
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ὡστόσο, παρ’ ὅλες τὶς δυσκολίες, πρέπει νὰ προσπαθοῦν οἱ ἄνθρωποι, γιὰ νὰ πετύχουν τὴν ἀναγκαία ἐπικοινωνία καὶ νὰ δώσουν νόηµα στὶς πράξεις τους. Νὰ ἐπιδιώκουν τὴν ἐµπιστοσύνη µεταξύ τους, νὰ ἔχουν ὑποµονὴ καὶ νὰ εἶναι µετριοπαθεῖς. Ὁ καθένας νὰ προσφέρει αὐτὸ ποὺ ἔχει καὶ µπορεῖ. Νὰ ἀλληλοσυµπληρώνονται καὶ νὰ ἀλληλοστηρίζονται. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ θὰ ἔχουν καλύτερες σχέσεις, µιὰ καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι κοινωνικός, ζεῖ ἀναγκαστικὰ µαζὶ µὲ ἄλλους καὶ ὅλους τοὺς ἔχει ἀνάγκη, ὅπως καὶ ὁ ἴδιος εἶναι χρήσιµος στοὺς ἄλλους.
«Μετανοεῖτε καί πιστεύετε στό Εὐαγγέλιο»1. «Μετανοεῖτε, γιατί ἔφτασε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»2. Αὐτά ἦταν τά πρῶτα λόγια τοῦ κηρύγματος τοῦ Θεανθρώπου. Κι αὐτά τά λόγια τά ἀπευθύνει Ἐκεῖνος μέχρι σήμερα σ᾿ ἐμᾶς μέσ᾿ ἀπό τό Εὐαγγέλιο. Ὅταν ἡ ἁμαρτία αὐξήθηκε πολύ στή γῆ, τότε ἦρθε ἐδῶ ὁ παντοδύναμος Γιατρός. Κατέβηκε στή χώρα τῆς ἐξορίας, στή χώρα τῶν μόχθων καί τῶν βασάνων μας –τῶν βασάνων πού προηγοῦνται τῶν αἰώνιων ἐκείνων τοῦ ἅδη– καί εὐαγγελίστηκε τήν ἀπέλευθέρωση, τήν ἀνακούφιση, τή θεραπεία ὅλων τῶν ἀνθρώπων δίχως ἐξαίρεση. Μετανοεῖτε!
Ἡ δύναμη τῆς μετάνοιας θεμελιώνεται στή δύναμη τοῦ Θεοῦ. Παντοδύναμος εἶναι ὁ Γιατρός, ἀποτελεσματική εἶναι ἡ θεραπεία πού μᾶς προσφέρει.
Τότε, τόν καιρό τοῦ κηρύγματός Του στή γῆ, ὁ Κύριος πρόσφερε τή θεραπεία σ᾿ ὅλους ὅσοι ἦταν ἄρρωστοι ἀπό τήν ἁμαρτία. Καμιάν ἁμαρτία δέν θεώρησε ἀθεράπευτη. Συνεχίζει καί τώρα νά μᾶς καλεῖ. Ὑπόσχεται καί χαρίζει τήν ἄφεση κάθε ἁμαρτίας, τή θεραπεία κάθε ἐφάμαρτης ἀδυναμίας.
Ὁδοιπόροι τῆς γῆς! Ὅλοι ἐσεῖς πού σαγηνεύεστε ἀπό τόν πλατύ δρόμο μέ τόν ἀκατάπαυστο θόρυβο τῶν γήινων μεριμνῶν καί ἀπολαύσεων, ἀπό τά λουλούδια πού εἶναι ἀνάκατα μ᾿ ἀγκάθια, ἐσεῖς πού προχωρᾶτε βιαστικά στόν δρόμο τοῦτο μέ τό τέρμα τό γνωστό σέ ὅλους μά καί λησμονημένο ἀπ᾿ ὅλους –τόν τάφο τόν σκοτεινό καί τήν αἰωνιότητα τήν ἀκόμα πιό σκοτεινή καί φοβερή– σταματῆστε! Πετάξτε τά δεσμά τῆς γοητείας τοῦ κόσμου, πού διαρκῶς σᾶς κρατᾶ αἰχμάλωτους! Ἀκοῦστε τί σᾶς κηρύσσει ὁ Σωτήρας καί δῶστε στά λόγια Του τήν προσοχή πού πρέπει: «Μετανοεῖτε καί πιστεύετε στό Εὐαγγέλιο». «Μετανοεῖτε, γιατί ἔφτασε ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν».
Εἶναι ἀπόλυτα ἀναγκαῖο γιά σᾶς, ὁδοιπόροι τῆς γῆς, νά στρέψετε ὅλη τήν προσοχή σας σ᾿ ἐτούτη τή βασική, τήν ὠφέλιμη, τή σωτήρια παραίνεση. Διαφορετικά, θά φτάσετε στό τέρμα, θά φτάσετε στόν τάφο, θά φτάσετε στίς πύλες τῆς αἰωνιότητας, χωρίς νά ἔχετε ἀποκτήσει ὀρθή ἀντίληψή της, χωρίς νά γνωρίζετε τίς ὑποχρεώσεις ἐκείνου πού μπαίνει σ᾿ αὐτήν. Ἔτσι, θά ἔχετε ἑτοιμάσει ἐκεῖ γιά τόν ἑαυτό σας τή δίκαιη τιμωρία γιά τίς ἁμαρτίες σας. Ἡ πιό βαριά ἁμαρτία εἶναι ἡ ἀδιαφορία γιά τά λόγια τοῦ Σωτήρα, ἡ περιφρόνηση τοῦ Σωτήρα.
Μετανοεῖτε!
Ἀπατηλός καί πλανεμένος εἶναι ὁ δρόμος τῆς ἐπίγειας ζωῆς. Σ ᾿ αὐτούς πού κάνουν τά πρῶτα τους βήματα, φαίνεται ἀτέλειωτος καί γεμάτος δράση. Σ᾿ αὐτούς πού ἔφτασαν στό τέρμα του, φαίνεται πάρα πολύ σύντομος καί γεμάτος κούφια ὄνειρα.
Μετανοεῖτε!
Καί τή δόξα καί τόν πλοῦτο καί ὅλα τά ἄλλα ἐγκόσμια ἀγαθά, πού γιά τήν ἀπόκτησή τους χρησιμοποιεῖ ὅλον τόν χρόνο τῆς ἐπίγειας ζωῆς του καί ὅλες τίς ψυχοσωματικές του δυνάμεις ὁ τυφλωμένος ἁμαρτωλός, θά ὑποχρεωθεῖ νά τά ἐγκαταλείψει τότε πού βίαια θά ἀφαιρεθεῖ ἀπό τήν ψυχή του τό ἔνδυμά της, τό σῶμα, τότε πού θά ὁδηγηθεῖ ἀπό τούς ἀδυσώπητους ἀγγέλους στήν κρίση τοῦ δίκαιου Θεοῦ, τοῦ Θεοῦ πού ἀγνοοῦσε καί περιφρονοῦσε.
Μετανοεῖτε!
Μοχθοῦν καί βιάζονται οἱ ἄνθρωποι ν᾿ ἀποκτήσουν πλούσιες γνώσεις, γνώσεις ὅμως μικρῆς σημασίας, γνώσεις χρήσιμες μόνο πρόσκαιρα, γνώσεις πού συμβάλλουν στήν ἱκανόποίηση τῶν ἀναγκῶν καί τῶν ἐπιθυμιῶν τῆς ἐπίγειας ζωῆς. Τή γνώση τοῦ Ὄντος καί τοῦ ἔργου πού εἶναι πραγματικά ἀναγκαία, δηλαδή τή γνώση τοῦ Θεοῦ καί τῆς συμφιλιώσεώς μας μ᾿ Αὐτόν μέσῳ τοῦ Λυτρωτῆ Ἰησοῦ Χριστοῦ, δέν φροντίζουν νά τήν ἀποκτήσουν. Καί ὅμως, ἡ ἐπίγεια ζωή μᾶς δόθηκε μόνο γιά τήν ἀπόκτηση αὐτῆς τῆς γνώσεως.
Μετανοεῖτε!
Ἄς κοιτάξουμε, ἀδελφοί, δίχως ἐμπάθεια, κάτω ἀπό τό φῶς τοῦ Εὐαγγελίου, τήν ἐπίγεια ζωή μας. Θά διαπιστώσουμε πώς εἶναι μηδαμινῆς ἀξίας. Ὅλα τά ἀγαθά της ἀφαιροῦνται μέ τόν θάνατο ἤ καί πολύ νωρίτερα μέ διάφορα ἀπροσδόκητα περιστατικά. Δέν ἀξίζει, λοιπόν, νά ὀνομάζονται ἀγαθά αὐτά πού χάνονται τόσο σύντομα! Ἀπάτη εἶναι, ἤ μᾶλλον δίχτυα. Καί ὅσοι μπλέκονται σ᾿ αὐτά τά δίχτυα, στεροῦνται τά ἀληθινά, τά αἰώνια, τά οὐράνια, τά πνευματικά ἀγαθά, πού μποροῦν νά τά ἀποκτήσουν μόνο ἄν πιστέψουν στόν Χριστό καί Τόν ἀκολουθήσουν, τραβώντας τόν μυστικό δρόμο τῆς εὐαγγελικῆς ζωῆς.
Μετανοεῖτε!
Τί φοβερή πού εἶναι ἡ τύφλωσή μας! Καί πόσο φανερά ἀποδεικνύεται, ἀπ᾿ αὐτή τήν τύφλωση, ἡ πτώση μας! Βλέπουμε τούς συνανθρώπους μας νά πεθαίνουν. Γνωρίζουμε ὅτι κι ἐμεῖς ὁπωσδήποτε θά πεθάνουμε, ἴσως μάλιστα καί πολύ σύντομα, γιατί κανένας ἄνθρωπος δέν ἔμεινε παντοτινά στή γῆ. Βλέπουμε, ἐπίσης, ὅτι γιά τούς πιό πολλούς καί πρίν ἀπό τόν θάνατο ἡ ἐπίγεια εὐημερία συχνά μεταβάλλεται σέ δυστυχία, ὅμοια κι αὐτή στήν πίκρα μέ τόν θάνατο. Καί παρά τήν τόσο καθαρή μαρτυρία τῆς ἴδιας τῆς πείρας μας, συνεχίζουμε νά κυνηγᾶμε μόνο τά πρόσκαιρα ἀγαθά, σάν νά ἦταν μόνιμα καί αἰώνια. Σ᾿ αὐτά ἔχουμε στρέψει ὅλη μας τήν προσοχή. Ξεχάσαμε τόν Θεό! Ξεχάσαμε τή μεγαλειώδη καί συνάμα φοβερή αἰωνιότητα!
Μετανοεῖτε!
Θά χάσουμε, ἀδελφοί, ὁπωσδήποτε θά χάσουμε ὅλα τά φθαρτά ἀγαθά μας. Οἱ πλούσιοι θά χάσουν τόν πλοῦτο τους, οἱ ἔνδοξοι θά χάσουν τή δόξα τους, οἱ νέοι θά χάσουν τά νιάτα τους, οἱ σοφοί θά χάσουν τή σοφία τους. Ἕνα μόνο αἰώνιο καί ἀληθινό ἀγαθό μποροῦμε νά ἀποκτήσουμε στό διάστημα τῆς ἐπίγειας ξενητιᾶς μας: τή γνώση τοῦ Θεοῦ (Θεογνωσία), τήν καταλλαγή καί τήν ἕνωση μέ τόν Θεό, τήν ὁποία μᾶς χάρισε ὁ Χριστός. Ἀλλά, γιά ν᾿ ἀποκτήσουμε τό κορυφαῖο αὐτό ἀγαθό, πρέπει νά ἐγκαταλείψουμε τήν ἁμαρτωλή ζωή, πρέπει νά τή μισήσουμε.
Μετανοεῖτε!
Τί σημαίνει μετανοῶ; Μετανοῶ σημαίνει συνειδητοποιῶ τίς ἁμαρτίες μου, μεταμελοῦμαι γι᾿ αὐτές καί δέν τίς ἐπαναλαμβάνω, ὅπως ἔλεγε κάποιος μεγάλος ὅσιος3. Μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο πολλοί ἁμαρτωλοί ἔγιναν ἅγιοι, πολλοί ἄνομοι ἔγιναν δίκαιοι.
Μετανοεῖτε!
Πετάξτε ἀπό πάνω σας ὄχι μόνο τίς φανερές ἁμαρτίες –τόν φόνο, τήν κλοπή, τήν πορνεία, τόν ὅρκο, τό ψέμα– , ἀλλά καί τίς ψυχόλεθρες διασκεδάσεις καί τίς σωματικές ἀπολαύσεις καί τίς μάταιες ὀνειροπολήσεις καί τούς κακούς λογισμούς, ὅλα ὅσα ἀπαγορεύει τό ἰερό Εὐαγγέλιο. Καθαριστεῖτε ἀπό τή βρωμιά τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς σας, λουστεῖτε μέ τά δάκρυα τῆς ἀληθινῆς μετάνοιας.
Ὅταν βρίσκεσαι σέ κατάσταση ἀκηδίας καί ψυχικῆς ἀτονίας, μή συλλογιστεῖς: “Ἔπεσα σέ βαριές ἁμαρτίες, ἀπέκτησα μέ τήν πολύχρονη ἁμαρτωλή ζωή κακές συνήθειες, πού μέ τόν καιρό, ἔγιναν σάν φυσικές ἰδιότητες τῆς ψυχῆς μου. Ἔτσι δέν εἶναι δυνατή πιά γιά μένα ἡ μετάνοια”4. Πρόκειται γιά σκοτεινές σκέψεις πού σπέρνει μέσα σου ὁ ἐχθρός, χωρίς νά τό ἀντιλαμβάνεσαι. Αὐτός γνωρίζει τή δύναμη τῆς μετάνοιας. Φοβᾶται, λοιπόν, μήπως μέ τή μετάνοια ἀποτινάξεις τόν ζυγό του, γι᾿ αὐτό προσπαθεῖ νά σέ κρατήσει στήν ἁμαρτία, ἀποδίδοντας συκοφαντικά ἀδυναμία θεραπείας στόν παντοδύναμο Γιατρό, τόν Θεό. Αὐτός πού θέσπισε τή μετάνοια εἶναι Ἐκεῖνος πού σέ ἔπλασε ἀπό τό τίποτα. Ὁ Πλάστης σου, λοιπόν, ἀκόμα πιό εὔκολα μπορεῖ νά σέ ἀναπλάσει, μεταβάλλοντας τήν καρδιά σου ἀπό φιλάμαρτη σέ φιλάρετη, ἀπό φιλόσαρκη, φιλήδονη καί κακοπροαίρετη σέ καθαρή, πνευματική καί ἁγία.
Ἄς γνωρίσουμε, ἀδελφοί, τήν ἀνέκφραστη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τόν πεσμένο ἄνθρωπο. Ὁ Κύριος, ὁ ἀθῶος καί πανάγιος, ἐνανθρώπησε γιά νά ὑποστεῖ τή θανατική καταδίκη πού ἔπρεπε σ᾿ ἐμᾶς, τούς ἔνοχους, καί νά μᾶς λυτρώσει ἔτσι ἀπό τόν θάνατο. Τί Τόν ἔφερε σ᾿ ἐμᾶς ἐδῶ, στή γῆ τῆς ἐξορίας μας; Μήπως ἡ ἀρετή μας; Κάθε ἄλλο! Τόν ἔφερε ἡ οἰκτρή κατάσταση στήν ὁποία βρέθήκαμε λόγω τῆς ἁμαρτωλότητάς μας.
Ἄς ἔχουμε θάρρος, ἁμαρτωλοί μου ἀδελφοί. Γιά μᾶς ἀκριβῶς ὁ Κύριος πραγματοποίησε τό μεγάλο ἔργο τῆς ἀνανθρωπήσεώς Του. Μέ τήν ἀκατάληπτη εὐσπλαχνία Του ἔριξε τό βλέμμα Του στήν ἀσθένειά μας. Ἄς πάψουμε νά διστάζουμε! Ἄς πάψουμε νά καταθλιβόμαστε καί νά ταλαντευόμαστε! Γεμάτοι πίστη, ζῆλο καί εὐγνωμοσύνη, ἄς πλησιάσουμε στή μετάνοια καί μ᾿ αὐτήν ἄς συμφιλιωθοῦμε μέ τόν Θεό. «Καί ὁ ἁμαρτωλός», λέει ὁ Κύριος, «ἄν μετανοήσει γιά ὅλες τίς ἁμαρτίες, πού ἔκανε, καί τηρήσει ὅλες τίς ἐντολές μου καί ἐφαρμόσει δικαιοσύνη καί εὐσπλαχνία, ὁπωσδήποτε θά ζήσει καί δέν θά πεθάνει. Ὅλα τά ἁμαρτήματα, πού εἶχε κάνει, θά ξεχαστοῦν· θά ζήσει πιά μέ τήν ἀρετή του»5. Τέτοιαν ὑπόσχεση δίνει ὁ Θεός στόν ἁμαρτωλό μέ τό στόμα τοῦ μεγάλου προφήτη Του.
