τοῦ Ἀρχιμ. π. Γεωργίου,
Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους.
Ὁ προφήτης Ἡσαΐας 800 χρόνια πρό Χριστοῦ καταυγάσθηκε ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί προφήτευσε τήν σάρκωση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ μέ τόση ἐνάργεια, ὥστε δικαίως νά ἀποκληθῇ μεγαλοφωνότατος Προφήτης καί πέμπτος εὐαγγελιστής. Στό ἔννατο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου του λέγει ὅτι ὁ Μεσσίας ἐδόθη σέ μᾶς ὡς παιδίον καί ὡς Υἱός ( τοῦ Θεοῦ προαιώνιος καί τῆς Παραθένου κατά σάρκα).
Πράγματι ὁ προαιώνιος Λόγος τοῦ Θεοῦ γενόμενος ἄνθρωπος ἀκολούθησε τά στάδια τῆς ἐνηλικιώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι πέρασε καί ἀπό τήν παιδική ἡλικία καί μᾶς ἐβεβαίωσε ὅτι δέν εῖναι ψιλός (φαινομενικός) ἄνθρωπος ὅπως ἔλεγαν οἱ αἱρετικοί δοκῆται, ἀλλά ἔλαβε πλήρη καί τελεία τήν ἀνθρωπίνη φύση.
Δέν ἦλθε μέ ἐξωτερική δύναμη καί μέ ἐξουσία ἤ ὡς «ἀπό μηχανῆς Θεός», ἀλλά ἦλθε ταπεινά, ἀθόρυβα, ὡς παιδίον, γιά νά μή μᾶς ἐντυπωσιάσῃ καί ἀναγκάσῃ νά τόν δεχθοῦμε.
Τόν βλέπουμε νά συλλαμβάνεται ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί νά κυοφορῆται στήν κοιλία τῆς Ἁγίας Παρθένου. Τόν βλέπουμε γεννώμενον στό πτωχικό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, σπαργανούμενον καί ἀνακλινόμενον στήν φάτνη, τεσσαρακονθήμερον προσφερόμενον ὡς πρωτότοκον στόν Ναό, φεύγοντα στήν Αἴγυπτο, βοηθοῦντα τόν θετό Του πατέρα στήν ἐργασία του, βαπτιζόμενον ἀπό τον Τίμιο Πρόδρομο στόν Ἰορδάνη, ὅπως ἐβαπτίζοντο καί πολλοί ἄλλοι συμπατριῶται Του, περιερχόμενον ταπεινά καί ἀθόρυβα τήν Ἰουδαία καί Γαλιλαία γιά νά κυρήξῃ τό Εὐαγγέλιο τῆς νέας Βασιλείας.
Καμμία ἐνέργειά Του δέν εἶχε σκοπό νά προκαλέσῃ τούς άνθρώπους νά τόν θαυμάσουν καί νά τόν δοξάσουν. Καί ὅταν ἀκόμη θαυματουργοῦσε, εὐσπλαγχνιζόμενος τούς πάσχοντας ἀνθρώπους, παρήγγελλε νά μήν διαδίδουν τό γεγονός, ἀλλά νά δίδουν δόξα στόν Θεό. Σταυρωθέντα τόν εἶδαν ὅλοι. Τήν Ἁνάστασί Του ὅμως κανείς δέν εἶδε. Ὅπως ἐν μυστηρίῳ ἐσαρκώθῃ καί ἐξῆλθε ἀπό τήν κοιλία τῆς Ἁγίας Θεοτόκου, χωρίς νά θίξῃ τήν παρθενία της, ἔτσι ἐξῆλθε καί ἐκ τοῦ μνήματος, πρίν ἀποκυλισθῇ ὁ βαρύς λίθος πού τόν ἔφραζε.
«Κύριε, ἐσγραγισμένου τοῦ τάφου ὑπό τῶν παρανόμων, προῆλθες ἐκ τοῦ μνήματος, καθώς ἐτέχθης ἐκ τῆς Θεοτόκου˙ οὐκ ἔγνωσαν πῶς ἐσαρκώθης οἱ ἀσώματοί σου Ἄγγελοι˙ οὐκ ἤσθοντο πότε ἀνέστης οἱ φυλάσσοντές σε στρατιῶται˙ ἀμφότερα γάρ ἐσφράγισται τοῖς ἑρευνῶσι, πεφανέρωται δέ τά θαύματα τοῖς προσκυνοῦσιν ἐν πίστει τό μυστήριον…»
Αύτός λοιπόν εἶναι ὁ Θεός καί Σωτῆρας μας. «Παιδίον νέον, ὁ πρό αἰώνων Θεός», ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία.
«Προσκυνοῦμεν σου τήν γένναν, Χριστέ!» Σέ προσκυνοῦμεν καί ὡς παιδίον.
Παιδίον μέ σωματική ἀνάπτυξι, ἀλλά καί Θεός ὁμοούσιος τῷ Πατρί. Φαινομενικά ἀδύνατο παιδί, ἀλλά στήν πραγματικότητα Κύριος καί Παντοκράτωρ. Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ὅταν ἀκούσης παιδίον, μή καταφρόνει τοῦ ὀνόματος, ἀλλά θαύμασον τοῦ Θεοῦ τήν φιλανθρωπίαν, καί θαύμασον τῆς οἰκονομίας τήν σωτηρίαν˙ ἵνα γένῃ ἄξιος ἀκούειν τῶν εὐαγγελικῶν λόγων, διά πίστεως παρακολουθῶν, διά καρτερίας γυμναζόμενος, δι’εὐλαβείας ἀγωνιζόμενος, δι’ ἀγάπης τελειούμενος, διά πάντων ὁλόκληρος γινόμενος ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» (Λόγος εἰς τό ρητόν˙ Ἐξῆλθε δόγμα, PG 50, 800)
Στήν βυζαντινή μας ζωγραφική τό παιδίον Ἰησοῦς βασταζόμενον στήν άγκαλιά τῆς Ἁγίας Θεοτόκου δέν εἰκονίζεται σάν ἕνα ἀνώριμο χαριτωμένο ἀνθρωπάκι ἀλλά, ἐνῶ δέν ὑστερεῖ καθόλου σέ παιδικότητα, εἶναι πάντα ὁ Κύριος.
Τίς Ἅγιες αὐτές ἡμέρες θά μᾶς δοθεῖ ἡ εὐκαιρία νά συναντήσουμε τόν σαρκωθέντα Θεό μας ὡς βρέφος, ὡς νήπιον, ὡς παιδίον. Θά διαπιστώσουμε ὅτι τό παιδίον αὐτό εἶναι ὁ Ἄκτιστος καί Δημιουργός τοῦ σύμπαντος Κύριος καί Θεός. Γι’ αὐτό ἡ πίστις μας ἔχει ἀξία. Δέν εἶναι φιλοσοφία οὔτε ἰδεολογία. Εἶναι κοινωνία ἀγάπης καί ἐμπιστοσύνης στόν πτωχεύσαντα Θεό μας.
Μιά τέτοια κοινωνία μέ τό παιδίον Ἰησοῦς προϋποθέτει ὅτι καί ἐμεῖς θά γίνουμε παιδία. Θά παραιτηθοῦμε ἀπό τόν ἐγωϊσμό μας, τήν ψευδοαυτάρκεια τῆς λογικῆς μας, τήν πονηρία μας, γιά νά δεχθοῦμε μέ ἁπλότητα καί ἐμπιστοσύνη τό ὑπέρλογο καί ὄχι παράλογο μυστήριο τοῦ Χριστοῦ. Πρέπει νά νηπιάσουμε κατά τήν κακία καί ὄχι κατά τάς φρένας ὅπως μᾶς παραγγέλλει ὁ θεῖος Ἀπόστολος, γιά νά ζήσουμε τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ.
(Α’ Κορ.ιδ’20).
Στήν εὐλογημένη ἑλληνορθόδοξη παράδοσί μας αὐτές τίς ἅγιες ἡμέρες τα παιδιά ἐχαίροντο ἰδιαίτερα γιά τήν θεία Γέννησι. Ἔψαλλαν τά κάλαντα, γέμιζαν τίς ἐκκλησίες, ἔκαναν χριστουγεννιάτικες τητα ἑορτές στά σχολεῖα. Μαζύ τους ἐχαίροντο καί ὅσοι ἐνήλικες ζοῦσαν κάτι ἀπό τήν ἁπλότητα καί ἀθωότητα τῶν παιδιῶν.
Μέ πολύ πόνο διαπιστώνουμε ὅτι κάποιοι κάνουν ὅ,τι μποροῦν γιά νά κρύψουν ἀπό τά παιδιά τό παιδίον Ἰησοῦς. Ἀντί Αὐτοῦ τούς προσφέρουν μάγους, μάγισσες, νεράϊδες, ἐξωγήϊνα ὄντα πού μοιάζουν μέ διαβολάκια. Τά παιδικά περιοδικά, πού ὡς ἔνθετα προσφέρουν κάποιες μεγάλες ἐφημερίδες, ὄχι μόνον προβάλλουν τά Χριστούγεννα χωρίς Χριστό, ἀλλά καί ἔμμεσα ἐμπαίζουν τόν Χριστό καί τήν χριστιανική πίστι. Μήπως καί αὐτά ἀποτελοῦν προετοιμασία γιά τήν παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, τήν πανθρησκεία καί τόν Ἀντίχριστο, γία τά ὁποῖα κάθε τι τό Χριστιανικό καί Ὀρθόδοξο πρέπει να κατεδαφισθῇ;
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς ὄχι μόνον ἔγινε ὁ Ἴδιος παιδίον ἀλλά ἀγάπησε τά παιδία καί τά ἐκάλεσε κοντά Του, τά εὐλόγησε καί εἶπε: «Ἐάν μή στραφῆτε καί γένησθε ὡς τά παιδία, οὐ μή εἰσέλθητε εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ιη΄3 )
Καί σήμερα ἐπαναλαμβάνει: «Ἄφετε τά παιδία ἔρχεσθαι πρός με». Θέλει κοντά Του τούς ἀνθρώπους ἀπό τήν παιδική ἡλικία, γιά νά τούς δώσῃ ἐλπίδα, νόημα, ζωή, φῶς, χαρά. Γιά νά τούς δώσῃ ἐφόδια, μέ τά ὁποῖα θά μπορέσουν νά ἀντιμετωπίσουν τούς πειρασμούς, τίς προκλήσεις τά ναυάγια τῆς ζωῆς.
Πῶς νά ἐκφράσουμε τήν εὐγνωμοσύνη μας πρός τόν δι’ ἡμᾶς καί διά τήν σωτηρίαν μας νηπιάσαντα Κύριον;
Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς ὑποδεικνύει τόν τρόπο:
«Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε!
Χριστός ἐξ’ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε.
Χριστός ἐπί γῆς, ὑψώθητε!»
Μέ έγκάρδιες εὐχές γιά ἀξία ὑποδοχή τοῦ παιδίου Ἰησοῦ καί γιά πανευφρόσυνες ἑορτές μέ τήν Χάρι καί τήν εὐλογία Του.
Ὁ Καθηγούμενος τῆς έν Ἁγίῳ Ὄρει Ἱερᾶς Μονῆς
τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου