Εἶναι σωστὸ νὰ δίνωνται δύο ὀνόματα στὴν βάπτιση;
Ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο κατ’ εἰκόνα Του (1), καὶ κάθε νέος ἄνθρωπος ποὺ γεννιέται εἶναι μία καινούργια εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἔρχεται στὸν κόσμο στολισμένος μὲ τὰ δικά του ἰδιαίτερα χαρίσματα καὶ γνωρίσματα, μοναδικὸς σὲ σχέση μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους συνανθρώπους του. Αὐτὴ τὴν μοναδικότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου ἐκφράζει πρωτίστως τὸ ὄνομα ποὺ λαμβάνει ὁ Χριστιανὸς μὲ τὴν ἀκολουθία τῆς Ὀνοματοδοσίας. Τὸ ὄνομα τοῦ ἀνθρώπου «τοῦ δίνει ταυτότητα ὡς πρόσωπο καὶ διαβεβαιώνει τὴν μοναδικότητά του. Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία φροντίζει νὰ τοῦ δώση ὄνομα. Δὲν θεωρεῖ τὸ βρέφος ἁπλά ἄνθρωπο, γενικὰ καὶ ἀόριστα, οὔτε σὰν φορέα μιᾶς ἀφηρημένης καὶ ἀπρόσωπης ἀνθρώπινης φύσης…
Ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν Εὐχὴ τῆς ὀνοματοδοσίας ὁμολογεῖ τὴν μοναδικότητα τοῦ συγκεκριμένου παιδιοῦ καὶ ἀναγνωρίζει τὸ θεϊκὸ δῶρο τῆς προσωπικότητός του» (2). Στοὺς ἀρχαίους χρόνους ἡ Ὀνοματοδοσία καὶ ἡ σφράγιση μὲ τὸ σημεῖο τοῦ ζωοποιοῦ Σταυροῦ γινόταν ὅταν κάποιος δήλωνε τὴν ὁριστική του ἀπόφαση νὰ βαπτισθῆ. Μὲ τὴν ἐπικράτηση τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ αὐτὸ ἄρχισε νὰ γίνεται τὴν ὀγδόη ἡμέρα ἀπὸ τὴν γέννηση τοῦ παιδιοῦ, ὅπως ἔγινε ἡ ὀνοματοδοσία στὸν Κύριο καὶ στὸν Τίμιο Πρόδρομο (3). Ἡ σωστὴ αὐτὴ τάξη διατηρήθηκε σὲ ὅλη τὴν βυζαντινὴ περίοδο.
Σήμερα ἡ γεμάτη νόημα προβαπτισματικὴ ἀκολουθία τῆς Ὀνοματοδοσίας ἔχει ἀτονήσει. Διαβάζεται συνήθως πρὸ τῆς ἐνάρξεως τοῦ μυστηρίου τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, ἀντὶ τῆς ὀγδόης ἡμέρας. Αὐτὸ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νὰ γίνεται σύγχυση καὶ νὰ θεωρεῖται ὅτι τὸ παιδὶ παίρνει ὄνομα κατὰ τὴν βάπτισή του. Δὲν θὰ πρέπη ὅμως νὰ ταυτίζεται τὸ μυστήριο τῆς Βαπτίσεως μὲ τὴν Ὀνοματοδοσία. Ἡ ἀναφορὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ βαπτιζομένου στὴν βάπτιση γίνεται ὅπως ἀκριβῶς καὶ σὲ κάθε ἄλλο Μυστήριο καὶ ἀκολουθία (Γάμο, Εὐχέλαιο, κλπ.). Εὐχῆς ἔργον θὰ ἦταν λοιπὸν νὰ ἀποσυνδεθῆ ἡ ἀκολουθία τῆς Ὀνοματοδοσίας ἀπὸ τὸ ἅγιο Βάπτισμα, καὶ νὰ ἐπανέλθη στὴν ὀγδόη ἡμέρα ἀπὸ τὴν γέννηση τοῦ παιδιοῦ. Τὸ ὄνομα στὸ παιδὶ δίδεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν Εὐχὴ τῆς ὀνοματοδοσίας. Μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα πλέον ὁ ἄνθρωπος θὰ καλῆται ἀπὸ τὸν καλὸ Ποιμένα Χριστό, ὁ ὁποῖος τὰ ἴδια πρόβατα καλεῖ κατ’ ὄνομα, δηλαδὴ προσκαλεῖ τὰ δικά Του πρόβατα ἕνα ἕνα μὲ τὸ ὄνομά τους (4). Καὶ ἡ φράση αὐτὴ φανερώνει ὅτι κάθε ἄνθρωπος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι μία προσωπικότητα μοναδικὴ καὶ ἀνεπανάληπτη. Σὲ αὐτὴν τὴν μοναδικότητα τοῦ κάθε ἀνθρώπου στηρίζεται ἡ Ἐκκλησία καὶ δίνει στὸ κάθε βρέφος ἕνα καὶ μοναδικὸ ὄνομα, ὅπως ἕνα ὄνομα δόθηκε καὶ στὸν Χριστὸ τὴν ὀγδόη ἡμέρα ἀπὸ τὴν γέννησή Του: Ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦς (5).
