Οι εκκλησιαστικές κακοδοξίες του ζηλωτικού Παλαιοημερολογιστιμού

Ο π. Νικόλαος δεν δημοσίευσε στο περιοδικό του, όπως είχε χρέος, το άρθρο

μας «Αντιπατερική η στάση του ζηλωτικού Παλαιοημερολογιτισμού», δια του

οποίου απαντούσαμε, στα όσα είχε γράψει κατά της Ιεράς Μονής Οσίου

Γρηγορίου και της Εκκλησίας γενικώτερα. Αντιθέτως, έγραψε νέο εναντίον μας

τελείως συκοφαντικό άρθρο 72 σελίδων1, το οποίο περιέχει ακόμη και

κακόδοξες απόψεις. Ο π. Νικόλαος προσπαθεί και πάλι να αποδείξη αφ’ ενός,

ότι οι σημερινοί επίσκοποι της Εκκλησίας είναι χειρότεροι από τους ¶ρειο,

Νεστόριο η Διόσκορο και αφ’ ετέρου, ότι πρέπει να αποτειχισθούμε από

αυτούς βάσει της πατερικής διδασκαλίας και πράξεως. Προκειμένου μάλιστα να

υποστηρίξη τις δύο αυτές εντελώς εσφαλμένες θέσεις του, διέπραξε μία

πρωτοφανή παραποίησι των ιερών κειμένων, αν και «ουχ αρμόζει ορθοδόξοις

ούτω περικεκομμένας τας των αγίων πατέρων φωνάς παρεκβάλλειν· αιρετικών δε

μάλλον ίδιον τούτο καθέστηκε»2.

Απαντούμε κατ’ ανάγκη, με την ευλογία του σεβαστού γέροντός μας πατρός

Γεωργίου, επειδή δεν είναι σωστό «προς τας διαβολάς αποσιωπάν, ουχ ίνα δια

της αντιλογίας ημάς αυτούς εκδικώμεν, αλλ ίνα μη συγχωρήσωμεν ευοδωθήναι

τω ψεύδει και τους ηπατημένους μη εναφώμεν τη βλάβη»3. Είναι τόσο άδικο να

παρασύρωνται απλοί, αλλά εξαίρετοι και υποδειγματικοί Χριστιανοί από

τέτοια κακόδοξα ζηλωτικά κείμενα. «Ου γαρ νικήσαι ζητούμεν, αλλά

προσλαβείν αδελφούς ων τω χωρισμώ σπαρασσόμεθα»4. (Η απάντησίς μας

αναφέρεται στο πλήρες άρθρο του: "¶γιοι Κολλυβάδες", τεύχος 28).

 

 

Α. Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΙΣ ΤΟΥ

 

1. Ο Οικουμενισμός (Οικουμενική Κίνησις) κατά τον περασμένο αιώνα

 

Ο Οικουμενισμός γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στους κόλπους του

Προτεσταντισμού με τελικό σκοπό την ενοποίησί του. Σπονδυλική στήλη του

προτεσταντικού Οικουμενισμού είναι η αιρετική "θεωρία των κλάδων".

Αιρετικός είναι και ο παπικός Οικουμενισμός, όπως εκφράζεται στο "Διάταγμα

περί Οικουμενισμού", ο οποίος συναγωνίζεται σε ασέβεια την "θεωρία των

κλάδων".

Η Ορθοδοξία κατά τον παρελθόντα αιώνα συμμετείχε στην εν γένει Οικουμενική

Κίνησι. Κατά κανόνα οι Ορθόδοξοι που συμμετείχαν σ αυτήν, εξέφραζαν την

άποψί τους ως άποψι της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας,

δηλαδή της μοναδικής Εκκλησίας του Χριστού. Δυστυχώς σε πολλές περιπτώσεις

η συμμετοχή των Ορθοδόξων στην Οικουμενική Κίνησι δεν εξέφραζε το Ορθόδοξο

φρόνημα και παρουσιάσθηκε μεγάλος κίνδυνος να εισαχθούν οι κακοδοξίες του

Δυτικού Οικουμενισμού εντός των πλαισίων της Ορθοδοξίας. Η εκτροπή

ορισμένων Ορθοδόξων Οικουμενιστών εκδηλώθηκε με απόψεις που φανέρωναν

δογματικό μινιμαλισμό ή συγκρητισμό, με αντικανονικές ενέργειες που

παραβίαζαν την Ορθόδοξο Ακρίβεια και με προσπάθειες συμβιβαστικών ενώσεων

με τους ετεροδόξους.

Δηλώσεις περί "αδελφών Εκκλησιών", περί "δύο πνευμόνων", περί "Εκκλησίας

του Χριστού εν τω συνόλω της" ή "εκτός των δικών μας (Ορθοδόξων) ορίων",

περί "νομίμων θεολογικών εξελίξεων στην Ανατολή και την Δύσι", περί

"ναρκισσευομένης Ορθοδοξίας" απογοήτευσαν κάθε Ορθόδοξο ψυχή. Μεταδόσεις

μυστηρίων σε ετεροδόξους, συμπροσευχές μαζί τους και άκρατες φιλενωτικές

προσπάθειες χαρακτηρίσθηκαν δίκαια ως απαράδεκτες και η διολίσθησίς τους

σε διαρκώς πιο αντιευαγγελικές και αντιπαραδοσιακές ενέργειες ώθησαν τους

Ορθοδόξους να κορυφώσουν κατά την τελευταία δεκαετία τις αντιδράσεις τους

εναντίον της εν γένει Οικουμενικής Κινήσεως και του Π.Σ.Ε.

Ήδη τρεις Ορθόδοξες Εκκλησίες έχουν αποχωρήσει εντελώς από τους Διαλόγους,

άλλες συμμετέχουν απλά ως παρατηρηταί, σε άλλες οι αντιδράσεις κατά της

συμμετοχής στο Π.Σ.Ε είναι πολύ απειλητικές και γενικά, κατά τον

Οικουμενικό πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο, επικρατεί βαρύς χειμών «τη καθόλου

Οικουμενική Κινήσει»5. Στην "Διορθόδοξο Συνάντησι" της Θεσσαλονίκης6

(Μάιος 1998) ωμολογήθηκε, ότι το χάσμα μεταξύ Ορθοδόξων και Προτεσταντών

γίνεται διαρκώς μεγαλύτερο, και ελήφθησαν σημαντικές αποφάσεις, οι οποίες

έσεισαν το Π.Σ.Ε. και απέδειξαν, ότι η προώθησις της χριστιανικής ενότητος

καρκινοβατεί. Λίγους μήνες αργότερα, κατά την Η΄ Συνέλευσι του Π.Σ.Ε στην

Ζιμπάμπουε, η Ορθόδοξος συμμετοχή ήταν υπερβολικά μειωμένη7, ενώ οι

αντιπαραθέσεις Ορθοδόξων και Προτεσταντών ήταν πολλές και οξύτατες.

Η συμφωνία του Μπάλαμαντ δεν γίνεται αποδεκτή όχι μόνο από τις Ορθόδοξες

Εκκλησίες αλλά ούτε πλέον από τους ίδιους τους Ορθοδόξους που την

υπέγραψαν! Κατά την τελευταία συνάντησι της μικτής Επιτροπής Διαλόγου

Ορθοδόξων - Παπικών στην Βαλτιμόρη (Ιούλιος 2000), οι Παπικοί, κατόπιν

εντολής του πάπα, δεν αποδέχθηκαν την κατάργησι της Ουνίας, καθώς

απαιτούσαν οι Ορθόδοξοι. Έτσι, οι Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι δήλωσαν, ότι

θεωρούν τα εν Μπάλαμαντ γενόμενα βήματα υποχωρητικότητος έναντι των

Ουνιτών «ως μη γενόμενα» και επιστρέφουν και πάλι «εις μηδενικήν βάσιν»

επί του θέματος της Ουνίας! Κατέκριναν την παρέμβασι του πάπα στον Διάλογο

ως απαράδεκτη, καθώς και τους Παπικούς, επειδή εμπαίζουν τους Ορθοδόξους.

Συνεπώς ο Διάλογος κατέληξε σε «ουσιαστικό ναυάγιο»8, καθώς οι Ορθόδοξες

Εκκλησίες δεν δέχονται να συζητηθή κανένα θεολογικό θέμα με τους Παπικούς

προ της οριστικής καταδίκης της Ουνίας και από τις δύο πλευρές.

¶λλα και οι "Κοινές Δηλώσεις", καθώς και το προσχέδιο συμφωνίας στην

Αντιόχεια μεταξύ Ορθοδόξων - Αντιχαλκηδονίων κατακρίθηκαν από πολλούς

Ορθοδόξους, με αποτέλεσμα να θεωρήται ουτοπία η ένωσις με τους

Αντιχαλκηδονίους, αν δεν αποδεχθούν όλες τις Οικουμενικές συνόδους.

Ευχόμαστε οι αντιδράσεις να συνεχισθούν, ούτως ώστε και οι "Κοινές

Δηλώσεις" να καταδικασθούν οριστικά και η παροχή μυστηρίων ή η από κοινού

τέλεσις ορισμένων μυστηρίων (όχι θεία λειτουργία) που έχουν συμφωνηθή στην

Αντιόχεια (και τα οποία, απ ό,τι γνωρίζουμε, εφαρμόζονται πολύ

περιορισμένα) να εξαλειφθούν. Πολύ περισσότερο να μη αποτολμηθή κάποια

συμβιβαστική ένωσις, η οποία αναμφίβολα θα διχάση την Ορθόδοξο Εκκλησία.

¶λλωστε οι ενωτικές προσπάθειες του κ΄ αιώνος όχι μόνο δεν επέφεραν την

επιστροφή των ετεροδόξων στην Μια Εκκλησία, αλλά αντιθέτως διέσπασαν και

την Ορθοδοξία, γεγονός που αποδεικνύει την πλήρη αποτυχία τους. Ελπίζουμε

δε, ότι ο ευσεβής κλήρος και λαός των Τοπικών Εκκλησιών θα εντείνη τον

αγώνα του, προκειμένου να καταστείλη ολοκληρωτικά κάθε οικουμενιστική

ενέργεια, αλλά και κάθε απαράδεκτη η διπλωματική δήλωσι των Οικουμενιστών,

η οποία προσβάλλει την Ορθόδοξο ευαισθησία του και ταπεινώνει με ανάρμοστο

τρόπο την Ορθόδοξο συνείδησί του.

Στο προηγούμενο άρθρο μας αναφέραμε, ότι οι ανωτέρω σποραδικές, ανεπίσημες

και άνευ συνοδικών αναγνωρίσεων απαράδεκτες ενέργειες η απόψεις

μεμονωμένων Οικουμενιστών δεν συνιστούν επίσημη διακήρυξι αιρέσεως, εφόσον

δηλαδή δεν έχουν παγιωθή η εγκριθή από τις Ορθόδοξες Εκκλησίες. Την άποψί

μας αυτή αποδέχονται πλήρως ακόμη και ολόκληρη παλαιοημερολογιτική

παράταξις, οι οποίοι λέγουν:

«Πρωτίστως δεν είναι ορθόν, αλλ’ ούτε και δίκαιον, να χαρακτηρίζεται και

θεωρήται μία Τοπική Εκκλησία συνολικώς ως οικουμενιστική, επειδή ένας

αριθμός, ενίοτε μάλιστα μικρός, κληρικών της είναι όντως Οικουμενισταί:

αυτοί βεβαίως δεν ταυτίζονται με την τοπικήν Εκκλησίαν. Αι Τοπικαί

Ορθόδοξοι Εκκλησίαι σήμερον είναι κατά βάθος αντι-οικουμενιστικαί· η

αδράνεια της σιωπώσης πλειοψηφίας δεν σημαίνει οπωσδήποτε συμφωνίαν και

επιδοκιμασίαν των οικουμενιστικών πράξεων και διδασκαλιών. Δεν θα πρέπει

να λησμονήται, ότι καμμία Τοπική Εκκλησία δεν εκήρυξε συνοδικώς το κύριον

δόγμα του Οικουμενισμού ως πιστευτέαν και αναγκαίαν δια την σωτηρίαν

διδασκαλίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας· αλλ’ ούτε και πανορθοδόξως διεκηρύχθη

ποτέ τούτο»9. Μετά από αυτή την ομολογία «τι έτι χρείαν έχομεν

μαρτύρων;»10

Κατά συνέπεια θεωρούμε ότι, εφόσον δεν έχει πραγματοποιηθή ένωσις με

αιρετικούς ούτε οποιαδήποτε επίσημη διακήρυξις αιρέσεως, δεν υφίσταται

λόγος διακοπής εκκλησιαστικής κοινωνίας. Θεωρούμε επίσης ως εσφαλμένη την

πράξι αυτή από ορισμένους και ιδίως την προσχώρησί τους σε ζηλωτικές

ομάδες, οι οποίες υφίστανται τελείως αντικανονικά από το 1924. ¶λλωστε και

οι Πατέρες, όταν παρουσιάσθηκε ανάγκη εφαρμογής της διακοπής επικοινωνίας

(λόγω π.χ. της ενώσεως με τους Λατίνους το 1274), δεν προσχώρησαν στις

τότε υπάρχουσες παρεκκλησιαστικές ζηλωτικές ομάδες (Αρσενιάτας), ούτε

ίδρυσαν "Εκκλησίες Γ.Ο.Χ.". Αντιθέτως, συνέχισαν να έχουν εκκλησιαστική

κοινωνία με τους Ορθοδόξους των υπολοίπων Εκκλησιών και αγωνίσθηκαν μέχρι

θανάτου υπέρ της διασφαλίσεως των Ορθοδόξων δογμάτων.

Ο κατατεμαχισμός μάλιστα των Ζηλωτών μας καθιστά πάρα πολύ επιφυλακτικούς

στην εφαρμογή της διακοπής της εκκλησιαστικής κοινωνίας. Μας προτρέπει

επίσης να εξαντλήσουμε κάθε όριο πατερικά τεκμηριωμένης και νομίμου

εκκλησιαστικής Οικονομίας, δεδομένου ότι και οι ασυγκράτητοι Φιλενωτικοί

ενδέχεται να κατανοήσουν το ασύμφορο και αδύνατο των επιδιώξεών τους.

