Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό

Ο πρόεδρος Μπους είχε πει στο παρελθόν ότι του μίλησε ο Θεός για να επέμβει και να σώσει τον Ιρακινό λαό από έναν αιμοσταγή δικτάτορα (05/12/2007 10:23)

irak

Ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι σχεδόν όλοι οι πόλεμοι που φέρουν τη σφραγίδα της θρησκείας, έχουν στην βάση τους πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα. Σε έρευνα δε που έγινε στο Πανεπιστήμιο Bradford της Μεγάλης Βρετανίας από ερευνητές του τμήματος Ειρηνευτικών Μελετών, υποστηρίζεται ότι σχεδόν όλοι οι θρησκευτικοί πόλεμοι κρύβουν πίσω τους πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα, εδαφικές διεκδικήσεις, φυσικές πηγές, εθνικές και φυλετικές διαφορές.
Με την κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου και στη συνέχεια των κομμουνιστικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη ο πλανήτης εισήλθε σε μία νέα φάση της ιστορίας. Η κατάρρευση του κομμουνισμού έδωσε τη σκυτάλη στην νέα ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης και της απόλυτης κυριαρχίας της οικονομίας σε πλανητικό επίπεδο καθώς επίσης και την ανάδειξη μίας μόνης υπερδύναμης στη δεκαετία του 1990-2000.

Στο τέλος του 20ου αιώνα ο μονοπολικός κόσμος της Αμερικής φαινόταν πως θα γινόταν πραγματικότητα. Είχε σαφώς προετοιμαστεί και το έδαφος από ιδεολογικής σκοπιάς μέσω της Νέας Τάξης Πραγμάτων που ευαγγελίστηκε ο πατήρ Μπους, διαμορφώθηκε από τους ιδεολογικούς προφήτες της νέας εποχής, τον Σάμουελ Χάντιγκτον με το έργο του «Η Σύγκρουση των Πολιτισμών», τον Φράνσις Φουκουγιάμα με «Το Τέλος της Ιστορίας» και του Ζπίγκνιου Μπρεζίνσκι με το βιβλίο του «Η Μεγάλη Σκακιέρα, η αμερικανική υπεροχή και οι γεωστρατηγικές της επιταγές» και εκτελέστηκε από την ομάδα των νεοσυντηρητικών.
Η πανηγυρική εκλογή του υιού Μπους το 2000 και η είσοδος στην Τρίτη χιλιετία και στον 21ο αιώνα δεν προδίκαζαν ίσως με τίποτα αυτό που θα ακολουθούσε και αυτά που βιώνει ο πλανήτης σήμερα.

Τα χαρακτηριστικά του 21ου αιώνα

Τα πρώτα επτά χρόνια του 21ου αιώνα μας έδειξαν ότι ο πλανήτης θα είναι λιγότερο ειρηνικός, λιγότερος ασφαλής και με περισσότερες προκλήσεις. Η εμφάνιση της θρησκευτικής τρομοκρατίας, οι πόλεμοι ενάντια στην τρομοκρατία, η ανάδυση νέων δυνάμεων στον πλανήτη που αμφισβητούν τον μονοπολικό κόσμο και κάθε άλλη μορφή αντιπαράθεσης που συντελείται σήμερα αναδεικνύουν επιτακτικότερα το ερώτημα αν οι συγκρούσεις που λαμβάνουν χώρα στον πλανήτη είναι θρησκευτικές η συγκρούσεις συμφερόντων.
Επίσης μία άλλη σειρά ζητημάτων που απασχολεί τον πλανήτη έχει να κάνει με την διανομή και κατανομή των ενεργειακών πόρων τις κλιματικές αλλαγές, την αστικοποίηση του παγκόσμιου πληθυσμού, τις μεταδοτικές ασθένειες, όπως επίσης και την πορεία της παγκοσμιοποίησης, που σε πολλές περιοχές διευρύνει το χάσμα πλούσιων και φτωχών, ενώ με την ισχύ των πολυεθνικών και των κερδοσκοπικών κεφαλαίων κράτη ολόκληρα και εθνικές οικονομίες ζουν υπό καθεστώς ομηρίας η μπορούν να καταρρεύσουν μέσα σε λίγο χρόνο. Πρόσφατα παραδείγματα τα κερδοσκοπικά παιχνίδια των funds, με τις τιμές του πετρελαίου αλλά και τα επισφαλή στεγαστικά δάνεια υψηλού ρίσκου σε αμερικανούς καταναλωτές.

Οι εστίες συγκρούσεων και οι ερμηνείες τους

Οι συγκρούσεις τον 21ο αιώνα είναι δύσκολο να χαρακτηριστούν αμιγώς θρησκευτικές, η αμιγώς συγκρούσεις συμφερόντων. Τα κύρια μέτωπα συγκρούσεων η εν δυνάμει βίαιες καταστάσεις αυτή τη στιγμή παγκοσμίως είναι τα παρακάτω:
Κουρδιστάν (Τουρκία-Ιράν-Συρία εναντίον προοπτικής ανεξάρτητου Κουρδιστάν). Όλες οι περιοχές ασπάζονται την ισλαμική θρησκεία, οι διαφορές όμως είναι εθνικού χαρακτήρα.
Ισραήλ-Λίβανος-Παλαιστίνη (Χαμάς και Χεζμπολάχ με Ιρανική στήριξη κόντρα στην πολιτική του Ισραήλ στην περιοχή).
Ιράν (η απόκτηση πυρηνικών όπλων θα σημάνει τον Γ Παγκόσμιο Πόλεμο σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις του Προέδρου Μπους).
Ιράκ ( το απόλυτο χάος, με φόντο την μελλοντική τριχοτόμησή του). Κοστίζει πάντως στην Αμερική 2 δισ. δολλάρια την εβδομάδα. Δεν έχουν βρεθεί πυρηνικά η βιολογικά όπλα, ενώ πολλοί διεθνείς αναλυτές υποστηρίζουν ότι η επέμβαση έγινε για να προστατευθεί το Ισραήλ, να ελέγχουν οι ΗΠΑ με στρατιωτική παρουσία τα πετρέλαια του αραβικού κόσμου και να έχουν ένα ανάχωμα στρατιωτικό δυτικά της Κίνας και νότια της Ρωσίας.
Αφγανιστάν (επιστροφή των Μουτζαχεντίν, αδύναμη να ελέγξει τη χώρα έξω από την Καμπούλ η δυτική επιλογή του μουσουλμάνου επίσης πρωθυπουργού Καρζάι, σε ύψη ρεκόρ η παραγωγή οπίου παρά τις στρατιωτικές δυνάμεις της Δύσης και το παράδοξο της μη καλλιέργειας οπίου την εποχή των Μουτζαχεντίν)
Αφρική (Νταρφούρ, Σομαλία, Αιθιοπία). Στο Νταρφούρ του Σουδάν η ισλαμική αραβική κυβέρνησε κατέπνιξε την εξέγερση των μαύρων της περιοχής, που δεν είναι μωαμεθανοί πλην όμως, στηρίζονται από τη Δύση και τυχαίνει να διαβιούν σε μία περιοχή με απίστευτο φυσικό πλούτο, όπως πετρέλαιο, υπόγεια ύδατα, και πολύτιμα ορυκτά (ουράνιο και χρυσός) που εποφθαλμιά η Δύση. Η χριστιανική Αιθιοπία συνεπικουρούμενη από τη Δύση εισβάλει στη Σομαλία για να απωθήσει τους ισλαμιστές που είχαν καταλάβει την εξουσία. Εδώ όντως έχουμε στοιχεία θρησκευτικού πολέμου με γεωπολιτικές παραμέτρους και παρέμβαση της Δύσης υπέρ των χριστιανικών μειονοτήτων, όχι επειδή τους συμπονούνε αλλά για καθαρά γεωπολιτικούς λόγους. (υπενθυμίζουμε την περίπτωση της τραγωδίας της Ρουάντα και την απραξία της Δύσης).
Πακιστάν (στα πρόθυρα εμφυλίου, σποραδικές βιαιότητες με το Ινδικό στοιχείο).
Βαλκάνια (Κόσσοβο) εν δυνάμει σύγκρουση με Σερβία κυρίως για εθνικούς λόγους (αγώνας για την ανεξαρτησία των Αλβανών της περιοχής).
Θρησκευτική βία και αντιδράσεις στο εσωτερικό των δυτικών χωρών (μουσουλμάνοι κυρίως σε Αγγλία, Γαλλία, Ολλανδία και Γερμανία) π.χ για την προσβολή του προφήτη με τα σκίτσα στη Δανία, η παράσταση της όπερας του Βερολίνου Ιδεομενέας με τα κομμένα κεφάλια των Ιησού, Μωάμεθ, Βούδα και Ποσειδώνα, οι δήλωσεις του Πάπα για το Ισλάμ βάσει ιστορικών μαρτυριών του Μανουήλ Β Παλαιολόγου βυζαντινού αυτοκράτορα, η μαντίλα στα σχολεία και η ενδογενής ανάπτυξη τρομοκρατικών στοιχείων μέσα στις ευρωπαϊκές χώρες.
Η εμφάνιση φονταμενταλιστών στο χώρο του Ισλάμ και οι τρομοκρατικές ενέργειες δεν στρέφονται μόνον ενάντια στα δυτικά συμφέροντα αλλά και ενάντια στα διεφθαρμένα και δυτικό -επηρεαζόμενα ομόθρησκα αραβικά καθεστώτα. Οι επιθέσεις της Αλ Κάϊντα και οι συγκρούσεις μουσουλμάνων και Ινδουιστών στην Ινδία πριν τρία χρόνια αποτελούν βιαιότητες θρησκευτικής υποκινούμενης βίας.
Οι συγκρούσεις τροφοδοτούνται και από τη χρήση του θρησκευτικού παράγοντα στο εσωτερικό των χωρών τους κυρίως σε ΗΠΑ και Ιράν για να δικαιολογήσουν την ενδεχόμενη πολεμική σύγκρουση. Ήδη ο πρόεδρος Μπους είχε πει στο παρελθόν ότι του μίλησε ο Θεός για να επέμβει και να σώσει τον Ιρακινό λαό από έναν αιμοσταγή δικτάτορα, ενώ παράλληλα οι διαμορφωτές της εξωτερικής πολιτικής για το μεσανατολικό προέρχονται από τον ιδεολογικό χώρο των νεοσυντηρητικών οι οποίοι σε μία ακραία συμμαχία χριστιανών ευαγγελιστών φονταμενταλιστών και ισραηλινών φορέων επιδιώκουν την πάση θυσία διατήρηση του Ισραήλ, αναμένουν τον Αρμαγεδώνα που θα γίνει στο βιβλικό Ισραήλ και φυσικά τη Δευτέρα Παρουσία. Ο ιδεολογικός γκουρού των νεοσυντηρητικών και πρόσφατα τιμηθείς από τον Αμερικανό πρόεδρο με το ανώτατο παράσημο της χώρας, το μετάλλιο της Ελευθερίας, Νόρμαν Ποντχόρετς, έχει καταθέσει τις απόψεις του σε ένα νέο βιβλίο με τίτλο: «Δ Παγκόσμιος Πόλεμος: Ο Μακρύς αγώνας κατά του ισλαμοφασισμού». (Για το συγγραφέα Γ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν ο Ψυχρός πόλεμος).
Στον Ιράν από την άλλη, οι Σιΐτες αναμένουν την Δευτέρα παρουσία του δικού τους 12ου ιμάμη (Μαχντί) που αναλήφθηκε στους ουρανούς και η επιστροφή του θα φέρει τη λύτρωση και τη σωτηρία στους ανθρώπους, αφού δώσουν τη μάχη, τον δικό τους ιερό πόλεμο τζιχάντ, με τους άπιστους και το Σατανά (που είναι οι ΗΠΑ και το Ισραήλ). Η αναμέτρηση βέβαια αυτή θα οδηγήσει και έχει επίσης στόχο τη συσπείρωση γύρω από τον Ιρανό ηγέτη και της ομάδας εξουσίας στην Τεχεράνη και τη διατήρησή της. Εξάλλου πως μπορεί να μετατραπεί σε απόλυτο θρησκευτικό πόλεμο, αφού η Ορθόδοξη Ρωσία στηρίζει το Ιράν και η Κίνα επίσης στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ αλλά υπάρχουν και αγεφύρωτες διαφορές με τους Ουαχαμπίτες της Σαουδικής Αραβίας και τις δυτικοποιημένες αραβικές άρχουσες εξουσίες;

* Το παρόν αποτελεί περίληψη εισήγησης που εκφωνήθηκε στο πλαίσιο του 13ου συνεδρίου του Μεταπτυχιακού Θεολογικού Συνδέσμου της Θεολογικής Σχολής του Παν/μίου Αθηνών και της Ι. Μητροπόλεως Πατρών, στην Πάτρα στις 10 Νοεμβρίου 2007, με θέμα: «Εκκλησία και Βία και η Μαρτυρία του Απ. Ανδρέα»

Η έξαρση του θρησκευτικού φαινομένου παγκοσμίως

Παράλληλα με όλες τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει και η παγκόσμια τάση επιστροφής στις θρησκείες μετά το τέλος των ιδεολογιών στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Η επιστροφή στις θρησκείες έρχεται να δώσει την πνευματική τροφή στους λαούς που η παγκοσμιοποιημένη τυποποίηση του καταναλωτικού τρόπου ζωής αδυνατεί να παράσχει.
Σε παγκόσμια έρευνα που δημοσιεύθηκε την περασμένη Άνοιξη στο περιοδικό Foreign Policy αναδείχθηκε μετά από διεξοδική έρευνα ότι το θρησκευτικό αίσθημα είναι σε άνθηση σε όλο τον πλανήτη. Η ευημερία, η γνώση και η εξάπλωση της δημοκρατίας παγκοσμίως δεν έχουν οδηγήσει, όπως θα περίμεναν πολλοί, σε υποχώρηση του θρησκευτικού αισθήματος. Στις αρχές του 21ου αιώνα οι πιστοί που ανήκουν στις μεγάλες θρησκείες (χριστιανισμό, ισλαμισμό, ινδουϊσμό) καλύπτουν το 64% του παγκόσμιου πληθυσμού που ενδέχεται να εκτιναχθεί στο 70% το 2025. Στις αρχές του 20ου αιώνα το αντίστοιχο ποσοστό των πιστών ήταν στο 50%.


Οι θρησκείες ως παράγοντας ειρήνης

Στην κατεύθυνση της συμφιλίωσης και του θετικού ρόλου που μπορεί να επιτελέσουν οι θρησκείες γίνονται πυρετωδώς πολλές συναντήσεις και διεξοδικές συζητήσεις μεταξύ των θρησκευτικών ηγετών στις ημέρες μας. Οι άοκνες προσπάθειες του Πατριάρχη μας και η αποστολή προσφάτως επιστολής πάνω από 130 μουσουλμάνων λογίων στους χριστιανούς ηγέτες προτρέποντας για μεγαλύτερη κατανόηση ανάμεσα στις δυό θρησκείες είναι μερικά από τα πιο πρόσφατα παραδείγματα. Η ιστορική επίσκεψη την προηγούμενη εβδομάδα του βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας στο Βατικανό ενισχύει την παραπάνω τάση για μία ειρηνική συνύπαρξη των πιστών και έρχεται σε μία περίοδο βελτίωσης των σχέσεων μεταξύ Βατικανού και μουσουλμανικού κόσμου ένα χρόνο και πλέον από την παπική ομιλία που φάνηκε να συνδέει το Ισλάμ με τη βία.

Κλείνοντας ένα είναι βέβαιον ότι θρησκείες και πολιτισμοί θα αναγορευθούν ξανά οι πρωταγωνιστές των παγκόσμιων εξελίξεων, είτε επειδή πίσω από αυτές στήνονται οικονομικές και πολιτικές συμμαχίες και χρησιμοποιούνται ως προσχήματα πάσης φύσεως συμφερόντων, είτε επειδή είναι ίσως οι μοναδικοί παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν τους πιστούς τους στην επιδίωξη της ειρηνικής συνύπαρξης και της παγκόσμιας ηρεμίας.


Πηγή: ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΤΕΥΧ 84 ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2007

 

Στο περιοδικό «¶γιοι Κολλυβάδες»1 εδημοσιεύθη άρθρο του π. Νικολάου

Δημαρά, δια του οποίου κατηγορείται η Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου για την

στάση της έναντι του Οικουμενισμού και του Ζηλωτισμού.

Αφορμή για την σύνταξη του άρθρου αυτού έδωσε η προ έτους αποχώρησή μου

από τους Ζηλωτές πατέρες του Αγίου Όρους και η εγκαταβίωσή μου στην εν

λόγω ιερά Μονή. Αιτία της πράξεώς μου αυτής ήταν η εντελώς εσφαλμένη

εκκλησιολογική γραμμή που έχουν υιοθετήσει οι Ζηλωτές και λοιποί Γ.Ο.Χ.

Παλαιοημερολογίτες. Μεταξύ των πολλών επιχειρημάτων μου για την ανωτέρω

απόφαση ήταν και η στάση του αγίου Σωφρονίου έναντι των αιρετικών

Μονοθελητών.

Ο π. Νικόλαος ασχολείται στο άρθρο του κυρίως με την στάση αυτή του αγίου

Σωφρονίου. Κατηγορούνται επίσης οι επίσκοποι της Εκκλησίας, ότι κηρύττουν

την αίρεση του Οικουμενισμού δια της αλλαγής του ημερολογίου, των

διαλόγων, συμπροσευχών και άλλων καινοτομιών. Συγχρόνως κατηγορείται και η

ιερά Μονή μας, επειδή δεν διακόπτουμε την εκκλησιαστική επικοινωνία με

τους επισκόπους μας, παρά την (δήθεν) ρητή επιταγή των αγίων Πατέρων και

την υποχρέωση του ιε΄ κανόνος της Α΄ και Β΄ συνόδου (861).2

Έζησα από κοντά, τους κατά τα άλλα αγαπητούς και εναρέτους Ζηλωτές πατέρες

και εξετίμησα την ευλάβειά τους, την αγάπη τους για τον μοναχισμό και την

αγωνιστικότητά τους. Διεπίστωσα όμως ότι συντηρούν ένα αντικανονικό σχίσμα

και παρερμηνεύουν την διδασκαλία των αγίων Πατέρων και την εκκλησιαστική

Ιστορία. Προς το παρόν, με την ευλογία του σεβαστού γέροντός μου πατρός

Γεωργίου, απαντώ εν συντομία στις κατηγορίες του άρθρου, για να αποδείξω

ότι η στάση μας είναι απολύτως σύμφωνη με την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία.

Βασικό κριτήριο για την απάντηση αυτή θα αποτελέση η πατερική διδασκαλία

έναντι των αιρετικών και των αντικανονικώς ενεργούντων επισκόπων.

 

 

Α. Η ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ

 

1. Για τους καταδικασμένους αιρετικούς

 

Η στάση των αγίων Πατέρων έναντι των αιρετικών ήταν πάντοτε η ίδια. Ο

άγιος Ταράσιος Κωνσταντινουπόλεως λέγει ότι «κατ’ ουδέν τους πατέρας

ευρίσκομεν διαφωνούντας, αλλ’ ως του αυτού πνεύματος όντες, πάντες το αυτό

κηρύττουσι και διδάσκουσιν».3 Έτσι, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος διδάσκει

ότι πρέπει να αποστρεφώμεθα τους αιρετικούς ως αλλοτρίους της καθολικής

Εκκλησίας.4 Οι αιρετικοί, κατά τον Μέγα Αθανάσιο, είναι λύκοι και

πρόδρομοι του Αντιχρίστου,5 ενώ, κατά τον Μέγα Βασίλειο, χειρότεροι και

από τον Ιούδα.6 Ο όσιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός παραγγέλλει να μη δίνουμε

μετάληψη στους αιρετικούς, ούτε να λαμβάνουμε την δική τους,7 επειδή, κατά

τον όσιο Θεόδωρο τον Στουδίτη, η μετάληψη των αιρετικών είναι φάρμακο

μελαίνον και σκοτίζον την ψυχή.8

Το μνημόσυνο του αιρετικού επισκόπου είναι μολυσμός,9 ενώ κατά τον άγιο

Συμεών Θεσσαλονίκης, απαγορεύεται και ο συνεκκλησιασμός με τους

αιρετικούς.10 Οι ¶γιοι προτρέπουν τους αιρετικούς να εγκαταλείψουν την

αίρεση και να προσέλθουν στην καθολική Εκκλησία, διαφορετικά δεν

ωφελούνται από τα καλά τους έργα,11 ούτε μπορούν να κληρονομήσουν την

βασιλεία του Θεού.12

 

2. Για όσους ενώνονται με καταδικασμένους αιρετικούς

 

Συμφώνως προς τους κανόνες α΄ και β΄ της Γ΄ Οικουμενικής συνόδου,13 όσοι

προσχωρούν στους αιρετικούς εκπίπτουν της εκκλησιαστικής κοινωνίας και της

ιερωσύνης. Ως εκ τούτου, οι άγιοι Σάββας και Θεοδόσιος με όλους τους

μοναχούς της Παλαιστίνης εδήλωναν, ότι είναι πρόθυμοι να χύσουν το αίμα

τους, παρά να δεχθούν ένωση με τους Μονοφυσίτες.14

Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίσθησαν και οι ενώσεις με τους αμετανοήτους

Λατίνους τα έτη 1274 και 1439. Οι Πατέρες δηλαδή διέκοψαν την

εκκλησιαστική κοινωνία με όσους απεδέχοντο την ένωση της Λυών (1274).

Προετίμησαν μάλιστα τα βασανιστήρια και τον θάνατο, ως οι αγιορείτες

οσιομάρτυρες15 και οι όσιοι Μελέτιος και Γαλακτίων.16 Ο άγιος Μάρκος ο

Ευγενικός επίσης συνιστούσε στους Ορθόδοξους να μη επικοινωνούν με όσους

απεδέχοντο την ψευδένωση της Φλωρεντίας (1439) και έλεγε: «Φευκτέον

αυτούς, ως φεύγει τις από όφεως».17

 

3. Για όσους κηρύττουν αίρεση

 

Ο ιερός Δοσίθεος Ιεροσολύμων, ερμηνεύων ωραιότατα την Ορθόδοξη

Εκκλησιολογία, παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο η Εκκλησία αντιμετωπίζει

αυτούς που κηρύττουν εντός αυτής αιρετικά δόγματα: «Την αίρεση την

αναφύουσαν, εάν εξαπλωθή, κρίνει και κατακρίνει η Οικουμενική σύνοδος».18

Μετά δε την σύνοδο οι αμετανόητοι αιρετικοί απεκόπτοντο παντελώς της

εκκλησιαστικής κοινωνίας.

Σε μερικές περιπτώσεις η εκκλησιαστική κοινωνία με τους ανωτέρω διεκόπτετο

και προ συνοδικής κρίσεως.19 Ο ιε΄ κανών της Α΄ και Β΄ συνόδου, επιτρέπει

την πράξη αυτή, εφόσον γίνεται με σκοπό να ελευθερωθή η Εκκλησία από το

σχίσμα και την αίρεση των επισκόπων αυτών.20 Επειδή όμως το εκκλησιαστικό

σχίσμα δεν είναι κάτι το απλό, η τελική κρίση και η αποκοπή των αιρετικών

από την Εκκλησία, ως προανεφέραμε, ανετέθη στις Οικουμενικές συνόδους.

Αυτό έγινε, διότι οι αιρέσεις δεν ήταν εύκολο να συνειδητοποιηθούν αμέσως

από το πλήρωμα της Εκκλησίας. Επίσης δεν ήταν δίκαιο να θεωρούνται

αιρετικοί, προ της τελικής αποφάσεως της Οικουμενικής συνόδου, όσοι

εκοινωνούσαν από άγνοια, για Οικονομία ή για κάποια άλλη αιτία με τους

επισκόπους που εκήρυττον αιρετικές δοξασίες. Γι’ αυτό κανείς ιερός κανών ή

άγιος πατήρ δεν επέβαλε ποτέ στο Ορθόδοξο πλήρωμα την διακοπή της

εκκλησιαστικής κοινωνίας με τους αιρετικούς προ συνοδικής κρίσεως. Επίσης

κανείς κληρικός δεν ετιμωρήθη ποτέ γι’ αυτό, σε αντίθεση βεβαίως με αυτούς

που συνέχιζαν την επικοινωνία μετά την συνοδική καταδίκη.

Αρκετά παραδείγματα από την εκκλησιαστική Ιστορία αποδεικνύουν, ότι από

την εμφάνιση της αιρετικής διδασκαλίας μέχρι την τελική καταδίκη της

μεσολαβούσε ένα διάστημα, μικρό ή μεγάλο. Στην περίοδο αυτή η Εκκλησία

προσπαθούσε δια των εκπροσώπων της να φέρη σε μετάνοια τους "καινούς"

διδασκάλους, εφαρμόζουσα την ανεγνωρισμένη από όλους τους αγίους Πατέρες

γραμμή της Οικονομίας. Έτσι, π.χ., ενώ ο Μονοθελητισμός άρχισε να

κηρύττεται το 615, οι κύριοι πολέμιοί του, άγιοι Σωφρόνιος και Μάξιμος,

δεν φαίνεται να έχουν διακόψει την επικοινωνία με τους αιρετικούς προ των

συνόδων της Δύσεως (640 - 649), που τους ανεθεμάτισαν.

Η Οικονομία συναντάται και στην περίπτωση της στάσεως έναντι των Λατίνων.

Στο ανωτέρω συμπέρασμα καταλήγουμε και αν ακόμη δεχθούμε την ακραία

περίπτωση, ότι οι πάπες εκήρυξαν επισήμως την αίρεση του Φιλόκβε από το

1009 και όχι ότι την διέδιδον ανυποστόλως από τον ι΄ αιώνα.21 Οι Ζηλωτές

προφασίζονται ότι ο χωρισμός έγινε πάραυτα, καθώς ο Κωνσταντινουπόλεως

Σέργιος διέγραψε το όνομα του πάπα από τα δίπτυχα το 1009.22 Φέρνουν

μάλιστα και σχετική μαρτυρία από τον ιερό Δοσίθεο. Προκαλεί μεγάλη

εντύπωση η παραποίηση της Ιστορίας και η απόκρυψη των επομένων λόγων του

ιερού πατρός.

Λέγει λοιπόν ο ιερός Δοσίθεος, ότι οι υπόλοιποι πατριάρχες δεν διέγραψαν

το όνομα του πάπα από τα Δίπτυχα το 1009, αλλ’ έπειτα από σαρανταπέντε έτη

(1054). Εννοείται βεβαίως ότι η Κωνσταντινούπολη ήταν ενωμένη με τα

ανωτέρω πατριαρχεία καθ’ όλο αυτό το διάστημα. Η Οικονομία αυτή έναντι των

Λατίνων έγινε επειδή «οι Πατριάρχαι κατά το αρχαίον εκκλησιαστικόν έθος,

μάλλον του Κηρουλαρίου ενεργούντες το κανονικόν δίκαιον, εξεδέχοντο την

διόρθωσιν της ρωμαϊκής Εκκλησίας, όθεν και εμακροθύμουν».23 «Οι Ανατολικοί

(δηλαδή) οικονομικώς, σεσιγήκασιν επί πολύν καιρόν, οιόμενοι τους Ιταλούς

προς τα κρείττω μετακινήσαι τας καινοτομίας αυτών, μείναντας δε εν τη

οικεία πεισμονή, απέβαλον αυτούς της εκκλησιαστικής ενώσεως».24

Όταν επίσης ο άγιος Γρηγόριος (πατήρ του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου)

υπέγραψε από απλότητα ένα ημιαρειανικό σύμβολο (361), οι μοναχοί διέκοψαν

την επικοινωνία μαζί του.25 Ο άγιος Γρηγόριος όμως και άλλοι δεν τον

εχώρισαν. Αυτό το αποκρύπτουν συνήθως οι Ζηλωτές καθώς και τις κρίσεις του

ιερού πατρός για τους μοναχούς.26 Η ένωση επετεύχθη, αφού ο υιός Γρηγόριος

έπεισε τον πατέρα του να εκφωνήση δημοσίως ένα Ορθόδοξο Σύμβολο (364).27

Επί πλέον δε στον α΄ Ειρηνικό του λόγο, επί τη ενώσει των διεστώτων, ο

μέγας Θεολόγος ελέγχει εμμέσως τους μοναχούς για ανταρσία, ταχύτητα και

αυθάδεια. Τους συμβουλεύει να μη επιστρέψουν στον «ίδιον έμετον», καθώς

και το ότι είναι προτιμότερο να μένουμε στο κοινό σώμα της Εκκλησίας, όταν

δεν είμεθα τελείως σίγουροι.28

 

4. Για όσους παρανομούν έναντι των ιερών κανόνων

 

Η αντιμετώπιση αυτών που παραβαίνουν (περισσότερο ή λιγότερο) τους ιερούς

κανόνες, χωρίς να θίγουν τα δόγματα, είναι τελείως διαφορετική. Οι κανόνες

ιγ΄, ιδ΄ και ιε΄ της Α΄ και Β΄ συνόδου (επί αγίου Φωτίου) απαγορεύουν

αυστηρώς την διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας με τους επισκόπους, που

υπέπεσαν σε οποιοδήποτε «έγκλημα», προ συνοδικής κρίσεως. Οι άγιοι

Απόστολοι επέτρεπαν την διακοπή της κοινωνίας για λόγους «ευσεβείας και

δικαιοσύνης».29 Η λέξη «δικαιοσύνη» μπορούσε ευκόλως να παρερμηνευθή, με

αποτέλεσμα να συμβούν διάφορα σχίσματα που κατεδικάσθησαν από την

Εκκλησία. Τα αλλεπάλληλα σχίσματα, κυρίως των Στουδιτών, που συνεχίζοντο

και επί των ημερών του αγίου Φωτίου, έδωσαν αφορμή στον ¶γιο και την

σύνοδό του να νομοθετήσουν τους κανόνες αυτούς.

Επίσης δεκαπέντε περίπου έτη προ της συνόδου του αγίου Φωτίου «ο άγιος

Μεθόδιος συνοδικώς εξήνεγκεν ανάθεμα κατά των του Στουδίου μοναχών των από

της Εκκλησίας εαυτούς αποσχισάντων, διότι αντείχοντο των κατά Ταρασίου και

Νικηφόρου κληθέντων τε και γραφέντων υπό Θεοδώρου».30 Η τακτική του αγίου

Μεθοδίου να αποδέχεται οικονομικώς τις χειροτονίες των Εικονομάχων

προεκάλεσε σχίσματα. Ο όσιος Ιωαννίκιος κατέκρινε πολυτρόπως τα σχίσματα

αυτά και υπεστήριζε ότι η Εκκλησία πρέπει να είναι ενωμένη, εφόσον δεν

υπάρχουν λόγοι πίστεως.31

Αλλά και τα παλαιότερα προσωρινά σχίσματα του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου

για τις Οικονομίες των αγίων πατριαρχών Ταρασίου και Νικηφόρου, «ου μικρόν

πτώμα τοις Πατράσιν έδοξε· αλλ’ όμως πάλιν διωρθώσατο».32 Ακόμη και ο

βιογράφος του, Μιχαήλ ο Στουδίτης, δεν τολμά να υποστηρίξη την πράξη του

οσίου Θεοδώρου.33 Τα σχίσματα αυτά κατέκριναν μεταξύ άλλων οι ιεροί

Μεθόδιος34 και Δοσίθεος.35 Επίσης δεν τα ακολούθησαν άλλοι μοναχοί εκείνης

της εποχής, οι οποίοι ανεδείχθησαν μεγάλοι άγιοι. Τέτοιος ήταν ο μέγας

ομολογητής Θεοφάνης, ο οποίος στην «Χρονογραφία» του αναφέρει την απόσχιση

του αγίου Θεοδώρου από την «αγία Εκκλησία» και τον «αγιώτατο πατριάρχη»36

Νικηφόρο. Η αιτία της κατακρίσεώς τους ήταν ότι δεν υπήρχε ζήτημα πίστεως,

αλλά απόκλιση από τους ιερούς κανόνες. Βεβαίως ο άγιος Θεόδωρος είναι

μέγας ομολογητής και αποτελεί πρότυπο ένεκα των ηρωικών αγώνων του έναντι

της εικονομαχικής αιρέσεως. Μόνο τα προσωρινά σχίσματά του για τις ανωτέρω

Οικονομίες δεν μπορεί να αποτελέσουν κανόνα για την Εκκλησία.

Δυστυχώς οι Ζηλωτές διαφημίζουν τα σχίσματα αυτά κατά κόρον και τα

παρουσιάζουν ως εκκλησιαστικό νόμο και κανόνα απαράβατο, επειδή ακριβώς

και αυτοί δεν έχουν λόγους πίστεως για τα σχίσματά τους. Αποκαλούν μάλιστα

"Μοιχειανούς" τους αντιπάλους του Στουδίτου -όπως δηλαδή και αυτός για

λίγο διάστημα τους ωνόμαζε- και τις περισσότερες φορές αποκρύπτουν τα

ονόματά τους, ή δεν τους αποκαλούν αγίους!37 Πρόκειται για τους αγίους και

ομολογητές Νικηφόρο Κωνσταντινουπόλεως, Μιχαήλ Συννάδων, Ευθύμιο Σάρδεων,

Αιμιλιανό Κυζίκου, Θεοφύλακτο Νικομηδείας και άλλους μεγάλους Πατέρες.

Επίσης ο όσιος Δανιήλ ο Στυλίτης εκαλούσε σε μετάνοια όσους μοναχούς

εχωρίζοντο από την Εκκλησία άνευ λόγων πίστεως. Τους συνιστούσε δε ότι

«ουκ ακινδύνως εαυτούς χωρίζομεν της αγίας ημών μητρός».38

Γενικότερα δε, όλα τα σχίσματα που έγιναν προφάσει ακριβολογίας, δεν

εξέφρασαν ποτέ αυθεντικώς την Εκκλησία. Ούτε εθεωρήθησαν βεβαίως εκτός

Εκκλησίας όσοι δεν συμμετείχαν σ’ αυτά.

 

 

Β. ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΖΗΛΩΤΙΣΜΟΣ

 

1. Η λανθασμένη εκτίμηση των Ζηλωτών περί του Οικουμενισμού

 

Τον τελευταίο αιώνα άρχισε να λαμβάνη συγκεκριμένη μορφή στους κόλπους της

Εκκλησίας μία νεωτεριστική τάση (στοιχεία της οποίας παρετηρούντο και

παλαιότερα) και μία έντονη προσπάθεια προσεγγίσεως διαφόρων αιρετικών. Μια

από τις πολλές παραφωνίες που εσημειώθησαν ήταν και η διόρθωση του

ημερολογίου (1923 - 1924), η οποία απετέλεσε και την αφορμή της αποσχίσεως

των Ζηλωτών από την Εκκλησία. Θα ήταν βεβαίως ευχής έργο να είχε μείνει

αναλλοίωτο το ημερολόγιο και όλοι οι Ορθόδοξοι να εορτάζαμε ενωμένοι.

Τρεις μεγάλες σύνοδοι κατέκριναν στο τέλος του ιστ΄ αιώνος το γρηγοριανό

ημερολόγιο. Ο ιστορικός Φ. Βαφείδης ομιλεί περί «της κατά το έτος εκείνο

(1583) συγκροτηθείσης εν Κωνσταντινουπόλει συνόδου, ήτις κυρίως

καταδικάζει το γρηγοριανόν ημερολόγιον, διότι κατ’ αυτό συμβαίνει να

εορτάζωμεν τοις Ιουδαίοις, όπερ εναντίον τη εν Νικαία συνόδω».39 Οι

Ζηλωτές, όταν αναφέρουν την ανωτέρω φράση, τοποθετούν την τελεία στην λέξη

"ημερολόγιο" και παραλείπουν τα υπόλοιπα!40 Έτσι όμως φαίνεται ότι κύριο

έργο της συνόδου ήταν η καταδίκη του γρηγοριανού ημερολογίου.

Ο ιστορικός βεβαίως δεν λέγει αυτό. Λέγει, ότι κύριος λόγος της καταδίκης

του γρηγοριανού ημερολογίου ήταν ο συνεορτασμός με τους Ιουδαίους, δηλαδή

η τροποποίηση του Πασχαλίου, η οποία όμως ποτέ δεν έγινε και ελπίζουμε ότι

ποτέ δεν θα γίνη. Το νόημα της ολοκληρωμένης φράσεως αφαιρεί από τους

Ζηλωτές το έρεισμα του σχίσματος, εφόσον η αλλαγή μόνο του εορτολογίου δεν

θίγει τον δογματικό όρο της Α΄ Οικουμενικής συνόδου41 και επομένως δεν

αποτελεί αίρεση.

Βάσει λοιπόν των αυστηροτάτων κανόνων της Α΄ και Β΄ συνόδου, και ιδίως του

ιε΄ που οι Ζηλωτές διαρκώς επικαλούνται, το ημερολογιακό σχίσμα ήταν

τελείως αντικανονικό. Οι περισσότεροι μάλιστα Ζηλωτές εκήρυττον ότι όλοι

όσοι εδέχθησαν το νέο ημερολόγιο, η επικοινωνούν με τους νεοημερολογίτες,

εξήλθον της Εκκλησίας και έχασαν την θεία χάρη! Βεβαίως οι Ζηλωτές δεν

ήταν και τόσο αφελείς, όσο τουλάχιστον τους παρουσίαζε η αλλόκοτη

εκκλησιολογία τους. Εγνώριζαν ότι δεν είχαν δογματικό έρεισμα και έπρεπε

πάση θυσία να ευρεθή.

Σ’ αυτό δυστυχώς τους εβοήθησαν όσοι προώθησαν τον λεγόμενο συγκρητιστικό

Οικουμενισμό μέσω των οικουμενιστικών διαλόγων, του υπερβολικού πόθου για

ένωση με τους αιρετικούς, των μεταδόσεων μυστηρίων σ’ αυτούς, των

μεμονωμένων περιπτώσεων αναγνωρίσεως ως εγκύρων των μυστηρίων τους, της

παραδοχής εκκλησιαστικού χαρακτήρος στις ομολογίες τους, των συμπροσευχών

και άλλων κανονικών παραβάσεων.

Οι Ζηλωτές, λοιπόν, ωνόμασαν τους υπευθύνους των ανωτέρω ενεργειών

αιρετικούς, και έτσι ευρέθη το ποθητό έρεισμα, έστω και καθυστερημένως.

Γι’ αυτούς δεν έχει ιδιαίτερη σημασία ότι το σχίσμα έγινε μερικές

δεκαετίες ενωρίτερα. Το σημαντικό είναι ότι ευρέθη το έρεισμα! Χαίρονται

επίσης που απηλλάχθησαν και μία ώρα ενωρίτερα από τους Οικουμενιστές.

Πάντως, οι άγιοι Πατέρες εφήρμοσαν πολλές φορές ακόμη και σε εποχές

κηρυττομένης αιρέσεως την επαινετή Οικονομία προς τους αιρετικούς για να

τους βοηθήσουν να αλλάξουν φρονήματα· δεν έκαναν όμως ποτέ σχίσματα εκ

διορατικής ικανότητος.

Δυστυχώς για τους Ζηλωτές, πρέπει να τονισθή ότι οι ανωτέρω κανονικές

παραβάσεις, όπως π.χ. οι συμπροσευχές, όσο και αν είναι θλιβερές και

ανησυχητικές, δεν αποτελούν αυτές καθαυτές αίρεση. Συνιστούν «εγκλήματα»

κατά τους κανόνες της Α΄ και Β΄ συνόδου και παραβάσεις των ιερών κανόνων,

αλλά όχι αίρεση. Αίρεση είναι «το έντινι παρεκκλίναι των κειμένων ημίν

δογμάτων, περί της ορθής ημών πίστεως»,42 και η αποξένωση από την πίστη.43

Αλλά και οι σποραδικές, ανεπίσημες και άνευ ουδεμίας συνοδικής

αναγνωρίσεως κακόδοξες δηλώσεις, συμφωνίες η θεωρίες μεμονωμένων

Οικουμενιστών δεν συνιστούν σε καμία περίπτωση επίσημη διακήρυξη αιρέσεως.

¶λλωστε ακόμη και οι πιο ακραιφνείς Ζηλωτές διδάσκουν ότι οι σποραδικές

διακηρύξεις της αιρέσεως του Φιλόκβε (το οποίο εκηρύσσετο επί αιώνες και

σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό44 από την προτεσταντική θεωρία των κλάδων) δεν

απετέλεσαν αφορμή σχίσματος.45 Εφόσον λοιπόν οι ετεροδιδασκαλίες αυτές δεν

έχουν αναγνωρισθή η παγιωθή, δεν αποτελούν αιτία σχίσματος. Επιβάλλεται

βεβαίως διαρκής και μεγάλος αγών της Εκκλησίας για την εξάλειψη η

περιορισμό τους, ώστε τελικώς να παύση και η εξ αυτών προερχομένη

Οικουμενιστική πρακτική.

Ακόμη και η άρση των αναθεμάτων του 1054 κατά των παπικών από το

πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως, (η οποία κατεκρίθη από πολλούς

Ορθοδόξους ως μέγιστο "κατόρθωμα" των Οικουμενιστών), ήταν μία τυπική

«χειρονομία αγάπης», χωρίς καμία σχέση προς τις θεολογικές θέσεις

Ορθοδόξων και Παπικών. Δεν σήμαινε δε την άρση του υφισταμένου Σχίσματος,

ούτε καμία μεταβολή στην διδασκαλία, κανονική τάξη, θεία λατρεία και

εκκλησιαστικό βίο, ούτε την αποκατάσταση μυστηριακής κοινωνίας.46

 

2. Παρόμοια φαινόμενα παλαιοτέρων εποχών

 

Παρόμοιες άλλωστε κανονικές παραβάσεις και άμεσες η έμμεσες παρεκκλίσεις

από την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία συνέβαιναν και παλαιότερα και ιδίως στις

γεωγραφικές περιοχές που επλεόναζαν οι ετερόδοξοι, χωρίς όμως να γίνωνται

σχίσματα στην Εκκλησία. Η διασπορά των Ορθοδόξων τον τελευταίο καιρό σε

τέτοιες περιοχές επέφερε δυστυχώς την αύξηση των ανησυχητικών και

απαράδεκτων αυτών φαινομένων.

Στην συνέχεια αναφέρουμε μερικές περιπτώσεις Οικονομιών, κανονικών

παραβάσεων και ανεπισήμων (αμέσων η εμμέσων) εκκλησιολογικών παρεκκλίσεων,

ένεκεν των οποίων όμως οι άγιοι Πατέρες δεν διέκοπταν την εκκλησιαστική

κοινωνία με όσους είχαν την ευθύνη γι’ αυτές. Οι περιπτώσεις αυτές

εννοείται ήταν πολύ ηπιότερες από την επίσημη διακήρυξη του Φιλιόκβε στο

Σύμβολο της πίστεως, ή την τεράστια εξάπλωση της αιρέσεως του

Μονοθελητισμού. Παρά ταύτα, ως προαναφέραμε, οι Πατέρες εφήρμοσαν και στις

περιπτώσεις αυτές μακροχρονίως την ανεγνωρισμένη γραμμή της Οικονομίας.

α. Οι Πατέρες της Γ΄ Οικουμενικής συνόδου κατεδίκασαν τον Νεστόριο. Δεν

ανεθεμάτισαν όμως τον «πατέρα»47 και διδάσκαλό του Θεόδωρο Μοψουεστίας,

που είχε ήδη αποθάνει, «ίνα μη τινές τη υπολήψει του ανδρός προσεσχηκότες

αποβάλωσιν εαυτούς των Εκκλησιών. Η δε εν τούτοις οικονομία άριστόν τι

χρήμα και σοφόν» κατά τον άγιο Κύριλλο.48

Αργότερα, όταν εκινήθη ζήτημα αναθεματισμού του αιρετικού Θεοδώρου, ο

ιερός Κύριλλος έγραψε προς τον άγιο Πρόκλο Κωνσταντινουπόλεως και του

συνιστούσε χάριν «οικονομίας»49 «ώστε μη συγχωρήσαι αναθεματισθήναι αυτόν,

ως αίτιον τούτο ταραχής γινόμενον».50 Ως λέγει δε ο άγιος Θεόδωρος ο

Στουδίτης «ο θείος Κύριλλος (ω)κονόμει μη αποσχίζεσθαι των της Εώας (κατ’

οικονομία επικοινωνούσε μετά των) εν διπτύχοις αναφερόντων τον Θεόδωρον

τον Μοψουεστίας αιρετικόν όντα». 51

β. Ο 95ος κανών της Πενθέκτης συνόδου ορίζει να γίνωνται δεκτοί κατ’

οικονομία από την Ορθόδοξη Εκκλησία οι επί αιώνες αναθεματισμένοι

Νεστοριανοί και Μονοφυσίτες με απλό λίβελλο.52 Τον ανωτέρω κανόνα εφήρμοζε

ο όσιος Θεόδωρος και για τους Εικονομάχους.53 Οι Οικονομίες αυτές έγιναν

αποδεκτές από την Ορθοδοξία χωρίς σχίσματα. Οι σημερινοί όμως

"υπερστουδίτες" δέχονται τους νεοημερολογίτες με αναμύρωση. Λέγουν

μάλιστα, ότι ενεργούν "κατ’ άκραν Οικονομίαν" και ότι κανονικώς θα έπρεπε

να τους αναβαπτίζουν (ωσάν να επρόκειτο περί Μανιχαίων!).

γ. Ο άγιος Φώτιος ανήχετο τα παράνομα έθιμα της Ρώμης, εφόσον ασφαλώς δεν

τα επέβαλλαν και στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Εγνώριζε ότι «ουκ

έστι πίστις το αθετούμενον»54 και συνεπώς δεν υπήρχε λόγος σχίσματος.

Τέτοια ήταν η νηστεία των Σαββάτων, η κατάλυση αρτυσίμων κατά την α΄

εβδομάδα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, η απαγόρευση του γάμου των ιερέων, η

τέλεση του Χρίσματος μόνο από τους επισκόπους,55 η κατάργηση της

απαγορεύσεως του πνικτού και του αίματος. Έτσι, κατά την Η΄ Οικουμενική

σύνοδο (879), η αποκατάσταση των σχέσεων του αγίου Φωτίου με την Ρώμη

έγινε δια της αναγνώσεως του Συμβόλου της πίστεως άνευ της προσθήκης,56

και χωρίς ασφαλώς η Ρώμη να αποβάλη τα ανωτέρω έθιμά της.

δ. Οι άγιοι Πατέρες ανείχοντο την δυτική Εκκλησία του ι΄ αιώνος, η οποία

διήρχετο την εποχή της «πορνοκρατίας».57

ε. Την εποχή της Λατινοκρατίας ο ιερός Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως ο νέος

και η σύνοδός του επέτρεψαν κατ’ οικονομία στους Κυπρίους επισκόπους να

αποδεχθούν τις, δι’ αισχροκέρδεια, απαιτήσεις των Λατίνων. Συγκεκριμένως

«να διορίζωνται οι διάδοχοι αυτών υπό του λατίνου αρχιεπισκόπου, έχοντος

και το δικαίωμα να επιδικάζη (έκκλητο) και πάσαν εφεσιβαλλομένην αυτώ υπό

ενός των διαδίκων επισκοπικήν απόφασιν».58

στ. Μετά το σχίσμα του 1054 υπήρχε πάντοτε ο πόθος για την ένωση. Κατά

καιρούς αντελλάγησαν πολλές επιστολές και έγιναν διάλογοι (1098, 1113,

1136, 1154, 1169, 1175, 1206, 1214, 1232, 1234, 1250, 1253, 1254, 1272,

1333, 1339, 1366, 1438). Το 1253 μάλιστα έγιναν και υποχωρήσεις,59 ενώ το

1136, 1234, προετάθησαν συμβιβαστικές λύσεις από τους Ορθοδόξους, όπως η

ρήτρα «το πνεύμα εκπορεύεται εκ πατρός δι’ υιού».60 Σχίσματα όμως ένεκεν

των διαλόγων δεν έγιναν, εκτός μόνο κατά τις ψευδενώσεις του 1274 και

1439. ¶λλωστε τόσο οι σημερινοί αγιορείτες πατέρες όσο και οι ευσεβείς

Χριστιανοί διακηρύττουν ότι ποτέ δεν θα αποδεχθούν ένωση με τους Λατίνους,

Μονοφυσίτες ή άλλους αιρετικούς, εάν δεν αποκηρύξουν τα αιρετικά τους

δόγματα.