Ἡ συνήθεια νὰ δίδωνται στὸ παιδὶ δύο (ἢ καὶ περισσότερα) ὀνόματα εἶναι, ὄχι μόνον ἔξω ἀπὸ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ καὶ παράλογη, ἐφ’ ὅσον σὲ κάθε πρόσωπο ἀντιστοιχεῖ πάντοτε ἕνα ὄνομα. Ἡ κυριώτερη αἰτία τοῦ συγχρόνου φαινομένου εἶναι ἡ ἑξῆς: Λόγῳ τῆς ὀλιγοτεκνίας ποὺ παρατηρεῖται τὶς τελευταῖες δεκαετίες στὴν πατρίδα μας, οἱ γονεῖς προσπαθοῦν μὲ τὴν διπλὴ ὀνοματοδοσία νὰ ἱκανοποιήσουν ὅλους τοὺς παπποῦδες τοῦ παιδιοῦ καὶ νὰ ἀποφευχθοῦν παρεξηγήσεις. Ἡ πράξη ὅμως ἐπιβεβαιώνει ὅτι σὲ παιδιὰ ποὺ ἔλαβαν δύο ὀνόματα, ἢ ἐπικρατεῖ τὸ ἕνα ἐξ αὐτῶν, ἢ προσφωνοῦνται πότε μὲ τὸ ἕνα καὶ πότε μὲ τὸ ἄλλο, ἀναλόγως τῆς ὁμάδος τῶν συγγενῶν, ἢ (ἂν τὰ δύο ὀνόματα εἶναι μικρά) συγχωνεύονται καὶ δημιουργεῖται τρίτο ὄνομα! Οὐσιαστικὰ ἑπομένως κανεὶς ἀπὸ τοὺς προγόνους ποὺ ἔδωσαν τὸ ὄνομά τους στὸ παιδὶ δὲν εἶναι εὐχαριστημένος.
Μία ἄλλη δικαιολογία εἶναι ἡ ἐκπλήρωση τάματος. Τὸ νὰ λέω ὅμως “ἔχω τάξει τὸ παιδί μου στὸν τάδε Ἅγιο, γι’ αὐτὸ θέλω νὰ βάλω δεύτερο ὄνομα” σημαίνει ἁπλὰ ὅτι ἐμπαίζω τὸν Ἅγιο ἐκπληρώνοντας τὸ τάμα… κατὰ τὸ ἥμισυ. Καὶ ναὶ μὲν ὁ Ἅγιος δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἐμᾶς, ἐμεῖς ὅμως ἀποδεικνυόμαστε ἀναξιόπιστοι ἀπέναντί του.
Ἕνα τελευταῖο ἐπιχείρημα εἶναι ὅτι μὲ τοὺς ἰσχύοντας νόμους μπορεῖ τὸ ὄνομα τοῦ παιδιοῦ νὰ δηλωθῆ στὸ Ληξιαρχεῖο ἀπὸ τοὺς γονεῖς ἤδη ἀπὸ τὴν γέννησή του, ὁπότε τὸ ὄνομα εἶναι ἤδη ἀνεγνωρισμένο ἀπὸ τὸ κράτος καὶ θὰ πρέπη ἡ Ἐκκλησία νὰ τὸ δεχθῆ. Τὸ ἐπιχείρημα φυσικὰ δὲν εἶναι σοβαρὸ γιὰ ὅποιον ἐπιθυμεῖ νὰ τηρήση τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Κατ’ ἀρχὰς ὅσοι δὲν ἐπιθυμοῦν νὰ βαπτίσουν τὰ παιδιά τους ἔχουν τὴν δυνατότητα ἀπὸ τὴν κρατικὴ νομοθεσία νὰ τὰ ὀνοματίσουν μὲ ὅσα ὀνόματα ἐπιθυμοῦν. Ὅσοι ὅμως εἶναι πιστοὶ καὶ θέλουν νὰ τὰ βαπτίσουν θὰ πρέπη νὰ ἐνημερώνονται ἀπὸ τοὺς ποιμένες μας ἀπὸ νωρὶς γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ ὥστε νὰ μὴν δηλώνουν διπλὰ ὀνόματα στὸ Ληξιαρχεῖο. Γενικότερα πρέπει νὰ γίνη κατανοητὸ ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν συμβιβάζεται ἀνεξέταστα μὲ ὁποιεσδήποτε ἀποφάσεις τῆς Πολιτείας. Ἀποδίδει τὰ Καίσαρος τῷ Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ (6).
Στὴν συγκεκριμένη περίπτωση μπορεῖ νὰ δώση στὸ βρέφος μὲ τὴν Εὐχὴ τῆς ὀνοματοδοσίας τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ δύο ὀνόματα ποὺ ἔχουν καταχωρηθῆ στὸ Ληξιαρχεῖο. Ἡ πολλαπλὴ ὀνομασία ἑνὸς ἀνθρώπου μόνο σύγχυση μπορεῖ νὰ δημιουργήση τόσο στὸν ἴδιο ὅσο καὶ στὸ περιβάλλον του. Ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος παθαίνει σύγχυση, ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία του, διότι δὲν κατανοεῖ ποιὸ εἶναι τὸ ὄνομα ποὺ φανερώνει τὴν ὕπαρξή του. Αἰσθάνεται σὰν ἄνθρωπος χωρὶς ταυτότητα. Πρέπει νὰ εἶναι προετοιμασμένος νὰ ἀπαντᾶ σὲ δύο διαφορετικὰ ὀνόματα, καὶ εἶναι ὑποχρεωμένος ἀπὸ τὸν νόμο νὰ ὑπογράφη διὰ βίου σὲ ὅλα τὰ ἐπίσημα ἔγγραφα μὲ τὰ δύο ὀνόματα. Σύγχυση βέβαια ἐπικρατεῖ καὶ στὸ περιβάλλον τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι μόνο στὸ εὑρύτερο, τὸ ὁποῖο δυσκολεύεται νὰ τὸν προσφωνήση καὶ προσπαθεῖ νὰ βρῆ διαφόρους τρόπους γιὰ νὰ μὴν παρεξηγηθῆ, ἀλλὰ καὶ στὸ στενότερο. Διότι καὶ αὐτὸ χωρίζεται συνήθως σὲ δύο ὁμάδες, καὶ ἔτσι ἡ προσπάθεια νὰ ἀποφευχθοῦν οἱ παρεξηγήσεις δίνοντας διπλὸ ὄνομα ὁδηγεῖ κατὰ κανόνα σὲ χειρότερα ἀποτελέσματα.
Ἂν τώρα ἐξετάσουμε τὸ θέμα τῆς διπλῆς ὀνοματοδοσίας σὲ βάθος χρόνου, δὲν εἶναι δύσκολο νὰ μαντεύσουμε τί πρόκειται νὰ γίνη. Στὶς ἑπόμενες γενιὲς τὰ δύο ὀνόματα θὰ πολλαπλασιασθοῦν, διότι οἱ παπποῦδες θὰ ἔχουν δύο ὀνόματα, καὶ ἔτσι θὰ ὁδηγηθοῦμε σὲ μία πλήρη σύγχυση. Τὸ φαινόμενο τῶν διπλῶν ὀνομάτων ἦταν ἄγνωστο στοὺς παλαιοὺς Χριστιανούς. Βλέπουμε στὰ Συναξάρια ὅτι οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας ἕνα μόνο ὄνομα ἔπαιρναν στὴν βάπτισή τους, καὶ μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα τοὺς μνημονεύουμε καὶ τοὺς τιμοῦμε. Τὸ φαινόμενο ἦταν ἄγνωστο ἀκόμη καὶ στὴν ἀρχαία εἰδωλολατρικὴ Ἑλλάδα. Ἔχει δυτικὴ προέλευση (εἶναι διαδεδομένο στὸν δυτικὸ κόσμο), καὶ εἰσήχθη στὴν Ἑλλάδα ὡς ξενικὴ ἐπίδραση μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἔχει ἐπισημανθῆ πολὺ νωρὶς ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς ‘Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος. Μία ἀπὸ τὶς πρῶτες ἐγκυκλίους τῆς Ἱερᾶς Συνόδου (19 Μαΐου 1836) ἔχει ὡς θέμα «Περὶ τοῦ μὴ γίνεσθαι δεκτοὺς ἑνὸς βαπτιζομένου παιδίου πολλοὺς ἀναδόχους καὶ περὶ τοῦ μὴ διδόναι ἑκάστῳ βαπτιζομένω ὀνόματα πλείονα τοῦ ἑνός».
