Στις 21 Φεβρουαρίου 1913 ο Ελληνικός Στρατός απελευθέρωνε τα Ιωάννινα μπαίνοντας θριαμβευτής στην πρωτεύουσα της Ηπείρου κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων. Ήδη από τις 5 Νοεμβρίου 1912 είχε απελευθερωθεί η Χιμάρα και από τις 7 Δεκεμβρίου 1912 η Κορυτσά, ενώ θα ακολουθούσε η απελευθέρωση του Αργυροκάστρου στις 3 Μαρτίου 1913 και την επομένη των Αγίων Σαράντα. Η Ήπειρος μετά από πέντε αιώνες σκλαβιάς έβλεπε και πάλι το φως της λευτεριάς. Όμως οι ισχυροί του πλανήτη είχαν άλλα σχέδια. Στις 17 Δεκεμβρίου 1913 οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφασίζουν με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας να αποδώσουν το βόρειο τμήμα της Ηπείρου στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος. Αν η Ελλάς δεν συμμορφωνόταν δεν θα τις επιδικάζονταν τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Έτσι από τα μέσα Φεβρουαρίου ο Ελληνικός Στρατός έπρεπε να αρχίσει την αποχώρηση του από τις περιοχές Αργυροκάστρου, Αγίων Σαράντα, Τεπελενίου, Χιμάρας και Κορυτσάς που είχε απελευθερώσει λίγους μήνες πριν.
Στο τέλος Δεκεμβρίου 1913 ανακλήθηκε στην Αθήνα ο Διοικητής του Ε΄ Σώματος Στρατού Αντιστράτηγος Παναγιώτης Δαγκλής (Σουλιώτης στην καταγωγή), τον οποίο αντικατέστησε ο Υποστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας. Η απομάκρυνση του Δαγκλή από τα Ιωάννινα συσχετίσθηκε με το θέμα της Βορείου Ηπείρου που μόλις είχε δημιουργηθεί και αποδόθηκε σε αξιώσεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Επειδή στις εφημερίδες της 22ης Νοεμβρίου 1913 δημοσιεύθηκε η είδηση παραιτήσεως του Στρατηγού Δαγκλή από τις τάξεις του Στρατού, για να αναλάβει τη διεύθυνση της άμυνας της Ηπείρου, η κυβέρνηση ζήτησε να γίνει επώνυμη διάψευση από τον Στρατηγό στην οποία θα αναγραφόταν: «ο βαθμός μου και η εθνική εν Ιωαννίνοις θέσις μου μοί επιβάλλουσι, οιαδήποτε κι αν ώσι τα αισθήματα μου, υπακούω πάντοτε μόνας τας διαταγάς του Βασιλέως μου και της Κυβερνήσεως του». Την ίδια εποχή πληθώρα από τηλεγραφήματα, επιστολές διαμαρτυρίας, εισηγήσεις και προτάσεις απ’ όλες τις επαρχίες της Ηπείρου και τα άλλα διαμερίσματα της χώρας άρχισαν να καταφθάνουν στη Γενική Διοίκηση Ηπείρου και την Κυβέρνηση, για το τι έπρεπε να γίνει προκειμένου να σωθεί το βόρειο τμήμα της Ηπείρου. Οι αντικρουόμενες πληροφορίες, οι διαδόσεις και τα δημοσιεύματα του τύπου έτρεφαν για αρκετό διάστημα την ανησυχία και προκαλούσαν αναστάτωση στους κατοίκους της περιοχής, παράλληλα όμως γιγάντωναν και το φρόνημα τους για αντίσταση.
Ήδη μετά την απελευθέρωση κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912 -1913) και το σχηματισμό της «Γενικής Διοίκησης των εν Ηπείρω υπό του Ελληνικού Στρατού Κατεχομένων Εδαφών», με έδρα τα Ιωάννινα και επικεφαλής τον Γεώργιο Χρ. Ζωγράφο, αποφασίστηκε αμυντική προπαρασκευή και σε κάθε διοικητική περιφέρεια της Ηπείρου συγκροτήθηκε από μία Επιτροπή Εθνικής Άμυνας, αποτελούμενη από 30-40 μέλη, από τους πιο εξέχοντες κατοίκους της περιοχής. Στις 7 Ιανουαρίου 1914 ο Άγγλος Συνταγματάρχης Murray σε διάλεξη του στο Λονδίνο έλεγε ότι «και να είχε ηττηθεί η Ελλάς, δεν θα επιβάλλονταν σκληρότεροι όροι για την Ήπειρο». Μέσα σε λίγο χρόνο οι διαδόσεις για επέκταση του αλβανικού κράτους προς τα νότια είχαν πάρει τη μορφή ασφαλών πληροφοριών και στον πληθυσμών των βορείων επαρχιών της Ηπείρου. Δεν γνώριζαν μόνο που ακριβώς θα έφταναν τα σύνορα και ποια στάση θα τηρούσε η Ελληνική Κυβέρνηση. Όσο μεγάλωνε όμως η ανησυχία των Χριστιανών, μεταβάλλονταν αντίθετα και οι διαθέσεις σημαντικής μερίδας των Μουσουλμάνων κατοίκων. Ορισμένα μάλιστα άτομα, που βαρύνονταν για την εγκληματική τους δράση στο παρελθόν και δυσαρεστημένοι τοπάρχες που δεν μπορούσαν να ξεχάσουν τα παλιά τους προνομία, άρχισαν να κινούνται ύποπτα στην περιοχή. Η ανεκτικότητα των ελληνικών αρχών άφηνε άλλωστε ανοικτά δρομολόγια για την είσοδο ξένων πρακτόρων και εύκολους τρόπους κυκλοφορίας ιταλικών και αυστριακών νομισμάτων στην περιοχή. Με βάση τα παραπάνω η διοίκηση του Ε΄ Σώματος Στρατού, εκτιμούσε ότι σε περίπτωση εισβολής αλβανικών δυνάμεων θα συμμετείχαν ασφαλώς και ένοπλες ομάδες ντόπιων Μουσουλμάνων. Και πράγματι δεν διαψεύσθηκε. Στις 12 Ιανουαρίου 1914, ισχυρή ομάδα ατάκτων υπό το Σαλί Μπούτκα κατόρθωσε να διεισδύσει στην περιοχή Βυθκούκι (νοτιοδυτικά της Κορυτσάς) και να συλλάβει δύο στρατιώτες αιχμαλώτους, ενώ άλλες συμμορίες με επικεφαλής τον Κιασίμ Μπέη, πρώην λοχαγό του τουρκικού στρατού, κατέλαβαν τα χωριά Μαλίντι, Μουζένσκα και Σέβρανη στην περιοχή βόρεια της Πρεμετής. Μέχρι τις 18 Ιανουαρίου διεξάγονταν μάχες, όταν ο Ελληνικός Στρατός έτρεψε τους Τουρκαλβανούς σε φυγή από την περιοχή. Όμως οι προκλήσεις από την πλευρά των Αλβανών σε συνεργασία με τους Ολλανδούς αξιωματικούς της Διεθνούς Επιτροπής Ελέγχου συνεχίζονταν με διάφορα διπλωματικά επεισόδια.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες η Επιτροπή Εθνικής Άμυνας του Αργυροκάστρου με πρόεδρο τον Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως Βασίλειο, αποφάσισε τη σύγκλιση Πανηπειρωτικού Συνεδρίου. Στις 23 Ιανουαρίου κοινοποίησε την απόφαση της με εγκύκλιο προς όλες τις Επιτροπές Εθνικής Άμυνας της Ηπείρου και τις κάλεσε να στείλουν τριμελή αντιπροσωπεία στο Αργυρόκαστρο, όπου στις 30 Ιανουαρίου 1914 θα άρχιζε τις εργασίες του το Συνέδριο για την εξέταση της καταστάσεως και τη λήψη αποφάσεων σχετικά με το ζήτημα της Βορείου Ηπείρου.
Έκκληση του Σπύρου Σπυρομήλιου για τη Χιμάρα και την Ήπειρο προς το Πανελλήνιον (14 Ιανουαρίου 1914): «Η Ελληνική φυλή από κτίσεως κόσμου υφίσταται τας επιδρομάς και τας επιθέσεις των εθνών καίτοι εις την ανθρωπότητα έδωκε, την όψιν της εικόνος του Θεού, την συμβολίζουσαν το ευγενές, το αγαθόν, το καλόν, το ανθρώπινον και αφήρεσε την όψιν και την έννοια του θηρίου. Η Φυλή μας, φυλή μη έχουσα συγγένειαν μετά των άλλων επί της γης, έζησε, ζη και θα ζήση εφ’ όσον ζη ο πλανήτης, διότι τούτον υπεσήμανε ο Θεός, ο δανεισθείς την γλώσσαν αυτής, και του Θεού μόνον η εντολή θα εκτελεσθή. Διότι είναι φυλή εκπολιτίσεως, φυλή διδαχής, φυλή ημερότατος, φυλή ηθικοποιήσεως. Διότι δεν είναι φυλή αρπαγής, φυλή δόλου, δεν είναι φυλή ληστρική, δεν είναι φυλή άπληστος. Κατά περιόδους, εις την συνέχειαν των αιώνων έφθασεν εις τον κολοφώνα της ισχύος, και κατά περιόδους κατέπεσεν. Αλλά, και εις την μίαν και εις την άλλην περίπτωσιν δεν έκαμε κατάχρησιν της δυνάμεως αυτής, επί βλάβη της ανθρωπότητος, ουδέ ανέκτησε την δύναμιν της με τη συνδρομή άλλων φυλών. Ιδού η παλιγγενεσία του 1821. Μόνοι εκ της τέφρας ανδρωθέντες οι πατέρες μας, εδημιούργησαν τον πυρήνα του μέχρι της χθες. Ιδού οι του 1912 και του 1913 απόγονοι αυτών, θαυματουργήσαντες απηλευθέρωσαν μέγα πλήθος αλυτρώτων. Αλλ’ ιδού και πάλιν οι εχθροί αναφαίνονται, ουχί πλέον υπό τον τύπον της προστασίας και της κηδεμονίας, αλλ’ αυθαιρέτως εν τη ισχύι αυτών και ζητούσιν όλοι συνασπισμένοι καθ’ ημών να αποκόψωσι και υποδουλώσωσι ότι το αίμα 60 χιλιάδων ηρώων ηλευθέρωσε, ότι μέγας Βασιλεύς, πολέμαρχος Βασιλεύς δια της ρομφαίας αυτού κατέλαβεν, όχι ξένον, αλλ’ ιδικόν του, κληρονομία των πατέρων του, αδελφούς και τέκνα αυτού στένοντα υπό ζυγόν βαρβάρων. Αλλ’ ο αυτός κανών διέπει την Ευρώπην! Όλα τα βαλκανικά κράτη εκαρπώθησαν τους τόπους τους οποίους το θηρίον είχεν εις τους όνυχάς του επί πέντε αιώνας. Πολλά τούτων έλαβον και τόπους μη ανήκοντας εις αυτά. Η Βουλγαρία έλαβε την Θράκην. Η Σερβία πόλεις Μακεδονικάς μη ανηκούσας αυτή, αλλά και πόλεις Αλβανικάς καθαρώς. Την Γιάκοβαν, την Πρισρένην, την Πρίστιναν, την Δίβραν. Η Ελλάς μόνον δεν πρέπει να λάβη τας Ελληνικάς νήσους και την Ελληνικήν Ήπειρον. Διατί; Διότι πρέπει η Τουρκία να εξασφαλίση την Ασίαν και η Αλβανία να δυνηθή να ζήση. Έλληνες ημείς από αιώνων, Χριστιανοί Ορθόδοξοι, πολιτισμένοι, ελευθερωθέντες από το θηρίον μας εκχωρούσιν εις άλλο θηρίον, την ουράν του μεγάλου, ούτινος η κεφαλή έμεινεν εις την Κωνσταντινούπολιν. Μας ετυράννει Τούρκος, να μας εξαφανίση άλλος Τούρκος αγριώτερος του πρώτου! Απλούς Έλλην, εκ των σφαζομένων καγώ Ηπειρωτών επικαλούμενος το όνομα του Θεού και του Βασιλέως ημών Κωνσταντίνου και επ’ αυτών στηριζόμενος, ζητώ τους Έλληνας πολεμιστάς, όσοι την πίστιν και την πατρίδαν υπηρέτησαν εις διαφόρους περιστάσεις, τους Μακεδονομάχους συντρόφους μου, τους γενναίους Κρήτας, τους αετούς της Ρούμελης και τους λεβέντες του Μωρηά. Ζητώ την συνδρομήν του Πανελληνίου δια 200 χιλιάδας Ελλήνων τους οποίους ασπλάχνως θυσιάζει η διπλωματία. Ζητώ βοήθεια όχι δι’ ημάς και τα σαρκία μας, αλλά δια το Έθνος, το οποίον μόνο με Ακροκεραύνεια, με Τεπελένι, με Κορυτσάν είναι ασφαλές, είναι ισχυρόν, είναι μέγα. Έλληνες! Αι κυβερνήσεις ρυθμίζουσι τα του Κράτους κατά την κρίσιν και αντίληψιν αυτών. Αι κυβερνήσεις δεν κυβερνώσι την Εθνικήν ψυχήν, διότι η εθνική ψυχή βλέπει και δρα καλλίτερον αυτών, διότι είναι ανωτέρα και σοφωτέρα αυτών. Αι Κυβερνήσεις έρχονται και παρέρχονται. Μόνον η πίστις, η εθνική ψυχή και ο Βασιλεύς μένει. Έλληνες! Εμπρός δια την Πίστιν, δια την μητέρα Πατρίδα. Εμπρός δια τον Βασιλέαν και την Μεγάλην Ελλάδα. Χειμάρρα, 14 Ιανουαρίου 1914. Δια την Χειμάρραν και την Ήπειρον, ΣΠ. ΣΠΥΡΟΜΗΛΙΟΣ»
Οι πρώτες αντιδράσεις της Ελληνικής Κυβέρνησης
Η Ελληνική Κυβέρνηση εξαναγκαζόμενη από τις περιστάσεις και τις πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, κοινοποίησε με εγκύκλιο της Γενικής Διοικήσεως Ηπείρου προς τους Διοικητικούς Επιτρόπους Περιφέρειας, τις ακόλουθες οδηγίες της για την ομαλή εκκένωση της Βορείου Ηπείρου από τον Ελληνικό Στρατό: – Να επιδιωχθεί, εφόσον είναι δυνατόν, η συνδιαλλαγή των δύο στοιχείων (ελληνικού και αλβανικού). – Να σταματήσει ο αφοπλισμός των Αλβανών και να επιστραφούν όσα είδη είχαν αφαιρεθεί. – Να απαγορευθεί η κυκλοφορία ατάκτων και όσοι υπάρχουν να αφοπλιστούν. Να καταδιωχθεί οποιαδήποτε παράνομη ενέργεια κατά των Αλβανών. – Να απαγορευθεί η είσοδος ανταρτών ή εθελοντικών σωμάτων στην Ήπειρο. Επιπλέον στην ίδια εγκύκλιο τονιζόταν και πάλι ότι έπρεπε να αναπτυχθεί πνεύμα συνεργασίας και αγαθών σχέσεων μεταξύ Αλβανών και Ελλήνων. Στα πλαίσια μάλιστα της προσπάθειας ομαλής εκκενώσεως της περιοχής δόθηκε εντολή στο Νομάρχη Κέρκυρας Βαρατάση να πάει στον Αυλώνα, όπου βρισκόταν η Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου για τη ρύθμιση ορισμένων σχετικών θεμάτων.