 

2. Η στάσις των αγίων Πατέρων έναντι των "Οικουμενιστών" (Ενωτικών,

Λατινοφρόνων)

 

Οι εκτροπές των Οικουμενιστών που προαναφέραμε δεν είναι φυσικά κάτι το

καινοφανές στην Ιστορία της Εκκλησίας. Μερικές μάλιστα συνέβαιναν

παλαιότερα σε πολύ χειρότερο βαθμό. Κατά συνέπεια, πρότυπό μας για την

αντιμετώπισί τους αποτελεί η σχετική διδασκαλία και πράξις των αγίων

Πατέρων, που έζησαν παρόμοιες καταστάσεις και ιδίως των Πατέρων της β΄

χιλιετίας.

1. Κατά το α΄ ήμισυ της β΄ χιλιετίας οι Λατινόφρονες Ενωτικοί αγωνίζονται

«πάση θυσία»11, όπως λέγει ο Ζηλωτής θεολόγος π. Θεοδώρητος, να επιτύχουν

την ένωσι με τους Λατίνους. Υποστηρίζουν μάλιστα (τέλος ιβ΄ αιώνος), ότι

οι Ορθόδοξοι δεν έπραξαν «καλώς»12 που αποσχίσθηκαν από τους Λατίνους προ

της καταδίκης τους. Παρά ταύτα, οι μεγάλοι Πατέρες καθώρισαν με την

διδασκαλία και το παράδειγμά τους ως όρο διακοπής εκκλησιαστικής κοινωνίας

την ένωσι με τους αιρετικούς και όχι την ύπαρξι Ενωτικών και Λατινοφρόνων

(έναντι των οποίων αγωνίσθηκαν φυσικά με ακατάβλητο ηρωισμό) η τις

κινήσεις προς ένωσι και τους Διαλόγους. Συγκεκριμένα:

α. Κατά το 1273 ο βασιλεύς Μιχαήλ ο Παλαιολόγος ζήτησε την γνώμη των

Αγιορειτών Πατέρων13 για τις ενωτικές του πρωτοβουλίες και τον φιλοπαπικό

"Τόμο πίστεως", που είχε συντάξει με Λατινόφρονας κληρικούς14. Οι

Αγιορείται Πατέρες δι’ επιστολής τους τον προέτρεψαν τότε να μη

πραγματοποιήση ένωσι με τους αμετανοήτους Λατίνους, διότι διαφορετικά θα

διακόψουν την εκκλησιαστική κοινωνία15 με όσους την αποδεχθούν. Οι Πατέρες

όμως δεν διέκοψαν την επικοινωνία με τους Λατινόφρονας προ της ενώσεως με

τους Λατίνους (1274), γεγονός που ελέγχει ως τελείως αντιπατερική και

αυθαίρετη την στάσι των σημερινών Ζηλωτών.

Ο π. Νικόλαος απέφυγε να αναφέρη στην διήγησί του την ένωσι με τους

Λατίνους. Έτσι όμως δεν έγινε κατανοητό, ότι ο λόγος διακοπής της

κοινωνίας ήταν η ένωσις και όχι απλά η ύπαρξις των Λατινοφρόνων! Δεν

διευκρίνησε επίσης το εξής: Οι Πατέρες δεν επικαλούνται τον ιε΄ κανόνα της

Α΄ και Β΄ συνόδου για να απειλήσουν τους Λατινόφρονας, ότι θα διακόψουν

προ συνοδικής κρίσεως την εκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους (όπως δυστυχώς

αφήνει να εννοηθή η όπως παραπλανητικά λέγουν άλλοι Ζηλωταί και μάλιστα

Αγιορείται16), αλλά για να δικαιολογήσουν ότι «δικαίως και κανονικώς

εξεκόπημεν»17 από τους Λατίνους «προ του καταδικασθήναι»18 αυτούς.

β. Αλλά και ο ιερός Βρυέννιος δεν διέκοψε την επικοινωνία με τους

Φιλενωτικούς της εποχής του. Έκανε μάλιστα Διαλόγους με Παπικούς και

αγωνίσθηκε να μη υποταχθή η Ορθοδοξία. Το διορατικό μάτι του Βρυεννίου

διέκρινε, ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία επρόκειτο να υποστή ανυπολόγιστη

συμφορά. Επειδή υποψιαζόταν, ότι η «απειρία»19 αυτών που επιθυμούσαν την

ένωσι θα ωδηγούσε στην πραγματοποίησι της «επαράτου συγκαταβάσεως»20

(ένωσι με τους Παπικούς χωρίς να αποβάλλουν το filioque και τις άλλες

καινοτομίες τους) κατέκρινε δρυμύτατα (1419) τον "οικουμενιστικό" αυτό

τρόπο ενώσεως και όσους τον προωθούσαν21.

Ο ιερός Ιωσήφ είχε αποσταλεί επίσης ως αρχηγός αποστολής στην Κύπρο (1406)

από την σύνοδο του πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ματθαίου για την

πραγματοποίησι της επιστροφής της υποταγμένης στους Λατίνους Εκκλησίας της

Κύπρου με την Ορθόδοξο Εκκλησία. Ο Βρυέννιος πήγε στην Κύπρο, αλλά δεν

υπήκουσε στις απαράδεκτες εντολές της συνόδου να έλθη σε κοινωνία με τον

κλήρο της νήσου και να διευθετήση το ζήτημα με «οικονομία»22. Σε ειδική

μελέτη του δε, που εξεφώνησε το 1412 προς την ιερά σύνοδο, επέκρινε όσους

προσπαθούσαν παράλογα να δικαιολογήσουν τους εκτός Εκκλησίας ευρισκομένους

Κυπρίους και επιθυμούσαν την ένωσι μαζί τους23.

Κατά το 1430, έπειτα από αλλεπάλληλες αποστολές πρέσβεων προς τον πάπα και

ανταλλαγές επιστολών (1415-1430) για το ζήτημα της ενώσεως Ορθοδόξων -

Λατίνων, ο βασιλεύς συνεκάλεσε σύσκεψι «εν τη Παλατιανή». Κατά την σύσκεψι

αυτή, στην οποία συμμετείχε ο πατριάρχης και άλλοι επίσημοι κληρικοί και

πολιτικοί, ο Βρυέννιος διεφώνησε με την νέα αποστολή πρέσβεων προς τον

πάπα24. Λίγο αργότερα μάλιστα διηγήθηκε προς τον μέγα εκκλησιάρχη τα εξής

αποκαλυπτικά: «Εγώ αφ ούπερ ήκουσα όσα εν τη Παλατιανή ακήκοα (και επί

τούτοις εκπληκτικόν τι βοήσας και την χείρα κατά το στόμα θέμενος) έκτοτε

έγνων, έφην, ως ουδέν τι αγαθόν ενταύθα γενήσεται· αντέστην γαρ είπε προς

εκείνο το βούλευμα, καθώς ηδυνάμην»25. Δυστυχώς οι αποστολές πρέσβεων

συνεχίσθηκαν, όχι μόνο προς τον πάπα, αλλά και προς την αντίθετη προς

αυτόν σύνοδο των Λατίνων επισκόπων της Βασιλείας26.

γ. Η μελλοντική ενωτική σύνοδος σε Ιταλικό έδαφος προετοιμαζόταν υπό

απαράδεκτες προϋποθέσεις. Ο αυτοκράτωρ έπειτα από απαίτησι του παπικού

αντιπροσώπου έπεισε τους πατριάρχας της Ανατολής να μη απαιτήσουν από τους

τοποτηρητάς τους να αποδεχθούν μία ένωσι σύμφωνη με «τας παραδόσεις των

αγίων Οικουμενικών συνόδων και των διδασκάλων της Εκκλησίας»27, αλλά

αντιθέτως οποιαδήποτε μορφή ενώσεως θα αποφασιζόταν κατά την ενωτική

σύνοδο! Σε κοινές δε συνεδρίες των επισημοτέρων κληρικών και πολιτικών της

επικρατείας (1436) υποστηρίχθηκε και η συμβατική ένωσις, δηλαδή η κατ’

οικονομία αναγνώρισις των αιρέσεων της Ρώμης, χωρίς όμως υποχρεωτικό

χαρακτήρα για την Ορθοδοξία28, ενώ ο βασιλεύς φρόντιζε να αποκλείη την

συμμετοχή των εχθρών των λατινικών καινοτομιών από την σύνοδο29. Ο

Ορθόδοξος λαός και οι περισσότεροι επίσκοποι διέβλεπον την αποτυχία της

συνόδου και τον μεγάλο κίνδυνο που απειλούσε την Ορθοδοξία, απέκρουον με

επιμονή την συμμετοχή στην ενωτική σύνοδο των Λατίνων και αποδοκίμαζαν την

σχεδιαζομένη ένωσι30. Οι Αγιορείται αρνήθηκαν να παράσχουν ουσιαστική

βοήθεια31 και ο άστατος, φιλόδοξος και τελείως ανίκανος πατριάρχης Ιωσήφ

απειλούσε με σφοδρότητα όσους δεν ήθελαν να τον ακολουθήσουν, ενώ δεν

έκανε καμμία σχετική προετοιμασία με τους επισκόπους32.

Παρά ταύτα ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός (διάδοχος του σοφού Βρυεννίου),

επειδή γνώριζε πολύ καλά το νόημα του ιε΄ κανόνος της Α΄ και Β΄ συνόδου,

δεν διέκοψε την εκκλησιαστική κοινωνία με τους Ενωτικούς. Ανεχώρησε μαζί

τους, καθώς και με τον «προδιεφθαρμένον»33 πατριάρχη για την Ιταλία και

έκανε Διάλογο με τους Λατίνους, τους οποίους παρεκάλεσε: «Προσλάβησθε

αδελφούς σπαρασσομένους»34 (οι αιρετικοί Λατίνοι θα προσελάμβαναν τους

Ορθοδόξους!) Ο ¶γιος αγωνίσθηκε με ακαταμάχητη γενναιότητα για να ματαιώση

την συμβατική ένωσι. Έπειτα όμως από την πραγματοποίησί της (1439)

συνιστούσε στους Ορθοδόξους: «Δει γαρ παντάπασιν εκείνους (τους

Λατινόφρονας) είναι κεχωρισμένους ημών»35. Η στάσις αυτή του Αγίου έναντι

των Ενωτικών, που υποστήριζαν "οικουμενιστικού" τύπου ένωσι με τους

Λατίνους, αποτελεί αναμφίβολα την μεγίστη καταδίκη των Ζηλωτών και όχι την

δικαίωσί τους, όπως υποστηρίζει ο π. Νικόλαος.

Απόλυτα σύμφωνος είναι ο ¶γιος και με την άποψί μας περί διαφοράς μεταξύ

επισήμου κηρύξεως αιρέσεως και σποραδικής. Σύμφωνα με δικούς του λόγους, ο

¶γιος ζήτησε από τους Λατίνους «εκβληθήναι την προσθήκην εκ του αγίου

συμβόλου ης εκβληθείσης συναπόλοιτο αν και η δόξα (η κακοδοξία του

filioque), και ούτως καλόν αν ην ει ενούμεθα μετά τούτου του τρόπου· ει δε

και υπελείποντό τινες δοξάζοντες ταύτην την δόξαν, τούτο ουδέν αν ην προς

το καθόλου πλήρωμα της Εκκλησίας· μη κηρυττούσης γαρ αυτής αυτήν δια του

συμβόλου, εσβέννυτο αν κατά μικρόν και από της πάντων διανοίας, η και μετ’

ολίγου κόπου η Εκκλησία κατήργει αν αυτήν»36.

δ. Η ένωσις Ορθοδόξων - Λατίνων δεν είχε μεγάλη διάρκεια. Αν και οι

Ανθενωτικοί επεκράτησαν, το 1452 άρχισαν προσπάθειες για νέα ένωσι37. Στις

διαπραγματεύσεις με τους Λατίνους προσκλήθηκε και ο διάδοχος του αγίου

Μάρκου στον ανθενωτικό αγώνα και μετέπειτα πατριάρχης, Γεννάδιος ο

Σχολάριος. Ο ιερός Γεννάδιος είχε προσπαθήσει ποικιλοτρόπως38 να αποτρέψη

την νέα ένωσι με τους Λατίνους, χωρίς όμως να διακόψη την επικοινωνία με

όσους την σχεδίαζαν. Αποδέχθηκε μάλιστα τον Διάλογο με τους Λατίνους και

έκανε σχετικές προτάσεις39. Επειδή όμως αντιλήφθηκε, ότι η ένωσις είχε

αποφασισθή προ του Διαλόγου, αρνήθηκε να συμμετάσχη σ’ αυτόν. Αντιστάθηκε

μάλιστα με σθένος -όπως ο άγιος Μάρκος- στην εφαρμογή της νέας ενώσεως με

τους Λατίνους, που πραγματοποιήθηκε στο τέλος του 1452.

2. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας - Ενετοκρατίας οι ενωτικές

προσπάθειες σχεδόν εξαλείφθηκαν. Οι τότε όμως δυσχερείς περιστάσεις σε

συνδυασμό με την σκληρή Δυτική προπαγάνδα αποδυνάμωσαν σημαντικά τις

αντιστάσεις του υποδούλου Ορθοδόξου κλήρου και λαού, που διατελούσε σε

άκρα αμάθεια και σκότος. Τα γεγονότα της εποχής εκείνης καταδεικνύουν την

άγνοια και την σύγχυσι ορισμένων Ορθοδόξων ως προς τις σχέσεις τους με

τους ετεροδόξους, την αλλοίωσι του εκκλησιαστικού φρονήματός τους και την

απώλεια της Ορθοδόξου ευαισθησίας τους.

Η πάγια τακτική των Ορθοδόξων να λαμβάνουν θεία κοινωνία από τους Λατίνους

και το αντίστροφο -κυρίως στα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου- μαρτυρεί,

ότι είχε χαθή η συνείδησις, ότι η Θεία Ευχαριστία διαστέλλει την Ορθοδοξία

από τα αιρετικά εκκλησιαστικά σχήματα. Παπική σχολή επίσης "μόρφωνε" τους

Αγιορείτας μοναχούς επί επτά έτη, ενώ η Μονή του αγίου Νικολάου στην Θήρα

είχε Ιησουίτας ως εξομολόγους. Οι δε προσφωνήσεις επισκόπων και ηγουμένων

προς τον πάπα υπερβαίνουν τα όρια της λογικής.

Οι εκκλησιαστικοί ηγέται ήταν ακόμη πιο ενδοτικοί στον δυτικό

ιμπεριαλισμό. Ορθόδοξοι επίσκοποι επιτρέπουν στους Παπικούς να λειτουργούν

στους Ορθοδόξους ναούς. Ο Πάρου και Νάξου Ιωσήφ προτρέπει τους αιρετικούς

Καπουτσίνους να εξομολογούν και να διδάσκουν τον Ορθόδοξο λαό (1651)40. Ο

μητροπολίτης Σμύρνης «δίνει την άδεια σε Ιησουίτες να εξομολογούν τους

κληρικούς της επαρχίας του, και οι κληρικοί με την σειρά τους εγκαθιστούν

τους Ιησουίτες μέσα στους ορθοδόξους ναούς να εξομολογούν τον λαό»41. Ο

Αιγίνης Δαμασκηνός (1680) ακολουθεί όμοια τακτική, ενώ άλλος μητροπολίτης

πηγαίνει τακτικά για εξομολόγησι σε Γάλλο Καπουτσίνο.

Κατά τις αρχές του ιθ΄ αιώνος ο Ταλαντίου Νεόφυτος και άλλοι Ορθόδοξοι

απολαμβάνουν τακτικά την διδασκαλία του Προτεστάντου ¶ρτλεϋ μέσα σε

Ορθόδοξο ναό. Ο Νεόφυτος είχε στενές σχέσεις με τους Δυτικούς

ιεραποστόλους, παρευρίσκετο σε κηδείες Προτεσταντών μέσα σε Ορθοδόξους

ναούς42, ενώ λίγο αργότερα εν πλήρη στολή μαζί με Προτεστάντας πάστορας

υποδέχθηκε τον βασιλέα Όθωνα. «Προτεσταντική ακολουθία, Ορθόδοξος Ιεράρχης

και Παπικός βασιλεύς απετέλουν σύνθεσιν, υπενθυμίζουσαν την εξωτερικήν

οικουμενιστικήν ενότητα!»43

Οι μεγάλοι Πατέρες εκείνων των εποχών (Παχώμιος Ρουσάνος, Δοσίθεος

Ιεροσολύμων, Ευγένιος, Χρύσανθος και Κοσμάς οι Αιτωλοί, Μακάριος ο

Πάτμιος, Αθανάσιος ο Πάριος, Νικόδημος ο Αγιορείτης) δεν ίδρυσαν

"Εκκλησίες Γ.Ο.Χ.", επειδή ορισμένοι σύγχρονοί τους δεν διέθεταν Ορθόδοξο

ευαισθησία, συμπροσηύχοντο με αιρετικούς και ανεγνώριζαν έμμεσα ή άμεσα

αυτούς και τα μυστήριά τους, προσβάλλοντας έτσι την εκκλησιολογική,

μυστηριολογική και σωτηριολογική αποκλειστικότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Αντιθέτως, έκαναν υποδειγματικό αγώνα για να μεταδώσουν κάποιο πνευματικό

φως στον Ορθόδοξο λαό και να τον προφυλάξουν από την παπική προπαγάνδα, η

οποία ωργίαζε με σκοπό «το αποπλανάν τους απλουστέρους»44.

Ο ιερός Μακάριος ο Πάτμιος διεκήρυττε με πόνο: «Από τόσας Συνόδους τοπικάς

και οικουμενικάς αφωρίσθησαν και ανεθεματίσθησαν οι Λατίνοι, και ακόμη

αμφιβάλλεις ανίσως και είναι αναθεματισμένοι; Ακόμη δεν το πιστεύεις πως

είναι αιρετικοί;... Και πώς εσύ κρατείς τους Λατίνους δια Ορθοδόξους;...

Ποίον σημείον είδες από αυτόν τον φραρόπαπαν πως δύναται να τελειώση

μυστήριον, και προστρέχεις εις αυτόν και εξομολογήσαι;... Από τον Θεόν τον

ύψιστον, τον παντοδύναμον, χωρίζεσαι την ώραν εκείνην»45.

Ο δε όσιος Αθανάσιος ο Πάριος, όπως και ο όσιος Νικόδημος46, αντιστεκόταν

στους Λατινόφρονας της εποχής του και εδίδασκε: «Τις ουν τους πάντη

αβαπτίστους (Λατίνους) ερεί μη δειν βαπτίζεσθαι, τη καθολική

προσερχομένους Εκκλησία; Ουδείς δήπου νουν και φρενών μη εξεστηκώς Τοι γαρ

ουν βαπτίζονται πανταχού, καν τινες, πάθει μάλλον η και αμαθεία

κινούμενοι, εισέτι και νυν αντιλέγειν εθέλουσι, την φερομένην Διάταξιν

προβάλλοντες, την μύρω δεχομένην τους από Λατίνων επιστρέφοντας»47.

Τους μεγάλους αυτούς Πατέρας έχουμε και εμείς σαν πρότυπα. Επομένως, δεν

είναι δυνατό να υπακούσουμε στην προτροπή του π. Νικολάου και να

ενταχθούμε σε κάποια ζηλωτική ομάδα, διότι μία τέτοια πράξις θα σήμαινε

απάρνησι όλων αυτών των Πατέρων.

 

 

Β. ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΚΟΔΟΞΙΕΣ ΤΩΝ ΖΗΛΩΤΩΝ

 

Δυστυχώς η στάσις των Ζηλωτών δεν είναι μόνο αντιπατερική. Αν και

προβάλλουν τους εαυτούς τους ως υπερμάχους των ιερών κανόνων και των ορθών

εκκλησιολογικών φρονημάτων, παρά ταύτα πολλές κακοδοξίες έχουν αναπτυχθή

στους κόλπους τους.

1. Πρώτη βασική κακοδοξία των Ζηλωτών, είναι η θεωρία, ότι επιτρέπεται η

διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας ακόμη και για μη δογματικούς λόγους.

Η αντιπατερική αυτή θεωρία, που αθετεί την Α΄ και Β΄ σύνοδο του αγίου

Φωτίου (861), ανατινάσσει κυριολεκτικά τα εκκλησιολογικά θεμέλια του

Σώματος του Χριστού και οδηγεί σε καθαρό Προτεσταντισμό: Οι Ζηλωταί

συνεχώς διασπώμενοι ιδρύουν νέες "Εκκλησίες" (παρατάξεις) και χειροτονούν

πλήθος μητροπολιτών, μερικοί από τους οποίους δεν έχουν στην δικαιοδοσία

τους ούτε ένα ιερέα! Επίσης Ζηλωταί κληρικοί και λαϊκοί μεταπηδούν τακτικά

κατά το δοκούν από "Εκκλησία" σε "Εκκλησία", ενώ πολλοί Ζηλωταί έχουν

αποκηρύξει όλες τις ζηλωτικές "Εκκλησίες" και έχουν μείνει τελείως

ακέφαλοι. Οι διασπάσεις μάλιστα είναι τόσο πολλές, ώστε οι Ζηλωταί είναι

κατ’ αναλογία πολύ περισσότερο διασπασμένοι ακόμη και από τους

Προτεστάντες.

Την θεωρία αυτή εφήρμοσε δύο φορές ο Ζηλωτής επίσκοπος Ματθαίος και

απεκήρυξε τους δύο τότε ομόφρονάς του αρχιερείς για επουσιώδη ζητήματα.

Στην συνέχεια, εφόσον είχε μείνει ο "μοναδικός Ορθόδοξος επίσκοπος",

χειροτόνησε μόνος του πολλούς επισκόπους (1948) παραβαίνοντας κάθε ιερό

κανόνα48. Συνεπώς σήμερα οι ματθαιικές ομάδες ενέχονται όχι μόνο για τα

σχίσματά τους, αλλά και για ατελή χειροτονία.

Οι Ζηλωταί φυσικά προσπαθούν να αποδείξουν, ότι το σχίσμα τους με την

Εκκλησία είναι ζήτημα πίστεως, ενώ τα εσωτερικά τους σχίσματα είναι αθώα,

επειδή οφείλονται σε ανθρώπινα πάθη. Η δικαιολογία τους δεν είναι ορθή. Τα

ανθρώπινα πάθη αποτελούν την αφορμή της διασπάσεώς τους, το αίτιο όμως

είναι η αποδοχή του ανωτέρω κακοδόξου φρονήματος. Αλλά και αν δεχθούμε,

ότι μόνο οι ανθρώπινες αδυναμίες οδηγούν τους Ζηλωτάς στην πολυδιάσπασι,

αυτή και μόνη είναι ικανή να τους καταδικάση πλήρως. Κατά τον ιερό

Χρυσόστομο, «ουδέν ούτω παροξύνει τον Θεόν, ως το Εκκλησίαν διαιρεθήναι

Διαμαρτύρομαι, ότι του εις αίρεσιν εμπεσείν το την Εκκλησίαν σχίσαι ουκ

έλαττόν εστι κακόν»49· και μάλιστα -συμπληρώνει ο ¶γιος- αν μεταξύ των

απεσχισμένων υπάρχει η ίδια πίστι. Ισχυρίζονται ότι, μόλις κάποιος

Ορθόδοξος κληρικός κηρύξει αιρετικά δόγματα η κάποια Ορθόδοξος Εκκλησία

διαπράξει κάποια παρανομία, εκπίπτουν αυτομάτως της θείας Χάριτος και

αποκόπτονται από την Εκκλησία. Φυσικά, κατά την Ορθόδοξο διδασκαλία, αυτό

συμβαίνει μόνο κατόπιν συνοδικής εκδικάσεως και κατακρίσεώς τους50, η όταν

μόνοι τους εγκαταλείψουν την Ταμειούχο της θείας Χάριτος Ορθόδοξο

Εκκλησία51.

Βάσει της κακοδόξου αυτής θεωρίας οι Ζηλωταί θεωρούν, ότι οι Εκκλησίες που

άλλαξαν το εορτολόγιο (1923-1924), βρέθηκαν αυτομάτως εκτός Εκκλησίας (και

σωτηρίας), ενώ τα Μυστήριά τους στερήθηκαν της θείας Χάριτος52. ¶λλοι πάλι

θεωρούν, ότι η Εκκλησία της Ελλάδος αποκόπηκε από την Εκκλησία, όταν

καθήρεσε τους πρώτους Ζηλωτάς αρχιερείς (1935)53, ενώ άλλοι, ότι η αποκοπή

συντελέσθηκε προοδευτικά. ¶λλοι μας θεωρούν αιρετικούς και εκτός Εκκλησίας

από το 1920, λόγω της διακηρύξεως της αιρέσεως του Οικουμενισμού. Ο π.

Νικόλαος μάλιστα θεωρεί ακόμη και εμάς τους Αγιορείτας ως εχθρούς του

Θεού, εκτός Εκκλησίας και σωτηρίας!

Η αποδοχή των αλληλοαναιρουμένων αυτών θεωριών οδηγεί τους Ζηλωτάς σε

πέλαγος αντιφάσεων και τραγικό αδιέξοδο. Συγκεκριμένα: Όταν η μεγάλη

παράταξις των Φλωρινιακών Ζηλωτών (διαιρεμένων σήμερα σε επτά παρατάξεις)

έμεινε χωρίς αρχιερέα (1955), έσπευσε να λάβη χειροτονία από την Ρωσική

σύνοδο της Διασποράς54 (1960, 1962). Παραλείποντας τις πολλές

αντικανονικότητες της χειροτονίας τους, αναφέρω μόνο ότι η Ρωσική σύνοδος:

 

α. Είχε ενορίες και με το ιουλιανό και με το νέο ημερολόγιο.

β. Είχε πλήρη εκκλησιαστική κοινωνία με όλες τις Εκκλησίες που

ακολουθούσαν το νέο ημερολόγιο και με όλες τις Εκκλησίες που συμμετείχαν

στην Οικουμενική Κίνησι και ιδίως με τους Αθηναγόρα Κωνσταντινουπόλεως και

Ιάκωβο Αμερικής, τους οποίους οι Ζηλωταί θεωρούν αιρεσιάρχας.

γ. Δεν ήταν άμοιρη συμπροσευχών με αιρετικούς. Αναφέρω ενδεικτικά την

παρουσία (1951) Αγγλικανού αρχιερέως εν πλήρη στολή στο ιερό Βήμα κατά την

χειροτονία του επισκόπου Βιταλίου (τέως προέδρου της συνόδου). Επίσης την

συμμετοχή του επισκόπου Φιλαρέτου σε λιτανεία μαζί με παπικό επίσκοπο και

την τέλεσι παρακλήσεως σε παπικό ναό (δεκαετία του ’60).

Οι Ζηλωταί λοιπόν έλαβαν χειροτονία εν γνώσει τους από "αιρετικούς και

εκτός Εκκλησίας" -κατά τις θεωρίες τους- επισκόπους, η έστω από αυτούς που

επικοινωνούσαν πλήρως επί δεκαετίες με "αιρετικούς". Μάλιστα ο ένας από

τους δύο επισκόπους που τους χειροτόνησαν ακολουθούσε το νέο ημερολόγιο!

Συνεπώς, σύμφωνα με τις κακόδοξες θεωρίες τους περί αυτομάτου αποκοπής από

την Εκκλησία και απωλείας της θείας Χάριτος, όχι μόνο βλασφημούν το ¶γιο

Πνεύμα και τα Μυστήρια της Εκκλησίας μας, αλλά απαρνούνται και την ίδια

τους την χειροτονία, την οποία έλαβαν εσκεμμένα.

Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: Είμαστε η δεν είμαστε (οι Ορθόδοξες Τοπικές

Εκκλησίες) αιρετικοί από το 1920; Αν δεν είμαστε, τότε οι Ζηλωταί οφείλουν

να επιστρέψουν εν μετανοία, διότι οι άγιοι Πατέρες απαγορεύουν αυστηρά τις

αποσχίσεις άνευ δογματικών λόγων. Αν είμαστε, τότε οι Ζηλωταί στερούνται

χειροτονίας, εφόσον καταδέχθηκαν να χειροτονηθούν από "αιρετικούς και

εκτός Εκκλησίας" επισκόπους. Σύμφωνα δε με τον μέγα Βασίλειο, αυτός που

τόλμησε να λάβη εσκεμμένα χειροτονία από τους αιρετικούς, δεν είναι άξιος

να θεωρηθή ποτέ ως Ορθόδοξος επίσκοπος55.

3. ¶λλο πεπλανημένο φρόνημα των Ζηλωτών, το οποίο κηρύσσεται κυρίως στην

πράξι, είναι ότι η διακοπή εκκλησιαστικής κοινωνίας με τους αιρετικούς

εφαρμόζεται μόνο στους αιρετικούς κληρικούς και σ αυτούς όχι πλήρως.

Συνεπώς κατά κανόνα οι Ζηλωταί:

α. Δέχονται τους "αιρετικούς" νεοημερολογίτας λαϊκούς σε συμπροσευχή στην

Εκκλησία και τους παρέχουν θεία Μετάληψι η άλλα Μυστήρια και αντίδωρο.

β. Προσκαλούν τους "αιρετικούς" νεοημερολογίτας βουλευτάς και λοιπούς

επισήμους στις πανηγύρεις η τελετές τους (π.χ. Θεοφάνεια) και

συναγωνίζονται, ποια παράταξις θα τιμηθή από μεγαλύτερο αριθμό "αιρετικών"

επισήμων.

γ. Συμπροσεύχονται και με "αιρετικούς" κληρικούς. Ακόμη και οι Αγιορείται

ακραιφνείς Ζηλωταί δέχονται στις λειτουργίες τους μη Ζηλωτάς "αιρετικούς"

κληρικούς, τους παρέχουν τιμητική θέσι και τους δίνουν αντίδωρο. (Οι

Ζηλωταί κληρικοί συμπροσεύχονται με τους "αιρετικούς" και σε άλλους ναούς,

εκτός από τους δικούς τους. Ο επίσκοπος Γ.Ο.Χ. Θεσσαλονίκης Ευθύμιος π.χ.

συμπροσευχόταν στις 14-9-2000 με "αιρετικούς" νεοημερολογίτας κληρικούς

εντός του ιερού Βήματος του ναού της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα. ¶ραγε θα

τον καθαιρέση η συνοδική του ομάδα, όπως επιβάλλεται από τους ιερούς

κανόνας;)

Επομένως τίθεται πάλι το ερώτημα: Είμαστε αιρετικοί η όχι; Αν είμαστε,

τότε οι Ζηλωταί πρέπει να καταδικάσουν όλες τις ανωτέρω απαράδεκτες

ενέργειες και ιδίως να μη επιτρέπουν σε κανένα "αιρετικό" νεοημερολογίτη

λαϊκό να εισέρχεται σε ναούς τους (πράγμα ασύμφορο φυσικά). Οι Ζηλωταί

βέβαια μπορεί να αντιτάξουν, ότι οι ανωτέρω ενέργειες αποτελούν εφαρμογή

επαινετής "Οικονομίας". Μήπως όμως η εφαρμογή της "Οικονομίας" είναι

αποκλειστικό δικαίωμα των Ζηλωτών και όχι και δικό μας, από τους οποίους

οι Ζηλωταί απαιτούν μόνο την "Ακρίβεια";

4. Ο Οικουμενισμός των Ζηλωτών προεκτείνεται ακόμη περισσότερο. Οι

Ενισταμένοι επικοινωνούν -μέσω της Ρωσικής Διασποράς- με το πατριαρχείο

Σερβίας και επομένως με την καθόλου "αιρετική" Εκκλησία. Προ ετών δε, δύο

επίσκοποι της χρυσοστομικής παρατάξεως επικοινωνούσαν ολοφάνερα επί έτη με

το πατριαρχείο Ιεροσολύμων χωρίς καμμία επίσημη επιτίμησι από τους

ομόφρονάς τους αρχιερείς.

Πολλή συχνή είναι και η εκκλησιαστική κοινωνία μεταξύ κληρικών και λαϊκών

των ζηλωτικών παρατάξεων, αν και αυτές αλληλοκατηγορούνται επίσημα ως

συνονθύλευμα πλανεμένων η ψευδεκκλησίες56, οι οποίες είναι εκτός Εκκλησίας

όπως οι Μονοφυσίται57, Παπικοί, Προτεστάνται ή άλλοι αιρετικοί! Θεωρούν

μάλιστα τους κληρικούς των άλλων παρατάξεων ως ψευδοκληρικούς χωρίς

αποστολική διαδοχή, ιερωσύνη και σωτηρία!

5. Εντελώς απαράδεκτες και "οικουμενιστικές" είναι και οι θεωρίες των

Ενισταμένων, οι οποίοι, για να δικαιολογήσουν την απόσχισί τους από την

πλειονότητα των Ζηλωτών (που αποδέχεται ότι είμαστε εκτός Εκκλησίας),

έπεσαν στο αντίθετο άκρο και υποστηρίζουν, ότι οι Εικονομάχοι προ της Ζ΄

Οικουμενικής (787) συνόδου (καθώς και εμείς που είμαστε ακριβώς (!) όμοιοί

τους) ήταν εντός Εκκλησιας58 και τελούσαν έγκυρα μυστήρια!59 Στηρίζουν την

άποψί τους αυτή στην παρερμηνεία μερικών φράσεων των Πατέρων της συνόδου

αυτής. Αγνοούν όμως, ότι πολλές φορές οι Πατέρες χρησιμοποιούν

καταχρηστικά ορισμένες φράσεις -π.χ. «ένωσις των Εκκλησιών»60 Ορθοδόξων

και Παπικών- χωρίς φυσικά να εννοούν, ότι οι αιρετικοί βρίσκονται εντός

Εκκλησίας ή έχουν έγκυρα μυστήρια. Παραβλέπουν επίσης τελείως τους

αλλεπαλλήλους αναθεματισμούς πολλών Τοπικών συνόδων των Ορθοδόξων

πατριαρχείων (726-769) κατά των Εικονομάχων (το «ανάθεμα»61 αλλοτριώνει

και αποτέμνει της Εκκλησίας) και θεωρούν, ότι οι μη Οικουμενικές αυτές

σύνοδοι δεν απέκοψαν (δήθεν) τους Εικονομάχους από την Εκκλησία!

Το ότι οι Εικονομάχοι προ του 787 ήταν εκτός Εκκλησίας, καθίσταται φανερό

και από την αίτησί τους κατά την Ζ΄ Οικουμενική σύνοδο να ενωθούν «τη αγία

καθολική Εκκλησία», καθώς και από τους λόγους των Πατέρων, π.χ. περί

αποδοχής «των νυνί προσελθόντων τη καθολική Εκκλησία»62. Αλλά και ο άγιος

Μάξιμος δεν αποδεχόταν εγκυρότητα στα μυστήρια των Μονοθελητών κατά το 655

(έπειτα δηλαδή από τις Τοπικές συνόδους της Δύσεως που τους αναθεμάτισαν

και προ της ΣΤ΄ Οικουμενικής): «Ποίαν επιτελέσουσι μυσταγωγίαν· η ποίον

πνεύμα τοις παρά τούτων επιτελουμένοις επιφοιτά;»63 ¶λλωστε και οι Λατίνοι

είναι εκτός Εκκλησίας από το 1054, αν και δεν καταδικάσθηκαν τότε από

Οικουμενική σύνοδο, και παρά το ότι π.χ. ο ιερός Γερμανός

Κωνσταντινουπόλεως περί το 1232 θρηνούσε για το «διερρηγμένο»64 ιμάτιο της

Καθολικής Εκκλησίας, η ωνόμαζε την Ρώμη «εκκλησία»65.

6. Ο π. Νικόλαος διακηρύσσει «γυμνή τη κεφαλή»66 ακόμη πιο εντυπωσιακές

κακοδοξίες. Αν και ανήκει σε συνοδική ομάδα, η οποία θεωρεί ότι τα

Μυστήριά μας στερούνται της θείας Χάριτος, επαινεί τις θεωρίες των

Ενισταμένων και υποστηρίζει (κεφ. Χ, σ. 67-68), ότι έχουμε «θεία Χάριν και

Θεία Μυστήρια», όπως οι όμοιοι με εμάς Εικονομάχοι προ του 787, επειδή δεν

έχουμε καταδικασθή τελεσίδικα από Οικουμενική σύνοδο. Ο π. Νικόλαος

υποστηρίζει ταυτόχρονα, ότι βρισκόμαστε και εκτός Εκκλησίας, όπως και οι

Εικονομάχοι προ του 787. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τις πρωτοφανείς

κακοδοξίες του, οι οποίες συναγωνίζονται σε ασέβεια ακόμη και την "θεωρία

των κλάδων", «θεία Χάρις και Θεία Μυστήρια» υπάρχουν και εκτός Εκκλησίας!

7. Ο π. Νικόλαος υποστηρίζει επίσης (Ι 3, σ. 6), ότι όσοι ενώθηκαν με τους

Λατίνους (δηλαδή όσοι συλλειτουργούσαν με τους Λατίνους) είχαν «θεία Χάριν

και Θεία Μυστήρια» έως της τελικής καταδίκης τους! Εδώ δεν πρόκειται

βέβαια για παράβασι ιερού κανόνος67 η διακήρυξι κάποιου κακοδόξου

φρονήματος, τα οποία πρέπει να εκδικασθούν από σύνοδο για να επέλθη η

έκπτωσις της ιερωσύνης (καθαίρεσις), αλλά για εγκατάλειψι της Ταμειούχου

της θείας Χάριτος Εκκλησίας και ένωσι με αιρετικούς. Κατά τον μέγα

Βασίλειο, οι «της Εκκλησίας αποστάντες ουκέτι έσχον την χάριν του αγίου

Πνεύματος εφ’ εαυτοίς»68. Κατά δε τους κανόνας α΄ και β΄ της Γ΄

Οικουμενικής συνόδου, όποιος ενώθηκε η θα ενωθή με τους αιρετικούς (δηλαδή

εγκαταλείψη την Εκκλησία), θεωρείται «εντεύθεν» ανενέργητος και, καθώς

ερμηνεύει ο ιερός Βαλσαμών, θεωρείται ως «ήδη του επισκοπικού βαθμού

απαλλοτριωθείς»69.

Η ανήκουστη αυτή κακοδοξία του π. Νικολάου δεν υποστηρίζεται ούτε από τους

μεγαλυτέρους Οικουμενιστάς. Ο καθηγητής Βλάσιος Φειδάς αναφέρει: «Οι

ανθενωτικοί όμως κατηγορούσαν τους ενωτικούς κληρικούς (που είχαν ενωθή με

τους Λατίνους το 1274), ότι εξέπεσαν της ιερωσύνης και ότι τελούσαν πλέον

άκυρα μυστήρια»70. Επίσης ο άγιος Μάρκος και οι ομόφρονές του δεν

θεωρούσαν ούτε ως Χριστιανούς, αυτούς που μόλις είχαν ενωθή (1439) με τους

Λατίνους71. Έπειτα δε από την νέα ένωσι (1452)72 οι Ορθόδοξοι θεωρούσαν τα

μυστήρια αυτών που ενώθηκαν με τους Λατίνους ως «βδελυκτήν θυσίαν», τον δε

ναό της αγίας Σοφίας «ως Ιουδαίων συναγωγήν καταφύγιον δαιμόνων και βωμόν

Ελληνικόν»73.

Το ότι η Εκκλησία αποκατέστησε στην ιερωσύνη κατόπιν μετανοίας, όσους

ενώθηκαν με αιρετικούς, η δεν επανέλαβε τα μυστήρια74 μετανοούντων

αιρετικών που είχαν καταδικασθή ακόμη και από Οικουμενικές η Τοπικές

(Μονοθελήται, Εικονομάχοι) συνόδους, δεν σημαίνει φυσικά, ότι αποδέχθηκε

ποτέ την ύπαρξι θείας Χάριτος και θείων Μυστηρίων εκτός του Σώματος Της.

Τις κακοδοξίες αυτές του π. Νικολάου εγκωμίασαν ο εκδότης του περιοδικού

«¶γιος Αγαθάγγελος» και ο π. Θεοδώρητος Μαύρος!

Έπειτα από την συνοπτική αυτή έκθεσι ορισμένων ζηλωτικών θεωριών

καθίσταται φανερό, ότι ο σύγχρονος Ζηλωτισμός δεν είναι απλά μία

εκκλησιολογική παρέκκλισις, αλλά αποτελεί σύμπλεγμα αλληλοαναιρουμένων

εκκλησιολογικών κακοδοξιών, το οποίο τείνει να μετατραπή σε αίρεσι.

 

 

Γ. Η ΚΑΚΟΔΟΞΟΣ ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΤΟΥ Π. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ ΜΑΣ

 

1. Παραποιήσεις στην σύγχρονη Ιστορία

 

α. Ο π. Νικόλαος ισχυρίζεται, ότι από το 1920 κηρύσσεται δήθεν η αίρεσις

του Νεοημερολογιτικού Οικουμενισμού, εφόσον δια της πατριαρχικής Εγκυκλίου

του 1920 «ομολογείται επίσημα πλέον και για πρώτη φορά ότι υπάρχουν και

άλλες "εκκλησίες" εκτός της Ορθοδόξου» (ΙΙΙ 2, σ. 15). Ο ισχυρισμός ότι

είμαστε αιρετικοί από το 1920 είναι τελείως αναληθής διότι:

1. Οι αιρετικοί αποκαλούνται καταχρηστικά «Εκκλησίες»75 από πολλούς

παλαιούς Πατέρας, χωρίς φυσικά να εννοούν, ότι μαζί τους συναποτελούμε την

Μια Εκκλησία. «Εκκλησίες» ονομάζονται οι αιρετικοί και στις πατριαρχικές

Εγκυκλίους του 1902 (καθώς και «αναδενδράδες του Χριστιανισμού») και του

1904, οι οποίοι «τη Παναγία Τριάδι και αυτοί πιστεύοντες και τω ονόματι

του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού σεμνυνόμενοι, τη χάριτι του Θεού σωθήναι

ελπίζουσι»!76 Ο π. Νικόλαος αποκρύβει φυσικά τις δύο ανωτέρω Εγκυκλίους,

διότι διαφορετικά κινδυνεύουν και οι Ζηλωταί να χαρακτηρισθούν ως

αιρετικοί, εφόσον αποσχίσθηκαν από την "αιρετική" Εκκλησία μόλις το 1924.

2. Κατά τις πρώτες δεκαετίες του σχίσματος ο ηγέτης των Ζηλωτών πρώην

Φλωρίνης Χρυσόστομος (και φυσικά και οι ίδιοι) υποστήριζε, ότι διατελεί εν

ακοινωνησία προς την «καινοτομήσασαν ιεραρχίαν προσωρινώς δια κανονικούς

λόγους»77 -το εορτολογικό ζήτημα- και ποτέ για δογματικούς λόγους. Μέχρι

δε τον θάνατό του (1955) ωμιλούσε για την παρανομία της αντικαταστάσεως

του Ιουλιανού ημερολογίου78 και ποτέ για διακήρυξι αιρέσεως Οικουμενισμού

η θεωρίας των κλάδων (δια της Εγκυκλίου του 1920). Είναι αδύνατο να

εκηρύσσετο αίρεσις επί τριάντα έτη και να μη το είχε αντιληφθή!

Στην εφημερίδα μάλιστα Βραδυνή της 11-12-1950 είχε δηλώσει τα εξής: «Αλλ’

ότε είδομεν (το 1935) ότι το σχίσμα εδημιουργήθη υπό των

Παλαιοημερολογιτών και άνευ ημών και ότι τούτο ελλείψει ποιμαντορικής

εποπτείας και καθοδηγήσεως εξετρέπετο εις ακρότητας επί ζημία του κύρους

της Εκκλησίας και του γοήτρου της Ιεραρχίας (του νέου ημερολογίου)

επεδύθημεν εις τον αγώνα ίνα προλάβωμεν περισσότερα έκτροπα»! Στις

3-11-1952 διαμαρτυρόμενος για τις διώξεις έναντι των Ζηλωτών έγραφε τα

εξής: «Η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος αντί δια μέσων διαφωτιστικών

και ειρηνικών να πείση τους από της Εκκλησίας αποσχισθέντας

παλαιοημερολογίτας και εις τους κόλπους αυτής να προσελκύση»!

Κατά συνέπεια ο ίδιος ηγέτης των Ζηλωτών διαψεύδει τελείως τους σημερινούς

Ζηλωτάς (περί δήθεν αιρέσεως η αιρετικών Εγυκλίων) και αποκαλύπτει την

σημερινή από μέρους τους διαστρέβλωσι της Ιστορίας του ζηλωτικού

κινήματος. Ωνόμαζε δε τους Ζηλωτάς «αποσχισθέντας από της Εκκλησίας»! Ο

Χρυσόστομος δεν στηλίτευσε ποτέ την Εγκύκλιο του 1920, διότι προφανώς δεν

την θεωρούσε αιρετική. (¶ρα -κατά τους σημερινούς Ζηλωτάς- ήταν οπαδός της

θεωρίας των κλάδων!)

Μερικοί Ζηλωταί προφασίζονται, ότι οι Οικουμενισταί κράτησαν εσκεμμένα

κρυφή την Εγκύκλιο αυτή επί δεκαετίες. Αυτό φυσικά δεν αληθεύει, διότι η

Εγκύκλιος εξεδόθη αμέσως σε ειδικό τεύχος και μάλιστα σε πολλές γλώσσες.

Αλλά και αν ακόμη ο ανωτέρω ισχυρισμός ήταν αληθινός, τότε πως είναι

δυνατόν να κατηγορούμαστε ως αιρετικοί λόγω μιας Εγκυκλίου, την οποία επί

δεκαετίες αγνοούσαμε;

Η φράσις "κηρύσσεται αίρεσις Οικουμενισμού" είναι επινόησις των νεωτέρων

Ζηλωτών, επειδή αντιλήφθηκαν, ότι η αλλαγή μόνο του εορτολογίου δεν

αποτελεί αίρεσι και επομένως, σύμφωνα με την ομόφωνη αγιοπατερική

διδασκαλία, η απόσχισίς τους είναι τελείως παράνομη. Αν ο π. Νικόλαος

επιθυμή να καυχάται, ότι μόνο οι ζηλωτικές ομάδες αποτελούν την Μια

Εκκλησία του Χριστού, θα πρέπει να παύση να ασχολήται με το τι γίνεται

σήμερα και να αποδείξη, ότι η απόσχισίς τους έγινε για δογματικούς λόγους

το 1924, χρονολογία δηλαδή στην οποία ανάγεται η εμφάνισίς τους σαν

ανεξάρτητο εκκλησιαστικό σχήμα. Αυτό φυσικά είναι αδύνατο και γι’ αυτό η

εκκλησιαστική τους υπόστασις ήταν και θα είναι παράνομη. Ο ιερός Δοσίθεος

αποκαλώντας αίρεσι το νέο καλενδάριο, εννοεί την τροποποίησι του Πασχαλίου

από τους Λατίνους και όχι την αλλαγή του εορτολογίου.

β. Ο π. Νικόλαος βέβαια και οι Ζηλωταί τολμούν να χαρακτηρίζουν ως αίρεσι

ακόμη και την αλλαγή του εορτολογίου, επειδή διέσπασε την Μια Εκκλησία σε

δύο (την παλαιοημερολογιτική και την νεοημερολογιτική) και συνεπώς έπληξε

έμμεσα το δόγμα της Μιας Εκκλησίας. Η διάσπασις βέβαια έγινε από αυτούς

και όχι από εμάς. Αν όμως με βάσι αυτό τον κανόνα θεωρούμε, ότι κάθε

διάσπασις της ενότητος της Εκκλησίας αποτελεί αίρεσι, τότε και οι Ζηλωταί

δεν θα πρέπει να χαρακτηρισθούν ως δέκα φορές αιρετικοί, εφόσον με την

πολυδιάσπασί τους -όχι απλά και έμμεσα έχουν πλήξει- αλλά στην κυριολεξία

έχουν ανατρέψει τελείως το δόγμα αυτό (καθώς σήμερα υπάρχουν εννέα

Εκκλησίες Γ.Ο.Χ. και πλήθος ανεξαρτήτων, αντί για μία Εκκλησία);

γ. Ο π. Νικόλαος λέγει επίσης, ότι το παλαιό ημερολόγιο είναι Παράδοσις

της Εκκλησίας και, ότι η Ζ΄ Οικουμενική σύνοδος αναθεματίζει όσους αθετούν

τις Παραδόσεις. ¶ρα, με την απλή λογική, όσοι το αποδέχθηκαν, υπόκεινται

στα φρικτά αναθέματα της συνόδου αυτής! Η άποψίς του αυτή είναι τελείως

αυθαίρετη. Αρκετές Παραδόσεις -οι οποίες δεν είχαν σχέσι με τα δόγματα-

δεν εφαρμόζονται πλέον για διαφόρους λόγους, χωρίς αυτό να σημαίνει, ότι

είμαστε αναθεματισμένοι (π.χ. οι ιεροί κανόνες και μάλιστα Οικουμενικών

συνόδων, οι οποίοι απαγορεύουν τον γάμο με ετεροδόξους είναι Παράδοσις της

Εκκλησίας. Δεν είμαστε όμως αναθεματισμένοι από το 1834, όταν δηλαδή η

Εκκλησία της Ελλάδος επέτρεψε κατ’ οικονομία επίσημα πλέον την τέλεσί

τους79).

δ. Τελείως ψευδείς είναι επίσης οι ισχυρισμοί του π. Νικολάου, ότι

πραγματοποιούνται συλλειτουργίες με αιρετικούς η ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία

έχει αποδεχθή την θεωρία των κλάδων! Τον διαψεύδουν άλλωστε οι ίδιοι οι

μετριοπαθείς Ζηλωταί80. Δυστυχώς πολλοί Ζηλωταί διογκώνουν εσκεμμένα τις

καταστάσεις και παρουσιάζουν τις συμφωνίες του Μπάλαμαντ ή του Σαμπεζύ,

καθώς και το προσχέδιο συμφωνίας στην Αντιόχεια ως πλήρεις ενώσεις με τους

Παπικούς ή τους Μονοφυσίτας81. Η ανειλικρίνειά τους αυτή τους εκθέτει

ανεπανόρθωτα. Ο π. Νικόλαος θεωρεί λοιπόν, ότι οι συμπροσευχές, οι

μεμονωμένες περιπτώσεις μεταδόσεων μυστηρίων ή τελέσεως γάμων με τους

ετεροδόξους συνιστούν έμπρακτη ένωσι. Αν όμως όλα αυτά αποτελούν πλήρη

ένωσι, γιατί οι σοφοί Μακάριος ο Πάτμιος, Αθανάσιος ο Πάριος, Νικόδημος

δεν διέκοψαν την εκκλησιαστική κοινωνία με όσους επισκόπους διέπρατταν

παρόμοιες παρανομίες ή με τους Λατινόφρονας ή με όσους επέτρεπαν στους

αιρετικούς να εξομολογούν και να διδάσκουν τον Ορθόδοξο κλήρο και λαό;

(Τουλάχιστον σήμερα δεν έχουμε ακούσει, ότι διαπράττονται οι δύο

τελευταίες ασέβειες). Μήπως ο π. Νικόλαος κατηγορή ακόμη και τους αγίους

Κολλυβάδες;

ε. Ο π. Νικόλαος στηλιτεύει δηλώσεις πατριαρχών, αν και γνωρίζει καλά ότι

έχουν αναιρεθή ή επεξηγηθή82. Γνωρίζει επίσης, ότι το ¶γιον Όρος και

πολλοί άλλοι διαμαρτύρονται συνεχώς προς όλες τις κατευθύνσεις για όσες

δηλώσεις δεν απηχούν το Ορθόδοξο φρόνημα. Ιδιαίτερα μάλιστα κατακρίνουν

τον όρο "αδελφές Εκκλησίες", ο οποίος δεν πρέπει να χρησιμοποιήται, αφού

οι Παπικοί είναι αιρετικοί και δεν υφίσταται εκκλησιαστική κοινωνία μαζί

τους.

Ο π. Νικόλαος αποσιωπά, αν και γνωρίζει, την διευκρινιστική απάντησι του

Οικουμενικού πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου στην επιστολή του Αγίου Όρους,

δια της οποίας ο πατριάρχης κατέκρινε το παπικό πρωτείο, τις ποικίλες

εκτροπές των Παπικών και τα νέα δόγματά τους και διαβεβαίωσε, ότι ούτε η

συμφωνία του Μπάλαμαντ έγινε αποδεκτή από την Εκκλησία, ούτε αυτός

αποδέχεται την θεωρία την κλάδων. Η δημοσία αυτή απάντησις του πατριάρχου

δεν διέφυγε φυσικά την προσοχή του πάπα και των Παπικών και ιδίως η προς

αυτούς προτροπή να αλλάξουν τακτική: «Και ούτω να ενωθήτε -ορθοδόξως

φρονούντες και βιούντες- με την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, δια να αποκατασταθή η

ενότης υμών με την Μιαν Εκκλησίαν, από της οποίας οι προπάτορες υμών

απέσπασαν υμάς»83. Ελπίζουμε ότι η Ορθόδοξος αυτή ομολογία θα

διακηρύσσεται διαρκώς και με σαφέστατη διατύπωσι από κάθε Ορθόδοξο και

ιδίως τους επισκόπους.

στ. Ο π. Νικόλαος θεωρεί ως αιρετικό τον πατριάρχη και για τις

συμπροσευχές του. Ποιος όμως ιερός κανών ή ποια πατερική διδασκαλία

αναφέρει, ότι όποιος έχει συμπροσευχηθή με αιρετικούς (παραβαίνοντας τους

ιερούς κανόνας) είναι ήδη αιρετικός, ή ότι εμείς οφείλουμε να διακόψουμε

την επικοινωνία μαζί του; Μήπως ο π. Νικόλαος επιθυμή να εισαγάγη νέες

θεωρίες στον χώρο της Ορθοδοξίας; Μήπως αγνοή τις αναρίθμητες κανονικές

παραβάσεις των επισκόπων της ομάδος του και ιδίως του αρχιεπισκόπου του;

ζ. Ο π. Νικόλαος επικαλείται επίσης ως αιρετικές τις δηλώσεις του

μητροπολίτου Ελβετίας Δαμασκηνού, επειδή φανερώνουν διαθρησκειακό

συγκρητισμό. Δεν αγνοεί βέβαια ότι αυτές, ως κακόδοξες, δέχονται διαρκώς

αυστηρή κριτική από τους Αγιορείτας84 και από άλλους διαπρεπείς πατέρας

και θεολόγους85, σε αντίθεσι με ανάλογες συγκρητιστικές δηλώσεις επισκόπων

κατά τον περασμένο αιώνα, στις οποίες δεν ασκήθηκε παρόμοια κριτική. Στο

σύγγραμμα π.χ. «Ιερά Ανθολογία», που εκδόθηκε με την έγκρισι της ιεράς

συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος (1833) υποστηριζόταν η άποψις, ότι

σώζονται ακόμη και οι ετερόθρησκοι! Στην συνέχεια μάλιστα «αρχιερείς απ’

άμβωνος, με πρωτοπόρον τον Ύδρας εκήρυττον ότι· "Όλα τα έθνη όσα

εγεννήθησαν, εις το οποίον ακολουθούσι θρήσκευμα, προσδοκώσι σωτηρίαν"»!86

 

 

2. Παραποιήσεις στα ιερά κείμενα

 

Ο π. Νικόλαος αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της απαντήσεώς του στην

αντίκρουσι της (δήθεν) θεωρίας μας, ότι η διακοπή του μνημοσύνου των

αιρετικών γίνεται μόνο μετά από διάγνωσι Οικουμενικής συνόδου. Στο τέλος

όμως εκφράζει την χαρά του, επειδή αποδεχθήκαμε ότι γίνεται και προ

συνοδικής διαγνώμης! Διέψευσε δηλαδή τον εαυτό του και εξετέθη στους

αναγνώστας του, εφόσον μας κατηγορούσε διαρκώς για κάτι που ποτέ δεν

ελέχθη. Σε ένα σημείο μάλιστα (υποσημείωσις, έαα 3 σ. 42) τοποθέτησε την

άποψι αυτή εντός εισαγωγικών (ως δηλαδή δικής μας δήθεν ακριβούς

φράσεως!). Στο προηγούμενο άρθρο μας είχαμε γράψει τα εξής:

1. Έπειτα από καταδίκη Οικουμενικής συνόδου η μεγάλων Τοπικών συνόδων

(π.χ. σύνοδοι της Δύσεως 640-649) απαγορεύεται η εκκλησιαστική κοινωνία με

τους (εκτός Εκκλησίας πλέον) αιρετικούς και τους οπαδούς τους.

2. Η εκκλησιαστική κοινωνία με όσους ενωθούν με εκτός Εκκλησίας

αιρετικούς, διακόπτεται αμέσως (χωρίς συνοδική κρίσι).

3. Ο ιε΄ κανόνας της Α΄ και Β΄ συνόδου επιτρέπει την προ συνοδικής κρίσεως

διακοπή εκκλησιαστικής κοινωνίας με όσους κηρύσσουν (εντός Εκκλησίας)

κάποια αίρεσι. Μερικές φορές όμως οι Πατέρες επικοινωνούσαν κατ’ Οικονομία

με τους εντός Εκκλησίας αιρετικούς (π.χ. Μονοθελήτας, Λατίνους) έως της

συνοδικής κρίσεώς τους, με σκοπό να τους οδηγήσουν σε μετάνοια.

4. Απαγορεύεται η διακοπή εκκλησιαστικής κοινωνίας άνευ λόγων πίστεως.

Βάσει των ανωτέρω αποδείχθηκε, ότι οι Ζηλωταί δεν ομοιάζουν με κανένα από

τους Αγίους και Ομολογητάς, που αγωνίσθηκαν κατά των αιρέσεων, αλλά μόνο

με τα άνευ λόγων πίστεως σχίσματα του η΄ και του θ΄ αιώνος (τα οποία έχουν

κατακριθή). Ο π. Νικόλαος διεφώνησε και υποστήριξε τα εξής:

1. Οι Ζηλωταί έπρεπε να αποσχισθούν, επειδή είμαστε (δήθεν) αιρετικοί από

το 1920 και επειδή (δήθεν) το επιβάλλει ο ιε΄ κανών της Α΄ και Β΄ συνόδου,

ο οποίος θεσπίσθηκε (δήθεν) για να επιβάλη την άμεση απόσχισι -και μάλιστα

προ συνοδικής κρίσεως- από όσους κηρύσσουν κάποια αίρεσι. Εφόσον λοιπόν οι

Ζηλωταί δεν έχουν δικαιωθή από καμμία σύνοδο επί ογδόντα έτη για την

απόσχισί τους το 1924, συνεχίζουν να αγωνίζωνται αποτειχισμένοι από εμάς

τους (δήθεν) αιρετικούς προ συνοδικής κρίσεως.

2. Η πράξις αυτή των Ζηλωτών, λέγει, ταυτίζεται με την πράξι πολλών Αγίων.

Προσπάθησε λοιπόν να αποδείξη, ότι και οι περισσότεροι ¶γιοι αγωνίζοντο

κατά των αιρετικών επί δεκαετίες (δήθεν) προ συνοδικής κρίσεως! Για τον

λόγο αυτό εξιστόρησε μία-δύο περιπτώσεις διακοπής επικοινωνίας Αγίων από

(εντός Εκκλησίας) αιρετικούς προ συνοδικής κρίσεώς τους. Κυρίως όμως

εξιστόρησε -συγχέοντας και διαστρεβλώνοντας τα πάντα- τελείως άσχετες με

την πράξι των Ζηλωτών περιπτώσεις ακοινωνησίας Αγίων με καταδικασμένους

από συνόδους (δηλαδή εκτός Εκκλησίας) αιρετικούς ή με όσους ενώθηκαν με

(εκτός Εκκλησίας) αιρετικούς. Έτσι, το μόνο που κατώρθωσε, ήταν να

διαστρεβλώση την Ιστορία και να παραποιήση αρκετά ιερά κείμενα. Προς το

παρόν θα παρουσιάσωμε εν συντομία λίγες (τις βασικότερες) παραποιήσεις

του.

α. Οι Πατέρες της Α΄ και Β΄ συνόδου (861), θέλοντας να δώσουν ένα τέλος

στα σχίσματα που συνετάραξαν την Εκκλησία κατά τον η΄ και θ΄ αιώνα,

νομοθέτησαν τους κανόνας ιγ΄-ιε΄87, δια των οποίων απαγόρευαν αυστηρά

στους Ορθοδόξους να διακόπτουν την εκκλησιαστική κοινωνία με τους

εκκλησιαστικώς προϊσταμένους τους προ συνοδικής κρίσεώς τους. Για να μη

εννοηθή όμως, ότι δια της απαγορεύσεως αυτής αφαιρείται το δικαίωμα των

Ορθοδόξων να διακόπτουν την επικοινωνία προ συνοδικής κρίσεως από όσους

κηρύσσουν κάποια αίρεσι και με τον τρόπο αυτό καταδικάζονται και

παλαιότερες αποσχίσεις Ορθοδόξων για λόγους πίστεως (π.χ. από τον

Νεστόριο88), οι σοφοί Πατέρες έθεσαν στο τέλος του ιε΄ κανόνος την εξής

επεξήγησι: Στα επιτίμια των κανόνων δεν υπόκειται, όποιος αποσχίζεται προ

συνοδικής κρίσεως από επίσκοπο που κηρύσσει κάποια αίρεσι· αντιθέτως,

είναι αξιέπαινος.

Την επεξήγησι αυτή ο π. Νικόλαος και οι Ζηλωταί την έχουν ερμηνεύσει ως

υποχρεωτικό κανόνα για άμεση απόσχισι από τους επισκόπους, μόλις αυτοί

κηρύξουν οποιοδήποτε κακόδοξο φρόνημα. Με τον τρόπο αυτό δικαιολογούν το

σχίσμα τους λόγω του Οικουμενισμού, ενώ μερικοί θεωρούν αίρεσι ακόμη και

το νέο ημερολόγιο. ¶λλοι τολμούν να παραποιούν το νόημα του κανόνος

αυτού89, ενώ άλλοι, όταν θέλουν να αλλάξουν παράταξι, ερευνούν τις ομιλίες

των επισκόπων τους και, μόλις συναντήσουν κάποιες αθεολόγητες φράσεις,

τους αποκηρύσσουν αμέσως ως αιρετικούς!

Φυσικά οι σοφοί Πατέρες της Α΄ και Β΄ συνόδου σκόπευαν μόνο να περιορίσουν

τα αδικαιολόγητα σχίσματα και όχι να επιβάλουν μία ζηλωτικού τύπου

εκκλησιαστική ασυδοσία. Αν είχαν τέτοιο σκοπό, θα έλεγαν στην αρχή του

πρώτου (ιγ΄) κανόνος: Όποιος δεν αποσχίζεται αμέσως από τον αιρετικό

ποιμένα του θα επιτιμάται. Έτσι όμως θα κατέκριναν τους αγίους Σωφρόνιο

και Μάξιμο που επικοινωνούσαν κατ’ οικονομία επί έτη με αιρετικούς, τον

άγιο Ανατόλιο που επικοινωνούσε και χειροτονήθηκε90 από τον αιρετικό

Διόσκορο και άλλους Πατέρας. ¶ξιοι κατακρίσεως θα ήταν και οι Ορθόδοξοι

πατριάρχαι, που επικοινωνούσαν κατ’ οικονομία με τους Λατίνους έως το

1054, αν και αυτοί είχαν προσθέσει το Filioque91 στο Σύμβολο της πίστεως

από το 1009. Ας σημειωθή ότι, κατά την ερμηνεία των Ζηλωτών, κατακριτέοι

είναι και όσοι Ορθόδοξοι δεν αποσχίσθηκαν από τους Λατινόφρονας, Ενωτικούς

(Οικουμενιστάς) και Σιμωνιακούς92 κατά την β΄ χιλιετία.

β. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είπαμε στο προηγούμενο άρθρο μας, ότι κανείς

κληρικός δεν τιμωρήθηκε, επειδή δεν διέκοψε την επικοινωνία με τους (εντός

Εκκλησίας) αιρετικούς προ συνοδικής κρίσεως. Όσοι π.χ. επικοινωνούσαν με

τους Μονοθελήτας προ των συνόδων της Δύσεως (640-649), οι οποίες τους

αναθεμάτισαν, δεν τιμωρήθηκαν.

Ο π. Νικόλαος θεωρεί «ανιστόρητο» (ΧΙ, σ. 9) το επιχείρημά μας αυτό

(αφαίρεσε όμως το "προ συνοδικής κρίσεως" αλλάζοντας τελείως το νόημα·

μάλλον θα του διέφυγε). Προς αντίκρουσί του αναφέρει τον α΄ κανόνα της Ζ΄

και τον α΄ της Γ΄ Οικουμενικής. Ο μεν πρώτος κανών είναι τελείως άσχετος

με το θέμα, ενώ ο δεύτερος ομιλεί σαφέστατα για όσους ενωθούν με τους

οπαδούς του Νεστορίου μετά την Γ΄ Οικουμενική σύνοδο και όχι πριν, όπως

λανθασμένα λέγει ο π. Νικόλαος. ¶λλωστε, κατά τον μέγα Φώτιο, «του

Νεστορίου καθαιρεθέντος, ουδείς των υπ’ αυτού χειροτονηθέντων

καθήρηται»93. Ο π. Νικόλαος παρουσιάζει επίσης ένα κείμενο περί

καθαιρέσεων επισκόπων και ηγουμένων κατά την Ζ΄ Οικουμενική σύνοδο (787).

Το κείμενο αυτό όμως δεν αναφέρεται στην σύνοδο αυτή, αλλά στην σύνοδο του

843! Γενικώτερα δε ο π. Νικόλαος διαστρεβλώνει τελείως όλη την ιστορία της

Εικονομαχίας:

γ . Υποστηρίζει ότι ο όσιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός διέκοψε την επικοινωνία

με τους Εικονομάχους προ συνοδικής διαγνώμης. Πρόκειται για πρωτοφανή

παραποίησι της ιστορικής αληθείας. Ο Όσιος κατά την εποχή της εμφανίσεως

της εικονομαχικής αιρέσεως ζούσε στα γεωγραφικά πλαίσια των Ορθοδόξων

πατριαρχείων της Ανατολής, τα οποία αμέσως αναθεμάτισαν συνοδικώς τους

Εικονομάχους του πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως και διέκοψαν την

εκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους94. Κατά τον Μελέτιο Αθηνών μάλιστα,

«σπουδή»95 του Οσίου σύνοδος στην Συρία κατεδίκασε το 726 τους

Εικονομάχους. Συνεπώς ο Όσιος διέκοψε την επικοινωνία με τους

Εικονομάχους, επειδή έκανε υπακοή στις συνοδικές κρίσεις και αποφάσεις των

πατριαρχείων στα οποία υπαγόταν και όχι φυσικά προ συνοδικής διαγνώμης!

Ο π. Νικόλαος λέγει και το εξής παράδοξο: Ο όσιος Ιωάννης συνέχισε να μη

επικοινωνή με τους Εικονομάχους ακόμη και μετά την συνοδική διαγνώμη της

εικονομαχικής συνόδου του 754! Ονομάζει δηλαδή συνοδική διαγνώμη την

αιρετική σύνοδο του 754 και όχι τις Ορθοδόξους συνόδους!

δ. Λέγει επίσης, ότι οι Εικονομάχοι που μετενόησαν κατά την διάρκεια της

Ζ΄ Οικουμενικής συνόδου (787) ήταν αξιοκατάκριτοι και εκτός Εκκλησίας,

επειδή δεν είχαν αποτειχισθή προ συνοδικής διαγνώμης από την αίρεσι.

Θεωρεί δηλαδή ως συνοδική διαγνώμη μόνο αυτήν της Ζ΄ Οικουμενικής συνόδου,

αν και σε άλλα σημεία αποδέχεται και τις Τοπικές συνόδους ως αρμόδιες να

καταδικάσουν μία αίρεσι! Η άποψίς του είναι τελείως λανθασμένη. Οι

Εικονομάχοι ήταν αξιοκατάκριτοι, επειδή ήταν αιρετικοί και όχι επειδή δεν

είχαν αποτειχισθή. Είχαν τεθή δε και εκτός Εκκλησίας, επειδή η αίρεσις

αναθεματίσθηκε με αλλεπάλληλες συνόδους (726-769)96 από όλους τους

πατριαρχικούς θρόνους (εκτός της Κωνσταντινουπόλεως). Καθώς έλεγε μάλιστα

ο άγιος Ταράσιος κατά το 784, οι Ορθόδοξες Εκκλησίες καθημερινώς

αναθεμάτιζαν τους Εικονομάχους97.

Ο π. Νικόλαος αναφέρει (ΙΙ 1, σ. 10) και την μετάνοια των (δήθεν)

Εικονομάχων επισκόπων Θαλασσίου, Ευσεβίου και Ευσταθίου κατά την Ζ΄

Οικουμενική σύνοδο (787), αν και αυτοί είχαν πεθάνει πριν από τρεις

αιώνας, αφού συμμετείχαν στην σύνοδο της Χαλκηδόνος (451)!98

ε. Τις αποφάσεις των ανωτέρω Ορθοδόξων συνόδων του η αιώνος ακολουθούσαν

και οι 136 ηγούμενοι, που συμμετείχαν στην Ζ΄ Οικουμενική σύνοδο. Τελείως

εσφαλμένα λοιπόν υποστηρίζει ο π. Νικόλαος (ΙΙ 2-3 σ. 11-12), ότι τόσο οι

ηγούμενοι αυτοί όσο και ο όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης και οι συναγωνισταί

του -λίγα έτη αργότερα- αγωνίζοντο προ συνοδικής διαγνώμης. Διότι, ο μέγας

Θεόδωρος, βασιζόμενος στις αποφάσεις και της Ζ΄ Οικουμενικής συνόδου, είχε

πλήρη επίγνωσι ότι αγωνιζόταν εναντίον καταδικασμένων από πλήθος συνόδων

και εκτός Εκκλησίας ευρισκομένων αιρετικών, των οποίων η θεία κοινωνία δεν

ήταν «σώμα Χριστού»99, αλλά «ιοβόλος άρτος»100 και «φάρμακον ψυχήν

μελαίνον και σκοτίζον»101.

Ο άγιος Θεόδωρος θεωρούσε τον Εικονομάχο Θεόδοτο εκτός Εκκλησίας αιρετικό

και όχι επίσκοπο της Καθολικής Εκκλησίας, ο οποίος εκήρυσσε αίρεσι.

Επομένως δεν είναι σωστό αυτό που λέγει ο π. Νικόλαος, ότι δηλαδή ο ¶γιος

διέκοψε το 815 «προ συνοδικής διαγνώμης» την κοινωνία η το μνημόσυνο του

Εικονομάχου Θεοδότου (ο ιε΄ κανών ομιλεί για παύσι μνημοσύνου επισκόπου

της Εκκλησίας και όχι αποκομμένου από Αυτήν). Ο ¶γιος μέχρι τον θάνατό του

(826) είχε ως επίσκοπο τον εξόριστο102 Ομολογητή Νικηφόρο, άνευ της γνώμης

του οποίου δεν καταδεχόταν ούτε να συζητήση με τους Εικονομάχους103. Η δε

επιστολή του «α.α.99, 1636-7» δεν αναφέρεται στο επιβεβλημένο αποτειχίσεως

«προ συνοδικής διαγνώμης» (κρίσεως), αλλά στο αδύνατον άρσεως επιτιμίου

κάποιου ιερέως «προ συνοδικής κρίσεώς» του, επειδή είχε κοινωνήσει με

εκτός Εκκλησίας αιρετικούς!

στ. Οι λόγοι επίσης του μεγάλου Αθανασίου «α.α.26, 1188α» δεν ομιλούν περί

διακοπής μνημοσύνου, όπως λέγει ο π. Νικόλαος, αλλά περί ακοινωνησίας με

τους καταδικασμένους από την Α΄ Οικουμενική σύνοδο Αρειανούς! Παρόμοια

διαστρέφουν την Ιστορία και άλλοι Ζηλωταί λέγοντας, ότι οι Ορθόδοξοι της

Κωνσταντινουπόλεως είχαν διακόψει την επικοινωνία «προ Συνοδικής

κρίσεως»104 με τον Αρειανό Δημόφιλο (369-379), αν και είχε προηγηθή η

συνοδική κρίσις της Α΄ Οικουμενικής συνόδου και πλήθους Τοπικών συνόδων!

ζ. Ο π. Νικόλαος προσπάθησε να ταυτίση την απόσχισι των Ζηλωτών από την

Εκκλησία με την απόσχισι των Ορθοδόξων της Κωνσταντινουπόλεως από τον

Νεστόριο προ της καταδίκης του. Όμως ο Νεστόριος εκήρυξε χριστολογική

αίρεσι: «Ει τις Θεοτόκον είναι λέγει την Μαρίαν, ούτος ανάθεμα έστω»105. Ο

Νεστόριος δηλαδή φρονούσε τα του «Αρείου»106, δεν θεωρούσε Θεό «τον

γενόμενον διμηνιαίον και τριμηνιαίον»107 Ιησού, αλλά «ψιλόν άνθρωπον»108

και δια συνόδου (429) αναθεμάτισε τους αντιφρονούντας109. Ο π. Νικόλαος

δεν ανέφερε τις ανωτέρω πράξεις του Νεστορίου, επειδή θα καθίστατο φανερό,

ότι η διακήρυξις της χριστολογικής αυτής αιρέσεως δεν έχει καμμία απολύτως

σχέσι η ομοιότητα με την ημερολογιακή καινοτομία του 1924, ένεκα της

οποίας οι Ζηλωταί αποσχίσθηκαν από την Εκκλησία. Η αλλαγή του ημερολογίου

είναι μεν μία λανθασμένη ενέργεια, όχι όμως και αίρεσις και επομένως,

σύμφωνα με τους αυστηρούς κανόνας της Α΄ και Β΄ συνόδου, δεν δικαιολογεί

απόσχισι.

η. Τεράστια είναι επίσης η παραποίησις που κάνει ο π. Νικόλαος στην

ιστορία της αιρέσεως του Μονοθελητισμού, την οποία διηγείται διάσπαρτα και

με πάρα πολλούς αναχρονισμούς. Στο προηγούμενο άρθρο μας είχε αποδειχθή,

ότι οι άγιοι Μάξιμος και Σωφρόνιος είχαν εκκλησιαστική κοινωνία με τον

Σέργιο Κωνσταντινουπόλεως το 634, αν και αυτός εκήρυσσε την αίρεσι από το

615110. (Κατά συνέπεια δεν είναι επιβεβλημένο να αποσχισθούμε από όσους

προωθούν τον συγκρητιστικό Οικουμενισμό, ενόσω δεν έχει κηρυχθή επισήμως

και συνοδικώς η αίρεσίς τους).

Αντιθέτως, ο π. Νικόλαος είχε γράψει, ότι η αίρεσις του Μονοθελητισμού

κηρύχθηκε μόλις το 638 και συνεπώς οι ανωτέρω ¶γιοι δεν εφήρμοζαν (δήθεν)

το 634 κάποια Οικονομία προς τον Σέργιο: «Βλέπουμε, λοιπόν, ξεκάθαρα από

την εκκλησιαστικήν ιστορίαν ότι η αιρετική δοξασία του Μονοθελητισμού του

Σεργίου διακηρύσσεται επίσημα το 638. Δεν είναι, επομένως, καθόλου

παράδοξον ότι ο ¶γιος (Σωφρόνιος) προσφωνεί τον Σέργιον "μακαριώτατον

Δεσπότην, αδελφόν και συλλειτουργόν" πριν διακηρυχθή επισήμως η αίρεσις

του Μονοθελητισμού, μόλις κατά το έτος 638»111. Δυστυχώς ο π. Νικόλαος στο

νέο του άρθρο δεν παραδέχθηκε, όπως είχε χρέος, τα τεράστια ιστορικά του

σφάλματα ούτε ζήτησε συγγνώμη από τους αναγνώστας του περιοδικού του.

Αντιθέτως μάλιστα:

1. Θεωρεί πάλι φυσικό το ότι ο άγιος Σωφρόνιος απεκάλεσε τον Σέργιο

«συλλειτουργό»112 στην συνοδική επιστολή του (634), επειδή έχουμε (δήθεν)

απλές συζητήσεις και προσπάθειες για επικράτησι των Ορθοδόξων θέσεων (έαα

5, σ. 49) και όχι αίρεσι είκοσι ετών (από το 615). Στην συνέχεια όμως

διαψεύδει τελείως τα όσα γράφει -και ιδίως τα όσα είχε γράψει - λέγοντας,

ότι ο άγιος Μάξιμος έφυγε το 626 για την Αφρική «λόγω κηρύξεως της

αιρέσεως του Μονοθελητισμού από τον Σέργιον»! (έαα 7, σ. 51). Τι σύγχυσις!

Ο π. Νικόλαος άλλοτε λέγει, ότι το 626 εκηρύσσετο αίρεσις και για τον λόγο

αυτό ο άγιος Μάξιμος ανεχώρησε για την Αφρική, άλλοτε δε, ότι η αίρεσις

κηρύχθηκε το 638 και συνεπώς ήταν φυσικό να επικοινωνή ο άγιος Σωφρόνιος

με τον Σέργιο το 634!

2. Αμέσως μετά λέγει: «Η φυγή γίνεται ακριβώς, όπως αναφέρει ο βιογράφος

του, γιατί δεν δέχεται σε κοινωνία τον Σέργιο» (έαα 7, σ. 51). Πρόκειται

για πρωτοφανές ψεύδος. Κανείς βιογράφος δεν αναφέρει, ότι η φυγή του 626

έγινε λόγω διακοπής εκκλησιαστικής κοινωνίας. ¶λλωστε, όπως είχε

αποδειχθή, οι άγιοι Μάξιμος και Σωφρόνιος είχαν εκκλησιαστική κοινωνία με

τον Σέργιο Κωνσταντινουπόλεως έως το 634.

3. Ο π. Νικόλαος κάνει επίσης ένα σοβαρώτατο αναχρονισμό. Λέγει ότι ο

άγιος Σωφρόνιος απέστειλε πρώτα την συνοδική Επιστολή του προς τον Σέργιο

και έπειτα συνεκάλεσε και Τοπική σύνοδο και κατεδίκασε την αίρεσι. (έαα 5,

σ. 49). Η αλήθεια είναι η εξής: Μόλις ο ¶γιος έγινε πατριάρχης, συνεκάλεσε

σύνοδο (634) και κατεδίκασε113 τον Μονοενεργητισμό και τον Μονοθελητισμό

ως διδασκαλία. Την καταδίκη αυτή την απέστειλε ως ενθρονιστική και

συνοδική Επιστολή προς τον Σέργιο προσφωνώντας τον «συλλειτουργό». Ο π.

Νικόλαος λέγει δηλαδή, ότι ο ¶γιος έστειλε πρώτα την επιστολή της συνόδου

και έπειτα συνεκάλεσε την σύνοδο!

4. Σε άλλο σημείο λέγει: «Για ένα χρονικό διάστημα, ο ¶γιος Μάξιμος ο

Ομολογητής και οι δύο η τρεις μαθητές του αποτελούσαν ολόκληρη την

Εκκλησία στην Ανατολή κατά την διάρκεια των διωγμών των Μονοθελητών» (έαα

3, σ. 43). Και ο ισχυρισμός αυτός είναι αναληθής, όπως αποδεικνύεται από

την συμμετοχή εκπροσώπων της Ανατολής στην σύνοδο του Λατερανού (649) και

τις επιστολές του αγίου Μαρτίνου προς τους Ορθοδόξους της Ανατολής114,

καθώς και από τα λόγια του πατρικίου Επιφανίου προς τον άγιο Μάξιμο:

«Επειδή πάσα η Δύσις και οι εν τη Ανατολή διαστρέφοντες εις σε θεωρούσι·

και άπαντες δια σε στασιάζουσι, μη θέλοντες συμβιβασθήναι ημίν δια την

πίστιν»115.

5. Στην συνέχεια ο π. Νικόλαος λέγει (πάλι αναληθώς), ότι είναι ξεκάθαρο

πως ο άγιος Μάξιμος δεν κοινωνούσε με τους Μονοθελήτας ακόμη και προ

συνοδικής διαγνώμης. Προς απόδειξι αναφέρει σχετικό διάλογο του Αγίου με

τους αιρετικούς («Ο Πατριάρχης απεφήνατο», έαα 3, σ. 43), στον οποίο ο

¶γιος λέγει πράγματι, ότι δεν κοινωνεί μαζί τους. Όμως, όπως φαίνεται

σαφέστατα από τον βίο του Αγίου, ο διάλογος αυτός116 (655) έγινε μετά την

συνοδική κατάκρισι της αιρέσεως από τις συνόδους της Δύσεως (640-649) και

την επακόλουθη τιμωρία, που υπέστη ο άγιος Μαρτίνος (653)117.

6. Σε άλλο σημείο ο π. Νικόλαος διηγείται ένα ακόμη διάλογο του Αγίου με

τους Μονοθελήτας. Στον διάλογο αυτό ο ¶γιος τους λέγει, ότι δεν κοινωνεί

μαζί τους επικαλούμενος μάλιστα και την συνοδική κατάκρισι της αιρέσεως

στην Δύσι («και υπό των Ρωμαίων καθαιρεθέντες συνόδου» έαα 5, σ. 47).

Συνεχίζοντας ο π. Νικόλαος αναφέρει την εκδίωξι του Αγίου από την

Κωνσταντινούπολι και τους αγώνας του για την συνοδική κατάκρισι της

αιρέσεως στην Δύσι! Υποστηρίζει δηλαδή, ότι μετά τον διάλογο του Αγίου με

τους Μονοθελήτας (655) (στον οποίο ο ¶γιος ομιλεί για τις συνόδους της

Δύσεως) και μετά την εκδίωξί του από την Κωνσταντινούπολι (655), ο ¶γιος

αγωνίσθηκε για την συνοδική κατάκρισι της αιρέσεως στην Δύσι (640-649)!

Πρόκειται δηλαδή για ολοκληρωτική διαστρέβλωσι της βιογραφίας του αγίου

Μαξίμου. Παρά ταύτα το περιοδικό «¶γιος Αγαθάγγελος»118 χαρακτήρισε την

απάντησι του π. Νικολάου ως «τεκμηριωμένην και εμπεριστατωμένην», ενώ ο

θεολόγος π. Θεοδώρητος ως "συγκλονιστική"! Την αναδημοσιεύει με «εκτίμησι»

το περιοδικό «Εκκλησιαστική Παράδοσις»119 καθώς και το επίσημο περιοδικό

της συνοδικής του ομάδος! Αυτό φανερώνει την μεγίστη ζηλωτική θεολογική

και εκκλησιολογική ανεπάρκεια. Οι σεβαστοί πατέρες μπορούν μεν να

ασπάζονται ακόμη και κακόδοξα εκκλησιολογικά φρονήματα, όχι όμως και να

υιοθετούν ιστορικές αναλήθειες.

θ. Ο π. Νικόλαος μας συκοφαντεί, ότι υποστηρίξαμε την ύπαρξι στουδιτικών

σχισμάτων κατά την περίοδο της Εικονομαχίας! Είπαμε μόνο, ότι οι

πρόσκαιρες αποσχίσεις των Στουδιτών από τους αγίους Ταράσιο120,

Νικηφόρο121, Μεθόδιο122, Φώτιο123 δεν μπορούν να αποτελέσουν πρότυπο,

εφόσον μάλιστα κατακρίθηκαν. Είναι δε ασέβεια η τακτική των Ζηλωτών και

ιδίως των Ενισταμένων να αποκαλούν «αιρετικούς»124, «μοιχειανούς»125 και

«μοιχωκυρωτάς»126 τους προσωρινούς αντιπάλους του οσίου Θεοδώρου (αγίους

Νικηφόρο Κωνσταντινουπόλεως, Μιχαήλ Συννάδων, Θεοφύλακτο Νικομηδείας,

Ευθύμιο Σάρδεων) προκειμένου να δικαιολογήσουν τα άνευ λόγων πίστεως

σχίσματά τους. Οι ¶γιοι αυτοί δεν υπήρξαν ούτε για μία στιγμή αιρετικοί,

ούτε φυσικά οι ηγούμενοι που δεν ακολούθησαν τον άγιο Θεόδωρο στην

προσωρινή του απόσχισι από τον άγιο Νικηφόρο (όσιοι Θεοφάνης της

Σιγγριανής, Μακάριος της Πελεκητής, Νικηφόρος και Νικήτας του Μηδικίου,

Ιωάννης των Καθαρών, Ιλαρίων των Δαλμάτων).

Σαν επίλογο, θα θέλαμε να μεταφέρωμε -ιδίως προς τον Μακαριώτατο

Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Χριστόδουλο- μία παράκλησι

εναρέτων Παλαιοημερολογιτών, οι οποίοι επιθυμούν μεν να διαφύγουν από τις

ζηλωτικές τάξεις, δεν βρίσκουν όμως εκκλησίες, που να ακολουθούν το παλαιό

ημερολόγιο (το οποίο όχι άδικα αγαπούν). Αν οι επίσκοποι της Εκκλησίας

προνοήσουν να υπάρχουν ένας η περισσότεροι ναοί σε κάθε μητρόπολι (ανάλογα

με τις ανάγκες), είναι σίγουρο ότι πολλοί Παλαιοημερολογίται, οι οποίοι

είναι υποδειγματικοί Χριστιανοί, θα φροντίσουν να ενωθούν αμέσως με την

Εκκλησία. Δεν υπάρχει τίποτε καλύτερο να επιθυμήσουμε από την εν Αλήθεια

ενότητα όλων των Ορθοδόξων, για την οποία θα προσευχώμαστε.

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

1 ¶γιοι Κολλυβάδες, τεύχος 28.

2 Σ. Μήλια, Των ιερών συνόδων συλλογή, Παρίσιοι 1761, τόμος β΄, σελ. 575β.

3 Μεγάλου Βασιλείου, Επιστολή σζ΄, α.α.32, 760α.

4 Γρηγορίου του Θεολόγου, Εις την Πεντηκοστήν, κεφ. η΄, α.α.36, 440α.

5 Περιοδικό Επίσκεψις, Γενεύη, φύλλο 511. σελ. 25.

6 Εφημερίς Εκκλησιαστική Αλήθεια, Αθήναι, τεύχος 452, σελ. 8.

7 Περιοδικό Παρακαταθήκη, Θεσσαλονίκη, τεύχος 4, σελ. 2-4.

8 Περιοδικό Εκκλησία, Αθήναι, τεύχος 10, 2000, σελ. 934-935 και 951-952.

9 Ορθόδοξος Ένστασις και Μαρτυρία, Ιερά σύνοδος Ενισταμένων, τεύχος 1,

2000, σελ. 21.

10 Ματθαίου κστ΄, 65.

11 Μοναχισμός και αίρεσις, Αθήναι 1977, σελ. 98.

12 Θεοδώρου Βαλσαμώνος, ερμηνεία εις τον ιε΄ της Α΄ και Β΄ συνόδου,

α.α.137, 1069αα.

13 Ι. Αναστασίου, Ο θρυλούμενος διωγμός, εν Αθωνική Πολιτεία, Θεσσαλονίκη

1963, σελ. 229.

14 Β. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι 1970, §κγ΄, σελ. 386.

15 Καλλίστου Βλαστού, Περί του Σχίσματος της Δυτικής Εκκλησίας, εν Αθήναις

1896, σελ. 108.

16 Περί εκκλησιαστικής κοινωνίας και μνημοσύνου, ¶γιον Όρος 1993, σελ. 32.

17 Καλλίστου Βλαστού, ένθ ανωτ. σελ. 107.

18 Θεοδώρου Βαλσαμώνος, ένθ ανωτ.

19 Τα ευρεθέντα, Λόγος συμβουλευτικός, Θεσσαλονίκη 1991, τόμος α , σελ.

400.

20 Ενθ ανωτ. σελ. 403.

21 Ενθ ανωτ. σελ. 409-410.

22 Ν. Ιωαννίδη, Ο Ιωσήφ Βρυέννιος, Αθήνα 1985, σελ. 80.

23 Τα ευρεθέντα, Μελέτη περί της των Κυπρίων, τόμος β , σελ. 23, 24.

24 Τα ευρεθέντα, τόμος α΄, σελ. ιε΄.

25 έίηίήιιίή έίίήήήίηήι, άήι αήήήήίήι, άήήή 1971, τμήμα β΄, κεφ. ιη΄, σελ.

120.

26 Ανδρ. Δημητρακοπούλου, Ιστορία του Σχίσματος, εν Λειψία 1867, σελ.

104-105.

27 έίηίήιιίή έίίήήήίηήι, ένθ ανωτ. τμήμα γ , κεφ. ε΄-στ΄, σελ. 166.

28 Θρησκευτική και ηθική εγκυκλοπαιδεία, Αθήναι 1962-1968, τόμος 4, σελ.

277.

29 Ανδρ. Δημητρακοπούλου, Ορθόδοξος Ελλάς, εν Λειψία 1872, σελ. 92-93.

30 Σ. Μπιλάλη, Ορθοδοξία και Παπισμός, Αθήναι 1969, τόμος β΄, σελ. 19.

31 Ν. Βασιλειάδη, Ο ¶γιος Μάρκος ο Ευγενικός, Αθήναι 1983, σελ. 61.

32 έίηίήιιίή έίίήήήίηήι, ένθ ανωτ. τμήμα γ΄, κεφ. κβ΄, κστ΄, σελ. 182-186.

33 Αγίου Μάρκου Εφέσου, Έκθεσις, α.ά17, 448.

34 αήήιή 31α, 689α.

35 Απολογία, α.α.160, 537α.

36 έίηίήιιίή έίίήήήίηήι, ένθ ανωτ. τμήμα η΄, κεφ. λστ΄, σελ. 422-423.

37 Φ. Βαφείδου, ένθ ανωτ. § 150, 2.

38 Γενναδίου του Σχολαρίου, ¶παντα τα ευρισκόμενα, άήίήι 1930, τόμος γ ,

σελ. 165.

39 Ενθ ανωτ. σελ. 169.

40 Θεοδωρήτου μοναχού, Η ευχαριστιακή συμμετοχή εν αγίω Όρει, 1972, σελ.

36-37.

41 Χ. Γιανναρά, Ορθοδοξία και Δύση, Αθήναι 1992, σελ. 97.

42 Χ. Παπαδοπούλου, Η Εκκλησία της Ελλάδος, εν Αθήναις 1954, σελ. 186.

43 Α. Δελήμπαση, Η αίρεσις του Οικουμενισμού, Αθηναι 1972, σελ. 214-215.

44 Εφραιμ Ιεροσολυμων, Ευαγγελική Σαλπιγξ, εν Αθήναις 1867, Προοίμιον,

σελ. ιγ΄.

45 Ευαγγελική Σάλπιγξ, Λόγος εις την εορτήν των τριών Ιεραρχών, εν Αθήναις

1867, σελ. 326-327.

46 Πηδάλιον, Αθήναι 1970, σημείωσις στον μστ΄ Αποστολικόν, σελ. 56.

47 Επιτομή είτε συλλογή των θείων της πίστεως δογμάτων, εν Λειψία αωστ΄,

σελ. 350-352.

48 Α΄ Αποστολικός, α.α.137, 36α, δ΄ της Α΄, α.α.137, 233α, γ΄ της Ζ΄,

α.α.137, 889αα.

49 Υπόμνημα εις την προς Εφεσίους, ομιλία ια΄, κεφ. δ΄-ε΄, α.α.62, 85-87.

50 Οσίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Πηδάλιον, σελ. 4, σημείωσις 2 και σελ. 696,

σημείωσις 6.

51 Μεγάλου Βασιλείου, Επιστολή ρπη΄, α.α.32, 668α-669α.

52 Ε. Γκουτζίδη, Συνοπτική Θεώρησις, Αθήναι 1989, σελ. 20-25.

53 Περιοδικό Ορθόδοξος Παρατηρητής, Πειραιεύς, τεύχος 46, σελ. 59.

54 Σ. Καραμήτσου, Αι χειροτονίαι των Γ.Ο.Χ., Αθηναι 1997, σελ. 19.

55 Επιστολή σμ΄, α.α.32, 897αα.

56 Περιοδικό Η φωνή της Ορθοδοξίας, Αθήναι, φύλλο 905, σελ. 6-8.

57 Περιοδικό Ορθόδοξος Παρατηρητής, Πειραιεύς, τεύχος 62, σελ. 20-23.

58 Ορθόδοξος Ένστασις και Μαρτυρία, Ιερά σύνοδος Ενισταμένων, τεύχος 1,

2000, σελ. 25-33.

59 Ορθόδοξος Ένστασις και Μαρτυρία, τεύχος 1, 1985, σελ. 6-11, Α.

Δελήμπαση, Πάσχα Κυρίου, Αθήναι 1985, σελ. 801.

60 Ιωσήφ Βρυεννίου, Τα ευρεθέντα, Θεσσαλονίκη 1991, τόμος α΄, σελ. 400.

61 Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις την προς Ρωμαίους, ομιλία ιστ΄,

κεφ. α΄, α.α.60, 549.

62 Σ. Μήλια, Των ιερών συνόδων συλλογή, Παρίσιοι 1761, τόμος β΄, σελ.

729β, 741α.

63 Εξήγησις της κινήσεως, κεφ. στ΄, α.α.90, 120α.

64 Κ. Ν. Σαθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Βενετία 1873, τόμος β΄, σελ. 41-42.

65 Ενθ ανωτ. σελ. 45.

66 Ιε΄ κανών της Α΄ και Β΄ συνόδου, α.α.137, 1068α.

67 Οσίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Πηδάλιον, σελ. 4, σημείωσις 2.

68 Κανών α΄, α.α.138, 577α-579α.

69 α.α.137, 349αα.

70 Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι 1994, τόμος β΄, σελ. 598.

71 Ανδρ. Δημητρακοπούλου, Ορθόδοξος Ελλάς, εν Λειψία 1872, σελ. 103-104.

72 Φ. Βαφείδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, § 150, 2.

73 Ανδρ. Δημητρακοπούλου, Ιστορία του Σχίσματος, Λειψία 1867, σελ.

165-166.

74 Ζ΄ της Β΄, α.α.137, 344αα και 95ος της ΣΤ΄, α.α.137, 840α-841α.

75 Φ. Βαφείδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, § 208, 2.

76 Ιω. Καρμίρη, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία, άάαή 1968, τόμος β΄,

σελ. 1034-1044.

77 Ορθόδοξος Ένστασις και Μαρτυρία, Ιερά σύνοδος Ενισταμένων, τεύχος

24-25, σελ. 299.

78 Η. Αγγελοπούλου, Μητροπολίτης πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος, Αθήναι 1981,

σελ. 102.

79 Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων, Τα σωζόμενα εκκλησιαστικά,

Αθήναι αωξδ΄, τόμος β΄, σελ. 246.

80 Ορθόδοξος Ένστασις και Μαρτυρία, Ιερά σύνοδος Ενισταμένων, τεύχος 1,

2000, σελ. 21.

81 Το άθεον δόγμα του Οικουμενισμού, 1998, σελ. 235.

82 Περιοδικό Πάνταινος, Αλεξάνδρεια, τεύχος 21, Σεπτέμβριος 1998.

83 Εφημερίς Ορθόδοξος Τύπος, Αθήναι, φύλλο 1334, σελ. 1.

84 Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, Ορθοδοξία και Ισλάμ, ¶γιον Όρος 1997.

85 Υπόμνημα περί Οικουμενισμού, 1999, σελ. 37-46.

86 Το άθεον δόγμα του Οικουμενισμού, 1998, σελ. 173.

87 α.α.137, 1061α-1072α.

88 Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, επιστολή ια΄, α.α.77, 81αα.

89 Σ. Καραμήτσου, Αι χειροτονίαι των Γ.Ο.Χ., Αθήναι 1997, σελ. 17.

90 Μ. Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες, Αθήναι 1996, σελ. 121.

91 Δοσιθέου Ιεροσολύμων, Δωδεκάβιβλος, βιβ. η΄, κεφ. β΄, § στ΄.

92 Οσίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Πηδάλιον, ερμηνεία του κβ΄ της ΣΤ΄, σελ.

238 και σημείωσις 6, σελ. 696.

93 Ερωτήματα δέκα, ερώτησις δ΄, α.α.104, 1224α.

94 Φ. Βαφείδου, Εκκλησιαστική Ιστορίια, § 106, 3.

95 Εκκλησιαστική Ιστορία, αιών η΄, κεφ. ε΄.

96 Β. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι 1970, § ιστ΄, σελ. 259.

97 Σ. Μήλια, Των ιερών συνόδων συλλογή, Παρίσιοι 1761, τόμος β΄, σελ.

724α.

98 Ενθ ανωτ. σελ. 736β.

99 Επιστολή 197, βιβλίο β΄, α.α.99, 1597α.

100 Επιστολή ρνδ΄, βιβλίο β΄, α.α.99, 1481α.

101 Επιστολή κδ΄, βιβλίο β΄, α.α.99, 1189α.

102 Λέοντος Γραμματικού, Χρονογραφία, α.α.108, 1040α.

103 Επιστολή α΄, βιβλίο β΄, α.α.99, 1116α.

104 Περί εκκλησιαστικής κοινωνίας και μνημοσύνου, ¶γιον Όρος 1993, σελ.

28.

105 Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, ια΄ επιστολή, α.α.77, 81α.

106 Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Ομιλία δ΄, α.α.77, 996α.

107 Νικηφόρου Καλλίστου, Εκκλησιαστική Ιστορία, κεφ. λδ΄, α.α.146, 1172α.

108 Οσίου Θεοφάνους, Χρονογραφία, α.α.108, 236α.

109 Φ. Βαφείδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, § 72, 2.

110 Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, Διάλογος περί των εκκλησιαστικών

δογμάτων, α.α.91, 332α -333α.

111 ¶γιοι Κολλυβάδες, τεύχος 27.

112 Επιστολή συνοδική, α.α.87,3, 3148α.

113 Φ. Βαφείδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, § 74, 2.

114 Σ. Μήλια, Των ιερών συνόδων συλλογή, Παρίσιοι 1761, σελ. 417-424, 439.

115 Περί των πραχθέντων, κεφ. κε΄, α.α.90, 161α.

116 Κεφ. κδ΄, α.α.90, 93α-96α.

117 Ενθ ανωτ. κεφ. ιζ΄, α.α.90, 85α.

118 ¶γιον Όρος, τεύχος 181, σελ. 2.

119 Αθήναι, φύλλο 114, σελ. 55-59.

120 Μ. Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες, Αθήναι 1996, σελ. 174-175.

121 Οσίου Θεοφάνους, Χρονογραφία, α.α.108, 968α και 973αα και 992α.

122 Μ. Γεδεών, ένθ ανωτ. σελ. 185.

123 Β. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι 1994, τόμος β΄, σελ. 102.

124 Ορθόδοξος Ένστασις και Μαρτυρία, Ιερά σύνοδος Ενισταμένων, τεύχος 1,

2000, σελ. 22.

125 Ορθόδοξος Ενημέρωσις, Ιεράς Μονής Ωρωπού και Φυλής, φύλλο 34, σελ. 1.

126 Ορθόδοξος Ενημέρωσις, φύλλο 30, σελ. 1.

 

---------------------

* Ιστότοπος Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας, 10 Ιανουαρίου 2007