Μία ἑπόμενη ἐγκύκλιος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου (4 Νοεμβρίου 1874) εἶναι ἰδιαίτερα αὐστηρὴ γιὰ τὸ θέμα αὐτό: «῾Η Σύνοδος μετ’ ἀπορίας παρατηρεῖ ὅτι ξενοπρεπῆ τινὰ ἔθιμα,… ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν ἑξαπλοῦνται. Τὰ ἔθιμα ταῦτά εἰσι πρῶτον μὲν τὸ δύο ἢ καὶ πλείονας ἀναδόχους ἀναδέχεσθαι τὰ ἐκ τῆς ἱερᾶς κολυμβήθρας παιδία· καὶ δεύτερον τὸ διδόναι τοῖς βαπτιζομένοις δύο, τρία ἢ καὶ πλείονα ἔτι ὀνόματα. Ταῦτα τοίνυν τὰ ἔθιμα, τὰ καὶ τοῖς πάλαι χριστιανοῖς ὡς καὶ τοῖς ἐθνικοῖς Ἕλλησι, παρ’ οἷς ἓν πρόσωπον ἑνὶ προσηγορεύετο ὀνόματι, ἄγνωστα ὄντα, ἔγνω ἡ Σύνοδος ἵνα ἐκδιώξῃ καὶ φυγαδεύσῃ παντάπασι… Όθεν ἡ Σύνοδος, διὰ τῆς παρούσης ἐγκυκλίου, (ἐντέλλεται) ἵνα… ἕν μόνον ἑκάστῳ βαπτιζομένω παιδίῳ ὄνομα διδόναι καὶ ἓν καταγράφειν ἐν τῷ τῆς ‘Εκκλησίας μητρῴῳ». Στὸ ἴδιο πνεῦμα κινεῖται καὶ μία νεώτερη ἐγκύκλιος τῆς 2ας Μαρτίου 1934 ἡ ὁποία ὁρίζει «ἓν μόνον ὄνομα καὶ δὴ ἑορταζομένου ῾Αγίου (νὰ) δίδεται τοῖς βαπτιζομένοις νηπίοις».
Ἡ συνήθεια τῆς ὀνοματοθεσίας λοιπὸν μὲ διπλὸ ὄνομα εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, καὶ δημιουργεῖ ποικίλα προβλήματα. Εἶναι λανθασμένη στὴ βάση της, καὶ εἶναι λυπηρὸ νὰ γίνεται μὲ τὴν συγκατάθεση τοῦ ἱεροῦ κλήρου. Οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας ὀφείλουν νὰ ἐνημερώνουν τοὺς πιστοὺς οἱ ὁποῖοι πολλὲς φορὲς κινοῦνται ἀπὸ ἄγνοια. Ἐπειδὴ ἡ συχνότερη αἰτία εἶναι ἡ κεκαλυμμένη ματαιοδοξία τῶν συγγενῶν θὰ ἦταν χρήσιμο νὰ κατανοήσουμε ὅτι δὲν ἔχουμε νὰ κερδίσουμε ἀπολύτως τίποτα ὅταν φύγουμε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό, ἂν “ἀφήσουμε τὸ ὄνομά μας” στὸ ἐγγόνι μας, ἀλλὰ δὲν ἀφήσουμε κυρίως παράδειγμα χριστιανικῆς ζωῆς καὶ ταπεινώσεως. Εἶναι ἀνεπίτρεπτο καὶ παράλογο, σὲ μία οἰκογένεια ποὺ θέλει νὰ ζῆ κατὰ Θεόν, νὰ δημιουργοῦνται παρεξηγήσεις γιὰ τὸ θέμα τῆς ὀνοματοδοσίας τοῦ παιδιοῦ, ἐξαιτίας τόσο μικροπρεποῦς ματαιοδοξίας. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέγει σχετικά: «Νὰ μὴν δίνουμε στὰ παιδιά μας τυχαῖα ὀνόματα, οὔτε τῶν πάππων καὶ τῶν προπάππων… ἀλλὰ ὀνόματα ἁγίων ἀνδρῶν ποὺ διέπρεψαν στὴν ἀρετή» (7). Ἡ ἀρετὴ εἶναι ποὺ μᾶς λείπει, καὶ αὐτὴν θὰ ἀναζητήση τὸ παιδὶ γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀνατροφή του. Τὸ θέμα τῆς διπλῆς ὀνοματοδοσίας δὲν εἶναι τόσο ἀσήμαντο ὅσο θεωροῦν πολλοὶ ἐκ πρώτης ὄψεως. Ἂς εὐχηθοῦμε ὅτι μὲ μία καλὴ ἐνημέρωση τῶν πιστῶν θὰ μπορέσουμε καὶ στὸ θέμα αὐτὸ νὰ ἐπιστρέψουμε στὴν ὀρθὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ ὠφέλεια θὰ εἶναι δική μας καὶ τῶν παιδιῶν μας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Γένεσις 1, 27.
2. Ἀρχιμ. Γεωργίου Χρυσοστόμου (νῦν Μητροπολίτου Κίτρους), Ὀνοματοδοσία, Θεσσαλονίκη 2 2013, σελ. 87-8.
3. Λουκᾶς 2, 21 καὶ 1, 59-63.
4. Ἰωάννης 10, 3.
5. Λουκᾶς 2, 21.
6. Ματθαῖος 22, 21.
7. Εἰς Γένεσιν 21, 3, PG 53, 179.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη