρίστηκε από τον Αλή Πασά, πρόσφερε πολλά. Ο Λ. Κουτσονίκας (Γενική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, 1863) γράφει για τη συμβολή των Χορμοβιτών στον αγώνα της ανεξαρτησίας: «Εις την Ελληνικήν Επανάστασιν συνετέλεσαν ουκ ολίγον οι Χορμοβίται. Το τμήμα της Ρίζης είναι επίσημον δια τους μαχίμους αυτής άνδρας, συντελέσαντας ουκ ολίγον εν τη επαναστάσει της Ελλάδος». Γνωστός για τη δράση του είναι ο Χορμοβίτης Κων. Λαγουμιτζής ή Νταλαρόπουλος. Την καταγωγή του διεκδικούν η Χειμάρα και η Λέκλη, χωριό του Αργυροκάστρου. Περισσότερο γνωστός είναι με το παρωνύμιο «Λαγουμιτζής», από την ικανότητα που είχε να ανοίγει «λαγούμια», υπόνομους. Βοήθησε στην άλωση της Ακρόπολης των Αθηνών και το Μεσολόγγι με τους υπόνομους που κατασκεύαζε. Γράφει σχετικιά ο συμπολεμιστής του Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του: «Όταν κολλήσαμεν εις το Κάστρο, βαστούσαμεν και τον μαχαλάν της Πλάκας ως την αρβανίτικη πόρτα. Από κάτου το κάστρο εις τα σπίτια ήταν μία εκκλησία και της έδεσε λαγούμι ο αθάνατος περίφημος Κώστας Λαγουμιτζής, γενναίος και τίμιος πατριώτης, και με την τέχνη του και με το ντουφέκι του ως λιοντάρι πολέμαγε δια την πατρίδα. Εις το Μεσολόγγι και παντού αυτός ο γενναίος άνδρας θάματα έχει κάμει. Πατρίδα, του χρωστάς πολύ αυτηνού του αγωνιστή». Ο Κ. Λαγουμιτζής πέθανε το 1851 φτωχός και λησμονημένος.

Στον απελευθερωτικό αγώνα έλαβε μέρος και ο εθνικός ευεργέτης Ευάγγελος Ζάππας. Πολέμησε στο Σούλι, στην Άρτα, στο Φανάρι και στην Κόρινθο.

Η Περιφέρεια Δελβίνου αντιπροσωπεύεται από τον Σταύρο Κόντο. Ο καπετάν Σταύρος, όπως ήταν γνωστός, με τη λήξη του αγώνα, εγκαταστάθηκε στην Άμφισσα και παντρεύτηκε την Παναγιώτα Κοντοδήμου. Γιος τους ήταν ο αξιόλογος φιλόλογος και γραμματικός Κωνσταντίνος Κόντος.

Στην Επανάσταση της Εύβοιας συμμετείχαν μόνο Βορειοηπειρώτες, οι οποίοι προσκλήθηκαν από τον Μητροπολίτη Ευρίπου Γρηγόριο τον Αργυροκαστρίτη. Για τη δράση του γράφουν οι: Ε. Κουρίλας («Γρηγόριος Αργυροκαστρίτης», εν Αθήν. 1935) και ο Φ. Μιχαλόπουλος («Γρηγόριος ο Αργυροκαστρίτης και η Επανάσταση της Ευβοίας», Αρχείον Ευοϊκών μελετών, τ.Γ’, 1954, εν Αθ. 1955). Και οι δύο αναφέρονται στη ζωή και το έργο του Αργυροκαστρινού κληρικού και τη μύησή του στη Φιλική Εταιρεία.

Ο Γρηγόριος γνώριζε το μάχιμο των συμπατριωτών του και κάλεσε Αργυροκαστρίτες, Χορμοβίτες και Χειμαραίους, οι οποίοι έλαβαν μέρος σε όλες τις μάχες και παρέμειναν τελευταία στη μάχη των Αδριλιών, στην οποία και κρίθηκε η Ευβοϊκή Επανάσταση (23 Ιουλίου 1823). Στη μάχη των Ανδριλιών για την οποία γράφει και ο ιστορικός Κουτσονίκας στην ιστορία του (σελ. 74) έλαβαν μέρος οι Ηπειρώτες Σταύρος Βασιλείου με τον αδερφό του Κώστα και τον γενναίον Αργυροκαστρίτη Λιάκον με τριακόσια παλικάρια. Ο Λιάκος περικυκλώθηκε από τους εχθρούς «και ηρωικώτατα μαχόμενος, ως άλλος Λεωνίδας, εφονεύθη μεθ’ όλων των συντρόφων του, μεγίστην φθοράν προξενήσας εις τους εχθρούς».

Ο σεπτός ιεράρχης Γρηγόριος συνελήφθη και κλείστηκε στις σκοτεινές φυλακές της Χαλκίδας, όπου και υπέστη φοβερά βασανιστήρια. Κατόρθωσε, όμως, να δραπετεύσει και τον συναντούμε αργότερα στην Κέρκυρα ασχολούμενο με τη μετάφραση της Καινής Διαθήκης στην αλβανική γλώσσα.

Σημαντικός, επίσης, ήταν ο αριθμός των Βορειοηπειρωτών, που κατάγονταν από τις Επαρχίες Κορυτσάς και Μοσχόπολης. Η Μοσχόπολη, πνευματικό κέντρο του Ελληνικού Βορρά, χάρη στην ξακουστή Ακαδημία της, καλλιέργησε την εθνική ιδέα και διατήρησε την ορθοδοξία στις γύρω περιοχές. Στον ιερό αγώνα του ’21 οι Μοσχοπολίτες συμμετείχαν με χρήμα και αίμα. Δυστυχώς, δεν είναι γνωστά όλα τα ονόματα των Βορειοηπειρωτών αγωνιστών του ’21. Ιστορικές πληροφορίες ανεβάζουν τον αριθμό των οπλαρχηγών σε 22 και τον συνολικό αριθμό των πολεμιστών σε 4.500 άντρες.