Πολλά από τα μέτρα αυτά της Κυβερνήσεως έγιναν γνωστά στους κατοίκους με αποτέλεσμα να επακολουθήσουν έντονες διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις στις πόλεις της Ηπείρου και στην Αθήνα. Χαρακτηριστικό δείγμα του τόνου των διαμαρτυριών και της οξύτητας της καταστάσεως που δημιουργήθηκε είναι και το παρακάτω τηλεγράφημα διαμαρτυρίας του Σ. Σπυρομήλιου πολιτικού και στρατιωτικού διοικητή Χιμάρας, με ημερομηνία 25 Ιανουαρίου 1914, προς τον αναπληρωτή διοικητή του Ε΄ Σώματος Στρατού: «Προ 15 μηνών, με διαταγή της Κυβερνήσεως επανεστάτησα την επαρχίαν και μέχριν σήμερον έμεινεν υπό τα όπλα πολεμούσα εις το πλευρόν του Στρατού. Ακόμη και χθες μετ’ αυτού εβάδισε κατά Μπολένας προς εκδίκησιν των φονευθέντων εν ενέδρα στρατιωτών. Αν Ευρώπη δεν εγκρίνη ενωθώμεν μετά μητρός πατρίδος και αυτή δεν δύναται να μας προστατεύση, τουλάχιστον ας μας αφήση όπλα μας, αμυνθώμεν μόνοι. Ενδεχομένη διαταγή Κυβερνήσεως προς αφοπλισμόν ατιμάζει φυλήν. Στρατός δε, παραδίδων αόπλους συστρατιώτας και αδελφούς εις εχθρούς σφαγείς, γίνεται δήμιος και παρουσιάζει πρωτοφανές εις την ιστορίαν παράδειγμα. Εν ονόματι Θεού και Ελληνισμού, εγκαταλείψατε μας, αλλά μη μας αφαιρείτε μέσα αμύνης. Φονεύσατε μας αλλά μη δεχθήτε να γίνετε συνεργοί δημίων. Ο Ελληνικός Στρατός, ο δοξασθείς εις δύο πολέμους, ας μη παρουσιάσει ηθικόν ίσον και κατώτερον με αλβανικάς ορδάς. Ενθυμηθείτε το Έθνος. Ενθυμηθείτε τον Βασιλέα. Σπυρομήλιος.»
Μετά από αυτό το Ε΄ Σώμα Στρατού διέταξε στις 9 Φεβρουαρίου την αντικατάσταση και σύλληψη του Ταγματάρχη Σπυρομήλιου και προχώρησε στη λήψη μέτρων για τη ματαίωση του Πανηπειρωτικού Συνεδρίου. Στις 11 Φεβρουαρίου όμως ο Αναπληρωτής Γενικός Διοικητής Ηπείρου Άγγελος Φορέστης ειδοποίησε τον Υποστράτηγο Παπούλα ότι η διαταγή του Ε΄ Σώματος Στρατού για τη σύλληψη του Σπυρομήλιου είχε ακυρωθεί από την Ελληνική Κυβέρνηση.
Τηλεγράφημα τοῦ Μητροπολίτου Δρυϊνουπόλεως πρός τόν Βασιλέα τῆς Ἑλλάδος,σχετικῶς μέ τήν ὑπεράσπισιν τῶν περιοχῶν τῆς Β.Ἠπείρου (ΕΙΕΜ-Ε.Βενιζέλος)
Η Πανηπειρωτική Συνέλευση του Αργυροκάστρου
(30 Ιανουαρίου – 5 Φεβρουαρίου 1914)
Παρά το μικρό χρονικό διάστημα που μεσολαβούσε μέχρι την έναρξη του Συνεδρίου και τις αντίξοες καιρικές συνθήκες, οι περισσότεροι από τους αντιπροσώπους κατόρθωσαν να φτάσουν έγκαιρα στο Αργυρόκαστρο, όπου στις 30 Ιανουαρίου 1914 σε ατμόσφαιρα έξαρσης,
πατριωτικού ενθουσιασμού και αποφασιστικότητας άρχισαν οι εργασίες του. Σύμφωνα με τον κανονισμό των εργασιών του Συνεδρίου καθήκοντα προέδρου θα αναλάμβαναν κατά σειρά οι Μητροπολίτες της Ηπείρου που ήταν παρόντες.
Οι πληρεξούσιοι αντιπρόσωποι που πήραν μέρος στη Συνέλευση, προέρχονταν απ’ όλες τις επαρχίες της Ηπείρου, όπου είχαν συγκροτηθεί Επιτροπές Εθνικής Άμυνας και ήταν οι εξής:
– Αργυροκάστρου: Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος, Απόστολος Δήμας, Βασίλειος Ζούστης, Αναστάσιος Νότσκας, Χαράλαμπος Παπαδόπουλος, Τηλέμαχος Λαμποβιτιάδης, Μιχαήλ Τσάκος, Σπυρίδων Φίδης, Αθανάσιος Νότης, Βίκτωρ Ζωγράφος.
– Αγ. Σαράντα: Θεμιστοκλής Μπαμίχας, Ιωάννης Κουρεμένος, Λάππας.
– Δελβίνου: Τιμολέων Γκιάτας, Κωνσταντίνος Κόντος, Ιωάννης Πράτσικας.
– Ιωαννίνων: Κωνσταντίνος Σούρλας, Δημήτριος Κίγκος, Σπυρίδων Μέκιος.
– Κολώνιας (Ερσέκας): Γεώργιος Χατζής δημοσιογράφος, Χαράλαμπος Αλεξίου, Αθανάσιος Κοντοφώτης.
– Κονίτσης: Μητροπολίτης Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδων, Γεώργιος Τζαβέλλας δικηγόρος, Νικόλαος Παπακώστας Διευθυντής Σχολών Κονίτσης.
– Κορυτσάς: Τσέλιος, Οικονόμος Παπαπέτρος, Κωνσταντίνος Πολένας.
– Λεσκοβικίου: Βασίλειος Ντίλιος (εξουσιοδοτήθηκε και ως αντιπρόσωπος Μαργαριτίου), Ιωάννης Βιτσόπουλος, Γεώργιος Κήτας.
– Μετσόβου: Έξαρχος Ιερόθεος
– Παραμυθιάς: Μητροπολίτης Παραμυθιάς Νεόφυτος, Γεώργιος Τζέτζος, Δημήτριος Κούτζικος.
– Πρεμετής: Χαράλαμπος Δονάτος, Βασίλειος Σωτηριάδης, Κυριάκος Παπαδόπουλος.
– Πρεβέζης: Κούτσικας, Ιωάννης Αυγερινός, Δημήτριος Γερογιάννης,
– Πωγωνίου: Κωνσταντίνος Πλατής, Αθανάσιος Κατούνας, ιερέας Λεωνίδας Βασιλειάδης.
– Φιλιατών: Γρηγόριος Τσάγκας (ή Τσόγκας).
– Φιλιππιάδας: ιατρός Κωλέτσης, Ν. Ναστούλης.
– Χειμάρρας: Χρήστος Δήμας, Νικόλαος Πέπας (Ν. Μήλιος ή Μήλιας)
– Τεπελενίου: Αλέξανδρος Μέξης, Π. Χαρίτων, Θωμάς Χατζηβασιλείου.
Με απόφαση της Συνελεύσεως δικαίωμα ψήφου είχαν μόνο τρεις αντιπρόσωποι. Οι άλλοι παρευρίσκονταν ως απλοί σύμβουλοι. Για σημαντικές αποφάσεις ψήφιζαν κατά περιφέρεια. Κάθε περιφέρεια είχε μία ψήφο.
Ο Μητροπολίτης Κορυτσάς Γερμανός δεν παρέστη στη Συνέλευση. Στο τηλεγράφημα του αναγράφει: «Λόγοι σπουδαίοι υψίστης ανάγκης δεν επιτρέπουσιν απουσία μου εντεύθεν. Εδώκαμεν πάσαν σχετικήν οδηγίαν ημετέρους αντιπροσώπους».
Διάφορες ενέργειες των αστυνομικών αρχών για την αναβολή των εργασιών δεν έφεραν αποτέλεσμα και από τις πρώτες συνεδριάσεις φάνηκε καθαρά ότι το Συνέδριο θα λειτουργούσε ως επαναστατική συντακτική συνέλευση των Ηπειρωτών. Για τη μυστικότητα των απόρρητων θεμάτων που συζητούνταν και των αποφάσεων που λαμβάνονταν, οι αντιπρόσωποι έδωσαν όρκο εχεμύθειας. Κατά τη συζήτηση του «κανονισμού των εργασιών» καθορίσθηκε να τηρούνται πρακτικά «απόρρητα» και στις συζητήσεις οι αντιπρόσωποι να περιορίζουν την ομιλία τους στα θέματα της ημερησίας διατάξεως και σε χρόνο όχι περισσότερο από ένα δεκάλεπτο.
Την έναρξη των εργασιών της Συνελεύσεως κήρυξε ο Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος, ο οποίος με την εναρκτήρια ομιλία του προέτρεψε τους Ηπειρώτες να αγωνισθούν «μέχρις εσχάτων» για την ελευθερία της «επιδικασμένης» Βορείου Ηπείρου.
Στο μεταξύ στις 31 Ιανουαρίου ανακοινώνεται επίσημα στην ελληνική κυβέρνηση η απόφαση του Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας. Οι πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων στην Αθήνα ζήτησαν, μέσω του Άγγλου πρέσβη, την άμεση εκκένωση απ’ τον Ελληνικό Στρατό των παραχωρηθέντων στην Αλβανία εδαφών της Βορείου Ηπείρου και της νήσου Σάσων, απειλώντας την κυβέρνηση πως εάν δεν υπάκουγε δεν θα επέτρεπαν την προσάρτηση στην Ελλάδα των νησιών του ανατολικού Αιγαίου.
Η Συνέλευση στη διάρκεια των εργασιών της από τις 30 Ιανουαρίου ως τις 5 Φεβρουαρίου 1914 εξέτασε τα θέματα:
– Εξεύρεση ειρηνικής πολιτικής λύσεως
– Αντίσταση με τις δυνάμεις και τα οικονομικά μέσα που υπήρχαν
– Εκλογή πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας του αγώνα.
Για το πρώτο θέμα, επειδή η Συνέλευση ουσιαστικά δεσμευόταν από το τετελεσμένο γεγονός της Πρεσβευτικής Συνδιασκέψεως του Λονδίνου που παραχωρούσε οριστικά τη Βόρειο Ήπειρο στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος, κατέληξε ομόφωνα στις πρώτες συνεδριάσεις της, μετά από εξαντλητική συζήτηση, στην απόφαση της ένοπλης αντιστάσεως των κατοίκων της περιοχής.
Στο θέμα των δυνάμεων που θα απαιτούνταν για την κάλυψη των Βορείων επαρχιών της Ηπείρου, ύστερα από έντονες συζητήσεις και αντεγκλήσεις, μεταξύ των αντιπροσώπων πάνω σε διάφορες προτάσεις και εισηγήσεις που έγιναν, θεωρήθηκε ως αναγκαία για τον ένοπλο αγώνα δύναμη 10.000 – 12.000 αντρών.
Τα σχετικά με τη συγκρότηση δυνάμεως προβλήματα θα αντιμετωπίζονταν από την «Οργανωτική Επιτροπή», εκτελεστικό όργανο της Συνελεύσεως, που επρόκειτο να συγκροτηθεί.
Συγκεκριμένα κατά τους υπολογισμούς ανώτερων αξιωματικών ως απαραίτητη στρατιωτική δύναμη κρίθηκε ο αριθμός των 10.000 έως 12.000 ανδρών, 80 αξιωματικών και 50 υπαξιωματικών. Η δύναμη των Ιερών Λόχων όλης της Ηπείρου ήταν 5.000 άντρες (3.000 από τις βόρειες επαρχίες και 2.000 από την ελεύθερη Ήπειρο) και της Χιμάρας 1.400. Οι άντρες που είχαν καταταγεί στα Τάγματα Κατοχής (των δύο μεραρχιών VIII και IX) υπολογίζονταν σε 8.000 με 9.000. Επομένως 2.000 με 3.000 άντρες ήταν αρκετοί για να συμπληρωθεί η απαιτούμενη δύναμη.
Σύμφωνα με τη γνώμη των αντιπροσώπων η στρατιωτική αυτή δύναμη θα απαιτούσε οικονομική κάλυψη 2 εκατομμυρίων δραχμών την τριμηνία. Κατά συνέπεια 1 εκ. δραχμές θα αρκούσε να συντηρήσει τον αγώνα για ένα τουλάχιστον μήνα. Τα χρήματα αυτά, ύστερα από απόφαση της Συνελεύσεως, θα συγκεντρώνονταν από τις συνεισφορές των κατοίκων της Ηπείρου, τα κληροδοτήματα, τις δωρεές και τις καταθέσεις των ευεργετών και των απόδημων Ηπειρωτών. Με την ίδια απόφαση η οικονομική διαχείριση ανατέθηκε στην Οργανωτική Επιτροπή.
Παράλληλα με τα παραπάνω κύρια θέματα, η Συνέλευση, μετά από εισήγηση του Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως Βασιλείου, συζήτησε και το πρόβλημα των προσφύγων από τις περιοχές όπου θα διεξάγονταν επιχειρήσεις με τους Αλβανούς. Η μεγάλη σοβαρότητα του προβλήματος επέβαλε τη συνεννόηση με την Ελληνική Κυβέρνηση, γι’ αυτό αποφασίστηκε ο παραπέρα χειρισμός του από την Οργανωτική Επιτροπή.
Για το τρίτο και σοβαρότερο θέμα, της εκλογής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, η σκέψη που κυριάρχησε στη Συνέλευση (συνεδρίαση 1ης Φεβρουαρίου) ήταν να συγκεντρωθεί όλη η δύναμη, την οποία διέθετε η Ήπειρος στα χέρια ενός ικανού οργάνου. Στη βούληση του θα υπάγονταν οι Ένοπλες Δυνάμεις, οι Επιτροπές Εθνικής Άμυνας, η πολιτική εκπροσώπηση του κινήματος και τα οικονομικά μέσα. Η συζήτηση που επακολούθησε για να βρεθούν οι προσωπικότητες που θα το συγκροτούσαν, όπως φαίνεται από τα πρακτικά ήταν ασυνήθιστα έντονη.
Έγιναν πολλές προτάσεις και συζητήθηκαν όλες οι απόψεις των αντιπροσώπων.
Τελικά η Συνέλευση αποδέχθηκε να κληθούν και να συγκροτήσουν την «Οργανωτική Επιτροπή», όπως τιτλοφορήθηκε το υπόψη όργανο, οι: Γεώργιος Ζωγράφος, Αντιστράτηγος Παναγιώτης Δαγκλής, και οι Μητροπολίτες Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος, Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδων και Κορυτσάς Γερμανός.
Αμέσως μετά στάλθηκαν κρυπτογραφικά τηλεγραφήματα στους Δαγκλή, Ζωγράφο και Μητροπολίτη Γερμανό, με τα οποία αναγγελόταν η απόφαση.
Ο Αντιστράτηγος Π. Δαγκλής απάντησε ότι δεν μπορούσε να αποκρυπτογραφήσει το μήνυμα, γιατί έλειπε ο Αλέξανδρος Καραπάνος, Υπουργός Εξωτερικών αργότερα της Αυτόνομης Ηπείρου, που είχε τον κώδικα. Ο Γ. Ζωγράφος, σύμφωνα με πληροφορία του Αναπληρωτή Γενικού Διοικητή της Ηπείρου Άγγελου Φορέστη, βρισκόταν στην Κέρκυρα. Έτσι οι αντιπρόσωποι της Συνελεύσεως αποφάσισαν τη μετάβαση των Μητροπολιτών Βελλάς και Δρυϊνουπόλεως στην Κέρκυρα για να συναντήσουν το Ζωγράφο και παράλληλα να αποστείλουν από εκεί και νέο τηλεγράφημα στο Δαγκλή.
Από την Κέρκυρα επίσης ο Μητροπολίτης Βασίλειος έστειλε στο Δαγκλή και συγκινητική επιστολή, στην οποία εκφραζόταν η απόγνωση του Ηπειρωτικού λαού για την τροπή που έπαιρνε το ζήτημα της Βορείου Ηπείρου:
« …; Αν δεν δύναται να μας βοηθήσει ούτε εμμέσως χάριν των γενικότερων συμφερόντων του Έθνους, δεν λέγω του Ελληνισμού, καθότι και η Ήπειρος είναι Ελληνική, δεν είναι μόνον αι Νήσοι Ελληνικαί, τότε να παρακληθή να μας αφήσει ελευθέρους να σκεφθώμεν, ενεργήσωμεν, αποφασίσωμεν περί της σωτηρίας μας, της ανεξαρτησίας μας και μη μας θεωρή ως RES (πράγματα) ή ανταλλάγματα…».
Η απάντηση του Δαγκλή με κρυπτογραφικό τηλεγράφημα και ημερομηνία 3 Φεβρουαρίου 1914, προς τον Μητροπολίτη Βασίλειο στην Κέρκυρα ήταν αρνητική:
« …Βασιλεύς και Κυβέρνησις θεωρούσιν επιζημίαν εις συμφέροντα Ελληνισμού άμυναν Ηπειρωτών και ου μόνον ουδεμίαν δύνανται παράσχειν έμμεσον επικουρίαν, αλλά και ρητώς απαγορεύουσιν ανάμιξιν εις πάντα αξιωματικόν και στρατιώτην … αναγκάζομαι καταπνίξαι αισθήματα μου και μη αποδεχθήναι γενομένην μοι μεγίστην τιμήν …».
Την ίδια ημέρα έστειλε και επιστολή προς τον Μητροπολίτη Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδωνα, στον οποίο εξηγούσε διεξοδικότερα την άρνηση του και τους λόγους για τους οποίους η Ελληνική Κυβέρνηση δεν ήταν δυνατό να υποστηρίξει τον αγώνα των Βορειοηπειρωτών:
« …Το έθνος περιστοιχίζεται έτι υπό πολλών κινδύνων, των εχθρών αυτού καραδοκούντων πάσαν περιπλοκήν … θα ήτο δε προδοτικόν εκ μέρους Ελλήνων και δη κατεχόντων επίσημον θέσιν, να ωθήσωσι δι’ ασυνέτων ενεργειών το έθνος εις σοβαροτάτας περιπλοκάς προς την Ιταλίαν και Αυστρίαν …αντίστασις ενεργουμένη υπό ολίγων Ηπειρωτών, άνευ σχεδόν χρηματικών πόρων και άνευ φυσιγγίων …δύναται να βλάψη εν γένει το έθνος … και άκαρπος θέλει αποβή …».
Λίγες μέρες αργότερα, αφού έλαβε και την επιστολή του Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως ο Αντιστράτηγος Δαγκλής του έστειλε δεύτερη επιστολή με ημερομηνία 8 Φεβρουαρίου και παρόμοιο περιεχόμενο:
« …ρητώς μοι λέγωσιν (σ.σ. Βασιλιάς και Κυβέρνηση) ότι δεν θέλουσι χορηγήσει ούτε έναν στρατιώτην, ούτε εν φυσίγγιον … η αντίστασις κατά των Αλβανών … φοβούμαι …όμως ότι θα καταστή εις το μέλλον αδύνατος η συμφιλίωσις και συμβίωσις μεταξύ των δύο φυλών, προς μεγάλην ζημίαν του Ελληνισμού και προς όφελος των εχθρών αυτού …»
Στις 4 Φεβρουαρίου οι δύο Μητροπολίτες επέστρεψαν από την Κέρκυρα και ενημέρωσαν τη Συνέλευση για την αρνητική απάντηση του Αντιστράτηγου Π. Δαγκλή καθώς και τις απόψεις του Γ. Ζωγράφου ότι πριν αποδυθεί ο ηπειρωτικός πληθυσμός σε «απεγνωσμένο αγώνα υπέρ βωμών και εστιών» θα έπρεπε να εξαντληθεί κάθε προσπάθεια για την εξασφάλιση του εθνικού φρονήματος, της ασφάλειας της ζωής και της περιουσίας του.
Θα έπρεπε να συγκροτηθεί επιτροπή που θα παρουσιαζόταν στην Ελληνική Κυβέρνηση και στους Πρέσβεις στην Αθήνα για να τους επεξηγήσει τη θέση του ζητήματος και τον κίνδυνο τον οποίο διέτρεχαν οι Ηπειρώτες και να ζητήσει εγγυήσεις. Αν τα διαβήματα αυτά δεν σημείωναν επιτυχία τότε αποδεχόταν να συμμετάσχει στον αγώνα, χωρίς να μπορεί να αναλάβει και την ευθύνη για τα αποτελέσματα του, εφόσον η διεθνής κατάσταση, η θέση του Ελληνισμού και η έλλειψη των μέσων οδηγούσαν, κατά τη γνώμη του, σε απεγνωσμένο αγώνα του οποίου τα αποτελέσματα δεν μπορούσε να τα προβλέψει ως ευχάριστα.
Στην Αθήνα επίσης θα έπρεπε να βρίσκεται μια επιτροπή με μερική πληρεξουσιότητα για συζητήσεις με φανερό το αίτημα της αυτονομίας, ενώ θα συνεχίζονταν οι προετοιμασίες για την άμυνα.
Στην περίπτωση που η ελληνική κυβέρνηση θα άρχιζε να αφοπλίζει τους Ηπειρώτες και οι σχετικές ενέργειες της επιτροπής για την παρεμπόδιση του μέτρου δεν θα είχαν αποτέλεσμα, θα έπρεπε η Πανηπειρωτική Συνέλευση να κηρύξει αμέσως την επανάσταση και να αναθέσει σε επιτροπή να εκλέξει ως αρχηγό αυτόν που η κοινή γνώμη στην Ήπειρο θα υποδείκνυε.
Όσον αφορά τη λύση της αυτονομίας εκτιμούσε ότι η επιτροπή ήταν ενδεχόμενο να αντιμετώπιζε το θέμα της αναγνωρίσεως του αλβανικού καθεστώτος και θεωρούσε ότι ήταν σκόπιμο να γίνει δεκτή η αυτονομία έστω και υπό τον Βηδ. Αν και αυτό αποτύγχανε, υπολείπονταν σύμφωνα με τη γνώμη του, η ευρεία αυτοδιοίκηση υπό μορφή καντονίου ή κάποιας παρόμοιας περιπτώσεως και σε έσχατη ανάγκη η αποδοχή διεθνούς κατοχής για σειρά ετών.
Η ατμόσφαιρα που επικρατούσε στη Συνέλευση, μετά την ενημέρωση επί των προτάσεων του Γ. Ζωγράφου, ήταν βαριά και η κατήφεια γενική. Στο μεταξύ είχαν φτάσει και οι αντιπρόσωποι της Κορυτσάς και ορισμένων άλλων περιοχών που είχαν καθυστερήσει εξαιτίας της κακοκαιρίας, των αποστάσεων κτλ.
Οι αντιπρόσωποι της Κορυτσάς που πήραν αμέσως το λόγο δήλωσαν ότι χωρίς την υποστήριξη της Ελληνικής Κυβερνήσεως, ο αγώνας δεν θα είχε αποτέλεσμα και εξέφρασαν φόβους για την τύχη της περιοχής τους, αφού θα ήταν περισσότερο εκτεθειμένη στην αλβανική απειλή, εξαιτίας της ενάρξεως της αποχωρήσεως του Ελληνικού Στρατού από εκεί.
Κατά τη συζήτηση εξετάσθηκαν οι δυνάμεις και τα μέσα της περιοχής. Οι αντιπρόσωποι της Κορυτσάς ανέφεραν ότι διέθεταν 2.500 – 3.000 ενόπλους, τροφές για ένα εξάμηνο και ότι η αναλογία μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων ήταν 2:3. Δήλωσαν όμως παράλληλα ότι τους ανησυχούσε η έλλειψη αξιωματικών που κατάγονται από την περιοχή και ζήτησαν οι επιφυλάξεις τους για τον αγώνα να καταχωρηθούν στα Πρακτικά της Συνελεύσεως. Με τις επιφυλάξεις αυτές συμφώνησαν και οι αντιπρόσωποι της Κολώνιας και του Τεπελενίου. Για να τους καθησυχάσει ο Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως , ανέλαβε να γράψει σχετικά στον Ταγματάρχη Τσόντο – Βάρδα και το Λοχαγό Κοσμόπουλο που βρίσκονταν στην Κορυτσά.
Επακολούθησαν έντονες συζητήσεις, εξετάσθηκαν όλες οι προτάσεις και τέλος με εισήγηση του Μητροπολίτη Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδωνα αποφασίσθηκε μετά την άρνησηθηκαν όλες οι προτάσεις και τέλος με εισήγηση του Μητροπολίτη Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδωνα αποφασίσθηκε μετά την άρνηση του Δαγκλή, να κληθεί να αναλάβει ως στρατιωτικό ηγέτης ο Ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης.
Παράλληλα ο Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος έστειλε επιστολή και στον Αν/χη Πεζικού Δημήτριο Δούλη στη Χιμάρα ζητώντας του να ταχθεί, ως Ηπειρώτης, υπό τις διαταγές της Συνελεύσεως.
Στο διάστημα των έξι συνεδριάσεων της η Πανηπειρωτική Συνέλευση εξέτασε όλες τις δυνατότητες και τους τρόπους που θα μπορούσαν να οδηγήσουν το Ηπειρωτικό Ζήτημα σε κάποια ειρηνική λύση. Μια λύση που θα επέτρεπε στους Έλληνες Χριστιανούς να παραμείνουν στις πατρογονικές τους εστίες και να ζήσουν ειρηνικά, με εθνική αξιοπρέπεια, χωρίς το συνεχή εφιάλτη της εξοντώσεως και του αφανισμού τους.
Τελικά όμως, μη έχοντας άλλα περιθώρια για αναζήτηση πολιτικής λύσεως, πήρε ομόφωνα τη μεγάλη απόφαση για ένοπλη αντίσταση. Την απόφαση αυτή έκανε γνωστή η Οργανωτική Επιτροπή στην Ελληνική Κυβέρνηση με τηλεγράφημα της στις 9 Φεβρουαρίου.
Στο μεταξύ η Επιτροπή είχε πάρει στις 7 Φεβρουαρίου τηλεγράφημα από τον Αντισυνταγματάρχη Δημήτριο Δούλη, στο οποίο δήλωνε: «Ευγνωμονών δια προτίμησιν, δηλώ ότι τούτο ήτο όνειρον ζωής μου ν’ αποθάνω δια την γενέτειραν. Τιθέμενος διαταγάς σας παρακαλώ επισπεύσατε ενέργειαν. Τούτο επιβάλλει συμφέρον πατρίδος».
Στις 9 Φεβρουαρίου λαμβάνεται και η αρνητική απάντηση του Ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη.
Την ίδια μέρα η Επιτροπή πληροφορήθηκε ότι είχε αρχίσει η μεταφορά των υλικών των αποθηκών και των πυρομαχικών στα νότια των νέων ελληνοαλβανικών συνόρων, που καθόρισε η Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη του Λονδίνου.
Μετά από αυτό το γεγονός η Οργανωτική Επιτροπή έκρινε ότι είχε φτάσει η ώρα για τη μεγάλη απόφαση…
Ο Ταγματάρχης Σπύρος Σπυρομήλιος υψώνει πρώτος τη Σημαία της Αυτονόμου Ηπείρου στη Χιμάρα
Tο τηλεγράφημα του Σπυρομήλιου στους Μητροπολίτες Δρυϊνουπόλεως Βασίλειο και Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδωνα: «Χειμάρρα 9-2-1914, Προς Πρόεδρον Συνελεύσεως. Στρατηγός (σ.σ. Αναστάσιος Παπούλας) έρχεται Αργυρόκαστρον αύριον εξ Ιωαννίνων όπως φυλακίσει υμάς STOP. Έδωσεν διαταγήν συλλήψεως και ματαιώσεως ανταρσίας STOP. Εκκένωσις αρχίζει εκ Κορυτσάς 16 (σ.σ. Φεβρουαρίου) STOP. Αύριο πρωί κηρύξατε αυτονομίαν. Πράττω ίδιος. Σπυρομήλιος».
Στις 9 Φεβρουαρίου 1914 ο ταγματάρχης Σπύρος Σπυρομήλιος καταλύει τις ελληνικές αρχές και κηρύσσει την Χιμάρα αυτόνομη, εκδίδοντας άλλη μια ιστορική προκήρυξη:
«Όταν παν ιερόν και όσιον ποδοπατείται, όταν ο πολιτισμός του 20ου αιώνος μετατρέπεται σε αγριότητα προϊστορικών εποχών και η δουλεμπορία ανυψούται εις έργον φιλάνθρωπον, μόνον και μόνον δια να εξυπηρετηθώσι συμφέροντα και επιβληθή η βία των ισχυρών, οι λαοί οι υφιστάμενοι τοιαύτην κατάπτυστον αδικίαν είναι κύριον να προτιμήσωσιν τον θάνατον.
Η Ήπειρος, Ελληνική από αρχαιοτάτης εποχής, η Ήπειρος από έτους ηνωμένη μετά του Ελληνικού κράτους, η Ήπειρος πωλείται ως δούλη εις τους Τουρκαλβανούς, οίτινες δεν γνωρίζουσι ούτε δύνανται να προσδιωρίσωσι την εθνικότητα των και οι οποίοι σήμερον εξαπατώνται ίνα γίνωσι, μετ’ ολίγον, υποχείριον, ομού με τους Ηπειρώτας εις τας αρπακτικάς διαθέσεις των ισχυρών. Η Ήπειρος διαμαρτύρεται και κηρύσσει ότι δεν ανέχεται τοιαύτην δουλεία και αν η Μητέρα Ελλάδα δεν δύναται να την υπερασπίση ούτε θα υποδουλωθεί πάλιν ούτε τον εθνισμό της σκέπτεται να απωλέση. Δεν ενωνόμεθα με την Ελλάδα; Δεν θα αποτελέσωμεν όμως και τμήμα του αλβανικού Βασιλείου. Θα μείνωμεν Έλληνες έχοντες την θρησκείαν, τα γράμματα και την γλώσσα των πατέρων μας.
Εν ονόματι του Πανηπειρωτικού Συνεδρίου, ου αποφάσεις παμψηφών, κηρύσσω την επαρχίαν της Χειμάρρας ηνωμένην μετά της άλλης αδικουμένης Ηπείρου υπό την Κυβέρνησιν της Αυτονόμου Ηπείρου και καλώ τους πατριώτας μου να ταχθώσι υπό την υπηρεσίαν της. Οι Μουσουλμάνοι οι οποίοι τυχόν δεν αναγνωρίζουσι το νέον καθεστώς δύνανται ελεύθεροι και εντός τεσσάρων ημερών να αποχωρήσωσι μετά των πραγμάτων τους, αυτοί δε οίτινες θα το αναγνωρίσωσι, θα μείνωσι έχοντες τα αυτά με ημάς δικαιώματα. Ημείς δεν λησμονούμεν ότι ήσαν αδελφοί ημών, οίτινες αλλαξοπίστησαν, έτι δε ως Έλληνες δεν μνησικακούμεν δι’ όσα διέπραξαν εναντίον ημών.
Αι Ελληνικαί αρχαί καταργούνται και αυταί αι οποίαι ελειτούργουν μέχρις σήμερον θα λειτουργούσι εν ονόματι της Αυτονόμου Ηπείρου. Ο Ελληνικός Στρατός ο οποίος πρόκειται αποχωρήσει, θα θεωρείται πάντοτε ο εθνικός ημών στρατός, ον θα περιμένωμεν ως ελευθερωτήν. Οι αξιωματικοί και οι στρατιώται οίτινες επολέμησαν μεθ’ ημών για τα Ακροκεραύνεια και την Ήπειρον, είναι ελεύθεροι να εκλέξωσι μεταξύ του καθήκοντος της πειθαρχίας και του εθνικού. Δύνανται να μας βοηθήσωσι αλλά δύνανται και να μας φονεύσωσι. Ποτέ όμως δεν θα δεχθώμεν να μας παραδώσουσι δεσμώτας εις τους Αλβανούς.
Σας εξορκίζω Χειμαρριώται να πειθαρχήτε εις τον Αρχηγόν υπακούοντες εις την Αυτόνομον Ήπειρον. Επικαλούμαι την βοήθειαν του Θεού και την ανεγνωρισμένην ανδρεία υμών.
Ζήτω ο Ελληνισμός! Ζήτω η Αυτόνομος Ήπειρος!
Ο Αρχηγός ΣΠ. ΣΠΥΡΟΜΗΛΙΟΣ»
Η συγκρότηση της Προσωρινής Κυβέρνησης και οι τελευταίες προετοιμασίες για την επίσημη έναρξη του Αγώνα
Στις 10 Φεβρουαρίου η Οργανωτική Επιτροπή αποφάσισε να κηρύξει την Βόρειο Ήπειρο Αυτόνομη Πολιτεία. Παράλληλα η ελληνική κυβέρνηση διατάζει τον συνταγματάρχη Δημήτριο Δούλη από την Νίβιτσα να συλλάβει τον Σπύρο Σπυρομήλιο, μη γνωρίζοντας ότι τόσο αυτός, όσο και πλήθος άλλων αξιωματικών, έχουν προσχωρήσει στην Βορειοηπειρωτική Επανάσταση. Φυσικά ο Δούλης αρνείται να εκτελέσει την διαταγή παρά την απειλή του Βασιλιά Κωνσταντίνου ότι θα θεωρηθεί λιποτάκτης.
Την ίδια μέρα φτάνει στην Κορυτσά ο υποστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας, με αποστολή να επιβλέψει την εκκένωση και την παράδοση της περιοχής σύμφωνα με τις σχετικές αποφάσεις και διαταγές της Κυβερνήσεως. Αφού ενημέρωσε σχετικά σε συγκέντρωση τους αξιωματικούς, την επομένη κάλεσε στην Μητρόπολη όλα τα μέλη της Επιτροπής Εθνικής Άμυνας της Κορυτσάς και πολλούς προκρίτους της περιοχής και τους ανακοίνωσε ότι η Ελλάδα, χάρη ύψιστων εθνικών συμφερόντων, ήταν υποχρεωμένη να αποχωρίσει από την περιοχή. Τους διαβεβαίωσε όμως ότι η ζωή, η τιμή, η περιουσία, τα εκκλησιαστικά και σχολικά προνόμια των κατοίκων είχαν εξασφαλισθεί.
Η Επιτροπή Εθνικής Άμυνας συνήλθε την νύχτα σε έκτακτη σύσκεψη και με απόφαση της διαβιβάσθηκε στον υποστράτηγο Παπούλα έγγραφο, στο οποίο διατυπωνόταν η απαίτηση να της επαναλάβει γραπτώς τα όσα το πρωί ανακοίνωσε στην Μητρόπολη. Ο υποστράτηγος Παπούλας διαμήνυσε στην Επιτροπή μέσω του αστυνομικού διευθυντή, ότι έπρεπε να διαλυθεί αμέσως και στην συνέχεια, έστειλε στον Μητροπολίτη Γερμανό έγγραφη απάντηση στα αιτήματα, με την οποία τους διαβεβαίωνε ότι με μέριμνα της Ελληνικής Κυβερνήσεως η ζωή, η περιουσία, η εθνική οντότητα και τα προνόμια του Πατριαρχείου ήταν εξασφαλισμένα.
Η Επιτροπή συνεδρίασε για τελευταία φορά, πριν διαλυθεί οριστικά, στις 14 Φεβρουαρίου. Στην συνεδρίαση αυτή έγινε ενημέρωση των μελών της πάνω στα αποτελέσματα της Πανηπειρωτικής Συνελεύσεως από τους αντιπροσώπους της Κορυτσάς, οι οποίοι στο μεταξύ είχαν επιστρέψει και καταβλήθηκε προσπάθεια να πεισθεί κάποιος αξιωματικός να παραμείνει και να τεθεί επικεφαλής του αγώνα, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Την νύχτα 14 προς 15 Φεβρουαρίου ο υποστράτηγος Παπούλας αναχώρησε για το Αργυρόκαστρο, ενώ ο συνταγματάρχης Κοντούλης θα μεριμνούσε για την εκτέλεση των διαταγών που αφορούσαν στην εκκένωση και την παράδοση της περιοχής Κορυτσάς. Την επομένη, 15 Φεβρουαρίου, έγινε κανονικά η αποστράτευση των ντόπιων στρατιωτών των ταγμάτων Κατοχής, οι οποίοι και διατάχθηκαν να επιστρέψουν στα χωριά τους. Ταυτόχρονα άρχισε και η αποχώρηση των μονάδων της 8ης Μεραρχίας προς την Ερσέκα και την Φλώρινα. Στην Κορυτσά παρέμειναν μόνο μερικοί λόχοι για την επιτήρηση της τάξεως και την παράδοση της πόλεως.
Πένθος και αγωνία επικρατούσε σε ολόκληρη την πόλη. Οι Χριστιανοί είχαν διαταχθεί να παραμείνουν στα σπίτια τους. Πολλές όμως οικογένειες έφευγαν ή ετοιμάζονταν να αναχωρήσουν από την πόλη, μέσα στον βαρύτατο χειμώνα και παρά την έλλειψη μεταφορικών μέσων. Την παγερή σιωπή διέκοπτε κατά διαστήματα η φωνή του κήρυκα που ανακοίνωνε στους κατοίκους τα γεγονότα: «Την Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου οι Αλβανοί θα εισέλθουν στην Κορυτσά. Οι Χριστιανοί να παραμείνουν στα σπίτια τους». Στο μεταξύ είχε ήδη εκκενωθεί η Μοσχόπολη.
Στις 13 Φεβρουαρίου ο Γεώργιος Χρηστάκης Ζωγράφος αναχωρεί από την Αθήνα, κάτω από τις αντιδράσεις της ελληνικής κυβέρνησης με την οποία προσπάθησε να έρθει σε συνεννόηση. Δύο μέρες μετά, στις 15 Φεβρουαρίου, φτάνει στο Αργυρόκαστρο, όπου οι κάτοικοι τον υποδέχονται με πρωτοφανή ενθουσιασμό. Κατά την εμφάνιση του διαδραματίζονται συγκλονιστικές σκηνές. Εκεί σχηματίζει την προσωρινή Κυβέρνηση της Αυτόνομης Βορείου Ηπείρου, αποτελούμενη από τα μέλη της Οργανωτικής Επιτροπής, η οποία και εκδίδει την πρώτη της προκήρυξη:
«Ηπειρώται!
Η εν Αργυροκάστρω συνελθούσα Συντακτική Συνέλευσις των αντιπροσώπων, ους ομόφωνος ανέδειξεν η γνώμη του Λαού, ανεκήρυξε την ίδρυσιν της «Αυτονόμου Πολιτείας της Βορείου Ηπείρου» αποτελεσθησομένης εκ των επαρχιών, τας οποίας εξαναγκάζεται όπως εγκαταλείπει ο Ελληνικός Στρατός.
Κατά τας αποφάσεις της Συντακτικής Συνελεύσεως, το οριστικόν Πολίτευμα της ιδρυθείσης Αυτονόμου Πολιτείας θέλει συντάξει νέα Συντακτική Συνέλευσις, συγκληθησομένη άμα ως αι περιστάσεις επιτρέψωσι. Προσωρινώς δε πάσας τας εν τη Αυτονόμω Πολιτεία εξουσίας θέλει διαχειρισθή Προσωρινή Κυβέρνησις, εντεταλμένη όπως κυβερνήση και διοικήση την χώραν υπό τας αρχάς της ισοπολιτείας και δικαιοσύνης, της ελευθερίας της συνειδήσεως και της προστασίας της ζωής, τιμής και περιουσίας των πολιτών ανεξαρτήτως θρησκεύματος.
Ηπειρώται!
Η εν Αργυροκάστρω συνελθούσα Συντακτική Συνέλευσις εις τας αποφάσεις ταύτας προέβη αναγνωρίσασα ότι η Πατρίς ημών κινδυνεύει, καταδικασθείσα υπό των Ισχυρών. Μία κατόπιν της άλλης απωλέσθησαν αι ελπίδες ημών. Μας αποσπώσιν από τα αγκάλας της μητρός μας Ελλάδος. Μας αρνούνται την ανεξαρτησίαν. Μας αρνούνται την αυτοδιοίκησιν εν τω Κράτει τω Αλβανικώ. Μας αρνούνται και αυτάς ακόμη τας εγγυήσεις αίτινες ηδύναντο να περιφρουρήσωσι λυσιτελώς την ζωήν, την θρησκείαν, την περιουσίαν, την ύπαρξιν μας την εθνικήν. Μας φέρουσιν εις τελείαν απόγνωσιν. Ούτε η παρουσία ξένων τινών αξιωματικών επί κεφαλής ατάκτων στιφών, ούτε αι πομπώδεις επαγγελίαι, ούτε αι αγαθαί προθέσεις του Ηγεμόνος, ούτε η προσωρινή παραμονή του Ελληνικού Στρατού εξασφαλίζει την Ήπειρον. Το πάτριον ημών έδαφος κείται σήμερον λεία, δυνάμει αδίκου και ακύρου βουλήσεως πάντων των ισχυρών της γης.
Αλλ’ ακλόνητον έμεινε το ημέτερον δίκαιον, το δίκαιον του Ηπειρωτικού λαού, να ρυθμίση τα της ιδίας του τύχης, διοργανούμενως πολιτικώς και ενόπλως, φρουρήση την ανεξαρτησίαν αυτού. Εναντίον του απαραγράπτου τούτου δικαιώματος εκάστου λαού, ανίσχυρος είναι κατά τας αρχάς του θείου και ανθρωπίνου δικαίου, η θέλησις των Μεγάλων Δυνάμεων να δημιουργήση υπέρ της Αλβανίας έγκυρον και σεβαστόν τίτλον κυριαρχίας επί της χώρας ημών και υποχρεώση ημάς. Ουδέν επίσης κέκτηται η Ελλάς δικαίωμα όπως εξακολουθεί κατέχουσα το ημέτερον έδαφος αποκλειστικώς ίνα παραδώσι αυτό εναντίον της ημετέρας βουλήσεως εις ξένον δυνάστην.
Ελευθέρα ήδη παντός δεσμού, μη δυνάμενη δε να συμβιώση, και δη υπό τοιούτους όρους, μετά της Αλβανίας, κηρύσσει η Βόρειος Ήπειρος την ανεξαρτησίαν της και προσκαλεί τους πολίτας της, όπως υποβαλλόμενοι εις πάσαν θυσίαν προασπίσωσι την ακεραιότητα του εδάφους και τας ελευθερίας της κατά πάσης προσβολής.
Εν Αργυροκάστρω τη 15η Φεβρουαρίου 1914
Η προσωρινή Κυβέρνησις
Ο Πρόεδρος
Γεώργιος Χρηστάκη Ζωγράφος
Τα μέλη
Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος
Μητροπολίτης Κορυτσάς Γερμανός
Μητροπολίτης Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδων»
Στις 16 Φεβρουαρίου 1914 το Δέλβινο και οι Άγιοι Σαράντα ανακηρύσσουν την Αυτονομία τους. Παρά τις διαταγές της Ελληνικής Κυβέρνησης προς τις Aρχές για παρεμπόδιση των εκδηλώσεων, η Προσωρινή Κυβέρνηση στο Αργυρόκαστρο αποφάσισε η ανακήρυξη της Αυτονομίας να γίνει επίσημα στις 17 Φεβρουαρίου και μάλιστα να λάβει πανηγυρικό χαρακτήρα για την τόνωση του ηθικού του λαού. Ως τόπος ορίσθηκε κατάλληλος χώρος κοντά στο Αργυρόκαστρο, στις όχθες του ποταμού Δρίνου.
Πηγές:
– «Ο Βορειοηπειρωτικός Αγώνας 1914» Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού
– «Χειμάρρα, το άπαρτο κάστρο του Ελληνισμού» Κώστα Χατζηαντωνίου, εκδόσεις «Πελασγός»
– «Ο Βορειοηπειρωτικός Αγών (1914)» Κωνσταντίνου Σκενδέρη, εκδόσεις «Πελασγός»
– «Ο Αυτονομιακός Αγώνας Β. Ηπείρου 1914 από τη σκοπιά των Αγωνιστών», Απόστολου Παπαθεοδώρου, εκδόσεις «Τήνος»