Ο Φενεός είναι το θυσιαστήριο του Κόκκινου Θηρίου.
Εδώ, βρήκαν μαρτυρικό θάνατο χιλιάδες άνθρωποι που το μόνο τους «έγκλημα» ήταν οτι δεν θέλησαν να γίνουν κομμουνιστές και να προδώσουν την πατρίδα και τη θρησκεία τους.
Από όλη σχεδόν την Β.Πελοπόννησο, πήραν το δρόμο του μαρτυρίου προς τον Φενεό, όπου τα βασανισμένα σώματα τους ρίχτηκαν στο εκεί βάραθρο ή κατασπαράχτηκαν απο τα αγρίμια, στις πλαγιές και τις χαράδρες του Κακοβουνίου.
Ένα ασύλληπτο δράμα, μιά φρικτή γενοκτονία πού μόνο υπάνθρωποι γεμάτοι μίσος προς την ίδια τη Ζωή μπορούσαν να φανταστούν και να πραγματοποιήσουν.
Μαύρες ψυχές τεράτων, που στο όνομα «ενός καλύτερου κόσμου» βασάνισαν, βίασαν, κατακρεούργησαν άνδρες, γυναίκες, παιδιά, βρέφη.
Η ΘΗΡΙΩΔΙΑ ΤΟΥ ΦΕΝΕΟΥ
Οι πρώτοι Εαμοελασίτες θα εμφανιστούν στο οροπέδιο του Φενεού, την άνοιξη του 1943.
Οι κάτοικοι στην αρχή θα τους υποδεχτούν πανηγυρικά, γρήγορα όμως θα καταλάβουν τις προθέσεις τους.
Βοσκοί και αγρότες, θα αρχίσουν να βλέπουν ανθρώπους, έλληνες, που οι Ελασίτες τους είχαν ως κρατουμένους, να δέρνονται άγρια και να σφαγιάζονται απάνθρωπα.
Και όταν κάποιοι τόλμησαν να διαμαρτυρηθούν, βρήκαν την ίδια τύχη.
Από τότε, τρόμος και απελπισία κυρίευσε τις καρδιές όλων.
Η ζωή και η περιουσία τους, ανήκε πλέον στις διαθέσεις του κάθε αγροίκου ελασίτη, του κάθε σαδιστή οπλατζή.
Καθημερινά, μπουλούκια ανθρώπων καταφθάνουν συνοδεία οπλοφόρων του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ.
Κανείς δεν ξέρει ποιοί είναι, από πού έρχονται, ούτε για ποιό λόγο είναι κρατούμενοι.
Μεταφέρονται στη Μονή Αγ.Γεωργίου, η οποία αφού ήδη έχει «απελευθερωθεί» από τους μοναχούς- τους σφάγιασαν-, χρησιμοποιείται πλέον ως στρατόπεδο συγκεντρώσεως.
Στα ανήλια υπόγεια του μοναστηριού θα διαδραματιστούν αμέτρητες ιστορίες φρίκης.
Τα σώματα των μαρτύρων πετάγονται στις παρακείμενες χαράδρες όπου γίνονται βορά των αγριμιών.
Σκυλιά περιφέρονται έχοντας στα σαγόνια τους χέρια, πόδια, σπλάχνα ανθρώπων.
Όταν η δυσοσμία και η σήψη στην περιοχή θα γίνουν ανυπόφορες, τη λύση θα δώσει ο –καταραμένος- Παναγάκης Οικονομόπουλος, κάτοικος του χωριού Φονιάς, όταν θα ανακαλύψει κοντά στην κορυφή του Κακοβουνίου ένα πολύ βαθύ βάραθρο.
Από τότε, ο δρόμος απο τη Μονή ως το Βάραθρο θα γίνει ο Γολγοθάς αμέτρητων βασανισμένων ανθρώπων.
Βασανιστήρια, βιασμοί, σφαγές.
Ο ΓΟΛΓΟΘΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΒΑΡΑΘΡΟ
Από τα κελλιά του μοναστηριού, κάθε βράδυ ξεκινάνε δεκάδες τυραννισμένοι άνθρωποι.
Δεν πρόκειται να επιστρέψουν.
Θα γυρίσουν μόνο τα ματωμένα ρούχα τους, για να τα πλύνουν οι επόμενοι μελλοθάνατοι.
Δαρμένοι, νηστικοί και διψασμένοι, με τα χέρια δεμένα πίσω απο τις πλάτες, βαδίζουν.
Άντρες, γυναίκες με τα μωρά στην αγκαλιά, γέροι, παιδάκια.
Προχωράνε προς τον Θάνατο.
Ενα θάνατο άδικο, παράλογο, ακατανόητο.
Γύρω τους, σαν λυσσασμένοι λύκοι, οι κομμουνιστές. Με βλοσυρές ματιές, με άγριες κουβέντες.
Με βλαστήμιες και απειλές.
Χτυπώντας τους με τους υποκόπανους των όπλων, τραβώντας και ξεριζώνοντας τους τα μαλλιά.
Όταν φτάνουν κοντά στο βάραθρο, σταματούν.
Τους λένε οτι θα τους πάνε για ανάκριση και τους παίρνουν ανά δύο.
Τους μεταφέρουν μπροστά στο φοβερό βάραθρο.
ΣΤΟ ΒΑΡΑΘΡΟ
Εκεί τους περιμένουν οι σφαγείς, κρατώντας τα σύνεργα τους.
Βρίζοντας, χλευάζοντας και ουρλιάζοντας, τους καρφώνουν πολλές φορές με τα μαχαίρια τα σώματα τους, τους κόβουν τους λαιμούς, τους χτυπάνε με τον κωδωνοκρούστη της καμπάνας του μοναστηριού. Έπειτα, αρπάζουν τα σφαδάζοντα κορμιά τους και τα πετάνε στην φοβερή τρύπα.
Αυτό γίνεται κάθε βράδυ, για μήνες.
Το αίμα στο χείλος του βάραθρου έχει πιάσει κρούστα, το ίδιο και οι πιτσιλιές στους γύρω βράχους.
Ο πυθμένας έχει γεμίσει με πτώματα.
Έτσι, όταν πέφτουν οι καινούργιοι σφαγμένοι, δεν σκοτώνονται απο την πρόσκρουση.
Συνέρχονται και βρίσκουν αργό, εφιαλτικό θάνατο ανάμεσα στα λείψανα και τους σκελετούς των προηγουμένων.
Οι κραυγές τους για σωτηρία δεν φέρνουν αποτέλεσμα, αφού τα σκοινιά που ρίχνονται από κάποιους γενναίους χωρικούς, δεν μπορούν να τα πιάσουν με τα χέρια δεμένα.
Τα ουρλιαχτά και οι θρήνοι τους, στοιχειώνουν τον τόπο μέχρι σήμερα.
ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ
Πόσοι άνθρωποι άραγε θανατώθηκαν στον Φενεό;
Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά.
Ολόκληρες οικογένειες, άγνωστοι άνθρωποι, θάφτηκαν σε ομαδικούς τάφους γύρω απο το βάραθρο και στις πλαγιές του Κακοβουνίου, ενώ πολλοί άλλοι σοροί θυμάτων φαγώθηκαν απο τα άγρια ζώα.
ΔΑΙΜΟΝΟΛΟΓΙΟ
Τα ανθρωπόμορφα κτήνη, που βεβήλωσαν την ίδια την ανθρώπινη υπόσταση, ήταν:
Ιθύνων νους:
Ζέγγος Θεόδωρος και Ανδρεαδάκης Δημήτριος, υπεύθυνοι του ΚΚΕ για τους νομούς Κορινθίας-Αργολίδας.
Επιτροπή που αποφάσιζε τις εκτελέσεις:
Τζανέλος Όθων (*)
Λέκκας Νικήτας
Καραΐσκας Απόστολος
Αναγνωστόπουλος Δήμος
* Βρίσκεται εν ζωή και κατοικεί στην Αθήνα, περιοχή Ζωγράφου
ΣΦΑΓΕΙΣ
Πισογιαννάκης Γεώργιος ή Κρητικός, αρχισφαγέας.
Πρόβος Βλάσιος
Σερμπέτης Κωνσταντίνος
Σαμαρτζής Νικήτας (η απολογία του: http://clubs.pathfinder.gr/Iapetos_/665993)
Φραγγοράφτης Ιωάννης
Τομαράς Αντώνιος
Γκιόκας Θύμιος
Οικονομόπουλος Βλάσιος
Ζιάγκος Παναγιώτης
Σταυρόπουλος Νικόλαος
Δασκαλόπουλος Νικόλαος
Αδαμόπουλος Γιάννης
Σίμος (από το Λουτράκι)
Καραΐσκος Απόστολος
-Είθε να καίγονται όλοι στην Κόλαση-
-----------------------------------------------
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΦΕΝΕΟΥ
Κάποιες από τις ιστορίες φρίκης του Φενεού, απο το βιβλίο του Γιάννη Μπαλαφούτα "ΦΕΝΕΟΣ 1943-44"
Η ΒΑΣΙΛΩ ΣΤΑΪΚΟΥ με τα κορίτσια της, στο ΒΑΡΑΘΡΟ ΦΕΝΕΟΥ (17-18 Ἰουλίου 1944)
7.000 τα θύματα των κομμουνιστών στο βάραθρο του Φενεού
H Βασίλω Λουσογιώργη-Στάικου, το μωρό και τα κορίτσια της.
Ένα από τα στυγερότερα εγκλήματα της παγκόσμιας Ιστορίας, μόλις λίγες δεκαετίες πριν, στο έδαφος της Ελλάδας.
Η φρίκη που κρύβει μέσα του αυτό το ον που ονομάζεται «άνθρωπος» αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο όπου συντρίβονται όλες οι «ανθρωπιστικές-προοδευτικές» ιδεοληψίες.
Φρίκη και τρόμος που ξεσπούν επάνω στη Δημιουργία, από αυτούς που μίσησαν τον Δημιουργό.
Δεν έχουν υπάρξει χειρότεροι εγκληματίες από τους άθεους προσήλυτους του Μαρξισμού και μεταξύ αυτών, χείριστοι όλων, οι ντόπιοι.
Και δίπλα τους, εξίσου ένοχοι αυτοί που αποσιώπησαν αυτά τα εγκλήματα και έθεσαν τους επιγόνους των δολοφόνων ως τιμητές και βιαστές των ψυχών μας.
Κ. Σαραντόπουλος Βαλτέτσι 1944
Στο στρατόπεδο της Γκούρας 19 Βαλτετσιώτες: Η φρίκη και η κόλαση του Φενεού
Η πλέον άτυχη ομάδα ήταν εκείνη των 19 ομήρων, που τους έστειλαν στην ορεινή Κορινθία, περιοχή ευθύνης του 6ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ.
Μετά από επίπονες πορείες η ομάδα αυτή κατέληξε στην Γκούρα και κλείστηκε στο στρατόπεδο Φενεού, που είχε εγκατασταθεί στο Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου.
Το Μοναστήρι είχε μετατραπεί από το 1943 σε στρατόπεδο με την ονομασία (Στρατόπεδο Συγκέντρωσης Νεμέας) και αποτελούσε τον τελικό σταθμό εκείνων που είχαν χαρακτηρισθεί από τους Τοπικούς Υπευθύνους του ΕΑΜ ως αντιδραστικοί και ανεπιθύμητοι, που στην εαμική γλώσσα και λογική σήμαινε οτι έπρεπε να βγουν από τη μέση.