Δυστυχώς στα κείμενα των Ζηλωτών παρατηρείται τεράστια σύγχυση.

Ταυτίζονται οι Λατινόφρονες, που απεδέχθησαν την ένωση του 1274, με αυτούς

που σήμερα κάνουν συμπροσευχές, διαλόγους, υπέρ το δέον φιλενωτικές

προσπάθειες η άλλες παρόμοιες ενέργειες. Με όμοιο τρόπο προσαρμόζονται τα

λόγια του αγίου Μάρκου του Ευγενικού εναντίον εκείνων που απεδέχθησαν την

ψευδένωση της Φλωρεντίας, σ’ αυτούς που σήμερα πράττουν τις ανωτέρω

παραφωνίες. Ωσάν να είναι αυτές το ίδιο πράγμα με την ένωση με τους

αιρετικούς! Αν τα πράγματα ήταν τόσο απλά η Ορθοδοξία θα είχε χαθή εδώ και

αιώνες.

ζ. Ο άγιος Μάρκος διαλεγόμενος επί τη προοπτική της αληθούς ενώσεως με

τους Λατίνους τους ωνόμασε όχι αδελφούς αλλά «πατέρες».61 Ο διδάσκαλός του

και μέγας πολέμιος των Λατίνων, Ιωσήφ ο Βρυέννιος, είχε διαλεχθή

παλαιότερα με Λατίνους για την ένωση Ορθοδόξων και Λατίνων. Έγραψε μάλιστα

συμβουλευτικό λόγο για την μελετώμενη ένωση. Σ’ αυτόν κατέκρινε με

σφοδρότητα τους "Οικουμενιστές" της εποχής του, όσους δηλαδή ήθελαν -κατά

την "θεωρία των κλάδων"- να ενωθούν με τον πάπα, και ενώ το Φιλιόκβε

παρέμενε αδιόρθωτο! Συνιστούσε δε, χωρίς να χωρίζεται από τους υπευθύνους,

ότι η ένωση πρέπει να γίνη με σωστό τρόπο. Να μη υποταχθή δηλαδή η

Εκκλησία μας, για να μη «εκπέσωμεν της προθέσεως»62 (αληθούς εν Χριστώ

ενώσεως).

η. Πολλές παρανομίες ή παρεκκλίσεις (άμεσες και έμμεσες) από το Ορθόδοξο

φρόνημα -παρόμοιες με τις σημερινές- συνέβαιναν εκείνες τις εποχές και

ιδίως στις περιοχές που επλεόναζαν οι Λατίνοι: Πλήθος μαρτυριών στον ιστ΄

και ιζ΄ αιώνα δεικνύουν ως συνηθισμένη τακτική, το να κοινωνούν οι

Ορθόδοξοι στους Λατίνους και το αντίστροφο.

Αναφέρουμε επίσης: Μνημόνευση και αναγνώριση λατίνων επισκόπων, μεμονωμένα

συλλείτουργα, μικτά μυστήρια, παροχή μυστηρίων σε αιρετικούς, κηδείες

αιρετικών, σπουδές σε σχολές αιρετικών,63 χορηγήσεις αδείας εξομολογήσεως

και διδασκαλίας στους παπικούς καπουτσίνους. Ακόμη και Μητροπολίτες η

μοναχοί εξομολογούντο σε Λατίνους (λόγω των δυσχερών περιστάσεων που

επικρατούσαν στις Τουρκοκρατούμενες και Λατινοκρατούμενες περιοχές),

πράγμα που κατέκρινε με σφοδρότητα ο ιερός Μακάριος ο Πάτμιος -χωρίς όμως

να κάνη σχίσματα.64

Κατά δε τα μέσα του ιζ΄ αιώνος «τα μοναστήρια του ¶θω επανειλημμένως

εκάλεσαν τους Ιησουίτας, όπως ιδρύσουν εν τω Αγίω Όρει σχολήν δια την

πνευματικήν κατάρτισιν των μοναχών»!65 Επίσης την ίδια περίοδο «εις

πολλούς τόπους, εις Ιεροσόλυμα, εις Αλεξάνδρειαν και άλλους τόπους, εις

μίαν εκκλησίαν ψάλλουσιν εις εν μέρος ανατολικοί και εις άλλο δυτικοί»!66

Κατά τις ίδιες εποχές έγιναν διάλογοι και με τα διάφορα παρακλάδια των

Μονοφυσιτών και Προτεσταντών, τους οποίους συμπαθούσε και υπερήσπιζε

ισχυρή μερίδα. Παρά ταύτα δεν έγιναν σχίσματα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αν

και οι Πατέρες ηγωνίζοντο κατά της ενώσεως με τους Λουθηροκαλβίνους.67

θ. Ο όσιος Νικόδημος κατέκρινε τους «λατινόφρονες» της εποχής του ή

«αμίσθους δεφένσορες του Λατινικού ψευδοβαπτίσματος», όπως τους ωνόμαζε.68

Το 1755 οι ανατολικοί πατριάρχες είχαν αποφασίσει συνοδικώς να

αναβαπτίζωνται οι εκ των Λατίνων προσερχόμενοι στην Ορθοδοξία, διότι μέχρι

τότε οι Λατίνοι εγίνοντο δεκτοί στην Ορθοδοξία κυρίως με αναμύρωση. Παρά

ταύτα οι λατινόφρονες επολέμησαν την απόφαση αυτή και συνέχιζαν να

δέχωνται τους έχοντες το παπικό ράντισμα Λατίνους με αναμύρωση.

Ο άγιος Νικόδημος εθλίβετο για την μέχρι τότε μεγάλη νοθεία, διαφθορά και

παρερμηνεία των ιερών κανόνων και για τον «θανατηφόρον και παραίτιον

ψυχικής απωλείας καρπόν» που ετίκτετο εξ αυτών.[69] Απωδύρετο επίσης και

για δεινές παραβάσεις ιερών κανόνων (στ΄ της Δ΄, ιδ΄, ιθ΄, κγ΄ της ΣΤ΄)

και ιδίως για τους Σιμωνιακούς, οι οποίοι κατά τον άγιο Ταράσιο είναι

χειρότεροι των Πνευματομάχων.70 Έλεγε λοιπόν ο Όσιος, ότι η κατά τον άγιο

Γεννάδιο θεοστυγής αυτή αίρεση έχει γίνει σήμερα αρετή71 και οι

περισσότεροι χειροτονούνται δια χρημάτων.72 Συγχρόνως ήλεγχε με σύνεση και

τους θεολόγους της εποχής του, για τα αιρετικά και βλάσφημα φρονήματά

τους.73

Ο Όσιος και οι λοιποί Κολλυβάδες της εποχής του ηγωνίσθησαν σθεναρώς υπέρ

των ιερών Παραδόσεων, όμως δεν φαίνεται πουθενά να διέκοψαν την

επικοινωνία με τους λατινόφρονες ή τους λοιπούς κακοδόξους. Οι συνετοί

αυτοί ζηλωτές, σε αντίθεση με τους σημερινούς, είχαν την ικανότητα να

διακρίνουν την διαφορά μεταξύ των λατινοφρόνων της εποχής τους και των

λατινοφρόνων που έκαναν τις ενώσεις του 1274 και του 1439.

Ο όσιος Νικόδημος εγνώριζε ότι υπάρχουν «δύο είδη κυβερνήσεως στην

Εκκλησία»74: η Ακρίβεια και η Οικονομία. Αν και ήταν λάτρης της Ακριβείας,

εφήρμοζε την Οικονομία όταν επρόκειτο περί σχισμάτων και εφόσον δεν υπήρχε

επισήμως κηρυττομένη αίρεση. Εδίδασκε ότι όταν οι αρχιερείς ή οι ιερείς

παρανομούν, πρέπει να αγωνιζώμεθα να τους πείσουμε να γίνεται το θέλημα

του Θεού, χωρίς όμως να κάνουμε σχίσματα αφανιστικά των ψυχών μας.75

ι. Η ιερά σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, με απόφασή της το 1834,

επέτρεψε την τέλεση των (πρότερον ανεπισήμως τελουμένων) γάμων με

αιρετικούς, πράγματα δηλαδή «παράνομα και ενάντια των ιερών κανόνων».76 Ο

Κωνσταντίνος Οικονόμος διηγείται επίσης τις διαλύσεις τετρακοσίων και

πλέον μονών, την έγκριση κεκωλυμένων γαμικών συζυγιών, την ίδρυση

θεολογικής σχολής κατά τα προτεσταντικά πρότυπα και πολλά άλλα δεινά.

Εννοείται βεβαίως ότι οι ανωτέρω κανονικές παρανομίες είναι κατακριτέες.

Εννοείται επίσης ότι όσοι τις εκλαμβάνουν ως υπόδειγμα για τις σχέσεις

τους προς τους ετεροδόξους, δεν μιμούνται τους αγίους Πατέρες, οι οποίοι

ηγωνίζοντο για την εξάλειψή τους.

 

3. Ενθαρρυντικές ενέργειες

 

Από την έρευνα των πηγών, μέρος της οποίας αποτελούν τα ανωτέρω, φαίνεται

ότι οι άγιοι Μάρκος, Νικόδημος, Αθανάσιος ο Πάριος, λοιποί αγιορείτες,

Μελέτιος Γαλησιώτης, Βρυέννιος, Μακάριος ο Πάτμιος ηγωνίσθησαν μεν κατά

των λατινοφρόνων και λοιπών κακοδόξων, αλλά δεν διέκοπταν την μετ’ αυτών

εκκλησιαστική κοινωνία. Αυτό το έπραξαν μόνο εξ αιτίας των δύο ενώσεων

(1274 και 1439), ή σε περιπτώσεις προφανών αιρετικών (π.χ. Ιωάννου

Καλέκα). Τα γεγονότα αυτά δικαιολογούν απολύτως την στάση μας, την στιγμή

μάλιστα που δεν κηρύσσεται επισήμως και ανεγνωρισμένως καμία αίρεση.

Στην απάντησή του προς τους Αγιορείτες (3-7-99) ο Οικουμενικός Πατριάρχης

κ.κ. Βαρθολομαίος ετόνισε μεταξύ άλλων: Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι κάτοχος

της απολύτου εν Χριστώ και εν αγίω Πνεύματι αληθείας, γι’ αυτό ουδέποτε

ανεγνωρίσαμε λάθη σ’ Αυτήν. Οι μετέχοντες στους διαλόγους Ορθόδοξοι

πιστεύουν ότι Αυτή είναι φορεύς της γνησίας διδασκαλίας του Ιησού Χριστού.

Οι θέσεις του αυτές δεν έγιναν αποδεκτές, αλλ’ ετροποποιήθησαν υπέρ της

Ορθοδοξίας. Αυτό εστενοχώρησε τους Λατίνους, οι οποίοι έχουν εγκαταμίξει

στην διδασκαλία του Θεού νέα δόγματα και καινοτομίες και γι’ αυτό χρήζουν

μετανοίας και αναθεωρήσεως.

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης είπε ακόμη ότι δεν μπορούμε να ενωθούμε με τους

Παπικούς, εφόσον εμμένουν στο Φιλιόκβε. Κατέκρινε το παπικό πρωτείο, όσους

ηρνήθησαν την Ορθοδοξία και ανεγνώρισαν εκκλησιαστική υπόσταση στους

Παπικούς ή τους Ουνίτες και όσους υπέγραψαν την ψευδένωση της Φλωρεντίας.

Κατέκρινε επίσης τις συμπροσευχές με αλλοθρήσκους, τονίζων ότι οι διάλογοι

μαζί τους στοχεύουν μόνο στην εξομάλυνση των κοινωνικών σχέσεων. Τέλος με

την πρωτοβουλία του Οικουμενικού πατριαρχείου και άλλων απηγορεύθησαν οι

συμπροσευχές των Ορθοδόξων με τους ετεροδόξους, στην συνέλευση του Π.Σ.Ε.

στην Χαράρε.77 Παρά ταύτα το περιοδικό «¶γιος Αγαθάγγελος» έγραφε ότι σε

τίποτε δεν απήντησε ο πατριάρχης!

Ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Χριστόδουλος απηγόρευσε

συνοδικώς τις συμπροσευχές, ετόνισε ότι η Ορθοδοξία είναι η μόνη Εκκλησία

και ότι ένωση με τους Μονοφυσίτες δεν γίνεται, αν δεν δεχθούν όλες τις

Οικουμενικές συνόδους.78 Το πατριαρχείο Γεωργίας με ομολογιακή επιστολή

κατέκρινε τις συμπροσευχές, την θεωρία των κλάδων και την ένωση με τους

Μονοφυσίτες.79 Απεχώρησε δε και από το Π.Σ.Ε. όπως και το πατριαρχείο της

Βουλγαρίας. Επίσης στις Εκκλησίες Ρωσίας, Σερβίας, Ελλάδος και Κύπρου

υφίστανται ισχυρές τάσεις προς την ίδια κατεύθυνση.

Τα ανωτέρω είναι πολύ ενθαρρυντικά και δικαιώνουν πλήρως τον αγώνα μας.

Υπάρχουν βεβαίως ακόμη ωρισμένες παραφωνίες, αλλά πιστεύουμε ότι με την

διαρκώς αυξανόμενη αντίδραση ο συγκρητιστικός Οικουμενισμός πολύ γρήγορα

θα εξαλειφθή. Ήδη έχει περιορισθή κυρίως στις χώρες που πλεονάζουν οι

ετερόδοξοι. Την επαναφορά μάλιστα του ιουλιανού ημερολογίου επιθυμούν και

πολλοί εκκλησιαστικοί άνδρες, όπως ο Μητροπολίτης Αξώμης κ.κ. Πέτρος.80

 

4. Ο σύγχρονος Ζηλωτισμός

 

Πιστεύουμε ότι έγινε σαφής η ασυνέπεια των Ζηλωτών που εξισώνουν την

αλλαγή του ημερολογίου ή τις συμπροσευχές με την φοβερή αίρεση του

Νεστορίου, η οποία ανέτρεπε το «απ’ αιώνος μυστήριο»81 και διέφθειρε την

έννοια της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους.

Ο σύγχρονος Ζηλωτισμός δεν εναρμονίζεται με την διδασκαλία και πράξη των

αγίων Πατέρων. Ομοιάζει μάλλον με τα στουδιτικά σχίσματα (όχι βεβαίως με

αυτά που έγιναν επαινετώς και με ακραιφνές ομολογιακό φρόνημα εναντίον της

αιρέσεως της Εικονομαχίας). Η ομοιότητα όμως αυτή αποτελεί και την

καταδίκη του, εφόσον και αυτά από κανένα δεν ανεγνωρίσθησαν, αλλά μάλλον

κατεκρίθησαν. Στην πραγματικότητα ούτε με αυτά ομοιάζει ακριβώς, εφόσον

τότε δεν υπήρχαν οι τόσο συχνές αλληλοκαθαιρέσεις και οι πολλές

"Εκκλησίες". Οι καθαιρέσεις και οι "αθωώσεις" των επισκόπων και των ιερέων

των Ζηλωτών γίνονται σε ανύποπτο και αστραπιαίο χρόνο. Όσο και αν ερευνήση

κανείς, είναι αδύνατο να συναντήση όμοια περίπτωση στην Ιστορία.

Οι Ζηλωτές έχουν υποπέσει σε πλήθος αντιφάσεων, από τις οποίες είναι

αδύνατο να ελευθερωθούν, εφόσον εμμένουν στις θέσεις τους. Συγκεκριμένως:

α. Όταν θέλουν να δικαιολογήσουν το σχίσμα τους για το ημερολόγιο (1924) η

κάποιο από τα εσωτερικά τους σχίσματα (περιπτώσεις δηλαδή κατά τις οποίες

δεν υπάρχει αίρεση), επικαλούνται τα στουδιτικά σχίσματα (τα οποία

εδικαιολογούσαν σχίσμα και για παραβάσεις κανόνων) ή τον λα΄ αποστολικό

κανόνα (ο οποίος επιτρέπει σχίσμα για λόγους «ευσεβείας και δικαιοσύνης»),

με το να παρερμηνεύουν την λέξη «δικαιοσύνη».

β. Όταν όμως θέλουν να δικαιολογήσουν το σχίσμα τους για τον Οικουμενισμό

ή να αποτρέψουν κάποιο από τα εσωτερικά τους σχίσματα, τότε επικαλούνται

τον ιε΄ κανόνα της Α΄ και Β΄ συνόδου (ο οποίος επιτρέπει το σχίσμα μόνο

για λόγους αιρέσεως).

Βεβαίως η επίκληση τόσο των στουδιτικών σχισμάτων και του λα΄ Αποστολικού,

όσο και του ιε΄ της Α΄ και Β΄ δημιουργεί τεράστια αντίφαση. Και τούτο

διότι ο ιε΄ της Α΄ και Β΄ εθεσμοθετήθη (ως προείπαμε) μόνο και μόνο για να

αποτρέψη τα στουδιτικά σχίσματα και συγχρόνως να ερμηνεύση τον λα΄

Αποστολικό κανόνα.

Οι ανωτέρω αντιφάσεις προκαλούν τον τεμαχισμό των Ζηλωτών: Συνήθεις

δικαιολογίες των Ζηλωτών για τις εννέα Εκκλησίες Γ.Ο.Χ. και τους πολλούς

ανεξαρτήτους είναι η κακή διοίκηση και τα ανθρώπινα πάθη. Η άποψη αυτή δεν

μας ευρίσκει συμφώνους. Τα σχίσματά τους είναι απόρροια της καθ’

ολοκληρίαν πεπλανημένης και διεστραμμένης εκκλησιολογίας τους. Ο

τεμαχισμός θα διαιωνίζεται εφόσον επικαλούνται τα στουδιτικά σχίσματα και

τον λα΄ Αποστολικό κανόνα (περί «ευσεβείας και δικαιοσύνης).

Σχίσματα για την πλήρωση μητροπόλεων,82 για χειροτονίες,83 για

καταστατικά,84 για την έκδοση εγκυκλίου κατά των νέων ταυτοτήτων!85 για

την εικονογραφία86 και άλλες μηδαμινές αιτίες (μέχρι παράταξη "Εξαγωνιτών"

υπάρχει!). Τα άνευ λόγου εσωτερικά σχίσματά τους αποδεικνύουν και το

αβάσιμο του σχίσματός τους από την Εκκλησία. Η άνεση, με την οποία

χαρακτηρίζουν τους λοιπούς Ζηλωτές ως αιρετικούς, φανερώνει ότι έχουν

χάσει προ πολλού την αίσθηση των εννοιών της αιρέσεως και του

εκκλησιαστικού σχίσματος. Ο απλός λαός έχει περιέλθει σε σύγχυση, διότι

διαρκώς ευρίσκεται σε διαφορετική παράταξη χωρίς να το αντιλαμβάνεται. Η

προεδρική καθέδρα των "Ενισταμένων" εδημιουργήθη με τρία σχίσματα, τα

οποία επέφεραν και ισάριθμες καθαιρέσεις. Θυμίζουν τα σχίσματα των

εγκαταλειμμένων από την θεία Χάρη Μονοφυσιτών, Προτεσταντών και

Παλαιοπίστων.

Κάθε ομάδα πιστεύει ότι είναι η μόνη Εκκλησία του Χριστού, με αποτέλεσμα

να γίνωνται και μεταξύ τους αναμυρώσεις· κατά πληροφορία δε ετελέσθη ακόμη

και αναχειροτονία αρχιεπισκόπου! Οι επίσκοποί τους στην Ελλάδα υπερβαίνουν

τους 50 για μόνο 60-70.000 λαό. Η "ανδρεϊκή" ομάδα είχε προ ετών στην

Ελλάδα 10 επισκόπους και 18 ιερείς. Οι μισές ομάδες είναι χειροτονημένες

από ένα ή από ανυπάρκτους αρχιερείς.

Το 1955 η μία εκ των δύο τότε παρατάξεων έμεινε άνευ επισκόπων. Κατ’

ανάγκη κατέφυγε στους άνευ χάριτος (κατά την δική τους θεωρία, εφόσον

εκοινωνούσαν με τους νεοημερολογίτες) Ρώσους της Διασποράς.87 Ο σκοπός

αγιάζει τα μέσα! Δυστυχώς δεν ημπόρεσαν να καταλάβουν ότι επρόκειτο για

εγκατάλειψη Θεού, που απεκάλυπτε το ζηλωτικό αδιέξοδο.

Οι Ζηλωτές, παρά την πολεμική τους κατά του Οικουμενισμού, παρουσιάζονται

να τον εφαρμόζουν πλήρως. Και τούτο, διότι οι "αιρετικοί" νεοημερολογίτες

γίνονται δεκτοί σε θεία κοινωνία και άλλα μυστήρια. Το μέσο για την

παραπλάνηση και την προσέλκυση οπαδών είναι οι παραποιήσεις της Ιστορίας,

οι οποίες θα πρέπει εν καιρώ να αποκαλυφθούν σε μία λεπτομερή και

συστηματική αναίρεση της ζηλωτικής εκκλησιολογίας.

Δι’ όλα αυτά θεωρούμε, ότι όποιος προσχωρεί στο σχίσμα των Ζηλωτών, για να

πολεμήση τον συγκρητιστικό Οικουμενισμό, διαπράττει σοβαρό σφάλμα ενώπιον

του Θεού, του εαυτού του και ιδίως των υγιώς αγωνιζομένων κατά του

συγκρητιστικού Οικουμενισμού, που έχουν ανάγκη ενισχύσεως. Τους Ζηλωτές

τους αγαπάμε και ευχόμεθα ο Θεός να τους φωτίση να ενταχθούν στην

Εκκλησία, η οποία θα τους επιτρέψη να ακολουθούν και το παλαιό ημερολόγιο,

όπως έγινε και σε παλαιότερες περιπτώσεις. Είμεθα σίγουροι ότι η Εκκλησία

θα εξαντλήση κάθε Οικονομία για την επανένταξή τους και θα μεριμνήση

πρωτίστως γι’ αυτούς, εφόσον άλλωστε δεν πρόκειται περί αιρετικών.

 

 

Γ. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ

 

Ο π. Νικόλαος με κατηγορεί για τα όσα είπα περί της στάσεως του αγίου

Σωφρονίου κατά την περίοδο του Μονοθελητισμού. Λέγει ότι εξ αυτής έβγαλα

το συμπέρασμα, πως οι Πατέρες δεν διέκοπταν το μνημόσυνο των αιρετικών

πριν γίνει συνοδική διάγνωση. Ποτέ όμως δεν είπα κάτι τέτοιο. Υπεστήριξα

ότι από την στάση του αγίου Σωφρονίου και ιδίως από την προσφώνηση

«συλλειτουργώ»88 προς τον αιρετικό Σέργιο Κωνσταντινουπόλεως το 634,

αποδεικνύεται εναργώς η ανοχή και η Οικονομία της Εκκλησίας προς τους

κηρύσσοντες επισήμως αίρεση. Εννοείται βεβαίως ότι η Οικονομία αυτή ισχύει

πολύ περισσότερο σήμερα, εποχή κατά την οποία δεν κηρύσσεται επισήμως

καμία παρόμοια αίρεση. Ο π. Νικόλαος εξιστορεί την τότε εκκλησιαστική

κατάσταση και καταλήγει στο ότι το 634 δεν εκηρύσσετο επισήμως αίρεση.

Συνεπώς δεν υπήρχε λόγος διακοπής επικοινωνίας ή περίπτωση Οικονομίας.

Συγκεκριμένως υποστηρίζει τα εξής:

1. Τα γεγονότα μέχρι την αιρετική "Έκθεση" του Σεργίου (638) ήταν

συζητήσεις και προσπάθειες για την επικράτηση Ορθοδόξων θέσεων, καθώς

μάλιστα η διασάφηση των Όρων της Χαλκηδόνος ήταν από τα δυσκολότερα

θεολογικά προβλήματα.

2. Ο άγιος Σωφρόνιος κατά το έτος 634 αποκαλεί ευλόγως τον Σέργιο

συλλειτουργό, εφόσον η αιρετική δοξασία του Μονοθελητισμού του Σεργίου

διακηρύσσεται επισήμως το 638.

Απαντώ στα ανωτέρω ως εξής:

Ομολογουμένως το α΄ συμπέρασμα προκαλεί έκπληξη. Από την έρευνα σε

συγγράμματα είκοσι και πλέον ιστορικών κατενόησα, ότι δεν υπήρχε τότε

ζήτημα διασαφήσεως του Όρου της Χαλκηδόνος (που είχε γίνει πριν 170 έτη).

Αντιθέτως, εζητείτο μέσο ενώσεως με τους Μονοφυσίτες και ως τέτοιο επελέγη

η έκφραση: «δύο μεν εν Χριστώ φύσεις, αλλά μία ενέργεια και θέλησις».89 Η

ομολογία αυτή αποτελούσε το ελάχιστο όριο του Μονοφυσιτισμού, καθώς όλοι

οι Μονοφυσίτες εδέχοντο μία ενέργεια και θέληση.90

Στο α΄ συμπέρασμα αναφέρεται επίσης ότι κατεβάλλοντο προσπάθειες για

επικράτηση Ορθοδόξων θέσεων. Αυτό άραγε δεν φανερώνει ότι υπήρχαν και οι

κακόδοξες θέσεις (η αίρεση), έναντι των οποίων έπρεπε να υπερισχύσουν οι

Ορθόδοξες; Συνεπώς οι Ζηλωτές -κατά το συμφέρον- ονομάζουν τις περιόδους

που εκηρύσσετο αίρεση, άλλοτε περιόδους αιρέσεως και άλλοτε περιόδους

αγώνος για την επικράτηση Ορθοδόξων θέσεων (για να μη φανή ότι πράγματι

εκηρύσσετο αίρεση!). Σε δέκα σημεία του άρθρου άλλωστε ομολογείται ότι ο

Σέργιος είχε αιρετικά φρονήματα, ότι διεπραγματεύθη την ένωση, η οποία και

επετεύχθη, ότι ο άγιος Σωφρόνιος αντέδρασε στην ένωση και κατεδίκασε τον

Μονοενεργητισμό. Τα γεγονότα όμως εξιστορούνται χωρίς τάξη και χρονολογική

σειρά. Αποφεύγονται επίσης οι έννοιες "ένωση με αιρετικούς" και "αίρεση",

με αποτέλεσμα να προκαλείται σύγχυση. Πρόκειται, κατά το πλείστον, για μια

αντιγραφή της συνοπτικής Ιστορίας του Στεφανίδου.

Η ακριβής εξιστόρηση της τότε εκκλησιαστικής καταστάσεως θα αποδείξη στην

συνέχεια το αβάσιμο και του β΄ συμπεράσματος:

Ο Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος έστειλε στον επίσκοπο Φαράν Θεόδωρο ένα νόθο

λίβελλο του Κωνσταντινουπόλεως Μηνά (+ 552), και του εζήτησε την γνώμη του

για τις μονοενεργητικές και μονοθελητικές θέσεις του λιβέλλου αυτού. Ο

Θεόδωρος τον απεδέχθη. Ο Σέργιος στην συνέχεια έστειλε τον λίβελλο αυτό

και σε κάποιον αιρετικό Παύλο και του εδήλωνε την συγκατάθεση του Θεοδώρου

και την δική του γι’ αυτόν. Τα δύο αυτά γεγονότα, που δεν πρέπει να είναι

τα μοναδικά, αναφέρονται από τον άγιο Μάξιμο στον διάλογό του με τον

Πύρρο.91 Οι ιστορικοί τα τοποθετούν περί το 615-618, καθώς επιβεβαιώνεται

από την συνέχεια του λόγου του αγίου Μαξίμου.

Αναφέρει λοιπόν ο ¶γιος, ότι ο Σέργιος έγραψε και στον Σεβηριανό Γεώργιο

Αρσα και του εζήτησε να του στείλη πατερικά ρητά για την μία ενέργεια. Του

έλεγε μάλιστα ότι βάσει των ρητών αυτών θα πραγματοποιήση την ένωση μαζί

τους. Ο Αλεξανδρείας άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων έγινε γνώστης της επιστολής

αυτής και ηθέλησε να καθαιρέση τον Σέργιο. Τον εμπόδισε όμως η κατ’ εκείνο

το έτος (619) επιδρομή των Περσών.92

Εκείνη την εποχή περίπου ο άγιος Μάξιμος ασπάζεται τον μοναχικό βίο,

απογοητευμένος από την τότε κατάσταση της Εκκλησίας λόγω της επεκτάσεως

του Μονοθελητισμού.93 Στην συνέχεια, καθώς έβλεπε την αίρεση «εις τέλειον

μάλλον εκτεινομένην»,94 αναχωρεί περί το 626 στην Αφρική όπου υπερίσχυε η

Ορθοδοξία.

Ο Σέργιος έγραψε το 626 και στον Φασίδος Κύρο, επιβεβαιώνων την αίρεση.95

Το 629 ενώνεται, δια της αποδοχής μιας ενεργείας και θελήσεως, με τον

μονοφυσίτη επίσκοπο Αθανάσιο, τον οποίο μάλιστα αναγνωρίζει ως πατριάρχη

Αντιοχείας.96 Ο Κύρος ανέρχεται το 630 στον θρόνο της Αλεξανδρείας και

αρχίζει αγώνα για την ένωση με τους Μονοφυσίτες.97 Οι άγιοι Σωφρόνιος και

Μάξιμος προσπαθούν να τον εμποδίσουν χωρίς όμως αποτέλεσμα.98 Ο Κύρος

ηνώθη με τους Μονοφυσίτες (633) βάσει της αιρετικής ομολογίας «μία εν τω

Χριστώ θεανδρική ενέργεια».99

Ο Σέργιος, που είχε ήδη προβάλλει «πολυτρόπως την οικείαν νόσον» και

διαφθείρει «το πλείστον της Εκκλησίας»,100 απεδέχθη την ένωση αυτή. Ηνώθη

μάλιστα το ίδιο έτος και με τους αιρετικούς Αρμενίους βάσει της ιδίας

αιρετικής ομολογίας.101 Ο άγιος Σωφρόνιος επήγε τότε στην Κωνσταντινούπολη

και «με την πρέπουσαν τω σχήματι αυτού ταπεινοφροσύνην»102 παρεκάλεσε τον

Σέργιο να μη ανανεώση την παλαιά αυτή αίρεση. Απογοητευμένος όμως από την

αμετανοησία του Σεργίου, πηγαίνει στα Ιεροσόλυμα και πληροφορεί τους

πιστούς ότι οι πατριάρχες και ο πάπας είναι αιρετικοί.103

Ο Σέργιος εθορυβήθη από τις Ορθόδοξες αυτές φωνές. Απεφάσισε να

εγκαταλείψη τον Μονοενεργητισμό και να περιορισθή στον ηπιότερο

Μονοθελητισμό.104 Στην "Ψήφο" που εξέδωσε στο τέλος του 633, εκήρυττε την

αίρεση με ηπιότερη μορφή. Ο άγιος Μάξιμος ήλπισε προς στιγμήν ότι θα

απεκηρύσσετο η «καινοτομία»105 που είχε γίνει στην Αλεξάνδρεια. Σε

επιστολή του μάλιστα προς τον ηγούμενο Πύρρο παρωμοίασε τον Σέργιο με τον

Μωυσή.106

Ταυτοχρόνως ο άγιος Σωφρόνιος ανέρχεται το έτος 634 στον θρόνο των

Ιεροσολύμων. Στέλνει την ενθρονιστήρια επιστολή του στον Σέργιο και τους

πατριάρχες και κατακεραυνοβολεί την αίρεση της μιας ενεργείας και

θελήσεως. Αποκαλεί τον Σέργιο: «Δεσπότη πάντων αγιωτάτω, και μακαριωτάτω

αδελφώ και συλλειτουργώ Σεργίω».107 Τον παρακαλεί να δεχθή την δογματική

του επιστολή και να του στείλη τα «ποθούμενα γράμματα», τα οποία θα

εξέφραζαν καθαρώς την ορθή πίστη.108 Δυστυχώς ο Σέργιος δεν άλλαξε και το

638 εκδίδει την επίσης αιρετική "Έκθεση".

Είδαμε λοιπόν, ότι ο άγιος Σωφρόνιος είχε συλλειτουργό τον Σέργιο έως το

634, αν και αυτός εκήρυττε την αίρεση από το 615 περίπου, είχε προκαλέσει

την αγανάκτηση του αγίου Ιωάννου το 619, είχε διαφθείρει το πλείστον της

Εκκλησίας και είχε αποδεχθή τις ενώσεις του 629 και 633. Δεν έχουμε καμία

ιστορική μαρτυρία, ότι ο ιερός Σωφρόνιος διέκοψε την επικοινωνία μέχρι τον

θάνατό του (638).

Το γεγονός αυτό αποδεικνύει περιτράνως ορθό το επιχείρημα για το οποίο

ωμίλησα· την Οικονομία δηλαδή και την ανοχή της Εκκλησίας απέναντι στους

επισκόπους που τότε εκήρυττον αίρεση. Ελέγχει επίσης ως εντελώς εσφαλμένη

την ερμηνεία των Ζηλωτών, ότι ο ιε΄ κανών της Α΄ και Β΄ συνόδου είναι

υποχρεωτικός.109 Στην σύνοδο του Λατερανού (649) εναντίον των Μονοθελητών

γίνεται εμφανέστατα λόγος για την Οικονομία αυτή. Ο Σέργιος, επίσκοπος των

Κυπρίων, λέγει στον λίβελλό του τα εξής: «Μέχρι γαρ και σήμερον οικονομίαν

τινά πραγματευομένοις εσιγήκαμεν, οιόμενοι προς τα κρείττω μετακινήσαι

αυτούς τα οικεία διδάγματα».110

Θα συμπληρώσω τον λόγο με την ανασκευή ενός ακόμη επιχειρήματος του

άρθρου. Ο π. Νικολάος αναφέρει ότι ο άγιος Μάξιμος δεν απεδέχθη τον

συμβιβαστικό "Τύπο" και διέκοψε την επικοινωνία με τους αιρετικούς. «Τέλος

(συνεχίζει το άρθρο), επειδή εδιώχθη εκ της Κωνσταντινουπόλεως, κατώρθωσε

με την πειστικότητα της διδασκαλίας του να συγκληθούν Τοπικές Σύνοδοι στην

Καρχηδόνα (646) και στην Ρώμη το 641 επί πάπα Ιωάννου Δ΄ και το 649 με τον

άγιον Μαρτίνον, οι οποίες κατεδίκασαν τον Μονοφυσιτισμόν και τις

Μονοφυσιτικές εκφάνσεις του».

Θεωρώ ότι πρόκειται για παραποίηση της Ιστορίας. Χάριν των απλουστέρων

αναγνωστών λέγω τα εξής: Η αμετανοησία του Σεργίου έγινε πλέον ολοφάνερη

το 638.111 Ο άγιος Μάξιμος άρχισε τότε νέους αγώνες για την σύγκληση

συνόδων που κατεδίκασαν τον Μονοθελητισμό (641, 646, 649). Κατά την

περίοδο αυτή ο άγιος πρέπει να διέκοψε και την κοινωνία με τους

αιρετικούς. Ο "Τύπος", που αναφέρει ο π. Νικόλαος, εξεδόθη το 648.112 Ο

άγιος Μάξιμος ωδηγήθη το 653 στην Κωνσταντινούπολη για να δικασθή.113

Εδιώχθη από εκεί το 655 και εστάλη εξορία στην Βιζύη της Θράκης και τέλος

στην Λαζική,114 όπου και απέθανε ως ομολογητής. Το άρθρο λοιπόν διαπράττει

ιστορικό σφάλμα και λέγει: Ο άγιος Μάξιμος, αφού εδιώχθη το 655, κατώρθωσε

την σύγκληση των συνόδων του 641, 646 και 649! Κατά συνέπεια προκύπτει το

προσφιλές στους Ζηλωτές συμπέρασμα: Πρώτα διακοπή επικοινωνίας και έπειτα

συνοδική κρίση.

 

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

 

Ανακεφαλαιώνοντας αναφέρουμε ότι τόσο ο Ζηλωτισμός όσο και ο

συγκρητιστικός Οικουμενισμός αποτελούν δύο μεγάλες εκκλησιολογικές

παρεκκλίσεις, οι οποίες επέφεραν πολλά δεινά στην Εκκλησία. Ευχόμεθα ο

Θεάνθρωπος Ιησούς να προστατεύση την Εκκλησία Του από τα δύο αυτά άκρα και

να σκορπίση δαψιλώς τον φωτισμό Του, «ίνα το αυτό λέγωμεν πάντες, και μη η

εν ημίν σχίσματα».115

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

1 Φύλλο 27, Ιούλιος-Δεκέμβριος 1999.

2 α.α.137, 1068α-α.

3 Σ. Μήλια, Των ιερών συνόδων συλλογή, Παρίσιοι 1761, τομ. β΄, σ. 737.

4 Επιστολή ρβ΄, α.α.37, 196α.

5 Πίστις των αγίων Πατέρων των εν Νικαία, α.α.28, 1641α.

6 Επιστολή σμ΄, α.α.32, 897α.

7 Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως, κεφ. ιγ΄ (πστ΄), α.α.94, 1153α.

8 Επιστολή κδ΄, βιβλίο β΄, α.α.99, 1189α.

9 Οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου, Επιστολή σκ΄, βιβλίο β΄, α.α.99, 1669α.

10 Ερμηνεία περί τε του θείου ναού, κεφ. κη΄, α.α.155, 708α.

11 Αγίου Αναστασίου Αντιοχείας, Οδηγός, κεφ. α΄, α.α.89, 48α.

12 Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, α.α.96, 508α.

13 α.α.137, 349-353.

14 Οσίου Συμεών του Μεταφραστού, Βίος και πολιτεία του οσίου και θεοφόρου

πατρός ημών Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου, παρ. μθ΄, α.α.114, 517α.

15 Α. Δημητρακοπούλου, Ιστορία του σχίσματος, Λειψία, 1867, σ. 70-74.

16 Οσίου Νικοδήμου, Νέον Εκλόγιον, σ. 320-322.

17 Τοις απανταχού της γης Ορθοδόξοις Χριστιανοίς, παρ. 6, εν Ιω. Καρμίρη,

Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου και καθολικής Εκκλησίας,

εν Αθήναις 1960, τομ. α΄, σ. 427.

18 Δωδεκάβιβλος, βιβ. δ΄, κεφ. ι΄, παρ. γ΄.

19 Αγίου Κυρίλλου, επιστολή ια΄, α.α.77, 81αα.

20 Οσίου Νικοδήμου, Πηδάλιον, Αθήναι 1970, σ. 358.

21 Φ. Βαφείδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, παρ. 113,1.

22 Περί εκκλησιαστικής κοινωνίας και μνημοσύνου και του σχετικού αυτοίς

ιε΄ ιερού κανόνος της Α΄ και Β΄ αγίας συνόδου, ¶γιον Όρος 1993, σ. 62.

23 Ενθ ανωτ. βιβ. η΄, κεφ. β΄, παρ. στ΄.

24 Ενθ ανωτ. βιβ. στ΄, κεφ. ζ΄, παρ. θ΄.

25 Γρηγορίου πρεσβυτέρου, Βίος Αγίου Γρηγορίου, α.α.35, 261α.

26 Ορθόδοξος Ενημέρωσις, φύλλο 27, σ. 1, 2.

27 Γρηγορίου πρεσβυτέρου, ένθ ανωτ. α.α.35, 261α-264α.

28 Κεφ. ιθ΄-κ΄, α.α.35, 745-748.

29 Κανών λα΄, α.α.137, 96α.

30 Μ. Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες, Αθήναι 1996, σ. 185.

31 Οσίου Συμεών του Μεταφραστού, Βιος οσίου πατρός ημών Ιωαννικίου, κεφ.

να΄, νβ΄, α.α.116, 85α-88α.

32 Περί Ταρασίου και Νικηφόρου των εν αγίοις πατριαρχών, α.α.99, 1853α.

33 α.α.99, 157αα.

34 Περί Ταρασίου και Νικηφόρου των εν αγίοις πατριαρχών, α.α.99, 1853α.

35 Ενθ ανωτ. βιβ. ζ΄, κεφ. δ΄, παρ. ε΄.

36 α.α.108, 992α.

37 Ορθόδοξος Ενημέρωσις, φύλλο 34, σ. 1.

38 les saints stylites. Βρυξέλες 1923, σ. 85.

39 Ενθ ανωτ. παρ. 216.

40 Φωνή εξ αγίου Όρους, ήτοι: Απάντησις εις "Ημερολογιακών κατηγοριών

έλεγχος", Αγ. Όρος 1981, σ. 16.

41 Α΄ κανών της εν Αντιοχεία συνόδου, α.α.137, 1276α-1277α.

42 Αγίου Συμεών νέου Θεολόγου, Κατήχηση λβ΄.

43 Μέγα Βασιλείου, Κανονική επιστολή α΄ (ρπη΄), κεφ. α΄, α.α.32 665α.

44 Β. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι 1970, παρ. κβ΄, σ.

343-344.

45 Περί εκκλησιαστικής κοινωνίας και μνημοσύνου και του σχετικού αυτοίς

ιε΄ ιερού κανόνος της Α΄ και Β΄ αγίας συνόδου, άγιον Όρος 1993, σ. 62.

46 Καρμίρη, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου και Καθολικής

Εκκλησίας, GRAZ 1968, τομ. β΄, σ. 1024 (1104).

47 Αγίου Κυρίλλου, Επιστολή ο΄, α.α.77, 341α.

48 Επιστολή οβ΄, α.α.77, 345α.

49 Ενθ ανωτ. α.α.77, 345α.

50 Ενθ ανωτ. α.α.77, 344α.

51 Επιστολή μθ΄, βιβλίο α΄, α.α.99, 1085α.

52 Οσίου Νικοδήμου, Πηδάλιον, Αθήναι 1970, σ. 305.

53 Επιστολή μ΄, βιβλίο α΄, α.α.99, 1052α.

54 Αγίου Φωτίου, Επιστολή β΄, βιβλίο α΄, α.α.102, 605α.

55 Αγίου Φωτίου, Επιστολή ιγ΄, βιβλίο α΄, α.α.102, 724-725.

56 Φ. Βαφείδου, ένθ ανωτ. παρ. 112,1.

57 Ενθ ανωτ. παρ. 136,1.

58 Σαθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Βενετία 1873, τομ. β΄, σ. πε΄.

59 Β. Στεφανίδου, ένθ ανωτ. παρ. κγ΄, σ. 384, Β. Φειδά, Εκκλησιαστική

Ιστορία, Αθήναι 1994, τομ. β΄, σ. 588.

60 Φ. Βαφείδου, ένθ ανωτ. παρ. 146, 4.

61 Ενθ ανωτ. παρ. 149, 2.

62 Τα ευρεθέντα, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 400.

63 Στεφανίδου, ένθ ανωτ. παρ. 51, 52.

64 Ευαγγελική Σάλπιγξ, εν Αθήναις 1867, σ. 327.

65 Θεοδωρήτου μοναχού, Η ευχαριστιακή συμμετοχή εν αγίω Όρει, 1972, σ.

35-37.

66 Ενθ ανωτ.

67 Οσίου Νικοδήμου, Χρηστοήθεια, εν Χίω 1887, σ. 377.

68 Πηδάλιον, Αθήναι 1970, σημείωση στον μστ΄ Αποστολικόν, σ. 56.

69 Ενθ ανωτ. σ. ιβ΄.

70 Ενθ ανωτ. σ. 719.

71 Ενθ ανωτ. ερμηνεία του κβ΄ της ΣΤ΄, σ. 238.

72 Ενθ ανωτ. σημείωση 6, σ. 696.

73 Ενθ ανωτ. σημείωση στον ρκδ΄ της εν Καρθαγένη, σ. 527.

74 Ενθ ανωτ. σημείωση στον μστ΄ Αποστολικόν, σ. 53.

75 Περί της συνεχούς μεταλήψεως, Βόλος 1961, μέρος Γ΄, ένστασις, ιβ΄, σ.

117.

76 Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων, Τα σωζόμενα εκκλησιαστικά

συγγράμματα, Αθήναι αωξδ, τομ. β΄, σ. 246.

77 Ορθοδόξος Τυπος, φύλλα 1331-1334.

78 Ορθόδοξη Μαρτυρία, τεύχος 101, σ. 44.

79 Παρακαταθήκη, τεύχος 3, σ. 12-13.

80 Στύλος Ορθοδοξίας, τεύχος 2, σ. 15.

81 Εφ. γ΄, 9.

82 Εκκλησία Γ.Ο.Χ. Ελλάδος, τεύχος 1, σ. 15.

83 Η φωνή της Ορθοδοξίας, φύλλο 880. σ. 10.

84 Εκκλησιαστική παράδοσις, φύλλο 104, σ. 39.

85 Εκκλησία Γ.Ο.Χ. Ελλάδος, τεύχος 1, σ. 24.

86 Κήρυξ γνησίων Ορθοδόξων, τεύχος 214, σ. 264-265.

87 Σ. Καραμήτσου, Αι χειροτονίαι των Γ.Ο.Χ. από κανονικής επόψεως, Αθηναι

1997, σ. 19.

88 Επιστολή συνοδική, α.α.87,3, 3148α.

89 Φ. Βαφείδου, ένθ ανωτ. παρ. 74,1.

90 Στεφανίδου, ένθ ανωτ. παρ. ιδ΄, σ. 242.

91 α.α.91, 332α-333α.

92 Ενθ ανωτ.

93 Όπως αναφέρουν οι βιογράφοι του άγιος Συμεών ο Μεταφραστής, άγιος

Νικόδημος, Αγάπιος, Βίος και άθλησις του οσίου Μαξίμου, α.α.90, 68-110.

94 Βίος και άθλησις του οσίου Μαξίμου, α.α.90, 73α-76α.

95 Διάλογος περί των εκκλησιαστικών δογμάτων, α.α.91, 333α.

96 Θρησκευτική και ηθική εγκυκλοπαιδεία, τομ. 11, σ. 103.

97 Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Θεσσαλονίκη 1992, τομ. ε΄, σ. 260.

98 Ένθ ανωτ. σ. 268.

99 Φ. Βαφείδου, ένθ ανωτ. παρ. 74,2.

100 Διάλογος περί των εκκλησιαστικών δογμάτων, α.α.91, 333α.

101 Θρησκευτική και ηθική εγκυκλοπαίδεια, τομ. 11, σ. 103.

102 Διάλογος περί των εκκλησιαστικών δογμάτων, α.α.91, 333α.

103 Δοσιθέου, ένθ ανωτ. βιβ. στ΄, κεφ. στ΄, παρ. δ΄.

104 Στεφανίδου, ένθ ανωτ. παρ. ιδ΄, σ. 244.

105 Αγίου Μαξίμου, επιστολή ιθ΄, α.α.91, 592.

106 Ενθ ανωτ.

107 Επιστολή συνοδική, α.α.87,3, 3148α.

108 Ενθ. ανωτ. α.α.87,3, 3200α.

109 Θεοδωρήτου μοναχού, Ορθοδοξία και αίρεσις, Αθήναι 1982, σ. 63.

110 Δοσιθέου, ένθ ανωτ. βιβ. στ΄, κεφ. ζ΄, παρ. θ΄.

111 Κυριακού, Εκκλησιαστική Ιστορία, παρ. 101.

112 Ενθ ανωτ.

113 Αγίου Μαξίμου, Εξήγησις της κινήσεως επί σεκρέτου, κεφ. α΄, α.α.90,

110α.

114 Αγίου Μαξίμου, Περί των πραχθέντων διαλεχθέντα, κεφ. λγ΄, α.α.90,

172α.

115 Α΄ Κορ. α΄, 10.