Αρκετά σημαντική ήταν η συμβολή των Βορειοηπειρωτών και από οικονομικής πλευράς. Κυρίως οι Μοσχοβίτες και οι Κορυτσαίοι διέθεσαν και τις περιουσίες τους για τις ανάγκες του αγώνα και την εξαγορά και απελευθέρωση αιχμαλώτων και ομήρων της Ρούμελης και του Μωριά. Γι’ αυτό το λόγο ξεσηκώθηκαν οι άτακτοι Τουρκαλβανοί της περιοχής (λιποτάκτες του τουρκικού στρατού, δραπέτες των φυλακών, ληστές και φυγόδικοι) και γεμάτοι μίσος και οργή, λεηλατούσαν για αρκετό διάστημα την Κορυτσά και την περιοχή της. Ο ελληνικός χριστιανικός πληθυσμός αυτή την εποχή έπαθε μεγάλη συμφορά.

Ο Ιωακείμ Μαρτιανός (Η Μοσχόπολις, εν Θεσ/νίκη 1957) γράφει: «Επέπιπτον αναφανδόν κατά χωρίων και κωμών αδυνάτων, ελεηλάτουν τους από πολλού περιτρόμους ενοίκους, στόχον κυρίως έχοντες τους ευκαταστάτους, απεγύμνουν αυτούς, αφήρπαζον ουχί σπανίως τους υιούς επί λύτροις και διέπραττον πλείστα όσα τοιαύτα αναλόγως της καταστάσεως των αιχμαλωτιζομένων και ιδίως της ιδίας αυτών ακολάστου φιλαργυρίας».

Δυστυχώς, παρόλες τις αναρίθμητες στρατιωτικές υπηρεσίες, την οικονομική και πνευματική συμβολή, η Ήπειρος και το Βόρειο κομμάτι της και μετά την απελευθέρωση της Παλαιάς Ελλάδος και την ίδρυση ανεξάρτητου Ελληνικού Βασιλείου, δεν ευτύχησαν να συμπεριληφθούν στα όρια της ελεύθερης πατρίδας. Το «ποθούμενο» του Πατροκοσμά θα’ρθει πολύ αργότερα, στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων.

obama palaiwn patrwn germanos 01

 

Ὁ Ὀμπάμα ἐκθειάζει παγκόσμια τὸν Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸ καὶ τὸ λάβαρο τοῦ 1821, ποὺ ἐνέπνευσε, ὅπως εἶπε, τοὺς πάντες, ἀκόμη καὶ σὲ Ἀσία καὶ Ἀφρική! Τὴν ἴδια ὥρα, μέσα στὴ χώρα, τὸ ΄21 πολεμᾶται μὲ νύχια καὶ μὲ δόντια ἀπὸ τοὺς "γνωστοὺς ἀγνώστους", ποὺ θέλουν νὰ ἐξαφανίσουν Ἱστορία, Παιδεία, Ὀρθοδοξία καὶ συνεπῶς Ἑλλάδα... Ἡ ἀπάντηση-χαστούκι δόθηκε ὅμως ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Πρόεδρο τῶν ΗΠΑ Μπαρὰκ Ὀμπάμα, μέσα στὴν ἴδια τὴν Ἀθήνα, μπροστά σε Πρωθυπουργοὺς καὶ σία...

 

Πηγή: Νοιάζομαι, Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό

maniatises drepania 01


Όταν οι γυναίκες  «γεγόνασι άνδρες» και ρεζίλεψαν τον Ιμπραήμ το 1826, στη μάχη της Βέργας, και στη νίκη του Διρού

Τούτες τις μέρες, έρχεται στη μνήμη των Μανιατών οι αφηγήσεις των παλαιοτέρων που μιλούσαν για το κατόρθωμα  πριν από 190 χρόνια, ακριβώς σαν σήμερα 26-6-1826, των θρυλικών ηρωίδων  δρεπανηφόρων γιαγιάδων τους, που ταπείνωσαν το ασκέρι του Ιμπραήμ όταν επιτέθηκε να τις καθυποτάξει. Με  ψυχή δυναμική κι αλύγιστη, ορμή ασυγκράτητη, οι χαροκαμένες εκείνες γυναίκες  που γεννούσαν ήρωες, δεν μπορούσε παρά και οι ίδιες να ήταν ηρωίδες. Άρπαξαν τα δρεπάνια και όρμησαν στο ασκέρι του Ιμπραήμ για να υπερασπίσουν την τιμή τους.

Το πρωί της 22-6-1826, αρχίζει ο τιτάνιος αγώνας των Μανιατών, να σώσουν τα ιερά τους χώματα. Ο Ιμπραήμ Πασάς με 15.000 άνδρες επιτίθεται εναντίον της Μάνης από στεριά και θάλασσα. Βομβαρδίζει με τον στόλο του τις θέσεις των αμυνομένων και εξαπολύει κατά κύματα, γιουρούσια με 8.000 πεζούς και ιππείς εναντίον 2.400  Μανιατών και στέλνει με αναίδεια και έπαρση τελεσίγραφο: Να παραδοθεί αμαχητί, άλλως θα την περάσει όλη από το σπαθί του, χωρίς ν’ αφήσει  «ίχνος οσπιτίου». Και ο Γεωργάκης Μαυρομιχάλης απαντά από τη Βέργα στο ιταμό τελεσίγραφο ως άλλος Λεωνίδας: «Σε περιμένουμε με όσας δυνάμεις διαθέτεις…»

Τρείς μέρες κράτησε η μάχη, μα η Βέργα δεν λύγισε, γιατί  οι Μανιάτες έστησαν άπαρτο ταμπούρι με τα ατσάλινα στήθη τους σαν αληθινοί  απόγονοι των αρχαίων Σπαρτιατών :«τοίς κείνων ρήμασι πειθόμενοι». Βλέποντας ο Ιμπραήμ να μην κάμπτονται οι Μανιάτες, σε αντιπερισπασμό ανοίγει  άλλο μέτωπο στην καρδιά της Μάνης, στο Διρό, όπου οι γυναίκες έμειναν πίσω με τα παιδιά και τους γέροντες για τον θερισμό. Δεν υπολόγισε όμως καλά ο… μέγας στρατηλάτης Ιμπραήμ. Οι γυναίκες εκείνες μετέτρεψαν τα δρεπάνια του θερισμού σε όπλα και με πέτρες, ξύλα, δόντια και νύχια ξέσχισαν τις σάρκες των Τούρκων και σκόρπισαν τον θάνατο και τον πανικό στο ασκέρι.

Οι Τουρκοαιγύπτιοι  σε επιδρομή τους σε Αερόπολη, Πύργο και Χαργιά, έπιασαν μερικούς γέρους και γερόντισσες στα αλώνια, όπου εφύλαγαν τις θημωνιές και τους κατέσφαξαν, αποβίβασαν τη νύχτα δυνάμεις  στο Διρό και περιέζωσαν τα γύρω χωριά. Οι πρωτοσύγκελοι Ρηγανάκος στο Διρό και  Παπα - Πουλάκος στον Άγιο Νίκωνα Χαργιάς,  χτύπησαν  τις καμπάνες και ξεσήκωσαν όλα τα χωριά.  Ιερείς, άνδρες , γυναίκες, γέροντες και παιδιά, έτρεξαν για να αμυνθούν. Η λαϊκή μούσα μας διαφύλαξε τον ανεπανάληπτο θρύλο των Μανιατισσών, που  αντί για νέο Ζάλογγο, έκαναν κάτι το πρωτόγνωρο, αδιανόητο, ηρωϊκό, και μεγαλειώδες :

«Οι γυναίκες εν τω άμα, 
κάμανε μεγάλο θάμα. 
Ανασκουμπώνουν τις ποδιές 
και βάνουν πέτρες στρογγυλές.
Καύκαλα ανοίγουμε πολλά 
ή σκορπούνε τα μυαλά
και αρπάζουν τα τρυπάνια 
και τους κόβουν τα κεφάλια…»

Η Πανωραία, κόρη του γερο-Βοζίκη, πηγαίνοντας στο χωράφι ψωμί, είδε δύο τουρκοαιγύπτιους να δένουν τον πατέρα της. Απέκοψε τον λάρυγγα του ενός με το δρεπάνι και  ξέκαμε με την βοήθεια του πατέρα της τον άλλο !

Η γυναίκα του Γερακαράκου που πήγαινε ψωμί και τυρί στον άνδρα της, που πολεμούσε στη Βέργα, νηστικός τρία μερόνυχτα, μπλέχτηκε στον πόλεμο μαζί με άλλες γυναίκες στα Ξεπαπαδιάνικα. Κι ενώ το παιδί της πολεμούσε με το όπλο, εκείνη πετροβολούσε τους Τούρκους. Κι όταν έπεσε νεκρό,  έκλεισε τα ματάκια του, άρπαξε το όπλο του και πήρε τη θέση σου ! Το ίδιο έκανε και η Θερασέρη στο Φλομοκότρωνα της Χαριάς. Πηγαίνοντας ψωμί και νερό στους πολεμιστές, βρήκε το παιδί της σκοτωμένο στο ταμπούρι του. Δεν είπε μιλιά σε κανέναν. Έκανε πέτρα την καρδιά της, πήρε το καριοφίλι του και  άρχισε να  βάζει κατά του εχθρού, λέγοντας κάθε τόσο στο νεκρό παιδί της:  «Κοιμήσου, ξεκουράσου, παιδάκι μου. Είμαι εγώ στη θέση σου!…»

Ντροπιασμένος και ηττημένος καθώς έφευγε ο Ιμπραήμ, οι γενναίοι Μανιάτες και οι ηρωικές Μανιάτισσες κυνηγούσαν το ασκέρι του. Μια Σπαρτιάτισσα, πήδηξε στη θάλασσα άρπαξε έναν Αλβανό  που κολυμπούσε να σωθεί και του ζητούσε το λόγο που της έκαψε τις θημωνιές!

Ο άφθαστος ηρωισμός και η απαράμιλλη ανδρεία των Μανιατισσών, πρέπει να γίνει συνείδηση ιερού χρέους, ιστορικής δικαίωσης και απόδοσης οφειλόμενης εθνικής τιμής. Αλλά στη σημερινή εποχή που οι θυσίες για την πατρίδα, η προσφορά και  η αγάπη προς αυτήν, λοιδορούνται ως αναχρονιστικές και μάλιστα με την ανοχή, αν όχι την παρότρυνση του επισήμου κράτους, τι μπορεί να περιμένει κανείς;

 

Πηγή: Ινφογνώμων Πολιτικά

souleiman 01


Το οθωμανικό φορολογικό σύστημα βασίστηκε στο διανεμητικό μοντέλο. Δηλαδή, οι φόροι εισπράττονταν από το κάθε ανώτερο κλιμάκιο στην κλίμακα της οθωμανικής διοίκησης, προς το αμέσως κατώτερο. Για να καταλάβουμε τον τρόπο είσπραξης των φόρων, θα πρέπει να παρουσιάσουμε συνοπτικά την διοικητική δομή της αυτοκρατορίας.

Επικεφαλής της αυτοκρατορίας δεν ήταν άλλος από τον οθωμανό σουλτάνο, δηλαδή τον απόγονο του Οσμάν Γαζή (Νικητή) (1258-1326 μ.χ.), υιό του τουρκομάνου φύλαρχου Ερτογρούλ, από τον οποίο πήρε το όνομά της η αυτοκρατορία. Το αμέσως επόμενο στάδιο διαίρεσης της αυτοκρατορίας είναι τα βιλαέτια ή εγιαλέτια. Τα βιλαέτια ήταν μεγάλες περιφέρειες, αντίστοιχα των βυζαντινών Θεμάτων και διοικούνταν από τους βαλήδες. Τα βιλαέτια χωρίζονταν σε σαντζάκια, αντίστοιχα των νομών και αυτά σε καζάδες, δηλαδή επαρχίες. Σε κάθε επαρχία υπήρχαν οι κοινότητες που θεωρούνταν αυτόνομες φορολογικές μονάδες. Η απαίτηση των φόρων γινόταν από πάνω προς τα κάτω, ενώ η ροή-πληρωμή αντίστροφα. Κατ’αυτό το τρόπο, κάθε κοινότητα απέδιδε τους φόρους στον καζά που ανήκε, ο καζάς στο σαντζάκι, το σαντζάκι στο βιλαέτι και το βιλαέτι στο σουλτάνο.

Η διαδικασία αυτή δεν γινόταν με το αζημίωτο. Αναπόφευκτα, οι εμπλεκόμενοι κρατικοί υπάλληλοι όλων των βαθμίδων, προσπορίζονταν ένα μέρος των φόρων. Η φορολογική απαίτηση, από το ένα σκαλί διοίκησης στο άλλο πολλές φορές διπλασιαζόταν, με αποτέλεσμα η βάση του φορολογικού συστήματος, να υφίσταται οικονομική εξουθένωση. Εκείνο που ιδιαίτερα χαρακτηρίζει το φορολογικό σύστημα είναι οι πολλοί και επαχθείς φόροι του, οι μάλιστα οποίοι εισπράττονται μέσα από έναν ανεξέλεγκτο μηχανισμό, με αποτέλεσμα οι φορολογούμενοι υποτελείς να υφίστανται βιαιότητες και κάθε λογής αυθαιρεσίες. Για τον αγρότη σπάνια μένει κάτι παραπάνω από ό,τι είναι απαραίτητο για τη διατήρησή του στη ζωή. Ένα τέτοιο σύστημα που διαρκώς απαιτεί, είτε με τη φορολογία είτε με την τοκογλυφία, ολοένα μεγαλύτερο τμήμα του προϊόντος είναι λογικό να οδηγηθεί σε αδιέξοδο. Γενικά οι φόροι κατα την οθωμανική περίοδο χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: στους τακτικούς και στους έκτακτους φόρους.

Οι τακτικοί φόροι

Δύο είναι οι βασικοί φόροι αυτής της κατηγορίας, ο cizye ή κεφαλικός φόρος και το χαράτσι ή harac.

Ο cizye ή κεφαλικός φόρος

Αυτόν τον φόρο τον κατέβαλλαν κάθε χρόνο μόνο οι μη μουσουλμάνοι υγιείς άνδρες, οι ικανοί για εργασία, και προοριζόταν για ειδικό τμήμα του αυτοκρατορικού θησαυροφυλακίου. Το ποιοί όμως ήταν ικανοί για εργασία, αυτό θα πρέπει να υποθέσουμε ότι επαφίετο στη διάκριση των εισπρακτόρων που πάντα έδειχναν έναν υπερβάλλοντα ζήλο, όσο η αξιοσύνη τους μετριόταν και η αμοιβή τους εξαρτόταν από το ποσό που θα προωθούσαν στην Κωνσταντινούπολη, στο σουλτανικό ταμείο.

Ο κεφαλικός φόρος είναι το τίμημα, που με βάση τον ιερό νόμο πλήρωναν οι «άπιστοι» προκειμένου να εξασφαλίζουν τη ζωή τους και την άδεια να κατοικούν στην επικράτεια του Ισλάμ, διατηρώντας τη θρησκεία τους με την εγγύηση και την προστασία του κράτους. Από την πληρωμή του εξαιρούνταν οι γυναίκες, τα άνηβα παιδιά, οι κληρικοί και οι ανάπηροι και όσοι απασχολούνταν σε κρατική υπηρεσία. Φυσικά και οποιοσδήποτε άλλος που δεν ήταν μουσουλμάνος είχε τη δυνατότητα να απαλλαγεί από αυτόν, αν βέβαια ασπαζόταν τον Ισλαμισμό.

Το harac ή χαράτσι

Το χαράτσι βασίστηκε σε αρχή του Κορανίου και η καταβολή του συμβόλιζε την υποταγή των απίστων εξαγοράζοντας την ανεκτικότητα του κράτους. Ως βασικός τακτικός φόρος, είχε διττό χαρακτήρα. Από τη μια ήταν φόρος επί της γης (haraci muvazzaf) και από την άλλη φόρος επί του εισοδήματος (haraci mukaseme). Ο πρώτος ήταν πάγιος ετήσιος φόρος που βάρυνε την γη και όχι την παραγωγή. Ήταν δηλαδή έγγειος φόρος. Οι διάφορες ονομασίες που απαντόνται στα οθωμανικά αρχεία, ispence, resm-i cift, resm-i bennak, resm-i mucerred, αποτελούν διαφορετικές κατά περίπτωση ονομασίες του έγγειου αυτού φόρου που ήταν γνωστός ως harac-i muvazzaf. Ουσιαστικά πρόκειται για φόρο που κατέβαλαν οι ραγιάδες σε αντάλλαγμα για την κατοχή και καλλιέργεια δημόσιας γης, μη διαθέτοντας την κυριότητα στη γή αυτή. Μαζί με την δεκάτη (πληρωμή του 10 τοις εκατό) αποτελούσε τον πυρήνα των εισοδημάτων των γαιοκτημόνων-τιμαριούχων ή των διαχειριστών των ιδρυμάτων, όταν επρόκειτο για βακουφικές γαίες, ή τέλος των αντιπροσώπων του σουλτάνου προκειμένου για σουλτανικές γαίες. Σε ορισμένες όμως περιπτώσεις, όπως σε κάποια σαντζάκια της Μ. Ασίας, ο έγγειος φόρος κατανέμονταν ανάμεσα στον τιμαριούχο, το ζαϊμη, τον σούμπαση ή τον σαντζακμπέη.

Τα πρώτα χρόνια οι φόροι αυτής της κατηγορίας καταβάλλονταν και σε είδος, κυρίως ζώα, αργότερα όμως το οθωμανικό δημόσιο ζητούσε όλο και πιο συχνά την καταβολή τους σε χρήμα. Άλλοτε πάλι μεταφράζονταν σε προσφορά υπηρεσιών. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται σε μαρτυρίες της εποχής εκείνης: ¨… όπου άραζαν τα καράβια του στόλου και όπου σταματούσαν τα άλογα του ιππικού των οθωμανών οι κάτοικοι της περιοχής έπρεπε να φροντίσουν για το κονάκι τους και το ταϊνι τους¨, δηλαδή για την διαμονή και την τροφή τους. Και αυτό το «δόσιμο» δεν ήταν λίγο, όταν ολόκληρες στρατιές συχνά όργωναν την αυτοκρατορία. Αλλά και σε καιρό ειρήνης τα σώματα των αγάδων και των μπέηδων ξεχύνονταν στις διοικητικές τους περιφέρειες και ζούσαν, άνθρωποι και ζώα, σε βάρος των ραγιάδων. Το ίδιο λέγεται ότι συνέβαινε ακόμη και με περιηγητές που ταξίδευαν με την έγκριση της εξουσίας και ένοπλους συνοδούς.

Οι έκτακτοι φόροι.

Η επόμενη μεγάλη κατηγορία είναι οι έκτακτοι φόροι, στους οποίους μπορούμε να συγκαταλέξουμε και τα πρόστιμα. Αυτοί επιβάλλονταν για να αντιμετωπιστούν διάφορες έκτακτες ανάγκες, όπως οι ολοένα και μεγαλύτερες απαιτήσεις των διοικητικών οργάνων, η επισκευή των οχυρωματικών έργων και των σεραγιών, η συντήρηση των οδών και των γεφυρών, η εξάρτυση του στρατού και του στόλου, ακόμη και η διατροφή των αλόγων και υποζυγίων του οθωμανικού στρατού. Οι έκτακτοι φόροι ήταν πάρα πολλοί, μερικοί μάλιστα είναι δύσκολο να καταταγούν σε κάποια ειδική κατηγορία, και δεν εξαντλούνται έστω και στην καταγραφή τους, καθώς τα ονόματά τους και μόνο καταλαμβάνουν ένα σοβαρό ποσοστό από το ελληνικό ή τουρκικό λεξιλόγιο. Υπήρχαν για παράδειγμα: το «αλατιάτικο», «γρασιδιάτικο», «πανιάτικο», «σουρσάτ», «σουγιέμ», «πεσινάτι», «πακιγιέ», «συνεισφορά», «προσφορά», «δραγομανιά», «ρέσιμο», «βικιαλέτι», «χισμέτι», «ταϊνάτι» και άλλα. Ο αριθμός τους μεγαλώνει δραματικά αν συνυπολογίσουμε όπως είπαμε και τα διάφορα πρόστιμα που απομυζούσαν τους φτωχούς ραγιάδες. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε ότι τόσο για τους φόρους, όσο και για τα πρόστιμα οι οθωμανοί θεωρούσαν συνυπέυθυνους τα μέλη μιάς κοινότητας ή μιάς εργασιακής ομάδας. Οι ψαράδες σε μια περιοχή για παράδειγμα, πλήρωναν όλοι πρόστιμο αν κάποιος εξ αυτών χρησιμοποιούσε τριχιές αλόγου για πετονιές ή αν αλίευε αντικανονικά. Επίσης, το «φονικό», από τα πλέον γνωστά πρόστιμα, που το κατέβαλε ολόκληρη η κοινότητα αν γινόταν κάποιο έγκλημα στην περιοχή, το «κερατιάτικο» και άλλα.

Μέσα στο σύστημα των έκτακτων φόρων συμπεριλαμβάνονται και οι αγγαρείες, αν και σχετικά πρόσφατα υποστηρίχθηκε κυρίως από Τούρκους ιστορικούς ότι το οθωμανικό κράτος δημεύοντας τα περισσότερα κτήματα των αρχόντων και των μοναστηριών, τις κατάργησε, πράγμα που έφερε μια πραγματική κοινωνική μεταρρύθμιση υπέρ των χριστιανών χωρικών. Βέβαια, το κατα πόσο αυτό έγινε για να ελαφρύνει τους χριστιανούς ή τελικά είναι μια παράπλευρη απώλεια της δήμευσης είναι εξαιρετικά ασαφές. Αλλιώς δεν εξηγούνται οι συνεχείς ρητές απαγορεύσεις των σουλτάνων προς τους σπαχήδες (ελαφρύ ιππικό, με περίοπτη θέση στην κοινωνία) να αγγαρεύουν τους χριστιανούς ραγιάδες.

Οι συνέπειες για τους ραγιάδες, κυρίως για τους χριστιανούς, εξαιτίας των πολυπληθών και δυσβάστακτων φορολογικών τους υποχρεώσεων προς το οθωμανικό κράτος ήταν ανυπολόγιστες. Για να καταλάβουμε τους δύο πρώτους επιθετικούς προσδιορισμούς που συνοδεύουν το ουσιαστικό «υποχρεώσεις», αρκεί να αναφέρουμε το εξής: έχει υπολογιστεί ότι στο διάστημα 1555-1655, ενώ ο πληθωρισμός ήταν 225%, ο κεφαλικός φόρος αυξήθηκε κατά 300-480%, ενώ οι άλλοι έκτακτοι φόροι μονιμοποιήθηκαν, και διπλασιάστηκαν ή και τετραπλασιάστηκαν ανάλογα με την περιοχή.