Ἄς ἀνταποκριθοῦμε μέ τίς μικρές δυνάμεις μας στή μεγάλη ἀγάπη τοῦ Κυρίου, ἄς ἀνταποκριθοῦμε ὅσο εἶναι δυνατό νά ἀνταποκριθεῖ ἕνα πλάσμα, καί μάλιστα πλάσμα πεσμένο, στήν ἀγάπη τοῦ Πλάστη του. Ἄς μετανοήσουμε! Καί ἄς μετανοήσουμε ὄχι μόνο μέ τά χείλη. Ἄς ἐκδηλώσουμε τή μετάνοιά μας ὄχι μόνο μέ λίγα φευγαλέα δάκρυα, ὄχι μόνο μέ τή σωματική συμμετοχή στήν ἐκκλησιαστική λατρεία καί τήν τυπική ἐκτέλεση κάποιων καλῶν πράξεων, ὅπως ἔκαναν οἱ Φαρισαῖοι. Μαζί μέ τά δάκρυα καί τήν ἐξωτερική εὐλάβεια, ἄς προσφέρουμε στόν Θεό καί τόν καλό καρπό τῆς ἀληθινῆς μετάνοιας: Ἄς μεταβάλουμε τή ζωή μας, ἄς τήν κάνουμε, ἀπό ζωή ἁμαρτωλή, ζωή εὐαγγελική.
«Γιατί θέλετε νά πεθάνετε, Ἰσραηλίτες;»6. Γιατί καταστρέφεστε, χριστιανοί μου, ἀπό τίς ἁμαρτίες σας μέ τόν αἰώνιο θάνατο; Γιατί γεμίζει ἀπό σᾶς, τούς χριστιανούς, ὁ ἅδης, σάν νά μήν ὑπάρχει στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἡ παντοδύναμη μετάνοια; Αὐτό τό δῶρο, αὐτό τό δίχως ὅρια ἀγαθό δῶρο τοῦ Θεοῦ στούς χριστιανούς, σέ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς τους καί γιά κάθε ἁμάρτημά τους ἐνεργεῖ μέ τήν ἴδια δύναμη. Καθαρίζει κάθε ψυχικό ρύπο καί σώζει κάθε ἄνθρωπο πού ἐπικαλεῖται τήν εὐσπλαχνία τοῦ Κυρίου ἔστω καί στίς τελευταῖες στιγμές του, λίγο πρίν ἀπό τόν σωματικό του θάνατο.
«Γιατί θέλετε νά πεθάνετε, Ἰσραηλίτες;». Γι᾿ αὐτό χάνονται ὁριστικά οἱ χριστιανοί μέ τόν αἰώνιο θάνατο, ἐπειδή σ᾿ ὁλη τήν ἐπίγεια ζωή τους ἀθετοῦν τίς ὑποσχέσεις πού ἔδωσαν στό Βάπτισμά τους καί δουλεύουν στήν ἁμαρτία. Χάνονται, γιατί δέν δίνουν τήν παραμικρή προσοχή στόν λόγο τοῦ Θεοῦ, πού τούς καλεῖ σέ μετάνοια. Μήτε λίγες στιγμές πρίν ἀπό τόν θάνατό τους δέν κατορθώνουν νά ἐκμεταλλευθοῦν τήν ἀκαταμάχητη δύναμη τῆς μετάνοιας! Κι αὐτό γιατί εἴτε δέν ἀπέκτησαν καμιά γνώση τοῦ χριστιανισμοῦ εἴτε τόν γνώρισαν σφαλερά, ἔτσι πού θά ἦταν καλύτερα νά μήν τόν εἶχαν γνωρίσει. «“Βεβαιώνω ἐγώ”, λέει ὁ Κύριος» –γιά νά ἐνισχύσει, θαρρεῖς, τήν πίστη τῶν ὀλιγόπιστων καί νά προκαλέσει τήν προσοχή τῶν ἀπρόσεκτων–, «“Βεβαιώνω ἐγώ”, λέει ὁ Κύριος, “ὅτι δέν θέλω τόν θάνατο τοῦ ἀσεβοῦς, ἀλλά θέλω νά ἐπιστρέψει ἀπό τόν ἁμαρτωλό του δρόμο καί νά ζήσει. Ἐπιστρέψτε, ἐπιστρέψτε ἀπό τόν κακό σας δρόμο! Γιατί θέλετε νά πεθάνετε, Ἰσραηλίτες;”»7.
Γνώριζε ὁ Θεός τήν ἀδυναμία τῶν ἀνθρώπων, γνώριζε ὅτι καί μετά τό Βάπτισμά τους θά ἔπεφταν σέ ἁμαρτίες. Γι᾿ αὐτό θέσπισε τό Μυστήριο τῆς Μετάνοιας ἤ Ἐξομολογήσεως στήν Ἐκκλησία Του· Μυστήριο μέ τό ὁποῖο οἱ χριστιανοί καθαρίζονται ἀπό κάθε ἁμαρτία. Ἡ μετάνοια, βέβαια, πρέπει νά συνοδεύεται ἀπό τήν πίστη στόν Χριστό, ἀλλά καί νά προηγεῖται τοῦ Βαπτίσματος στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Μετά τό Βάπτισμα, πάλι, ἡ μετάνοια διορθώνει τόν ἁμαρτωλό πού ἔχει πίστη στόν Χριστό καί βαπτίστηκε στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.
Ὅταν πολλοί Ἰσραηλίτες ἀπό τά Ἱεροσόλυμα καί ἀπ᾿ ὅλη τήν Ἰουδαία πήγαιναν στόν Ἰωάννη, τόν κήρυκα τῆς μετάνοιας, γιά νά βαπτιστοῦν ἀπ᾿ αὐτόν στόν Ἰορδάνη, ἐξομολογοῦνταν πρῶτα τίς ἁμαρτίες τους8. Ὅπως σημειώνει ἕνας ἱερός συγγραφέας9 ὁ Τίμιος Πρόδρομος τούς ζητοῦσε νά ἐξομολογηθοῦν πρίν ἀπό τό βάπτισμα, ὄχι ἐπειδή ὁ ἴδιος χρειαζόταν τήν ἐξομολόγησή τους, μά ἐπειδή ἐπιζητοῦσε τή σωτηρία τους, ἐπειδή, μ᾿ ἄλλα λόγια, γιά τή σταθερότητα τῆς μετάνοιάς τους, ἦταν ἀναγκαῖο νά συνενώσουν τήν ὀμολογία τῶν παραπτωμάτων τους μέ τό αἴσθημα τῆς λύπης γιά τήν ἁμαρτωλότητά τους. Τήν ψυχή πού συνηθίζει νά ἐξομολογεῖται, λέει ὁ ἴδιος ὅσιος, ἡ σκέψη τῆς ἐξομολογήσεως τή συγκρατεῖ σάν χαλινάρι καί δέν τήν ἀφήνει νά ἁμαρτήσει. Ἀντίθετα, τίς ἁμαρτίες πού δέν σκέφτεται κανείς νά τίς ἐξομολογηθεῖ, τίς διαπράττει ἄφοβα συνεχῶς σάν σέ σκοτάδι10.
Μέ τήν Ἐξομολόγηση διαλύεται ἡ φιλία μέ τίς ἁμαρτίες. Ἡ ἀπέχθεια πρός τίς ἁμαρτίες εἶναι τό γνώρισμα τῆς γνήσιας μετάνοιας τῆς ψυχῆς καί τῆς σταθερῆς ἀποφάσεώς της νά ζήσει ἐνάρετα.
Ἄν συνήθισες νά ἁμαρτάνεις, πρέπει νά ἐξομολογεῖσαι πολύ συχνά. Ἔτσι σύντομα θά ἐλευθερωθεῖς ἀπό τήν αἰχμαλωσία τῆς ἁμαρτίας καί εὔκολα θ᾿ ἀκολουθήσεις τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό ὅλος χαρά.
Ὅποιος συχνά προδίδει τούς φίλους του, τούς κάνει ἐχθρούς του καί τούς διώχνει μακριά του. Ἔτσι καί ὅποιος συχνά ἐξομολογεῖται τίς ἁμαρτίες του, τίς διώχνει μακριά του. Γιατί οἱ ἁμαρτίες, πού στηρίζονται στήν ὑπερηφάνεια τῆς πεσμένης φύσεώς μας καί ἐνισχύονται ἀπ᾿ αὐτήν, δέν ἀντέχουν τόν ἔλεγχο καί τόν διασυρμό.
Ὅποιος μέ τήν ἐλπίδα τῆς μετάνοιας ἁμαρτάνει ἑκούσια καί προμελετημένα, εἶναι δόλιος στίς σχέσεις του μέ τόν Θεό. Τόν ἄνθρωπο αὐτό τόν βρίσκει ἀπροσδόκητα ὁ θάνατος, κι ἔτσι δέν προλαβαίνει νά μετανοήσει, ὅπως εἶχε ὑπολογίσει, καί νά ζήσει ἐνάρετα11.
Μέ τήν ἑκούσια ἁμαρτωλότητα χάσαμε, ἀδελφοί, τήν ἁγία ἁγνότητα, τήν ἁγνότητα τήν ἀνέγγιχτη ὄχι μόνο ἀπό τήν ἔμπρακτη ἁμαρτία μά κι ἀπό τή γνώση τοῦ κακοῦ, τήν ἁγνότητα τή γεμάτη πνευματική λάμψη, μέ τήν ὁποία βγήκαμε ἀπό τά χέρια τοῦ Δημιουργοῦ. Χάσαμε, ὄμως καί τήν καθαρότητα μέ τήν ὁποία βγήκαμε ἀπό τήν κολυμβήθρα τοῦ ἀναγεννητικοῦ Βαπτίσματος. Τό ἔνδυμα τῆς ψυχῆς μας, πού τό ἔκανε κατάλευκο ὁ Λυτρωτής, τό λερώσαμε στήν πορεία τῆς ζωῆς μας μέ διάφορα ἁμαρτήματα. Ἕνα λουτρό μᾶς ἔμεινε γιά νά πλυθοῦμε καί νά καθαριστοῦμε ψυχικά, τό λουτρό τῆς μετάνοιας. Τί θά γίνει, ἄν ἀδιαφορήσουμε γι᾿ αὐτό; Ἀναπόφευκτα θά παρουσιαστοῦμε στόν Θεό μέ τίς ψυχές μας ρυπαρές ἀπό τήν ἁμαρτία. Κι Ἐκεῖνος, ἀφοῦ θά τίς κοιτάξει αὐστηρά, θά τίς καταδικάσει στή φωτιά τῆς γέεννας.
«Λουστεῖτε (στό λουτρό τῆς μετάνοιας)», λέει ὁ Θεός στούς ἁμαρτωλούς, «καί γίνετε καθαροί, βγάλτε ἀπό τίς ψυχές σας τίς κακίες, γιά νά μήν τίς βλέπουν τά μάτια μου… Κι ἐλᾶτε νά κριθοῦμε…»12. Ποιά εἶναι ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ, πού ἀκατάπαυστα καλεῖ σέ μετάνοια τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο στή διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του; Ἄν ὁ ἄνθρωπος ἀναγνωρίσει τά ἁμαρτήματά του καί ἀποφασίσει εἰλικρινά νά μετανοήσει, νά τί θά κάνει ὁ Θεός: «Ἄν οἱ ψυχές σας εἶναι κόκκινες ἀπό τίς ἁμαρτίες σας, ἐγώ θά τίς κάνω ἄσπρες σάν χιόνι· κι ἄν εἶναι κατακκόκινες, θά τίς κάνω ἄσπρες σάν τό μαλλί»13. Ἄν, ὅμως, ὁ ἄνθρωπος περιφρονήσει τήν τελευταία τούτη κλήση του σέ μετάνοια ἀπό τόν πολυεύσπλαχνο Θεό, τότε, ὅπως ὁ Ἴδιος τόν προειδοποιεῖ, θά χαθεῖ τελειωτικά: «Ἄν, ὅμως δέν θελήσετε νά μέ ἀκούσετε, θά γίνετε τοῦ ξίφους τροφή»14.
«Ξεχνᾶς», λέει ὁ ἀπόστολος, «πώς ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ θέλει νά σέ ὁδηγήσει στή μετάνοια;»15. Ὁ Θεός μακρόθυμα βλέπει τά ἁμαρτήματα πού ἔκανες μπροστά στά μάτια Του, τήν ἀλυσίδα τῶν ἁμαρτημάτων πού συνθέτουν ὅλη τή ζωή σου. Περιμένει τή μετάνοιά σου καί συνάμα σ᾿ ἀφήνει νά διαλέξεις ἐλεύθερα εἴτε τή σωτηρία σου εἴτε τήν ἀπώλειά σου. Κι ἐσύ δείχνεις τόση καταφρόνια στήν ἀγαθότητα καί τή μακροθυμία τοῦ Θεοῦ! Δέν διορθώνεσαι. Γίνεσαι ὅλο καί πιό ράθυμος, ὅλο καί πιό ἀδιάφορος ἀπέναντι στόν Θεό καί τόν αἰώνιο προορισμό σου. Ἄλλο δέν κάνεις παρά νά πληθαίνεις τίς ἁμαρτίες σου, προσθέτοντας στίς παλιές καινούριες καί πιό βαριές. «Παραμένεις σκληρός καί ἀμετανόητος, καί συσσωρεύεις γιά τόν ἑαυτό σου τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως, ὅταν θά γίνει σ᾿ ὅλους φανερή ἡ δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ. Τότε ὁ Θεός θά πληρώσει τόν καθένα κατά τά ἔργα του. Θά δώσει αἰώνια ζωή σ᾿ ὅσους κάνουν ὑπομονετικά τό καλό καί ἀναζητοῦν ἔτσι τή δόξα, τήν τιμή καί τήν ἀφθαρσία κοντά στόν Θεό. Ἀντίθετα, ὁ θυμός καί ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ περιμένουν ὅσους ἀντιστρατεύονται σ᾿ Αὐτόν, ἀντιστέκονται στήν ἀλήθεια καί ὑπηρετοῦν τήν ἀδικία. Θλίψη καί στενοχώρια περιμένουν κάθε ἄνθρωπο πού ὑπηρετεῖ τό κακό»16.
___________________
1 Μάρκ. 1:15 2 Ματθ. 4:17 3 Τό Γεροντικόν, Ἀββάς Ποιμήν, ἀπόφθεγμα ρκ΄ 4 Πρβλ. Ὁσίου Μακαρίου τοῦ Μεγάλου, Ὁμιλίαι Πνευματικαί, ΙΑ΄,15 5 Ἰεζ. 18:21-22. 6 Ἰεζ. 18:31. 7 Ἰεζ. 33:11. 8 Βλ. Ματθ. 3:5-6. 9 Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, ὅ.π., Δ΄58. 10 Ὅ.Π., δ΄, 46. 11 Πρβλ. Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Λόγοι Ἀσκητικοί, Ξ΄, 4. 12 Ἡσ. 1:16, 18. 13 Ἡσ. 1:18. 14 Ἡσ.1:20. 15 Ρωμ. 2:4. 16 Ρωμ. 2:5-9.
Πηγή: (Ἀπό τό βιβλίο «ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ» Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ, ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ), Η άλλη όψη
Αὐτά, ἀγαπητοί μου, εἶνε λόγια τοῦ ἀποστόλου ποὺ ἀκούσαμε σήμερα. Λόγια ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσῃ. Εἶνε χρυσάφι, ἀκριβὰ νομίσματα. Ἀλλὰ πρέπει νὰ τὰ κάνουμε λιανά, νὰ τὰ ἐξηγήσουμε.
Ἔχουν δημοσιευθῆ διάφορα σχόλια σχετικά μέ τήν στάση πού τήρησα ὡς πρός τό κείμενο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τίτλο: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον». Ἄλλοι γράφουν ὅτι δέν τό ὑπέγραψα, ἄλλοι ὅτι τό ὑπέγραψα μέ ἐπιφυλάξεις καί ἄλλοι ὅτι τό ὑπέγραψα.
Μέ τήν δήλωσή μου αὐτή ἐπιβεβαιώνω ὅτι πράγματι δέν ὑπέγραψα αὐτό τό κείμενο, καί ἐπί πλέον ἐξέφρασα τίς ἐπιφυλάξεις μου γιά τά κείμενα «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ» καί «Τό Μυστήριον τοῦ Γάμου καί τά κωλύματα αὐτοῦ», σέ συγκεκριμένα σημεῖα, τά ὁποῖα ἀνέπτυξα κατά τίς Συνεδριάσεις.
Εἰδικά γιά τό πρῶτο κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον» θέλω νά πῶ ὅτι ὄντως δέν τό ὑπέγραψα μετά ἀπό βαθειά σκέψη, ἔχοντας θεολογικά κριτήρια.
∆έν εἶναι καιρός ἀκόμη νά ἀναπτύξω ὅλα τά ἱστορικά καί θεολογικά ἐπιχειρήματά μου, πράγμα τό ὁποῖο θά τό κάνω ὅταν ἀναλύσω γενικότερα ὅλες τίς διαδικασίες καί τήν ἀτμόσφαιρα πού διέγνωσα κατά τήν διεξαγωγή τῶν Συνεδριῶν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Ἐδῶ θά ἀναφέρω ἐπιγραμματικά μερικούς εἰδικούς λόγους.
1. Θεωρῶ ὅτι δέν πέρασαν ὅλες οἱ ὁμόφωνες ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὄχι μόνον ὡς πρός τήν φράση «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ὁμολογιῶν καί Κοινοτήτων» ἀλλά καί σέ τέσσερεις - πέντε ἄλλες περιπτώσεις.
Ἐπέλεξα ἀπό τήν ἀρχή νά ἀποδεχθῶ τήν συμμετοχή μου στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο ὡς μέλος τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀνέμενα ὅμως τίς ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Μαΐου 2016 προκειμένου νά ἀποφασίσω τελικῶς γιά τό ἄν θά παραστῶ. Ὅταν διεπίστωσα ὅτι οἱ
ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας ἦταν σημαντικές καί ὁμόφωνες κατέληξα στό νά συμμετάσχω στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο προκειμένου νά τίς ὑποστηρίξω.
2. Προβληματιζόμουν ἀπό τήν ἀρχή μέ τήν ὅλη δομή καί σκέψη τοῦ κειμένου, διότι προῆλθε ἀπό τήν συνένωση δύο διαφορετικῶν κειμένων, ἀλλά μέχρι τέλους ἤλπιζα στίς διορθώσεις του, μέ τίς προτάσεις καί τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν.
Ὅμως τελικά παρατήρησα ὅτι οἱ διορθώσεις πού προτάθηκαν ἀπό τίς Ἐκκλησίες δέν πέρασαν ὅλες στό κείμενο γιά διαφόρους λόγους. Ὁ Μητροπολίτης Περγάμου, ὁ ὁποῖος, προφανῶς ὡς Σύμβουλος, μέ τήν προτροπή τοῦ Πατριάρχου ἦταν τελικός ἀξιολογητής τῶν προτάσεων ἤ τίς ἀπέρριπτε ἤ τίς διόρθωνε ἤ τίς υἱοθετοῦσε καί γινόταν ἀποδεκτή ἡ ἀξιολόγησή του ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τίς ἄλλες Ἐκκλησίες.
Ἔτσι, τό κείμενο κατά τήν ἄποψή μου δέν ἦταν ὥριμο γιά νά ἐκδοθῆ ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, ἀφοῦ μέχρι τήν τελευταία στιγμή, πρίν τήν ὑπογραφή του, διορθωνόταν καί ἐπεξεργαζόταν, ἀκόμη καί στήν μετάφρασή του στίς τρεῖς ἄλλες γλῶσσες, γαλλικά, ἀγγλικά καί ρωσικά. Αὐτός ἦταν ὁ λόγος πού μερικές Ἐκκλησίες ἀπό τήν ἀρχή ζήτησαν τήν ἀπόσυρση τοῦ κειμένου γιά περαιτέρω ἐπεξεργασία. Ἐπίσης, τό κείμενο εἶναι περισσότερο διπλωματικό καί ὁ καθένας μπορεῖ νά τό χρησιμοποιήση κατά τίς προτιμήσεις του.
Ὅπως ὑποστήριξα στήν Συνεδρίαση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, τό κείμενο δέν ἔχει αὐστηρή ἐκκλησιολογική βάση, καί τό θέμα τί εἶναι Ἐκκλησία καί ποιά εἶναι τά μέλη της ἦταν ἕνα ἀπό τά 100 σχεδόν θέματα πού εἶχαν προταθῆ γιά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, ἀλλά ἐν τῷ μεταξύ ἐξέπεσε, μέ τήν προοπτική νά γίνη εὐρύτερη συζήτηση καί διάλογος καί μετά νά ἀποφασισθῆ σχετικῶς. Ἔπρεπε, ἑπομένως, πρῶτα νά συζητηθῆ καί ὁρισθῆ τί εἶναι Ἐκκλησία καί ποιά εἶναι τά μέλη της καί ἔπειτα νά καθορισθῆ ἡ θέση τῶν ἑτεροδόξων.
Ἐπίσης, ἐάν ὑπέγραφα τό κείμενο αὐτό, στήν πράξη θά ἀρνιόμουν ὅλα ὅσα κατά καιρούς ἔχω γράψει σέ θέματα ἐκκλησιολογίας ἐπί τῇ βάσει τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Καί αὐτό δέν μποροῦσα νά τό πράξω.
3. ∆έν εἶναι δυνατόν νά κατανοηθῆ πλήρως τό γιατί ἀρνήθηκα τήν ὑπογραφή μου, ἐάν δέν δώσω καί μερικές πληροφορίες γιατί οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἄλλαξαν ἐκείνη τήν στιγμή τήν ὁμόφωνη ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς γνωστόν ἡ ἀρχική ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Μαΐου 2016 ἦταν ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησίας γνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ὁμολογιῶν καί Κοινοτήτων», καί αὐτή τροποποιήθηκε μέ τήν πρόταση «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν». Ἡ διαφορά μεταξύ τῶν δύο φράσεων εἶναι ἐμφανής.
Τήν Παρασκευή πού συζητεῖτο τό συγκεκριμένο κείμενο ἡ συζήτηση ἔφθασε σέ ἀδιέξοδο στήν ἕκτη παράγραφο, ὅπου γινόταν λόγος γιά τήν ὀνομασία τῶν Ἑτεροδόξων. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας πρότεινε νά λέγωνται «Ὁμολογίες καί Ἑτερόδοξες Κοινότητες». Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου πρότεινε νά λέγωνται «Ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες». Καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος πρότεινε νά λέγωνται «Χριστιανικές Ὁμολογίες καί Κοινότητες». Ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας ἀπέσυρε τήν πρότασή της, γινόταν συζήτηση μεταξύ τῆς προτάσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, πού γινόταν ἀποδεκτή ἀπό ἄλλες Ἐκκλησίες, καί τῆς προτάσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Σέ εἰδική σύσκεψη τῆς ἀντιπροσωπείας μας τήν Παρασκευή τό μεσημέρι ἀποφασίσθηκε νά παραμείνουμε σταθεροί στήν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας καί νά προταθοῦν ἐναλλακτικές λύσεις, ἤτοι νά γραφῆ «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει τήν ὕπαρξιν ἑτεροδόξων» ἤ «ἄλλων Χριστιανῶν» ἤ «μή Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν».
Ἐπειδή δέν γίνονταν ἀποδεκτές οἱ προτάσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης στήν ἀπογευματινή Συνεδρίαση τῆς Παρασκευῆς πρότεινε δημοσίως νά γίνη συνάντηση μεταξύ τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου καί ἐμοῦ προκειμένου νά βρεθῆ λύση. Ὁ Μητροπολίτης Περγάμου δέν φάνηκε διατεθειμένος γιά κάτι τέτοιο καί ἐγώ δήλωσα ὅτι δέν εἶναι θέμα προσωπικό γιά νά ἀναλάβω τέτοια εὐθύνη, ἀλλά εἶναι θέμα ὅλης τῆς ἀντιπροσωπείας. Τότε ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης πρότεινε στόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν νά βρεθῆ ὁπωσδήποτε λύση.
Τό Σάββατο τό πρωΐ πρίν τήν Συνεδρίαση, ἡ ἀντιπροσωπεία μας συναντήθηκε γιά νά ἀποφασίση σχετικῶς. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμος, φερόμενος δημοκρατικά, ἀνέφερε ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς συγκεκριμένες λύσεις. Ἡ πρώτη νά παραμείνουμε στήν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας· ἡ δεύτερη νά καταθέσουμε μιά νέα πρόταση, γιά τήν ὁποία δέν γνωρίζω πῶς προέκυψε καί ποιός τήν πρότεινε, ἤτοι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν» μέ τό ἰδιαίτερο σκεπτικό· καί ἡ τρίτη νά δεχθοῦμε τήν πρόταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, πού ἔκανε λόγο γιά «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες». Ἔγινε συζήτηση καί ψηφοφορία μεταξύ τῶν μελῶν τῆς ἀντιπροσωπείας μας πάνω στίς τρεῖς προτάσεις. Προσωπικά ὑποστήριξα τήν πρώτη πρόταση μέ τίς ἐναλλακτικές της διατυπώσεις πού ἀναφέρθησαν προηγουμένως, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι παρόντες ἐψήφισαν τήν δεύτερη νέα πρόταση.
Θεώρησα ὅτι αὐτή ἡ πρόταση δέν ἦταν ἡ πλέον ἐνδεδειγμένη ἀπό πλευρᾶς ἱστορικῆς καί θεολογικῆς καί δήλωσα ἀμέσως ἐνώπιον ὅλων τῶν παρόντων ὅτι δέν θά ὑπογράψω τό κείμενο αὐτό, ἐάν κατατεθῆ αὐτή ἡ πρόταση, χάριν ὅμως τῆς ἑνότητος θά ἐπέχω ἀπό τήν περαιτέρω συζήτηση. Ἑπομένως, δέν θά μποροῦσα καί γιά τόν λόγο αὐτό νά ὑπογράψω τό κείμενο.
4. Ἕνας ἀκόμη λόγος, πού δέν εἶναι βέβαια καί οὐσιαστικός, ἀλλά ἔχει ἕνα εἰδικό βάρος εἶναι ὅτι ἀσκήθηκε ἔντονη λεκτική κριτική πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος γιά τήν ἀπόφασή της. Βέβαια, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμος ἀπέρριψε μέ πολύ σημαντικό λόγο τήν ὑβριστική αὐτή τοποθέτηση. Τελικά, ὅμως, ἡ ἀντίδραση αὐτή ἔπαιξε ἕναν ψυχολογικό ρόλο στήν διαμόρφωση τῆς ἄλλης πρότασης.
Τοὐλάχιστον ἐγώ προσωπικά δέχθηκα σοβαρή πίεση καί ὑβριστική ἀντιμετώπιση ἀπό Ἱεράρχες γιά τήν στάση μου, πληροφορήθηκα δέ ὅτι πιέσεις δέχθηκαν καί ἄλλοι Ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας μας. Καί ἐπειδή πάντοτε ἐνεργῶ μέ ψυχραιμία, νηφιαλιότητα καί ἐλευθερία, δέν μποροῦσα νά ἀποδεχθῶ τέτοιες ὑβριστικές πρακτικές.
Αὐτοί εἶναι οἱ βασικότεροι λόγοι πού μέ ἔκαναν ἐνσυνειδήτως καί θεολογικῶς νά ἀρνηθῶ τήν ὑπογραφή μου. Βέβαια, στό τελικό κείμενο πού δημοσιεύθηκε χρησιμοποιήθηκε καί τό ὄνομά μου ὡς δῆθεν ὑπογράψαντα τό κείμενο, προφανῶς διότι ἤμουν μέλος τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Αὐτά εἶναι μερικά στοιχεῖα ἀπό ὅσα ἔγιναν γιά τό θέμα αὐτό. Περισσότερα θά γράψω ἀργότερα, ὅταν θά ἀναλύσω καί τήν προβληματική – ἀπό πλευρᾶς ἱστορίας καί θεολογίας– τῆς τελικῆς πρότασης πού ὑπέβαλε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί πέρασε στό ἐπίσημο κείμενο.
Πηγή: Εκκλησιαστική Παρέμβαση
Οἱ ἀνησυχίες καὶ ἡ ἀγωνία τοῦ ὑγιοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν ἔκβαση τῶν ἐργασιῶν τῆς λεγόμενης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπαληθεύθηκαν. Ἡ σύναξη αὐτὴ δὲν εἶναι οὔτε σύνοδος οὔτε ἁγία οὔτε μεγάλη.
Δὲν εἶναι σύνοδος, διότι δὲν ἔχει τίποτε κοινὸ μὲ τὶς συνόδους τῆς Ὀρθοδό-ξου Ἐκκλησίας· διακόπτει τὴν παράδοση τῶν ὀρθοδόξων συνόδων, δὲν ἀποτελεῖ συνέχειά τους, συνιστᾶ συνοδικὴ παρεκτροπὴ καὶ κανονικὴ καινοτομία. Ἡ ἐκκλησιολογικὰ κυνικὴ καὶ προκλητικὴ ὁμολογία τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀλβανίας ὅτι «δὲν εἶναι ἀντίγραφο τῶν παλαιῶν συνόδων ἀλλὰ ἕνα νέο εἶδος συνόδου», ἐπαινεθεῖσα ἀπὸ τὸν πρωτοστάτη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, οἰκουμενικὸ πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τὸν καὶ πρόεδρο τῆς «Συνόδου», καθιστᾶ ὅλους τοὺς συμμετέχοντες ἀρχιερεῖς, ποὺ τὴν ἀποδέχθηκαν ἀδιαμαρτύρητα, καινοτόμους καὶ παραβάτες τῆς μακραίωνης συνοδικῆς καὶ κανονικῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὑποκείμενους στὴν κρίση μιᾶς μελλοντικῆς ἀληθοῦς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου.
Ἡ εἰκόνα τῶν συμπροσευχομένων μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους αἱρετικῶν παρατηρητῶν, Μονοφυσιτῶν, Παπικῶν καὶ Προτεσταντῶν καὶ οἱ φιλόφρονες πρὸς αὐτοὺς λόγοι καὶ ἐκδηλώσεις βοοῦν καὶ κραυγάζουν γιὰ τὴν πρωτοφανῆ συνοδικὴ καινοτομία καὶ τὴν εὐθεία προσβολὴ τῶν Ἱερῶν Κανόνων.
Δὲν εἶναι ἁγία, διότι ὁρισμένα σημαντικὰ κείμενα τὰ ὁποῖα ἐνέκρινε εἶναι ἀντίθετα πρὸς τὶς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ληφθεῖσες διὰ τῶν αἰώνων ἀποφάσεις τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἰδιαίτερα ὡς πρὸς τὴν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρετικῶν. Δὲν εἶναι δυνατὸν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ εἶναι ἀντίθετο μὲ τὸν ἑαυτό του· ἄλλοτε νὰ καταδικάζει, στὶς ὄντως ἅγιες συνόδους, τὶς αἱρέσεις καὶ νὰ ἀναθεματίζει τοὺς αἱρετικούς, καὶ ἄλλοτε, ὅπως στὴν «σύνοδο» τῆς Κρήτης, νὰ τὶς θεωρεῖ ἐκκλησίες. Καὶ ἐπειδὴ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι εὐθές, ἀναλλοίωτο καὶ ἄτρεπτο, διεστραμμένες καὶ ἀλλοιωμένες εἶναι κάποιες ἀπὸ τὶς ἀποφάσεις τῆς συνάξεως τοῦ Κολυμπαρίου ποὺ ἔχουν κατεξοχὴν δογματικὸ περιεχόμενο. Δὲν ἐλήφθησαν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ἀλλ᾽ ἐν ἄλλῳ πνεύματι, σκολιῷ καὶ ἀλλοτρίῳ.
Δὲν εἶναι ἐπίσης μεγάλη ἡ «σύνοδος» γιὰ δύο λόγους. Τὸ μεγαλεῖο ἐν πρώτοις συνδέεται μὲ τὴν θεοσέβεια καὶ τὴν ἁγιότητα. Ἡ Ἐκκλησία ὀνόμασε μεγάλους ὅσους Ἁγίους διακρίθηκαν εἴτε στὴν ὑπεράσπιση τῆς Ὀρθοδοξίας εἴτε στὴν ἀρετὴ καὶ στὴν ἁγιότητα ἢ καὶ στὰ δύο· Μέγας Ἀθανάσιος, Μέγας Κωνσταντῖνος, Μέγας Βασίλειος, Μέγας Ἀντώνιος, Μέγας Εὐθύμιος καὶ πολλοὶ ἄλλοι. Ἡ «σύνοδος» τῆς Κρήτης στὴν ὑπεράσπιση τῆς πίστεως ὄχι μόνον δὲν παίρνει μεγάλο βα-θμό, ἀλλὰ ἡ ἐπίδοσή της εἶναι ἀρνητική, κάτω ἀπὸ τὸ μηδέν, ἀφοῦ δὲν καταπολεμεῖ, ἀλλὰ ἐκκλησιοποιεῖ τὶς αἱρέσεις.