Όσοι συνεπώς κατέληγαν στο στρατόπεδο αυτό ήταν μελλοθάνατοι.
Υπολογίζεται από τα στοιχεία που βρέθηκαν στο Μοναστήρι οτι εκεί φυλακίστηκαν 3167 κρατούμενοι από διάφορα μέρη της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδος, από τους οποίους ελάχιστοι διέφυγαν το θάνατο (όχι περισσότεροι των 10).
Ο συνήθης αριθμός των κρατουμένων παρέμενε σταθερός, γύρω στα 400 άτομα, καθόσον στη θέση αυτών που εκτελούνταν έφερναν άλλους.
Οι μοναχοί πολύ συμπαραστάθηκαν στους εγκλείστους προσπαθώντας ν’ απαλύνουν τον πόνο τους και να μετριάσουν τα βάσανα τους.
Ένα από τα καθημερινά μαρτύρια των φυλακισμένων ήταν και η πείνα.
Οι αγαθοί καλόγεροι για να βοηθήσουν τους δυστυχισμένους αυτούς ανθρώπους σοφίζονταν διάφορα τεχνάσματα.
Ένα από αυτά ήταν να γεμίζουν πολλές φορές την ημέρα τα καντήλια της εκκλησίας με λάδι για να το πίνουν οι κρατούμενοι ως τροφή.
Τη συμπαράσταση τους αυτή την πλήρωσαν με τη ζωή τους.
Μεταξύ των θυμάτων συγκαταλέγονται ο Ηγούμενος και 4 μοναχοί, τα ονόματα των οποίων είναι γραμμένα σε πινακίδα μέσα στον I. Ναό του Αγ. Γεώργιου (Στο μοναστήρι τότε υπήρχαν 7-10 καλόγεροι.
Το φθινόπωρο του 1944 βρέθηκαν μόνο 2).
Η μόνη κατηγορία εναντίον των άκακων και αθώων αυτών καλογήρων ήταν οτι είχαν συμπαρασταθεί στους κρατουμένους και οτι είχαν ακούσει και είχαν δει πολλά.
Οι επιζήσαντες αναφέρουν οτι οι αφίξεις και οι «αναχωρήσεις» κρατουμένων ήταν συνεχείς. Συνήθως κατά τα μεσάνυχτα έπαιρναν για εκτέλεση μια ομάδα 20 περίπου ατόμων.
Οι κρατούμενοι είχαν αντιληφθεί οτι η ζωή τους είχε φτάσει στο τέλος και όταν τους δινόταν η ευκαιρία έψελναν οι ίδιοι με τη βοήθεια των μοναχών τη νεκρώσιμη ακολουθία τους, ενόσω ήταν ακόμη ζωντανοί.
Οι εκτελέσεις γίνονταν στην απέναντι απόκρημνη πλαγιά του βουνού (Κακοβούνι), μισή ώρα περίπου μακριά από το Μοναστήρι.
Εκεί οι αντάρτες είχαν ανακαλύψει ένα απότομο βάραθρο, δημιούργημα μιας κάθετης ρωγμής στη γη, ανάμεσα σε βράχους στο επικλινές έδαφος, που καλύπτεται από αναιμικά έλατα.
Το βάθος του βαράθρου δεν κατέστη δυνατόν να προσδιοριστεί.
Σύμφωνα με την περιληπτική περιγραφή του Συνεργείου, που διερεύνησε το βάραθρο την Άνοιξη του 1945 και προέβη και στην μερική εκκένωση του από όσα πτώματα μπόρεσε, το στόμιο του έχει διαστάσεις 3,5×2 μ. και είναι αθέατο λόγω της βλαστήσεως.
Μετά τα 15-20 μέτρα κάθετης κατεύθυνσης το βάραθρο παρουσιάζει διαπλάτυνση και συνεχίζει σ’ αυτό το πλάτος να κατεβαίνει απότομα και κάθετα για 75 και πλέον μέτρα.
Στο σημείο αυτό σχηματίζεται ένα οριζόντιο πλάτωμα σαν ένα μεγάλο σκαλοπάτι και μετά προχωρεί το βάραθρο προς τα κάτω σε βάθος απροσδιόριστο.
Σ’ αυτό το βάραθρο έριχναν τούς κρατουμένους που τους έπαιρναν από το στρατόπεδο για εκτέλεση.
Πριν ανακαλύψουν το βάραθρο οι εκτελέσεις γίνονταν λίγο πιο έξω από το Μοναστήρι με μαχαίρι και τα πτώματα έμεναν άταφα στην ερημική και δασώδη αυτή περιοχή.
Γρήγορα όμως, λόγω της δυσοσμίας, οι κάτοικοι του Φενεου και της Γκούρας κατάλαβαν το έγκλημα που γινόταν στην περιοχή τους.
Η ανακάλυψη του βαράθρου και η ρίψη των εκτελουμένων εκεί συγκάλυψε τα εγκλήματα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Το βάραθρο υπέδειξε στους εκτελεστές της ΟΠΛΑ ο αγροφύλακας της περιοχής, που γνώριζε την ύπαρξη του.
Οι ντόπιοι αναφέρουν οτι ο « άνθρωπος» αυτός μπήκε στον ΕΛΑΣ και έγινε ένας από τους εκτελεστές εκεί.
Αναφέρουν επίσης οτι και τα πέντε παιδιά του παρουσίασαν διανοητικές και ψυχικές ανωμαλίες.
Σύμφωνα με τις μαρτυρικές καταθέσεις πού έδωσαν μετά τη διάλυση του ΕΑΜ αντάρτες της περιοχής, οι όποιοι είχαν συνοδεύσει τα θύματα έως εκεί, οι μελλοθάνατοι μεταφέρονταν τη νύχτα καθ’ ομάδες.
Τούς σταματούσαν 150- 200 μ. περίπου πριν από το βάραθρο, στο σημείο πού καταλήγει σήμερα ο στενός αυτοκινητόδρομος -τότε ήταν μονοπάτι- και έχει κτιστεί το εκκλησάκι των Αγίων Πάντων στη μνήμη των εκτελεσθέντων.
Από εκεί τους έφερναν ανά δύο στο στόμιο του βαράθρου, λέγοντας τους οτι τούς πηγαίνουν για ανάκριση.
Οι δήμιοι έβαζαν τα θύματα, που τους είχαν δέσει τα χέρια πισθάγκωνα, πάνω στην πέτρα πού είναι στο χείλος του βαράθρου και τα εκτελούσαν είτε με μαχαίρι είτε χτυπώντας τα στο κεφάλι με ένα γλωσσίδι καμπάνας, που το χρησιμοποιούσαν ως φονικό όργανο, και έπειτα τα έριχναν μέσα στο βάραθρο, χωρίς να είναι βέβαιο οτι είχαν ξεψυχήσει. Υπάρχουν περιπτώσεις πού ρίχνονταν και ζωντανοί, όπως έδειξε η ανάσυρση πτωμάτων που δεν έφεραν κακώσεις.
Πυροβόλο όπλο δεν χρησιμοποίησαν, διότι ήθελαν να μείνει μυστική η απαίσια εγκληματική τους πράξη.
Τρομαγμένοι από τις φωνές των εκτελουμένων οι υπόλοιποι, που περίμεναν τη σειρά τους, ρωτούσαν με αγωνία τους φρουρούς τους αντάρτες:
– Συναγωνιστή, τί συμβαίνει; Τούς σκοτώνουν;
– Όχι, ο ανακριτής είναι λίγο σκληρός και ρωτάει να του πουν τί ξέρουν.
Γι αυτό σεις να πείτε την αλήθεια και δεν θα σας πειράξουν.
Οι ανατριχιαστικές αυτές λεπτομέρειες επιβεβαιώνονται και από κατοίκους του χωρίου Φενεού, που είναι το πλησιέστερο, καθώς και από τους ελάχιστους τυχερούς που δραπέτευσαν την τελευταία στιγμή από τον τόπο της εκτέλεσης.
Μεταξύ αυτών είναι ο Βασίλης Δωρής από το Δούκα Αργολίδος και ο Χαράλαμπος Φλέκας από τη Συβίτσα Κορινθίας.
Τα ονόματα των δημίων ήταν γνωστά στους κατοίκους της περιοχής και έχουν καταγραφεί.
Οι μόνιμοι ήταν επτά και μερικοί ακόμη επικουρικοί.
Γενικά για τους εκτελεστές της ΟΠΛΑ από συρροή στοιχείων, που έχουν συγκεντρωθεί και από άλλες περιοχές, γνωρίζουμε οτι ήταν άτομα φανατισμένα, χαμηλής πνευματικής στάθμης και αδίστακτα, χωρίς ίχνος ανθρωπισμού, που εκτελούσαν τα θύματά τους με απίστευτη αγριότητα και συνήθως χωρίς συγκεκριμένη κατηγορία.
Όταν μετά το μεγάλο ομαδικό έγκλημα του Ιουλίου οι Ελασίτες εγκατέλειψαν το στρατόπεδο, τσοπάνηδες της περιοχής, οι οποίοι πλησίασαν το βάραθρο, διηγούνται οτι άκουσαν τα βογγητά των ανθρώπων που είχαν ριχτεί εκεί ζωντανοί ή ημιθανείς.
Σε μια μάλιστα περίπτωση αναφέρουν οτι, υπακούοντας στις παρακλήσεις και τους θρήνους ενός ζωντανού ακόμη θύματος, που τους είπε οτι είναι από το Κουτσοπόδι Αργολίδας, έριξαν μέσα ένα χοντρό σχοινί για να τον ανασύρουν.
Δεν μπόρεσε όμως να προσδεθεί, διότι τα χέρια του ήταν δεμένα.
Ματαίως παρακαλούσε τους βοσκούς να κατέβουν για να τον σώσουν.
Ήταν εντελώς αδύνατο, λόγω ελλείψεως των απαραίτητων μέσων.
Έτσι ο άτυχος αυτός άνθρωπος είχε τη μοίρα όλων των άλλων.
Κατά το δεύτερο 15/ήμερο του Ιουλίου 1944 οι Γερμανοί πραγματοποίησαν έξοδο προς την ορεινή Κορινθία.
Οι Ελασίτες δεν πρόβαλαν καμιά αντίσταση, παρόλο πού ή περιοχή ήταν πρόσφορη για ανταρτοπόλεμο.
Απεναντίας έσπευσαν ν’ απομακρυνθούν.
Πριν φύγουν φρόντισαν να «εκκενώσουν» το στρατόπεδο συγκεντρώσεως από τους 400 κρατούμενους, μεταξύ των οποίων και οι 19 Βαλτετσιώτες.
Τότε διέπραξαν το πιο απαίσιο και το πιο μεγάλο ομαδικό έγκλημα, που ξεπερνά όλα τα προηγούμενα.
Προτίμησαν να τους ρίψουν στο βάραθρο του Φενεού, παρά να τους αφήσουν στο Μοναστήρι και να τούς βρουν οι Γερμανοί, αν έφθαναν βέβαια έως εκεί.
Έτσι μέσα σε 2-3 ημέρες 400 και πλέον αιχμάλωτοι (άνδρες, γυναίκες και παιδιά) οδηγήθηκαν στο Κακοβούνι και ρίχτηκαν στο βάραθρο χωρίς οίκτο.
Μετά το ομαδικό έγκλημα οι αντάρτες αποχώρησαν, χωρίς να ρίξουν ούτε έναν πυροβολισμό στους Γερμανούς.
Οι τελευταίοι, αφού παρέμειναν στην περιοχή 3-4 ημέρες έφυγαν χωρίς να ενοχλήσουν κανένα.
Τα ονόματα των 19 Βαλτετσιωτών που μαρτύρησαν στον Φενεό είναι τα εξής:
Καραμάνης Χρήστος, ετών 64,
Καραμάνης Γ. Πάνος, ετών 32,
Καραθάνου Α. Γεωργία, ετών 22,
Κοκκάλα Γεωργ. Μαρίτσα, ετών 25 έγκυος,
Κρουμπούζος Ν. Γεώργιος, ετών 18,
Μπαμή Γ. ‘Αγγελική, ετών 28 έγκυος,
Μπαμή Γ. Ελένη, ετών 18 προγονή της ‘Αγγελικής,
Μπόλλα Β. Ευαγγελία,
Παύλου Γ. Αντώνιος, ετών 16,
Πολλάλης I. Θοδωρής, ετών 19,
Ρούσσος ‘Αρ. Ιωάννης, ετών 58,
Σαραντόπουλος Ν. Γεώργιος, ετών 70,
Σουρούνης I. Γεώργιος, ετών 65,
Στάικου Γ. Βασίλω, ετών 34 έγκυος,
Στάικου Γ. Παναγιώτα, ετών 17 (προγονή της Βασίλως Στάικου),
Στάικου Γ. Γεωργία, ετών 15 κόρη της Βασίλως,
Στάικου Γ. Μαρία, ετών 13 κόρη της Βασίλως,
Στάικου Γ. Κων/να, ετών 11 κόρη της Βασίλως,
Τσούκας Αν. Νίκος, ετών 18.
Οι άτυχοι Βαλτετσιώτες ρίχτηκαν στο βάραθρο και πέθαναν κατά τον πιό φρικτό τρόπο κατά πάσα πιθανότητα στις 17 Ιουλίου, εορτή της Αγίας Μαρίνας.
Ήταν εννέα (9) άντρες και δέκα (10) γυναίκες και μικρά κορίτσια.
Δεν επέζησε κανένας.
Από όσα είναι γνωστά και από τις πληροφορίες που συγκέντρωσα το έτος 1995 που επισκέφθηκα το Μοναστήρι και τα χωριά της περιοχής προκύπτουν οι παρακάτω λεπτομέρειες από το δράμα των 19 αυτών Βαλτετσιωτών:
Ο Κώστας Ρουμελιώτης από τη Νεμέα, που ήταν κρατούμενος στο στρατόπεδο και επέζησε (η αδελφή του εκτελέστηκε), μας ξενάγησε στην αιματοβαμμένη περιοχή της ορεινής Κορινθίας.
Μαζί μας ήταν και ο Παναγιώτης Ρεκουνιώτης (ή Κυριακόπουλος) από τον Αρχαίο Φενεό και μια κυρία από το ίδιο χωριό.
Για την άφιξη των Βαλτετσιωτών στο στρατόπεδο μου είπαν τα εξής:
«Ήμασταν στον κάμπο εκείνη την καυτή ημέρα του Ιουνίου, όταν είδαμε να φέρνουν καμιά εικοσαριά Βαλτετσιώτες ομήρους προς το στρατόπεδο.
Ήταν ξυπόλυτοι, ημίγυμνοι, βασανισμένοι.
Στα πρόσωπά τους διακρίναμε τον πόνο και την απόγνωση.
Τους συνόδευαν μόνο τρεις ένοπλοι αντάρτες.
Μπροστά πήγαινε ένας ψηλός ηλικιωμένος άντρας που φορούσε πουκαμίσα (πιθανόν να πρόκειται για τον Γιώργη Σαραντόπουλο).
Ακολουθούσε ένας άλλος γηραλέος και αυτός πού φορούσε φουστανέλα.
Πιό πίσω ερχόταν ένας νεαρός ψηλός και μελαχρινός, που του είχαν δέσει τα χέρια.
Μάθαμε οτι είχε αποπειραθεί να δραπετεύσει, όπως είπαν οι συνοδοί του.
Μια γυναίκα φαινόταν έγκυος (πρόκειται για τη Βασιλική Γ. Στάικου). Είδαμε και 3-4 κοπέλες ηλικίας 10-17 ετών.
Ένας άλλος άντρας προχωρούσε κουτσαίνοντας.«
Η περίπτωση της Βασίλως Γ. Στάικου:
Από τις παντρεμένες Βαλτετσιώτισσες που κλείστηκαν στο στρατόπεδο οι τρεις ήταν έγκυοι (η Βασίλω Γ. Στάικου, η Αγγελική Γ. Μπαμή και η Μαρίτσα Γ. Κοκκάλα).
Η Βασίλω Στάικου, 34 ετών, γέννησε εκείνες τις ημέρες στο στρατόπεδο.
Όπως μας είπαν ο ξεναγός μας και ο καλόγερος, το βρέφος έκλαιγε συνεχώς, διότι η μητέρα του από τις στερήσεις και τις κακουχίες δεν είχε αρκετό γάλα για να χορτάσει.
Ενοχλημένος από το κλάμα ένας άγριος Ελασίτης το άρπαξε από την αγκαλιά της μάνας του, λέγοντας:
«Θα το ταΐσω εγώ».
Μάταια η Βασίλω προσπάθησε με κλάματα ν’ αντισταθεί σαν τις μάνες των πουλιών, όταν κάποιος τους παίρνει από τη φωλιά τα μικρά τους.
Εκείνος το εκσφενδόνισε έξω από τη μάντρα του Μοναστηριού, όπου βρήκε το θάνατο.
Κανένας δεν τόλμησε να το περισυλλέξει.
Αυτό το πλασματάκι υπήρξε το πρώτο θύμα των Βαλτετσιωτών στο Φενεό και προστέθηκε στους άλλους 19.
Το συνταρακτικό αυτό έγκλημα συγκλόνισε όλους τούς κρατουμένους.
Το έχει απαθανατίσει σε στίχους ο λαϊκός στιχουργός Σωκράτης Αγγελόπουλος από το Βρούστι της Αργολίδας, ο οποίος είχε την τύχη να διαφύγει την εκτέλεση.
Μερικούς από τους στίχους αυτούς παραθέτουμε στη συνέχεια:
Στη μάντρα του μοναστηρίου μας έχουν στοιβαγμένους άντρες, γυναίκες και παιδιά σαν να κοπάδι πρόβατα στη στρούγκα στριμωγμένους.
Γυναίκα Βαλτετσιώτισσα μαζί μ’ άλλους φερμένη από το δρόμο νηστική και ταλαιπωρημένη είναι σε ενδιαφέρουσα και τέκνο περιμένει,
Η ώρα ήρθε τον παιδιού, στον κόσμο αυτή το φέρνει. Αρχίνησε τα κλάματα και τις φωνές του στέλνει κι η άχαρη ατμόσφαιρα άρχισε κι ομορφαίνει.
Το κλάμα του Αγγέλου αυτού δεν είναι θρήνος πια κακού ή συμφορά θανατικού.
Από τα δάκρυα του μωρού κανένας δεν πεθαίνει.
Η παγωμένη μας καρδιά άρχισε να ζεσταίνει, κι απ τη χαρά μας την πολλή ξεχάσαμε τη θλίψη μας και πανηγύρι με χαρά νομίσαμε θα γένει.
Ελπίδα ήρθε με φτερά σαν μια λευκή περιστερά, κι έφερε μήνυμα ζωής: κανείς μας δεν πεθαίνει.
Η αγγελική φωνίτσα του όλους μας ξαποσταίνει.
Η μάνα δίνει στο παιδί να πιει για να σωπαίνει.
Η μάνα όμως είναι στεγνή, γάλα σταλιά δεν στάζει.
Η πείνα δέρνει το παιδί.
Και με βαρύ παράπονο κλαίει και αναστενάζει.
Ένας αντάρτης της ΟΠΛΑ απ’ το επάνω το κελλί με άγριο πρόσωπο τραχύ, μια καταχθόνια μορφή με βλέμμα αποκρουστικό, κορώνα δεν έχει το σταυρό.
Δεν είν’ φαντάρος Έλληνας, στρατιώτης λευτεριάς. Δεν έχει πίστη και Θεό πατρίδα και θρησκεία.
Αιμοχαρής ο βάρβαρος τις σκάλες κατεβαίνει και σαν Ηρώδης βασιλιάς απ’ τη λεχώνα το παιδί με βία της το παίρνει.
Απ’ του παιδιού τα ουρλιαχτά της μάνας τ’ αναφιλητά τίποτα εκείνος δεν γροικά, ίχνος δεν έχει ανθρωπιά.
Μόνο τις σκάλες νευρικά εκείνος ανεβαίνει κι από τη μπαλκονόπορτα δυό-τρεις γύρους το φέρνει.
Και μ’ όλη του τη δύναμη στη ρεματιά το στέλνει!
Ακούστηκε στη ρεματιά ο πόνος της μικρής καρδιάς. Και πήρ’ αέρας την ψυχή, τον πόνο του και την κραυγή.
Την πήγε σ’ όλα τα βουνά, στα έλατα και στα κλαριά.
Η φύση διαμαρτύρεται, κλαίνε τ άγρια πουλιά, τα δάση τρίζουν και βογγάν.
Πηγαίνει κι έρχεται ξανά από την ίδια ρεματιά του τρόμου το απόηχο ουάααα…
Ραγίζουν πέτρες, τα βράχια σπάζουν στην πλαγιά. Μον’ τους αντάρτες της ΟΠΛΑ τίποτε δεν τους συγκινεί.
Μέσα τους πέθανε ο Θεός κι έμεινε αμέτρητο κενό, γεμάτο μίσος φοβερό.
Ο ήλιος βιάστηκε πολύ να πάει να βασιλέψει, γιατί το δράμα του παιδιού δεν μπόρεσε ν’ αντέξει.
Η νύχτα του καλοκαιριού, η νύχτα τ’ αλωνάρη ήτανε τόσο παγερή, τόσο κατεψυγμένη.
Νύχτ’ άχαρη και άραχλη, δεν είχε ξαναγένει.
Η Βασίλω ήταν η δεύτερη γυναίκα του Γιώργη Στάικου (από τον πρώτο του γάμο με την Πηνελόπη Ιωάν. Ρούσσου -πέθανε πολύ νέα- απέκτησε δύο αγόρια και μια κόρη, την Παναγιώτα.
Από τον δεύτερο γάμο του με την Βασίλω γεννήθηκαν η Γεωργία, η Μαρία, η Κωνσταντίνα και το βρέφος που είχε το φρικτό αυτό τέλος στο Φενεό.
Οι 4 κόρες της Βασίλως λένε οι συνομιλητές μου ήταν σαν τις Χάριτες των ζωγραφικών πινάκων, λεπτόσωμες, σχεδόν ξανθιές, χαρούμενα πλάσματα σαν τα κρύα νερά.
Την ήμερα της εκτελέσεως ή την προηγούμενη ένας αντάρτης ζήτησε την 17χρονη Παναγιώτα να την πάρει μαζί του.
Δεν έγιναν γνωστές οι προθέσεις του.
Η Παναγιώτα και η μητρυιά της απέρριψαν την πρόταση.
Τότε ο αντάρτης θύμωσε και πήρε τη Βασίλω με τις 4 κόρες της, ηλικίας 11-17 ετών και τις έβαλε στην ομάδα για το βάραθρο.
Εκεί έδεσαν την Παναγιώτα με τη Βασίλω με ένα σύρμα και τις έριξαν στο χάσμα της γης μαζί με τα τρία μικρότερα κορίτσια.