Αποτελέσματα

Πρώτα και κύρια, οι εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης που επέβαλλε η οθωμανική κυριαρχία στους υπόδουλους χριστιανικούς πληθυσμούς, προπάντων με τους επαχθείς φόρους της, είχαν ως άμεση συνέπεια τη μαζική φυγή των τελευταίων προς περιοχές που φαίνονταν να παρέχουν εγγυήσεις για ασφαλέστερη και, σχετικά τουλάχιστον, ελεύθερη ζωή. Έτσι πολλοί κάτοικοι μετακινήθηκαν, προσωρινά ή μόνιμα, με τη θέλησή τους ή βίαια, από έναν τόπο σε άλλον, από τα αγροτικά προς τα αστικά κέντρα, από τα πεδινά προς τα ορεινά (από τότε χρονολογείται η έκφραση: «θα πάρω τα βουνά»), από τις τουρκοκρατούμενες στις βενετοκρατούμενες περιοχές, ακόμη προς την Ιταλία και γενικά προς τις χώρες της Δύσης, την Ιβηρία, τη Γεωργία, τον Καύκασο και αλλού, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Αυτές οι μετακινήσεις ή μεταναστεύσεις χριστιανών προς ασφαλείς περιοχές ή έξω από τα σύνορα του οθωμανικού κράτους προκάλεσαν, σε συνάρτηση και με άλλους φθοροποιούς παράγοντες, δημογραφικές μεταβολές, σημαντική δηλαδή αλλοίωση της συστάσεως του πληθυσμού τόσο στις πόλεις όσο και στην ύπαιθρο. Αρκετοί χριστιανοί ραγιάδες για λόγους και οικονομικούς, ιδίως η σημαντική διαφοροποίηση των φόρων που κατέβαλλαν έναντι των μουσουλμάνων και γενικότερα οι σε βάρος τους διακρίσεις, αναγκάστηκαν να μεταπηδήσουν από την κοινωνία των κατακτημένων στην κοινωνία των κατακτητών. Η επιλογή του εξισλαμισμού, ακούσιου ή εκούσιου, ατομικού ή ομαδικού, σε πολλές περιπτώσεις, αποτελούσε για αυτούς τη μόνη διέξοδο. Με το πέρασμα μάλιστα των χρόνων η επιδείνωση των παραπάνω παραγόντων και ιδιαίτερα ο πολλαπλασιασμός των φορολογικών επιβαρύνσεων των υπόδουλων χριστιανών ενίσχυσε το ρεύμα των εξισλαμισμών. Παρουσιάστηκε θα λέγαμε ένα ιδιότυπο φαινόμενο, αυτό που αποκαλώ «φορολογικό εξισλαμισμό».

Επιπλέον, οι φόροι και οι εισπρακτικοί μηχανισμοί του οθωμανικού κράτους είχαν επιπτώσεις στον εκχρηματισμό της αγοράς, καταδικάζοντας σε διαρκή υπανάπτυξη ένα μεγάλο τμήμα του αγροτικού κόσμου της αυτοκρατορίας. Ο υποχρεωτικός εκχρηματισμός της οικονομίας των χωριών για την απόκτηση του ρευστού χρήματος που προορίζεται για την πληρωμή των φόρων, δεν αφήνει παρά ένα στενό περιθώριο για καθαρά χρηματικά εισοδήματα. Ας μην ξεχνάμε ότι εκείνη την περίοδο, στις περισσότερες κοινότητες οι συναλλαγές γίνονταν σε είδος. Φαίνεται, ότι τα διάφορα συστήματα ενοικίασης των προσόδων, που εφαρμόστηκαν από το οθωμανικό δημοσιονομικό καθεστώς, κατέληξαν σε αυξανόμενη εκμετάλλευση των αγροτών και κάρπωση του μεγαλύτερου τμήματος των φορολογικών και εν γένει των έγγειων προσόδων από τους φορείς του γραφειοκρατικού, στρατιωτικού μηχανισμού του οθωμανικού κράτους. Ο ελάχιστος εκχρηματισμός της αγροτικής οικονομίας σε επίπεδο άμεσης οικογενειακής εκμετάλλευσης προέρχεται από εξω-οικονομικές ανάγκες και είναι αποτέλεσμα του φορολογικού καταναγκασμού, δηλαδή είναι απότοκος της εμπορευματοποίησης μέρους του πλεονάσματος, προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο υποχρεωτικός χρηματικός τομέας της οικονομίας. Επομένως, τα χρηματικά εισοδήματα που αποκτά ο αγρότης από την επαφή με την αγορά, δεν οδηγούν σε μία οικονομία μικτών εισοδημάτων, που με την σειρά της θα επέτρεπε τη δημιουργία χρηματικών ανταλλαγών στο εσωτερικό των αγροτικών οικονομιών, αλλά προορίζονται για την εξυπηρέτηση του φόρου και έτσι μηδενίζονται τα πιθανά κίνητρα για την επέκταση ή τη βελτίωση της παραγωγικότητας.

Τελικά, η οθωμανική αυτοκρατορία παρέμεινε ένα βαθιά μεσαιωνικό κράτος με φορολογικό σύστημα άδικο και με άμεση εμπλοκή όλων των κρατικών λειτουργών στη οθωμανική ιεραρχία. Το κράτος αυτό όχι μόνο δεν ενέπνεε εμπιστοσύνη στους υπηκόους του, απεναντίας προκαλούσε καχυποψία και οδηγούσε σε εσωστρέφεια και μαρασμό την οικονομία της υπαίθρου. Οι κάτοικοι των πόλεων ζούσαν σε σχετικά καλύτερες συνθήκες, αφού οι οθωμανοί είχαν αφήσει τον τομέα του εμπορίου στους αλλόθρησκους συμπολίτες τους. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός της φορολογικής αντιμετώπισης των υπηκόων ανάλογα με τη θρησκεία τους, ένα πραγματικά μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία, οδήγησε στη δημογραφική αλλοίωση των βαλκανίων, με δραματική μείωση των χριστιανικών πληθυσμών και αντίστοιχη αύξηση του αριθμού των μουσουλμάνων. Ακόμη και σε περιπτώσεις που εμφανίζονταν φορολογικές εξαιρέσεις, σε βακούφια, σε διάφορες περιοχές, σε συγκεκριμένες μονές κ.λ.π., με μια πιο προσεκτική ματιά θα διαπιστώσουμε, ότι οποιαδήποτε φορολογική ¨εύνοια¨ από πλευράς οθωμανικής διοίκησης συνοδευόταν από αδρά πληρωμή. Κάτι τέτοιο συνέβαινε για παράδειγμα, με την εκλογή του Οικουμενικού Πατριάρχη, ο οποίος για να διοριστεί από το κράτος έπρεπε να πληρωθεί ένα τεράστιο ποσό για την έκδοση του σχετικού βεράτιου. Είναι άδικο να χρησιμοποιούμε τον όρο ¨εύνοια¨ ή ¨προνόμια¨ για τους ομόδοξούς μας που έζησαν στην οθωμανική περίοδο. Οι κατακτητές απλά έδειχναν ανοχή και τίποτε περισσότερο, όπως αναλύσαμε και παραπάνω.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ασδραχάς Σπύρος, «Προβλήματα οικονομικής ιστορίας της Τουρκοκρατίας» στο Η οικονομική δομή των Βαλκανικών χωρών στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας ΙΕ΄-ΙΘ΄ αι., Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1979, σ. 19-42.
Βακαλόπουλος Απόστολος, «Η θέση των Ελλήνων και οι δοκιμασίες τους υπό τους Τούρκους», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ι΄, Αθήνα 1974.
Βακαλόπουλος Απόστολος, «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Τουρκοκρατία (1453-1669), Οι ιστορικές βάσεις της νεοελληνικής κοινωνίας και οικονομίας», τ. Β΄, Θεσσαλονίκη 1976, β΄ έκδοση, εκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα 2003.
Δημητρόπουλος Δημήτριος, «Η αλιεία στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας», Τα Ιστορικά, τ. 23ος, τεύχος 45, Δεκέμβριος 2006.
Inalcik Halil, «The Ottoman State: Economy and Society, 1300-1600» An Economic and Social History of the Ottoman Empire, Cambridge 1994.
Inalcik Halil, «Η Οθωμανική αυτοκρατορία. Η κλασική εποχή 1300-1600», μτφρ. Μιχάλης Κοκολάκης, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1995.
Kunt Ibrahim Metin, «Οι υπηρέτες του Σουλτάνου. Ο μετασχηματισμός της επαρχιακής διακυβέρνησης 1550-1650», μτφρ. Στέφανος Παπαγεωργίου, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2001.
Lewis Bernard, «Η πολιτική γλώσσα του Ισλάμ», μτφρ. Στέφανος Παπαγεωργίου, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2011.
Lowry Heath, «Η φύση του πρώιμου οθωμανικού κράτους», μτφρ. Στέφανος Παπαγεωργίου, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2004.
Schacht Joseph, «An introduction to Islamic law», Oxford University Press 1964.
Χασιώτης Ιωάννης, «Ο Ελληνισμός κατά τους δύο πρώτους αιώνες μετά την Άλωση», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ι΄, Αθήνα 1974.

 

Πηγή: Αβέρωφ

oikoymeniko patriarxeio 01


Τα βεράτια της Υψηλής Πύλης περί των Μητροπολιτών

Μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Οθωμανούς, ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής παρέδωσε στον Οικουμενικό Πατριάρχη Γεννάδιο Β΄ (Σχολάριο) τα λεγόμενα «άγραφα προνόμια», καθώς και βεράτια (ανώτατα σουλτανικά διατάγματα) με τα οποία περιγράφονταν λεπτομερέστατα και κατοχυρώνονταν τα εθναρχικά, εκκλησιαστικά και ποιμαντικά δικαιώματα των Μητροπολιτών του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Τα βεράτια αυτά απέβλεπαν στην προστασία των προνομίων της Εκκλησίας και των μητροπολιτικών δικαιωμάτων από τις αυθαίρετες παρεμβάσεις των οθωμανών διοικητών στις απομακρυσμένες επαρχίες της αυτοκρατορίας, που δεν ελέγχονταν άμεσα από την κεντρική διοίκηση.

Σε γενικές γραμμές τα βεράτια της Υψηλής Πύλης περί των Μητροπολιτών όριζαν ότι οι ορθόδοξοι μητροπολίτες ήσαν ανεξάρτητοι και ελεύθεροι στην εκτέλεση όλων των αφορώντων στη χριστιανική θρησκεία και στη γενική διοίκηση και διαχείριση των υποθέσεων των χριστιανών. Είχαν δικαίωμα να υπερασπίζονται τους χριστιανούς κατοίκους της μητροπολιτικής τους περιφέρειας σε όλες ανεξαιρέτως τις υποθέσεις τους, χωρίς καμμία παρεμπόδιση από τις οθωμανικές αρχές. Μόνο οι Μητροπολίτες είχαν το δικαίωμα να επεμβαίνουν και να ρυθμίζουν τα των γάμων, διαζυγίων και κληρονομικών ζητημάτων των χριστιανών.

Οι Μητροπολίτες του Οικουμενικού Πατριαρχείου ήταν αφορολόγητοι σε όλα τα έσοδά τους και το «κονάκι του μητροπολίτου» δεν μπορούσε ποτέ να ερευνηθεί ή παραβιασθεί από τους οθωμανούς υπαλλήλους. Μπορούσαν να δικάζουν και να επιβάλλουν ποινές σε όποιους έκαναν κάποιο παράπτωμα και ακόμα να φυλακίζουν στο οίκημα της Μητροπόλεώς τους εκείνους οι οποίοι καταδικάζονταν ακόμη και από την οθωμανική κυβέρνηση.

Οι Μητροπολίτες δεν μπορούσαν να δικαστούν από τις τοπικές οθωμανικές αρχές, αλλά από το Διβάνι και μόνο αν είχε δώσει τη σχετική υψηλή άδεια ο Οικουμενικός Πατριάρχης. Είχαν επίσης το δικαίωμα να εμφανίζονται δημόσια με κάθε μεγαλοπρέπεια και με αυλική συνοδεία. Κατά τις μετακινήσεις τους είχαν δικαίωμα να έχουν ακολουθία, να οπλοφορούν οι φύλακές τους και να λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για την ασφάλειά τους, χωρίς να μπορεί κανένας οθωμανός αξιωματούχος να τους εμποδίσει.

Οι αρχιερείς του Πατριαρχείου σε όλες τις επαρχίες είχαν το δικαίωμα να δικάζουν τις περισσότερες υποθέσεις των χριστιανών, ακόμη και τις ποινικές. Οι χριστιανοί κατέφευγαν στον εκάστοτε Μητροπολίτη τους για όλες τις καταστάσεις της ζωής τους, είτε ήταν ιδιωτικές, είτε αφορούσαν στη δημόσια ζωή τους. Ο Μητροπολίτης συνυπέγραφε και επικύρωνε όλες τις συμβολαιογραφικές πράξεις και γι’ αυτό σε κάθε Μητρόπολη υπήρχε και ο συμβολαιογράφος (νοτάριος). Όλες τις διαθήκες των χριστιανών που ανήκαν στη δικαιοδοσία του, καθώς και τα περί κηδεμονίας έγγραφα και τις δωρεές προς τις εκκλησίες, τη Μητρόπολη και τα άλλα φιλανθρωπικά ιδρύματα, έπρεπε να τις συνυπογράψει και να τις επικυρώσει ο εκάστοτε Μητροπολίτης.

Η Υψηλή Πύλη ανεγνώριζε και εξασφάλιζε, όχι βέβαια πάντοτε, τα προνόμια της Εκκλησίας, καθώς και όλων των κληρικών, των μοναχών και κυρίως των Μητροπολιτών. Οι οθωμανικές αρχές δεν είχαν δικαίωμα να καταλάβουν ή να καταστρέψουν εκκλησία ή μοναστήρι και ο,τιδήποτε ανήκε σ’ αυτές, είτε ήταν ακίνητη είτε κινητή περιουσία.

Ο Μητροπολίτης είχε δικαίωμα να εισπράττει από τους κληρικούς και λαϊκούς χριστιανούς κάθε χρόνο κάποιο χρηματικό ποσό (πεσκέσι), οπότε οι κρατικοί οθωμανοί υπάλληλοι όφειλαν να γίνονται βοηθητικοί των επιτροπών του Μητροπολίτου για την ευκολότερη είσπραξη αυτών των ποσών.

Εάν κάποιος πασάς ή καδής κατεφέρετο εναντίον κάποιου Μητροπολίτου ή κατά των υπαγομένων σε αυτόν επισκόπων, και ζητούσε τη μετάθεση ή εξορία του, η καταγγελία δεν γινόταν ακουστή ή παραδεκτή εάν δεν αποδεικνυόταν με πληρότητα η βάση αυτής. Εάν πάλι κάποιοι οθωμανοί αξιωματούχοι κατάφερναν να εκδώσουν σουλτανικό φιρμάνι εναντίον κάποιου Μητροπολίτου, δεν μπορούσε να εκτελεστεί πριν από τη διαλεύκανση της κατ’ αυτού κατηγορίας.

 

Το δικαίωμα της «Διαιτησίας»

Στους Μητροπολίτες ανεγνωρίζετο το δικαίωμα της «Διαιτησίας» κατά την εκδίκαση υποθέσεων μεταξύ χριστιανών ή μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων, και ασφαλώς όχι μόνο σε ζητήματα του οικογενειακού δικαίου. Η αναγνώριση του δικαιώματος της «Διαιτησίας» στον Μητροπολίτη αποτελούσε ουσιαστική ενίσχυση της δικαστικής του δικαιοδοσίας και οι διαιτητικές αποφάσεις του εστηρίζοντο στα τοπικά έθιμα και αρχές. Ενίσχυση επίσης της δικαιοδοσίας και της πνευματικής δυνάμεως του Μητροπολίτου επάνω στο πλήρωμα των πιστών αποτελούσε και η αναγνώριση διά του σουλτανικού βερατίου, του δικαιώματος του αφορισμού που επιβαλλόταν εναντίον εκείνου, ο οποίος δεν πειθαρχούσε στη δικαστική του απόφαση ή στη διαιτησία του για τη ρύθμιση κάποιας διαφοράς ή και εναντίον ενός απειθάρχητου κληρικού ή λαϊκού.

Όλος ο ορθόδοξος κλήρος και φυσικά ο Μητροπολίτης είχαν το δικαίωμα να έχουν στις οικίες τους εικόνες, κανδήλες και να αναγιγνώσκουν το ευαγγέλιο. Τελούσαν ελευθέρως κάθε ιεροπραξία χωρίς να ενοχλούνται από τις οθωμανικές αρχές. Τα σουλτανικά βεράτια όριζαν ότι ο Μητροπολίτης ήταν συνήγορος και υπερασπιστής των χριστιανών ενώπιον των οθωμανικών αρχών. Ήταν επίσης σύμβουλος και συμπαραστάτης σε όλες τις υποθέσεις των υπόδουλων ρωμιών που αφορούσαν τη ζωή, την περιουσία, την πίστη και την τιμή τους. Στα χαρτιά βέβαια μόνο τα βεράτια όριζαν ότι απηγορεύετο αυστηρά ο εξισλαμισμός των χριστιανών, αλλά όπως είναι γνωστό οι οθωμανοί πολλές φορές στο διάβα των αιώνων παραβίασαν τα σουλτανικά βεράτια και εξισλάμησαν βίαια κατά χιλιάδες τους υπόδουλους ρωμιούς.

Με την ορθή και συνετή χρήση των παραπάνω προνομίων οι Μητροπολίτες του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατάφεραν και διετήρησαν τη γλώσσα, τα ήθη και έθιμα, και κυρίως την πίστη και το εθνικό φρόνημα των υπόδουλων ρωμιών καθόλη τη διάρκεια της σκληρής οθωμανικής τυραννίας. Έτσι το μαρτυρικό Οικουμενικό Πατριαρχείο εν τοις πράγμασι κατέστη όντως η «κιβωτός» της υπόδουλης Ρωμιοσύνης.

 

Πηγή:Ενωμένη Ρωμηοσύνη

Δεν ξεχνώ

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ [1986 - 2016]: 30 Χρόνια από τήν ψήφιση…

Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017

Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...

ΕΛΛΗΝΕΣ και ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ μποϊκοτάρετε τα προϊόντα εταιρειών που αφαιρούν…

Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017

Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...

Σύμφωνο Διαστροφικής Συμβίωσης

TIDEON 21-12-2015

Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...

ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: Δεν θα γίνω ευκολόπιστο θύμα!

Tideon 14-12-2015

Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...

Η καταιγίδα των αντιδράσεων για το «αντιρατσιστικό»

TIDEON 27-08-2014

  Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...

Δεν θα γίνω «δωρητής» οργάνων χωρίς να το θέλω! …

tideon.org 02-05-2013

  Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές...

Tideon 31-12-2012

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...

Όχι, δεν θα φύγω

Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012

Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...

ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων…

tideon 07-11-2011

  ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ...;

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011

   Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου;    Για να...

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου…

ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...