 

---------------------

* Ιστότοπος Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας, 11 Μαΐου 2006

Ο π. Νικόλαος δεν δημοσίευσε στο περιοδικό του, όπως είχε χρέος, το άρθρο

μας «Αντιπατερική η στάση του ζηλωτικού Παλαιοημερολογιτισμού», δια του

οποίου απαντούσαμε, στα όσα είχε γράψει κατά της Ιεράς Μονής Οσίου

Γρηγορίου και της Εκκλησίας γενικώτερα. Αντιθέτως, έγραψε νέο εναντίον μας

τελείως συκοφαντικό άρθρο 72 σελίδων1, το οποίο περιέχει ακόμη και

κακόδοξες απόψεις. Ο π. Νικόλαος προσπαθεί και πάλι να αποδείξη αφ’ ενός,

ότι οι σημερινοί επίσκοποι της Εκκλησίας είναι χειρότεροι από τους ¶ρειο,

Νεστόριο η Διόσκορο και αφ’ ετέρου, ότι πρέπει να αποτειχισθούμε από

αυτούς βάσει της πατερικής διδασκαλίας και πράξεως. Προκειμένου μάλιστα να

υποστηρίξη τις δύο αυτές εντελώς εσφαλμένες θέσεις του, διέπραξε μία

πρωτοφανή παραποίησι των ιερών κειμένων, αν και «ουχ αρμόζει ορθοδόξοις

ούτω περικεκομμένας τας των αγίων πατέρων φωνάς παρεκβάλλειν· αιρετικών δε

μάλλον ίδιον τούτο καθέστηκε»2.

Απαντούμε κατ’ ανάγκη, με την ευλογία του σεβαστού γέροντός μας πατρός

Γεωργίου, επειδή δεν είναι σωστό «προς τας διαβολάς αποσιωπάν, ουχ ίνα δια

της αντιλογίας ημάς αυτούς εκδικώμεν, αλλ ίνα μη συγχωρήσωμεν ευοδωθήναι

τω ψεύδει και τους ηπατημένους μη εναφώμεν τη βλάβη»3. Είναι τόσο άδικο να

παρασύρωνται απλοί, αλλά εξαίρετοι και υποδειγματικοί Χριστιανοί από

τέτοια κακόδοξα ζηλωτικά κείμενα. «Ου γαρ νικήσαι ζητούμεν, αλλά

προσλαβείν αδελφούς ων τω χωρισμώ σπαρασσόμεθα»4. (Η απάντησίς μας

αναφέρεται στο πλήρες άρθρο του: "¶γιοι Κολλυβάδες", τεύχος 28).

 

 

Α. Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΙΣ ΤΟΥ

 

1. Ο Οικουμενισμός (Οικουμενική Κίνησις) κατά τον περασμένο αιώνα

 

Ο Οικουμενισμός γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στους κόλπους του

Προτεσταντισμού με τελικό σκοπό την ενοποίησί του. Σπονδυλική στήλη του

προτεσταντικού Οικουμενισμού είναι η αιρετική "θεωρία των κλάδων".

Αιρετικός είναι και ο παπικός Οικουμενισμός, όπως εκφράζεται στο "Διάταγμα

περί Οικουμενισμού", ο οποίος συναγωνίζεται σε ασέβεια την "θεωρία των

κλάδων".

Η Ορθοδοξία κατά τον παρελθόντα αιώνα συμμετείχε στην εν γένει Οικουμενική

Κίνησι. Κατά κανόνα οι Ορθόδοξοι που συμμετείχαν σ αυτήν, εξέφραζαν την

άποψί τους ως άποψι της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας,

δηλαδή της μοναδικής Εκκλησίας του Χριστού. Δυστυχώς σε πολλές περιπτώσεις

η συμμετοχή των Ορθοδόξων στην Οικουμενική Κίνησι δεν εξέφραζε το Ορθόδοξο

φρόνημα και παρουσιάσθηκε μεγάλος κίνδυνος να εισαχθούν οι κακοδοξίες του

Δυτικού Οικουμενισμού εντός των πλαισίων της Ορθοδοξίας. Η εκτροπή

ορισμένων Ορθοδόξων Οικουμενιστών εκδηλώθηκε με απόψεις που φανέρωναν

δογματικό μινιμαλισμό ή συγκρητισμό, με αντικανονικές ενέργειες που

παραβίαζαν την Ορθόδοξο Ακρίβεια και με προσπάθειες συμβιβαστικών ενώσεων

με τους ετεροδόξους.

Δηλώσεις περί "αδελφών Εκκλησιών", περί "δύο πνευμόνων", περί "Εκκλησίας

του Χριστού εν τω συνόλω της" ή "εκτός των δικών μας (Ορθοδόξων) ορίων",

περί "νομίμων θεολογικών εξελίξεων στην Ανατολή και την Δύσι", περί

"ναρκισσευομένης Ορθοδοξίας" απογοήτευσαν κάθε Ορθόδοξο ψυχή. Μεταδόσεις

μυστηρίων σε ετεροδόξους, συμπροσευχές μαζί τους και άκρατες φιλενωτικές

προσπάθειες χαρακτηρίσθηκαν δίκαια ως απαράδεκτες και η διολίσθησίς τους

σε διαρκώς πιο αντιευαγγελικές και αντιπαραδοσιακές ενέργειες ώθησαν τους

Ορθοδόξους να κορυφώσουν κατά την τελευταία δεκαετία τις αντιδράσεις τους

εναντίον της εν γένει Οικουμενικής Κινήσεως και του Π.Σ.Ε.

Ήδη τρεις Ορθόδοξες Εκκλησίες έχουν αποχωρήσει εντελώς από τους Διαλόγους,

άλλες συμμετέχουν απλά ως παρατηρηταί, σε άλλες οι αντιδράσεις κατά της

συμμετοχής στο Π.Σ.Ε είναι πολύ απειλητικές και γενικά, κατά τον

Οικουμενικό πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο, επικρατεί βαρύς χειμών «τη καθόλου

Οικουμενική Κινήσει»5. Στην "Διορθόδοξο Συνάντησι" της Θεσσαλονίκης6

(Μάιος 1998) ωμολογήθηκε, ότι το χάσμα μεταξύ Ορθοδόξων και Προτεσταντών

γίνεται διαρκώς μεγαλύτερο, και ελήφθησαν σημαντικές αποφάσεις, οι οποίες

έσεισαν το Π.Σ.Ε. και απέδειξαν, ότι η προώθησις της χριστιανικής ενότητος

καρκινοβατεί. Λίγους μήνες αργότερα, κατά την Η΄ Συνέλευσι του Π.Σ.Ε στην

Ζιμπάμπουε, η Ορθόδοξος συμμετοχή ήταν υπερβολικά μειωμένη7, ενώ οι

αντιπαραθέσεις Ορθοδόξων και Προτεσταντών ήταν πολλές και οξύτατες.

Η συμφωνία του Μπάλαμαντ δεν γίνεται αποδεκτή όχι μόνο από τις Ορθόδοξες

Εκκλησίες αλλά ούτε πλέον από τους ίδιους τους Ορθοδόξους που την

υπέγραψαν! Κατά την τελευταία συνάντησι της μικτής Επιτροπής Διαλόγου

Ορθοδόξων - Παπικών στην Βαλτιμόρη (Ιούλιος 2000), οι Παπικοί, κατόπιν

εντολής του πάπα, δεν αποδέχθηκαν την κατάργησι της Ουνίας, καθώς

απαιτούσαν οι Ορθόδοξοι. Έτσι, οι Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι δήλωσαν, ότι

θεωρούν τα εν Μπάλαμαντ γενόμενα βήματα υποχωρητικότητος έναντι των

Ουνιτών «ως μη γενόμενα» και επιστρέφουν και πάλι «εις μηδενικήν βάσιν»

επί του θέματος της Ουνίας! Κατέκριναν την παρέμβασι του πάπα στον Διάλογο

ως απαράδεκτη, καθώς και τους Παπικούς, επειδή εμπαίζουν τους Ορθοδόξους.

Συνεπώς ο Διάλογος κατέληξε σε «ουσιαστικό ναυάγιο»8, καθώς οι Ορθόδοξες

Εκκλησίες δεν δέχονται να συζητηθή κανένα θεολογικό θέμα με τους Παπικούς

προ της οριστικής καταδίκης της Ουνίας και από τις δύο πλευρές.

¶λλα και οι "Κοινές Δηλώσεις", καθώς και το προσχέδιο συμφωνίας στην

Αντιόχεια μεταξύ Ορθοδόξων - Αντιχαλκηδονίων κατακρίθηκαν από πολλούς

Ορθοδόξους, με αποτέλεσμα να θεωρήται ουτοπία η ένωσις με τους

Αντιχαλκηδονίους, αν δεν αποδεχθούν όλες τις Οικουμενικές συνόδους.

Ευχόμαστε οι αντιδράσεις να συνεχισθούν, ούτως ώστε και οι "Κοινές

Δηλώσεις" να καταδικασθούν οριστικά και η παροχή μυστηρίων ή η από κοινού

τέλεσις ορισμένων μυστηρίων (όχι θεία λειτουργία) που έχουν συμφωνηθή στην

Αντιόχεια (και τα οποία, απ ό,τι γνωρίζουμε, εφαρμόζονται πολύ

περιορισμένα) να εξαλειφθούν. Πολύ περισσότερο να μη αποτολμηθή κάποια

συμβιβαστική ένωσις, η οποία αναμφίβολα θα διχάση την Ορθόδοξο Εκκλησία.

¶λλωστε οι ενωτικές προσπάθειες του κ΄ αιώνος όχι μόνο δεν επέφεραν την

επιστροφή των ετεροδόξων στην Μια Εκκλησία, αλλά αντιθέτως διέσπασαν και

την Ορθοδοξία, γεγονός που αποδεικνύει την πλήρη αποτυχία τους. Ελπίζουμε

δε, ότι ο ευσεβής κλήρος και λαός των Τοπικών Εκκλησιών θα εντείνη τον

αγώνα του, προκειμένου να καταστείλη ολοκληρωτικά κάθε οικουμενιστική

ενέργεια, αλλά και κάθε απαράδεκτη η διπλωματική δήλωσι των Οικουμενιστών,

η οποία προσβάλλει την Ορθόδοξο ευαισθησία του και ταπεινώνει με ανάρμοστο

τρόπο την Ορθόδοξο συνείδησί του.

Στο προηγούμενο άρθρο μας αναφέραμε, ότι οι ανωτέρω σποραδικές, ανεπίσημες

και άνευ συνοδικών αναγνωρίσεων απαράδεκτες ενέργειες η απόψεις

μεμονωμένων Οικουμενιστών δεν συνιστούν επίσημη διακήρυξι αιρέσεως, εφόσον

δηλαδή δεν έχουν παγιωθή η εγκριθή από τις Ορθόδοξες Εκκλησίες. Την άποψί

μας αυτή αποδέχονται πλήρως ακόμη και ολόκληρη παλαιοημερολογιτική

παράταξις, οι οποίοι λέγουν:

«Πρωτίστως δεν είναι ορθόν, αλλ’ ούτε και δίκαιον, να χαρακτηρίζεται και

θεωρήται μία Τοπική Εκκλησία συνολικώς ως οικουμενιστική, επειδή ένας

αριθμός, ενίοτε μάλιστα μικρός, κληρικών της είναι όντως Οικουμενισταί:

αυτοί βεβαίως δεν ταυτίζονται με την τοπικήν Εκκλησίαν. Αι Τοπικαί

Ορθόδοξοι Εκκλησίαι σήμερον είναι κατά βάθος αντι-οικουμενιστικαί· η

αδράνεια της σιωπώσης πλειοψηφίας δεν σημαίνει οπωσδήποτε συμφωνίαν και

επιδοκιμασίαν των οικουμενιστικών πράξεων και διδασκαλιών. Δεν θα πρέπει

να λησμονήται, ότι καμμία Τοπική Εκκλησία δεν εκήρυξε συνοδικώς το κύριον

δόγμα του Οικουμενισμού ως πιστευτέαν και αναγκαίαν δια την σωτηρίαν

διδασκαλίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας· αλλ’ ούτε και πανορθοδόξως διεκηρύχθη

ποτέ τούτο»9. Μετά από αυτή την ομολογία «τι έτι χρείαν έχομεν

μαρτύρων;»10

Κατά συνέπεια θεωρούμε ότι, εφόσον δεν έχει πραγματοποιηθή ένωσις με

αιρετικούς ούτε οποιαδήποτε επίσημη διακήρυξις αιρέσεως, δεν υφίσταται

λόγος διακοπής εκκλησιαστικής κοινωνίας. Θεωρούμε επίσης ως εσφαλμένη την

πράξι αυτή από ορισμένους και ιδίως την προσχώρησί τους σε ζηλωτικές

ομάδες, οι οποίες υφίστανται τελείως αντικανονικά από το 1924. ¶λλωστε και

οι Πατέρες, όταν παρουσιάσθηκε ανάγκη εφαρμογής της διακοπής επικοινωνίας

(λόγω π.χ. της ενώσεως με τους Λατίνους το 1274), δεν προσχώρησαν στις

τότε υπάρχουσες παρεκκλησιαστικές ζηλωτικές ομάδες (Αρσενιάτας), ούτε

ίδρυσαν "Εκκλησίες Γ.Ο.Χ.". Αντιθέτως, συνέχισαν να έχουν εκκλησιαστική

κοινωνία με τους Ορθοδόξους των υπολοίπων Εκκλησιών και αγωνίσθηκαν μέχρι

θανάτου υπέρ της διασφαλίσεως των Ορθοδόξων δογμάτων.

Ο κατατεμαχισμός μάλιστα των Ζηλωτών μας καθιστά πάρα πολύ επιφυλακτικούς

στην εφαρμογή της διακοπής της εκκλησιαστικής κοινωνίας. Μας προτρέπει

επίσης να εξαντλήσουμε κάθε όριο πατερικά τεκμηριωμένης και νομίμου

εκκλησιαστικής Οικονομίας, δεδομένου ότι και οι ασυγκράτητοι Φιλενωτικοί

ενδέχεται να κατανοήσουν το ασύμφορο και αδύνατο των επιδιώξεών τους.

 

2. Η στάσις των αγίων Πατέρων έναντι των "Οικουμενιστών" (Ενωτικών,

Λατινοφρόνων)

 

Οι εκτροπές των Οικουμενιστών που προαναφέραμε δεν είναι φυσικά κάτι το

καινοφανές στην Ιστορία της Εκκλησίας. Μερικές μάλιστα συνέβαιναν

παλαιότερα σε πολύ χειρότερο βαθμό. Κατά συνέπεια, πρότυπό μας για την

αντιμετώπισί τους αποτελεί η σχετική διδασκαλία και πράξις των αγίων

Πατέρων, που έζησαν παρόμοιες καταστάσεις και ιδίως των Πατέρων της β΄

χιλιετίας.

1. Κατά το α΄ ήμισυ της β΄ χιλιετίας οι Λατινόφρονες Ενωτικοί αγωνίζονται

«πάση θυσία»11, όπως λέγει ο Ζηλωτής θεολόγος π. Θεοδώρητος, να επιτύχουν

την ένωσι με τους Λατίνους. Υποστηρίζουν μάλιστα (τέλος ιβ΄ αιώνος), ότι

οι Ορθόδοξοι δεν έπραξαν «καλώς»12 που αποσχίσθηκαν από τους Λατίνους προ

της καταδίκης τους. Παρά ταύτα, οι μεγάλοι Πατέρες καθώρισαν με την

διδασκαλία και το παράδειγμά τους ως όρο διακοπής εκκλησιαστικής κοινωνίας

την ένωσι με τους αιρετικούς και όχι την ύπαρξι Ενωτικών και Λατινοφρόνων

(έναντι των οποίων αγωνίσθηκαν φυσικά με ακατάβλητο ηρωισμό) η τις

κινήσεις προς ένωσι και τους Διαλόγους. Συγκεκριμένα:

α. Κατά το 1273 ο βασιλεύς Μιχαήλ ο Παλαιολόγος ζήτησε την γνώμη των

Αγιορειτών Πατέρων13 για τις ενωτικές του πρωτοβουλίες και τον φιλοπαπικό

"Τόμο πίστεως", που είχε συντάξει με Λατινόφρονας κληρικούς14. Οι

Αγιορείται Πατέρες δι’ επιστολής τους τον προέτρεψαν τότε να μη

πραγματοποιήση ένωσι με τους αμετανοήτους Λατίνους, διότι διαφορετικά θα

διακόψουν την εκκλησιαστική κοινωνία15 με όσους την αποδεχθούν. Οι Πατέρες

όμως δεν διέκοψαν την επικοινωνία με τους Λατινόφρονας προ της ενώσεως με

τους Λατίνους (1274), γεγονός που ελέγχει ως τελείως αντιπατερική και

αυθαίρετη την στάσι των σημερινών Ζηλωτών.

Ο π. Νικόλαος απέφυγε να αναφέρη στην διήγησί του την ένωσι με τους

Λατίνους. Έτσι όμως δεν έγινε κατανοητό, ότι ο λόγος διακοπής της

κοινωνίας ήταν η ένωσις και όχι απλά η ύπαρξις των Λατινοφρόνων! Δεν

διευκρίνησε επίσης το εξής: Οι Πατέρες δεν επικαλούνται τον ιε΄ κανόνα της

Α΄ και Β΄ συνόδου για να απειλήσουν τους Λατινόφρονας, ότι θα διακόψουν

προ συνοδικής κρίσεως την εκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους (όπως δυστυχώς

αφήνει να εννοηθή η όπως παραπλανητικά λέγουν άλλοι Ζηλωταί και μάλιστα

Αγιορείται16), αλλά για να δικαιολογήσουν ότι «δικαίως και κανονικώς

εξεκόπημεν»17 από τους Λατίνους «προ του καταδικασθήναι»18 αυτούς.

β. Αλλά και ο ιερός Βρυέννιος δεν διέκοψε την επικοινωνία με τους

Φιλενωτικούς της εποχής του. Έκανε μάλιστα Διαλόγους με Παπικούς και

αγωνίσθηκε να μη υποταχθή η Ορθοδοξία. Το διορατικό μάτι του Βρυεννίου

διέκρινε, ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία επρόκειτο να υποστή ανυπολόγιστη

συμφορά. Επειδή υποψιαζόταν, ότι η «απειρία»19 αυτών που επιθυμούσαν την

ένωσι θα ωδηγούσε στην πραγματοποίησι της «επαράτου συγκαταβάσεως»20

(ένωσι με τους Παπικούς χωρίς να αποβάλλουν το filioque και τις άλλες

καινοτομίες τους) κατέκρινε δρυμύτατα (1419) τον "οικουμενιστικό" αυτό

τρόπο ενώσεως και όσους τον προωθούσαν21.

Ο ιερός Ιωσήφ είχε αποσταλεί επίσης ως αρχηγός αποστολής στην Κύπρο (1406)

από την σύνοδο του πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ματθαίου για την

πραγματοποίησι της επιστροφής της υποταγμένης στους Λατίνους Εκκλησίας της

Κύπρου με την Ορθόδοξο Εκκλησία. Ο Βρυέννιος πήγε στην Κύπρο, αλλά δεν

υπήκουσε στις απαράδεκτες εντολές της συνόδου να έλθη σε κοινωνία με τον

κλήρο της νήσου και να διευθετήση το ζήτημα με «οικονομία»22. Σε ειδική

μελέτη του δε, που εξεφώνησε το 1412 προς την ιερά σύνοδο, επέκρινε όσους

προσπαθούσαν παράλογα να δικαιολογήσουν τους εκτός Εκκλησίας ευρισκομένους

Κυπρίους και επιθυμούσαν την ένωσι μαζί τους23.

Κατά το 1430, έπειτα από αλλεπάλληλες αποστολές πρέσβεων προς τον πάπα και

ανταλλαγές επιστολών (1415-1430) για το ζήτημα της ενώσεως Ορθοδόξων -

Λατίνων, ο βασιλεύς συνεκάλεσε σύσκεψι «εν τη Παλατιανή». Κατά την σύσκεψι

αυτή, στην οποία συμμετείχε ο πατριάρχης και άλλοι επίσημοι κληρικοί και

πολιτικοί, ο Βρυέννιος διεφώνησε με την νέα αποστολή πρέσβεων προς τον

πάπα24. Λίγο αργότερα μάλιστα διηγήθηκε προς τον μέγα εκκλησιάρχη τα εξής

αποκαλυπτικά: «Εγώ αφ ούπερ ήκουσα όσα εν τη Παλατιανή ακήκοα (και επί

τούτοις εκπληκτικόν τι βοήσας και την χείρα κατά το στόμα θέμενος) έκτοτε

έγνων, έφην, ως ουδέν τι αγαθόν ενταύθα γενήσεται· αντέστην γαρ είπε προς

εκείνο το βούλευμα, καθώς ηδυνάμην»25. Δυστυχώς οι αποστολές πρέσβεων

συνεχίσθηκαν, όχι μόνο προς τον πάπα, αλλά και προς την αντίθετη προς

αυτόν σύνοδο των Λατίνων επισκόπων της Βασιλείας26.

γ. Η μελλοντική ενωτική σύνοδος σε Ιταλικό έδαφος προετοιμαζόταν υπό

απαράδεκτες προϋποθέσεις. Ο αυτοκράτωρ έπειτα από απαίτησι του παπικού

αντιπροσώπου έπεισε τους πατριάρχας της Ανατολής να μη απαιτήσουν από τους

τοποτηρητάς τους να αποδεχθούν μία ένωσι σύμφωνη με «τας παραδόσεις των

αγίων Οικουμενικών συνόδων και των διδασκάλων της Εκκλησίας»27, αλλά

αντιθέτως οποιαδήποτε μορφή ενώσεως θα αποφασιζόταν κατά την ενωτική

σύνοδο! Σε κοινές δε συνεδρίες των επισημοτέρων κληρικών και πολιτικών της

επικρατείας (1436) υποστηρίχθηκε και η συμβατική ένωσις, δηλαδή η κατ’

οικονομία αναγνώρισις των αιρέσεων της Ρώμης, χωρίς όμως υποχρεωτικό

χαρακτήρα για την Ορθοδοξία28, ενώ ο βασιλεύς φρόντιζε να αποκλείη την

συμμετοχή των εχθρών των λατινικών καινοτομιών από την σύνοδο29. Ο

Ορθόδοξος λαός και οι περισσότεροι επίσκοποι διέβλεπον την αποτυχία της

συνόδου και τον μεγάλο κίνδυνο που απειλούσε την Ορθοδοξία, απέκρουον με

επιμονή την συμμετοχή στην ενωτική σύνοδο των Λατίνων και αποδοκίμαζαν την

σχεδιαζομένη ένωσι30. Οι Αγιορείται αρνήθηκαν να παράσχουν ουσιαστική

βοήθεια31 και ο άστατος, φιλόδοξος και τελείως ανίκανος πατριάρχης Ιωσήφ

απειλούσε με σφοδρότητα όσους δεν ήθελαν να τον ακολουθήσουν, ενώ δεν

έκανε καμμία σχετική προετοιμασία με τους επισκόπους32.

Παρά ταύτα ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός (διάδοχος του σοφού Βρυεννίου),

επειδή γνώριζε πολύ καλά το νόημα του ιε΄ κανόνος της Α΄ και Β΄ συνόδου,

δεν διέκοψε την εκκλησιαστική κοινωνία με τους Ενωτικούς. Ανεχώρησε μαζί

τους, καθώς και με τον «προδιεφθαρμένον»33 πατριάρχη για την Ιταλία και

έκανε Διάλογο με τους Λατίνους, τους οποίους παρεκάλεσε: «Προσλάβησθε

αδελφούς σπαρασσομένους»34 (οι αιρετικοί Λατίνοι θα προσελάμβαναν τους

Ορθοδόξους!) Ο ¶γιος αγωνίσθηκε με ακαταμάχητη γενναιότητα για να ματαιώση

την συμβατική ένωσι. Έπειτα όμως από την πραγματοποίησί της (1439)

συνιστούσε στους Ορθοδόξους: «Δει γαρ παντάπασιν εκείνους (τους

Λατινόφρονας) είναι κεχωρισμένους ημών»35. Η στάσις αυτή του Αγίου έναντι

των Ενωτικών, που υποστήριζαν "οικουμενιστικού" τύπου ένωσι με τους

Λατίνους, αποτελεί αναμφίβολα την μεγίστη καταδίκη των Ζηλωτών και όχι την

δικαίωσί τους, όπως υποστηρίζει ο π. Νικόλαος.

Απόλυτα σύμφωνος είναι ο ¶γιος και με την άποψί μας περί διαφοράς μεταξύ

επισήμου κηρύξεως αιρέσεως και σποραδικής. Σύμφωνα με δικούς του λόγους, ο

¶γιος ζήτησε από τους Λατίνους «εκβληθήναι την προσθήκην εκ του αγίου

συμβόλου ης εκβληθείσης συναπόλοιτο αν και η δόξα (η κακοδοξία του

filioque), και ούτως καλόν αν ην ει ενούμεθα μετά τούτου του τρόπου· ει δε

και υπελείποντό τινες δοξάζοντες ταύτην την δόξαν, τούτο ουδέν αν ην προς

το καθόλου πλήρωμα της Εκκλησίας· μη κηρυττούσης γαρ αυτής αυτήν δια του

συμβόλου, εσβέννυτο αν κατά μικρόν και από της πάντων διανοίας, η και μετ’

ολίγου κόπου η Εκκλησία κατήργει αν αυτήν»36.

δ. Η ένωσις Ορθοδόξων - Λατίνων δεν είχε μεγάλη διάρκεια. Αν και οι

Ανθενωτικοί επεκράτησαν, το 1452 άρχισαν προσπάθειες για νέα ένωσι37. Στις

διαπραγματεύσεις με τους Λατίνους προσκλήθηκε και ο διάδοχος του αγίου

Μάρκου στον ανθενωτικό αγώνα και μετέπειτα πατριάρχης, Γεννάδιος ο

Σχολάριος. Ο ιερός Γεννάδιος είχε προσπαθήσει ποικιλοτρόπως38 να αποτρέψη

την νέα ένωσι με τους Λατίνους, χωρίς όμως να διακόψη την επικοινωνία με

όσους την σχεδίαζαν. Αποδέχθηκε μάλιστα τον Διάλογο με τους Λατίνους και

έκανε σχετικές προτάσεις39. Επειδή όμως αντιλήφθηκε, ότι η ένωσις είχε

αποφασισθή προ του Διαλόγου, αρνήθηκε να συμμετάσχη σ’ αυτόν. Αντιστάθηκε

μάλιστα με σθένος -όπως ο άγιος Μάρκος- στην εφαρμογή της νέας ενώσεως με

τους Λατίνους, που πραγματοποιήθηκε στο τέλος του 1452.

2. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας - Ενετοκρατίας οι ενωτικές

προσπάθειες σχεδόν εξαλείφθηκαν. Οι τότε όμως δυσχερείς περιστάσεις σε

συνδυασμό με την σκληρή Δυτική προπαγάνδα αποδυνάμωσαν σημαντικά τις

αντιστάσεις του υποδούλου Ορθοδόξου κλήρου και λαού, που διατελούσε σε

άκρα αμάθεια και σκότος. Τα γεγονότα της εποχής εκείνης καταδεικνύουν την

άγνοια και την σύγχυσι ορισμένων Ορθοδόξων ως προς τις σχέσεις τους με

τους ετεροδόξους, την αλλοίωσι του εκκλησιαστικού φρονήματός τους και την

απώλεια της Ορθοδόξου ευαισθησίας τους.

Η πάγια τακτική των Ορθοδόξων να λαμβάνουν θεία κοινωνία από τους Λατίνους

και το αντίστροφο -κυρίως στα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου- μαρτυρεί,

ότι είχε χαθή η συνείδησις, ότι η Θεία Ευχαριστία διαστέλλει την Ορθοδοξία

από τα αιρετικά εκκλησιαστικά σχήματα. Παπική σχολή επίσης "μόρφωνε" τους

Αγιορείτας μοναχούς επί επτά έτη, ενώ η Μονή του αγίου Νικολάου στην Θήρα

είχε Ιησουίτας ως εξομολόγους. Οι δε προσφωνήσεις επισκόπων και ηγουμένων

προς τον πάπα υπερβαίνουν τα όρια της λογικής.

Οι εκκλησιαστικοί ηγέται ήταν ακόμη πιο ενδοτικοί στον δυτικό

ιμπεριαλισμό. Ορθόδοξοι επίσκοποι επιτρέπουν στους Παπικούς να λειτουργούν

στους Ορθοδόξους ναούς. Ο Πάρου και Νάξου Ιωσήφ προτρέπει τους αιρετικούς

Καπουτσίνους να εξομολογούν και να διδάσκουν τον Ορθόδοξο λαό (1651)40. Ο

μητροπολίτης Σμύρνης «δίνει την άδεια σε Ιησουίτες να εξομολογούν τους

κληρικούς της επαρχίας του, και οι κληρικοί με την σειρά τους εγκαθιστούν

τους Ιησουίτες μέσα στους ορθοδόξους ναούς να εξομολογούν τον λαό»41. Ο

Αιγίνης Δαμασκηνός (1680) ακολουθεί όμοια τακτική, ενώ άλλος μητροπολίτης

πηγαίνει τακτικά για εξομολόγησι σε Γάλλο Καπουτσίνο.

Κατά τις αρχές του ιθ΄ αιώνος ο Ταλαντίου Νεόφυτος και άλλοι Ορθόδοξοι

απολαμβάνουν τακτικά την διδασκαλία του Προτεστάντου ¶ρτλεϋ μέσα σε

Ορθόδοξο ναό. Ο Νεόφυτος είχε στενές σχέσεις με τους Δυτικούς

ιεραποστόλους, παρευρίσκετο σε κηδείες Προτεσταντών μέσα σε Ορθοδόξους

ναούς42, ενώ λίγο αργότερα εν πλήρη στολή μαζί με Προτεστάντας πάστορας

υποδέχθηκε τον βασιλέα Όθωνα. «Προτεσταντική ακολουθία, Ορθόδοξος Ιεράρχης

και Παπικός βασιλεύς απετέλουν σύνθεσιν, υπενθυμίζουσαν την εξωτερικήν

οικουμενιστικήν ενότητα!»43

Οι μεγάλοι Πατέρες εκείνων των εποχών (Παχώμιος Ρουσάνος, Δοσίθεος

Ιεροσολύμων, Ευγένιος, Χρύσανθος και Κοσμάς οι Αιτωλοί, Μακάριος ο

Πάτμιος, Αθανάσιος ο Πάριος, Νικόδημος ο Αγιορείτης) δεν ίδρυσαν

"Εκκλησίες Γ.Ο.Χ.", επειδή ορισμένοι σύγχρονοί τους δεν διέθεταν Ορθόδοξο

ευαισθησία, συμπροσηύχοντο με αιρετικούς και ανεγνώριζαν έμμεσα ή άμεσα

αυτούς και τα μυστήριά τους, προσβάλλοντας έτσι την εκκλησιολογική,

μυστηριολογική και σωτηριολογική αποκλειστικότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Αντιθέτως, έκαναν υποδειγματικό αγώνα για να μεταδώσουν κάποιο πνευματικό

φως στον Ορθόδοξο λαό και να τον προφυλάξουν από την παπική προπαγάνδα, η

οποία ωργίαζε με σκοπό «το αποπλανάν τους απλουστέρους»44.

Ο ιερός Μακάριος ο Πάτμιος διεκήρυττε με πόνο: «Από τόσας Συνόδους τοπικάς

και οικουμενικάς αφωρίσθησαν και ανεθεματίσθησαν οι Λατίνοι, και ακόμη

αμφιβάλλεις ανίσως και είναι αναθεματισμένοι; Ακόμη δεν το πιστεύεις πως

είναι αιρετικοί;... Και πώς εσύ κρατείς τους Λατίνους δια Ορθοδόξους;...

Ποίον σημείον είδες από αυτόν τον φραρόπαπαν πως δύναται να τελειώση

μυστήριον, και προστρέχεις εις αυτόν και εξομολογήσαι;... Από τον Θεόν τον

ύψιστον, τον παντοδύναμον, χωρίζεσαι την ώραν εκείνην»45.

Ο δε όσιος Αθανάσιος ο Πάριος, όπως και ο όσιος Νικόδημος46, αντιστεκόταν

στους Λατινόφρονας της εποχής του και εδίδασκε: «Τις ουν τους πάντη

αβαπτίστους (Λατίνους) ερεί μη δειν βαπτίζεσθαι, τη καθολική

προσερχομένους Εκκλησία; Ουδείς δήπου νουν και φρενών μη εξεστηκώς Τοι γαρ

ουν βαπτίζονται πανταχού, καν τινες, πάθει μάλλον η και αμαθεία

κινούμενοι, εισέτι και νυν αντιλέγειν εθέλουσι, την φερομένην Διάταξιν

προβάλλοντες, την μύρω δεχομένην τους από Λατίνων επιστρέφοντας»47.

Τους μεγάλους αυτούς Πατέρας έχουμε και εμείς σαν πρότυπα. Επομένως, δεν

είναι δυνατό να υπακούσουμε στην προτροπή του π. Νικολάου και να

ενταχθούμε σε κάποια ζηλωτική ομάδα, διότι μία τέτοια πράξις θα σήμαινε

απάρνησι όλων αυτών των Πατέρων.

 

 

Β. ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΚΟΔΟΞΙΕΣ ΤΩΝ ΖΗΛΩΤΩΝ

 

Δυστυχώς η στάσις των Ζηλωτών δεν είναι μόνο αντιπατερική. Αν και

προβάλλουν τους εαυτούς τους ως υπερμάχους των ιερών κανόνων και των ορθών

εκκλησιολογικών φρονημάτων, παρά ταύτα πολλές κακοδοξίες έχουν αναπτυχθή

στους κόλπους τους.

1. Πρώτη βασική κακοδοξία των Ζηλωτών, είναι η θεωρία, ότι επιτρέπεται η

διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας ακόμη και για μη δογματικούς λόγους.

Η αντιπατερική αυτή θεωρία, που αθετεί την Α΄ και Β΄ σύνοδο του αγίου

Φωτίου (861), ανατινάσσει κυριολεκτικά τα εκκλησιολογικά θεμέλια του

Σώματος του Χριστού και οδηγεί σε καθαρό Προτεσταντισμό: Οι Ζηλωταί

συνεχώς διασπώμενοι ιδρύουν νέες "Εκκλησίες" (παρατάξεις) και χειροτονούν

πλήθος μητροπολιτών, μερικοί από τους οποίους δεν έχουν στην δικαιοδοσία

τους ούτε ένα ιερέα! Επίσης Ζηλωταί κληρικοί και λαϊκοί μεταπηδούν τακτικά

κατά το δοκούν από "Εκκλησία" σε "Εκκλησία", ενώ πολλοί Ζηλωταί έχουν

αποκηρύξει όλες τις ζηλωτικές "Εκκλησίες" και έχουν μείνει τελείως

ακέφαλοι. Οι διασπάσεις μάλιστα είναι τόσο πολλές, ώστε οι Ζηλωταί είναι

κατ’ αναλογία πολύ περισσότερο διασπασμένοι ακόμη και από τους

Προτεστάντες.

Την θεωρία αυτή εφήρμοσε δύο φορές ο Ζηλωτής επίσκοπος Ματθαίος και

απεκήρυξε τους δύο τότε ομόφρονάς του αρχιερείς για επουσιώδη ζητήματα.

Στην συνέχεια, εφόσον είχε μείνει ο "μοναδικός Ορθόδοξος επίσκοπος",

χειροτόνησε μόνος του πολλούς επισκόπους (1948) παραβαίνοντας κάθε ιερό

κανόνα48. Συνεπώς σήμερα οι ματθαιικές ομάδες ενέχονται όχι μόνο για τα

σχίσματά τους, αλλά και για ατελή χειροτονία.

Οι Ζηλωταί φυσικά προσπαθούν να αποδείξουν, ότι το σχίσμα τους με την

Εκκλησία είναι ζήτημα πίστεως, ενώ τα εσωτερικά τους σχίσματα είναι αθώα,

επειδή οφείλονται σε ανθρώπινα πάθη. Η δικαιολογία τους δεν είναι ορθή. Τα

ανθρώπινα πάθη αποτελούν την αφορμή της διασπάσεώς τους, το αίτιο όμως

είναι η αποδοχή του ανωτέρω κακοδόξου φρονήματος. Αλλά και αν δεχθούμε,

ότι μόνο οι ανθρώπινες αδυναμίες οδηγούν τους Ζηλωτάς στην πολυδιάσπασι,

αυτή και μόνη είναι ικανή να τους καταδικάση πλήρως. Κατά τον ιερό

Χρυσόστομο, «ουδέν ούτω παροξύνει τον Θεόν, ως το Εκκλησίαν διαιρεθήναι

Διαμαρτύρομαι, ότι του εις αίρεσιν εμπεσείν το την Εκκλησίαν σχίσαι ουκ

έλαττόν εστι κακόν»49· και μάλιστα -συμπληρώνει ο ¶γιος- αν μεταξύ των

απεσχισμένων υπάρχει η ίδια πίστι. Ισχυρίζονται ότι, μόλις κάποιος

Ορθόδοξος κληρικός κηρύξει αιρετικά δόγματα η κάποια Ορθόδοξος Εκκλησία

διαπράξει κάποια παρανομία, εκπίπτουν αυτομάτως της θείας Χάριτος και

αποκόπτονται από την Εκκλησία. Φυσικά, κατά την Ορθόδοξο διδασκαλία, αυτό

συμβαίνει μόνο κατόπιν συνοδικής εκδικάσεως και κατακρίσεώς τους50, η όταν

μόνοι τους εγκαταλείψουν την Ταμειούχο της θείας Χάριτος Ορθόδοξο

Εκκλησία51.

Βάσει της κακοδόξου αυτής θεωρίας οι Ζηλωταί θεωρούν, ότι οι Εκκλησίες που

άλλαξαν το εορτολόγιο (1923-1924), βρέθηκαν αυτομάτως εκτός Εκκλησίας (και

σωτηρίας), ενώ τα Μυστήριά τους στερήθηκαν της θείας Χάριτος52. ¶λλοι πάλι

θεωρούν, ότι η Εκκλησία της Ελλάδος αποκόπηκε από την Εκκλησία, όταν

καθήρεσε τους πρώτους Ζηλωτάς αρχιερείς (1935)53, ενώ άλλοι, ότι η αποκοπή

συντελέσθηκε προοδευτικά. ¶λλοι μας θεωρούν αιρετικούς και εκτός Εκκλησίας

από το 1920, λόγω της διακηρύξεως της αιρέσεως του Οικουμενισμού. Ο π.

Νικόλαος μάλιστα θεωρεί ακόμη και εμάς τους Αγιορείτας ως εχθρούς του

Θεού, εκτός Εκκλησίας και σωτηρίας!

Η αποδοχή των αλληλοαναιρουμένων αυτών θεωριών οδηγεί τους Ζηλωτάς σε

πέλαγος αντιφάσεων και τραγικό αδιέξοδο. Συγκεκριμένα: Όταν η μεγάλη

παράταξις των Φλωρινιακών Ζηλωτών (διαιρεμένων σήμερα σε επτά παρατάξεις)

έμεινε χωρίς αρχιερέα (1955), έσπευσε να λάβη χειροτονία από την Ρωσική

σύνοδο της Διασποράς54 (1960, 1962). Παραλείποντας τις πολλές

αντικανονικότητες της χειροτονίας τους, αναφέρω μόνο ότι η Ρωσική σύνοδος:

 

α. Είχε ενορίες και με το ιουλιανό και με το νέο ημερολόγιο.

β. Είχε πλήρη εκκλησιαστική κοινωνία με όλες τις Εκκλησίες που

ακολουθούσαν το νέο ημερολόγιο και με όλες τις Εκκλησίες που συμμετείχαν

στην Οικουμενική Κίνησι και ιδίως με τους Αθηναγόρα Κωνσταντινουπόλεως και

Ιάκωβο Αμερικής, τους οποίους οι Ζηλωταί θεωρούν αιρεσιάρχας.

γ. Δεν ήταν άμοιρη συμπροσευχών με αιρετικούς. Αναφέρω ενδεικτικά την

παρουσία (1951) Αγγλικανού αρχιερέως εν πλήρη στολή στο ιερό Βήμα κατά την

χειροτονία του επισκόπου Βιταλίου (τέως προέδρου της συνόδου). Επίσης την

συμμετοχή του επισκόπου Φιλαρέτου σε λιτανεία μαζί με παπικό επίσκοπο και

την τέλεσι παρακλήσεως σε παπικό ναό (δεκαετία του ’60).

Οι Ζηλωταί λοιπόν έλαβαν χειροτονία εν γνώσει τους από "αιρετικούς και

εκτός Εκκλησίας" -κατά τις θεωρίες τους- επισκόπους, η έστω από αυτούς που

επικοινωνούσαν πλήρως επί δεκαετίες με "αιρετικούς". Μάλιστα ο ένας από

τους δύο επισκόπους που τους χειροτόνησαν ακολουθούσε το νέο ημερολόγιο!

Συνεπώς, σύμφωνα με τις κακόδοξες θεωρίες τους περί αυτομάτου αποκοπής από

την Εκκλησία και απωλείας της θείας Χάριτος, όχι μόνο βλασφημούν το ¶γιο

Πνεύμα και τα Μυστήρια της Εκκλησίας μας, αλλά απαρνούνται και την ίδια

τους την χειροτονία, την οποία έλαβαν εσκεμμένα.

Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: Είμαστε η δεν είμαστε (οι Ορθόδοξες Τοπικές

Εκκλησίες) αιρετικοί από το 1920; Αν δεν είμαστε, τότε οι Ζηλωταί οφείλουν

να επιστρέψουν εν μετανοία, διότι οι άγιοι Πατέρες απαγορεύουν αυστηρά τις

αποσχίσεις άνευ δογματικών λόγων. Αν είμαστε, τότε οι Ζηλωταί στερούνται

χειροτονίας, εφόσον καταδέχθηκαν να χειροτονηθούν από "αιρετικούς και

εκτός Εκκλησίας" επισκόπους. Σύμφωνα δε με τον μέγα Βασίλειο, αυτός που

τόλμησε να λάβη εσκεμμένα χειροτονία από τους αιρετικούς, δεν είναι άξιος

να θεωρηθή ποτέ ως Ορθόδοξος επίσκοπος55.

3. ¶λλο πεπλανημένο φρόνημα των Ζηλωτών, το οποίο κηρύσσεται κυρίως στην

πράξι, είναι ότι η διακοπή εκκλησιαστικής κοινωνίας με τους αιρετικούς

εφαρμόζεται μόνο στους αιρετικούς κληρικούς και σ αυτούς όχι πλήρως.

Συνεπώς κατά κανόνα οι Ζηλωταί:

α. Δέχονται τους "αιρετικούς" νεοημερολογίτας λαϊκούς σε συμπροσευχή στην

Εκκλησία και τους παρέχουν θεία Μετάληψι η άλλα Μυστήρια και αντίδωρο.

β. Προσκαλούν τους "αιρετικούς" νεοημερολογίτας βουλευτάς και λοιπούς

επισήμους στις πανηγύρεις η τελετές τους (π.χ. Θεοφάνεια) και

συναγωνίζονται, ποια παράταξις θα τιμηθή από μεγαλύτερο αριθμό "αιρετικών"

επισήμων.

γ. Συμπροσεύχονται και με "αιρετικούς" κληρικούς. Ακόμη και οι Αγιορείται

ακραιφνείς Ζηλωταί δέχονται στις λειτουργίες τους μη Ζηλωτάς "αιρετικούς"

κληρικούς, τους παρέχουν τιμητική θέσι και τους δίνουν αντίδωρο. (Οι

Ζηλωταί κληρικοί συμπροσεύχονται με τους "αιρετικούς" και σε άλλους ναούς,

εκτός από τους δικούς τους. Ο επίσκοπος Γ.Ο.Χ. Θεσσαλονίκης Ευθύμιος π.χ.

συμπροσευχόταν στις 14-9-2000 με "αιρετικούς" νεοημερολογίτας κληρικούς

εντός του ιερού Βήματος του ναού της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα. ¶ραγε θα

τον καθαιρέση η συνοδική του ομάδα, όπως επιβάλλεται από τους ιερούς

κανόνας;)

Επομένως τίθεται πάλι το ερώτημα: Είμαστε αιρετικοί η όχι; Αν είμαστε,

τότε οι Ζηλωταί πρέπει να καταδικάσουν όλες τις ανωτέρω απαράδεκτες

ενέργειες και ιδίως να μη επιτρέπουν σε κανένα "αιρετικό" νεοημερολογίτη

λαϊκό να εισέρχεται σε ναούς τους (πράγμα ασύμφορο φυσικά). Οι Ζηλωταί

βέβαια μπορεί να αντιτάξουν, ότι οι ανωτέρω ενέργειες αποτελούν εφαρμογή

επαινετής "Οικονομίας". Μήπως όμως η εφαρμογή της "Οικονομίας" είναι

αποκλειστικό δικαίωμα των Ζηλωτών και όχι και δικό μας, από τους οποίους

οι Ζηλωταί απαιτούν μόνο την "Ακρίβεια";

4. Ο Οικουμενισμός των Ζηλωτών προεκτείνεται ακόμη περισσότερο. Οι

Ενισταμένοι επικοινωνούν -μέσω της Ρωσικής Διασποράς- με το πατριαρχείο

Σερβίας και επομένως με την καθόλου "αιρετική" Εκκλησία. Προ ετών δε, δύο

επίσκοποι της χρυσοστομικής παρατάξεως επικοινωνούσαν ολοφάνερα επί έτη με

το πατριαρχείο Ιεροσολύμων χωρίς καμμία επίσημη επιτίμησι από τους

ομόφρονάς τους αρχιερείς.

Πολλή συχνή είναι και η εκκλησιαστική κοινωνία μεταξύ κληρικών και λαϊκών

των ζηλωτικών παρατάξεων, αν και αυτές αλληλοκατηγορούνται επίσημα ως

συνονθύλευμα πλανεμένων η ψευδεκκλησίες56, οι οποίες είναι εκτός Εκκλησίας

όπως οι Μονοφυσίται57, Παπικοί, Προτεστάνται ή άλλοι αιρετικοί! Θεωρούν

μάλιστα τους κληρικούς των άλλων παρατάξεων ως ψευδοκληρικούς χωρίς

αποστολική διαδοχή, ιερωσύνη και σωτηρία!

5. Εντελώς απαράδεκτες και "οικουμενιστικές" είναι και οι θεωρίες των

Ενισταμένων, οι οποίοι, για να δικαιολογήσουν την απόσχισί τους από την

πλειονότητα των Ζηλωτών (που αποδέχεται ότι είμαστε εκτός Εκκλησίας),

έπεσαν στο αντίθετο άκρο και υποστηρίζουν, ότι οι Εικονομάχοι προ της Ζ΄

Οικουμενικής (787) συνόδου (καθώς και εμείς που είμαστε ακριβώς (!) όμοιοί

τους) ήταν εντός Εκκλησιας58 και τελούσαν έγκυρα μυστήρια!59 Στηρίζουν την

άποψί τους αυτή στην παρερμηνεία μερικών φράσεων των Πατέρων της συνόδου

αυτής. Αγνοούν όμως, ότι πολλές φορές οι Πατέρες χρησιμοποιούν

καταχρηστικά ορισμένες φράσεις -π.χ. «ένωσις των Εκκλησιών»60 Ορθοδόξων

και Παπικών- χωρίς φυσικά να εννοούν, ότι οι αιρετικοί βρίσκονται εντός

Εκκλησίας ή έχουν έγκυρα μυστήρια. Παραβλέπουν επίσης τελείως τους

αλλεπαλλήλους αναθεματισμούς πολλών Τοπικών συνόδων των Ορθοδόξων

πατριαρχείων (726-769) κατά των Εικονομάχων (το «ανάθεμα»61 αλλοτριώνει

και αποτέμνει της Εκκλησίας) και θεωρούν, ότι οι μη Οικουμενικές αυτές

σύνοδοι δεν απέκοψαν (δήθεν) τους Εικονομάχους από την Εκκλησία!

Το ότι οι Εικονομάχοι προ του 787 ήταν εκτός Εκκλησίας, καθίσταται φανερό

και από την αίτησί τους κατά την Ζ΄ Οικουμενική σύνοδο να ενωθούν «τη αγία

καθολική Εκκλησία», καθώς και από τους λόγους των Πατέρων, π.χ. περί

αποδοχής «των νυνί προσελθόντων τη καθολική Εκκλησία»62. Αλλά και ο άγιος

Μάξιμος δεν αποδεχόταν εγκυρότητα στα μυστήρια των Μονοθελητών κατά το 655

(έπειτα δηλαδή από τις Τοπικές συνόδους της Δύσεως που τους αναθεμάτισαν

και προ της ΣΤ΄ Οικουμενικής): «Ποίαν επιτελέσουσι μυσταγωγίαν· η ποίον

πνεύμα τοις παρά τούτων επιτελουμένοις επιφοιτά;»63 ¶λλωστε και οι Λατίνοι

είναι εκτός Εκκλησίας από το 1054, αν και δεν καταδικάσθηκαν τότε από

Οικουμενική σύνοδο, και παρά το ότι π.χ. ο ιερός Γερμανός

Κωνσταντινουπόλεως περί το 1232 θρηνούσε για το «διερρηγμένο»64 ιμάτιο της

Καθολικής Εκκλησίας, η ωνόμαζε την Ρώμη «εκκλησία»65.

6. Ο π. Νικόλαος διακηρύσσει «γυμνή τη κεφαλή»66 ακόμη πιο εντυπωσιακές

κακοδοξίες. Αν και ανήκει σε συνοδική ομάδα, η οποία θεωρεί ότι τα

Μυστήριά μας στερούνται της θείας Χάριτος, επαινεί τις θεωρίες των

Ενισταμένων και υποστηρίζει (κεφ. Χ, σ. 67-68), ότι έχουμε «θεία Χάριν και

Θεία Μυστήρια», όπως οι όμοιοι με εμάς Εικονομάχοι προ του 787, επειδή δεν

έχουμε καταδικασθή τελεσίδικα από Οικουμενική σύνοδο. Ο π. Νικόλαος

υποστηρίζει ταυτόχρονα, ότι βρισκόμαστε και εκτός Εκκλησίας, όπως και οι

Εικονομάχοι προ του 787. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τις πρωτοφανείς

κακοδοξίες του, οι οποίες συναγωνίζονται σε ασέβεια ακόμη και την "θεωρία

των κλάδων", «θεία Χάρις και Θεία Μυστήρια» υπάρχουν και εκτός Εκκλησίας!

7. Ο π. Νικόλαος υποστηρίζει επίσης (Ι 3, σ. 6), ότι όσοι ενώθηκαν με τους

Λατίνους (δηλαδή όσοι συλλειτουργούσαν με τους Λατίνους) είχαν «θεία Χάριν

και Θεία Μυστήρια» έως της τελικής καταδίκης τους! Εδώ δεν πρόκειται

βέβαια για παράβασι ιερού κανόνος67 η διακήρυξι κάποιου κακοδόξου

φρονήματος, τα οποία πρέπει να εκδικασθούν από σύνοδο για να επέλθη η

έκπτωσις της ιερωσύνης (καθαίρεσις), αλλά για εγκατάλειψι της Ταμειούχου

της θείας Χάριτος Εκκλησίας και ένωσι με αιρετικούς. Κατά τον μέγα

Βασίλειο, οι «της Εκκλησίας αποστάντες ουκέτι έσχον την χάριν του αγίου

Πνεύματος εφ’ εαυτοίς»68. Κατά δε τους κανόνας α΄ και β΄ της Γ΄

Οικουμενικής συνόδου, όποιος ενώθηκε η θα ενωθή με τους αιρετικούς (δηλαδή

εγκαταλείψη την Εκκλησία), θεωρείται «εντεύθεν» ανενέργητος και, καθώς

ερμηνεύει ο ιερός Βαλσαμών, θεωρείται ως «ήδη του επισκοπικού βαθμού

απαλλοτριωθείς»69.

Η ανήκουστη αυτή κακοδοξία του π. Νικολάου δεν υποστηρίζεται ούτε από τους

μεγαλυτέρους Οικουμενιστάς. Ο καθηγητής Βλάσιος Φειδάς αναφέρει: «Οι

ανθενωτικοί όμως κατηγορούσαν τους ενωτικούς κληρικούς (που είχαν ενωθή με

τους Λατίνους το 1274), ότι εξέπεσαν της ιερωσύνης και ότι τελούσαν πλέον

άκυρα μυστήρια»70. Επίσης ο άγιος Μάρκος και οι ομόφρονές του δεν

θεωρούσαν ούτε ως Χριστιανούς, αυτούς που μόλις είχαν ενωθή (1439) με τους

Λατίνους71. Έπειτα δε από την νέα ένωσι (1452)72 οι Ορθόδοξοι θεωρούσαν τα

μυστήρια αυτών που ενώθηκαν με τους Λατίνους ως «βδελυκτήν θυσίαν», τον δε

ναό της αγίας Σοφίας «ως Ιουδαίων συναγωγήν καταφύγιον δαιμόνων και βωμόν

Ελληνικόν»73.

Το ότι η Εκκλησία αποκατέστησε στην ιερωσύνη κατόπιν μετανοίας, όσους

ενώθηκαν με αιρετικούς, η δεν επανέλαβε τα μυστήρια74 μετανοούντων

αιρετικών που είχαν καταδικασθή ακόμη και από Οικουμενικές η Τοπικές

(Μονοθελήται, Εικονομάχοι) συνόδους, δεν σημαίνει φυσικά, ότι αποδέχθηκε

ποτέ την ύπαρξι θείας Χάριτος και θείων Μυστηρίων εκτός του Σώματος Της.

Τις κακοδοξίες αυτές του π. Νικολάου εγκωμίασαν ο εκδότης του περιοδικού

«¶γιος Αγαθάγγελος» και ο π. Θεοδώρητος Μαύρος!

Έπειτα από την συνοπτική αυτή έκθεσι ορισμένων ζηλωτικών θεωριών

καθίσταται φανερό, ότι ο σύγχρονος Ζηλωτισμός δεν είναι απλά μία

εκκλησιολογική παρέκκλισις, αλλά αποτελεί σύμπλεγμα αλληλοαναιρουμένων

εκκλησιολογικών κακοδοξιών, το οποίο τείνει να μετατραπή σε αίρεσι.

 

 

Γ. Η ΚΑΚΟΔΟΞΟΣ ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΤΟΥ Π. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ ΜΑΣ

 

1. Παραποιήσεις στην σύγχρονη Ιστορία

 

α. Ο π. Νικόλαος ισχυρίζεται, ότι από το 1920 κηρύσσεται δήθεν η αίρεσις

του Νεοημερολογιτικού Οικουμενισμού, εφόσον δια της πατριαρχικής Εγκυκλίου

του 1920 «ομολογείται επίσημα πλέον και για πρώτη φορά ότι υπάρχουν και

άλλες "εκκλησίες" εκτός της Ορθοδόξου» (ΙΙΙ 2, σ. 15). Ο ισχυρισμός ότι

είμαστε αιρετικοί από το 1920 είναι τελείως αναληθής διότι:

1. Οι αιρετικοί αποκαλούνται καταχρηστικά «Εκκλησίες»75 από πολλούς

παλαιούς Πατέρας, χωρίς φυσικά να εννοούν, ότι μαζί τους συναποτελούμε την

Μια Εκκλησία. «Εκκλησίες» ονομάζονται οι αιρετικοί και στις πατριαρχικές

Εγκυκλίους του 1902 (καθώς και «αναδενδράδες του Χριστιανισμού») και του

1904, οι οποίοι «τη Παναγία Τριάδι και αυτοί πιστεύοντες και τω ονόματι

του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού σεμνυνόμενοι, τη χάριτι του Θεού σωθήναι

ελπίζουσι»!76 Ο π. Νικόλαος αποκρύβει φυσικά τις δύο ανωτέρω Εγκυκλίους,

διότι διαφορετικά κινδυνεύουν και οι Ζηλωταί να χαρακτηρισθούν ως

αιρετικοί, εφόσον αποσχίσθηκαν από την "αιρετική" Εκκλησία μόλις το 1924.

2. Κατά τις πρώτες δεκαετίες του σχίσματος ο ηγέτης των Ζηλωτών πρώην

Φλωρίνης Χρυσόστομος (και φυσικά και οι ίδιοι) υποστήριζε, ότι διατελεί εν

ακοινωνησία προς την «καινοτομήσασαν ιεραρχίαν προσωρινώς δια κανονικούς

λόγους»77 -το εορτολογικό ζήτημα- και ποτέ για δογματικούς λόγους. Μέχρι

δε τον θάνατό του (1955) ωμιλούσε για την παρανομία της αντικαταστάσεως

του Ιουλιανού ημερολογίου78 και ποτέ για διακήρυξι αιρέσεως Οικουμενισμού

η θεωρίας των κλάδων (δια της Εγκυκλίου του 1920). Είναι αδύνατο να

εκηρύσσετο αίρεσις επί τριάντα έτη και να μη το είχε αντιληφθή!

Στην εφημερίδα μάλιστα Βραδυνή της 11-12-1950 είχε δηλώσει τα εξής: «Αλλ’

ότε είδομεν (το 1935) ότι το σχίσμα εδημιουργήθη υπό των

Παλαιοημερολογιτών και άνευ ημών και ότι τούτο ελλείψει ποιμαντορικής

εποπτείας και καθοδηγήσεως εξετρέπετο εις ακρότητας επί ζημία του κύρους

της Εκκλησίας και του γοήτρου της Ιεραρχίας (του νέου ημερολογίου)

επεδύθημεν εις τον αγώνα ίνα προλάβωμεν περισσότερα έκτροπα»! Στις

3-11-1952 διαμαρτυρόμενος για τις διώξεις έναντι των Ζηλωτών έγραφε τα

εξής: «Η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος αντί δια μέσων διαφωτιστικών

και ειρηνικών να πείση τους από της Εκκλησίας αποσχισθέντας

παλαιοημερολογίτας και εις τους κόλπους αυτής να προσελκύση»!

Κατά συνέπεια ο ίδιος ηγέτης των Ζηλωτών διαψεύδει τελείως τους σημερινούς

Ζηλωτάς (περί δήθεν αιρέσεως η αιρετικών Εγυκλίων) και αποκαλύπτει την

σημερινή από μέρους τους διαστρέβλωσι της Ιστορίας του ζηλωτικού

κινήματος. Ωνόμαζε δε τους Ζηλωτάς «αποσχισθέντας από της Εκκλησίας»! Ο

Χρυσόστομος δεν στηλίτευσε ποτέ την Εγκύκλιο του 1920, διότι προφανώς δεν

την θεωρούσε αιρετική. (¶ρα -κατά τους σημερινούς Ζηλωτάς- ήταν οπαδός της

θεωρίας των κλάδων!)

Μερικοί Ζηλωταί προφασίζονται, ότι οι Οικουμενισταί κράτησαν εσκεμμένα

κρυφή την Εγκύκλιο αυτή επί δεκαετίες. Αυτό φυσικά δεν αληθεύει, διότι η

Εγκύκλιος εξεδόθη αμέσως σε ειδικό τεύχος και μάλιστα σε πολλές γλώσσες.

Αλλά και αν ακόμη ο ανωτέρω ισχυρισμός ήταν αληθινός, τότε πως είναι

δυνατόν να κατηγορούμαστε ως αιρετικοί λόγω μιας Εγκυκλίου, την οποία επί

δεκαετίες αγνοούσαμε;

Η φράσις "κηρύσσεται αίρεσις Οικουμενισμού" είναι επινόησις των νεωτέρων

Ζηλωτών, επειδή αντιλήφθηκαν, ότι η αλλαγή μόνο του εορτολογίου δεν

αποτελεί αίρεσι και επομένως, σύμφωνα με την ομόφωνη αγιοπατερική

διδασκαλία, η απόσχισίς τους είναι τελείως παράνομη. Αν ο π. Νικόλαος

επιθυμή να καυχάται, ότι μόνο οι ζηλωτικές ομάδες αποτελούν την Μια

Εκκλησία του Χριστού, θα πρέπει να παύση να ασχολήται με το τι γίνεται

σήμερα και να αποδείξη, ότι η απόσχισίς τους έγινε για δογματικούς λόγους

το 1924, χρονολογία δηλαδή στην οποία ανάγεται η εμφάνισίς τους σαν

ανεξάρτητο εκκλησιαστικό σχήμα. Αυτό φυσικά είναι αδύνατο και γι’ αυτό η

εκκλησιαστική τους υπόστασις ήταν και θα είναι παράνομη. Ο ιερός Δοσίθεος

αποκαλώντας αίρεσι το νέο καλενδάριο, εννοεί την τροποποίησι του Πασχαλίου

από τους Λατίνους και όχι την αλλαγή του εορτολογίου.

β. Ο π. Νικόλαος βέβαια και οι Ζηλωταί τολμούν να χαρακτηρίζουν ως αίρεσι

ακόμη και την αλλαγή του εορτολογίου, επειδή διέσπασε την Μια Εκκλησία σε

δύο (την παλαιοημερολογιτική και την νεοημερολογιτική) και συνεπώς έπληξε

έμμεσα το δόγμα της Μιας Εκκλησίας. Η διάσπασις βέβαια έγινε από αυτούς

και όχι από εμάς. Αν όμως με βάσι αυτό τον κανόνα θεωρούμε, ότι κάθε

διάσπασις της ενότητος της Εκκλησίας αποτελεί αίρεσι, τότε και οι Ζηλωταί

δεν θα πρέπει να χαρακτηρισθούν ως δέκα φορές αιρετικοί, εφόσον με την

πολυδιάσπασί τους -όχι απλά και έμμεσα έχουν πλήξει- αλλά στην κυριολεξία

έχουν ανατρέψει τελείως το δόγμα αυτό (καθώς σήμερα υπάρχουν εννέα

Εκκλησίες Γ.Ο.Χ. και πλήθος ανεξαρτήτων, αντί για μία Εκκλησία);

γ. Ο π. Νικόλαος λέγει επίσης, ότι το παλαιό ημερολόγιο είναι Παράδοσις

της Εκκλησίας και, ότι η Ζ΄ Οικουμενική σύνοδος αναθεματίζει όσους αθετούν

τις Παραδόσεις. ¶ρα, με την απλή λογική, όσοι το αποδέχθηκαν, υπόκεινται

στα φρικτά αναθέματα της συνόδου αυτής! Η άποψίς του αυτή είναι τελείως

αυθαίρετη. Αρκετές Παραδόσεις -οι οποίες δεν είχαν σχέσι με τα δόγματα-

δεν εφαρμόζονται πλέον για διαφόρους λόγους, χωρίς αυτό να σημαίνει, ότι

είμαστε αναθεματισμένοι (π.χ. οι ιεροί κανόνες και μάλιστα Οικουμενικών

συνόδων, οι οποίοι απαγορεύουν τον γάμο με ετεροδόξους είναι Παράδοσις της

Εκκλησίας. Δεν είμαστε όμως αναθεματισμένοι από το 1834, όταν δηλαδή η

Εκκλησία της Ελλάδος επέτρεψε κατ’ οικονομία επίσημα πλέον την τέλεσί

τους79).

δ. Τελείως ψευδείς είναι επίσης οι ισχυρισμοί του π. Νικολάου, ότι

πραγματοποιούνται συλλειτουργίες με αιρετικούς η ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία

έχει αποδεχθή την θεωρία των κλάδων! Τον διαψεύδουν άλλωστε οι ίδιοι οι

μετριοπαθείς Ζηλωταί80. Δυστυχώς πολλοί Ζηλωταί διογκώνουν εσκεμμένα τις

καταστάσεις και παρουσιάζουν τις συμφωνίες του Μπάλαμαντ ή του Σαμπεζύ,

καθώς και το προσχέδιο συμφωνίας στην Αντιόχεια ως πλήρεις ενώσεις με τους

Παπικούς ή τους Μονοφυσίτας81. Η ανειλικρίνειά τους αυτή τους εκθέτει

ανεπανόρθωτα. Ο π. Νικόλαος θεωρεί λοιπόν, ότι οι συμπροσευχές, οι

μεμονωμένες περιπτώσεις μεταδόσεων μυστηρίων ή τελέσεως γάμων με τους

ετεροδόξους συνιστούν έμπρακτη ένωσι. Αν όμως όλα αυτά αποτελούν πλήρη

ένωσι, γιατί οι σοφοί Μακάριος ο Πάτμιος, Αθανάσιος ο Πάριος, Νικόδημος

δεν διέκοψαν την εκκλησιαστική κοινωνία με όσους επισκόπους διέπρατταν

παρόμοιες παρανομίες ή με τους Λατινόφρονας ή με όσους επέτρεπαν στους

αιρετικούς να εξομολογούν και να διδάσκουν τον Ορθόδοξο κλήρο και λαό;

(Τουλάχιστον σήμερα δεν έχουμε ακούσει, ότι διαπράττονται οι δύο

τελευταίες ασέβειες). Μήπως ο π. Νικόλαος κατηγορή ακόμη και τους αγίους

Κολλυβάδες;

ε. Ο π. Νικόλαος στηλιτεύει δηλώσεις πατριαρχών, αν και γνωρίζει καλά ότι

έχουν αναιρεθή ή επεξηγηθή82. Γνωρίζει επίσης, ότι το ¶γιον Όρος και

πολλοί άλλοι διαμαρτύρονται συνεχώς προς όλες τις κατευθύνσεις για όσες

δηλώσεις δεν απηχούν το Ορθόδοξο φρόνημα. Ιδιαίτερα μάλιστα κατακρίνουν

τον όρο "αδελφές Εκκλησίες", ο οποίος δεν πρέπει να χρησιμοποιήται, αφού

οι Παπικοί είναι αιρετικοί και δεν υφίσταται εκκλησιαστική κοινωνία μαζί

τους.

Ο π. Νικόλαος αποσιωπά, αν και γνωρίζει, την διευκρινιστική απάντησι του

Οικουμενικού πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου στην επιστολή του Αγίου Όρους,

δια της οποίας ο πατριάρχης κατέκρινε το παπικό πρωτείο, τις ποικίλες

εκτροπές των Παπικών και τα νέα δόγματά τους και διαβεβαίωσε, ότι ούτε η

συμφωνία του Μπάλαμαντ έγινε αποδεκτή από την Εκκλησία, ούτε αυτός

αποδέχεται την θεωρία την κλάδων. Η δημοσία αυτή απάντησις του πατριάρχου

δεν διέφυγε φυσικά την προσοχή του πάπα και των Παπικών και ιδίως η προς

αυτούς προτροπή να αλλάξουν τακτική: «Και ούτω να ενωθήτε -ορθοδόξως

φρονούντες και βιούντες- με την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, δια να αποκατασταθή η

ενότης υμών με την Μιαν Εκκλησίαν, από της οποίας οι προπάτορες υμών

απέσπασαν υμάς»83. Ελπίζουμε ότι η Ορθόδοξος αυτή ομολογία θα

διακηρύσσεται διαρκώς και με σαφέστατη διατύπωσι από κάθε Ορθόδοξο και

ιδίως τους επισκόπους.

στ. Ο π. Νικόλαος θεωρεί ως αιρετικό τον πατριάρχη και για τις

συμπροσευχές του. Ποιος όμως ιερός κανών ή ποια πατερική διδασκαλία

αναφέρει, ότι όποιος έχει συμπροσευχηθή με αιρετικούς (παραβαίνοντας τους

ιερούς κανόνας) είναι ήδη αιρετικός, ή ότι εμείς οφείλουμε να διακόψουμε

την επικοινωνία μαζί του; Μήπως ο π. Νικόλαος επιθυμή να εισαγάγη νέες

θεωρίες στον χώρο της Ορθοδοξίας; Μήπως αγνοή τις αναρίθμητες κανονικές

παραβάσεις των επισκόπων της ομάδος του και ιδίως του αρχιεπισκόπου του;

ζ. Ο π. Νικόλαος επικαλείται επίσης ως αιρετικές τις δηλώσεις του

μητροπολίτου Ελβετίας Δαμασκηνού, επειδή φανερώνουν διαθρησκειακό

συγκρητισμό. Δεν αγνοεί βέβαια ότι αυτές, ως κακόδοξες, δέχονται διαρκώς

αυστηρή κριτική από τους Αγιορείτας84 και από άλλους διαπρεπείς πατέρας

και θεολόγους85, σε αντίθεσι με ανάλογες συγκρητιστικές δηλώσεις επισκόπων

κατά τον περασμένο αιώνα, στις οποίες δεν ασκήθηκε παρόμοια κριτική. Στο

σύγγραμμα π.χ. «Ιερά Ανθολογία», που εκδόθηκε με την έγκρισι της ιεράς

συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος (1833) υποστηριζόταν η άποψις, ότι

σώζονται ακόμη και οι ετερόθρησκοι! Στην συνέχεια μάλιστα «αρχιερείς απ’

άμβωνος, με πρωτοπόρον τον Ύδρας εκήρυττον ότι· "Όλα τα έθνη όσα

εγεννήθησαν, εις το οποίον ακολουθούσι θρήσκευμα, προσδοκώσι σωτηρίαν"»!86

 

 

2. Παραποιήσεις στα ιερά κείμενα

 

Ο π. Νικόλαος αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της απαντήσεώς του στην

αντίκρουσι της (δήθεν) θεωρίας μας, ότι η διακοπή του μνημοσύνου των

αιρετικών γίνεται μόνο μετά από διάγνωσι Οικουμενικής συνόδου. Στο τέλος

όμως εκφράζει την χαρά του, επειδή αποδεχθήκαμε ότι γίνεται και προ

συνοδικής διαγνώμης! Διέψευσε δηλαδή τον εαυτό του και εξετέθη στους

αναγνώστας του, εφόσον μας κατηγορούσε διαρκώς για κάτι που ποτέ δεν

ελέχθη. Σε ένα σημείο μάλιστα (υποσημείωσις, έαα 3 σ. 42) τοποθέτησε την

άποψι αυτή εντός εισαγωγικών (ως δηλαδή δικής μας δήθεν ακριβούς

φράσεως!). Στο προηγούμενο άρθρο μας είχαμε γράψει τα εξής:

1. Έπειτα από καταδίκη Οικουμενικής συνόδου η μεγάλων Τοπικών συνόδων

(π.χ. σύνοδοι της Δύσεως 640-649) απαγορεύεται η εκκλησιαστική κοινωνία με

τους (εκτός Εκκλησίας πλέον) αιρετικούς και τους οπαδούς τους.

2. Η εκκλησιαστική κοινωνία με όσους ενωθούν με εκτός Εκκλησίας

αιρετικούς, διακόπτεται αμέσως (χωρίς συνοδική κρίσι).

3. Ο ιε΄ κανόνας της Α΄ και Β΄ συνόδου επιτρέπει την προ συνοδικής κρίσεως

διακοπή εκκλησιαστικής κοινωνίας με όσους κηρύσσουν (εντός Εκκλησίας)

κάποια αίρεσι. Μερικές φορές όμως οι Πατέρες επικοινωνούσαν κατ’ Οικονομία

με τους εντός Εκκλησίας αιρετικούς (π.χ. Μονοθελήτας, Λατίνους) έως της

συνοδικής κρίσεώς τους, με σκοπό να τους οδηγήσουν σε μετάνοια.

4. Απαγορεύεται η διακοπή εκκλησιαστικής κοινωνίας άνευ λόγων πίστεως.

Βάσει των ανωτέρω αποδείχθηκε, ότι οι Ζηλωταί δεν ομοιάζουν με κανένα από

τους Αγίους και Ομολογητάς, που αγωνίσθηκαν κατά των αιρέσεων, αλλά μόνο

με τα άνευ λόγων πίστεως σχίσματα του η΄ και του θ΄ αιώνος (τα οποία έχουν

κατακριθή). Ο π. Νικόλαος διεφώνησε και υποστήριξε τα εξής:

1. Οι Ζηλωταί έπρεπε να αποσχισθούν, επειδή είμαστε (δήθεν) αιρετικοί από

το 1920 και επειδή (δήθεν) το επιβάλλει ο ιε΄ κανών της Α΄ και Β΄ συνόδου,

ο οποίος θεσπίσθηκε (δήθεν) για να επιβάλη την άμεση απόσχισι -και μάλιστα

προ συνοδικής κρίσεως- από όσους κηρύσσουν κάποια αίρεσι. Εφόσον λοιπόν οι

Ζηλωταί δεν έχουν δικαιωθή από καμμία σύνοδο επί ογδόντα έτη για την

απόσχισί τους το 1924, συνεχίζουν να αγωνίζωνται αποτειχισμένοι από εμάς

τους (δήθεν) αιρετικούς προ συνοδικής κρίσεως.

2. Η πράξις αυτή των Ζηλωτών, λέγει, ταυτίζεται με την πράξι πολλών Αγίων.

Προσπάθησε λοιπόν να αποδείξη, ότι και οι περισσότεροι ¶γιοι αγωνίζοντο

κατά των αιρετικών επί δεκαετίες (δήθεν) προ συνοδικής κρίσεως! Για τον

λόγο αυτό εξιστόρησε μία-δύο περιπτώσεις διακοπής επικοινωνίας Αγίων από

(εντός Εκκλησίας) αιρετικούς προ συνοδικής κρίσεώς τους. Κυρίως όμως

εξιστόρησε -συγχέοντας και διαστρεβλώνοντας τα πάντα- τελείως άσχετες με

την πράξι των Ζηλωτών περιπτώσεις ακοινωνησίας Αγίων με καταδικασμένους

από συνόδους (δηλαδή εκτός Εκκλησίας) αιρετικούς ή με όσους ενώθηκαν με

(εκτός Εκκλησίας) αιρετικούς. Έτσι, το μόνο που κατώρθωσε, ήταν να

διαστρεβλώση την Ιστορία και να παραποιήση αρκετά ιερά κείμενα. Προς το

παρόν θα παρουσιάσωμε εν συντομία λίγες (τις βασικότερες) παραποιήσεις

του.

α. Οι Πατέρες της Α΄ και Β΄ συνόδου (861), θέλοντας να δώσουν ένα τέλος

στα σχίσματα που συνετάραξαν την Εκκλησία κατά τον η΄ και θ΄ αιώνα,

νομοθέτησαν τους κανόνας ιγ΄-ιε΄87, δια των οποίων απαγόρευαν αυστηρά

στους Ορθοδόξους να διακόπτουν την εκκλησιαστική κοινωνία με τους

εκκλησιαστικώς προϊσταμένους τους προ συνοδικής κρίσεώς τους. Για να μη

εννοηθή όμως, ότι δια της απαγορεύσεως αυτής αφαιρείται το δικαίωμα των

Ορθοδόξων να διακόπτουν την επικοινωνία προ συνοδικής κρίσεως από όσους

κηρύσσουν κάποια αίρεσι και με τον τρόπο αυτό καταδικάζονται και

παλαιότερες αποσχίσεις Ορθοδόξων για λόγους πίστεως (π.χ. από τον

Νεστόριο88), οι σοφοί Πατέρες έθεσαν στο τέλος του ιε΄ κανόνος την εξής

επεξήγησι: Στα επιτίμια των κανόνων δεν υπόκειται, όποιος αποσχίζεται προ

συνοδικής κρίσεως από επίσκοπο που κηρύσσει κάποια αίρεσι· αντιθέτως,

είναι αξιέπαινος.

Την επεξήγησι αυτή ο π. Νικόλαος και οι Ζηλωταί την έχουν ερμηνεύσει ως

υποχρεωτικό κανόνα για άμεση απόσχισι από τους επισκόπους, μόλις αυτοί

κηρύξουν οποιοδήποτε κακόδοξο φρόνημα. Με τον τρόπο αυτό δικαιολογούν το

σχίσμα τους λόγω του Οικουμενισμού, ενώ μερικοί θεωρούν αίρεσι ακόμη και

το νέο ημερολόγιο. ¶λλοι τολμούν να παραποιούν το νόημα του κανόνος

αυτού89, ενώ άλλοι, όταν θέλουν να αλλάξουν παράταξι, ερευνούν τις ομιλίες

των επισκόπων τους και, μόλις συναντήσουν κάποιες αθεολόγητες φράσεις,

τους αποκηρύσσουν αμέσως ως αιρετικούς!

Φυσικά οι σοφοί Πατέρες της Α΄ και Β΄ συνόδου σκόπευαν μόνο να περιορίσουν

τα αδικαιολόγητα σχίσματα και όχι να επιβάλουν μία ζηλωτικού τύπου

εκκλησιαστική ασυδοσία. Αν είχαν τέτοιο σκοπό, θα έλεγαν στην αρχή του

πρώτου (ιγ΄) κανόνος: Όποιος δεν αποσχίζεται αμέσως από τον αιρετικό

ποιμένα του θα επιτιμάται. Έτσι όμως θα κατέκριναν τους αγίους Σωφρόνιο

και Μάξιμο που επικοινωνούσαν κατ’ οικονομία επί έτη με αιρετικούς, τον

άγιο Ανατόλιο που επικοινωνούσε και χειροτονήθηκε90 από τον αιρετικό

Διόσκορο και άλλους Πατέρας. ¶ξιοι κατακρίσεως θα ήταν και οι Ορθόδοξοι

πατριάρχαι, που επικοινωνούσαν κατ’ οικονομία με τους Λατίνους έως το

1054, αν και αυτοί είχαν προσθέσει το Filioque91 στο Σύμβολο της πίστεως

από το 1009. Ας σημειωθή ότι, κατά την ερμηνεία των Ζηλωτών, κατακριτέοι

είναι και όσοι Ορθόδοξοι δεν αποσχίσθηκαν από τους Λατινόφρονας, Ενωτικούς

(Οικουμενιστάς) και Σιμωνιακούς92 κατά την β΄ χιλιετία.

β. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είπαμε στο προηγούμενο άρθρο μας, ότι κανείς

κληρικός δεν τιμωρήθηκε, επειδή δεν διέκοψε την επικοινωνία με τους (εντός

Εκκλησίας) αιρετικούς προ συνοδικής κρίσεως. Όσοι π.χ. επικοινωνούσαν με

τους Μονοθελήτας προ των συνόδων της Δύσεως (640-649), οι οποίες τους

αναθεμάτισαν, δεν τιμωρήθηκαν.

Ο π. Νικόλαος θεωρεί «ανιστόρητο» (ΧΙ, σ. 9) το επιχείρημά μας αυτό

(αφαίρεσε όμως το "προ συνοδικής κρίσεως" αλλάζοντας τελείως το νόημα·

μάλλον θα του διέφυγε). Προς αντίκρουσί του αναφέρει τον α΄ κανόνα της Ζ΄

και τον α΄ της Γ΄ Οικουμενικής. Ο μεν πρώτος κανών είναι τελείως άσχετος

με το θέμα, ενώ ο δεύτερος ομιλεί σαφέστατα για όσους ενωθούν με τους

οπαδούς του Νεστορίου μετά την Γ΄ Οικουμενική σύνοδο και όχι πριν, όπως

λανθασμένα λέγει ο π. Νικόλαος. ¶λλωστε, κατά τον μέγα Φώτιο, «του

Νεστορίου καθαιρεθέντος, ουδείς των υπ’ αυτού χειροτονηθέντων

καθήρηται»93. Ο π. Νικόλαος παρουσιάζει επίσης ένα κείμενο περί

καθαιρέσεων επισκόπων και ηγουμένων κατά την Ζ΄ Οικουμενική σύνοδο (787).

Το κείμενο αυτό όμως δεν αναφέρεται στην σύνοδο αυτή, αλλά στην σύνοδο του

843! Γενικώτερα δε ο π. Νικόλαος διαστρεβλώνει τελείως όλη την ιστορία της

Εικονομαχίας:

γ . Υποστηρίζει ότι ο όσιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός διέκοψε την επικοινωνία

με τους Εικονομάχους προ συνοδικής διαγνώμης. Πρόκειται για πρωτοφανή

παραποίησι της ιστορικής αληθείας. Ο Όσιος κατά την εποχή της εμφανίσεως

της εικονομαχικής αιρέσεως ζούσε στα γεωγραφικά πλαίσια των Ορθοδόξων

πατριαρχείων της Ανατολής, τα οποία αμέσως αναθεμάτισαν συνοδικώς τους

Εικονομάχους του πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως και διέκοψαν την

εκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους94. Κατά τον Μελέτιο Αθηνών μάλιστα,

«σπουδή»95 του Οσίου σύνοδος στην Συρία κατεδίκασε το 726 τους

Εικονομάχους. Συνεπώς ο Όσιος διέκοψε την επικοινωνία με τους

Εικονομάχους, επειδή έκανε υπακοή στις συνοδικές κρίσεις και αποφάσεις των

πατριαρχείων στα οποία υπαγόταν και όχι φυσικά προ συνοδικής διαγνώμης!

Ο π. Νικόλαος λέγει και το εξής παράδοξο: Ο όσιος Ιωάννης συνέχισε να μη

επικοινωνή με τους Εικονομάχους ακόμη και μετά την συνοδική διαγνώμη της

εικονομαχικής συνόδου του 754! Ονομάζει δηλαδή συνοδική διαγνώμη την

αιρετική σύνοδο του 754 και όχι τις Ορθοδόξους συνόδους!

δ. Λέγει επίσης, ότι οι Εικονομάχοι που μετενόησαν κατά την διάρκεια της

Ζ΄ Οικουμενικής συνόδου (787) ήταν αξιοκατάκριτοι και εκτός Εκκλησίας,

επειδή δεν είχαν αποτειχισθή προ συνοδικής διαγνώμης από την αίρεσι.

Θεωρεί δηλαδή ως συνοδική διαγνώμη μόνο αυτήν της Ζ΄ Οικουμενικής συνόδου,

αν και σε άλλα σημεία αποδέχεται και τις Τοπικές συνόδους ως αρμόδιες να

καταδικάσουν μία αίρεσι! Η άποψίς του είναι τελείως λανθασμένη. Οι

Εικονομάχοι ήταν αξιοκατάκριτοι, επειδή ήταν αιρετικοί και όχι επειδή δεν

είχαν αποτειχισθή. Είχαν τεθή δε και εκτός Εκκλησίας, επειδή η αίρεσις

αναθεματίσθηκε με αλλεπάλληλες συνόδους (726-769)96 από όλους τους

πατριαρχικούς θρόνους (εκτός της Κωνσταντινουπόλεως). Καθώς έλεγε μάλιστα

ο άγιος Ταράσιος κατά το 784, οι Ορθόδοξες Εκκλησίες καθημερινώς

αναθεμάτιζαν τους Εικονομάχους97.

Ο π. Νικόλαος αναφέρει (ΙΙ 1, σ. 10) και την μετάνοια των (δήθεν)

Εικονομάχων επισκόπων Θαλασσίου, Ευσεβίου και Ευσταθίου κατά την Ζ΄

Οικουμενική σύνοδο (787), αν και αυτοί είχαν πεθάνει πριν από τρεις

αιώνας, αφού συμμετείχαν στην σύνοδο της Χαλκηδόνος (451)!98

ε. Τις αποφάσεις των ανωτέρω Ορθοδόξων συνόδων του η αιώνος ακολουθούσαν

και οι 136 ηγούμενοι, που συμμετείχαν στην Ζ΄ Οικουμενική σύνοδο. Τελείως

εσφαλμένα λοιπόν υποστηρίζει ο π. Νικόλαος (ΙΙ 2-3 σ. 11-12), ότι τόσο οι

ηγούμενοι αυτοί όσο και ο όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης και οι συναγωνισταί

του -λίγα έτη αργότερα- αγωνίζοντο προ συνοδικής διαγνώμης. Διότι, ο μέγας

Θεόδωρος, βασιζόμενος στις αποφάσεις και της Ζ΄ Οικουμενικής συνόδου, είχε

πλήρη επίγνωσι ότι αγωνιζόταν εναντίον καταδικασμένων από πλήθος συνόδων

και εκτός Εκκλησίας ευρισκομένων αιρετικών, των οποίων η θεία κοινωνία δεν

ήταν «σώμα Χριστού»99, αλλά «ιοβόλος άρτος»100 και «φάρμακον ψυχήν

μελαίνον και σκοτίζον»101.

Ο άγιος Θεόδωρος θεωρούσε τον Εικονομάχο Θεόδοτο εκτός Εκκλησίας αιρετικό

και όχι επίσκοπο της Καθολικής Εκκλησίας, ο οποίος εκήρυσσε αίρεσι.

Επομένως δεν είναι σωστό αυτό που λέγει ο π. Νικόλαος, ότι δηλαδή ο ¶γιος

διέκοψε το 815 «προ συνοδικής διαγνώμης» την κοινωνία η το μνημόσυνο του

Εικονομάχου Θεοδότου (ο ιε΄ κανών ομιλεί για παύσι μνημοσύνου επισκόπου

της Εκκλησίας και όχι αποκομμένου από Αυτήν). Ο ¶γιος μέχρι τον θάνατό του

(826) είχε ως επίσκοπο τον εξόριστο102 Ομολογητή Νικηφόρο, άνευ της γνώμης

του οποίου δεν καταδεχόταν ούτε να συζητήση με τους Εικονομάχους103. Η δε

επιστολή του «α.α.99, 1636-7» δεν αναφέρεται στο επιβεβλημένο αποτειχίσεως

«προ συνοδικής διαγνώμης» (κρίσεως), αλλά στο αδύνατον άρσεως επιτιμίου

κάποιου ιερέως «προ συνοδικής κρίσεώς» του, επειδή είχε κοινωνήσει με

εκτός Εκκλησίας αιρετικούς!

στ. Οι λόγοι επίσης του μεγάλου Αθανασίου «α.α.26, 1188α» δεν ομιλούν περί

διακοπής μνημοσύνου, όπως λέγει ο π. Νικόλαος, αλλά περί ακοινωνησίας με

τους καταδικασμένους από την Α΄ Οικουμενική σύνοδο Αρειανούς! Παρόμοια

διαστρέφουν την Ιστορία και άλλοι Ζηλωταί λέγοντας, ότι οι Ορθόδοξοι της

Κωνσταντινουπόλεως είχαν διακόψει την επικοινωνία «προ Συνοδικής

κρίσεως»104 με τον Αρειανό Δημόφιλο (369-379), αν και είχε προηγηθή η

συνοδική κρίσις της Α΄ Οικουμενικής συνόδου και πλήθους Τοπικών συνόδων!

ζ. Ο π. Νικόλαος προσπάθησε να ταυτίση την απόσχισι των Ζηλωτών από την

Εκκλησία με την απόσχισι των Ορθοδόξων της Κωνσταντινουπόλεως από τον

Νεστόριο προ της καταδίκης του. Όμως ο Νεστόριος εκήρυξε χριστολογική

αίρεσι: «Ει τις Θεοτόκον είναι λέγει την Μαρίαν, ούτος ανάθεμα έστω»105. Ο

Νεστόριος δηλαδή φρονούσε τα του «Αρείου»106, δεν θεωρούσε Θεό «τον

γενόμενον διμηνιαίον και τριμηνιαίον»107 Ιησού, αλλά «ψιλόν άνθρωπον»108

και δια συνόδου (429) αναθεμάτισε τους αντιφρονούντας109. Ο π. Νικόλαος

δεν ανέφερε τις ανωτέρω πράξεις του Νεστορίου, επειδή θα καθίστατο φανερό,

ότι η διακήρυξις της χριστολογικής αυτής αιρέσεως δεν έχει καμμία απολύτως

σχέσι η ομοιότητα με την ημερολογιακή καινοτομία του 1924, ένεκα της

οποίας οι Ζηλωταί αποσχίσθηκαν από την Εκκλησία. Η αλλαγή του ημερολογίου

είναι μεν μία λανθασμένη ενέργεια, όχι όμως και αίρεσις και επομένως,

σύμφωνα με τους αυστηρούς κανόνας της Α΄ και Β΄ συνόδου, δεν δικαιολογεί

απόσχισι.

η. Τεράστια είναι επίσης η παραποίησις που κάνει ο π. Νικόλαος στην

ιστορία της αιρέσεως του Μονοθελητισμού, την οποία διηγείται διάσπαρτα και

με πάρα πολλούς αναχρονισμούς. Στο προηγούμενο άρθρο μας είχε αποδειχθή,

ότι οι άγιοι Μάξιμος και Σωφρόνιος είχαν εκκλησιαστική κοινωνία με τον

Σέργιο Κωνσταντινουπόλεως το 634, αν και αυτός εκήρυσσε την αίρεσι από το

615110. (Κατά συνέπεια δεν είναι επιβεβλημένο να αποσχισθούμε από όσους

προωθούν τον συγκρητιστικό Οικουμενισμό, ενόσω δεν έχει κηρυχθή επισήμως

και συνοδικώς η αίρεσίς τους).

Αντιθέτως, ο π. Νικόλαος είχε γράψει, ότι η αίρεσις του Μονοθελητισμού

κηρύχθηκε μόλις το 638 και συνεπώς οι ανωτέρω ¶γιοι δεν εφήρμοζαν (δήθεν)

το 634 κάποια Οικονομία προς τον Σέργιο: «Βλέπουμε, λοιπόν, ξεκάθαρα από

την εκκλησιαστικήν ιστορίαν ότι η αιρετική δοξασία του Μονοθελητισμού του

Σεργίου διακηρύσσεται επίσημα το 638. Δεν είναι, επομένως, καθόλου

παράδοξον ότι ο ¶γιος (Σωφρόνιος) προσφωνεί τον Σέργιον "μακαριώτατον

Δεσπότην, αδελφόν και συλλειτουργόν" πριν διακηρυχθή επισήμως η αίρεσις

του Μονοθελητισμού, μόλις κατά το έτος 638»111. Δυστυχώς ο π. Νικόλαος στο

νέο του άρθρο δεν παραδέχθηκε, όπως είχε χρέος, τα τεράστια ιστορικά του

σφάλματα ούτε ζήτησε συγγνώμη από τους αναγνώστας του περιοδικού του.

Αντιθέτως μάλιστα:

1. Θεωρεί πάλι φυσικό το ότι ο άγιος Σωφρόνιος απεκάλεσε τον Σέργιο

«συλλειτουργό»112 στην συνοδική επιστολή του (634), επειδή έχουμε (δήθεν)

απλές συζητήσεις και προσπάθειες για επικράτησι των Ορθοδόξων θέσεων (έαα

5, σ. 49) και όχι αίρεσι είκοσι ετών (από το 615). Στην συνέχεια όμως

διαψεύδει τελείως τα όσα γράφει -και ιδίως τα όσα είχε γράψει - λέγοντας,

ότι ο άγιος Μάξιμος έφυγε το 626 για την Αφρική «λόγω κηρύξεως της

αιρέσεως του Μονοθελητισμού από τον Σέργιον»! (έαα 7, σ. 51). Τι σύγχυσις!

Ο π. Νικόλαος άλλοτε λέγει, ότι το 626 εκηρύσσετο αίρεσις και για τον λόγο

αυτό ο άγιος Μάξιμος ανεχώρησε για την Αφρική, άλλοτε δε, ότι η αίρεσις

κηρύχθηκε το 638 και συνεπώς ήταν φυσικό να επικοινωνή ο άγιος Σωφρόνιος

με τον Σέργιο το 634!

2. Αμέσως μετά λέγει: «Η φυγή γίνεται ακριβώς, όπως αναφέρει ο βιογράφος

του, γιατί δεν δέχεται σε κοινωνία τον Σέργιο» (έαα 7, σ. 51). Πρόκειται

για πρωτοφανές ψεύδος. Κανείς βιογράφος δεν αναφέρει, ότι η φυγή του 626

έγινε λόγω διακοπής εκκλησιαστικής κοινωνίας. ¶λλωστε, όπως είχε

αποδειχθή, οι άγιοι Μάξιμος και Σωφρόνιος είχαν εκκλησιαστική κοινωνία με

τον Σέργιο Κωνσταντινουπόλεως έως το 634.

3. Ο π. Νικόλαος κάνει επίσης ένα σοβαρώτατο αναχρονισμό. Λέγει ότι ο

άγιος Σωφρόνιος απέστειλε πρώτα την συνοδική Επιστολή του προς τον Σέργιο

και έπειτα συνεκάλεσε και Τοπική σύνοδο και κατεδίκασε την αίρεσι. (έαα 5,

σ. 49). Η αλήθεια είναι η εξής: Μόλις ο ¶γιος έγινε πατριάρχης, συνεκάλεσε

σύνοδο (634) και κατεδίκασε113 τον Μονοενεργητισμό και τον Μονοθελητισμό

ως διδασκαλία. Την καταδίκη αυτή την απέστειλε ως ενθρονιστική και

συνοδική Επιστολή προς τον Σέργιο προσφωνώντας τον «συλλειτουργό». Ο π.

Νικόλαος λέγει δηλαδή, ότι ο ¶γιος έστειλε πρώτα την επιστολή της συνόδου

και έπειτα συνεκάλεσε την σύνοδο!

4. Σε άλλο σημείο λέγει: «Για ένα χρονικό διάστημα, ο ¶γιος Μάξιμος ο

Ομολογητής και οι δύο η τρεις μαθητές του αποτελούσαν ολόκληρη την

Εκκλησία στην Ανατολή κατά την διάρκεια των διωγμών των Μονοθελητών» (έαα

3, σ. 43). Και ο ισχυρισμός αυτός είναι αναληθής, όπως αποδεικνύεται από

την συμμετοχή εκπροσώπων της Ανατολής στην σύνοδο του Λατερανού (649) και

τις επιστολές του αγίου Μαρτίνου προς τους Ορθοδόξους της Ανατολής114,

καθώς και από τα λόγια του πατρικίου Επιφανίου προς τον άγιο Μάξιμο:

«Επειδή πάσα η Δύσις και οι εν τη Ανατολή διαστρέφοντες εις σε θεωρούσι·

και άπαντες δια σε στασιάζουσι, μη θέλοντες συμβιβασθήναι ημίν δια την

πίστιν»115.

5. Στην συνέχεια ο π. Νικόλαος λέγει (πάλι αναληθώς), ότι είναι ξεκάθαρο

πως ο άγιος Μάξιμος δεν κοινωνούσε με τους Μονοθελήτας ακόμη και προ

συνοδικής διαγνώμης. Προς απόδειξι αναφέρει σχετικό διάλογο του Αγίου με

τους αιρετικούς («Ο Πατριάρχης απεφήνατο», έαα 3, σ. 43), στον οποίο ο

¶γιος λέγει πράγματι, ότι δεν κοινωνεί μαζί τους. Όμως, όπως φαίνεται

σαφέστατα από τον βίο του Αγίου, ο διάλογος αυτός116 (655) έγινε μετά την

συνοδική κατάκρισι της αιρέσεως από τις συνόδους της Δύσεως (640-649) και

την επακόλουθη τιμωρία, που υπέστη ο άγιος Μαρτίνος (653)117.

6. Σε άλλο σημείο ο π. Νικόλαος διηγείται ένα ακόμη διάλογο του Αγίου με

τους Μονοθελήτας. Στον διάλογο αυτό ο ¶γιος τους λέγει, ότι δεν κοινωνεί

μαζί τους επικαλούμενος μάλιστα και την συνοδική κατάκρισι της αιρέσεως

στην Δύσι («και υπό των Ρωμαίων καθαιρεθέντες συνόδου» έαα 5, σ. 47).

Συνεχίζοντας ο π. Νικόλαος αναφέρει την εκδίωξι του Αγίου από την

Κωνσταντινούπολι και τους αγώνας του για την συνοδική κατάκρισι της

αιρέσεως στην Δύσι! Υποστηρίζει δηλαδή, ότι μετά τον διάλογο του Αγίου με

τους Μονοθελήτας (655) (στον οποίο ο ¶γιος ομιλεί για τις συνόδους της

Δύσεως) και μετά την εκδίωξί του από την Κωνσταντινούπολι (655), ο ¶γιος

αγωνίσθηκε για την συνοδική κατάκρισι της αιρέσεως στην Δύσι (640-649)!

Πρόκειται δηλαδή για ολοκληρωτική διαστρέβλωσι της βιογραφίας του αγίου

Μαξίμου. Παρά ταύτα το περιοδικό «¶γιος Αγαθάγγελος»118 χαρακτήρισε την

απάντησι του π. Νικολάου ως «τεκμηριωμένην και εμπεριστατωμένην», ενώ ο

θεολόγος π. Θεοδώρητος ως "συγκλονιστική"! Την αναδημοσιεύει με «εκτίμησι»

το περιοδικό «Εκκλησιαστική Παράδοσις»119 καθώς και το επίσημο περιοδικό

της συνοδικής του ομάδος! Αυτό φανερώνει την μεγίστη ζηλωτική θεολογική

και εκκλησιολογική ανεπάρκεια. Οι σεβαστοί πατέρες μπορούν μεν να

ασπάζονται ακόμη και κακόδοξα εκκλησιολογικά φρονήματα, όχι όμως και να

υιοθετούν ιστορικές αναλήθειες.

θ. Ο π. Νικόλαος μας συκοφαντεί, ότι υποστηρίξαμε την ύπαρξι στουδιτικών

σχισμάτων κατά την περίοδο της Εικονομαχίας! Είπαμε μόνο, ότι οι

πρόσκαιρες αποσχίσεις των Στουδιτών από τους αγίους Ταράσιο120,

Νικηφόρο121, Μεθόδιο122, Φώτιο123 δεν μπορούν να αποτελέσουν πρότυπο,

εφόσον μάλιστα κατακρίθηκαν. Είναι δε ασέβεια η τακτική των Ζηλωτών και

ιδίως των Ενισταμένων να αποκαλούν «αιρετικούς»124, «μοιχειανούς»125 και

«μοιχωκυρωτάς»126 τους προσωρινούς αντιπάλους του οσίου Θεοδώρου (αγίους

Νικηφόρο Κωνσταντινουπόλεως, Μιχαήλ Συννάδων, Θεοφύλακτο Νικομηδείας,

Ευθύμιο Σάρδεων) προκειμένου να δικαιολογήσουν τα άνευ λόγων πίστεως

σχίσματά τους. Οι ¶γιοι αυτοί δεν υπήρξαν ούτε για μία στιγμή αιρετικοί,

ούτε φυσικά οι ηγούμενοι που δεν ακολούθησαν τον άγιο Θεόδωρο στην

προσωρινή του απόσχισι από τον άγιο Νικηφόρο (όσιοι Θεοφάνης της

Σιγγριανής, Μακάριος της Πελεκητής, Νικηφόρος και Νικήτας του Μηδικίου,

Ιωάννης των Καθαρών, Ιλαρίων των Δαλμάτων).

Σαν επίλογο, θα θέλαμε να μεταφέρωμε -ιδίως προς τον Μακαριώτατο

Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Χριστόδουλο- μία παράκλησι

εναρέτων Παλαιοημερολογιτών, οι οποίοι επιθυμούν μεν να διαφύγουν από τις

ζηλωτικές τάξεις, δεν βρίσκουν όμως εκκλησίες, που να ακολουθούν το παλαιό

ημερολόγιο (το οποίο όχι άδικα αγαπούν). Αν οι επίσκοποι της Εκκλησίας

προνοήσουν να υπάρχουν ένας η περισσότεροι ναοί σε κάθε μητρόπολι (ανάλογα

με τις ανάγκες), είναι σίγουρο ότι πολλοί Παλαιοημερολογίται, οι οποίοι

είναι υποδειγματικοί Χριστιανοί, θα φροντίσουν να ενωθούν αμέσως με την

Εκκλησία. Δεν υπάρχει τίποτε καλύτερο να επιθυμήσουμε από την εν Αλήθεια

ενότητα όλων των Ορθοδόξων, για την οποία θα προσευχώμαστε.

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

1 ¶γιοι Κολλυβάδες, τεύχος 28.

2 Σ. Μήλια, Των ιερών συνόδων συλλογή, Παρίσιοι 1761, τόμος β΄, σελ. 575β.

3 Μεγάλου Βασιλείου, Επιστολή σζ΄, α.α.32, 760α.

4 Γρηγορίου του Θεολόγου, Εις την Πεντηκοστήν, κεφ. η΄, α.α.36, 440α.

5 Περιοδικό Επίσκεψις, Γενεύη, φύλλο 511. σελ. 25.

6 Εφημερίς Εκκλησιαστική Αλήθεια, Αθήναι, τεύχος 452, σελ. 8.

7 Περιοδικό Παρακαταθήκη, Θεσσαλονίκη, τεύχος 4, σελ. 2-4.

8 Περιοδικό Εκκλησία, Αθήναι, τεύχος 10, 2000, σελ. 934-935 και 951-952.

9 Ορθόδοξος Ένστασις και Μαρτυρία, Ιερά σύνοδος Ενισταμένων, τεύχος 1,

2000, σελ. 21.

10 Ματθαίου κστ΄, 65.

11 Μοναχισμός και αίρεσις, Αθήναι 1977, σελ. 98.

12 Θεοδώρου Βαλσαμώνος, ερμηνεία εις τον ιε΄ της Α΄ και Β΄ συνόδου,

α.α.137, 1069αα.

13 Ι. Αναστασίου, Ο θρυλούμενος διωγμός, εν Αθωνική Πολιτεία, Θεσσαλονίκη

1963, σελ. 229.

14 Β. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι 1970, §κγ΄, σελ. 386.

15 Καλλίστου Βλαστού, Περί του Σχίσματος της Δυτικής Εκκλησίας, εν Αθήναις

1896, σελ. 108.

16 Περί εκκλησιαστικής κοινωνίας και μνημοσύνου, ¶γιον Όρος 1993, σελ. 32.

17 Καλλίστου Βλαστού, ένθ ανωτ. σελ. 107.

18 Θεοδώρου Βαλσαμώνος, ένθ ανωτ.

19 Τα ευρεθέντα, Λόγος συμβουλευτικός, Θεσσαλονίκη 1991, τόμος α , σελ.

400.

20 Ενθ ανωτ. σελ. 403.

21 Ενθ ανωτ. σελ. 409-410.

22 Ν. Ιωαννίδη, Ο Ιωσήφ Βρυέννιος, Αθήνα 1985, σελ. 80.

23 Τα ευρεθέντα, Μελέτη περί της των Κυπρίων, τόμος β , σελ. 23, 24.

24 Τα ευρεθέντα, τόμος α΄, σελ. ιε΄.

25 έίηίήιιίή έίίήήήίηήι, άήι αήήήήίήι, άήήή 1971, τμήμα β΄, κεφ. ιη΄, σελ.

120.

26 Ανδρ. Δημητρακοπούλου, Ιστορία του Σχίσματος, εν Λειψία 1867, σελ.

104-105.

27 έίηίήιιίή έίίήήήίηήι, ένθ ανωτ. τμήμα γ , κεφ. ε΄-στ΄, σελ. 166.

28 Θρησκευτική και ηθική εγκυκλοπαιδεία, Αθήναι 1962-1968, τόμος 4, σελ.

277.

29 Ανδρ. Δημητρακοπούλου, Ορθόδοξος Ελλάς, εν Λειψία 1872, σελ. 92-93.

30 Σ. Μπιλάλη, Ορθοδοξία και Παπισμός, Αθήναι 1969, τόμος β΄, σελ. 19.

31 Ν. Βασιλειάδη, Ο ¶γιος Μάρκος ο Ευγενικός, Αθήναι 1983, σελ. 61.

32 έίηίήιιίή έίίήήήίηήι, ένθ ανωτ. τμήμα γ΄, κεφ. κβ΄, κστ΄, σελ. 182-186.

33 Αγίου Μάρκου Εφέσου, Έκθεσις, α.ά17, 448.

34 αήήιή 31α, 689α.

35 Απολογία, α.α.160, 537α.

36 έίηίήιιίή έίίήήήίηήι, ένθ ανωτ. τμήμα η΄, κεφ. λστ΄, σελ. 422-423.

37 Φ. Βαφείδου, ένθ ανωτ. § 150, 2.

38 Γενναδίου του Σχολαρίου, ¶παντα τα ευρισκόμενα, άήίήι 1930, τόμος γ ,

σελ. 165.

39 Ενθ ανωτ. σελ. 169.

40 Θεοδωρήτου μοναχού, Η ευχαριστιακή συμμετοχή εν αγίω Όρει, 1972, σελ.

36-37.

41 Χ. Γιανναρά, Ορθοδοξία και Δύση, Αθήναι 1992, σελ. 97.

42 Χ. Παπαδοπούλου, Η Εκκλησία της Ελλάδος, εν Αθήναις 1954, σελ. 186.

43 Α. Δελήμπαση, Η αίρεσις του Οικουμενισμού, Αθηναι 1972, σελ. 214-215.

44 Εφραιμ Ιεροσολυμων, Ευαγγελική Σαλπιγξ, εν Αθήναις 1867, Προοίμιον,

σελ. ιγ΄.

45 Ευαγγελική Σάλπιγξ, Λόγος εις την εορτήν των τριών Ιεραρχών, εν Αθήναις

1867, σελ. 326-327.

46 Πηδάλιον, Αθήναι 1970, σημείωσις στον μστ΄ Αποστολικόν, σελ. 56.

47 Επιτομή είτε συλλογή των θείων της πίστεως δογμάτων, εν Λειψία αωστ΄,

σελ. 350-352.

48 Α΄ Αποστολικός, α.α.137, 36α, δ΄ της Α΄, α.α.137, 233α, γ΄ της Ζ΄,

α.α.137, 889αα.

49 Υπόμνημα εις την προς Εφεσίους, ομιλία ια΄, κεφ. δ΄-ε΄, α.α.62, 85-87.

50 Οσίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Πηδάλιον, σελ. 4, σημείωσις 2 και σελ. 696,

σημείωσις 6.

51 Μεγάλου Βασιλείου, Επιστολή ρπη΄, α.α.32, 668α-669α.

52 Ε. Γκουτζίδη, Συνοπτική Θεώρησις, Αθήναι 1989, σελ. 20-25.

53 Περιοδικό Ορθόδοξος Παρατηρητής, Πειραιεύς, τεύχος 46, σελ. 59.

54 Σ. Καραμήτσου, Αι χειροτονίαι των Γ.Ο.Χ., Αθηναι 1997, σελ. 19.

55 Επιστολή σμ΄, α.α.32, 897αα.

56 Περιοδικό Η φωνή της Ορθοδοξίας, Αθήναι, φύλλο 905, σελ. 6-8.

57 Περιοδικό Ορθόδοξος Παρατηρητής, Πειραιεύς, τεύχος 62, σελ. 20-23.

58 Ορθόδοξος Ένστασις και Μαρτυρία, Ιερά σύνοδος Ενισταμένων, τεύχος 1,

2000, σελ. 25-33.

59 Ορθόδοξος Ένστασις και Μαρτυρία, τεύχος 1, 1985, σελ. 6-11, Α.

Δελήμπαση, Πάσχα Κυρίου, Αθήναι 1985, σελ. 801.

60 Ιωσήφ Βρυεννίου, Τα ευρεθέντα, Θεσσαλονίκη 1991, τόμος α΄, σελ. 400.

61 Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις την προς Ρωμαίους, ομιλία ιστ΄,

κεφ. α΄, α.α.60, 549.

62 Σ. Μήλια, Των ιερών συνόδων συλλογή, Παρίσιοι 1761, τόμος β΄, σελ.

729β, 741α.

63 Εξήγησις της κινήσεως, κεφ. στ΄, α.α.90, 120α.

64 Κ. Ν. Σαθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Βενετία 1873, τόμος β΄, σελ. 41-42.

65 Ενθ ανωτ. σελ. 45.

66 Ιε΄ κανών της Α΄ και Β΄ συνόδου, α.α.137, 1068α.

67 Οσίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Πηδάλιον, σελ. 4, σημείωσις 2.

68 Κανών α΄, α.α.138, 577α-579α.

69 α.α.137, 349αα.

70 Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι 1994, τόμος β΄, σελ. 598.

71 Ανδρ. Δημητρακοπούλου, Ορθόδοξος Ελλάς, εν Λειψία 1872, σελ. 103-104.

72 Φ. Βαφείδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, § 150, 2.

73 Ανδρ. Δημητρακοπούλου, Ιστορία του Σχίσματος, Λειψία 1867, σελ.

165-166.

74 Ζ΄ της Β΄, α.α.137, 344αα και 95ος της ΣΤ΄, α.α.137, 840α-841α.

75 Φ. Βαφείδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, § 208, 2.

76 Ιω. Καρμίρη, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία, άάαή 1968, τόμος β΄,

σελ. 1034-1044.

77 Ορθόδοξος Ένστασις και Μαρτυρία, Ιερά σύνοδος Ενισταμένων, τεύχος

24-25, σελ. 299.

78 Η. Αγγελοπούλου, Μητροπολίτης πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος, Αθήναι 1981,

σελ. 102.

79 Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων, Τα σωζόμενα εκκλησιαστικά,

Αθήναι αωξδ΄, τόμος β΄, σελ. 246.

80 Ορθόδοξος Ένστασις και Μαρτυρία, Ιερά σύνοδος Ενισταμένων, τεύχος 1,

2000, σελ. 21.

81 Το άθεον δόγμα του Οικουμενισμού, 1998, σελ. 235.

82 Περιοδικό Πάνταινος, Αλεξάνδρεια, τεύχος 21, Σεπτέμβριος 1998.

83 Εφημερίς Ορθόδοξος Τύπος, Αθήναι, φύλλο 1334, σελ. 1.

84 Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, Ορθοδοξία και Ισλάμ, ¶γιον Όρος 1997.

85 Υπόμνημα περί Οικουμενισμού, 1999, σελ. 37-46.

86 Το άθεον δόγμα του Οικουμενισμού, 1998, σελ. 173.

87 α.α.137, 1061α-1072α.

88 Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, επιστολή ια΄, α.α.77, 81αα.

89 Σ. Καραμήτσου, Αι χειροτονίαι των Γ.Ο.Χ., Αθήναι 1997, σελ. 17.

90 Μ. Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες, Αθήναι 1996, σελ. 121.

91 Δοσιθέου Ιεροσολύμων, Δωδεκάβιβλος, βιβ. η΄, κεφ. β΄, § στ΄.

92 Οσίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Πηδάλιον, ερμηνεία του κβ΄ της ΣΤ΄, σελ.

238 και σημείωσις 6, σελ. 696.

93 Ερωτήματα δέκα, ερώτησις δ΄, α.α.104, 1224α.

94 Φ. Βαφείδου, Εκκλησιαστική Ιστορίια, § 106, 3.

95 Εκκλησιαστική Ιστορία, αιών η΄, κεφ. ε΄.

96 Β. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι 1970, § ιστ΄, σελ. 259.

97 Σ. Μήλια, Των ιερών συνόδων συλλογή, Παρίσιοι 1761, τόμος β΄, σελ.

724α.

98 Ενθ ανωτ. σελ. 736β.

99 Επιστολή 197, βιβλίο β΄, α.α.99, 1597α.

100 Επιστολή ρνδ΄, βιβλίο β΄, α.α.99, 1481α.

101 Επιστολή κδ΄, βιβλίο β΄, α.α.99, 1189α.

102 Λέοντος Γραμματικού, Χρονογραφία, α.α.108, 1040α.

103 Επιστολή α΄, βιβλίο β΄, α.α.99, 1116α.

104 Περί εκκλησιαστικής κοινωνίας και μνημοσύνου, ¶γιον Όρος 1993, σελ.

28.

105 Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, ια΄ επιστολή, α.α.77, 81α.

106 Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Ομιλία δ΄, α.α.77, 996α.

107 Νικηφόρου Καλλίστου, Εκκλησιαστική Ιστορία, κεφ. λδ΄, α.α.146, 1172α.

108 Οσίου Θεοφάνους, Χρονογραφία, α.α.108, 236α.

109 Φ. Βαφείδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, § 72, 2.

110 Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, Διάλογος περί των εκκλησιαστικών

δογμάτων, α.α.91, 332α -333α.

111 ¶γιοι Κολλυβάδες, τεύχος 27.

112 Επιστολή συνοδική, α.α.87,3, 3148α.

113 Φ. Βαφείδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, § 74, 2.

114 Σ. Μήλια, Των ιερών συνόδων συλλογή, Παρίσιοι 1761, σελ. 417-424, 439.

115 Περί των πραχθέντων, κεφ. κε΄, α.α.90, 161α.

116 Κεφ. κδ΄, α.α.90, 93α-96α.

117 Ενθ ανωτ. κεφ. ιζ΄, α.α.90, 85α.

118 ¶γιον Όρος, τεύχος 181, σελ. 2.

119 Αθήναι, φύλλο 114, σελ. 55-59.

120 Μ. Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες, Αθήναι 1996, σελ. 174-175.

121 Οσίου Θεοφάνους, Χρονογραφία, α.α.108, 968α και 973αα και 992α.

122 Μ. Γεδεών, ένθ ανωτ. σελ. 185.

123 Β. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι 1994, τόμος β΄, σελ. 102.

124 Ορθόδοξος Ένστασις και Μαρτυρία, Ιερά σύνοδος Ενισταμένων, τεύχος 1,

2000, σελ. 22.

125 Ορθόδοξος Ενημέρωσις, Ιεράς Μονής Ωρωπού και Φυλής, φύλλο 34, σελ. 1.

126 Ορθόδοξος Ενημέρωσις, φύλλο 30, σελ. 1.

 

---------------------

* Ιστότοπος Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας, 10 Ιανουαρίου 2007

Δημοσιεύθηκε στό δελτίο ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ (τεύχ. 699/30.4.09, σ.σ. 11-33)  ἄρθρο τοῦ Καθηγητοῦ  Βλασίου Φειδᾶ  μέ τίτλο «τό ζήτημα τῆς συμπροσευχῆς μετά τῶν ἑτεροδόξων κατά τούς ἱερούς Κανόνες»[1] (στό ἑξῆς: Φειδᾶς). Ὅπως ἀναφέρει ὁ συντάκτης, τό ἄρθρο αὐτό ἀποτελεῖ ἀπάντηση–γνωμοδότηση σέ ἐρώτημα πού τοῦ ἀπευθύνθηκε.

Ἡ δημοσίευση τόσο μεγάλης ἐργασίας (σελ. 23) στό ἐπίσημο δελτίο τοῦ Ὀρθοδόξου Κέντρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (Σαμπεζύ Γενεύης) καί ἡ προσωπικότητα καί οἱ πολλές καί κρίσιμες ἰδιότητες τοῦ συντάκτου καταδεικνύουν τή σοβαρότητα τοῦ θέματος τῶν συμπροσευχῶν μέ ἑτεροδόξους στή σύγχρονη διορθόδοξη καί διαχριστιανική συνεργασία.

Στό ἄρθρο ὁ καθηγητής συμπεραίνει ὅτι ὄχι μόνο δέν ἀπαγορεύεται ἡ συμπροσευχή μέ τούς ἑτεροδόξους στά πλαίσια τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως, ἀλλά ἀντιθέτως οἱ Ἱ. Κανόνες  ἐνθαρρύνουν τήν κοινή προσευχή μέ τίς ἄλλες ὁμολογίες, ἡ δέ κανονική ἀπαγόρευση περιορίζεται ἀποκλειστικά στή Θ. Λειτουργία.

Ἡ ἐπιχειρηματολογία τοῦ κ. Φειδᾶ ἐντοπίζεται κυρίως στά ἑξῆς σημεῖα:

1. στήν «ἀκριβῆ γραμματική ἑρμηνεία» (Φειδᾶς, σ. 15) τῶν Κανόνων,

2. στήν «συνεπῆ ἀναφορά τοῦ πνεύματος αὐτοῦ εἰς τά συγκεκριμένα ἐκκλησιαστικά προβλήματα τῆς συγκεκριμένης ἐποχῆς» καί εἰδικότερα «εἰς τάς ἐπικινδύνους διά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καταστάσεις τοῦ Δ΄ αἰῶνος» (Φειδᾶς, σ. 15),

3. οἱ Ρωμαιοκαθολικοί καί οἱ Προτεστάντες δέν ἔχουν καταδικαστεῖ ὡς αἱρετικοί καί

4. οἱ συμπροσευχές εἶναι «ἀναπόφευκτος συνέπεια» τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως.

 

 

Α.  Ποιά ἡ ἔννοια τοῦ «συνεύχεσθαι» ;

Δέν εἶναι ἀκριβές ὅτι «οἱ κανόνες συνδέουν πάντοτε τό “συνεύχεσθαι”

πρός πράξεις συλλειτουργίας ἤ συνιερουργίας ὀρθοδόξων κληρικῶν μετά αἱρετικῶν».

Ὁ Καθηγητής Φειδᾶς ἐξετάζοντας τήν «ἀκριβῆ γραμματική ἑρμηνεία» τῶν Ἱερῶν Κανόνων συμπεραίνει ὅτι «συνεπῶς, εἶναι εὐνόητον, ὅτι ὁ ΜΕ΄ καί οἱ λοιποί σχετικοί Ἀποστολικοί κανόνες συνδέουν πάντοτε τό “συνεύχεσθαι” πρός πράξεις συλλειτουργίας ἤ συνιερουργίας ὀρθοδόξων κληρικῶν μετά αἱρετικῶν» (Φειδᾶς, σ. 19) καί «συνεπῶς, ἡ ἀληθής ἔννοια τῶν ἀνωτέρω κανόνων (πού ἀπαγορεύουν τή συμπροσευχή μέ αἱρετικούς) ἀναφέρεται εἰς μόνην τήν εὔλογον καί αὐτονόητον ἀπαγόρευσιν τῆς συλλειτουργίας ὀρθοδόξων κληρικῶν μετά τῶν ἑτεροδόξων καί ὄχι βεβαίως εἰς τήν συμμετοχήν αὐτῶν εἰς πᾶσαν ἄλλην προσευχήν» (Φειδᾶς, σ. 20). Περιορίζει δηλαδή τήν ἔννοια τῆς συμπροσευχῆς ἀποκλειστικά καί μόνο στή Θ. Λειτουργία καί ὄχι σέ ἄλλη ἀκολουθία.

Εἶναι ἀσφαλῶς προδήλως ἀνακριβῆ τά συμπεράσματα αὐτά, διότι - ὅπως θά καταδειχθεῖ -  ἡ ἔννοια τοῦ «συνεύχεσθαι» στούς Ἱ. Κανόνες εἶναι πολύ εὐρεία καί περιλαμβάνει ἀπό τήν ἁπλή προσευχή λαϊκῶν ἐκτός ναοῦ, «ἐν οἴκῳ ἤ ἐν ἀγρῷ», μέχρι καί τήν ἐνώπιόν του θυσιαστηρίου τέλεση τῆς Θ. Λειτουργίας ἀπό κληρικούς. Μέ κανένα τρόπο δέν εἶναι δυνατόν νά περιορίζεται μόνο στή συμμετοχή κληρικῶν στή Θ. Λειτουργία:

 

1. Ἡ ἔννοια τοῦ «συνεύχεσθαι»  στή θύραθεν καί πατερική γραμματεία.

Στήν ἀρχαία ἑλληνική γραμματεία, κατά τόν Ἰω. Σταματάκο, «συνεύχομαι» σημαίνει  «εὔχομαι (προσεύχομαι) ἀπό κοινοῦ μετά τινός, ἑνώνω τάς εὐχάς μου μέ τάς δικάς του»[2]. Στήν Πατερική γραμματεία, σύμφωνα μέ τόν G.W.H.Lampe[3] «συμπροσεύχομαι» σημαίνει “pray together, pray with”, ἐνῶ τό «συνεύχομαι» σημαίνει α) «pray with, pray together» (=προσεύχομαι μαζί) καί  β) “wish one well” (=εὔχομαι νά εἶναι καλά).

Στήν Καινή Διαθήκη ἀπαντᾶται μόνο τό ρῆμα «εὔχεσθαι»[4], ὅπου σέ καμία περίπτωση δέν ὑπονοεῖται ἡ τέλεση Θ. Λειτουργίας, ἀλλά  μόνο προσευχῆς ἤ ἁπλῆς εὐχῆς. Παρόμοιες εἶναι καί οἱ ἀναφορές στή μετάφραση τῶν Ο΄ στήν Π. Δ.

Κατά συνέπεια, δέν βρίσκει ἔρεισμα οὔτε στήν Ἄγ. Γραφή, οὔτε στήν πατερική ἤ θύραθεν γραμματολογία ἡ ἑρμηνεία ὅτι «συνεύχομαι» ἤ «συμπροσεύχομαι» σημαίνει ἀποκλειστικά τή συμμετοχή ὄχι σέ ἁπλή κοινή προσευχή, ἀλλά στήν τέλεση Θ. Εὐχαριστίας.

 

2. Ἡ ἔννοια τοῦ «συνεύχεσθαι» στούς ερούς Κανόνες.

Εἶναι προφανές ὅτι ὅταν οἱ συντάκτες τῶν Ἱερῶν Κανόνων θέλουν νά διευρύνουν ἤ νά περιορίσουν  τήν ἔννοια ἑνός ὄρου, ἤ νά δώσουν διαφορετικό νόημα, ἀπό ὅτι ἡ συνήθης ἔννοιά του στή βιβλική καί πατερική γραμματεία ὀφείλουν νά τό προσδιορίσουν ἐπακριβῶς. Κάτι τέτοιο δέ συμβαίνει μέ τόν ὄρο «συνεύχεσθαι» καί τούς συναφείς. Ἐξαίρεση ἀποτελεῖ ὁ Θ΄ Κανόνας τοῦ Ἁγ. Τιμοθέου Ἀλεξανδρείας ὁ ὁποῖος περιορίζει τήν ἔννοια τοῦ «εὔχεσθαι» καί «εὐχή» μόνο στήν Ἁγ. Ἀναφορά τῆς Θ. Λειτουργίας λέγοντας: «Εἰ ὀφείλει Κληρικός εὔχεσθαι … ἤ … ὁπόταν ποιῆ τήν εὐχήν, ἤγουν τήν προσφοράν». Τό «ἤγουν» προσδιορίζει ἐπακριβῶς τή βούληση τοῦ συντάκτου ὅταν ὁμιλεῖ περί τοῦ «εὔχεσθα» καί «εὐχή». Ἐάν «εὔχεσθα» καί «εὐχή» ἐννοεῖτο πάντοτε ἡ Θ. Λειτουργία, δέν χρειαζόταν διευκρίνιση.

Στούς περισσότερους ἀπό τούς Ἱ. Κανόνες πού ἀπαγορεύουν τή συμπροσευχή μέ αἱρετικούς δέν προσδιορίζεται ὅτι ἡ ἀπαγόρευση ἀφορᾶ μόνο κληρικούς. Σέ ὁρισμένους μάλιστα ρητῶς προβλέπονται ἐπιτίμια γιά τούς λαϊκούς πού παραβαίνουν τήν κανονική ἀπαγόρευση συμπροσευχῆς. Κατά συνέπεια, «συνεύχεσθαι» σημαίνει καί τήν ἁπλή προσευχή, διότι ἀσφαλῶς οἱ λαϊκοί μποροῦν μόνο νά συμπροσεύχονται καί ὄχι νά συλλειτουργοῦν.

Ἰδιαίτερα σημαντικός γιά τήν κατανόηση τοῦ ποιά προσευχή μέ αἱρετικούς ἀπαγορεύεται εἶναι ὁ ΞΕ΄ (ἤ ΞΔ΄ κατά Ράλλη-Ποτλῆ (στό ἑξῆς : Ρ-Π.) Κανόνας τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων: «Εἰ τις κληρικός, ἤ λαϊκός εἰσέλθοι εἰς συναγωγήν Ἰουδαίων, ἤ αἱρετικῶν προσεύξασθαι, καί καθαιρείσθω, καί ἀφοριζέσθω». Δυστυχῶς αὐτός ὁ σημαντικός κανόνας διέλαθε (;) τῆς προσοχῆς τοῦ καθηγητοῦ καί δέν τόν ἀναλύει στό ἄρθρο! Καί μόνο αὐτός ὁ Κανόνας καταρρίπτει τόν ἐσφαλμένο ἰσχυρισμό τοῦ ἀρθρογράφου ὅτι «οἱ σχετικοί Ἀποστολικοί κανόνες συνδέουν πάντοτε τό “συνεύχεσθαι” πρός πράξεις συλλειτουργίας ἤ συνιερουργίας ὀρθοδόξων κληρικῶν μετά αἱρετικῶν» (Φειδᾶς, σ. 19) καί «συνεπῶς, ἡ ἀληθής ἔννοια τῶν ἀνωτέρω Κανόνων (πού ἀπαγορεύουν τή συμπροσευχή μέ αἱρετικούς) ἀναφέρεται εἰς μόνην τήν εὔλογον καί αὐτονόητον ἀπαγόρευσιν τῆς συλλειτουργίας ὀρθοδόξων κληρικῶν μετά τῶν ἑτεροδόξων καί ὄχι βεβαίως εἰς τήν συμμετοχήν αὐτῶν εἰς πάσαν ἄλλην προσευχήν» (Φειδᾶς, σ. 20). Ὅταν ὁ ΞΕ΄ Ἀποστολικός ἀπαγορεύει τό «εἰσέλθοι … προσεύξασθαι» ἀσφαλῶς καί δέν ἐννοεῖ τό συλλείτουργο, διότι δέν νοεῖται κοινή θ. Λειτουργία μέ Ἰουδαίους στή συναγωγή τους!

Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τόν ΛΖ΄ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ: «ὅτι οὐ δεῖ παρά τῶν Ἰουδαίων ἤ αἱρετικῶν τά πεμπόμενα ἑορταστικά λαμβάνειν, μηδέ συνεορτάζειν αὐτοῖς». Καί αὐτός δέ μνημονεύεται καθόλου στό ἄρθρο. Εἶναι πρόδηλο ὅτι στό «συνεορτάζειν» ἐμπερικλείεται  κάθε λατρευτική ἀκολουθία καί τελετή – ἀσφαλῶς καί ἡ Θ. Λειτουργία, ἀλλά ὄχι μόνο αὐτή – πρός τιμήν προσώπου ἤ γεγονότος τό ὁποῖο ἑορτάζεται ἀπό τούς Ἰουδαίους ἤ αἱρετικούς. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι οἱ ἑορτές τῶν Ἰουδαίων καί αἱρετικῶν ἀντιμετωπίζονται μέ ἑνιαία ἀπαγόρευση.

Ἐπίσης σαφής εἶναι καί  ὁ Β΄ Κανόνας τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ (καί αὐτός δέν ἀναφέρεται στό ἄρθρο): «μή ἐξεῖναι δέ κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοις, μηδέ κατ’ οἴκους συνελθόντας συνεύχεσθαι τοῖς μή τῇ ἐκκλησίᾳ συνευχομένοις». Προφανῶς τό «κοινωνεῖν» ἀναφέρεται στή Θ. Εὐχαριστία καί ἀντιδιαστέλλεται πρός τό «κατ’ οἴκους συνελθόντας συνεύχεσθαι», ὅπου ὑπονοεῖ τήν ἁπλή προσευχή. Μέ τό «κατ’  οἴκους συνελθόντας συνεύχεσθαι» δέν νοεῖται τέλεση Θ. Λειτουργίας, ἀφ’ ἑνός μέν διότι τέλεση Θ. Λειτουργίας, χωρίς νά εἶναι ἀνάγκη, ἐν οἴκῳ ἀπαγορεύεται σύμφωνα μέ τόν Κανόνα  ΝΗ' τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου, καί ἀφ’  ἑτέρου διότι δέν θά εἶχε νόημα στόν ἴδιο Κανόνα ἡ ἐπανάληψη ἀπαγορεύσεως τελέσεως Θ. Λειτουργίας.

Σύμφωνα μέ τόν Ι΄ Κανόνα τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων "εἴ τις ἀκοινωνήτῳ, κᾂν ἐν οἴκῳ συνεύξηται, οὗτος ἀφοριζέσθω". Ὅταν ὁ Κανόνας  ἐπιβάλλει ἀφορισμό σέ ὅποιον «κἄν ἐν οἴκῳ συνεύξηται» μέ ἀκοινώνητον (αἱρετικό ἤ ἀφορισμένο), προφανῶς ἐννοεῖ τήν ἁπλή συμπροσευχή καί ὄχι τήν τέλεση Θ. Λειτουργίας,  διότι, ὅπως ἐλέγχθη ἤδη, χωρίς νά ὑπάρχει ἀνάγκη, τέλεση Θ. Λειτουργίας «ἐν οἴκῳ» ἀπαγορεύεται αὐστηρά. Ἐπί πλέον δέ, καί ἡ ἴδια ἡ δομή τοῦ κειμένου ὑπονοεῖ ὅτι δέν πρόκειται γιά τήν εὐχαριστηριακή σύναξη, ἀλλά γιά ἁπλή κατ’ ἰδίαν προσευχή. Ἄρα, μέ τό "κἄν ἐν οἴκῳ συνεύξηται" ἐννοεῖ ὁποιαδήποτε ἁπλή συμπροσευχή. ὁ παραβαίνων αὐτόν τόν Κανόνα «ἀφοριζέσθω»!

Εἶναι ἀπαραίτητο νά σταθοῦμε στήν ἑρμηνεία πού δίνει ὁ καθηγητής στόν Θ' Κανόνα τοῦ Ἁγ. Τιμοθέου Ἀλεξανδρείας, ὅπου, ἐσφαλμένως, συμπεραίνει ὅτι «ἑπομένως οἱ ἀρειανοί ἤ ἄλλοι αἱρετικοί δύνανται νά παρίστανται εἰς τήν ὑπό ὀρθοδόξου κληρικοῦ τελουμένην ὀρθόδοξον θείαν λειτουργίαν τουλάχιστον “μέχρι τοῦ ἀσπασμοῦ”» (Φειδᾶς, σ. 20) καί «ὅθεν … εἰς “οὐδέν βλάπτει” ὁ συνεκκλησιασμός ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν κατά τήν θείαν λειτουργίαν» (Φειδᾶς, σ. 21).  Ὅμως κάτι τέτοιο δέν προκύπτει καθόλου ἀπό τό κείμενο τοῦ Κανόνος: «Ἐρώτησις:  Εἰ ὀφείλει Κληρικός εὔχεσθαι, παρόντων Ἀρειανῶν, ἤ ἄλλων αἱρετικῶν, ἤ οὐδέν αὐτόν βλάπτει, ὁπόταν αὐτός ποιῇ τήν εὐχήν, ἤγουν τήν προσφοράν; Ἀπόκρισις: Ἐν τῇ θείᾳ ἀναφορᾷ ὁ Διάκονος προσφωνεῖ πρό τοῦ ἀσπασμοῦ: "Οἱ ἀκοινώνητοι περιπατήσατε". Οὐκ ὀφείλουσιν οὔν παρεῖναι, εἰ μή ἄν ἐπαγγέλλωνται μετανοεῖν καί ἐκφεύγειν τήν αἵρεσιν». Ἐρωτᾶται  δηλ. ὁ Ἅγ. Τιμόθεος ἐάν κατά τήν ὥρα τῆς Ἁγ. Ἀναφορᾶς σέ Θ. Λειτουργία πού τελεῖ Ὀρθόδοξος κληρικός ἐπιτρέπεται νά εἶναι παρόντες ἀρειανοί ἤ ἄλλοι αἱρετικοί. Εἶναι προφανές ἀπό τή δομή τῆς ἐρωτήσεως ὅτι τό «εὔχεσθαι» τοῦ πρώτου σκέλους ἐπεξηγεῖται στό δεύτερο μέρος τῆς ἐρωτήσεως μέ τή φράση «ὅταν αὐτός ποιῇ τήν εὐχήν, ἤγουν τήν προσφοράν». Ἀπό τό κείμενο προκύπτει σαφῶς ὅτι τό ἐρώτημα ἀφορᾶ τήν ὕψιστη στιγμή τῆς Ἁγ. Ἀναφορᾶς καί ἀσφαλῶς δέν ὑπονοεῖται πουθενά στό ἐρώτημα διάκριση γιά δύο μέρη τῆς Θ. Λειτουργίας. Ἡ Θ. Λειτουργία ἀντιμετωπίζεται ἑνιαία καί ὄχι ὡς δύο τμήματα. Τήν ἴδια ἄποψη περί ἑνιαίας ἀντιμετωπίσεως τῆς θ. Λειτουργίας ἐκφράζει καί ὁ Βαλσαμών: «ἡ ἐρώτησις περί κληρικοῦ, εἰ ὀφείλει εὔχεσθαι παρόντων αἱρετικῶν, ἤγουν προσφέρειν τήν  ἀναίμακτον θυσίαν» (Ρ-Π.,  δ, 336), καί κατά τόν ἴδιο τρόπο προσεγγίζει καί ὁ Ἅγ. Νικόδημος Ἁγιορείτης τό ἐρώτημα «ἐρωτήθη ὁ Πατήρ οὗτος, ἄν πρέπει ὁ Ἱερεύς νά προσφέρει ἀναίμακτον ἱερουργίαν, ὅταν εἶναι παρόντες ἀρειανοί καί ἁπλῶς αἱρετικοί», ὁμοίως καί ὁ Βλάσταρης δέν κάνει διάκριση στά μέρη τῆς Θ. Λειτουργίας (Ρ-Π., στ, 73). Ἄλλωστε καί στήν ἀπάντησή του ὁ Ἅγ. Τιμόθεος δέν ἀναφέρεται σέ διαφοροποιημένη συμπεριφορά ἔναντι τῶν αἱρετικῶν στά δύο μέρη τῆς Θ. Λειτουργίας. Ἐάν ἐννοοῦσε κάτι τέτοιο θά ἔπρεπε νά τό δηλώσει ρητῶς. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἀλεξανδρείας εἶναι ἁπλή, σαφής καί ἑνιαία: «οὐκ ὀφείλουσι παρεῖναι» παρά μόνο ἐάν «ἐπαγγέλλωνται» (δηλ. νά ἔχουν ὑποσχεθεῖ) ὅτι θά μετανοήσουν καί νά φύγουν ἀπό τήν αἵρεση». Πουθενά δε λέει ὅτι στό πρῶτο μέρος τῆς Θ. Λειτουργίας μποροῦν νά παρίστανται καί στό δεύτερο ἀπαγορεύεται. Κάτι τέτοιο δέν μπορεῖ νά δικαιολογηθεῖ ἀπό τό κείμενο τοῦ Ἁγ. Τιμοθέου, οὔτε ἀπό τούς ἑρμηνευτές του.  Ἐπί πλέον δέ καί ὁ κ. Φειδᾶς μνημονεύοντας τόν Βαλσαμώνα λέει: «ἑπομένως ὁ κανών (ὁ Στ΄ Λαοδικείας) ἀπαγορεύει τόν συνεκκλησιασμόν τῶν ἐπιμενόντων εἰς τήν αἵρεσιν αἱρετικῶν μετά τῶν ὀρθοδόξων κατά τήν τέλεσιν τῆς Θ. Λειτουργίας» (Φειδᾶς, σ. 19), χωρίς νά διακρίνει τά μέρη τῆς Θ. Λειτουργίας, κατά τά ὁποία στό μέν πρῶτο – τάχα – ἐπιτρέπεται ἡ παρουσία τους καί στό δεύτερο ἀπαγορεύεται.

Εἶναι ἄξιο ἐπισημάνσεως ὅτι καί ὁ ἴδιος ὁ καθηγητής ἐπεξηγώντας τό σχόλιο τοῦ Βαλσαμῶνος στόν ΜΕ΄ Ἀποστολικό ἀναγνωρίζει ὅτι μέ τή φράση «συνευξάμενος» ὁ Κανόνας ὑπονοεῖ τή «συμμετοχή σέ προσευχή» σέ ἀντιδιαστολή μέ τή «συλλειτουργία»: «Ἐνταῦθα μή εἴπῃς ἐν ναῷ τόν ἐπίσκοπον καί τούς λοιπούς συνεύξασθαι μετά αἱρετικῶν (=συλλειτουργία), οἱ τοιοῦτοι γάρ καθαιρεθήσονται… Ἀλλ’ ἐκλαβοῦ τό συνεύξασθαι εἰς τό ἁπλῶς κοινωνῆσαι καί ἡμερώτερον διατεθῆναι ἐπί τή εὐχῇ τοῦ αἱρετικοῦ (=συμμετοχή εἰς τήν προσευχήν (Φειδᾶς, σ. 17).

Τέλος, ὁ κ. Φειδᾶς συνομολογεῖ ὀρθῶς ὅτι γιά τήν περίπτωση τῆς ἁπλῆς συμπροσευχῆς μέ αἱρετικό καί ὄχι τῆς συλλειτουργίας, προβλέπεται στόν ΜΕ΄ Ἀποστολικό Κανόνα ἡ ποινή τοῦ ἀφορισμοῦ: «συνεπῶς, τό ρῆμα “συνεύχεσθαι” ἀναφέρεται εἰς δύο διαφορετικάς περιπτώσεις, ἤτοι εἰς ἁπλήν συμπροσευχήν καί εἰς τήν συλλειτουργίαν, διό καί εἰς τήν δευτέραν περίπτωσιν ἡ προτεινόμενη ποινή τῆς καθαιρέσεως εἶναι σαφῶς βαρυτέρα», ἐνῶ στήν πρώτη περίπτωση τῆς «ἁπλῆς συμπροσευχῆς» προβλέπεται ἡ ποινή μόνο τοῦ ἀφορισμοῦ (Φειδᾶς, σ. 17). Παρόλα αὐτά στή συνέχεια τήν ἐπί ποινῇ ἀφορισμοῦ ἀπαγόρευση τοῦ Κανόνος δέν τήν θεωρεῖ ἄξια σημασίας. Τήν ἀντιπαρέρχεται διά τῆς σιωπῆς …

 

3. Ὅλοι  οἱ ἔγκριτοι σχολιαστές τῶν . Κανόνων χρησιμοποιοῦν τό «συνεύχεσθαι» ἤ «προσεύξασθαι μετά τινός» πρωτίστως μέ τήν ἔννοια τῆς ἁπλῆς συμπροσευχῆς καί σπανιότερα μέ τήν ἔννοια τοῦ συλλειτουργεῖν. Ἐνδεικτικά:

1. Βαλσαμών [«ἔγκριτος κανονολόγος» (κατά τόν κ. Φειδᾶ, σ. 17) καί τῶν «Ἱερῶν Κανόνων διασημότατος ἐξηγητής» (κατά τῶν Κων/ίνο Οἰκονόμο)]. Σημειώνεται ὅτι ὁ ἴδιος ὁ καθηγητής  προσμαρτυρεῖ ὅτι «ὁ ἔγκριτος κανονολόγος Θεόδωρος Βαλσαμών εἰς τόν σχολιασμόν του (ΜΕ΄ Ἀποστολικοῦ) κανόνος … παρατηρεῖ ὀρθῶς τήν πολλαπλήν χρῆσιν τοῦ ρήματος “συνεύχεσθαι”, ἡ ὁποία δηλοῦται καί διά τῆς διαφορᾶς τῶν προβλεπομένων ἐκκλησιαστικῶν ποινῶν» (Φειδᾶς, σ. 17)!  Ἐν τούτοις, ἀπορεῖ κανείς πῶς στά συμπεράσματα παραβλέπει τήν «ὀρθή παρατήρηση»  τοῦ Βαλσαμῶνος καί περιορίζει ἐντελῶς ἀναιτιολόγητα τήν ἔννοια τοῦ «συνεύχεσθαι» μόνο στή Θ. Λειτουργία καί στό συλλειτουργεῖν!

Ἐπί πλέον κατά τόν Βαλσαμώνα :

   «ὁ ἀφωρισμένῳ συνευξάμενος ὁπουδήποτε ἀφορισθήσεται, κᾂν ἐπίσκοπος ἐστι, κᾂν λαϊκός … εἰ τις οὔν μετ’ αὐτοῦ συμψάλλῃ ἐν οἴκῳ, ἤ ἐν ἀγρῷ, οὐκ αἰτιαθήσεται. ταυτόν γάρ ἐστι τό ἐν ἐκκλησίᾳ ἤ ἔξωθεν ταύτης συνεύξασθαι μετά τοῦ ἀφωρισμένου. συνομιλεῖν δέ μετά τοῦ ἀφορισμένου οὐ κωλυώμεθα» (ἑρμηνεία στόν  Ι΄ Ἀποστολικό, Ρ-Π., β, 14). Ὁ Βαλσαμών, εἶναι ἀπολύτως σαφής: τό ἀντικανονικῶς «συνεύξασθαι»  διαπράττεται «ὁπουδήποτε», καί ἀπό ἐπίσκοπο καί ἀπό λαϊκό. Συνεπῶς δέν πρόκειται περί συλλειτουργίας.  Καί ἁπλή συμψαλμωδία ὡς συμπροσευχή μπορεῖ νά τελεσθεῖ ἤ στό σπίτι, ἤ στήν ὕπαιθρο. Δέν ἔχει σημασία ἄν τελεῖται ἐνώπιον της ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος «ἐν ἐκκλησίᾳ», ἤ κατ’ ἰδίαν «ἔξωθεν αὐτῆς». Εἶναι προφανές ὅτι ὁ Βαλσαμών δέν ἀναφέρεται ἀποκλειστικά σέ Θ. Λειτουργία καί συλλειτουργία, ἀλλά σέ ὁποιαδήποτε προσευχή.

   «Ἐνταῦθα (στόν ΜΕ΄ Κανόνα) μή εἴπης ἐν ναῷ τόν ἐπίσκοπον καί τούς λοιπούς συνεύξασθαι μετά αἱρετικῶν. οἱ τοιοῦτοι γάρ καθαιρεθήσονται κατά τόν ΜΣτ΄ κανόνα, καθώς καί ὁ ἐπιτρέψας αὐτοῖς ὡς κληρικοῖς ἐνεργῆσαι τί. ἀλλ’ ἐκλαβοῦ τό συνεύξασθαι εἰς τό ἁπλῶς κοινωνῆσαι, καί ἡμερώτερον διατεθῆναι ἐπί τῇ εὐχῇ τοῦ αἱρετικοῦ (κατά τόν Φειδᾶ: «=συμμετοχή εἰς τήν προσευχήν» (Φειδᾶς, σ. 17)» (Ρ-Π, β, 60). Μέ ἁπλά λόγια λέει ὁ Βαλσαμών: ὁ ΜΕ΄ Κανόνας δέν ἀφορᾶ στή περίπτωση πού ἔχουμε συμπροσευχή στό Ναό ἐπισκόπου μέ αἱρετικούς. Αὐτή ἡ περίπτωση, δηλαδή ἡ ἐν τῷ ναῶ συμπροσευχή ἐπισκόπου καί αἱρετικῶν καί μάλιστα ἄν δοθεῖ ἄδεια στούς αἱρετικούς νά συμπεριφερθοῦν ὡς κληρικοί ἀντιμετωπίζεται ἀπό τόν ἑπόμενο ΜΣτ΄ Κανόνα πιό αὐστηρά μέ καθαίρεση. Ἐδῶ, στόν ΜΕ΄ Κανόνα, νά ἐκλάβεις τό «συνεύξασθαι» ὡς ἁπλή λατρευτική ἐπικοινωνία καί ἁπλή προσευχή, χωρίς νά ἔχουμε ἱεροπραξία ἀπό κληρικό. γι’ αὐτό ἐδῶ ἔχουμε μόνο ἀφορισμό. Συνεπῶς, κατά τό Βαλσαμῶνα, «συνεύξασθαι» σημαίνει τήν ἁπλή προσευχή ἀκόμα καί ἐκτός Ναοῦ, χωρίς ἱεροπραξία κληρικῶν, χωρίς τέλεση Θ. Λειτουργίας.

   «Διά τοι τοῦτο (μνημονεύει τούς Κανόνες πού ἀπαγορεύουν τήν συμπροσευχή μέ αἱρετικούς) καί ἡμεῖς ψηφιζόμεθα, μή μόνον ἀφορισμῷ καί καθαιρέσει καθυποβάλλεσθαι τούς λαϊκούς τε καί κληρικούς, συνευχομένους ἐν Ἐκκλησίᾳ ὀρθοδόξων ἤ αἱρετικῶν ἤ ὁπουδήποτε συνευχόμενος αὐτοῖς ἱερατικῶς … κατά τήν τῶν ρηθέντων θείων κανόνων περίληψιν. Ἡ γάρ στενοχωρία τῶν τόπων, καί ὁ τῶν αἱρετικῶν πληθυσμός, τῆς ὀρθοδόξου πίστεως οὐ μετήμειψε τήν ἀκεραιότητα» (Ρ-Π., δ, 460). Ὑπόκεινται στό ἐπιτίμιο καί οἱ λαϊκοί ὅταν συνεύχονται. προφανῶς δέν συλλειτουργοῦν!

2.  Ἅγ. Νικόδημος Ἁγιορείτης:

   «μέγα ἁμάρτημα λογιάζει ὁ παρών Κανών (ΞΕ΄ Ἀποστολικός) τό νά ἔμβη τινάς Χριστιανός μέσα εἰς συναγωγήν Ἰουδαίων ἤ αἱρετικῶν διά νά προσευχηθῇ …πόσῳ μᾶλλον παρανομεῖ ὁ Χριστιανός ἐκεῖνος ὅπου συμπροσεύχεται μέ τούς σταυρωτᾶς τοῦ Χριστοῦ;» (ἑρμηνεία  στόν ΞΕ΄ Ἀποστολικό, Πηδάλιον, σ. 84-85). Προφανῶς ἀναφέρεται σέ ἁπλή συμπροσευχή, διότι δέ νοεῖται Θ. Λειτουργία καί συλλείτουργο σέ … ἑβραϊκή συναγωγή!

   «ὅποιος ἤθελε συμπροσευχηθεῖ μέ ἐκεῖνον ὅπου ἀφορίσθη ἀπό τήν ὁμήγυριν, καί τήν προσευχήν τῶν πιστῶν, κἄν καί δέν ἤθελεν συμπροσευχηθῇ μέσα εἰς τήν ἐκκλησίαν, ἀλλά μέσα εἰς τόν οἶκον ὁ τοιοῦτος ἤ ἱερωμένος εἶναι ἤ λαϊκός ἄς ἀφορίζεται» (ἑρμηνεία στόν Ι΄ Ἀποστολικό, Πηδάλιον, σ. 13). Αὐτός πού ἀποκόπτεται ἀπό τήν κοινή λατρεία, δέν εἶναι ἀποδεκτός οὔτε σέ κατ’  ἰδίαν συμπροσευχή. Καί ἐδῶ δέν πρόκειται γιά Θ. Λειτουργία καί συλλείτουργο διότι ὁ λαϊκός δέν συλλειτουργεῖ.

   «ὁ παρών Κανών (ΜΕ΄ Ἀποστολικός) διορίζει ὅτι ὅποιος Ἐπίσκοπος, ἤ Πρεσβύτερος, ἤ Διάκονος ἤθελε συμπροσευχηθῆ μονάχα, ἀλλ’ ὄχι καί νά συλλειτουργήση μέ αἱρετικούς ἄς ἀφορίζεται … εἰ δέ καί ἐσυγχώρησεν εἰς τούς αἱρετικούς νά ἐνεργήσουν κανένα λειτούργημα ὡσάν κληρικοί, ἄς καθαιρῆται» (ἑρμηνεία  στόν ΜΕ΄ Ἀποστολικό, Πηδάλιον, σ. 50-51). Καί ἐδῶ ἀντιδιαστέλλεται σαφέστατα ἡ συμπροσευχή ἀπό τή συλλειτουργία καί ὡς πρός τήν πράξη τοῦ παραβάτου καί ὡς πρός τίς συνέπειες.

   στήν ἑρμηνεία τοῦ ΙΑ΄ Ἀποστολικοῦ δέχεται ο Άγ. Νικόδημος ὡς δυνατές καί τίς δύο ἔννοιες: ἤ ὅτι τό «συνεύξηται λαμβάνεται ἀντί τοῦ συλλειτουργήση» ἤ «δηλοί κατά τήν κυριολεξία του, τό νά συμπροσευχηθῆ» (ἑρμηνεία  στόν  ΙΑ΄ Ἀποστολικό, Πηδάλιον, σ. 14).

3. Ἀριστινός:

Ὁ καθηγητής στό ἄρθρο μνημονεύει μόνο μία φράση τοῦ Ἀριστηνοῦ («ὁ συνευχόμενος ἤτοι συλλειτουργῶν»), μέ τήν ὁποία ἐπεξηγεῖ τόν ΙΑ΄ Ἀποστολικό, ὅπου σαφῶς πρόκειται γιά συλλειτουργία κληρικοῦ μέ καθηρημένο κληρικό. Ἀσφαλῶς ὁ Ἀριστινός δέν ἀναφέρει ὅτι αὐτή ἡ ἑρμηνεία ἀφορᾶ ὅλους τούς Κανόνες, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τά ἑπόμενα χωρία, ὅπου σαφῶς ἐπεκτείνει τήν κανονική ἀπαγόρευση συμπροσευχῆς καί στήν ἁπλή προσευχή:

   «ὁ εἰσελθών εἰς συναγωγήν Ἰουδαίων ἤ αἱρετικῶν καί προσευξάμενος μετ’  αὐτῶν … ὁ δέ ἐν οἴκω συνευξάμενος μόνον αἱρετικοῖς ἐπίσκοπος, ἤ πρεσβύτερος, ἤ διάκονος ἀφορίζεται» (ἑρμηνεία στόν ΞΔ΄ Ἀποστολικό, Ρ-Π.,  β, 83). Καί ἐδῶ δέ νοεῖται τό συλλειτουργεῖν Ἰουδαίοις, ἤ συλλειτουργεῖν ἐν οἴκῳ. προφανῶς ἀφορᾶ σέ ἁπλή συμπροσευχή!

   «ὁ συνευχόμενος αἱρετικοῖς ἐν ἐκκλησία, ἤ ἐν οἴκῳ, ἀκοινώνητος ὡσαύτως ἔστω καί αὐτός» (ἑρμηνεία στόν Ι΄ Ἀποστολικό, Ρ-Π., β, 14). Ἡ «ἐν οἴκῳ» συμπροσευχή δέν μπορεῖ νά εἶναι συλλειτουργία.

   «ὁ δέ τόν εἰς ἐκκλησίαν μή συναγόμενον τοῖς πιστοῖς παραδεξάμενος, καί κατ’ οἴκους αὐτῷ συνευξάμενος ἤ καί ἐν ἑτέρα ἐκκλησία τοῖς Κανόσιν ὑπεύθυνος ἔσται» (ἑρμηνεία στόν Β΄ Ἀντιοχείας, Ρ-Π., γ, 129).

   «ὁ συνευξάμενος μόνον αἱρετικοῖς, ἤ πρεσβύτερος, ἤ διάκονος, ἀφορίζεται. ὁ δέ ἐπιτρέψας αὐτοῖς ἐνεργῆσαι τι, ὡς ἱερωμένοις καί κληρικοῖς, καθαιρεῖται» (ἑρμηνεία στόν ΜΕ΄ Ἀποστολικό, Ρ-Π., β, 60-61). Ἀντιδιαστέλλεται τό «συνευξάμενος μόνον» ἀπό τό «ἐπιτρέψας ἐνεργῆσαι τί ὡς ἱερωμένοις ἤ κληρικοῖς». Κατά συνέπεια μέ τό «συνευξάμενος μόνον» ὁ Κανόνας ὑπονοεῖ τήν ἁπλή συμπροσευχή χωρίς ἱερατική πράξη καί ἐπιβάλλει ἀφορισμό. Ἄν ὑποννοεῖτο συλλείτουργο τότε θά εἴχαμε καθαίρεση, διότι θά ἐνέπιπτε στήν περίπτωση «ἐπιτρέψας ἐνεργῆσαι τι ὡς ἱερωμένοις ἤ κληρικοῖς».

4. Βλάσταρης:

   «αἱρετικῷ ἤ σχισματικῷ ὅλως ἡμᾶς οὐκ ἐπιτρέπει συνεύχεσθαι» (Ρ-Π., στ, 73). Τό «ὅλως»,  πού δέν ὑπάρχει στό κείμενο τοῦ Κανόνος, τοποθετήθηκε ἀπό τόν ἑρμηνευτή γιά νά καλύψει κάθε ἔννοια τοῦ «συνεύχεσθαι» καί γιά νά ἐπιτείνει τήν ἔννοια τῆς ἀπαγορεύσεως.

5.  Ζωναρᾶς:

   «Μέγα ἁμάρτημα ὁ κανών (ΞΔ΄ Ἀποστολικός) τό Χριστιανόν εἰς Ἰουδαίων συναγωγήν, ἤ αἱρετικῶν χάριν προσευχῆς εἰσιέναι … Χριστιανός τοῖς τοῦ Χριστοῦ ἀναιρέταις συνευχόμενος κριθείη παρανομῶν» (ἑρμηνεία  στόν ΞΔ΄ Ἀποστολικό, Ρ-Π., β, 82). Ἀσφαλῶς δέ νοεῖται κοινή Θ. Λειτουργία μέ  Ἰουδαίους !

   «εἰ τίς οὔν ἀκοινωνήτω … συνεύξηται, κἄν μή ἐν ἐκκλησίᾳ ἀλλ’ ἐν οἴκῳ, κἀκεῖνος ἀφορισθήσεται» (ἑρμηνεία  στόν Ι΄ Ἀποστολικό, Ρ-Π., β, 14).

   «μήτε ἐν οἴκῳ τινάς συνεύχεσθαι, μήτε ἐν ἑτέρᾳ ἐκκλησίᾳ αὐτούς (τούς ἀκοινωνήτους) ὑποδέχεσθαι. Τούς δέ τοῖς τοιούτοις συνευχομένους, ἤ ὑποδεχομένους αὐτούς εἰς ἐκκλησίας, ἀκοινωνήτους κἀκείνους εἶναι … τά αὐτά δέ καί ὁ Ι΄ καί ὁ ΙΑ΄ τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων ἔφη καί  ὁ ΛΓ΄ Κανών τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου φησίν, ὅτι οὐ δεῖ αἱρετικῷ ἤ σχισματικῷ συνεύχεσθαι» (ἑρμηνεία στό Β΄ Ἀντιοχείας, Ρ-Π., γ, 127). Ἐδῶ ὁ Ζωναρᾶς ἀντιδιαστέλλει τό «ἐν οἴκῳ συνεύχεσθαι» ἀπό τό «ἐν ἐκκλησίᾳ ὑποδέχεσθαι» τό μέν ὡς κατ’ ἰδίαν ἁπλή συμπροσευχή, τό δέ ὡς ἔκφραση τῆς προσευχῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος, τῆς Θ. Εὐχαριστίας. Ὅσοι λοιπόν «συνεύχονται ἤ ὑποδέχονται» ἀκοινωνήτους ἤ αἱρετικούς ἤ σχισματικούς «ἀκοινωνήτους κἀκείνους εἶναι».

 

4. Ὅλη ἡ ἐκκλησιαστική παράδοση μέχρι σήμερα θεωρεῖ ὅτι στούς ἐν λόγῳ Κανόνες περί ἀπαγορεύσεως τῆς συμπροσευχῆς ὑπάγεται καί ἡ ἁπλή συμπροσευχή σέ ὁποιαδήποτε ἀκολουθία ἤ τελετή καί ὄχι μόνο ἡ τέλεση Θ. Λειτουργίας καί τό συλλείτουργο. Ἐνδεικτικά ἀναφέρω:

α)  Ἅγ. Νικηφόρος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ὁ Ὁμολογητής:

   «Οὐ χρή τό καθόλου εἰς τοιαύτας ἐκκλησίας (πού ὑπάγονται σέ αἱρετικούς) εἰσιέναι, κατά τούς εἰρημένους τρόπους (χάριν εὐχῆς καί ψαλμωδίας) … ἅμα γάρ τῷ εἰσαχθεῖναι τήν αἵρεσιν, ἀπέστη ὁ ἔφορος τῶν ἐκεῖσε Ἄγγελος, κατά τήν φωνήν τοῦ μεγάλου Βασιλείου, καί κοινός οἶκος ὁ τοιοῦτος χρηματίζει ναός. καί, οὐ μή εἰσέλθω, φησίν, εἰς Ἐκκλησίαν πονηρευομένων.  καί ὁ Ἀπόστολος,  τίς συγκατάθεσις ναοῦ Θεοῦ μετά εἰδώλων;» (Ρ-Π., δ, 431δ)

β)  Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός Β’ (1240):

   «Ὅθεν καί ἐπισκήπτομαι (παραγγέλλω) πάσι τοῖς λαϊκοῖς, ὅσοι τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἐστέ τέκνα γνήσια, φεύγειν ὅλῳ ποδί ἀπό τῶν ὑποπεσόντων ἱερέων τῇ λατινικῇ ὑποταγῇ. καί μηδέ εἰς ἐκκλησίαν τούτοις συνάγεσθε, μηδέ εὐλογίαν ἐκ τῶν χειρῶν αὐτῶν δέχεσθε τήν τυχοῦσαν. Κρεῖσσον γάρ ἐστίν ἐν τοῖς οἴκοις ὑμῶν τῷ Θεῷ προσεύχεσθε κατά μόνας ἤ ἐπ’ Ἐκκλησίας συνάγεσθε μετά τῶν λατινοφρόνων»[5].  Ἄς σημειωθεῖ ὅτι ἐδῶ δέν ἀναφέρεται σέ Παπικούς, ἀλλά σέ Ὀρθοδόξους κληρικούς λατινόφρονες.

γ) Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος Ε΄ καί ἡ περί αὐτόν Πατριαρχική Σύνοδος (1749):

   «Ἐντελλόμεθα καί παραγγέλλομεν πατρικῶς καί πνευματικῶς …εἰς τό ἑξῆς μή τολμήσετε τό σύνολον νά συγκοινωνεῖτε μετά τῶν αὐτόθι φρατόρων καί φραγκοπατέρων καί λοιπῶν Δυτικῶν, εἰς τά τε ἱερά τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἐκκλησίας Μυστήρια καί εἰς τάς λοιπάς ἐκκλησιαστικάς τελετάς, προσευχάς τε καί ἱερουργίας, ἀλλά νά φυλάττετε … τό ἀκοινώνητον ὅλως μετ’  ἐκείνων ἐν πάσαις ταῖς ἱεραῖς τελεταῖς καί ἱερουργίαις. Ἐάν δέ μετά τήν πατριαρχικήν καί συνοδικήν ἡμῶν ἐπιτίμησιν, πατρικήν τε καί πνευματικήν παραίνεσιν καί νουθεσίαν ταύτην, τολμήση τις ἀπό λόγου σας νά φανῇ ἀπειθής καί ἐνάντιος καί εἴτε τις ἐκ τῶν αὐτόθι ἱερέων τολμήσῃ καί φωραθῇ συνευχόμενος τοῖς Λατίνοις ἤ προσφοράς δεχόμενος ἐκείνων ἤ μνήμας ἄγων ὑπέρ αὐτῶν … ὁ τοιοῦτος ἱερεύς θέλει καθυποβληθῇ τελείᾳ καθαιρέσει τῆς ἱερωσύνης αὐτοῦ»[6].

δ) Σύνοδος Πατριαρχῶν Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων (1848):

   «Ἀποφαίνεται πάλι σήμερα συνοδικῶς … ὅτι (ὁ Παπισμός) εἶναι αἵρεση καί οἱ ὀπαδοί του αἱρετικοί… Ἐπίσης οἱ συνάξεις πού συγκροτοῦνται ἀπό αὐτούς εἶναι αἱρετικές καί κάθε κοινωνία πνευματική τῶν Ὀρθοδόξων τέκνων … μέ αὐτούς εἶναι ἀντικανονική, ὅπως ὁρίζει ὁ ζ΄ κανόνας τῆς Γ΄ Οἴκ. Συνόδου»[7].

ε)  π. Ἰουστίνος Πόποβιτς :

   «Ὁ Ἱερός Κανών (Ι΄) τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων δέν προσδιορίζει ποία ἀκριβῶς προσευχή ἤ ἀκολουθία ἀπαγορεύεται, ἀλλά ἀπαγορεύει κάθε κοινήν μεθ’  αἱρετικῶν προσευχήν, ἔστω καί κατ’  ἰδίαν («συνευξάμενος»). Εἰς τάς οἰκουμενιστικάς κοινάς προσευχάς μήπως δέν γίνωνται καί ἁδρότερα καί εὐρύτερα τούτων; … Μήπως ὅμως δέν συμβαίνει … νά εὐλογοῦν αἱρετικοί ρωμαιοκαθολικοί ἐπίσκοποι καί ἱερεῖς, προτεστάνται πάστορες, ἀκόμη δέ καί γυναῖκες ;(!)»[8].

στ) Ἀθηναγόρας, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καί ἡ περί αὐτόν Πατριαρχική Σύνοδος (1952):

   «Δέον ἵνα οἱ Ὀρθόδοξοι κληρικοί ἀντιπρόσωποι ὦσιν ὅσῳ τό δυνατόν ἐφεκτικοί (=διστακτικοί) ἐν ταῖς λατρευτικαῖς μετά τῶν ἑτεροδόξων συνάξεσιν, ὡς ἀντικειμέναις πρός τούς Ἱερούς Κανόνας καί ἀμβλυνούσαις τήν ὁμολογιακήν εὐθιξίαν τῶν Ὀρθοδόξων, ἐπιδιώκοντες ἴνα τελῶσιν, εἰ δυνατόν, καθαρῶς ὀρθοδόξους ἀκολουθίας καί τελετάς, πρός ἐμφάνισιν οὕτω τῆς αἴγλης καί τοῦ μεγαλείου τῆς ὀρθοδόξου λατρείας πρό τῶν ὀμμάτων τῶν ἑτεροδόξων»[9]. «Τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων»; Ἡ Πατριαρχική Σύνοδος τά λέει ὅλα! Οὔτε γιά συλλείτουργα ὁμιλεῖ, οὔτε «διομολογιακές προσευχές» ἀνέχεται, ἀλλά διακηρύσσει ἀπερίφραστα ὅτι οἱ λατρευτικές συνάξεις μετά τῶν ἑτεροδόξων ἀντίκεινται στούς Ἱερούς Κανόνες καί ἔχουν σοβαρές ποιμαντικές συνέπειες καί προτείνει τή διεξαγωγή «καθαρῶς ὀρθοδόξων ἀκολουθιῶν καί τελετῶν» μέ ποιμαντική-ἱεραποστολική προοπτική. Κυρίως ὅμως ἡ Πατριαρχική Σύνοδος ἀποσυνδέει τίς συμπροσευχές ἀπό τήν διεκκλησιαστική ἐπικοινωνία. Μπορεῖ νά ὑπάρχει διαχριστιανική συνεργασία χωρίς ὅμως συμπροσευχές !

ζ)  Ἀκόμα  καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος δέν ἀποδέχεται τήν καινοφανή ἑρμηνεία Φειδ!

1. Στή διδακτορική του διατριβή ὁ Οἰκουμ. Πατριάρχης Βαρθολομαῖος ἀναφερόμενος στούς Ἱ. Κανόνες πού ἀπαγορεύουν τή συμπροσευχή σημειώνει ὅτι «δέν δύνανται νά ἐφαρμοσθοῦν σήμερον καί πρέπει νά τροποποιηθοῦν αἵ διατάξεις αἵ κανονίζουσαι τάς σχέσεις τῶν ὀρθοδόξων Χριστιανῶν πρός τούς ἑτεροδόξους καί ἑτεροθρήσκους. Δέν δύναται ἡ Ἐκκλησία νά ἔχῃ διατάξεις ἀπαγορευούσας τήν εἴσοδον εἰς τούς ναούς τῶν ἑτεροδόξων καί τήν μετ’ αὐτῶν συμπροσευχήν καθ’ ἥν στιγμήν αὕτη διά τῶν ἐκπροσώπων αὐτῆς προσεύχεται ἀπό κοινοῦ μετ’ αὐτῶν»[10]. Παρόμοιες ἀπόψεις ἔχει διατυπώσει καί σέ ἄρθρο του μέ θέμα «The problem of Oikonomia today» στό περιοδικό Kanon 6(1983). Εἶναι ἀπολύτως σαφές ὅτι ὅταν ὁ Οἰκουμ. Πατριάρχης γράφει ὅτι «ἡ Ἐκκλησία … διά τῶν ἐκπροσώπων αὐτῆς προσεύχεται ἀπό κοινοῦ μετ’  αὐτῶν (τῶν αἱρετικῶν)» καί κατά συνέπεια «δέν δύνανται νά ἐφαρμοσθοῦν σήμερον καί πρέπει νά τροποποιηθοῦν αἵ διατάξεις» πού ἀπαγορεύουν τή συμπροσευχή, ἀναφέρεται στίς ἁπλές συμπροσευχές καί λοιπές ἀκολουθίες πού διεξάγονται στά πλαίσια τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως καί ἀσφαλῶς ὄχι σέ συλλείτουργο. Δέν ἀποδέχεται ὁ Πατριάρχης τήν intercommunion! Συνεπῶς γιά τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη μας ὅταν οἱ Κανόνες ἀναφέρονται σέ συμπροσευχή ἐννοοῦν συμπροσευχή καί ὄχι συλλείτουργο !

2. Ἐπί πλέον ὁ Οἰκουμ. Πατριάρχης Βαρθολομαῖος στήν ἀπό 3.7.1999 ἐπιστολή του πρός τήν Ἱερά Κοινότητα τοῦ Ἄγ. Ὅρους ἐπισημαίνει μεταξύ ἄλλων τά ἑξῆς: «Περί τῶν συμπροσευχῶν μετά τῶν ἑτεροδόξων ὑπενθυμίζομεν ὑμῖν ὅτι ἤδη ἀπό τοῦ ἔτους 1952 τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον… φρονεῖ ὅτι “ἡ συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων εἰς τήν παγχριστιανικήν κίνησιν δέον ἵνα γίγνηται ὑπό τούς ἀκολούθους ὅρους: α)…β)… γ) Δέον ἵνα οἱ Ὀρθόδοξοι κληρικοί ἀντιπρόσωποι ὦσιν ὅσῳ τό δυνατόν ἐφεκτικοί (=διστακτικοί) ἐν ταῖς λατρευτικαῖς μετά τῶν ἑτεροδόξων συνάξεσιν, ὡς ἀντικειμέναις πρός τούς Ἱερούς Κανόνας καί ἀμβλυνούσαις τήν ὁμολογιακήν εὐθιξίαν τῶν Ὀρθοδόξων, ἐπιδιώκοντες ἵνα τελῶσιν, εἰ δυνατόν, καθαρῶς ὀρθοδόξους ἀκολουθίας καί τελετάς, πρός ἐμφάνισιν οὕτω τῆς αἴγλης καί τοῦ μεγαλείου τῆς ὀρθοδόξου λατρείας πρό τῶν ὀμμάτων τῶν ἑτεροδόξων”. Συνεπῶς, εἶναι ἄδικον νά ἀποδίδονται εὐθῦναι εἰς τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον διά, τυχόν, παραβιάσεις τῆς συστάσεως αὐτοῦ αὐτῆς ὑπό διαφόρων κληρικῶν καί δή κατά τό πλεῖστον ἀνηκόντων εἰς ἄλλας Ἐκκλησίας. Σημειωτέον ὅτι, ὡς γνωστόν κατά τήν Διορθόδοξον Συνάντησιν τῆς Θεσ/νίκης (29/4-2/5/1998) ἀπεφασίσθη, κατόπιν πρωτοβουλίας τῆς ἀντιπροσωπείας τοῦ Πατριαρχείου, … ὅπως οἱ Ὀρθόδοξοι Σύνεδροι, οἱ μέλλοντες νά συμμετάσχουν εἰς τήν ἐν Χαράρε  Η΄ Γενικήν Συνέλευσιν τοῦ Π.Σ.Ε., μή συμμετάσχουν εἰς οἰκουμενικάς λατρευτικάς συνάξεις, κοινάς προσευχάς, λατρείας καί ἄλλας θρησκευτικάς τελετάς διαρκούσης τῆς Συνελεύσεως, τοῦτο δέ ἀποτελεῖ ἐκδήλωσιν τῆς ἰσχύος τῆς σταθερᾶς γραμμῆς της ὡς ἄνω Ἐγκυκλίου τοῦ 1952, ἡ ὁποία οὐδέποτε ἀνεκλήθη, ἔστω καί ἄν, ἄνευ συναινέσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, παρεβιάσθη ἐνίοτε, ἤ ἠρμηνεύθη ἄλλοτε συσταλτικῶς ὡς ἀφορώσα μόνον εἰς τήν μή συμμετοχήν εἰς τήν ἐν στενῇ ἐννοίᾳ λατρείαν (Θείαν Λειτουργίαν). Ὅσον ἀφορᾶ εἰς τήν συμπροσευχήν μετά τῶν ἑτεροθρήσκων, τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον θεωρεῖ αὐτονόητον τήν κανονικήν ἀπαγόρευσιν αὐτῆς καί τήν ἀποχήν ἀπ’  αὐτῆς, χωρίς τοῦτο νά σημαίνῃ ὅτι ἡ ἀπαγόρευσις τῆς συμπροσευχῆς συμπαρασύρει εἰς ἀπαγόρευσιν καί τόν διαθρησκειακόν διάλογον»[11].

Ὁ Οἰκουμενικός  Πατριάρχης συνομολογεῖ σαφέστατα  ὅτι :

Α. Ἡ Πατριαρχική Ἐγκύκλιος τοῦ 1952 ἀπαγορεύει τή συμμετοχή ὄχι μόνο στή Θ. Λειτουργία ἀλλά καί σέ κάθε μορφῆς προσευχή, πού διεξάγεται στά πλαίσια τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως σέ «οἰκουμενικάς λατρευτικάς συνάξεις, κοινάς προσευχάς, λατρείας καί ἄλλας θρησκευτικάς τελετάς».

Β. Ἡ ἀπόφαση τῆς Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς (Θεσσαλονίκη, 1998) γιά ἀπαγόρευση συμμετοχῆς σέ ὁποιασδήποτε μορφῆς συμπροσευχές («οἰκουμενικάς λατρευτικάς συνάξεις, κοινάς προσευχάς, λατρείας καί ἄλλας θρησκευτικάς τελετάς») ἀποτελεῖ ἐφαρμογή τῆς ἀπαγορεύσεως τῆς  ἐγκυκλίου τοῦ Ἀθηναγόρα τοῦ 1952, ἤ ὅπως ἐπί λέξει ἀναφέρει ὁ Πατριάρχης, ἀποτελεῖ «ἐκδήλωσιν τῆς ἰσχύος τῆς σταθερᾶς γραμμῆς τῆς ὡς ἄνω Ἐγκυκλίου τοῦ 1952»,

Γ. Ὅλες αὐτές οἱ συμπροσευχές στά πλαίσια τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως - καί ὄχι μόνο ἡ Θ. Λειτουργία - ἀπαγορεύονται «ὡς ἀντικείμεναι πρός τούς ἱερούς κανόνας καί ἀμβλύνουσαι τήν ὁμολογιακήν εὐθυξίαν τῶν Ὀρθοδόξων».

Δ. Ἡ Πατριαρχική Ἐγκύκλιος τοῦ 1952  ἰσχύει καί σήμερα, γιατί οὐδέποτε ἀνακλήθηκε ἀπό τό Πατριαρχεῖο ἔστω καί ἄν κάποιοι «ἄνευ συναινέσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου» τήν παραβιάζουν μερικές φορές ἤ τήν ἑρμηνεύουν συσταλτικά ὡς ἀφορώσα μόνο στή Θ. Λειτουργία!!!

Ε. Οἱ συμπροσευχές πού διεξάγονται εἶναι παραβιάσεις τῆς Πατριαρχικῆς ἐγκυκλίου γιά τίς ὁποῖες δέν εὐθύνεται τό Πατριαρχεῖο, διότι γίνονται ἀπό κληρικούς κατά τό πλεῖστον ἄλλων Ἐκκλησιῶν.

Στ. Στήν κανονική ἀπαγόρευση συμπροσευχῆς ἐντάσσεται καί ἡ συμπροσευχή μέ ἑτεροθρήσκους, συνεπῶς οἱ Κανόνες δέν ἀναφέρονται μόνο σέ συμμετοχή σέ Θ. Λειτουργία.

Ζ. Ἡ ἀπαγόρευσις τῆς συμπροσευχῆς δέ σημαίνει ὅτι συμπαρασύρει σέ ἀπαγόρευση καί τό διαθρησκειακό διάλογο.

Ἐκτός τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καί ἄλλοι σύγχρονοι θεολόγοι πού ἔχουν συμμετάσχει στό Θεολογικό Διάλογο καί ὁρισμένοι ἐξ’ αὐτῶν μέ σημαντική συμβολή στήν Οἰκουμενική Κίνηση πού ἔχουν ἀσχοληθεῖ μέ τό θέμα τῆς κοινῆς προσευχῆς στά πλαίσια τῆς (Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας Στυλιανός, πρώην Θυατείρων Μεθόδιος, π. Θεόδ. Ζήσης, Ἰ. Καρμίρης,  Κ. Σκουτέρης, Θ. Γιάγκου) δέν συμμερίζονται τήν καινοφανή ἑρμηνεία Φειδᾶ ὅτι ἡ συμπροσευχή τῶν Ἱ. Κανόνων ἀφορᾶ μόνο στή Θ. Λειτουργία.

η) Τέλος, σέ σύντομη ἐργασία μας μέ τίτλο «οὐ δεῖ αἱρετικοῖς ἤ σχισματικοῖς συνεύχεσθαι» (Πάτρα, 2008),  παρατίθενται δεκάδες ἀπόψεις κληρικῶν (ἀνάμεσά τους τῶν τελευταίων Ἀρχιεπισκόπων Ἀθηνῶν), καθηγητῶν Θεολογικῶν Σχολῶν, τοῦ Ἁγ. Ὅρους, συγχρόνων Πατερικῶν μορφῶν, Τοπικῶν Συνόδων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς, οἱ ὁποῖοι δέχονται ἀπερίφραστα ὅτι στήν κανονική ἀπαγόρευση συμπροσευχῆς περιλαμβάνεται ὄχι μόνο ἡ συλλειτουργία ἤ ἡ συμμετοχή στή Θ. Λειτουργία, ἀλλά καί ἡ ἁπλή συμπροσευχή μέ αἱρετικούς.

Συμπερασματικά: Εἶναι συνεπῶς  ἀπολύτως ἐσφαλμένη ἡ ἄποψη τοῦ καθηγητοῦ Φειδᾶ ὅτι οἱ Ἱ. Κανόνες πού ἀπαγορεύουν τή συμπροσευχή μέ αἱρετικούς σχετίζονται ἀποκλειστικά μέ τή Θ. Λειτουργία καί «συνδέουν πάντοτε τό “συνεύχεσθαι” πρός πράξεις συλλειτουργίας ἤ συνιερουργίας ὀρθοδόξων κληρικῶν μετά αἱρετικῶν» (Φειδᾶς, σ. 19) καί  «συνεπῶς, ἡ ἀληθής ἔννοια τῶν ἀνωτέρω κανόνων (πού ἀπαγορεύουν τή συμπροσευχή μέ αἱρετικούς) ἀναφέρεται εἰς μόνην τήν … ἀπαγόρευσιν τῆς συλλειτουργίας ὀρθοδόξων κληρικῶν μετά τῶν ἑτεροδόξων καί ὄχι βεβαίως εἰς τήν συμμετοχήν αὐτῶν εἰς πᾶσαν ἄλλην προσευχήν» (Φειδᾶς, σ. 20).

Κατά τήν πατερική γραμματεία, τίς κανονικές διατάξεις, τούς ἔγκριτους ἑρμηνευτές, τήν ἐκκλησιαστική γραμματεία καί τή σύγχρονη θεολογική σκέψη, ἀκόμα καί κατ’ αὐτόν τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, ἡ κανονική ἀπαγόρευση συμπροσευχῆς δέν ἀφορᾶ μόνο στή Θ. Λειτουργία, ἀλλά σέ ὁποιαδήποτε ἐκκλησιαστική προσευχή, τελετή καί ἀκολουθία, ὁπουδήποτε καί ἄν διεξάγονται ἀκόμα καί στά πλαίσια τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως («οἰκουμενικάς λατρευτικάς συνάξεις, κοινάς προσευχάς, λατρείας καί ἄλλας θρησκευτικάς τελετάς» κατά τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη).

 

Β.  Οἱ  Ἱ. Κανόνες ὡς δημιούργημα τοῦ δ΄ αἰῶνος!

Τό δεύτερο σημεῖο τῆς συλλογιστικῆς τοῦ καθηγητοῦ ἀφορᾶ στό χρόνο συντάξεως τῶν Ἱερῶν Κανόνων πού ἀπαγορεύουν τή συμπροσευχή μέ αἱρετικούς καί κατ’ ἐπέκταση καί στήν ἐφαρμογή τους. Κατά τόν καθηγητή γιά νά κατανοηθεῖ σωστά ἡ ἀληθής ἔννοια τοῦ Κανόνος πρέπει νά γίνει «συνεπής ναφορά το πνεύματος ατο ες τά συγκεκριμένα κκλησιαστικά προβλήματα τς συγκεκριμένης ποχς» καί εἰδικότερα «ες τάς πικινδύνους διά τήν νότητα τς κκλησίας καταστάσεις το Δ΄ αἰῶνος» (Φειδᾶς, σ. 15). Μάλιστα ἀναφερόμενος στούς ΜΕ΄ Ἀποστολικό  καί τούς Στ΄, Θ΄, ΛΑ΄, ΛΒ΄, ΛΓ΄ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου (δ΄αἰ.) σημειώνει ὅτι « κκλησία σχετικοποίησε πάντοτε τά ρια τς κανονικς κριβείας τν νωτέρω κανόνων ες τήν κκλησιαστικήν πράξιν καί δέν νενέωσε τό κύρος ατν διά τινός μεταγενεστέρου κανόνος» (Φειδᾶς, σ. 20), ὑπονοώντας ὅτι ἡ ἀπαγόρευση αὐτή δέν ἔχει ἐφαρμογή πλέον, ἀφοῦ ἐξέλειπαν οἱ ἐπικίνδυνες καταστάσεις γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας πού ὑπῆρξαν τόν δ΄ αἰ. ὅταν συνετάγησαν οἱ σχετικοί κανόνες.

Ὁ καθηγητής ἀναλύει διά μακρῶν τήν ἐκκλησιαστική κατάσταση τοῦ δ΄ αἰ. καί σέ αὐτή ἀποκλειστικά ἀποδίδει τήν αὐστηρότητα μέ τήν ὁποία οἱ Ἀποστολικοί καί λοιποί Κανόνες ἀντιμετωπίζουν τήν ἐν τῇ λατρείᾳ ἐπικοινωνία Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν (Φειδᾶς, σ. 15-16, 26-27, 30-31). Εἶναι ὅμως ἔτσι τά πράγματα; Ἀσφαλῶς ὄχι, διότι δέν πρέπει νά μᾶς διαφεύγει ὅτι ἡ αὐστηρή ἀπαγόρευση ἐπικοινωνίας μέ αἱρετικούς ἀνάγεται στά πρῶτα ἀποστολικά χρόνια. Οἱ ἀναφορές στά κείμενα τῆς Κ.Δ. εἶναι σαφεῖς καί πιό ἀπόλυτες ἀπό ὅτι τῶν Ἱ. Κανόνων (Τίτ. 3, 10, 2 Ἰω. 10-11, Ματθ. 7, 15.  Πράξ. 20, 29.  Β΄ Κορ. 11, 13.  2 Πέτρ. 2, 1.  1 Ἰωάν. 4,1.  2 Ἰω. 7). Τό ἴδιο καί στούς Ἀποστολικούς Πατέρες καί στή συνέχεια μέ ὅλους τούς Πατέρες. Ποιά ὅμως ἡ διαφορά μέ τόν  δ΄ αἰ ;  Οἱ Κανόνες ὁρισμένων ἀπό τίς Τοπικές Συνόδους καί τά κείμενα Πατέρων τοῦ δ΄ αἰ. μέ τήν ἐπικύρωση ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους ἀπέκτησαν αὐξημένο κύρος καί κυρίως ἐντάχθηκαν πλέον στό Κανονικό Δίκαιό της Ἐκκλησίας μας, γεγονός πού δέ συνέβη μέ παλαιότερες Συνόδους (ἐκτός τῆς ἐν Καρχηδόνι τοῦ 252 μΧ) ἤ ἄλλους παλαιότερους Πατέρες (ἐκτός Ἁγ. Διονυσίου καί Ἁγ. Γρηγορίου). Ἔτσι, τά παλαιότερα κείμενα, ἐπειδή δέν ἔχουν ἐνταχθεῖ στό κανονικό δίκαιο δέν εἶναι ἀντικείμενο μελέτης του . αὐτό ὅμως δε σημαίνει ὅτι δέν ὑπάρχουν καί ὅτι τό πρῶτον ἐμφανίζεται μόλις τόν δ΄ αἰ. ἡ Ἐκκλησία νά λέει ὄχι στήν ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς! Συνεπῶς, ἀπό τά πρῶτα χρόνια καί ὄχι ἀπό τόν δ΄ αἰ. ἡ Ἐκκλησία θέτει τίς αὐστηρές ἀπαγορεύσεις γιά τούς αἱρετικούς καί ἀμέσως μόλις ἀρχίζει νά διαμορφώνεται τό κανονικό της δίκαιο τίς ἐντάσσει σέ αὐτό καί ἀποκτοῦν ἔτσι καί κανονικό - οἰκουμενικό κύρος.

Ἀλλά καί στούς μετέπειτα αἰῶνες, ὅταν ἐξέλειπαν «αἵ ἐπικίνδυναι διά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καταστάσεις τοῦ Δ΄ αἰῶνος» (Φειδᾶς, σ. 15) ἡ Ἐκκλησία ὄχι μόνο δέν κατήργησε τούς Ἱ. Κανόνες αὐτούς ὡς περιττούς πλέον, ἀλλά τούς διατήρησε καί τούς προσέδωσε καί οἰκουμενικό κύρος. Τί ἄλλο σημαίνει ἡ ἐπικύρωσή τους χωρίς καμία τροποποίηση ἀπό τρεῖς Οἰκουμενικές Συνόδους; Οἱ Κανόνες πού ἀπαγορεύουν τή συμπροσευχή μέ αἱρετικούς, ἔχουν ἐπικυρωθεῖ αὐτούσιοι χωρίς καμία τροποποίηση, ἀπό τόν Α΄ Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (ἐκτός τῶν Ἀποστολικῶν), τόν Β΄ τῆς Στ΄ Οἰκουμενικῆς, τόν Α΄ τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς καθώς καί ἀπό τήν μακραίωνη ἐκκλησιαστική παράδοση μέχρι σήμερα. Εἶναι ἀπορίας ἄξιο πῶς καί αὐτό τό σημεῖο διέλαθε (;) τῆς προσοχῆς τοῦ καθηγητοῦ καί ὄχι μόνο δέν μνημονεύει πουθενά τήν ἐπικύρωση τῶν Κανόνων αὐτῶν ἀπό τίς τρεῖς Οἰκουμενικές Συνόδους, ἀλλά καί ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία «δέν ἀνενέωσε τό κύρος αὐτῶν διά τινός μεταγενεστέρου κανόνος» (Φειδᾶς, σ. 20)!

Ἡ Ἐκκλησία στά πλαίσια τῆς ποιμαντικῆς της μέριμνας καί εὐθύνης ἀσφαλῶς ἔχει τό δικαίωμα καί τήν ὑποχρέωση τῆς κατ’ οἰκονομίας ἀντιμετωπίσεως ὁρισμένων περιπτώσεων[12]. Μελετώντας τά σχετικά κείμενα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ἐγκρίτων κανονολόγων εὔκολα διαβλέπουμε ὅτι εἶναι ἰδιαίτερα πρόθυμοι νά ἐφαρμόσουν πολλαπλῶς τήν οἰκονομία ὅταν κάποιος αἱρετικός ἀρνηθεῖ τήν πλάνη καί θελήσει νά ἐπιστρέψει στήν Ἐκκλησία, ἐνῶ ἀντίθετα εἶναι ἐξαιρετικά φειδωλοί, ἕως καί ἐντελῶς ἀρνητικοί, στή χρήση τῆς οἰκονομίας γιά τή συμπροσευχή μέ αἱρετικούς. Μάλιστα εἶναι πολύ πιό αὐστηροί καί κατηγορηματικοί στήν ἀπαγόρευση τῆς μεταβάσεως τῶν Ὀρθοδόξων σέ Ναό αἱρετικῶν γιά συμπροσευχή μαζί τους, ἐνῶ ὁρισμένοι εἶναι κάπως ἀνεκτικοί καί κατ’ οἰκονομία δέχονται τούς αἱρετικούς νά παρίστανται στήν Ὀρθόδοξη λατρεία, ὅταν ἔρχονται μέ σεβασμό καί διάθεση νά τή γνωρίσουν. Πάντως, ποτέ καί σέ καμία περίπτωση δέν εἶναι ἀποδεκτή ἡ ἐνεργής συμμετοχή τῶν αἱρετικῶν – καί μάλιστα τῶν ἡγετῶν – στή λατρευτική πράξη. Θά πρέπει νά γίνει σαφές ὅτι οἱ τυχόν ἐξαιρέσεις στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι δυνατόν νά χρησιμοποιοῦνται ὡς ἄλλοθι γιά τήν ἀμνήστευση σημερινῶν πρακτικῶν πού δέν ἔχουν καμία σχέση μέ τήν διαχρονική ἐκκλησιαστική συμπεριφορά καί πρακτική.

Ὁ κ. Φειδᾶς ἀφιερώνει μεγάλο τμῆμα τῆς μελέτης του (σ. 21-26) σέ «ἱ. κανόνες τῆς ἐν Καρθαγένη Συνόδου (419) περί τοῦ διαλόγου μετά τῶν Δονατιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἐκφράζουν καί τό διαχρονικό πνεῦμα τῆς ὀρθοδόξου κανονικῆς παραδόσεως διά πάντα θεολογικόν διάλογον μετά τῶν ἑτεροδόξων» (Φειδᾶς, σ. 22).  Καί ὅμως . ἡ προσεκτική μελέτη τῶν Κανόνων αὐτῶν δέν ὁδηγεῖ σέ δικαίωση τῶν ἀπόψεων τοῦ καθηγητοῦ!  Ἀντιθέτως μᾶλλον! Καί ἐξηγοῦμε:

Τό ἄρθρο τοῦ καθηγητοῦ Φειδᾶ ἀφορᾶ στό «ζήτημα τῆς συμπροσευχῆς μετά τῶν ἑτεροδόξων κατά τούς Ἱερούς Κανόνες». Τό εὐρύτερο θέμα τῶν θεολογικῶν διαλόγων καί τῶν διαχριστιανικῶν σχέσεων, ὅσο καί ἄν σχετίζεται μέ τό θέμα τῆς συμπροσευχῆς ἀπαιτεῖ ἴδια μελέτη. Δέν εἶναι δυνατόν νά ἐξετάζεται παρενθετικά καί ἀπό σπόντα !

Στό ἄρθρο ἀναφέρονται πέντε Κανόνες τῆς ἐν Καρθαγένη Συνόδου (ἀπό τούς συνολικά 18 πού ἀφοροῦν τούς Δονατιστές). Πραγματικά ἡ Ἐκκλησία πονᾶ καί ἐνδιαφέρεται πάρα πολύ γιά τήν μετάνοια καί προτάσσει τήν ἐκκλησιαστική οἰκονομία γιά τήν ἐπιστροφή τους - ποιός ἀμφιβάλλει γι’ αὐτό, ἤ ποιός διαφωνεῖ ; Στούς Κανόνες αὐτούς περιγράφεται διά πολλῶν ἡ διαδικασία πού ὀφείλουν νά ἀκολουθήσουν οἱ ὀρθόδοξοι ποιμένες στό διάλογο μαζί τους. Τό κρίσιμο ὅμως ἐν προκειμένω εἶναι ὅτι πουθενά στούς Κανόνες δέν ὑπονοεῖται οὔτε στό ἐλάχιστο κοινή λατρευτική σύναξη, κοινή προσευχή ἤ ἄλλη κοινή θρησκευτική τελετή μέ τούς ἐν διαλόγῳ εὐρισκομένους, οὔτε ἀσφαλῶς προτρέπονται εἰς Ὀρθόδοξοι ποιμένες καί πιστοί σέ σύνταξη «διομολογιακῆς προσευχῆς», ἤ εἰς «συμμετοχήν εἰς κοινήν προσευχήν ὑπέρ τῆς ἑνότητος ἤ εἰς λατρευτικάς ἐκδηλώσεις τῶν διεξαγουσῶν ἐπίσημον θεολογικόν διάλογον Ἐκκλησιῶν διά τήν ὑποστήριξιν ἤ καί διά τήν ἐνίσχυσιν τῶν προοπτικῶν αὐτοῦ» (Φειδᾶς, σ. 27).

Συνεπῶς,  ἀκολουθώντας τόν κ. Φειδᾶ πού συσχετίζει τούς ἀνωτέρω Ἱ. Κανόνες μέ τό  θέμα τῆς συμπροσευχῆς, ἄν δεχθοῦμε ὅτι «ἱ. κανόνες τῆς ἐν Καρθαγένη Συνόδου (419) περί τοῦ διαλόγου μετά τῶν Δονατιστῶν, … ἐκφράζουν καί τό διαχρονικό πνεῦμα τῆς ὀρθοδόξου κανονικῆς παραδόσεως διά πάντα θεολογικόν διάλογον μετά τῶν ἑτεροδόξων» (Φειδᾶς, σ. 22) διερωτῶμαι ἀπό ποῦ συνάγεται ὅτι οἱ Ἱεροί Κανόνες «ὄχι μόνο ἀνέχονται, ἀλλά καί ἐνθαρύνουν τήν κοινήν προσευχήν πρός ἐνίσχυσιν τῆς ἐκπεφρασμένης διαθέσεως ἐποικοδομητικοῦ θεολογικοῦ διαλόγου διά τήν ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος» (Φειδᾶς, σ. 28), ἤ πόθεν συνάγεται ὅτι «ἐν τῇ διαχρονικῇ ἐκκλησιαστικῇ πράξει … πᾶσα πρωτοβουλία  διαλόγου πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, … ἐμπεριεῖχε πάντοτε ὡς αὐτονόητον τήν κοινή προσευχήν τῶν ἐκπροσώπων τῶν διαλεγομένων Ἐκκλησιῶν» ;

Ἐρωτᾶται ὁ πλέον ἁρμόδιος περί τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία κ. Φειδᾶς: Οἱ διάλογοι πού ἔχει διεξάγει ἡ Ἐκκλησία στή δισχιλιετή ζωή της εἶναι πάμπολλοι – ἄλλοι εἶχαν αἴσια ἔκβαση καί ἄλλοι ἀπέτυχαν . ὑπάρχει ἱστορικό προηγούμενο τό ὁποῖο νά δικαιολογεῖ τά ὅσα γίνονται σήμερα στήν οἰκουμενική κίνηση ἀναφορικά μέ τίς συμπροσευχές; π.χ. ἑβδομάδα προσευχῆς γιά τήν ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν; πότε ἄλλοτε Ὀρθόδοξοι καί αἱρετικοί συνεργάστηκαν γιά τή σύνταξη «διομολογιακῆς προσευχῆς», ὅπως ἔγινε στό ΠΣΕ; πότε ἄλλοτε μέσα στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία ὁ ἡγέτης τῆς αἱρέσεως λαμβάνει ἐνεργό μέρος στήν ἐπισημότερη, ἄς μου ἐπιτραπεῖ, Ὀρθόδοξη Θ. Λειτουργία καί θυμιᾶται ὡς χοροστατῶν κανονικός Ἐπίσκοπος, ἐκφωνεῖ τήν Κυριακή προσευχή ἐξ ὀνόματος τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος, δέχεται καί ἀνταποδίδει τό λειτουργικό ἀσπασμό, πράξεις πού μόνο σέ συλλειτουργοῦντες ἀρχιερεῖς καί ἱερεῖς ἐπιτρέπονται; καί στό τέλος ἀπό τό ἐπίσημο βῆμα τοῦ Πατριαρχικοῦ Ναοῦ διακηρύττει καί τό παπικό πρωτεῖο; Πότε ὑμνήθηκε σέ ἐπίσημη ἀκολουθία ἐν Ἱ. Ναῷ ὁ ἡγέτης τῆς αἱρέσεως ἤ καί τοῦ σχίσματος ὡς κανονικός Ἐπίσκοπος καί μάλιστα «σεπτός Ποιμένας καί Πρόεδρος» καί ἡ αἵρεση ἤ τό σχίσμα στό ὁποῖο προΐσταται  ὡς «Ἐκκλησία ἡ σεπτή»[13]; Ὑπάρχει τέτοιο προηγούμενο;  Δέν ἀποτελεῖ πρόκληση;

Σέ τελική ἀνάλυση, ἀφοῦ «ἐν τῇ διαχρονικῇ ἐκκλησιαστικῇ πράξει … πᾶσα πρωτοβουλία διαλόγου πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, … ἐμπεριεῖχε πάντοτε ὡς αὐτονόητον τήν κοινή προσευχήν τῶν ἐκπροσώπων τῶν διαλεγομένων Ἐκκλησιῶν» γιατί στή μελέτη του ὁ κ. Φειδᾶς δέν μᾶς παρουσιάζει ἀπό ἕνα-δύο ἱστορικά πειστήρια τοῦ ἰσχυρισμοῦ του ἀπό κάθε ἐποχή τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ἱστορίας; Θά ἦταν σημαντικό νά μᾶς ἀναφέρει περιστατικά ἀπό τήν «κοινή προσευχή τῶν ἐκπροσώπων τῶν διαλεγομένων Ἐκκλησιῶν» στά πλαίσια τῶν διαλόγων γιά τήν ἐκκλησιαστική ἑνότητα στήν ἐποχή τῶν γνωστικῶν (β΄ καί γ΄ αἵ.), τῶν ἀρειανικῶν ἐρίδων (δ΄ αἰ.), τῶν χριστολογικῶν αἱρέσεων (ε΄, στ΄, ζ΄ αἰ.), τῆς εἰκονομαχίας, τῶν ἑνωτικῶν προσπαθειῶν μέ τή Δύση (ια–ιε αἰ.), τῶν διαλόγων μέ τοῦ Προτεστάντες (ιστ΄, ιζ΄ αἰ.); Παρακαλεῖται ἰδιαιτέρως ὁ κ. Φειδᾶς νά μᾶς γνωρίσει ἄν διασώζονται στήν ὑμνογραφία μας παρόμοιοι ὕμνοι μέ τούς προαναφερθέντες! Μήπως τελικά ἡ ἀπουσία παρομοίων μέ τά σημερινά περιστατικῶν στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἐπιβεβαιώνει τό ἀνακριβές του ἰσχυρισμοῦ τοῦ καθηγητοῦ; Παράλληλα, δέν πρέπει νά μᾶς ἐμβάλλει σέ σκέψη γιά τό ποῦ καί πῶς πορευόμαστε!

 

Γ.   Οἱ Ρωμαιοκαθολικοί καί οἱ Προτεστάντες δέν ἔχουν χαρακτηριστεῖ ὡς αἱρετικοί ; !

Κατά τόν κ. Φειδᾶ «οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, οἱ Παλαιοκαθολικοί, οἱ Ἀγγλικανοί, καί οἱ Προτεστάντες δέν ἔχουν καταδικασθεῖ ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δι’ ἐπισήμου ἐκκλησιαστικῆς πράξεως ὡς αἱρετικοί … διό καί εἶναι ἀβάσιμοι οἱ ὑπό τινῶν ἀποδιδόμενοι εἰς αὐτούς χαρακτηρισμοί ὡς αἱρετικῶν, ἀφοῦ μόνο ἡ Ἐκκλησία δύναται νά χαρακτηρίζῃ δι’  ἐπισήμου πράξεως … ὡς αἱρετικούς ἤ σχισματικούς» (Φειδά, σ. 31).

Εἶναι προφανές ὅτι καί ὁ ἴδιος ὁ καθηγητής δέν ἀποδέχεται πλήρως τήν προαναφερθείσα ἄποψη ὅτι οἱ Ρωμαιοκαθολικοί καί οἱ Προτεστάντες δέν ἔχουν καταδικασθεῖ ὡς αἱρετικοί, διότι ἐν ἐναντία περιπτώσει δέν χρειαζόταν ἡ λοιπή ἐπιχειρηματολογία τῆς μελέτης, διότι αὐτός καί μόνο ὁ λόγος ἦταν ὑπέρ ἐπαρκῆς ὥστε οἱ ἐν λόγῳ Κανόνες πού ἀπαγορεύουν τή συμπροσευχή μέ αἱρετικούς νά μήν ἰσχύουν στήν περίπτωση τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν καί Προτεσταντῶν! Ἐπισημαίνεται ὃτι καί σχισματικοί μόνο να ἦσαν οἱ Παπικοί καί πάλι ἡ συμπροσευχή μαζί τους ἀπαγορεύεται σύμφωνα μέ τούς Κανόνες!

Ὃμως τό κρίσιμο ἐρώτημα εἶναι: τί σημαίνει « κκλησία χαρακτηρίζει», ἤ πῶς ἀποφαίνεται ἡ Ἐκκλησία γιά τίς αἱρέσεις ;

Ἀσφαλῶς ὑπέρτατη Ἀρχή, ἀλλά ὄχι ἀποκλειστική, πού ἐκφράζει τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος. Ὅταν ὅμως δέν εἶναι δυνατόν νά συγκληθεῖ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἤ ὅταν ἡ Ἐκκλησία δέν κρίνει σκόπιμο νά τήν συγκαλέσει, ἡ Ἐκκλησία ἀποφαίνεται καί χαρακτηρίζει μία διδασκαλία ὡς αἱρετική καί τόν ἐκφραστή της ὡς αἱρετικό μέσῳ Τοπικῶν Συνόδων. Ἀκόμα καί ἡ ὁμόφωνη γνώμη τῶν Πατέρων (consesus patrum) ἐκφράζει τό ἀψευδές φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας. Ο ΙΕ΄ κανόνας τῆς ΑΒ΄ Συνόδου μέ ἀπόλυτη σαφήνεια ἀναφέρεται σέ «αἵρεσιν τινά παρά τῶν Ἁγίων Συνόδων, ἤ Πατέρων κατεγνωσμένην». Τά παραδείγματα ἀπό τή ζωή καί τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας πού ἐπιβεβαιώνουν τά ἀνωτέρω εἶναι πολλά:

   Οἱ γνωστικοί χαρακτηρίστηκαν ὡς αἱρετικοί χωρίς νά συγκληθεῖ Οἰκουμενική Σύνοδος.

   Οἱ μεγάλοι αἱρεσιάρχες Ἄρειος, Μακεδόνιος, Νεστόριος, οἱ εἰκονομάχοι χαρακτηρίστηκαν αἱρετικοί καί ἀποκόπηκαν ἀπό τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία, πρίν νά συνέλθει ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος πού τούς κατεδίκασε ὁριστικά.

   Οἱ ἐχθροί τοῦ ἡσυχασμοῦ καταδικάστηκαν ὡς αἱρετικοί ἀπό Τοπικές Συνόδους στήν Κωνσταντινούπολη.

   Ὁ ἐθνοφυλετισμός καταδικάστηκε ὡς αἵρεση τό 1872 σέ Τοπική Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Τί συμβαίνει λοιπόν μέ τόν Παπισμό;

Βέβαια ἡ Ἐκκλησία γιά λόγους πού Αὐτή ἔκρινε, δέν συνεκάλεσε Οἰκουμενική Σύνοδο γιά νά προβῇ σέ ρητή καταδίκη ὅπως ἔγινε μέ ἄλλους αἱρετικούς. Ὅμως γιά τή διαχρονική ἐκκλησιαστική συνείδηση ὁ Παπισμός εἶναι αἵρεση: πολλοί ἔγκριτοι Θεολόγοι καί κανονολόγοι καί κυρίως τό σύνολο τῶν Ἁγίων της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πού ἀσχολήθηκαν μέ τόν Παπισμό ὁμόφωνα ἀποφαίνονται ὅτι ἡ Ρωμαιοκαθολική «ἐκκλησία» εἶναι αἱρετική. Δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνας Ἅγιος της Ἐκκλησίας μας – ναί ! οὔτε ἕνας Ἅγιος – ὁ ὁποῖος νά ὑποστηρίζει ὅτι ὁ Παπισμός δέν εἶναι αἵρεση!

Ἐπί πλέον, ὑπάρχει πληθώρα Τοπικῶν Συνόδων – τῆς αὐτῆς τυπικῆς ἰσχύος μέ τίς Συνόδους γιά τίς ἡσυχαστικές ἔριδες καί τόν ἐθνοφυλετισμό – πού ἔχουν καταδικάσει τίς παπικές πλάνες ὡς αἱρέσεις. Ἀλλά καί στά λειτουργικά κείμενα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναφέρει τόν Παπισμό ὡς αἵρεση (Συνοδικό Ὀρθοδοξίας).

Τέλος, μία ἀπό τίς πλάνες τοῦ Παπισμοῦ, τό Filioque, ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τόν ὄρο τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τήν ἀπόφαση τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ἔχει καταδικαστεῖ ρητῶς ἀπό τή Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως (879) στήν ὁποία συμμετεῖχαν καί ἐκπρόσωποι τοῦ Πάπα καί ὅλων τῶν Πατριαρχῶν, οἱ δέ ἀποφάσεις της ἔχουν γίνει ὁμόφωνα ἀποδεκτές ἀπό τούς συμμετέχοντες καί ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας.

Στήν ἀξιόλογη ἔκδοση τῆς Ἱ. Μ. Ὅσ. Γρηγορίου, Οἱ ἀγῶνες τῶν μοναχῶν ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἅγ. Ὅρος 2003 σ. 205-341, παρατίθενται οἱ ἀπόψεις πολλῶν Ἁγίων καί Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας μας (ἄνω τῶν 40 προσώπων) πού κατήγγειλαν ὡς αἱρετικές τίς παπικές καινοτομίες. Μάλιστα ὁρισμένοι ἀπό αὐτούς ἔδωσαν καί τό αἷμα τους γιά τήν Ὀρθόδοξη Πίστη. Ἐπίσης ὁ θεολόγος Παν. Σημάτης ἀναφέρεται ἐκτός τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί σέ πολλές Τοπικές Συνόδους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας μετά τό Σχίσμα πού καταδικάζουν ὡς αἱρετικές τίς διδασκαλίες τοῦ Παπισμοῦ[14].

Ἐνδεικτική εἶναι ἡ Συνοδική ἀπόφαση τῶν Πατριαρχῶν Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, καί Ἱεροσολύμων (1848) : «ἀπό αὐτές τίς αἱρέσεις πού διαδόθηκαν σέ μεγάλο μέρος τῆς οἰκουμένης, γιά τούς λόγους πού γνωρίζει ὁ Κύριος, ἦταν κάποτε ὁ Ἀρειανισμός. Σήμερα εἶναι καί ὁ Παπισμός … (τό Filioque) εἶναι αἵρεση καί αὐτοί πού τήν πιστεύουν αἱρετικοί … γι’ αὐτό καί ἡ μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία ἀκολουθώντας τά ἴχνη τῶν ἁγίων Πατέρων, ἀνατολικῶν καί δυτικῶν, κήρυξε καί παλαιά ἐπί τῶν Πατέρων μας, καί ἀποφαίνεται πάλι σήμερα συνοδικῶς … ὅτι εἶναι αἵρεση καί οἱ ὀπαδοί του αἱρετικοί … Ἐπίσης, οἱ συνάξεις πού συγκροτοῦνται ἀπό αὐτούς εἶναι αἱρετικές καί κάθε κοινωνία πνευματική τῶν Ὀρθοδόξων τέκνων … μέ αὐτούς εἶναι ἀντικανονική, ὅπως ὁρίζει ὁ ζ΄ κανόνας τῆς Γ΄ Οἰκ. Συνόδου»[15]. Παρόμοια ἀναφέρει καί ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος (1895): «ὑπάρχουν οὐσιώδεις διαφορές πού ἀφοροῦν στά θεοπαράδοτα δόγματα τῆς πίστεώς μας καί στό θεοσύστατο κανονικό πολίτευμα τῆς διοικήσεως τῶν Ἐκκλησιῶν … Ἡ Παπική Ἐκκλησία …ὄχι μόνο ἀρνεῖται νά ἐπανέλθῃ στούς Κανόνες καί τούς ὅρους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀλλά στό τέλος τοῦ 19ου αἰ. εὐρύνοντας τό ὑφιστάμενο χάσμα, ἐπισήμως ἀνακήρυξε καί ἀλάθητο … Ἡ σημερινή Ρωμαϊκή εἶναι Ἐκκλησία τῶν καινοτομιῶν, τῆς νοθεύσεως τῶν συγγραμμάτων τῶν Πατέρων, τῆς παρερμηνείας τῆς Γραφῆς καί τῶν ὅρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Γι’ αὐτό εὐλόγως καί δικαίως ἀποκηρύχθηκε καί ἀποκηρύσσεται ἐφ’ ὅσον μένει στήν πλάνη της»[16].

Συνεπῶς, τό ἄν κάποιος – ὅποιος καί ἄν εἶναι αὐτός – δέν ἀποδέχεται τή σαφῆ καί πάγια διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, τήν ὁμόφωνη γνώμη τῶν Συνόδων Της καί τῶν Ἁγίων μας ὅτι ὁ Παπισμός εἶναι αἵρεση, εἶναι θέμα προσωπικῆς του ἐπιλογῆς καί εὐθύνης.

Ἄς διερωτηθοῦμε ὅμως, ὡς ἔχοντες τήν εὐθύνη τῶν ποιμένων καί διδασκάλων τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ὅταν ὅλοι οἱ Ἅγιοι καί πολλές Σύνοδοι ὁμόφωνα καί ρητῶς ἀποφαίνονται, πῶς μποροῦμε ἐμεῖς σήμερα ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ νά δογματίζουμε ἰσχυριζόμενοι ὅτι εἶναι «ἀβάσιμοι οἱ ὑπό τινῶν ἀποδιδόμενοι εἰς αὐτούς χαρακτηρισμοί ὡς αἱρετικῶν» ; Τότε μήπως καί ὁ ἐθνοφυλετισμός δέν εἶναι αἵρεση, ἤ οἱ ἀπόψεις τοῦ Βαρλαάμ καί Ἀκινδύνου δέν εἶναι αἱρετικές ; Γιατί δύο μέτρα καί δύο σταθμά ; Ἤ ἐμεῖς θά κρίνουμε κατά τό δοκοῦν ἡμῖν ὅτι κάποιες ἀπό τίς Τοπικές Συνόδους καί τίς ὁμοφώνως ἐκφρασθεῖσες γνῶμες τῶν Ἁγίων ἐκφράζουν τήν Ἐκκλησία καί κάποιες ὄχι; Ἐμεῖς ξέρουμε καλύτερα ἀπό ὅλους τούς Ἁγίους καί τίς Συνόδους ποῦ ἀπεφάνθησαν; δέν ἐγγίζει ἕνας τέτοιος ἰσχυρισμός τά ὅρια τῆς βλασφημίας;

Ἐπί πλέον δέ, τί θά συμβεῖ ἄν αὐτή τή συλλογιστική γιά τόν Παπισμό τήν ἐπεκτείνουμε καί σέ ἄλλες αἱρέσεις π.χ. στούς Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, τούς Μορμόνους, τούς Πεντηκοστιανούς, τούς τηλευαγγελιστές, οἱ ὁποῖοι ἐπειδή «δέν ἔχουν καταδικασθεῖ ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δι’ ἐπισήμου ἐκκλησιαστικῆς πράξεως ὡς αἱρετικοί … διό καί εἶναι ἀβάσιμοι οἱ ὑπό τινῶν ἀποδιδόμενοι εἰς αὐτούς χαρακτηρισμοί ὡς αἱρετικῶν, ἀφοῦ μόνο ἡ Ἐκκλησία δύναται νά χαρακτηρίζη δι’  ἐπισήμου πράξεως … ὡς αἱρετικούς ἤ σχισματικούς»;

Μελετώντας τά σχετικά κείμενα βλέπουμε τό ἑξῆς παράδοξο: στό παρελθόν ὁλόκληρη ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση, ὁμόφωνα σχεδόν, χαρακτήριζε τούς Ρωμαιοκαθολικούς ὡς αἱρετικούς (ἐλάχιστες οἱ ἐξαιρέσεις κυρίως στούς πρώτους αἰῶνες τοῦ σχίσματος καί αὐτές ὂχι ἀπό μεγάλους θεολόγους). Τίς τελευταίες ὃμως δεκαετίες, ἀντίθετα, βλέπουμε ὃλο καί περισσότερο θεολόγους πού ὑπηρετοῦν στήν Οἰκουμενική Κίνηση, ἀρνούμενοι ἐντελῶς τή μακραίωνη παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, νά ἰσχυρίζονται μέ χαρακτηριστική ἐπιμονή ὃτι οἱ Ρωμαιοκαθολικοί δέν εἶναι αἱρετικοί!  Ἡ ἒντονη αὐτή ἀντίθεση δημιουργεῖ εὒλογη ἀπορία: πῶς εἶναι δυνατόν Ὀρθόδοξοι θεολόγοι νά ἐκφράζονται ριζικά ἀντίθετα μέ τήν ἐκκλησιαστική τους παράδοση; Τί ἒχει συμβεῖ καί ἒχουμε τέτοια ὁμοφωνία στήν ἂρνηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως στούς οἰκουμενιστικούς κύκλους τῶν Ὀρθοδόξων θεολόγων σέ αὐτό τό κρίσιμο θέμα;

Ἡ εὒλογη ἀπορία ἲσως βρίσκει τήν ἀπάντησή της στήν εἰσήγηση τοῦ καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Μονάχου κ. Ἀθ. Βέλτση, ὁ ὁποῖος στήν ἐπιστημονική ἡμερίδα πού διοργάνωσε ἡ Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης μέ θέμα «Ὁ θεολογικός Διάλογος μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας (Θεσσαλονίκη 20.5.2009)», ἀναφέρθηκε σέ συναντήσεις πού προηγήθηκαν τοῦ ἐπισήμου Θεολογικοῦ Διαλόγου (1980), οἱ ὁποῖες «ὂχι μόνο προετοίμασαν τό Θεολογικό Διάλογο, ἀλλά θά μποροῦσαν νά θεωρηθοῦν ἐν πολλοῖς  παραδειγματικές γιά τή λύση τῶν ἐκκρεμῶν θεολογικῶν ζητημάτων. Οἱ λύσεις πού ἒχουν προταθεῖ - κατά τόν καθηγητή - θά μποροῦσαν ἀκόμη σήμερα νά ἀποτελέσουν τή διέξοδο, ἀληθή διέξοδο στήν πορεία τῶν Ἐκκλησιῶν  γιά τήν ἀναζήτηση τῆς ἑνότητας». Καί συνεχίζει ὁ καθηγητής Βέλτσης μέ τό ἑξῆς ἀποκαλυπτικό: «Τό 1976 σέ ἓνα ἀπό τά συμπόσια τοῦ Pro Οrientis στό  Πανεπιστήμιο τοῦ Graz ὁ καθηγητής τῆς Δογματικῆς Joseph Ratzinger διετύπωσε μία πρόταση γιά τή λύση τοῦ ἐπίμαχου θεσμοῦ τῆς δικαιοδοσίας τῆς Ρώμης καί τῆς ἒνωσης τῶν Ἐκκλησιῶν, τῆς Καθολικῆς καί τῆς Ὀρθόδοξης. Ἡ ἑνότητα θά μποροῦσε – εἶπε ὁ Ratzinger – “νά ἐπιτευχθεῖ πάνω στή βάση ὃτι ἡ Ἀνατολή θά παραιτεῖτο ἀπό τό νά πολεμᾶ τή δυτική ἐξέλιξη τῆς β΄χιλιετίας ὡς αἱρετική καί θά ἀναγνώριζε τήν Καθολική Ἐκκλησία  μέ ἐκείνη τή μορφή ὡς νόμιμη καί ὀρθή ἀπό ἂποψη πίστης, στήν ὁποία ἡ Καθολική Ἐκκλησία βρέθηκε μέσα ἀπό τήν ἐξέλιξη τῆς β΄χιλιετίας, ἐνῶ ἀντίστροφα ἡ Δύση θά ἀναγνώριζε τήν Ἀνατολή ὡς νόμιμη καί ὀρθή στήν πίστη σέ ἐκείνη τή μορφή τήν ὁποία αὐτή διατήρησε στήν ἱστορία της”»! Ὁ Ratzinger εἶναι σαφέστατος: «ἡ Ἀνατολή θά παραιτεῖτο ἀπό τό νά πολεμᾶ τή δυτική ἐξέλιξη τῆς β΄χιλιετίας ὡς αἱρετική»!

Μέ ἂλλα λόγια, σύμφωνα μέ τήν πρόταση τοῦ τότε καθηγητοῦ J. Ratzinger καί σημερινοῦ Πάπα Βενεδίκτου XVI, οἱ Ὀρθόδοξοι θεολόγοι πού διακονοῦν στό διάλογο δέν ὀφείλουν νά προσαρμόζουν τό θεολογικό τους λόγο καί τή συμπεριφορά στήν ἐκκλησιαστική παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά νά συμμορφώσουν τήν παράδοσή μας  στούς στόχους πού ἒχουν τεθεῖ σέ συνεννόηση μέ τόν Πάπα!  Ἂν θέλουν οἱ Ὀρθόδοξοι νά ὑπηρετοῦν τό Διάλογο θά πρέπει, κατά τόν Πάπα, νά μήν χαρακτηρίζουν ὡς αἱρετικά τά καινοφανῆ δόγματα τῆς Παπωσύνης καί νά ἑρμηνεύσουν τήν  ἐκκλησιαστική τους παράδοση κατά τέτοιο τρόπο  ὣστε νά μήν εἶναι σέ ἀντίθεση μέ τόν Παπισμό!  Κατόπιν αὐτῶν, εἶναι πολύ «κακός» – κατά τόν π. Παΐσιο – ὁ λογισμός, ὃταν λέει ὃτι ὁ Πάπας φαίνεται νά καθορίζει σέ ὁρισμένα θέματα τό θεολογικό λόγο κάποιων συγχρόνων ὀρθοδόξων θεολόγων; Ἢ τέλος πάντων, γιά νά τό ποῦμε πιό κομψά, ὃτι ὁ θεολογικός λόγος κάποιων –ἀσφαλῶς ὂχι ὃλων - Ὀρθοδόξων εἶναι ἀποτέλεσμα … συμφωνίας μέ τόν Πάπα ;

Γιά ὁρισμένους, δυστυχῶς, τό ζητούμενο σήμερα δέν εἶναι νά προσαρμόσουν τή δική τους συμπεριφορά στήν ἐκκλησιαστική μας παράδοση, ἀλλά νά «κόβουν καί ράβουν» τήν παράδοσή μας σύμφωνα μέ τούς στόχους πού αὐτοί ἒχουν θέσει… Καί ὃταν τά βρίσκουν δύσκολα μέ τήν πατερική διδασκαλία 10 αἰώνων μετά το Σχίσμα – ἡ ὁποία στό σύνολό της εἶναι ἐναντίον τῶν Παπικῶν δογμάτων – τήν ἀκυρώνουν μέ τό θεολογικότατο ἐπιχείρημα ὃτι εἶναι … πολεμική, ἐνῶ ἐμεῖς σήμερα εἲμαστε πλήρεις … ἀγάπης !

 

Δ.  Περιφρόνηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως ἤ Οἰκουμενική Κίνηση ;

Στήν προσπάθεια δικαιολογήσεως τῶν ἀντικανονικῶν συμπροσευχῶν ὁ καθηγητής ἰσχυρίζεται ὅτι αὐτές εἶναι «ναπόφευκτος συνέπεια τς πισήμου ποφάσεως τς ρθοδόξου κκλησίας νά συμμετέχη δι’ κπροσώπων  … ες τά θεσμικά ργανα καί τάς δραστηριότητας τς συγχρόνου Οκουμενικς κινήσεως διά τήν νότητα τν χριστιανν» (Φειδᾶς, σ. 11).

Τίθεται λοιπόν ἕνα (ψευτο-)δίλλημα: περιφρόνηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως ἤ Οἰκουμενική Κίνηση; Εἶναι ὅμως ἔτσι τά πράγματα; Ἀσφαλῶς ὄχι! Ἡ ἄποψη τοῦ καθηγητοῦ εἶναι αὐθαίρετη! Διότι ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ σημερινή πραγματικότητα βεβαιώνουν ὅτι μπορεῖ νά ὑπάρχει διαχριστιανικός διάλογος χωρίς συμπροσευχές μέ ἀπόλυτο σεβασμό στήν ἐκκλησιαστική μας παράδοση:

1.      Πάντοτε ἡ Ἐκκλησία στήν ἱστορία της συνδιαλεγόταν μέ σχισματικούς καί αἱρετικούς ἀκόμα καί μέ ἑτεροθρήσκους, μέ πολλούς ἀπό τούς ὁποίους ἐκπληρώθηκε ἡ προσδοκία γιά ἕνωση. Καί ὅμως πάντοτε ἐπιβαλλόταν ἡ θερμή καί ἔντονη προσευχή, ἀλλά ἀπαγορευόταν αὐστηρά καί ἡ ἁπλή συμπροσευχή!

2.      Τό ὅτι εἶναι ἐφικτό ἀλλά καί ἐπιβάλλεται νά συνδυάζονται διαχριστιανικές σχέσεις καί σεβασμός στήν ἐκκλησιαστική παράδοση ἄς ἀκούσουμε τόν ἔμπειρο στούς Θεολογικούς διαλόγους πρωτοπρεσβύτερο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου π. Θεόδωρο Ζήση, ὁ ὁποῖος προτείνει τήν μόνη ἀποδεκτή ἀπό τήν ἐκκλησιαστική τάξη συμπεριφορά : «Ὑπάρχει καί ἄλλος τρόπος διαλόγου καί προσεγγίσεως τῶν ἑτεροδόξων, χωρίς συμφυρμούς, συμπροσευχές καί συλλείτουργα. Ἡ κατ’ οἰκονομίαν ἁπλή σωματική παρουσία, χωρίς  καμία προσευχητική ἤ λειτουργική συμμετοχή … Ἀκόμη καί κατά τή ἔναρξη τῶν θεολογικῶν συζητήσεων σέ κοινή συνδιάσκεψη (στή Φερράρα), προσευχήθηκαν ξεχωριστά οἱ Λατίνοι καί ξεχωριστά οἱ Ὀρθόδοξοι, τακτική πού τηρεῖται μέχρι σήμερα σέ μερικούς ἀπό τούς θεολογικούς διαλόγους»[17].

3.      Σχετική είναι και η Ἀνακοίνωση της 9/22-4-1980 της Ἱερᾶς Ἐκτάκτου Διπλῆς Συνάξεως τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω «Περὶ τοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν», ὅπου μεταξύ άλλων παρακαλούσε το Ἅγ. Όρος ὅπως εἰς τὸ ἑξῆς «ὁ θεολογικὸς διάλογος οὐδόλως συνοδεύηται ἀπὸ συμ­προσευχάς, συμμετοχὰς εἰς τὰς λειτουργικὰς καὶ λατρευτικὰς συνάξεις ἑκα­τέρων καὶ λοιπὰς ἐνεργείας, αἱ ὁποῖαι ἐνδέχεται νὰ δώσουν τὴν ἐντύπωσιν ὅτι ἡ ἡμετέρα Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέχεται τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς ὡς πλήρη Ἐκκλη­σίαν καὶ τὸν Πάπαν ὡς κανονικὸν Ἐπίσκοπον Ρώμης. Τοιαῦται ἐνέργειαι παραπλα­νοῦν καὶ τὸ Ὀρθόδοξον πλήρωμα καὶ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, δίδοντες εἰς αὐτοὺς τὴν ἐσφαλμένην ἐντύπωσιν περὶ τοῦ τί φρονεῖ περὶ αὐτῶν ἡ Ὀρθοδοξία...»[18].

4.      Ἄς μή ξεχνοῦμε, ἐπίσης, ὅτι μέχρι πολύ πρόσφατα διεξαγόταν θεολογικός διάλογος μέ τίς προχαλκηδόνιες Ἐκκλησίες. Καί ὅμως ποτέ δέν τέθηκε θέμα συμπροσευχῆς μαζί τους, διότι οἱ ἐκκλησίες αὐτές σέβονται τήν ἐκκλησιαστική τάξη ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ σημείου! Ἡ συμμόρφωση τῶν συμμετεχόντων στό θεολογικό αὐτό διάλογο μέ τήν κανονική παράδοση σέ τίποτα δέν παρεμπόδισε τόν διάλογο αὐτό νά προχωρήσει. Γιά ποιό λόγο λοιπόν νά μήν ἐφαρμοσθεῖ καί αὐτή ἡ πρακτική στίς ἐπαφές μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς ἤ τούς Προτεστάντες;

5.      Στό ἴδιο πνεῦμα τῆς προτάσεως τοῦ π. Θεοδ. Ζήση εἶναι καί ἡ προαναφερθεῖσα ἀπό 31 Ἰανουαρίου 1952 Ἐγκύκλιος τῆς ὑπό τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα Πατριαρχικῆς Συνόδου πρός τούς Προκαθημένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὅπου ἀποτρέπει τούς ἐκπροσώπους τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν πού συμμετέχουν σέ θεολογικούς διαλόγους ἀπό τίς συμπροσευχές.

6. «τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον θεωρεῖ αὐτονόητον τήν κανονικήν ἀπαγόρευσιν (τῆς συμπροσευχῆς μέ ἑτεροθρήσκους) καί τήν ἀποχήν ἀπ’ αὐτῆς, χωρίς τοῦτο νά σημαίνῃ ὅτι ἡ ἀπαγόρευσις τῆς συμπροσευχῆς συμπαρασύρει εἰς ἀπαγόρευσιν καί τόν διαθρησκειακόν διάλογον» τονίζει καί ὁ σημερινός Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος. Κατά τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη μπορεῖ νά ὑπάρχει διάλογος καί συνεργασία χωρίς συμπροσευχή!

7.      Ἀντίθετα, ἡ λογική του κ. Φειδᾶ περί ἀρρήκτου συνδέσεως τοῦ διαχριστιανικοῦ διαλόγου μέ τίς συμπροσευχές εἶναι εἰς βάρος τῆς ἴδιας τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως. Διότι μία προσπάθεια ἡ ὁποία ὁδηγεῖ σέ περιφρόνηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀποδεκτή ἀπό κανένα Ὀρθόδοξο!  Ἕνας διάλογος ὁ ὁποῖος θεμελιώνεται στήν παράβαση τῶν Ἱ. Κανόνων δέν μπορεῖ νά ἔχει τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, παρά τήν ὅποια καλή διάθεση τῶν ἐμπλεκομένων! Τελικά σέ τί εἴδους Ὀρθόδοξη μαρτυρία προβαίνουν οἱ συμμετέχοντες σέ μία διαδικασία πού περιφρονοῦνται οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί ἡ μακραίωνη παράδοση καί ζωή τῆς Ὀρθοδοξίας; Ἕνας τέτοιος διάλογος εἶναι ἐκ τῶν προτέρων ἀποτυχημένος καί δέν μπορεῖ νά γίνει ἀποδεκτός ἀπό τήν ἐκκλησιαστική συνείδηση !

8.      «Κάνουμε μόνο ζημιά καί ἀντιθέτως δέν βοηθοῦμε καθόλου τόν διάλογο» λέει ἀπερίφραστα ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας Στυλιανός – ἐπί εἰκοσαετία συμπρόεδρος στόν Ἐπίσημο Θεολογικό Διάλογο μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς – ἀναφερόμενος σέ ὁρισμένες συμπροσευχές τίς ὁποῖες καί χαρακτηρίζει ὡς «λάθη τραγικά» πού ἔχουν σοβαρές συνέπειες: «δυστυχῶς δημιουργοῦν πολύ θόρυβο, πολλή ζημία, χωρίς νά ἔχουμε ἀπολύτως κανένα κέρδος. Ἔτσι δίνουμε τήν ἐντύπωση ὅτι σπεύδουμε νά κάνουμε μία Intercommunio, μία μυστηριακή κοινωνία μέ τούς ἑτεροδόξους … κάνουμε μόνο ζημιά καί ἀντιθέτως δέν βοηθοῦμε καθόλου τόν διάλογο»[19].

9.      Τέλος ἡ συμμόρφωση μέ τούς Ἱ. Κανόνες καί ἡ ἄρνηση τῶν Ὀρθοδόξων ἐκπροσώπων νά συμμετέχουν σέ κοινή Θ. Λειτουργία (intercommunio, Λειτουργία τῆς Lima) - παρά τήν ἐπιμονή τῶν ἑτεροδόξων - σέ τίποτα δέν ἐμπόδισε, οὔτε στό ἐλάχιστο, τό διάλογο μέ τούς ἑτεροδόξους.  Γιατί νά μήν τηρηθεῖ ἡ ἴδια στάση γιά κάθε μορφῆς συμπροσευχή;

 

Ε.  Οἱ συμπροσευχές μέ τούς αἱρετικούς καί ὁ λαός τοῦ Θεοῦ.

Ὁ ἴδιος ὁ καθηγητής συνομολογεῖ ὅτι ἡ αὐστηρότητα τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ἐν τῇ λατρείᾳ ἐπικοινωνία μέ αἱρετικούς κατά τόν δ΄ αἰ. ὀφείλετο ἀποκλειστικά σέ ποιμαντικούς λόγους προστασίας τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος τοῦ λαοῦ. Βέβαια ὑποστηρίζει ὅτι ἐξέλειπαν πλέον οἱ κίνδυνοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης  καί ὑπονοεῖ ὅτι σήμερα δέν ὑπάρχει κανένας λόγος γιά τήν ἀπαγόρευση τῆς συμπροσευχῆς μέ τούς αἱρετικούς στά πλαίσια τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως!

Ἀσφαλῶς δέν ὑφίστανται οἱ κίνδυνοι τοῦ δ΄ αἰ. Σήμερα ὅμως τά πράγματα εἶναι πολύ πιό σοβαρά καί ἐπικίνδυνα. δέν ὑπάρχει, ὅπως παλαιότερα, ὁ κίνδυνος ἀποχώρησης ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἔνταξης στή Ρωμαιοκαθολική, ἀλλά ἕνας πολύ σοβαρότερος: ἡ ἀλλοίωση τοῦ Ὀρθοδόξου αἰσθητηρίου. Σήμερα, στήν ἐποχή τῆς ἐκκοσμικεύσεως,  ὑπάρχει μία αὐξανόμενη ἀδιαφορία γιά τήν πίστη, πού τελικά σημαίνει ἀδιαφορία γιά τό ἴδιο τό εὐαγγελικό μήνυμα. Τό σύνθημα τῆς νέας ἐποχῆς εἶναι πολύ πιό ἐπικίνδυνο ἀπό ὁποιαδήποτε αἵρεση τοῦ παρελθόντος: «ὅλοι οἱ δρόμοι ὁδηγοῦν στό Θεό . κανένας δέν δικαιοῦται τήν ἀποκλειστικότητα . ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι τό ἴδιο καί καμία θρησκεία δέν μπορεῖ νά ἰσχυριστεῖ ὅτι ἐκφράζει ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια. παντοῦ ὑπάρχει μέρος τῆς ἀλήθειας . δέν ἔχει σημασία τί πιστεύει ὁ καθένας». Εἶναι προφανές ὅτι ἡ ἀντίληψη αὐτή ἀνατρέπει τήν οὐσία τῆς Ἐκκλησίας καί ἀλλοιώνει τό Ὀρθόδοξο ἦθος τῶν πιστῶν, διότι ἀποτελεῖ καθολική ἄρνηση τοῦ Εὐαγγελίου, ἀφοῦ ὁδηγεῖ σέ ἄρνηση τοῦ μοναδικοῦ Σωτήρα καί Λυτρωτή Ἰησοῦ Χριστοῦ. Βέβαια, θέλω νά πιστεύω, ὅτι κανένας ἀπό τούς Ὀρθοδόξους ποιμένες δέ συμμερίζεται τή «θεωρία τῶν κλάδων» καί γενικότερα τή διδασκαλία τῆς νέας ἐποχῆς, ἀκόμα καί ἄν κάποιες διατυπώσεις τοῦ λόγου ἐπιτρέπουν καί ἄλλες ἀναγνώσεις (πχ. περί τῶν δύο πνευμόνων τοῦ Χριστιανισμοῦ!).

Ὅμως ὑπάρχει σοβαρό πρόβλημα ὅταν οἱ Ὀρθόδοξοι Ποιμένες, καί μάλιστα οἱ τά πρῶτα φέροντες, δίνουν τήν ἐντύπωση στόν ἁπλό λαό ὅτι δέν πρέπει νά προτάσσεται ἡ ἀλήθεια τῆς πίστεως, ὅτι δέν ἔχει καί πολλή σημασία τό δόγμα, ἀρκεῖ νά εἴμαστε «ἀγαπημένοι». Ἀλίμονο ὅταν τίθεται σέ ἀντιδιαστολή ἡ ἀκρίβεια τῆς πίστεως καί ἡ ἀγάπη!

Αὐτό βέβαια δέ λέγεται πλέον ρητῶς (εὐτυχῶς δέν ἐπαναλήφθηκαν οἱ ἀτυχεῖς (;) φράσεις τοῦ Ἀθηναγόρα), ἀλλά ὁ πιστός λαός, πού δυστυχῶς δέν γνωρίζει πολλά γιά τήν πίστη του, ὅταν βλέπει τούς ἡγέτες τῶν αἱρέσεων νά παρίστανται καί νά συμμετέχουν ἐνεργά στήν Ὀρθόδοξη λατρεία καί τούς Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους νά συμπροσεύχονται συχνά-πυκνά μέ τούς αἱρετικούς ἐνδεδυμένοι ἄμφια (ὁ λαός καί τό μανδύα τό θεωρεῖ λειτουργικό ἔνδυμα), τό μήνυμα πού παίρνει εἶναι ὅτι δέν ἔχει σημασία τί πιστεύουμε, δέν ἔχουν σημασία οἱ διαφορές στήν πίστη, ἀφοῦ ὅλοι τό ἴδιο εἴμαστε καί ὅλοι μποροῦμε ἀπό κοινοῦ νά στεκόμαστε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ συμπροσευχόμενοι. Εἶναι προφανής ἡ ζημιά πού γίνεται,  καί μετά ἄς κάνουμε ὅσα κηρύγματα θέλουμε γιά τή μοναδικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας καί τήν ἀξία τῆς ἀληθοῦς πίστεως κοκ. Ἡ συνείδηση τοῦ λαοῦ μας ἔχει ἤδη ἀλλοιωθεῖ! Καί ἔτσι φτάσαμε – γιά νά χρησιμοποιήσω περιστατικό ἀπό τήν πόλη μου – θεολόγος καθηγητής, αὐτοπροβαλλόμενος ὡς ὑπέρμαχος τοῦ διεκκλησιαστικοῦ διαλόγου, νά μή βλέπει τό παραμικρό ἐκκλησιολογικό πρόβλημα ἄν κάποιοι Ὀρθόδοξοι συστηματικά, κάθε Κυριακή, ἐκκλησιάζονται καί ψάλλουν στο Ρωμαιοκαθολικό Ναό τῶν Πατρῶν! Αὐτό δέν εἶναι σχετικοποίηση τῆς πίστεως, πλήρης ἄμβλυνση τοῦ ὀρθοδόξου αἰσθητηρίου, πλήρης καταστροφή τῶν ἐκκλησιολογικῶν ἀντανακλαστικῶν; Πραγματικά ἡ κορύφωση τῆς τραγικότητας καί τῆς σύγχυσης – καί μάλιστα στό λόγο θεολόγου! Γιά τό κατάντημα αὐτό δέν ἔχουν εὐθύνη οἱ τά πρῶτα φέροντες τῆς Ἐκκλησίας μας καί συμπροσευχόμενοι μέ τούς ἑτεροδόξους εὐκαίρως-ἀκαίρως;

Ἐκτός ἄν ὅλες αὐτές οἱ συμπροσευχές γίνονται ἐπίτηδες γιά νά προκαλέσουν καί κυρίως νά διαμορφώσουν ἕνα τέτοιο ἦθος στούς πιστούς μας, ὥστε νά ἐξαλειφθεῖ κάθε ἀντίσταση στά σχέδια κάποιων! Μήπως, δηλαδή, κάποιοι γιά τό μόνο πού ἐνδιαφέρονται εἶναι νά πραγματοποιηθεῖ πάσῃ θυσίᾳ μία, ὁποιασδήποτε μορφῆς, «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν». Καί ὡς μοναδικό δρόμο ἐπέλεξαν τή θεωρία-μεθόδευση πού, κατά τόν Μητροπολίτη Τυρολόης (τοῦ Οἰκουμ. Πατριαρχείου) κ. Παντελεήμονα, «διετυπώθη ὑπό τινῶν Ρωμαιοκαθολικῶν συνέδρων» στή Β΄ Βατικανή Σύνοδο ὅτι “ἡ ἕνωσις θά ἐπιτευχθεῖ σταδιακῶς καί οὐχί διά διαπραγματεύσεων ἐκκλησιαστικο-θεολογικῶν σέ τρία στάδια : α) φιλία καί ψυχολογική προπαρασκευή (σημ. συντ: ἔχει ἤδη συντελεσθεῖ), β) μερική μυστηριακή κοινωνία (σημ. συντ: συντελεῖται διά τῶν συμπροσευχῶν) καί γ) πλήρης μυστηριακή κοινωνία”»[20]. Μήπως ἐκεῖ συστηματικά ὁδηγεῖ ἡ περιφρόνηση τῆς κανονικῆς τάξεως τῆς Ἐκκλησίας μας καί ἁπλῶς δέν ὁμολογεῖται ;

 

 

 

 


[1] Ὁλόκληρο τό ἂρθρο στή διαδικτυακή τοποθεσία : www.alopsis.gr/alopsis/feidas.pdf

[2] Ἰω. Σταματάκου, Λεξικόν τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσης  (Ἀθῆναι 1972),  σ. 950.

[3] G.W.H. Lampe,  A Patristic Greek Lexicon, (Ὀξφόρδη 1961), σ.σ. 1290, 1325-1326.

[4] Πράξ. 26, 29.  Ρώμ. 9, 3.  2 Κορινθ. 13, 7, 9.  Ἰακ. 5, 16.  3 Ἰωάν. 2.

[5] PG 140, 620Α.

[6] Σ. Μπιλάλη, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός, (Ἀθῆναι 1969), τ. Β΄ σ. 367.

[7] Ἰ. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἐν Ἀθήναις 1953, σ.σ.  905-925.

[8] Ἰ. Πόποβιτς, «Ὀρθοδοξία καί “Οἰκουμενισμός”. Μία Ὀρθόδοξος γνωμάτευσις καί μαρτυρία», στό Κοινωνία,  18,2 (1975), σ. 98.

[9] «Ἐγκύκλιος πρός τούς Προκαθημένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν» (31 Ἰανουαρίου 1952), στό : Καρμίρη, Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα, σ.σ. 962-963.

[10] Β. Ἀρχοντώνη, Περί τήν κωδικοποίησιν τῶν Ἱ. Κανόνων καί τῶν κανονικῶν διατάξεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησία, Θεσσαλονίκη 1970, σ. 73.

[11] Ὀρθόδοξος Τύπος, φ. 1334/24.9.99.

[12] Ἀναλυτικότερα βλ. Ἀν. Γκοτσοπούλου, «οὐ δεῖ αἱρετικοῖς ἤ σχισματικοῖς συνεύχεσθαι», Πάτρα 2008, σ. 56-114, ὅπου καί σχετική βιβλιογραφία.

[13] Γιά νά θυμηθοῦμε ὁλοκλήρους τούς ὕμνους: «Κωνσταντίνου ἡ πόλις, Πρωτοκλήτου λυχνία τε ἄγει ἑορτήν λαμπροφόρον δεχομένη τόν Πρόεδρον, Ρωμαίων Ἐκκλησίας τῆς σεπτῆς, καθέδρας Κορυφαίου μαθητοῦ, φιλαδέλφῳ διαθέσει τε ἐκ ψυχῆς, εὐξώμεθα γηθοσύνως : Μεῖνον, Παράκλητε, ἐν ἡμῖν, ἄγων ἡμᾶς πρός σήν ἀλήθειαν, ἵν' ὁμοφώνως στόματι ἑνί, καρδίᾳ Σέ δοξάζωμεν» καί «Ναῦς, ἡ πάντιμος Ὀρθοδοξίας ἀγλαΐζεται νῦν δεχομένη, ἐκ Δυσμῶν σεπτόν Ποιμένα καί Πρόεδρον καλλιεροῦσα δ' εὐσήμως εὐφραίνεται ἐν εὐσεβείᾳ Χριστόν ἱκετεύουσα: Τῇ δυνάμει σου τόν κόσμον σου περιφρούρησον ἐν' ὁμονοίᾳ συντηρῶν ὡς ὑπεράγαθος» καί τήν δέηση: «Ἒτι δεόμεθα ὑπέρ τοῦ Ἁγιωτάτου Ἐπισκόπου καί Πάπα Ρώμης Βενεδίκτου καί τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καί Πατριάρχου ἡμῶν Βαρθολομαίου καί ὑπέρ τοῦ κατευθυνθῆναι τά διαβήματα αὐτῶν εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν»!

[14] Π. Σημάτη, Εἶναι αἵρεση ὁ Παπισμός; Τί λένε οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι καί οἱ Ἅγ. Πατέρες, σ.σ. 23-56.

[15] Ἀνωνύμου, Ὁ πειρασμός τῆς Ρώμης, ἔκδ. Ι.Μ.Κουτλουμουσίου, σ.σ. 85-115.

[16] Καρμίρη, Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα, σ.σ. 932-946.

[17] Θ. Ζήση, «Γιά τή συμπροσευχή Πατριάρχου καί Πάπα ποιά σύνοδος θά ἐπιβάλει τήν κανονικότητα;»,  Θεοδρομία, 6,2 (2004), σ.σ. 174-175.

[18] Ἱερᾶς Ἐκτάκτου Διπλῆς Συνάξεως τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὅρους Ἄθω,  «Περί τοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν», Κοινωνία,  23,2 (1980),  σ.σ. 126-127.

[19] Στυλιανοῦ, Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας, «Ὁ μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν Θεολογικός Διάλογος, Προβλήματα καί προοπτικές», Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,  29 (1986-1989),  σ.σ. 22-24.

[20] Π. Ροδόπουλος, Μητρ. Τυρολόης καί Σερεντίου,  στό Π. Σημάτη, Ἡ Πατερική στάση στούς θεολογικούς διαλόγους καί ὁ Οἰκ. Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, Τρίκαλα-Ἀθήνα 2008, σ. 51.

Όταν ο Πιλάτος βεβαιώθηκε για την αθωότητα του Χριστού και θέλησε να τον απολύσει τότε οι Ιουδαίοι φώναξαν: "Ημείς νόμον έχομεν και κατά τον νόμον ημών οφείλει αποθανείν, ότι Θεού υιόν εαυτόν εποίησε." (Ιωάν.10'7). Αυτή είναι και η σημερινή θέση των Εβραίων. Ισχυρίζονται ότι ο Χριστός παρέβη πράγματι το Μωσαϊκό Νόμο και δίκαια κατεδικάσθη σε θάνατο. Είναι δυνατόν όμως η ανθρώπινη Δικαιοσύνη να έφθασε σε τέτοια αντίθεση προς τη Θεία Δικαιοσύνη ώστε να καταδικάσει σε θάνατο τον ίδιο το Θεό και εν ονόματι του Νόμου να θανατώσει το Δημιουργό; Το βασικό λοιπόν ερώτημα είναι αν η δίκη του Χριστού ήτανε μία δίκαιη δίκη, κατά το ανθρώπινο μέτρο, αν δηλαδή έγινε σύμφωνα με το νόμο και τη δικονομία.

Η δικαιοσύνη την εποχή του Χριστού βρισκόταν σε αρκετά ψηλό επίπεδο. Το Ρωμαϊκό Δίκαιο σε λίγα θέματα υστερούσε από το σημερινό ευρωπαϊκό δίκαιο και το εβραϊκό ήτανε ιεροκρατικό και στηριζόταν στο Μωσαϊκό Νόμο.

Τα εβραϊκά δικαστήρια ήτανε πολυμελή. Ανώτατο Δικαστήριο ήταν το Μέγα Συνέδριο που είχε και άλλες εξουσίες. ΄Εδρευε στην Ιερουσαλήμ, απετελείτο από 120 μέλη με πρόεδρο τον Αρχιερέα και είχε στη διαταγή του στρατιωτική δύναμη, την κουστωδία. Οι θανατικές καταδίκες των εβραϊκών δικαστηρίων έπρεπε να επικυρωθούν από τη Ρωμαϊκή εξουσία όπως αναφέρεται στο βιβλίο "Η δίκη του Ιησού" του θεολόγου Δημήτριου Καππαή.

Η θανατική ποινή προβλεπόταν για αρκετά αδικήματα αλλά σύμφωνα με τις αντιλήψεις του λαού σπανίως επιβαλλόταν. Η εκτέλεση γινόταν με διάφορους τρόπους, από τους οποίους πιο βασανιστικός και εξευτελιστικός ήταν ο θάνατος επί του σταυρού, ο οποίος συνηθίζετο από τα Ρωμαϊκά δικαστήρια, τα οποία δεν είχαν ενδοιασμούς στην επιβολή θανατικής καταδίκης.

Κατά την εβραϊκή δικονομία η προανάκριση ήταν άγνωστη και δεν υπήρχε δημόσιος κατήγορος. Η απόφαση δεν μπορούσε να στηριχθεί στην παραδοχή του κατηγορουμένου αλλά μόνο στις μαρτυρίες. Η δίκη διεξαγόταν μέρα, με ανοικτές τις πόρτες, ενώπιον του λαού. Ξεκινούσε με τους μάρτυρες υπερασπίσεως και ακολουθούσαν δύο τουλάχιστον μάρτυρες κατηγορίας, που έπρεπε να δώσουν σαφή και πανόμοια μαρτυρία, κρατώντας το δεξί τους χέρι πάνω στο κεφάλι του κατηγορουμένου και σε περίπτωση θανατικής καταδίκης έπρεπε να συμμετέχουν στην εκτέλεση και να ρίξουν τις πρώτες πέτρες, εάν η θανάτωση θα γινόταν με λιθοβολισμό.

Ο Κατηγορούμενος εθεωρείτο αθώος μέχρι την τελική του καταδίκη, εδικαιούτο να μιλήσει, να φέρει μάρτυρες και να τύχει καλής μεταχείρισης. Κατά τη γνώμη των συγγραφέων δεν ετηρούντο πρακτικά αλλά η ίδια η καταδίκη εκδιδόταν με γραπτό διάταγμα. (Κοντογόνη: Εβραϊκή Αρχαιολογία, Β'4). Πάντως διάταγμα καταδίκης του Χριστού δεν έχει βρεθεί.

Οι Δικαστές έπρεπε να είναι αμερόληπτοι, δίκαιοι και μερικοί απ' αυτούς να υπερασπίζουν τον κατηγορούμενο. Σε περίπτωση θανατικής καταδίκης ανεβάλλετο η τελική απόφαση για τη μεθεπόμενη μέρα και εάν επικυρωνόταν η θανατική καταδίκη η εκτέλεση έπρεπε να γίνει την άλλη μέρα και όχι αυθημερόν. Από την έναρξη της ακροάσεως μέχρι την εκτέλεση χρειαζόταν τουλάχιστον 4 μέρες.

Στον τόπο της εκτέλεσης συνόδευε τον κατηγορούμενο έφιππος δικαστής, που καλούσε το λαό να αναφέρει αμέσως στο Δικαστήριο, το οποίο συνεδρίαζε εκείνη την ώρα, οτιδήποτε ελαφρυντικό για τον κατηγορούμενο και τότε σταματούσε αμέσως η εκτέλεση.

Αυτά για τη Δικαιοσύνη στο Ισραήλ. Πρέπει όμως να αναφερθεί ότι στα χρόνια της ρωμαϊκής υποτέλειας υπήρχε μεγάλη φαυλότητα και ηθικός ξεπεσμός, με αποτέλεσμα οι άρχοντες να είναι πρόσωπα φαύλα, που εξασφάλιζαν τη θέση τους δωροδοκώντας τους Ρωμαίους ηγεμόνες. Οι Δικαστές δεν είχαν πλέον την εντιμότητα και την ανθρωπιά που είχαν οι προκάτοχοι τους. Ολόκληρο το έθνος βρισκόταν σε ξεπεσμό και αθλιότητα.

Μετά την ανάσταση του Λαζάρου πολλοί Ιουδαίου πίστεψαν στον Χριστό. "Συνήγαγον ουν οι αρχιερείς και οι Φαρισσαίοι συνέδριον και έλεγον. Τι ποιούμεν, ότι ούτος ο άνθρωπος πολλά σημεία ποιεί; …. Εις δε τις εξ αυτών Καϊάφας, αρχιερεύς ων του ενιαυτού εκείνου, είπεν αυτοίς …. ότι συμφέρει ημίν ίνα εις άνθρωπος αποθάνη υπέρ του λαού και μη όλον το έθνος απόληται." (Ιω. ΙΑ'48-50)

"Εβουλεύσαντο δε οι αρχιερείς ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν, ότι πολλοί δι' αυτόν υπήγον των Ιουδαίων και επίστευον εις τον Ιησούν." (Ιω. ΙΒ'10)

Και η στρατιωτική κουστωδία, μαζί με ένοπλους υπηρέτες, όταν συνέλαβε τον Ιησούν δεν τον έφερε στο δικαστήριο αλλά στον πεθερό του αρχιερέα, τον ΄Αννα, που υπηρέτησε στο παρελθόν σαν αρχιερέας. Και ο ΄Αννας, χωρίς να έχει καμιά εξουσία άρχισε ανάκριση για να βρει αιτία εναντίον του συλληφθέντος. Κι ο Χριστός απαντά. "Επερώτησον τους ακηκοότας" "εν κρυπτώ ελάλησα ουδέν". (Ιω. ΙΗ',20). Η απάντηση δεν άρεσε και ένας υπηρέτης ερράπισε τον Ιησούν λέγοντας "ούτως αποκρίνη τω αρχιερεί;" Σε λίγη ώρα οδήγησαν τον Χριστό στο σπίτι του αρχιερέα Καϊάφα και μέχρις ότου μαζευτούν τα μέλη του Μεγάλου Συνεδρίου οι υπηρέτες έδερναν, έβριζαν και κορόϊδευαν τον Χριστό. Το εβραϊκό δίκαιο απαγόρευε την ανάκριση και την κακοποίηση του κατηγορουμένου. (Mishna, Sotah 1,4).

Και άρχισε η συνεδρίαση του Ανωτάτου Εβραϊκού Δικαστηρίου με άλλες τρεις δικονομικές παραβάσεις. Το Μέγα Συνέδριο συνεδρίασε στο σπίτι του αρχιερέα και όχι στο κτίριο του Δικαστηρίου και συνεδρίασε νύκτα, πράγμα απαγορευμένο (Mishna, Sanhedrin IV,1), χωρίς να προϋπάρχει σαφής κατηγορία από δύο τουλάχιστον μάρτυρες, όπως απαιτούσε η δικονομία.

Μετά την έναρξη της δίκης βρέθηκαν δύο ψευδομάρτυρες που διαστρέβλωσαν το λόγο του Κυρίου "λύσατε τον ναόν τούτον και εν τρισίν ημέρας εγερώ αυτόν" (Ιω. Β'19), που οπωσδήποτε ελέχθηκε για την Ανάσταση του ιδίου και όχι για το ναό του Σολομώντος. Οι μαρτυρίες όμως δεν ταίριαζαν μεταξύ τους, παρά το γεγονός ότι δόθηκαν αντικανονικά με την ταυτόχρονη παρουσία και των δύο μαρτύρων. ΄Επρεπε λοιπόν να καταδικαστούν σε θάνατο οι ψευδομάρτυρες σύμφωνα με το Δευτερονόμιον (ΙΘ' 18-21). "και ιδού μάρτυς άδικος εμαρτύρησεν άδικα, αντέστη κατά του αδελφού αυτού, και ποιήσετε αυτώ ον τρόπον πονηρεύσατο ποιήσαι κατά του αδελφού αυτού …. Και οι επίλοιποι ακούσαντες φοβηθήσονται …."

Το Συνέδριο αποφάσισε ότι δε μπορεί να στηριχθεί σ' αυτούς τους μάρτυρες και ο Πρόεδρος του, ο αρχιερέας Καϊάφας, ερώτησε το Χριστό "συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού; λέγει αυτώ ο Ιησούς. Συ είπας …. Τότε ο αρχιερεύς διέρρηξε τα ιμάτια αυτού λέγων ότι εβλασφήμησε. Τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων;" (Ματθαίου ΚΣΤ' 63).

Η ομολογία του κατηγορούμενου, αν τέτοια θεωρηθεί η απάντησή Του, δεν αποτελούσε κατά το Μωσαϊκό Νόμο απόδειξη. Χρειαζόταν μάρτυρες "επί στόματος δύο μαρτύρων και επί στόματος τριών μαρτύρων στήσεται παν ρήμα" (Δευτερονόμιον ΙΘ'15).

Δεν υπήρξε καθόλου υπεράσπιση, που εθεωρείτο απαραίτητο μέρος της δικαστικής διαδικασίας. (Sanhedrin IV,5). Την υπεράσπιση την ανελάμβανε ένας τουλάχιστον από τους δικαστές για να μην μείνει κανένας κατηγορούμενος ανυπεράσπιστος.

Ο αρχιερέας "διέρρηξε τα ιμάτια του" πράγμα που απαγορεύει ο Μωσαϊκός νόμος στους ιερείς (Λευϊτικόν 6, ΚΑ'10).

Και τα μέλη του Συνεδρίου απεκρίθησαν "ένοχος θανάτου εστί" (Ματθαίου ΚΣΤ'67). Η ψηφοφορία έγινε ταυτόχρονα, ενώ έπρεπε να γίνει με τη σειρά, από το νεότερο δικαστή προς τους παλαιότερους για να μην επηρεαστούν μεταξύ τους.

Μετά την καταδίκη άρχισαν άλλα έκτροπα "και ήρξαντο τινές εμπτύειν αυτώ και περικαλύπτειν το πρόσωπον αυτού και κολαφίζειν αυτόν και λέγειν αυτώ προφήτευσον ημίν τις εστίν ο παίσας σε. Και οι υπηρέται ραπίσμασιν αυτόν έβαλον" (Μάρκον ΙΔ' 65).

Για να τηρήσουν οι αρχιερείς και οι Φαρισσαίοι τα προσχήματα περίμεναν να ξημερώσει και συνεδρίασαν πάλιν για να επικυρώσουν την καταδίκη στο κτίριο του Μεγάλου Συνεδρίου, δίπλα στα τείχη της Ιερουσαλήμ. "Και ευθέως επί το πρωϊ συμβούλιον ποιήσαντες οι αρχιερείς μετά των πρεσβυτέρων και γραμματέων και όλον το συνέδριον, δήσαντες τον Ιησούν απήνεγκαν και παρέδωκαν τω Πιλάτω" (Μάρκον ΙΕ',1).

Ο Χριστός συνελήφθη την Πέμπτη το βράδυ και η επίσημη δίκη διεξήχθηκε, ολοκληρώθηκε και εκτελέστηκε η θανατική ποινή μέσα στην ίδια μέρα, την Παρασκευή, κατά παράβαση των κανόνων (Sanhedrin IV,I), ενώ έπρεπε να περάσουν 4 τουλάχιστον μέρες.

Γράφεται στην Ακολουθία των Αγίων Παθών πριν από το 12ο Ευαγγέλιο ότι: "΄Ηδη βάπτεται κάλαμος αποφάσεως παρά κριτών αδίκων και Ιησούς δικάζεται και κατακρίνεται Σταυρώ. Και πάσχει η κτίσις εν Σταυρώ καθορώσα τον Κύριον. Αλλ' ο φύσει σώματος δι' εμέ πάσχων, Αγαθέ, Κύριε, δόξα σοι."

Κατά το Μωσαϊκό Νόμο η Θεοποίηση ανθρώπου αποτελούσε βλασφημία και αδίκημα. Ο κατηγορούμενος όμως εδικαιούτο υπεράσπιση.

Ο Χριστός έκανε αναρίθμητα θαύματα μπροστά στο λαό. Και οι ίδιοι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ τον υποδέχτηκαν μερικές μέρες πριν από τη δίκη ψάλλοντας "Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο Βασιλεύς του Ισραήλ." (Ιω.ΙΒ'13).

Εξ άλλου η ανθρωπότητα περίμενε το Σωτήρα, "την προσδοκία των εθνών", "τον καθολικό διδάσκαλο" του Σωκράτη, το "Λόγο" του Πλάτωνα, τον "Άγνωστο Θεό" των Αθηναίων, τον "νέο Θεό" των 3 μάγων, τον "Άγιο" του Κομφούκιου και τον αναμενόμενο από όλους τους Προφήτες του Ισραήλ "Μεσσία". Οι μορφωμένοι εβραίοι γνώριζαν καλά όλες τις προφητείες, που συνέκλιναν και συμφωνούσαν ότι ο κατηγορούμενος Ιησούς ήταν ο ίδιος ο Μεσσίας - Χριστός όπως αναφέρεται και στο βιβλίο του Ιώσηπου Contra Apionem Lib. II 17. Η ζωή, η διδασκαλία Του και τα απειράριθμα θαύματα Του δεν χωρούσαν καμιά αμφιβολία. Το Μεγάλο Συνέδριο όμως απαξιεί να μελετήσει το θέμα και να εξετάσει μήπως ενώπιον του αντί Θεοποίηση ανθρώπου έχει ενανθρώπιση Θεού. Μάλλον δεν απαξιεί, αλλά σε γνώση του καταδικάζει το Μεσσία, εφ' όσον ο αρχιερέας είχε πει μετά την ανάσταση του Λαζάρου "ούτος ο άνθρωπος πολλά σημεία ποιεί …", όπως αναφέρεται και στο βιβλίο "Η δίκη του Ιησού" του εισαγγελέα Χρήστου Τραπεζούντιου.

Πρεσβύτεροι και Αρχιερείς κατεδίκασαν σε θάνατο το Θεό τους και δέσμιο τον οδηγούν στον ρωμαίο Πιλάτο για να επικυρώσει τη θανατική καταδίκη.

Μια νέα δίκη, Ρωμαϊκή, ξεκινά.

Ήτανε πρωϊ της Παρασκευής, της προηγούμενης μέρας του εβραϊκού Πάσχα, που έφεραν οι εβραίοι τον Ιησούν έξω από το Πραιτώριο. Οι εβραίοι δεν ήθελαν να μπουν στην κατοικία ειδωλολάτρη για να μη μολυνθούν πριν από το Πάσχα και στην επιμονή τους ο ρωμαίος ηγεμόνας διέταξε και τοποθέτησαν στο λιθόστρωτο μπροστά από το Πραιτώριο τη δικαστική του έδρα για να δικάσει εκεί τον κατηγορούμενο. Κατά το τυπολατρικό ρωμαϊκό δίκαιο η δικαστική εξουσία ήταν απόλυτα συνδεδεμένη με την έδρα, την τήβεννο και τη σφραγίδα του δικαστή παρά με το άτομο του.

Με την έναρξη της δίκης παρατηρείται η πρώτη δικονομική παράβαση. Ο κατηγορούμενος ήτανε δέσμιος κατά τη διάρκεια της δίκης ενώ έπρεπε να θεωρείται ο κατηγορούμενος αθώος μέχρι την καταδίκη. Και αρχίζει η δίκη με την ερώτηση του Πιλάτου: "τίνα κατηγορίαν φέρετε κατά του ανθρώπου τούτου;"

Έπρεπε λοιπόν οι εβραίοι να κατηγορήσουν τον Ιησούν. Αλλά κατηγορία για βλασφημία δε θα ενδιέφερε τον ρωμαίο ηγεμόνα. Ούτε θα επέφερε θανατική καταδίκη. Ο αρχιερέας Καϊάφας διετύπωσε ενώπιον του λαού νέα, εντελώς ψευδή, κατηγορία λέγοντας "τούτον εύρομεν διαστρέφοντα το έθνος και κωλύοντα Καίσαρι φόρους διδόναι, λέγοντα εαυτόν Χριστόν Βασιλέα είναι". (Λουκά ΚΓ',2)

Η απάντηση του Καϊάφα ήτανε εντελώς ψευδής γιατί το Μέγα Συνέδριο καταδίκασε τον Ιησούν με άλλη κατηγορία, την βλασφημία. ΄Ητανε ψέμα όμως και το περιεχόμενό της, γιατί ο Χριστός είχε δώσει διαφορετική απάντηση στους μαθητές των Φαρισσαίων, όταν τον ρώτησαν για τη ρωμαϊκή φορολογία "απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ" (Ματθ. ΚΒ',21)

΄Επρεπε βάσει του Ρωμαϊκού Δικαίου να γίνει γραπτή αίτηση για εισαγωγή σε δίκη. ΄Επρεπε να αναφερθεί το όνομα και τα στοιχεία του κατηγορούμενου και να διατυπωθεί ακριβώς η κατηγορία. ΄Επρεπε να συνταχθεί πρωτόκολλη κατηγορίας. ΄Επρεπε να καθοριστεί η μέρα της δίκης και να κληθούν και να ακουστούν, εκείνη τη μέρα, οι μάρτυρες. (Δημαρά: Ιστορία Ρωμαϊκού Δικαίου, Β 132). Εάν όμως θεωρηθεί ότι δεν επρόκειτο για πρωτόδικη υπόθεση αλλά για επικύρωση της θανατικής καταδίκης του εβραϊκού δικαστηρίου τότε η εισαγωγή στη δίκη έπρεπε να γίνει με καταχώριση γραπτής αίτησης μαζί με την πρωτόδικη απόφαση.

Ο Πιλάτος δεν έκανε τίποτε απ' αυτά. Κατέβη από την έδρα του, πράγμα που κατά το Ρωμαϊκό Δίκαιο σήμαινε ότι δεν έχει πλέον δικαστική εξουσία, μπήκε στο Πραιτώριο και εκεί συνομίλησε με τον κατηγορούμενο, μακριά από το μαινόμενο πλήθος των εβραίων, ενεργώντας κάποιας μορφής ανάκριση.

"Συ ει ο βασιλεύς των Ιουδαίων;" (Λουκά ΚΓ'3), ρώτησε ο Πιλάτος τον Ιησούν, ο οποίος απεκρίθη "η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου …. εγώ …. εις τούτο ελήληθα εις τον κόσμον, ίνα μαρτυρήσω τη αληθεία". (Ιω. ΙΗ', 35 επ.)

Την απάντηση του Ιησού την κατάλαβε ο Πιλάτος. Ο Χριστός ήτανε πνευματικός ηγέτης και όχι κοσμικός άρχοντας. ΄Εκρινε αμέσως ότι δεν ευσταθούσε η κατηγορία και δεν υπήρξε ο Ιησούς ένοχος αντιποίησης εξουσίας. Ο Πιλάτος επιβεβαίωσε τη θέση του με τη φράση που εξεστόμισε "τι έστιν αλήθεια;" Μια ερώτηση που δεν περίμενε απάντηση γιατί η αλήθεια ήτανε κατ' εκείνον μια φιλοσοφική ουτοπία. Με το πρακτικό ρωμαϊκό πνεύμα που τον χαρακτήριζε ο Πιλάτος βγήκε από το Πραιτώριο και αθώωσε αμέσως τον κατηγορούμενο λέγοντας στους Ιουδαίους "εγώ ουδεμίαν αιτίαν ευρίσκω εν αυτώ". (Ιω. ΙΗ' 38).΄Επρεπε ο Ιησούς να αφεθή αμέσως ελεύθερος.

Ο όχλος όμως δημιουργούσε μεγάλο θόρυβο μπροστά στο ανάκτορο επιμένοντας στη θανατική καταδίκη. Μέσα από τις φωνές ο Πιλάτος ξεχώρισε ότι ο Ιησούς ήτανε Γαλιλαίος. Και η Γαλιλαία ήταν έξω από τη δικαιοδοσία του Πιλάτου. Η Γαλιλαία είχε άρχοντα, τετράρχη, τον εξηρτημένο βασιλιά Ηρώδη τον Αντύπα.

Ο Πιλάτος λοιπόν παρά το γεγονός ότι είχε αμέσως προηγουμένως αθωώσει τον Ιησούν, επικαλέστηκε την τοπική αρμοδιότητα του Ηρώδη. Και για να απαλλαγεί από κάθε ευθύνη έστειλε τον Ιησούν στον Ηρώδη, που βρισκόταν εκείνες τις μέρες στην Ιερουσαλήμ. (Λουκά ΚΓ' 6-7)

Ο Ιησούς δεν απάντησε σε καμιά από τις ερωτήσεις του Ηρώδη, που αποκεφάλισε τον ΄Αγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο.

Ο πανούργος Ηρώδης δεν θέλησε να ξαναβάψει τα χέρια του με άγιο αίμα και απεφάσισε ότι δεν έχει αρμοδιότητα γιατί το αδίκημα του Ιησού και η εβραϊκή καταδίκη του έγιναν έξω από τα δικά του σύνορα της Γαλιλαίας.

Ο Χριστός λοιπόν αθωώθηκε για δεύτερη φορά από τη Ρωμαϊκή εξουσία με την απόφαση του Ηρώδη. Αντί όμως να αφεθεί ελεύθερος οδηγείται και πάλιν δέσμιος στον Πιλάτο, αφού ο Ηρώδης και οι στρατιώτες του τον εξευτέλισαν και του φόρεσαν βασιλικό μανδύα (Λουκά ΚΓ' 11) πράγματα εντελώς απαράδεκτα με την απαλλαγή του κατηγορούμενου, έστω και για έλλειψη τοπικής αρμοδιότητας.

Ο Πιλάτος βγήκε στον εξώστη του Πραιτωρίου και αθώωσε γι' άλλη μια φορά τον Ιησούν λέγοντας "ιδού εγώ ενώπιον υμών ανακρίνας ουδέν εύρον εν τω ανθρώπω τούτω αίτιον ων κατηγορείτε κατ' αυτού. Αλλ' ουδέ Ηρώδης. Ανέπεμψα γαρ υμάς προς αυτόν. Και ιδού ουδέν άξιον θανάτου εστί πεπραγμένον αυτώ". (Λουκά ΚΓ' 15-16)

Οι Ιουδαίοι φώναζαν περισσότερο και στο δίλημμα του Πιλάτου προστέθηκε και το μήνυμα της γυναίκας του Πρόκλας "μηδέν σοι και τω δικαίω εκείνω. Πολλά γαρ έπαθον σήμερον κατ' όναρ δι' αυτόν" (Ματθαίου ΚΖ'20). Αξίζει να σημειωθεί ότι η Πρόκλα βαφτίστηκε Χριστιανή και εορτάζεται η μνήμη της σαν αγίας στις 27 Οκτωβρίου.

Ο Πιλάτος παρουσίασε το Χριστό και το ληστή Βαρραβά μπροστά στο λαό και ρώτησε ποιόν από τους δύο να απολύση για τη γιορτή του Πάσχα. Και ακούγονταν ακόμη δυνατότερες οι φωνές του όχλου που ζητούσε την απόλυση του Βαρραβά και τη θανάτωση του Ιησού.

Ο σκληρός τύρρανος, που ήτανε ταυτόχρονα άβουλος και αναποφάσιστος, διέταξε να μαστιγωθεί ο Ιησούς. Η μαστίγωση ήτανε σκληρή ποινή που συνόδευε την έσχατη ποινή της σταυρώσεως. Μπορούσε να επιβληθεί και σαν αυτοτελής ποινή. Σε καμιά περίπτωση όμως δε μπορούσε να επιβληθεί σε πρόσωπο που αθωώθηκε ή έστω σε κατηγορούμενο πριν από την τελική καταδίκη του. Η νομοθεσία του Ιουλίου Καίσαρος (Τίτλος Ι θέμα 1ον και τίτλος 6ος θέμα 7ον) ήτανε σαφής και παρεβιάσθη κατάφορα.

Σκηνές που θα ντροπιάζουν την ανθρωπότητα και ειδικότερα την ανθρώπινη δικαιοσύνη ακολούθησαν. Μετά από το βάναυσο φραγγέλωμα στην αυλή του Πραιτωρίου έντυσαν το ματωμένο σώμα του ενανθρωπίσαντος Θεού με βασιλική χλαμίδα, στεφάνωσαν την κεφαλή του αιώνιου Βασιλέα με ακάνθινο στεφάνι και βασάνισαν και εξευτέλισαν τον αμνό του Θεού τον αίροντα την αμαρτία του κόσμου. (Ιω. ΙΘ' 1-3)

Ο εκπρόσωπος της ανθρώπινης δικαιοσύνης, ο Πιλάτος, βγήκε πάλε από το Πραιτώριο, κάθισε στην δικαστική έδρα στο ύψωμα του Λιθόστρωτου και απευθυνόμενος στους αρχιερείς και τον όχλο "λέγει αυτοίς. Ιδε ο άνθρωπος. Ότε ουν είδον αυτόν οι αρχιερείς και οι υπηρέται, εκραύγασαν λέγοντες. Σταύρωσον σταύρωσον αυτόν. Λέγει αυτοίς ο Πιλάτος. Λάβετε αυτόν υμείς και σταυρώσατε. Εγώ γαρ ουχ ευρίσκω εν αυτώ αιτίαν. Απεκρίθησαν αυτώ οι Ιουδαίοι: ημείς νόμον έχομεν, κατά τον νόμον ημών οφείλει αποθανείν, ότι εαυτόν Θεού υιόν εποίησεν." (Ιω.ΙΘ' 6-7)

Ο Πιλάτος αθώωσε το Χριστό για άλλη μια φορά, αλλά πάλε δεν τον απέλυσε. Και οι Ιουδαίοι παραδέχθηκαν ότι ο κατηγορούμενος βρέθηκε από το Μέγα Συνέδριο ένοχος θανάτου κατά το Μωσαϊκό δήθεν Νόμο γιατί απεκάλεσε τον εαυτό του υιό Θεού, πράγμα που απέκρυψαν από τον Πιλάτο μέχρι τη στιγμή αυτή.

Ο Πιλάτος παρέβη τη βασική νομική αρχή του Ρωμαϊκού Δικαίου "non bis in idem" (όχι δις επί της αυτής υποθέσεως) και ξαναμπήκε στο Πραιτώριο για να ανακρίνει και πάλε τον Ιησούν. Η νέα απροσδόκητη κατηγορία ότι "εαυτόν υιόν Θεού εποίησε", η επιβλητική προσωπικότητα του Κυρίου, η γαλήνη που ακτινοβολούσε, το μήνυμα της γυναίκας του Πιλάτου και ο θρησκευτικός φανατισμός των Ιουδαίων συγκλόνισαν και σύγχισαν τον Πιλάτο.

Ο Πιλάτος συνομίλησε πάλε με τον Κύριο. Ο κατηγορούμενος δεν ήτανε συνηθισμένος άνθρωπος και μιλούσε σαν να είχε θεϊκή εξουσία. Ο κατηγορούμενος ήτανε ανώτερος από το δικαστή του. "Εκ τούτου εζήτει ο Πιλάτος απολύσαι αυτόν." (Ιω. ΙΘ'13)

Ξανακάθησε ο Πιλάτος στη δικαστική έδρα και άνοιξε νέα συζήτηση με τον όχλο σε μια τελευταία προσπάθεια να αποφύγει τη σταύρωση του Ιησού. "οι δε Ιουδαίοι έκραζον λέγοντες. εάν τούτον απολύσης ουκ ει φίλος του Καίσαρος. πας ο βασιλέα εαυτόν ποιών αντιλέγει το Καίσαρι" (Ιω.ΙΘ'13).

Το τελευταίο τέχνασμα των εβραίων συγκλόνισε τον Πιλάτο γιατί βρισκόταν σε κάποια δυσμένεια του αυτοκράτορα Τιβερίου (Ιωσήπου Lib. XIII, Cap. III, p.1) και αποφάσισε αμέσως να σώσει το τομάρι του παρά να υπερασπιστεί τη δικαιοσύνη. Για να αποφύγει το βάρος της άδικης καταδίκης δεν εξέδωσε δικιά του απόφαση αλλά "λαβών ύδωρ απενίψατο τας χείρας απέναντι του όχλου λέγων. Αθώος ειμί από του αίματος του δικαίου τούτου. Υμείς όψεσθε. Και αποκριθείς πας ο λαός είπε. Το αίμα αυτού εφ' ημάς και επί τα τέκνα υμών. Τότε απέλυσεν αυτοίς τον Βαρραβάν, τον δε Ιησούν φραγγελλώσας παρέδωκεν ίνα σταυρωθή." (Ματθ. ΚΖ' 24)

Εάν θεωρηθεί ότι η πράξη του Πιλάτου να νήψει τα χέρια του και να επιτρέψει στους Εβραίους να σταυρώσουν το Χριστό ισοδυναμεί με θανατική καταδίκη τότε πρέπει να θεωρήσουμε ότι κατεδικάσθη ο Ιησούς σε θάνατο επί εσχάτη προδοσία επειδή παρουσιαζόταν σαν βασιλέας, πράξη αντίθετη προς την Lex Julia Majestatis και τα Crimina Imminutae Majestatis.

Και ακολούθησε η εκτέλεση. Οι άνθρωποι σταύρωσαν τον ίδιο το Θεό τους. Και στάθηκαν οι Εβραίοι απέναντι από τον Σταυρό και έβριζαν και κορόϊδευαν. (Μάρκον ΙΕ΄31) "Ομοίως δε και οι αρχιερείς εμπαίζοντες προς αλλήλους μετά των γραμματέων έλεγον άλλους έσωσεν, εαυτόν ου δύναται σώσαι." Παραδεχόταν δηλαδή και ενώπιον του Σταυρού ότι ο Χριστός έκανε θαύματα και έσωσε άλλους.

Σταυρώθηκε λοιπόν ο Χριστός και απέθανε και την τρίτη ημέρα ανεστήθη. Τι απέγιναν όμως οι άνθρωποι που ήταν υπόλογοι για την άδικη καταδίκη Του;

Ο προδότης Ιούδας επέστρεψε στον Ναό, έριξε πίσω τα τριάκοντα αργύρια και κρεμάστηκε σε δένδρο έξω από την Ιερουσαλήμ και αυτοκτόνησε.

Στο βίο της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής (Μέγας Συναξαριστής, ΄Εκδοση Ε, Τόμος 7ος, σελ. 425) αναφέρεται ότι πήγε στη Ρώμη και κατήγγειλε στον Τιβέριο Καίσαρα τον Πόντιο Πιλάτο και τους αρχιερείς. Ο Καίσαρας ακούοντας για τα θαύματα του Χριστού και γνωρίζοντας ότι κατά τον χρόνο της σταύρωσης, έγινε σκότος σε ολόκληρη την οικουμένη διέταξε την προσαγωγή του Πιλάτου, του ΄Αννα και του Καϊάφα στη Ρώμη. Ο Καϊάφας πέθανε κατά το ταξίδι και ο Άννας εκτελέστηκε στη Ρώμη. Ο Πιλάτος φυλακίστηκε έξω από τη Ρώμη και πέθανε στην φυλακή. Αντίθετα στα "χρονικά" του Ζωναρά, βιβλίο Στ', γράφεται ότι ο διάδοχος του Τιβερίου ο Καλλιγούλας εξόρισε τον Πιλάτο στην Γαλλία και στο Γ' βιβλίο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Ευσέβιου γράφεται ότι ο Πιλάτος όταν ήταν εξόριστος στην Γαλλία ήρθε σε απόγνωση και αυτοκτόνησε.

Αυτά λοιπόν για τη δίκη του Χριστού και για τη δίκη των δικαστών Του, στην οποία ο Αυτοκράτορας κατεδίκασε τους δικαστές και κατά συνέπεια αυτή η απόφαση αποτελεί την έβδομη και τελική αθώωση του Χριστού.

Στην εβραϊκή δίκη του Μεγάλου Συνεδρίου σημειώσαμε 16 από τις παραβάσεις του Μωσαϊκού Νόμου. Στη δίκη του Πιλάτου σημειώσαμε άλλες 16 σοβαρές παραβάσεις του Ρωμαϊκού Δικαίου. Η όλη όμως διεξαγωγή των δικών, από τη βραδινή σύλληψη μέχρι την μεσημβρινή Σταύρωση, οι ψευδείς και εναλλασσόμενες κατηγορίες, η συνεχής εναλλαγή της δίκης και της ανάκρισης, η μεταφορά του Χριστού από τα σπίτια των αρχιερέων στο Πραιτώριο, στο λιθόστρωτο, στον Ηρώδη, οι βασανισμοί του κατηγορουμένου και η Σταύρωση Του ενώ βρέθηκε 6 φορές αθώος από τον Πιλάτο και τον Ηρώδη, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν σαν δίκη, ούτε σαν παρωδία δίκης αλλά σαν το μεγαλύτερο κακούργημα της ανθρωπότητας και την αιώνια ντροπή που βαρύνει τον κόσμο όλο. Μεγαλύτερο έγκλημα δε μπορούσε να διαπράξει ο άνθρωπος. Και όμως τον Σταυρό του θανάτου μετέτρεψε ο Κύριος σε ξύλο της ζωής και το μέγα έγκλημα το μετέτρεψε σε Θείο Σχέδιο Σωτηρίας για μας, τους δήμιούς Του. Τίποτε αντάξιο της θυσίας Του δεν έχουμε να του αντιπροσφέρουμε και περιοριζόμαστε στο μυστήριο της Θείας Μεταλήψεως. Το Αίμα του Χριστού δεν είναι "εφ' υμάς και επί τα τέκνα ημών" αλλά μας προσφέρεται για να σωθούμε εμείς και τα παιδιά μας …….

Ευχόμαστε η Σταυρική θυσία του Κυρίου μας να σώσει εμάς από την δικαία καταδίκη.

Αγάπησε Αυτόν που σε αγάπησε.

 

Τόσα χρόνια που μένεις με χαρούμενη υπομονή στον ίδιο τόπο είναι μεγάλο

θαύμα.

 

Πάσχουμε γιατί δεν αγαπάμε.

 

Όποιος δεν αγαπά δεν έχει ειρήνη.

 

Ο αδελφός μας είναι η ζωή μας.

 

Να προσεύχεσαι για τον κόσμο είναι σαν να χύνεις αίμα.

 

Με τον πολύ ύπνο παχαίνει ο νους.

 

Λογικός άνθρωπος είναι μόνο ο ταπεινός.

 

Όσο πιο πνευματικός είσαι τόσο λίγα ζητάς από τη ζωή.

 

Ο Θεός δεν προορίζει μα προγνωρίζει.

 

Τη φλυαρία σου να τη στρέψεις σε κουβέντα με τον Θεό.

 

Δεν είναι ελευθερία το να πούμε στους ανθρώπους πως όλα επιτρέπονται, μα

σκλαβιά.

 

Ο άνθρωπος γεννήθηκε για τη χαρά, όχι για τη θλίψη.

 

Η πιο μεγάλη αμαρτία είναι η αχαριστία.

 

Με τη μελέτη πλουτίζει ο νους, γλυκαίνει η γλώσσα και θερμαίνεται η ψυχή.

 

Όπου γλυκαίνεται ο νους εκεί μένει.

 

Η υπερηφάνειά μας κάνει κουφό τον Θεό.

 

Μέχρι να ταπεινωθούμε θα ταλαιπωρούμαστε και θα ταλαιπωρούμε.

 

Η υπομονή αποκτιέται δεν αγοράζεται.

 

Οι άνθρωποι φοβούνται περισσότερο τα γαβγίσματα των σκύλων παρά σέβονται

τον Θεό.

 

Οι «καλοί» είναι πιο κακοί.

 

Η μετάνοια τον τελευταίο τον κάνει πρώτο.

 

Αγαπώ όσους επιμένουν ν’ αρνούνται να ψυχαγωγηθούν φθηνά.

 

Χαίρομαι όσους δεν ρίχνουν λάδι στο καντήλι της περιέργειας και προτιμούν

το μυστικό φως της προσευχής: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».

 

Η υγεία τους πολλούς του αποκοιμίζει.

 

Η αγρυπνία δεν έχει καμία σχέση με την αϋπνία, όπως η νηστεία με τη

δίαιτα.

 

Ο ταπεινός δεν φοβάται να πέσει, γιατί είναι χάμω.

 

Είμαι επιφυλακτικός στην υποκρισία της σοφίας.

 

Οι αρετές είναι ως άνθη που καψαλίζονται από την πολυλογία.

 

Η εξωτερική ησυχία σιγά-σιγά γίνεται εσωτερική.

 

Ένα πλήθος ανθρώπων μασκοφορεί επικίνδυνα.

 

Είναι ντροπή να μιλάς γι’ αυτά που ποτέ δε γεύθηκες.

 

Να ψάχνουμε να βρίσκουμε τις αιτίες των αιτιών της έλλειψης χαράς.

 

Δίχως μόχθο και πόνο δεν υπάρχει αρετή κι ελευθερία.

 

Η Ελλάδα καθημερινά πλουταίνει φτωχαίνοντας.

 

Το ¶γιον Όρος κυρίως είναι αυτό που δεν φαίνεται.

 

Η Ευρώπη πεινά και διψά για φως.

 

Καλύτερα να διψάς, παρά να ξεδιψάς με απόνερα

-----------------------------

* Σημειώσεις λόγων συγχρόνων Αγιορειτών Γερόντων από ημερολογιακές σελίδες

Ένα άλλο θέμα που απασχόλησε τον Γέροντα, ήταν το θέμα του ημερολογίου.

Πονούσε για το χωρισμό και προσευχόταν. Λυπόταν για τις παρατάξεις των

παλαιοημερολογιτών που είναι ξεκομμένες σαν τα κλήματα από την ¶μπελο, και

δεν έχουν κοινωνία με τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία και τις κατά τόπους

αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες. Μερικές τέτοιες ενορίες στην Αθήνα και

στη Θεσσαλονίκη ενώθηκαν καθ’ υπόδειξή του με την Εκκλησία κρατώντας το

παλαιό ημερολόγιο.

Έλεγε, λοιπόν ο Γέροντας: «Καλό ήταν να μην υπήρχε αυτή η εορτολογική

διαφορά, αλλά δεν είναι θέμα πίστεως». Στις ενστάσεις ότι το νέο

ημερολόγιο το έκανε Πάπας, απαντούσε: «Το νέο ημερολόγιο το έκανε Πάπας

και το παλιό ειδωλολάτρης», εννοώντας τον Ιούλιο Καίσαρα. Για να φανεί

καλύτερα η τοποθέτηση του Γέροντα στο θέμα του ημερολογίου, παρατίθεται

στη συνέχεια μια σχετική μαρτυρία:

Ορθόδοξος Έλληνας με την οικογένειά του ζούσε χρόνια στην Αμερική. Είχε

όμως σοβαρό πρόβλημα. Ο ίδιος ήταν ζηλωτής (παλαιοημερολογίτης), ενώ η

γυναίκα και τα παιδιά του ήταν με το νέο ημερολόγιο. «Δεν μπορούσαμε να

γιορτάσουμε μια γιορτή σαν οικογένεια μαζί», έλεγε. «Αυτοί είχαν

Χριστούγεννα, εγώ του Αγίου Σπυρίδωνος. Εγώ Χριστούγεννα, αυτοί του

Αϊ-Γιαννιού. Και αυτό ήταν το λιγότερο. Το χειρότερο ήταν το να ξέρεις,

όπως μας δίδασκαν, ότι οι νεοημερολογίτες είναι αιρετικοί και θα

κολασθούν. Μικρό πράγμα είναι να ακούς συνέχεια ότι η γυναίκα σου και τα

παιδιά σου πρόδωσαν την πίστη τους, πήγαν με τον Πάπα, τα μυστήριά τους

δεν έχουν χάρη, κ.ά.π. Ώρες συζητούσαμε με τη γυναίκα μου, αλλά άκρη δε

βρίσκαμε. Για να πω την αλήθεια, κάτι δε μου άρεσε και στους

παλαιοημερολογίτες. Ιδίως όταν έρχονταν κάποιοι δεσποτάδες και μας

μιλούσαν. Δε μιλούσαν με αγάπη και με πόνο για τους πλανεμένους (όπως τους

θεωρούσαν) νεοημερολογίτες. Αλλά θαρρείς πως είχαν ένα μίσος και

χαίρονταν, όταν έλεγαν ότι θα κολασθούν. Ήταν πολύ φανατικοί. Όταν

τελείωνε η ομιλία τους, ένιωθα μέσα μου μια ταραχή. Έχανα την ειρήνη μου.

Όμως, ούτε σκέψη να φύγω από την παράδοσή μας. Πήγαινα να σκάσω. Σίγουρα

θα πάθαινα κάτι από τη στενοχώρια. Σ’ ένα ταξίδι μου στην Ελλάδα, είπα τον

προβληματισμό μου στον ξάδερφό μου Γιάννη. Εκείνος μου μίλησε για κάποιον

γέροντα Παΐσιο. Αποφασίσαμε να πάμε στο ¶γιον Όρος, για να τον συναντήσω.

Φθάσαμε στην «Παναγούδα». Ο Γέροντας μας κέρασε με γελαστό πρόσωπο και με

έβαλε να καθήσω δίπλα του. Τα είχα χαμένα. Ένιωθα, όπως μου

συμπεριφερόταν, σα να με γνώριζε από καιρό, σα να ήξερε τα πάντα για μένα.

«Πώς τα πας με τ’ αυτοκίνητα εκεί στην Αμερική;» Ήταν η πρώτη κουβέντα

του. Σάστισα. Ξέχασα να αναφέρω πως η δουλειά μου ήταν στους χώρους

σταθμεύσεως αυτοκινήτων, και φυσικά όλο με αυτοκίνητα ασχολούμουν.

«Καλά τα πάω», ήταν το μόνο που μπόρεσα να ψελλίσω, κοιτώντας σα χαμένος

το Γέροντα. «Πόσες Εκκλησίες έχετε εκεί που μένεις»; «Τέσσερις», απάντησα

και δεύτερο κύμα έκπληξης με κατέλαβε. «Με το παλιό ή με το νέο»; Ήρθε ο

τρίτος κεραυνός, που όμως, αντί να μεγαλώσει τη σαστιμάρα μου, κάπως με

εξοικείωσε, με ...προσγείωσε, θα έλεγα, με το χάρισμα του Γέροντα. «Δυο με

το παλιό και δυο με το νέο», του αποκρίθηκα. «Εσύ πού πας»; «Εγώ με το

παλιό και η γυναίκα μου με το νέο», απάντησα. «Κοίτα. Να πας κι εσύ εκεί

που πηγαίνει και η γυναίκα σου», μου είπε με μια αυθεντικότητα, και

ετοιμαζόταν να μου δώσει εξηγήσεις. Αλλά για μένα το θέμα είχε τελειώσει.

Δε χρειαζόμουν εξηγήσεις και επιχειρήματα. Κάτι το ανεξήγητο συνέβη μέσα

μου, κάτι το θεϊκό. Ένα βάρος έφυγε και τινάχτηκε μακριά μου. Όλα τα

επιχειρήματα και όλες οι απειλές και οι αφορισμοί για τους

νεοημερολογίτες, που χρόνια άκουγα, εξανεμίστηκαν. Ένιωθα τη χάρη του Θεού

που μέσω του Αγίου του δρούσε επάνω μου και με πλημμύριζε με μια ειρήνη

που χρόνια αναζητούσα. Η κατάσταση που ζούσα θα εκδηλώθηκε στο πρόσωπό

του...

Εκείνο που θυμάμαι είναι ότι αυτό μάλλον έκανε τον Γέροντα να σταματήσει

για λίγο. Αλλά έπειτα συνέχισε με μερικές εξηγήσεις. Ίσως για να τις λέω

σε άλλους. Ίσως και για να τις χρησιμοποιήσω για τον εαυτό μου σε καιρό

πειρασμού, όταν θα περνούσε εκείνη  η ουράνια κατάσταση.

«Και εμείς βέβαια εδώ στο ¶γιον Όρος με το παλιό πάμε. Αλλά είναι άλλη

περίπτωση. Είμαστε ενωμένοι με την Εκκλησία, με όλα τα Πατριαρχεία, και μ’

αυτά που έχουν το νέο ημερολόγιο και μ’ αυτά που έχουν το παλιό

ημερολόγιο. Αναγνωρίζομε τα μυστήριά τους και αυτοί τα δικά μας. Οι ιερείς

τους συλλειτουργούν με τους ιερείς μας. Ενώ αυτοί οι καημένοι ξεκόπηκαν.

Οι περισσότεροι και ευλάβεια έχουν και ακρίβεια και αγωνιστικότητα και

ζήλο Θεού. Μόνο που είναι αδιάκριτος, «οι κατ’ επίγνωσιν». ¶λλοι από

απλότητα, άλλοι από αμάθεια, άλλοι από εγωισμό, παρασύρθηκαν. Θεώρησαν τις

13 μέρες θέμα δογματικό και όλους εμάς πλανεμένους, και έφυγαν από την

Εκκλησία. Δεν έχουν κοινωνία ούτε με τα Πατριαρχεία και τις Εκκλησίες που

πάνε με το νέο, αλλά ούτε και με τα Πατριαρχεία και τις Εκκλησίες που πάνε

με το παλιό, γιατί δήθεν μολύνθηκαν από την επικοινωνία με τους

νεοημερολογίτες. Και όχι μόνον αυτό. Και αυτοί οι λίγοι που έμειναν,

έγιναν, δεν ξέρω και εγώ, πόσα κομμάτια. Και όλο και κομματιάζονται και

αλληλοαναθεματίζονται και αλληλοαφορίζονται και αλληλοκαθαιρούνται. Δεν

ξέρεις πόσο έχω πονέσει και πόσο έχω προσευχηθεί γι’ αυτό το θέμα.

Χρειάζεται να τους αγαπάμε και να τους πονάμε και όχι να τους

κατακρίνουμε, και πιο πολύ να προσευχόμαστε γι’ αυτούς να τους φωτίσει ο

Θεός, και αν τύχει καμιά φορά και μας ζητήσει κανείς με καλή διάθεση

βοήθεια, να λέμε καμιά κουβέντα».

Πέρασαν πάνω από πέντε χρόνια από την κοίμηση του Γέροντα. Ο κ. Χ. ήλθε

στην «Παναγούδα» να ευχαριστήσει τον Γέροντα, γιατί έκτοτε βρήκε την

πνευματική, αλλά και την οικογενειακή του σωτηρία και με δάκρυα στα μάτια

διηγήθηκε τα ανωτέρω.

Με την αγάπη, την προσευχή και την διάκρισή του, γνώριζε πότε να μιλά, πώς

να ενεργεί και να βοηθά αθόρυβα τη μητέρα Εκκλησία, αποφεύγοντας τα άκρα

και θεραπεύοντας πληγές που ταλαιπωρούν το σώμα της Εκκλησίας και

σκανδαλίζουν τους πιστούς.

 

------------

* Από το βιβλίο «Βίος γέροντος Παϊσίου του Aγιορείτου», Ιερομονάχου π.

Ισαάκ (σελ. 691 - 696).

 

Δεν ξεχνώ …

 

  

 
… αυτά που έκαναν εναντίον της πατρίδας

 

 

 

 

 

Πατρίδα

1.
2.
3.
4.
5.

 

 

 

  
… αυτά που έκαναν εναντίον της πίστης μας

 

 

 

 

 
… αυτά που έκαναν εναντίον της οικογένειας

 

Ορθοδοξία

1.

2.

3.
4.

 

 

 

 

Οικογένεια

1.
2.
3.
4.
5.

 

 

 

 
… αυτά που έκαναν στην παιδεία μας

 

 

 

 

 
… αυτά που έκαναν στην κοινωνία μας

 

Παιδεία

1.
2.
3.
4.
5.

 

 

 

 

Κοινωνία

1.

2. 

3.

4.

 

 

 

 

 

 

 

1974: Η προδοσία της Κύπρου!
 
 
 

 

 Η καταιγίδα των αντιδράσεων για  το «αντιρατσιστικό»

 

 

Μια Ελλάδα, παγκόσμιος γίγαντας ΠΛΟΥΤΟΠΑΡΑΓΩΓΙΚΩΝ ΠΗΓΩΝ που την ...χαρίζουν Μια Ελλάδα, παγκόσμιος γίγαντας ΠΛΟΥΤΟΠΑΡΑΓΩΓΙΚΩΝ ΠΗΓΩΝ που την ...χαρίζουν

ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: Δεν θα γίνω ευκολόπιστο θύμα!

 
 
 

 

ΙΜΙΑ 1996 : ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ ΤΗΝ ΘΥΣΙΑ ΤΩΝ ΗΡΩΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΕΙΛΙΑ ΤΩΝ ΥΠΕΥΘΥΝΩΝ !
 

~

Δεν ξεχνώ

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ [1986 - 2016]: 30 Χρόνια από τήν ψήφιση…

Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017

Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...

ΕΛΛΗΝΕΣ και ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ μποϊκοτάρετε τα προϊόντα εταιρειών που αφαιρούν…

Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017

Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...

Σύμφωνο Διαστροφικής Συμβίωσης

TIDEON 21-12-2015

Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...

ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: Δεν θα γίνω ευκολόπιστο θύμα!

Tideon 14-12-2015

Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...

Η καταιγίδα των αντιδράσεων για το «αντιρατσιστικό»

TIDEON 27-08-2014

  Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...

Δεν θα γίνω «δωρητής» οργάνων χωρίς να το θέλω! …

tideon.org 02-05-2013

  Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές...

Tideon 31-12-2012

Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...

Όχι, δεν θα φύγω

Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012

Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...

ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων…

tideon 07-11-2011

  ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ...;

ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011

   Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου;    Για να...

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου…

ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010

Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...