Εἶναι μικρὴ καὶ γιὰ ἄλλο σημαντικὸ λόγο· ἡ παρουσία ὅλων τῶν ἐπισκόπων στὶς μεγάλες συνόδους πιστοποιεῖ τὴν διὰ τῶν ποιμένων παρουσία ὅλου τοῦ ποιμνίου, τὴν ἔκφραση τῆς συνειδήσεως τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ τῆς πλευρᾶς αὐτῆς ἡ «σύνοδος» τῆς Κρήτης εἶναι κολοβὴ καὶ ἐλλιπής. Δὲν ἐκλήθησαν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι, ἀλλὰ μικρός, περιορισμένος ἀριθμὸς ἐπισκόπων. Ἑπομένως δὲν ἐκπροσωπεῖται ὅλο τὸ πλήρωμα. Ἀλλὰ καὶ οἱ κληθέντες, βάσει τοῦ ἀπαράδεκτου Κανονισμοῦ, δὲν ἔχουν τὸ δικαίωμα διὰ τῆς ψήφου τους νὰ ἐκφράσουν τὴν συμφωνία ἢ τὴν διαφωνία τους πρὸς τὰ ἀποφασιζόμενα, νὰ ἐκφράσουν τὸ ἐκπροσωπούμενο ποίμνιο. Ἀποτελεῖ μοναδικὴ ἱστορικὴ πρωτοτυπία παπικῆς, ὀλιγαρχικῆς, ἀντισυνοδικῆς ἐμπνεύσεως. Ψηφίζουν ὄχι ὅλοι οἱ παρόντες ἐπίσκοποι, ἀλλὰ ὁ μικρὸς ἀριθμὸς τῶν δεκατεσσάρων (14) προκαθημένων, οἱ ὁποῖοι καθίστανται οἱονεὶ πάπες ὑπεράνω τῶν συνόδων τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν. Πρόκειται γιὰ μικρὴ σύναξη προκαθημένων, γιὰ ἕνα ἄγνωστο καινοφανῆ θεσμό, ποὺ προσβάλλει τὴν ἰσότητα τῶν ἐπισκόπων, διότι μεταβάλλει τοὺς προκαθημένους ἀπὸ «πρώτους μεταξὺ ἴσων» (primos inter pares) σέ «πρώτους ἄνευ ἴσων» (primos sine paribus).
Δύο ἀκόμη παράγοντες ἐσμίκρυναν τὴν δῆθεν μεγάλη σύνοδο· ἡ ἀπουσία τεσσάρων πατριαρχῶν, προκαθημένων ἰσαρίθμων αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν, ὄχι ἐκ λόγων ἀνάγκης, ὅπως ὑγείας, πολεμικῶν συγκρούσεων καὶ ἄλλων, ἀλλὰ λόγῳ διαφωνιῶν πρὸς τὴν διαδικασία συγκλήσεως, τοῦ Κανονισμοῦ Λειτουργίας καὶ τῆς Θεματολογίας τῆς συνόδου. Δὲν ἔλαβαν μέρος οἱ αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες τῆς Ἀντιοχείας, τῆς Ρωσίας, τῆς Βουλγαρίας καὶ τῆς Γεωργίας. Πρὶν νὰ συνέλθει ἡ «σύνοδος» ἔχασε τὸν πανορθόδοξο χαρακτήρα της καὶ πρὸ παντὸς τὴν ἀξιοπιστία τῶν ἀποφάσεών της, διότι οἱ ἀπόντες κατήγγειλαν ἔλλειψη συνοδικότητας, διαφάνειας καὶ σεβασμοῦ τῶν παραδεδομένων, ἐν ὀλίγοις ἔλλειμμα Ὀρθοδοξίας, καὶ προώθηση προειλημμένων ἀποφάσεων. Καὶ δὲν εἶναι βέβαια μόνον ἡ ἀπουσία τῶν τεσσάρων αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν ποὺ μικραίνει τὴν «σύνοδο»· περισσότερο ἀπὸ αὐτὸ εἶναι ἡ μὴ ἐκπροσώπηση τοῦ συντριπτικὰ μεγαλυτέρου ἀριθμοῦ πιστῶν, τῆς πληθυσμιακῆς ὑπεροχῆς τῶν Ὀρθοδόξων ποὺ δὲν ἐκπροσωπήθηκαν στὴν «σύνοδο».
Ἡ «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν» ἀγωνίσθηκε μὲ συνέδρια, ὁμιλίες, συνεντεύξεις καὶ ἀρθογραφία τῶν μελῶν της, συνεργαζόμενη μὲ ὁμόφρονες ἐπισκόπους, νὰ ἐνημερώσει τοὺς Ὀρθοδόξους πιστοὺς γιὰ τὴν κακὴ πορεία τῆς «συνόδου», ἰδιαίτερα κατὰ τὴν τελευταία φάση τῆς προετοιμασίας της. Θὰ ἤ-μασταν εὐτυχεῖς, ἂν εἶχε ἀποτραπῆ ἡ σύγκληση αὐτῆς τῆς οἰκουμενιστικῆς συνόδου ἢ ἂν κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν της κάποιοι προκαθήμενοι ἢ συμμετέχοντες ἀρχιερεῖς ἀγωνίζονταν ἀποφασιστικὰ καὶ ἀποτελεσματικὰ νὰ ἀπορριφθεῖ ὁλόκληρο τὸ κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον», τὸ ὁποῖο νομιμοποιεῖ καὶ θεσμοθετεῖ τὸν Οἰκουμενισμό. Οἱ διορθώσεις καὶ οἱ βελτιώσεις, τὶς ὁποῖες ἐπρότεινε ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀκόμη καὶ ἂν ἐγίνοντο συνοδικὰ δεκτές, δὲν ἐπρόκειτο βέβαια νὰ καταστήσουν τὸ κείμενο ὀρθόδοξο καὶ ἀποδεκτό, ἀφοῦ οὔτε τὰ ἀπαράδεκτα κείμενα τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων ἐκρίνοντο οὔτε πολὺ περισσότερο ἡ μὲ ἀντορθόδοξους ὅρους συμμετοχή μας στό «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν». Ἀντίθετα, μέσα στὸ κείμενο ἐπαινοῦνται καὶ ἐγκωμιάζονται. Ἡ δὲ ὀρθὴ πρόταση τὸ «χριστιανικὲς ἐκκλησίες» νὰ γίνει «χριστιανικὲς κοινότητες» συνάντησε λυσσώδη ἀντίδραση καὶ ἀπορρίφθηκε μὲ ἀνιστόρητες, ἀθεολόγητες, παράλογες, σοφιστικὲς ἀντιπροτάσεις, τὶς ὁποῖες υἱοθέτησε, ἄγνωστο πῶς, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν, ποὺ δὲν ὑπεστήριξε, ὡς ὄφειλε, τὴν ἀπόφαση τῆς συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἑλλάδος καί ὑπερέβη ἀναιτιολόγητα τὴν ἐξουσιοδότηση, ποὺ εἶχε λάβει ἀπὸ αὐτήν, μὲ ὅ,τι αὐτὸ συνεπάγεται γιὰ τὴν ἐγκυρότητα τῶν ἀποφάσεων ποὺ ἐλήφθησαν. Ἀναμένονται οἱ ἀπαραίτητες ἐξηγήσεις ποὺ ὀφείλουν νὰ δώσουν στὸ Σῶμα τῆς Ἱεραρχίας τόσο ὁ ἴδιος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ὅσο καὶ οἱ ὑπόλοιποι Ἑλλαδίτες Ἱεράρχες τῆς «συνόδου» τῆς Κρήτης.
Ἀπὸ τὸ ναυάγιο στὰ θολὰ νερὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τὴν τελευταία στιγμὴ γλύτωσαν, κολυμπώντας ὀρθόδοξα στὸ Κολυμπάρι, οἱ ἐπίσκοποι ποὺ δὲν ὑπέγραψαν τὸ περιλάλητο κείμενο ἤ διετήρησαν τὶς ἐπιφυλάξεις τους. Πρόκειται, ἀπ’ ὅσα γνωρίζουμε ἕως τώρα, γιὰ τοὺς Μητροπολίτες Μπάτσκας κ. Εἰρηναῖο (ἀπὸ τὴν ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας), ἀπὸ τὴν ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, τοὺς Μητροπολίτες Λεμεσοῦ κ. Ἀθανάσιο, Μόρφου κ. Νεόφυτο, Ἀμαθοῦντος κ. Νικόλαο, Λήδρας κ. Ἐπιφάνιο, οἱ ὁποῖοι δὲν ὑπέγραψαν τὸ κείμενο, καὶ Νεαπόλεως κ. Πορφύριο, ὁ ὁποῖος διετήρησε ἐπιφυλάξεις κατὰ τὴν ὑπογραφή, καὶ τὸν Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεο (ὁ μόνος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ποὺ δὲν ὑπέγραψε). Ἀρκετοὶ ἀκόμη Ἱεράρχες ἄσκησαν ἔντονη κριτικὴ στὸ ἐν λόγῳ κείμενο καὶ διετήρησαν τὶς ἐπιφυλάξεις τους κατὰ τὴν ὑπογραφή του. Ἀποτελοῦν τὴν συνέχεια τῶν ὁμολογητῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ γιὰ ὅλους ἐμᾶς ἐλπίδα καὶ προοπτικὴ πὼς στὸ μέλλον συνοδικὰ καὶ ὀρθόδοξα θὰ ἀπορριφθεῖ ἡ «σύνοδος» τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης, ὡς οὐνιτική, οἰκουμενιστικὴ καὶ φιλοπαπική, ὅπως ἔγινε καὶ μὲ τὴν ψευδοσύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας. Τὸ κείμενο αὐτὸ ἀποτελεῖ μία πρώτη ἀποτίμηση· θὰ ἀκολουθήσουν λεπτομερέστερες καὶ ἐμβριθέστερες.
Γιὰ τήν «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν»
Ἀρχιμ. Ἀθανάσιος Ἀναστασίου Προηγούμενος Ἱ. Μ. Μεγ. Μετεώρου |
Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός Ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
|
Ἀρχιμ. Σαράντης Σαράντος Ἐφημέριος Ἱ. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου, Ἀμαρούσιον Ἀττικῆς |
Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης Ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης |
Ἀρχιμ. Γρηγόριος Χατζηνικολάου Καθηγούμενος Ἱ. Μ. Ἁγίας Τριάδος, Ἄνω Γατζέας Βόλου
|
Δημήτριος Τσελεγγίδης Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Σύμβουλος) |
Γέρων Εὐστράτιος Ἱερομόναχος Ἱ. Μ. Μεγίστης Λαύρας Ἁγ. Ὄρους |
Η Γερμανία είναι ένας γίγαντας με πήλινα πόδια… πρόκειται για μια αναφορά που ακούγεται συχνά πυκνά, χωρίς όμως ιδιαίτερη τεκμηρίωση βασισμένη σε πραγματικά στοιχεία που προέρχονται από τη γερμανική πραγματικότητα, όπου διαπιστώνεται τα τελευταία χρόνια η τάση να δημιουργηθούν «φούσκες», αν και το επιχείρημα που ακολουθεί υποστηρίζει ότι οι «φούσκες» αυτές είναι ήδη εδώ…
Η κτηματαγορά της Γερμανίας και της Αυστρίας είναι μία φούσκα, πολύ μεγάλες εκτάσεις οικοδομημένης αστικής γης δεν μπορούν να πωληθούν ή να μεταβιβαστούν λόγω νομοθεσίας (παρόμοιο καθεστώς με UK). Η γη αυτή είναι υπό καθεστώς υπενοικίασης για 99 χρόνια (leasing). H μισή αστική γη στις πόλεις της Γερμανίας είναι αυτής της κατηγορίας και είναι όλα στο γνωστό ιδιότυπο καθεστώς της εμπράγματης ασφάλειας διότι έχουν χρηματοδοτηθεί από τις τοπικές Γερμανικές τράπεζες.
Όλα αυτά τα ενυπόθηκα δάνεια τα οποία στην πράξη είναι κουρελόχαρτα (ύψους εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ) έχουν τιτλοποιηθεί από τις Τράπεζες και η μεγάλη πλειοψηφία βρίσκεται στα χαρτοφυλάκια επενδυτικών κεφαλαίων (funds) αμερικανικών και αραβικών συμφερόντων. Εάν κάποιος αποφασίσει για τον οποιονδήποτε λόγο να ανακινήσει το θέμα, το αποτέλεσμα είναι μάλλον σαφές…
Ο Τραπεζικός τομέας της Γερμανίας και όχι μόνο η Deutsche Bank είναι λιγότερο ή περισσότερο στην κατάσταση που βρισκόταν η Lehman Brothers προ της κατάρρευσης. Είναι εύκολο να συμβεί ένα ατύχημα ή απλά κάποιος, για κάποιον λόγο, «να τραβήξει την πρίζα».
Οι Γερμανοί που μέμφονται όλους τους υπόλοιπους, ξεχνούν να αναφέρουν ότι έχουν ξεπεράσει κάθε όριο με τρομερή σπέκουλα στις χρηματαγορές παραγώγων προϊόντων (derivatives), οπότε με απλά λόγια, έχουν σοβαρό πρόβλημα. Το άνοιγμα στα αποθεματικά τους είναι κάτι τρομερό.
Δημόσιο Χρέος. Τα Ομόσπονδα κράτη είναι όλα υπερχρεωμένα, η Γερμανία της νοικοκυροσύνης έχει μακράν το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος σε όλη την Ευρώπη, ως σύνολο ομόσπονδων κρατών και όχι η Ομοσπονδιακή κυβέρνηση.
Δεν έχει παρά να αλλάξει η βαθμολογία στην πιστοληπτική αξιολόγηση των ξένων οίκων (rating) που επιλέγουν να βαθμολογούν μόνο την Ομόσπονδη Κυβέρνηση, αρχίζοντας να λαμβάνουν υπόψη και τα οικονομικά των ομόσπονδων κρατιδίων.
Τι θα συμβεί; Η εικόνα της Γερμανικής οικονομίας θα αλλάξει άρδην. Οι ΗΠΑ που προτιμούν να προλαμβάνουν παρά να θεραπεύουν, το έκαναν αυτό εσωτερικά και έφεραν σε κατάσταση πτώχευσης και την Καλιφόρνια και το Ντιτρόιτ.
Υπάρχει όμως και άλλο θέμα. Η ΕΚΤ, παρά την συμφωνία σε παρελθόν Eurogroup να χρησιμοποιεί το waiver (σ.σ. η χρηματοδότηση με μηδενικό επιτόκιο από την ΕΚΤ των ευρωπαϊκών τραπεζών με εγγύηση τα κρατικά ομόλογα που έχουν στο αποθεματικό τους) κατά προτεραιότητα για να χρηματοδοτεί τις μικρές χώρες που έχουν προβλήματα χρέους και πρόσβασης στις χρηματαγορές, εξακολουθεί να δίνει κατά προτεραιότητα το μεγαλύτερο ποσοστό ρευστότητας στις γερμανικές τράπεζες!
Για να κατανοήσουν οι φίλοι μας για τι ποσά μιλάμε, πρόκειται για 30 έως 40 δις μηνιαίως! Οι γερμανικές τράπεζες με τη σειρά τους χρηματοδοτούν τις γερμανικές βιομηχανίες με τη φθηνότερη χρηματοδότηση στον κόσμο! Αν αυτό δε συνιστά «οικονομικό dumping» πως αλλιώς λέγεται άραγε;
Ιταλία και Ισπανία είναι έξαλλες αλλά δεν έχουν την συμπαράσταση ούτε της Γαλλίας, ούτε της Ολλανδίας που έρχονται δεύτερες σε χρηματοδότηση από την ΕΚΤ. Γι’ αυτό και ο Ματέο Ρέντσι «έβαλε πάγο» στη Μέρκελ που του είπε να μην χρηματοδοτήσει τον ιταλικό τραπεζικό τομέα με 40 δισεκατομμύρια ευρώ!
Η τρέχουσα περίοδος με το Brexit είναι πολύ περίεργη για γερμανικές «αγριάδες», αφού ειδικά οι Ιταλοί φέρονται να έχουν μετανιώσει τη συμμετοχή στην Ευρωζώνη, ενώ δημοσκοπικά στοιχεία δείχνουν ότι η πλειοψηφία του ιταλικού λαού θέλει την επιστροφή στη Λιρέτα για να μειώσουν κυρίως το βιομηχανικό τους κόστος και άρα την ανεργία.