Η πληροφορία επιβεβαιώθηκε το Μάρτιο του 1945 κατά την μερική εκκένωση του βαράθρου, καθώς ανασύρθηκε το πτώμα γυναίκας δεμένο με σύρμα με το πτώμα ενός κοριτσιού.
(Πηγή: Ελληνική Ιστορία 1940 -49)
ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΥΛΑ ΜΠΑΡΛΑ
«…Στις 23 Ιουνίου ένα μπουλούκι ΕΑΜ – ΕΛΑΣίτες ανεβαίνει στα μαντριά των αδερφών Μπάρλα κι αρχίζει τη λεηλασία.
Παίρνουν πεντακόσια γιδοπρόβατα, φορτώνουν τυριά, βούτυρα, στάρια, ρουχισμό και τσίγκους ακόμη που βρήκαν κι έφυγαν.
Μουδιασμένοι, αμίλητοι, παγωμένοι, παρακολουθούν οι ρακένδυτοι απλοί άνθρωποι της βιοπάλης τους ανθρώπους που φόραγαν τις μουτσούνες του λευτερωτή, που τους ρήμαξαν και τους άφησαν την απελπισία και την απόγνωση.
Είναι τα λύτρα της τόλμης του Αποστόλη που κατάφερε να γλυτώσει από τη σφαγή.
Κι ενώ πίστεψαν οι άμοιροι πως τέλειωσε η εχθρική τους διάθεση με την αντιπατριωτική τους συμπεριφορά στις 29 Ιουνίου ξαναχτύπησαν.
Βρήκαν την Παρασκευούλα τη γυναίκα του Αγγελή Μπάρλα με το αβάφτιστο μωρό της και τους ξεσήκωσαν.
Με φανερή την τρομάρα η γυναίκα της στάνης η απλή μητέρα της λαγκαδιάς, οδηγείται στη Φρουσούνα, στου Τάτσι, τη Σκοτεινή, τη Λαύκα, τη Γκιόζα και κλείνεται στο μοναστήρι τ’ Άι – Γιώργη κρατούμενη.
Σ’ όλη τη διαδρομή η χωριατοπούλα με την αθώα βουνίσια ψυχή με το λυγερό κι ανάλαφρο κορμί της που δεν λογάριαζε αποστάσεις, ζει την αυταρχικότητα και την εχθρική συμπεριφορά.
Αισθάνεται ψυχικό πόνο και στο κορμί της να χύνονται ατέλειωτοι καταρράκτες, σαν τους ακούει να μιλάνε για βασανισμούς και φόνους.
Νιώθει να βαθιωριζώνει η ταπείνωση κι η αποκτήνωση.
Η παραμονή της στο στρατόπεδο της μονής είναι γεμάτη πικρές μέρες κι ώρες ζόφου, αλληλοσπαραγμού και τρόμου.
Ζει σε μια ατμόσφαιρα φρικιαστικών μαρτυρίων και δολοφονιών.
Τους βλέπει που στρέφονται ενάντια στον συμπατριώτη αδερφό, στην πατρίδα, στο θεό και περιμένει την οργή που θα ξεσπάσει πάνω τους.
Η ελπίδα της ζωής που κρυβόταν μέσα της, κάθε μέρα μικραίνει από το καθημερινό κακό.
Η μικρομάνα με τις κτηνοτροφικές δουλειές χωμένη στα ολόπικρα βάσανα με τα φαρμακερά λόγια της ΚΚΕδικης κόλασης κάνει το μεγάλο αγώνα να θρέψει το μωράκι της.
Έφυγε το γέλιο της, η ζωή της.
Την τσακίζει η αγωνία που δεν φαίνεται πουθενά η ελπίδα ζωής.
Βλέπει το μαχαίρι του θανάτου χειροπιαστό πάνω στο παιδί της και νιώθει τα χτυπήματα της καρδιάς της κάθε μέρα να χτυπάνε για στερνή φορά.
Η αταίριαστη αυτή συμπεριφορά των αδερφοκτόνων την βαλαντώνει.
Ο θάνατος που ‘πεφτε πάνω στους αγνούς βιοπαλαιστές που χωρίς οίκτο τους ρίχνουν στο θυσιαστήριο με αιμοβόρα μανία, τη γεμίζει δάκρυα και λυγμούς με το βαρύ πόνο της αδικίας.
Ο γνωστός τσοπάνης Σαρανταυγάς που βρήκε τρόπο και το ‘σκασε από το μοναστήρι που ‘ταν κρατούμενος, είπε ότι την παραμονή της σφαγής της, ο ηγούμενος της μονής της είπε ιδιαίτερα, εμπιστευτικά να βαφτίσει το παιδί της, πως οι ώρες είναι κρίσιμες και κανείς δεν ξέρει αν θα ζήσει και πόσο.
Κι η Παρασκευούλα με ματωμένη την ψυχή άκουσε τα πατρικά λόγια και χωρίς καθυστέρηση έκανε το μυστήριο, χωρίς τον άντρα, χωρίς τους δικούς, χωρίς τραγούδια και χαρές.
Την άλλη μέρα τη φώναξαν αργά το βράδυ να ‘τοιμαστεί για κείνο το χωρίς γυρισμό ταξίδι για την ταξιαρχία.
Με πρόσωπο, χλωμό, κερωμένο, άκουσε πως ήρθε κι η δική της η σειρά και μούδιασε.
Μια μεγάλη πέτρα πλάκωσε τα στήθια της κι ακούει την καρδιά της να πηγαίνει να σπάσει.
Μέσα στην ταραχή και την αναστάτωση που την συγκλονίζει, αγωνίζεται να βρει δύναμη να πλύνει και να νεκροντύσει το σπλάχνο της.
Το αγκαλιάζει, το φιλεί τρυφερά, ακουμπάει τα μάγουλά της στο πρόσωπο του μωρού κι αφήνει τα δάκρυά της να κυλάνε.
Η αγνή τσοπανούλα δένει τη νάκα (δερμάτινη κούνια και μέσον μεταφοράς) με το μωρό της στη μέση της, στα στήθια της, και μπαίνει στην μακρόσυρτη ανθρώπινη φάλαγγα των μελλοθάνατων.
Βαδίζει στ’ άγνωστα σκοτάδια με έκφραση βαριά κι όψη θλιμμένη.
Σέρνει το κορμί της στους τάφους.
Με πληγωμένα τα σωθικά της ανεβαίνει την απότομη πλαγιά να συναντήσει τη φρικτή τραγωδία στο βάραθρο.
Πάνω στο μικρό λόφο έχει στηθεί το σκηνικό του θανάτου.
Είναι ο τόπος του μαρτυρίου με το αλυσοδεμένο ανθρώπινο καραβάνι που τρέφει το δέντρο του διχασμού.
Η μικρομάνα παραμένει σύμβολο αρετής, φύλακας άγρυπνος της αφοσιωμένης μητέρας και δεν επιτρέπει τη σφαγή του παιδιού της.
Οι στιγμές της ζωής τελειώνουν.
Ο ουρανός στέκεται πάνω από τους μελλοθάνατους και παρακολουθεί το χαλασμό.
Το αίμα κι οι βόγγοι κυλάνε στο απύθμενο βάραθρο.
Το βουνό που κρύβει τ’ άψυχα κορμιά στους κόρφους του, βαστάει την ανάσα του κι αφουγκράζεται το δράμα.
Τα χαμόκλαδα και τα ελάτια μένουν βουβά στην τρομαγμένη ερημιά που την περιζώνει ο χάρος.
Κι όταν ήρθαν οι λεύτερες μέρες κι οι συγγενείς των σφαγμένων έστησαν τις τροχαλίες κι έβγαζαν τα σαπουνοποιημένα πτώματα από το Βάραθρο στο Κακοβούνι, ανέβασαν την Παρασκευούλα του Αγγελή του Μπάρλα πάνω στη γη με τη νάκα πάνω της.
Τρανή βεβαίωση της βοσκοπούλας μάνας που δεν άφησε να μακελέψουν το μωρό της κι αγωνίστηκε να το προστατέψει και μέσα στον Άδη…»
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΑΓΩΝΕΣ ΚΑΙ ΝΕΚΡΟΙ ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ 1941-1944 ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΟΜΟ ΠΟΥ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ ΤΟΥΣ ΝΟΜΟΥΣ ΑΧΑΙΑΣ ΚΑΙ ΗΛΕΙΑΣ.
ΙΟΥΛΙΟΣ 1944 ΦΕΝΕΟΣ – ΞΕΚΛΗΡΙΣΜΑ ΤΗΣ 7μελους ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΑΝΑΜΑΝΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΛΑΣΙΤΕΣ.
1943 -1944 ΦΟΝΕΥΘΕΝΤΕΣ ΥΠΟ ΤΩΝ ΕΛΑΣΙΤΩΝ ΣΤΑ ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ – ΦΕΝΕΟ ΞΕΚΛΗΡΙΣΜΑ 4μελους ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΤΕΚΝΩΝ 6 και 4 Ετών.
ΣΥΓΚΡΙΝΕΤΕ ΑΥΤΟ ΜΕ ΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ ΕΜΠΡΟΣ ΑΡ 22) ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΥΡΣΗ ΤΩΝ ΠΤΩΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΕΝΑ ΧΡΟΝΟ ΜΕΤΑ.
1943-1944 ΦΟΝΕΥΘΕΝΤΕΣ ΥΠΟ ΤΩΝ ΕΛΑΣΙΤΩΝ, ΑΙΓΙΑΛΙΑ – ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ – ΦΕΝΕΟ ΞΕΚΛΗΡΙΣΜΑ 4μελους ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΤΕΚΝΩΝ 14 ΚΑΙ 11 Ετών.
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΜΠΡΟΣ 10-6-1945
Βάραθρο Φενεού, Ανάσυρση πτωμάτων ένα χρόνο μετά.
Αρ.16) 15χρονο παιδάκι.
Αρ. 22) και συγκρίνετε με τη σελίδα του βιβλίου 110 παραπάνω 6χρονο και 7χρονο αγγελούδι μαζί με τη μητέρα τους.
Αρ. 41) ακόμα και δυο μηνών αγγελούδι ανασύρθηκε νεκρό από την τρύπα!
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΜΠΡΟΣ 13-6-1945
ΦΕΝΕΟΣ, ΣΕ 400 ΥΠΟΛΟΓΙΖΟΝΤΑΙ ΤΑ ΘΥΜΑΤΑ ΕΝΑΜΙΣΗ ΜΗΝΑ ΜΟΝΟ – ΞΕΚΛHΡIΣΑΝ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΗΣ, ΒΙΑΣΑΝ ΤΗΝ ΑΔΕΡΦΗ ΤΗΣ, ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΧΕ ΑΔΕΡΦΟ ΑΕΡΟΠΟΡΟ ΣΤΟ ΚΑΪΡΟ ΚΙ ΑΥΤΟ ΚΑΤΑ ΤΗ ΓΝΩΜΗ ΚΑΠΟΙΩΝ ΗΤΑΝ ΕΓΚΛΗΜΑ. ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΠΟΥ ΕΧΑΣΕ, ΓΙΑ ΤΟ ΑΓΓΕΛΟΥΔΙ ΠΟΥ ΒΙΑΣΑΝ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΠΟΥ ΕΧΑΣΕ Ο ΧΑΡΟΚΑΜΕΝΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ.
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΜΠΡΟΣ 12-6-1945 και ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΜΠΡΟΣ 6-194.
Πηγή: Επίλεκτα