Οι γερμανικές εξαγωγές και η κερδοφορία της γερμανικής βιομηχανίας στηρίζεται στο τρίπτυχο, Φθηνό Χρήμα, Φθηνή Ενέργεια (πάμφθηνο ρωσικό αέριο το οποίο μεταπωλούν με «καπέλο» στην Βόρεια Ευρώπη) και Φθηνό Βιομηχανικό Εργατικό Κόστος, όπου έχει στήσει κομπίνα (της κυβέρνησης με την ένωση εργοδοτών και τα συνδικάτα…) με τον βασικό μισθό για τους ξένους, αφού ο βασικός μισθός των Γερμανών είναι σχεδόν 50% υψηλότερος από τον βασικό των ξένων.
Αν σε αυτό προσθέσει κανείς ότι οι εξαγωγές αντιπροσωπεύουν το 65% του ΑΕΠ (σε αυτό περιλαμβάνονται και οι πωλήσεις στις χώρες της ΕΕ), γίνεται εύκολα αντιληπτό πόσο ευάλωτη είναι η γερμανική οικονομία αν κάτι στραβώσει με τις εξαγωγές ή με το χαμηλό βιομηχανικό κόστος.
Στα ανωτέρω αξίζει να προστεθεί – υπενθυμιστεί, ότι η Γερμανία χωρίς την Ευρώπη που της δίνει ειδικό πολιτικό βάρος και μία τεράστια αγορά όπου «παίζει μπάλα» μόνη της. Τούτων λεχθέντων και μας προκύπτει η απάντηση ότι το αποκαλούμενο ως «γερμανικό θαύμα» ίσως και να μην είναι τόσο θαύμα.
Μήπως αν αυτά αφαιρεθούν, η κραταιά Γερμανία που με τη συμπεριφορά και την πολιτική της αποσταθεροποιεί ιστορικά την Ευρώπη, μετατρέπεται σε μία μεγάλη Ελβετία και όχι στην ισχυρή χώρα που είναι τώρα; Αν αυτά όλα τα γνωρίζουν καλύτερα από τον υπογράφοντα – και τον καθένα – οι Αμερικάνοι και οι Εγγλέζοι, μήπως θα πρέπει οι ειδικοί στα θέματα γεωπολιτικής να απαντήσουν στο ερώτημα για ποιον λόγο δεν τα έχουν χρησιμοποιήσει μέχρι σήμερα για να «συμμαζέψουν» την Γερμανία;
Σε όλες σχεδόν τις γεωστρατηγικές αναλύσεις που διαβάζω και είναι πολλές, παρατηρώ να επαναλαμβάνεται το ίδιο λάθος: Καμία αναφορά ή αναγωγή στην οικονομία που είναι το «καύσιμο» για την μηχανή του κάθε κράτους και του κόσμου ολόκληρου. Λες και έννοιες όπως η «Rimland» ή/και οι «Δρόμοι Μεταξιού», όπως όλα τα μεγαλεπήβολα στρατηγικά σχέδια, γίνονται τσάμπα, χωρίς χρήματα.
Η Γερμανία είναι ένας γίγαντας με πήλινα πόδια, διότι έχει μεν οικονομία, αλλά δεν έχει άμυνα και κρυβόταν πάντα πίσω από την Αμερική και το ΝΑΤΟ. Δείχνει να το συνειδητοποιεί -βέβαια με τη χαρακτηριστική καθυστέρηση- αν πάρουμε τοις μετρητοίς τα λόγια της Άγκελα Μέρκελ σε πρόσφατη ομιλία της που έκανε με σαφήνεια λόγο για αύξηση των αμυντικών δαπανών στα επίπεδα που ζητά το ΝΑΤΟ και ανάπτυξη ουσιαστικών επιχειρησιακών δυνατοτήτων.
Οικονομία και Άμυνα είναι οι δύο πυλώνες στους οποίους στηρίζεται κάθε σοβαρή χώρα με παγκόσμιες φιλοδοξίες, αν λείπει ένας από τους δύο, τότε η χώρα δεν έχει τίποτε. Για να το πούμε πιο καθαρά, αν η Κίνα δεν ήταν τόσο ισχυρή οικονομικά, οι ΗΠΑ δεν θα την υπολόγιζαν όπως δεν υπολογίζει όσο πολλοί πιστεύουν τη Ρωσία, γιατί είναι και ευάλωτη οικονομικά και σε κακή οικονομική κατάσταση.
Γιατί δεν ακολουθεί με την Κίνα τις ίδια πολιτική αδιαφορίας για τα ζωτικά συμφέροντά της όπως κάνει με τη Ρωσία, ενώ στρατιωτικά η Κίνα είναι σαφώς υποδεέστερη από τη Ρωσία; Γιατί απλά, η Κίνα είναι η δεύτερη οικονομία του κόσμου και διαθέτει οικονομικά όπλα να προκαλέσει ζημιά στην παγκόσμια οικονομία μεγαλύτερη και από ενδεχόμενη χρήση πυρηνικών. Γι’ αυτό οι ΗΠΑ συμπεριφέρονται στην Κίνα με σεβασμό παρά την κόντρα…
Πηγή: Defence-point.gr
Σκέψεις μέ ἀφορμή κείμενο τοῦ θεοφιλεστάτου ἐπισκόπου Ἀβύδου κ. Κυρίλλου
Σέ ἐκτενές ἄρθρο του στή ΡΟΜΦΑΙΑ μέ τίτλο «Ἐμπιστεύομαι τήν Ἐκκλησία»[1] ὁ Θεοφιλέστατος ἐπίσκοπος Ἀβύδου Κύριλλος (Κατερέλλος) ἀναφέρει μεταξύ ἄλλων ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη πατερική παράδοση ὁμολογεῖ στό Σύμβολο τῆς Πίστεως τήν πίστη «εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησία», τήν ὁποία ἀποδέχεται ὡς τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, παράλληλα ὅμως οὐδέποτε ἀποδέχθηκε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ μόνη Ἐκκλησία τοῦ Συμβόλου. Γιά τόν Θεοφιλέστατο ὅσοι ταυτίζουν τή «Μία Ἐκκλησία» ἀποκλειστικά καί μόνο μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πρεσβεύουν τήν ἐσφαλμένη κατ’ αὐτόν «ἀποκλειστική ἐκκλησιολογία», ἐνῶ ἡ πατερική καί κανονική παράδοση ἀποδεχόταν, κατά τόν Θεοφιλέστατο, ὅτι στή «Μία Ἐκκλησία» τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως περιλαμβάνονταν καί ἄλλες ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες («περιεκτική ἐκκλησιολογία»).
Πρίν προχωρήσουμε σέ ἐξέταση τῶν ἀνωτέρω ἰσχυρισμῶν τοῦ Θεοφιλεστάτου εἶναι χρήσιμο νά ἔχουμε ὑπ’ ὄψιν μας ὅτι στήν Οἰκουμενική Κίνηση ὑπό τούς ὅρους “Χριστιανικός κόσμος”, “ἑτερόδοξοι”, “ἄλλες Ἐκκλησίες” στεγάζονται ἑνιαία ἑτερόκλητες στήν πίστη αἱρετικές ὁμάδες-κοινότητες (Νεστοριανοί, Μονοφυσίτες, Ρωμαιοκαθολικοί, Παλαιοκαθολικοί, Λουθηριανοί, Ἀγγλικανοί, Μεταρρυθμισμένοι κλπ) πού κατά περίπτωση ἀρνοῦνται τό Χριστολογικό δόγμα, ὅλες ἤ τίς περισσότερες Οἰκουμενικές Συνόδους, ἀρνοῦνται ὅλα τά μυστήρια, ἀρνοῦνται τό ἀειπάρθενο τῆς Θεοτόκου, ἀρνοῦνται τήν τιμή πρός τήν Θεοτόκο, τούς Ἁγίους, τόν Τίμιο Σταυρό καί τίς εἰκόνες. Ἀρνοῦνται τήν ἀποστολική διαδοχή, ἀρνοῦνται σύνολη τήν ἱερή παράδοση καί αὐτόν τόν Κανόνα τῆς Ἄγ. Γραφῆς… Εἶναι ἀσφαλῶς γνωστό ὅτι οἱ περισσότερες ἀπό τίς πλάνες αὐτές καί ὅσοι συνειδητά τίς ἀποδέχονται, ἔχουν καταδικαστεῖ ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους καί τήν ὁμόφωνη πατερική, ἐκκλησιαστική παράδοση.
Πρός ἐπίρρωση τῶν ἰσχυρισμῶν του ὁ Θεοφιλέστατος:
Α. Ἐπικαλεῖται τρία πατερικά χωρία (Μ. Βασιλείου, Ἁγ. Ταρασίου, Ἁγ. Μάρκου Εὐγενικοῦ),
Β. Ἀρνεῖται τήν οἰκουμενικότητα τοῦ Κανόνος τῆς ἐν Καρχηδόνι Συνόδου (255μΧ) (Ἁγ. Κυπριανοῦ), καί
Γ. Ἐπικαλεῖται τούς κανόνες 7ο τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς (Β-7) καί 95ο τῆς Στ΄ (Πενθέκτης) Οἰκουμενικῆς (Στ-95).
Προσεκτική ὃμως ἐξέταση τῶν ἀνωτέρω πατερικῶν καί κανονικῶν ἀναφορῶν δέν ἐπιβεβαιώνουν τούς ἰσχυρισμούς τοῦ Θεοφιλεστάτου περί «περιεκτικῆς ἐκκλησιολογίας».
Α. Τά πατερικά χωρία:
α) Στό χωρίο τοῦ Μ. Βασιλείου, πού ἐπικαλεῖται ὁ Θεοφιλέστατος, ἀναφέρεται: εἰς «τό ἐπαναγαγεῖν πρός ἕνωσιν τάς Ἐκκλησίας, τάς πολυμερῶς καί πολυτρόπως ἀπ’ ἀλλήλων διατμηθείσας». Ὁ Θεοφιλέστατος προσαρμόζει τό χωρίο στή σημερινή πραγματικότητα τῶν αἱρετικῶν-ἑτεροδόξων «ἐκκλησιῶν» ἀφήνοντας νά ἐννοηθεῖ ὅτι ὁ Ἅγιος ἀναφέρεται σέ αἱρετικές-ἑτερόδοξες κοινότητες τίς ὁποῖες χαρακτηρίζει ὡς “Ἐκκλησίες”! Ὅμως τό χωρίο δέν ἀναφέρεται σέ αἱρετικούς καί αἱρετικές κοινότητες! Ἀς τό δοῦμε στή συνάφειά του : Εἶναι ἀπό τήν ἐπιστολή τοῦ Ἁγίου «τοῖς ἐν Ταρσῷ περί Κυριακόν»[2] , στήν ὁποία ὁ Ἅγιος ἀναφέρεται σέ μία ἐκκλησιαστική κοινότητα, ἡ ὁποία λόγῳ τῆς συγχύσεως πού ἐπικρατοῦσε τότε, δέν ἦταν σέ κοινωνία μέ τίς ἄλλες Ἐκκλησίες. Ὁ Μ. Βασίλειος πλέκει ἐγκώμια γιά τήν πίστη καί τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς, ἐγγυᾶται προσωπικά ὁ ἴδιος γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη της καί παρακαλεῖ τούς ἐν Ταρσῷ νά τούς δεχθοῦν σέ πλήρη κοινωνία «ἡνωμένους γνησίως, καί πάσης ἐκκλησιαστικῆς φροντίδος κοινωνούς» [3] . Ἀλήθεια, μπορεῖ νά ὑπονοήσει κάποιος ὅτι ὁ Ἅγιος ἀναφέρεται σέ αἱρετικούς; ἤ ποία σχέση μπορεῖ νά ἔχει ἡ περίπτωση πού ἀναφέρει ὁ Μ. Βασίλειος, μέ τή σημερινή πραγματικότητα τῶν ἑτεροδόξων–αἱρετικῶν μονοφυσιτῶν, παπικῶν, προτεσταντῶν;
β) Ὁ Πατριάρχης Ταράσιος στό ἐπίμονο αἴτημά του πρός τούς αὐτοκράτορες γιά σύγκληση Οἰκουμενικῆς Συνόδου πρίν ἀπό τή χειροτονία του σέ Πατριάρχη εἶπε: «ὁρῶ καί βλέπω τήν ἐπί τήν πέτραν Χριστόν τόν Θεόν ἡμῶν τεθεμελιωμένην ἐκκλησίαν αὐτοῦ διεσχισμένην νῦν· καί διηρημένην, καί ἡμᾶς ἄλλοτε ἄλλως λαλοῦντας, καί τούς τῆς ἀνατολῆς ὁμοπίστους ἡμῶν χριστιανούς ἑτέρως, καί συμφωνοῦντας αὐτοῖς τούς τῆς δύσεως καί ἠλλοτριωμένους ἡμᾶς ἐκείνων ἁπάντων καί καθ’ ἑκάστην ὑπό πάντων ἀναθεματιζομένους». Ὁ Ἃγ. Ταράσιος ἀναφέρεται στήν ἔλλειψη κοινωνίας μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν ὅταν αὐτός ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καί στήν τραγική θέση πού βρισκόταν ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως: Μέχρι τότε, ἐπειδή στό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἦσαν εἰκονομάχοι πατριάρχες εἶχε διακοπεῖ ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τίς ἄλλες ἐκκλησίες (Ρώμη, Ἀνατολή). Τώρα ὅμως ὄντας ὁ ἴδιος ὀρθόδοξος πατριάρχης καί ἔχοντας κοινωνία ἐν τῇ πίστει μέ τούς λοιπούς θρόνους ζητᾶ τήν ἀποκατάταση καί τῆς κοινωνίας μέ τούς «ὁμοπίστους ἡμῶν χριστιανούς». Ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ ἀκρίβεια τοῦ Ἁγίου: «ἡμᾶς [τούς ἐν Κωνσταντινουπόλει] ἄλλοτε [οἱ πρό αὐτοῦ πατριάρχες] ἄλλως λαλοῦντας [ἐναντίον τῶν εἰκόνων], καί τούς τῆς ἀνατολῆς ὁμοπίστους ἡμῶν χριστιανούς ἑτέρως καί συμφωνοῦντας αὐτοῖς τούς τῆς δύσεως καί ἠλλοτριωμένους ἡμᾶς». Συνεπῶς, κατά τήν ἀρχή τῆς πατριαρχείας τοῦ Ἁγ. Ταρασίου, ἐνῶ πλέον ὅλοι οἱ θρόνοι, ὅλη ἡ Ἐκκλησία εἶχε τό αὐτό φρόνημα πίστεως, οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξες στήν πίστη Ἐκκλησίες δέν ἦσαν σέ κοινωνία μέ τήν Κωνσταντινούπολη καί γι’ αὐτό ὁμιλεῖ γιά «ἐκκλησία διεσχισμένην νῦν · καί διηρημένην». Ὑπῆρχε ὅμως τότε ὁμοφροσύνη-κοινωνία ἐν τῇ πίστει. Μποροῦμε νά χρησιμοποιήσουμε τό λόγο τοῦ Ἁγ. Ταρασίου γιά τήν ὑπάρχουσα κατάσταση τοῦ “Χριστιανικοῦ κόσμου” μέ τήν τόσο ἀβυσσαλέα διαφορά σέ βασικά θέματα πίστεως;
Συνεπῶς, τόσο ὁ Μ. Βασίλειος, ὅσο καί ὁ Πατριάρχης Ἃγ. Ταράσιος, ὅταν ἀναφέρονται σέ Ἐκκλησίες δέν ἐννοοῦν ἑτερόδοξες, αἱρετικές κοινότητες, ἀλλά Ὀρθόδοξες Τοπικές Ἐκκλησίες πού γιά κάποιους λόγους δέν βρίσκονται σέ κοινωνία μεταξύ τους, οἱ ὁποῖες ἦσαν «πολυμερῶς καί πολυτρόπως ἀπ’ ἀλλήλων διατμηθεῖσαι». Ἀλήθεια ποιά σχέση ἔχουν τά χωρία αὐτά μέ τήν πραγματικότητα τοῦ σημερινοῦ “χριστιανικοῦ κόσμου”; Ποιά σχέση ἔχουν οἱ Ἐκκλησίες πού ἀναφέρει ὁ Μ. Βασίλειος ἤ ὁ Ἃγ. Ταράσιος μέ τίς κακόδοξες καί αἱρετικές κοινότητες τοῦ σημερινοῦ “χριστιανικοῦ κόσμου”;
γ) Ἐντύπωση προκαλεῖ ἡ χρήση τοῦ Ἁγ. Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ γιά νά ὑποστηριχθεῖ ἡ «περιεκτική ἐκκλησιολογία». Γράφει ὁ θεοφιλέστατος: «Ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός φθάνοντας στή σύνοδο τῆς Φερράρας ἐπέδωσε στόν πάπα ἐπιστολή, ὅπου μεταξύ ἄλλων ἀναφέρει: «…σήμερον τά τοῦ Δεσποτικοῦ σώματος μέλη, πολλοῖς πρότερον χρόνοις διεσπασμένα τε καί διερρηγμένα, πρός τήν ἀλλήλων ἐπείγεται ἕνωσιν· οὐ γάρ ἀνέχεται ἡ κεφαλή Χριστός ὁ Θεός ἐφεστάναι διηρημένῳ τῷ σώματι…». (Ὁ Μάρκος ὁ Εὐγενικός ἀποκαλεῖ μάλιστα τή ρωμαϊκή Ἐκκλησία ὡς ἀδελφή Ἐκκλησία)». Αὐτά γράφει ὁ θεοφιλέστατος Ἅγιος Ἀβύδου. Ὅμως:
Στήν περίπτωσή μας ὅμως στά κείμενα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου δέν ἔχουμε ἁπλῶς μία ἐπιστολή «ὡς ἐν εἴδει ἐγκωμίου πρός τίς αἱρετικές κοινότητες» γιά νά παραλλάξω τόν Συρόπουλο, ἀλλά σαφῆ δογματικά-ἐκκλησιολογικά κείμενα, στά ὁποῖα δέν χωρεῖ φιλόφρων συγκατάβασις . ἄλλωστε καί ὁ Ἃγιος Μάρκος ἐπικαλέστηκε το «οὐ συγχωρεῖ συγκατάβασις εἰς τά περί τῆς πίστεως».
iii) Τελικά, ποιά εἶναι ἡ θέση τοῦ Ἁγίου Μάρκου γιά τούς Λατίνους; Ἀναγνώριζε σώζου-σα Θ. Χάρη στήν ἐκκλησία τῶν Λατίνων; Πίστευε ὅτι οἱ Λατίνοι ἀνῆκαν στήν Μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ; Καλύτερα ἀς ἀφήσουμε τόν ἴδιο νά μᾶς τά πεῖ: «Αἳρεσις ἐστι καί οὓτως εἶχον αὐτήν καί οἱ πρό ἡμῶν»[6] , «οὐκοῦν ὡς αἱρετικούς αὐτούς [τούς Λατίνους] ἀπεστράφημεν καί διά τοῦτο αὐτῶν ἐχωρίσθημεν…… αἱρετικοί εἰσί ἂρα καί ὡς αἱρετικούς αὐτούς ἀπεκόψαμεν … πόθεν οὖν ἡμῖν ἀνεφάνησαν ἐξαίφνης ὂντες Ὀρθόδοξοι οἱ διά τοσούτων χρόνων καί ὑπό τοσούτων Πατέρων καί διδασκάλων κριθέντες αἱρετικοί; … φευκτέον αὐτούς, ὡς φεύγει τις ἀπό ὂφεως … τούς χριστοκάπηλους καί χριστεμπόρους»[7] καί «ἡμεῖς δι’ οὐδέν ἂλλο ἀπεσχίσθημεν τῶν Λατίνων, ἀλλ’ ἢ ὃτι εἰσίν, οὐ μόνον σχισματικοί, ἀλλά καί αἱρετικοί»[8].
Τίθενται λοιπόν μερικά ἁπλά ἐρωτήματα: Εἶναι δυνατόν ὁ Ἅγιος Μάρκος νά θεωρεῖ ὡς “ἐκκλησία” μέ τήν αὐστηρή θεολογική-ἐκκλησιολογική ἔννοια τοῦ ὃρου τή Λατινική ἐκκλησία; Εἶναι δυνατόν νά χαρακτηρίζει τό ἀκήρατο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ (γιατί αὐτό εἶναι ἡ Ἐκκλησία) ὡς «Αἳρεσιν»; Εἶναι δυνατόν στή συνείδηση τῶν Ἁγ. Μάρκου, Μ. Βασιλείου καί Ἁγ. Ταρασίου νά συμφύρεται ἡ Ἐκκλησία, ὡς Σῶμα Χριστοῦ, ὡς ἄσπιλος Νύμφη τοῦ Χριστοῦ μέ πλάνες, ἑτεροδιδασκαλίες, αἱρέσεις;
Καίρια ἐρωτήματα πού ἀπαιτοῦν ὑπεύθυνες ἀπαντήσεις! Σέ τελική ἀνάλυση δέ δικαιούμαστε ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ νά “ἀναγκάζουμε” τούς Ἁγίους μας νά “λένε” αὐτά τά ὁποῖα θά βόλευαν τίς θεολογικές μας ἐμμονές…
Β. Ὁ κανόνας τῆς ἐν Καρχηδόνι Συνόδου (255μΧ) (Κυπρ-1) [9] .
Ὁ Κυπρ-1 εἶναι ἀπολύτως σαφής καί κατηγορηματικός καί ἀποκλείει ἐντελῶς τήν ἀναγνώριση “περιεκτικῆς ἐκκλησιολογίας”. Οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου τῆς Καρχηδόνος στόν Κυπρ-1 ἀρνοῦνται κατηγορηματικά τήν ὕπαρξη τελετουργικῆς τῶν ἱερῶν μυστηρίων Χάριτος στό χῶρο τῶν αἱρέσεων.
Σύμφωνα μέ τόν Κυπρ-1 στήν αἵρεση καί τό σχίσμα δέν ὑφίσταται:
Ἀξίζει νά ἐπισημάνουμε ὅτι ἡ συνοδική ἀπόφαση τῆς Καρχηδόνος, δέν ἀρκεῖται στήν ἁπλή διατύπωση περί πλήρους ἀκυρότητος τῶν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας «μυστηρίων» τῶν αἱρετικῶν. Ἐπεξηγώντας τό «ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας» δέν ἀντιδιαστέλλει μεταξύ «κανονικῶν» καί «χαρισματικῶν ὁρίων» τῆς Ἐκκλησίας[10], τά ὁποῖα γιά τούς Πατέρες ταυτίζονται ἀπολύτως («ἑνός ὄντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καί μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν, ἐπάνω Πέτρου τοῦ ἀποστόλου, ἀρχῆθεν λέγοντος, τῆς ἑνότητος τεθεμελιωμένης · καί διά τοῦτο τά ὑπ’ αὐτῶν γινόμενα, ψευδῆ καί κενά ὑπάρχοντα, πάντα ἐστίν ἀδόκιμα»), ἐφ’ ὅσον στόν χῶρο τῆς αἱρέσεως δέν ὑφίσταται Πνεῦμα Ἅγιο πού νά τελεῖ ἔγκυρα μυστήρια [11].
Ὁ Θεοφιλέστατος στό ἄρθρο του γιά νά παρακάμψει τή σαφῆ διδασκαλία τῆς Συνόδου ἀρνεῖται τήν οἰκουμενικότητα τοῦ Κανόνος καί τόν ἀξιολογεῖ ὡς προσωπική καί μόνο ἄποψη τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ, ἡ ὁποία, κατ’ αὐτόν, δέν ἔγινε ἀποδεκτή ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ὃμως:
Ἀποφεύγει νά ἐξηγήσει ὁ Θεοφιλέστατος: γιατί ἡ Στ΄ ἐν Τρούλῳ Οἰκουμενική τόν ἐνέταξε στούς ἐπικυρωμένους Κανόνες καί τοῦ προσέδωσε ἔτσι οἰκουμενικό κῦρος; Τό ἐρώτημα εἶναι καίριο καί ἀπαιτεῖ ὑπεύθυνη ἀπάντηση: Ἄν ἡ Ἐκκλησία δέν συμφωνοῦσε μέ τό περιεχόμενο τοῦ Κανόνα γιατί τόν ἐνέταξε στούς ἐπικυρωμένους Κανόνες Της ;
Ἐπίσης, ἀπορία προκαλεῖ ὅτι ὁ Θεοφιλέστατος δέν μνημονεύει καθόλου τούς ἐπικυρωμένους ἀπό τρεῖς Οἰκουμενικές Συνόδους Ἀποστολικούς Κανόνες, πού ταυτίζονται πλήρως ἀπό ἐκκλησιολογικῆς ἀπόψεως μέ τόν Κανόνα τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ. Γιατί; Μήπως ἐπειδή οἱ Κανόνες αὐτοί ἀνατρέπουν πλήρως τήν καινοφανῆ “περιεκτική ἐκκλησιολογία”, τήν ὁποία μᾶς παρουσιάζει;
Οἱ Ἀποστολικοί κανόνες εἶναι ἀπολύτως σαφεῖς καί δέν παρέχουν καμία δυνατότητα ἀποδοχῆς τῆς “περιεκτικῆς ἐκκλησιολογίας”:
Ἡ ἐπικύρωση τοῦ Κυπρ-1.
Ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενική στόν Στ-2 ἀναφερόμενη στούς οἰκουμενικοῦ κύρους κανόνες σημειώνει: «Μένειν καί ἀπό τοῦ νῦν βεβαίους καί ἀσφαλεῖς, πρός ψυχῶν θεραπείαν καί ἰατρείαν παθῶν, τούς ὑπό τῶν πρό ἡμῶν ἁγίων καί μακαρίων Πατέρων δεχθέντας καί κυρωθέντας, ἀλλά μήν καί παραδοθέντας ἡμῖν ….. κανόνας. Ἐπισφραγίζομεν δέ καί τούς λοιπούς πάντας ἱερούς κανόνας , τούς ὑπό τῶν ἁγίων καί μακαρίων Πατέρων ἡμῶν ἐκτεθέντας, τουτέστι τῶν τε ἐν Νικαίᾳ … ἔτι μήν … ἔτι μήν … ἔτι μήν καί τόν ὑπό Κυπριανοῦ, τοῦ γενομένου ἀρχιεπισκόπου τῆς Ἄφρων χώρας καί μάρτυρος, καί τῆς κατ’ αὐτόν συνόδου ἐκθέντα κανόνα» μέ τήν ἐπισήμανση «ὅς ἐν τοῖς τῶν προειρημένων προέδρων [ἐπισκόπων] τόποις, καί μόνον, κατά τό παραδοθέν αὐτοῖς ἔθος, ἐκράτησε».
Ὅσοι ἑρμηνεύουν, ἐν οἶς καί ὁ Θεοφιλέστατος, τήν ἐπισήμανση τοῦ Στ-2 ὡς ἄρνηση τῆς οἰκουμενικότητας τοῦ Κανόνος ἀπό τήν Πενθέκτη ὀφείλουν νά λάβουν ὑπ’ ὄψιν τους :
Γιά τό οἰκουμενικό κῦρος τοῦ Κυπρ-1 καί τήν ἄρνηση ἀναγνώρισης “μυστηρίων” στίς αἱρετικές κοινότητες παραπέμπουμε στόν Μητροπολίτη Γέροντα Ἐφέσου Χρυσόστομο (Κωνσταντινίδη), ὁ ὁποῖος σημειώνει μέ σαφήνεια: «Εὐθύς ἐξ ἀρχῆς πρέπει νά τονισθεῖ, ὅτι καί στό χῶρο τῶν µυστηρίων, αὐτῶν ποῦ τελοῦνται καί ἁγιάζονται στήν ὀρθόδοξη ἐκκλησία καί αὐτῶν πού «θεωροῦνται ὅτι τελοῦνται» στίς µή ὀρθόδοξες ἐκκλησίες, ἡ ἀκρίβεια εἶναι µιά σωστή ἀρχή, πού πρέπει νά εἶναι σεβαστή ἀπόλυτα καί ὁλοκληρωτικά»[14] . Καί στή συνέχεια ὁ ἀείμνηστος Ἐφέσου Χρυσόστομος ἀφοῦ μνημονεύει τόν Κανόνα τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ, ὡς κανόνα πού ἔχει περιβληθεῖ μέ οἰκουμενικό κῦρος ἀπό τόν Στ-2 σημειώνει: «Ἐποµένως, ὅση καί ὅποια ἀκρίβεια ἰσχύει καί ἀπαιτεῖται στήν τήρηση καί στόν σεβασµό τῶν πιστευτέων τῆς ἐκκλησίας, ἡ αὐτή κατά βάσιν ἀκρίβεια, ποιοτικά καί ποσοτικά, ἀπαιτεῖται καί γιά τά µυστήρια. Καί ὅπως δέν νοεῖται καί δέν ἐπιτρέπεται ἀλλοτρίωση ἀπό τήν πίστη καί τά δόγµατα τῆς ἀληθοῦς ἐκκλησίας, ἐφ’ ὅσον ἡ ἀλλοτρίωση αὐτή ὁδηγεῖ εὐθέως στήν αἵρεση ἤ στό σχίσµα, ἔτσι δέν νοεῖται καί δέν ἐπιτρέπεται ἀποδοχή καί ταύτιση µέ «µυστήρια» πού δέν φέρνουν καθ’ ἑαυτά τήν φερεγγυότητα καί γνησιότητα τῆς ἀληθοῦς ἐκκλησίας. Κατά ταῦτα, ὁ,τιδήποτε φέρεται σάν «µυστήριο» ἔξω ἀπό τά παραπάνω περιγραφόµενα «ἐκκλησιαστικά» ὅρια, δέν εἶναι µυστήριο, δέν ἀναγνωρίζεται σάν µυστήριο σωστό καί σωστικό»[15] . Ὁ Ἐφέσου Χρυσόστομος τά γράφει, ὂχι ἐγώ…
Πῶς λοιπόν ἐξηγεῖται ἡ ἐπισήμανση τοῦ Στ-2; Ὁ Ἃγ. Νικόδημος στό Πηδάλιο εἶναι ἀπολύτως σαφῆς[16]: Ἡ ἐπισήμανση τοῦ Στ-2 γιά τόν Κυπρ-1 μᾶς ὑπενθυμίζει τήν ἐξέλιξη καί τή διαφορετική πρακτική πού ἐφάρμοσε ἡ Ἐκκλησία στόν τρόπο εἰσδοχῆς τῶν «προστιθεμένων τῇ ὀρθοδοξίᾳ». Ἀπό τή μία πλευρά ἔχουμε τόν Κυπρ-1, τούς Ἀποστ-46, -47, -50 καί -68 καί τούς δύο κανόνες τοῦ Μ. Βασιλείου (1ο καί 47ο), οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἐπικυρωθεῖ ἀπό τόν Στ-2 καί τόν Ζ-1 ἀποκτώντας ἔτσι οἰκουμενικό κῦρος. Παράλληλα, ὅμως, ὁ Μ. Βασίλειος ἀναγνωρίζει καί ἀποδέχεται καί τή μή τέλεση τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος γιά τούς «προστιθεμένους τῇ ὀρθοδοξίᾳ» ἀπό συγκεκριμένες αἱρέσεις τίς ὁποῖες καί περιοριστικῶς μνημονεύει. Ἀκολούθως, ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος μέ τόν Β-7 καί ἀργότερα ἡ Στ΄ μέ τόν Στ-95 ὁρίζει τρεῖς κατηγορίες-τρόπους εἰσδοχῆς στήν Ἐκκλησία: μέ τό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, μέ χρήση Ἁγ. Μύρου καί διά λιβέλλου.
Πῶς συνδυάζονται ὅμως οἱ δύο ἀντικρουόμενες, φαινομενικά, ἀπόψεις; Καί γιατί ἡ Στ΄ ἐν Τρούλλω ἐπικύρωσε τούς «ἀντιφατικούς» αὐτούς κανόνες;
Ὁ κανόνας τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ, οἱ Ἀποστολικοί καί οἵ τοῦ Μ. Βασιλείου εἶναι σαφές ὅτι καθορίζουν τά θεολογικά κριτήρια προσεγγίσεως τοῦ ζητήματος αὐτοῦ. Σύμφωνα λοιπόν μέ τούς ἐπικυρωμένους ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους κανόνες, ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε ἀναγνώρισε ὡς ἔγκυρο τό βάπτισμα τῶν αἱρετικών[17] , ὡς παρέχον σώζουσα Θ. Χάρη, πού συγχωρεῖ ἁμαρτίες, ἀναγεννᾶ τόν βαπτιζόμενο καί τόν ἐντάσσει στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, διότι ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δέν ἐνεργεῖ ἡ τελετουργική των μυστηρίων Χάρις τοῦ Ἁγ. Πνεύματος. Ὅλοι οἱ μεγάλοι Πατέρες καί ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς καί οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι ὁμογνωμοῦν ἀπολύτως στό σημεῖο αὐτό. Ἡ ἔντονη διένεξη Καρχηδόνος–Ρώμης (Ἁγ. Κυπριανοῦ – Ἁγ. Στεφάνου) διασάφησε πλήρως τό θέμα! Καί γιά τόν λόγο αὐτό ἡ Πενθέκτη προσέδωσε οἰκουμενικό κύρος στόν Κυπρ-1 καί στούς συναφεῖς μέ αὐτόν, ἐντάσσοντάς τους στούς ἐπικυρωμένους κανόνες Τοπικῶν Συνόδων καί Ἁγ. Πατέρων.
Παράλληλα, ὅμως, μέ τήν ἐπισήμανσή της «ὅς ἐν τοῖς τῶν προειρημένων προέδρων τόποις, καί μόνον, κατά τό παραδοθέν αὐτοῖς ἔθος, ἐκράτησε» περιόρισε τήν ἰσχύ-ἐφαρμογή του. Γιατί;
Ο Μ. Βασίλειος, πού συμφωνεῖ καί ἐπαυξάνει τή θεολογική προσέγγιση τῆς Συνόδου τῆς Καρχηδόνος, ἐξηγεῖ καί τό γιατί ἡ Ἐκκλησία δέχεται τούς προσερχομένους ἀπό ὁρισμένες αἱρέσεις χωρίς νά τούς βαπτίζει. Δέν πρόκειται περί θεολογικῶν-ἐκκλησιολογικῶν, ἀλλά καθαρά περί ποιμαντικῶν λόγων. Ὁ Μ. Βασίλειος συναινεῖ νά μή βαπτίζονται οἱ προσερχόμενοι ἀπό ὁρισμένες αἱρέσεις, πρακτική πού ἐφαρμοζόταν σέ Ἐκκλησίες τῆς Μ. Ἀσίας ἤ τῆς Ρώμης «οἰκονομίας ἕνεκα τῶν πολλῶν», ὅπως χαρακτηριστικά σημειώνει (Βασιλ-1 καί -47). Ἐπίσης, ὁ ἴδιος προτείνει τήν κατ’ οἰκονομία πράξη «ἐάν μέντοι μέλλη τῇ καθόλου οἰκονομίᾳ ἐμπόδιον ἔσεσθαι τοῦτο, πάλιν τῷ ἔθει χρηστέον καί τοῖς οἰκονομήσασι τά καθ’ ἡμᾶς Πατράσιν ἀκολουθητέον. Ὑφορῶμαι γάρ μήποτε, ὡς βουλόμεθα ὀκνηρούς αὐτούς περί τό βαπτίζειν ποιῆσαι, ἐμποδίσωμεν τοῖς σωζομένοις διά τό τῆς προτάσεως αὐστηρόν».
Ἀντιδιαστέλλεται, λοιπόν, ἡ θεολογική ἀκρίβεια («τό τῆς προτάσεως αὐστηρόν»), ἀπό τήν ποιμαντική οἰκονομία («τό ἔθος τῶν πατέρων»). [Γιά τόν Μ. Βασίλειο καί τόν Στ-2 μέ τήν λέξη “ἔθος” δέν προσδιορίζεται ἡ δογματική διδασκαλία (ἐκκλησιολογία), ὅπως ἐσφαλμένα ὑποστηρίζει ὁ Θεοφιλέστατος, ἀλλά, κατά περίπτωση, ἡ πρακτική της οἰκονομίας μέ τόν ἀναβαπτισμό ἤ τῆς ἀκρίβειας μέ τόν μή ἀναβαπτισμό]. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποιώντας τή θεολογική ἀκρίβεια σέ ὅλους τούς τόνους ἀποφαίνεται ὅτι δέν ὑφίσταται ἔγκυρο βάπτισμα στήν αἵρεση, ἀξιοποιώντας ὅμως τήν ποιμαντική οἰκονομία, ὅπου δέν εἶναι δυνατόν νά ἐφαρμοστεῖ ἡ ἀκρίβεια, ὑποδέχεται ὅσους μετανοημένοι ἀρνοῦνται τήν αἵρεση καί προσέρχονται στήν Ἐκκλησία, μέ τήν τέλεση τοῦ ἱεροῦ Χρίσματος καί τή Θ. Μετάληψη καί ὄχι διά τοῦ τριπλοῦ μυστηρίου τῆς Χριστιανικῆς μυήσεως (Βάπτισμα-Χρῖσμα-Θ. Εὐχαριστία).
Ὑπό αὐτό τό πνεῦμα πρέπει νά ἑρμηνεύσουμε τήν ἐπισήμανση τοῦ Στ-2 σχετικά μέ τόν κανόνα τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ «ὅς ἐν τοῖς τῶν προειρημένων προέδρων [ἐπισκόπων] τόποις, καί μόνον, κατά τό παραδοθέν αὐτοῖς ἔθος, ἐκράτησε». Δέν σημαίνει μείωση τοῦ οἰκουμενικοῦ κύρους του, ἀλλά περιορισμό τῆς ἰσχύος του, λόγῳ τῆς κατ’ οἰκονομίαν πράξεως τῆς Ἐκκλησίας.
Συμπερασματικά, νομίζουμε ὅτι ἡ Στ΄ ἐν Τρούλῳ ἐντάσσοντας τόν Κυπρ-1 στούς ἐπικυρωμένους κανόνες τῶν Τοπικῶν Συνόδων καί τῶν Ἁγ. Πατέρων θέλησε νά περιβάλει μέ οἰκουμενικό κῦρος τή θεολογία τοῦ κανόνος (οὐσιαστικά τήν μοναδικότητα τῆς Ἐκκλησίας), ἀλλά μέ τήν ἐπισήμανσή της («ὅς ἐν τοῖς τῶν προειρημένων προέδρων τόποις, καί μόνον, κατά τό παραδοθέν αὐτοῖς ἔθος, ἐκράτησε») περιόρισε τήν ἰσχύ-ἐφαρμογή του, ὥστε νά μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νά ἐφαρμόζει καί τήν οἰκονομία στόν τρόπο εἰσδοχῆς τῶν αἱρετικῶν, ὃταν χρειάζεται.
Γ. Οἱ κανόνες Β-7 καί Στ-95.
Ἡ κατ’ οἰκονομία ἐκκλησιαστική πράξη ἔλαβε καί συνοδική ἐπικύρωση μέ τούς Β-7 καί Στ-95. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅμως, ὅτι ἐνῶ οἱ κανόνες πού ἀπορρίπτουν τό αἱρετικό «βάπτισμα» παρέχουν σύντομη ἤ πολύ ἐκτεταμένη θεολογική αἰτιολόγηση, οἱ κανόνες πού προτείνουν τήν οἰκονομία στήν εἰσδοχή τῶν πρώην αἱρετικῶν δέν προβάλουν καμία θεολογική αἰτιολόγηση . Εἶναι κατ’ οἰκονομία . αὐτό καί μόνο ἀρκεῖ. Ἡ μόνη αἰτιολόγηση προέρχεται ἀπό τόν Μ. Βασίλειο: «οἰκονομίας ἕνεκα τῶν πολλῶν… Ἐάν μέντοι μέλλῃ τῇ καθόλου οἰκονομίᾳ ἐμπόδιον ἔσεσθαι τοῦτο. Ὑφόρομαι γάρ μήποτε, ὡς βουλόμεθα ὀκνηρούς αὐτούς περί τό βαπτίζειν ποιῆσαι, ἐμποδίσωμεν τοῖς σωζομένοις διά τό τῆς προτάσεως αὐστηρόν» (Βασιλ-1). Κανένας θεολογικός-ἐκκλησιολογικός λόγος, μόνο ἡ ποιμαντική ἀνάγκη τῆς σωτηρίας διά τῆς μετοχῆς στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἐφ’ ὅσον ὁ ἄνθρωπος ἔχει μετανοήσει καί φύγει ἀπό τήν αἵρεση.
Τόσο ἡ κανονική παράδοση ὅσο καί ἡ πατερική διδασκαλία δέν προβαίνουν καθόλου σέ προσπάθεια ἑρμηνείας τῆς κατ’ οἰκονομία πράξεως, οὔτε ὅταν ἀναφέρονται στήν εἰσδοχή τῶν μετανοημένων αἱρετικῶν οὔτε στίς περιπτώσεις τῶν μετανοημένων πρώην αἱρετικῶν κληρικῶν (Ζ΄ Οἰκουμενική). Στήν ἀρχαία Ἐκκλησία μόνο ὁ Ἃγ. Αὐγουστῖνος προσπάθησε νά ἑρμηνεύσει τήν κατ’ οἰκονομία πράξη τοῦ μή ἀναβαπτισμοῦ καί ἀργότερα ὁ σχολαστικισμός μέ τόν Θωμά Ἀκινάτη. Ὁμως ἡ προβληματική αὐτή δέν εἶχε καμία ἀπήχηση στήν πατερική παράδοση. Συνεπῶς, τά ἐρωτήματα πού θέτει ὁ Θεοφιλέστατος[18] εἶναι θεμελιωμένα σέ σχολαστικές προϋποθέσεις καί ἐντελῶς ξένα στήν Ὀρθόδοξη προβληματική. Ἐπ’ αὐτῶν μποροῦμε νά κάνουμε πολλές θρησκευτικές συζητήσεις, ἀλλά θά εἴμαστε μακρυά ἀπό τό Πατερικό πνεῦμα. Ἡ Ἐκκλησία διά τῶν Πατέρων καί τῶν Συνόδων ἀποφάσισε κυριαρχικῷ δικαιώματι νά ἐντάσσει στούς κόλπους της τούς μετανοημένους αἱρετικούς, χωρίς νά τούς βαπτίζει, χωρίς ὅμως νά μπεῖ σέ λεπτομερεῖς ἀναλύσεις καί πρό παντός, χωρίς νά ἀναγνωρίζει ὡς βαπτισμένους αὐτούς πού μένουν στήν αἵρεση. Θά βοηθοῦσε ἰδιαίτερα ὁ Θεοφιλέστατος νά μᾶς παρουσιάσει τίς ἀπόψεις-ἀπαντήσεις τῶν Πατέρων στά ἐρωτήματα πού θέτει – ἄν ὑπάρχουν. Αὐτές ἔχουν γιά μένα θεολογική ἀξία καί βαρύτητα καί ὄχι οἱ διανοητικές ἀσκήσεις τοῦ ὁποιουδήποτε, ὅσο ἐνδιαφέρουσες καί ἄν εἶναι κατά τά ἂλλα.
Ἐπίσης, οὔτε ὁ Μ. Βασίλειος οὔτε οἱ ἱεροί Κανόνες οὔτε οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι προσπαθοῦν στήν κατ’ οἰκονομία πράξη νά θεμελιώσουν ἐπιχειρήματα γιά νά ἀκυρώσουν βασικές ἐκκλησιολογικές ἀρχές (ἀνυπαρξία τελεσιουργικῆς τῶν μυστηρίων Θ. Χάριτος στήν αἵρεση, ἀνυπαρξία ἱερῶν Μυστηρίων ἐκτός Ἐκκλησίας, διάκριση Ἐκκλησίας-αἵρεσης, ἀλήθειας-πλάνης κοκ). Ποτέ! Ὅπως στή σημερινή ἐκκλησιαστική πράξη ἡ κατ’ οἰκονομία δυνατότητα τελέσεως ἀεροβαπτίσματος ἀπό Ὀρθόδοξη νοσηλεύτρια δέν ὑπονοεῖ ὅτι ἡ νοσηλεύτρια ἔχει τήν εἰδική ἱερωσύνη ἤ ὅτι μπορεῖ νά τελέσει κατ’ οἰκονομία καί ἄλλα μυστήρια, ἔτσι γιά τήν ἐκκλησιαστική μας παράδοση μέ τήν κατ’ οἰκονομία εἰσδοχή τῶν αἱρετικῶν, μέ κανένα τρόπο δέν ἀναγνωρίζονται τά μυστήρια τῶν αἱρετικῶν! Εἶναι, ἄλλωστε, ἀδιανόητο ἡ οἰκονομία τοῦ ἀεροβαπτίσματος νά χρησιμοποιηθεῖ ὡς θεολογικός λόγος γιά τή διεκδίκηση τῆς ἱερωσύνης τῶν γυναικών . κατά τόν ἴδιο τρόπο ἦταν ἀδιανόητο γιά τούς Πατέρες οἱ αἱρετικοί νά διεκδικήσουν ἐγκυρότητα τῶν «μυστηρίων» τους, ὅπως προσπαθεῖ στό ἄρθρο του ὁ Θεοφιλέστατος.
Εἶναι σαφής ἐπ’ αὐτοῦ ἡ ἀπόφαση τῆς Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς (1971), ἡ ὁποία στό κείμενο «Ἡ οἰκονομία ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ» εὔστοχα σημειώνει: «Ἡ Ὀρθόδοξος ἡμῶν Ἐκκλησία ἀποβλέπει…α) εἰς τήν διατήρησιν κατά πρῶτον καί κύριον λόγον τῆς ἑαυτῆς πίστεως καί διδασκαλίας τελείως ἀνοθεύτου καί ἀνεπηρεάστου ἐκ τῆς κατ’ οἰκονομίαν τοιουτοτρόπου συγκαταβάσεως αὐτῆς πρός τούς ἔξω. “Διότι οὐ συγχωρεῖ συγκατάβασις εἰς τά τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, καί τότε τάς οἰκονομίας ὁ ὀρθός λόγος μεταχειρίζεται, ὃτε τό δόγμα τῆς εὐσεβείας οὐδέν παραβλάπτεται” (Εὐλόγιος Ἀλεξ. PG 103, 953)». Δηλαδή ἡ κατ΄ οἰκονομία πράξη γιά τήν εἰσδοχή πρώην αἱρετικῶν δέ μπορεῖ νά χρησιμοποιηθεῖ ὡς θεολογικό προηγούμενο γιά τήν τροποποίηση, οὐδέ στό ἐλάχιστο, τῆς πίστης καί τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, ἀναφορικά μέ τήν αὐτοσυνειδησία της καί τήν “ἐκκλησιαστικότητα” τῶν ἑτεροδόξων! Διότι οὐδέποτε ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποίησε τήν οἰκονομία γιά νά ἀφήσει τόν ἄνθρωπο στήν πλάνη καί τήν αἵρεση, ἀποκοιμίζοντάς τον ὅτι δῆθεν δέν ὑπάρχει κανένα πρόβλημα νά παραμένει στήν πλάνη… Αὐτό δέν εἶναι ποιμαντική οἰκονομία, ἀλλά ἀπάνθρωπη συμπεριφορά καί ἀσυγχώρητη κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος βλασφημία!
Ὁ ἀείμνηστος Μητρ. Γέρων Ἐφέσου Χρυσόστομος (Κωνσταντινίδης) (Πρόεδρος τῆς Γ΄ Πανορθοδόξου Προσυνοδικῆς Διασκέψεως-1986) σημειώνει ἐπ’ αὐτοῦ: «ἄλλο εἶναι τό θέμα τῆς κατ’ ἀρχήν καί ἐξ ἀντικειμένου ἀναγνώρισης τῶν μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν καί σχισματικῶν καθ’ ἑαυτά, καί ἄλλη εἶναι ἡ περίπτωση τῆς εἰσδοχῆς τῶν μεταστρεφομένων στήν ορθοδοξία ἑτεροδόξων μέ τά μυστήρια πού ἒχουν δεχθεῖ στήν ἑτερόδοξη ἐκκλησία, ἀπό τήν ὁποία προέρχονται»[19] . Ἐπίσης ὁ Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος (Σαββᾶτος) σέ Συνέδριο γιά τούς Ἱερούς Κανόνες (Βόλος, 10.5.2014) δήλωνε κατηγορηματικά ὃτι ἡ κατ’ οικονομία πράξη τῆς Ἐκκλησίας νά μήν ἀναβαπτίζει τούς προσερχομένους ἀπό ὁρισμένες αἱρέσεις «δέν συνεπάγετο καί τήν αὐτόματη ἀναγνώριση τῆς ἐγκυρότητος τῶν μυστηρίων, τοῦ βαπτίσματος καί τοῦ χρίσματος τῶν αἱρετικῶν ἤ τῶν σχισματικῶν … Ἡ κατ’ οἰκονομία ἀποδοχή τῆς ἐπιστροφῆς τῶν αἱρετικῶν δέν συνεπάγεται αὐτόματα τήν ἀναγνώριση ἤ τήν κοινωνία μετά τῶν αἱρετικῶν καί μάλιστα ἐν τοῖς μυστηρίοις»[20] . Ὁ ἀείμνηστος Γέρων Ἐφέσου καί ὁ Ἃγιος Μεσσηνίας τά λένε αὐτά . ὂχι ἐγώ…
«Μπορεῖ νά ὑπάρξει χάρις Θεοῦ ἐκτός Ἐκκλησίας;»
Εἰλικρινά θλίψη μᾶς προκαλοῦν τά ἐρωτήματα πού θέτει καί οἱ ἀπαντήσεις πού δίνει ὁ Θεοφιλέστατος γιά νά ἐπιχειρηματολογήσει ἐναντίον τοῦ κανόνος τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ, ὁ ὁποῖος ἀρνεῖται τήν τελετουργική τῶν Ἱ. Μυστηρίων Χάρη τοῦ Ἁγ. Πνεύματος στήν αἵρεση. Ἐρωτᾶ ὁ Θεοφιλέστατος: «Μπορεῖ νά ὑπάρξει χάρις Θεοῦ ἐκτός Ἐκκλησίας;» καί ὁ ἴδιος ἀπαντᾶ: «Ἐάν ἡ δημιουργία καί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δέ βρίσκονται κάτω ἀπό τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, τότε τί σημαίνει ἡ φράση τοῦ Ἄπ. Παύλου πρός τούς Ἀθηναίους «ἐν αὐτῷ γάρ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν»; Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἐπισημαίνει γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα: «…κατά πάντα ὅμοιον τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ, ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον καί δι’ Υἱοῦ μεταδιδόμενον καί μεταλαμβανόμενον ὑπό πάσης τῆς κτίσεως καί δι’ ἑαυτοῦ κτῖζον καί οὐσιοῦν τά σύμπαντα καί ἁγιάζον καί συνέχον…»!
Τά ἐρωτήματα αὐτά καταδεικνύουν ὅτι δέν εἶναι, δυστυχῶς, κατανοητό, ὅπως εὔστοχα ἐπισημαίνει ὁ π. Πέτρος Χίρς, ὅτι «τό ἐπίμαχο θέμα [στήν ἐποχή τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ] δὲν ἦταν κατὰ πόσον τὸ Πνεῦμα κινεῖται ἢ δὲν κινεῖται ἐντὸς τῆς κτίσεως ἢ ἐν τῷ μέσῳ τῶν ἀνθρώπων, γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσει στὴν Ἀλήθειᾳ. Αὐτὸ δὲν ἦταν ἀμφισβητούμενο, καθότι ὁ Κύριος “πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν” (Α΄ Τιμ. 2, 4). Τὸ θέμα ἦταν ἡ παρουσία τῶν καθαρτικῶν, φωτιστικῶν καὶ θεοποιῶν ἐνεργειῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὰ Μυστήρια καὶ ἐὰν δροῦν στὸ σχῖσμα καὶ στὴν αἵρεση. Τὸ θέμα ἦταν ἡ ἐνέργεια τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὰ Μυστήρια καί, συνεπῶς, ἡ παρουσία τῆς Ἐκκλησίας ἀνάμεσα στοὺς σχισματικοὺς καὶ αἱρετικούς … Παρότι αὐτὴ ἡ ἐνέργεια (τοῦ Θεοῦ) εἶναι ἁπλή, μποροῦν νὰ γίνουν ἀντιληπτὲς κάποιες διαφορὲς ἀνάμεσα στὴν δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, τὴν προνοητικὴ ἐνέργεια, τὴν καθαρτική, τὴν φωτιστικὴ καὶ τὴν θεωτικὴ ἐνέργεια. “Μεταξὺ αὐτῶν τῶν μορφῶν τῆς μίας καὶ μόνης ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ δὲν ὑπάρχει ταυτότης. Ἂν ὑπῆρχε ταυτότης, τότε ὅλα τὰ κτίσματα θὰ μετεῖχαν π.χ. στὴν θεωτικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ”. Ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ γνωρίζουμε, ὅτι ὑπάρχει διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν φωτιστικὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν θεωτικὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Τὸ γνωρίζουμε διότι δὲν ἔφθασαν ὅλοι στὴν Θέωση … Ἑπομένως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀνεξαρτήτως προελεύσεως ἢ πεποιθήσεων, συμμετέχουν στὶς δημιουργικές, συνεκτικὲς καὶ προνοητικὲς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, χωρὶς τὶς ὁποῖες ὁ κόσμος θὰ ἔπαυε νὰ ὑπάρχει. Ὑπ’ αὐτὴν τὴν ἔννοια καὶ μόνον ὑπάρχει μία διαφοροποιημένη μετοχὴ γιὰ τοὺς σχισματικοὺς καὶ αἱρετικούς, ὄχι στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὑπέθεταν ὁ Congar καὶ οἱ συνάδελφοί του, ἀλλὰ στὶς θεῖες Ἐνέργειες – δημιουργικές, συνεκτικὲς καὶ προνοητικές. Ὡστόσο αὐτὴ ἡ μετοχὴ δὲν τοὺς καθιστᾶ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Διότι, αὐτοί, μὴ ἐκπληρώνοντας τὶς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιὰ μετοχὴ στὴν Ἐκκλησία, δὲν μετέχουν στὶς καθαρτικές, φωτιστικὲς καὶ θεωτικὲς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ»[21] .
«Πλήρης Ἐκκλησία» καί «Ἐκκλησία τῶν «πονηρευομένων».
Τά ἀδιέξοδα τῆς “περιεκτικῆς ἐκκλησιολογίας” εἶναι ἐμφανῆ στό ἴδιο τό κείμενο τοῦ Θεοφιλεστάτου:
α) Ἀναφερόμενος στά μέλη τοῦ ΠΣΕ σημειώνει ὁ Θεοφιλέστατος: «Τό γεγονός ὅτι ἐνδεχομένως ἀναγνωρισθεῖ ὁ ἐκκλησιαστικός χαρακτήρας μιᾶς τέτοιας κοινότητας δέ θίγει σέ τίποτα τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πού διατηρεῖ τήν αὐτοσυνειδησία ὅτι εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Ὑπό αὐτή τήν ἔννοια τίποτα δέν μᾶς ἐμποδίζει νά ὀνομάσουμε αὐτές τίς χριστιανικές κοινότητες Ἐκκλησία, ὅπως τό κάνει ἄλλωστε καί … οἱ πατέρες τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού κάνουν λόγο γιά Ἐκκλησία τῶν «πονηρευομένων», ὄχι ἁπλά ἐξ αἰτίας τῆς κακοδοξίας τῶν εἰκονομάχων».
Νομίζω ὅτι ὑπό αὐτή τήν ἔννοια δέν θά ἔχει κανένας ἀντίρρηση νά χαρακτηριστοῦν στό κείμενο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου οἱ αἱρετικές κοινότητες ὡς «Ἐκκλησίες», μέ τήν ἀπαραίτητη διευκρίνηση τοῦ Θεοφιλεστάτου ὅτι πρόκειται περί «Ἐκκλησίας τῶν «πονηρευομένων». Ἔτσι θά ἀκολουθήσουμε καί στό γράμμα καί στό πνεῦμα τούς Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς . ἄλλωστε οἱ περισσότεροι προτεστάντες εἰκονομάχοι δέν εἶναι;
β) Στήν παράγραφο 4 τῶν συμπερασμάτων του ὁ Θεοφιλέστατος γράφει: «Οἱ χριστιανικές αὐτές κοινότητες, παρά τόν ἐκκλησιαστικό τους χαρακτήρα, δέν ἀποτελοῦν τήν «πλήρη» Ἐκκλησία … Κατά συνέπεια ἡ χρήση τοῦ ὃρου Ἐκκλησία γι’ αὐτές δέν τίς ἐξομοιώνει μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία».
Ἐκκλησία καί “ἐκκλησίες”
Εἶναι γνωστό ὃτι ὁ ὅρος “ἐκκλησία” εἶναι πολυσήμαντος: Ὅταν προσεγγίζουμε γεγονότα ἀπό ἱστορικῆς, νομικῆς, κοινωνιολογικῆς κοκ πλευρᾶς γίνεται ἀσφαλῶς καί ἡ ἀνάλογη χρήση τοῦ ὃρου «ἐκκλησία», ὁπότε ἀναφερόμαστε σέ ἁπλή θρησκευτική κοινότητα ἤ θρησκευτική συνάθροιση, ἡ ὁποία πόρρῳ ἀπέχει ἀπό τήν αὐστηρή θεολογική ἔννοια τῆς λέξεως «ἐκκλησία». Ὑπό αὐτή τήν ἔννοια ἔχουμε ἑκατοντάδες ἐκκλησίες, πού καλύπτουν ἕνα μεγάλο τμῆμα τῆς θρησκευτικῆς ἔκφρασης καί ὀργάνωσης σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο. Σέ αὐτή τήν περίπτωση εἶναι προφανές ὅτι δέν ὑπάρχει κανένα κριτήριο γιά τό χαρακτηρισμό μιᾶς κοινότητος ὡς «ἐκκλησία», ἀλλά προέχει ὁ αὐτοπροσδιορισμός της : ἡ κάθε κοινότητα, ἤ ὁμάδα εἶναι «ἐκκλησία», ἐπειδή ἔτσι θέλει καί αὐτοχαρακτηρίζεται.
Στήν ἀμιγῶς θεολογική γλώσσα, στήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, μέ τόν ὃρο «Ἐκκλησία» προσδιορίζεται ἀποκλειστικά καί μόνο τό ἴδιο τό Σῶμα τοῦ Σαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου, ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Τά κείμενα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου πρέπει νά εἶναι δογματικά κείμενα πού θά προσδιορίζουν καί θά ἐκφράζουν τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Σέ αὐτοῦ τοῦ ἐπιπέδου τά κείμενα ὁ ὅρος «Ἐκκλησία» εἶναι αὐστηρά μονοσήμαντος καί προσδιορίζει – ὅπως ἀναφέρθηκε – ἀποκλειστικά καί μόνο τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο ἔχει ὡς κεφαλή Του τόν ἴδιο τόν Χριστό . τίποτα λιγότερο, ἀλλά καί τίποτα περισσότερο! Κάθε τί τό ὁποῖο ἀνήκει σέ αὐτό τό Θεανθρώπινο Σῶμα εἶναι Ἐκκλησία, ὅ,τι δέν ἀνήκει σέ Αὐτό, δέν εἶναι Ἐκκλησία! Ἀπό αὐτή τή βασική καί θεμελιώδη θεολογική ἀρχή, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δηλ. ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, προέρχονται καί οἱ βασικές ἰδιότητες τῆς Ἐκκλησίας :
Μέ βάση τά ἀνωτέρω :
α) Εἶναι προφανές ὅτι ἀπό θεολογικῆς ἀπόψεως ἡ ὕπαρξη πολλῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι ἐντελῶς ἀδιανόητη, ἐκτός ἐάν ἀναφερόμαστε στίς Τοπικές Ἐκκλησίες, τίς κατά τόπους φανερώσεις τῆς Μίας Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
β) Δέ νοεῖται στήν Ἐκκλησία τό ὁποιοδήποτε ψεγάδι ἤ λάθος. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία κατέχει καί κηρύττει τήν πληρότητα τῆς Θ. Ἀποκαλύψεως, τήν παραδεδομένη Ἀποστολική Διδαχή, δηλ. τήν Ἀλήθεια. Εἶναι ἐντελῶς ἀδιανόητο τό παραμικρό λάθος σέ θέματα πίστεως. Τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἀσφαλῶς καί μπορεῖ νά σφάλλουν . ποτέ ὅμως ἡ Ἐκκλησία δέ μπορεῖ νά διατυπώσει ὡς δόγμα πίστεως ὑποχρεωτικό γιά τή σωτηρία, τό ὁποῖο ἀργότερα νά … ἀνακαλέσει ὡς ἐσφαλμένο. Ἡ ὕπαρξη λανθασμένης διδασκαλίας, ἐσφαλμένου δόγματος, ἀκυρώνει τίς βασικές ἰδιότητές Της, ἀκυρώνει τήν ἴδια τήν ὕπαρξή Της:
γ) Ἡ Ἀποστολική Διδαχή, δηλ. ἡ πίστη καί διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, δέν ἐπιδέχεται ἐκ μέρους τῶν πιστῶν ἀμφισβήτηση ἤ ἄρνηση. Ὅποιος, ἀνεξάρτητα μέ τό βαθμό πού ἔχει, συνειδητά καί συστηματικά ἀρνεῖται τό ὁποιοδήποτε δόγμα πίστεως τῆς Ἐκκλησίας δέν μπορεῖ νά παραμένει μέλος Της. Ἡ Ἐκκλησία ἐκφράζεται ἀλαθήτως στίς Οἰκουμενικές Συνόδους. Ἡ Σύνοδος πού θά χαρακτηριστεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὡς «Οἰκουμενική» εἶναι ταυτόχρονα σέ θέματα πίστεως ἀλάθητη. Εἶναι ἐντελῶς ἀδιανόητη γιά ἕνα πιστό ἡ ἄρνηση τῶν δογματικῶν ἀποφάσεων μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἄν συμβεῖ αὐτό, ὁ πιστός αὐτός δέν μπορεῖ νά παραμείνει μέλος τῆς Ἐκκλησίας.
δ) Ἡ ἀπόλυτη ἀναίρεση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ αἵρεση, δηλ. ἡ συνειδητή ἄρνηση τῆς καθολικότητας τῆς Ἀλήθειας. Γι’ αὐτό Ἐκκλησία καί αἵρεση εἶναι δύο ἔννοιες ἀπολύτως ἀσυμβίβαστες : Ἡ Ἐκκλησία ἐκφράζει τήν καθολικότητα . ἡ αἵρεση εἶναι ἡ ἄρνησή της. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό φῶς . ἡ αἵρεση τό σκοτάδι. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ σωτηρία . ἡ αἵρεση ἡ ἀπώλεια. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ θεοσέβεια . ἡ αἵρεση εἶναι ἀθεΐα. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ εὐθεία ὁδός . ἡ αἵρεση ἡ «στρεβλότης». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός . ἡ αἵρεση ὁ ἀντίχριστος. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ . ἡ αἵρεση ἡ δαιμονική πλάνη.
Οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων χρησιμοποιοῦν γιά τήν αἵρεση πολύ σκληρές ἐκφράσεις γιά νά καταδειχθεῖ τό πόσο φρικτή καί ἀπαίσια κατάσταση εἶναι. Μεταξύ ἄλλων χαρακτηρίζεται ὡς «φαυλότης φέρουσα τόν ὄλεθρον», «ἐλεεινή πλάνη» στήν ὁποία «κατεδέθησαν» οἱ αἱρετικοί, «μεμιασμένη κοινωνία», «ρίζα πικρίας», «μίασμα γέγονε τῇ καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ, ἡ τῶν χριστιανοκατηγόρων αἵρεσις». Ἐπίσης, ἡ αἵρεση «ἐγκαταλείπουσα» ἀμέσως ἤ ἐμμέσως «τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ» καταντᾶ «κεκρυμμένη εἰδωλολατρία» καί ἀθεΐα καί γι’ αὐτό ὁ ἀκολουθῶν αὐτῇ «τοῦ χριστιανικοῦ καταλόγου, ὡς ἀλλότριος ἐξωθείσθω καί ἐκπιπέπτω».
Εἶναι λοιπόν ἀδύνατον στήν Μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ νά ἐντάσσονται αἱρέσεις ἤ πλάνες.
Εἶναι λοιπόν ἀδύνατη ἡ ἀναγνώριση τῆς κακόδοξης «περιεκτικῆς ἐκκλησιολογίας» τῆς Β΄ Βατικανῆς ὡς Ὀρθοδόξου δογματικῆς διδασκαλίας στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἐλπίζουμε, εὐχόμαστε καί προσευχόμαστε ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος νά ἀναδειχθεῖ ἂξια τοῦ ὀνόματός της καί νά ὀρθοτομήσει τόν λόγον τῆς Χριστοῦ ἀληθείας. Μόνο ἒτσι θά διατρανώσει τήν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας μας.
[1] http://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/8579-abudou-kurillos-empisteuomai-tin-ekklisia . Ἀπάντηση στό ἄρθρο συνέταξε τό ἐπί τῶν αἱρέσεων καί τῶν παραθρησκειῶν Γραφεῖο τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς (http://www.romfea.gr/diafora/8729-i-impeiraios-gia-to-keimeno-tou-episkopou-abudou-kurillou ). Στήν ἀντα-πάντησή του ὁ Θεοφιλέστατος Ἀβύδου (http://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/8897-apantisi-abudou-sto-grafeio-aireseon-tis-im-peiraios ) ἀναφέρεται σέ «ἐκ Πατρῶν ὑποβολέα» τοῦ κειμένου τοῦ Γραφείου. Θά περιμέναμε νά εἶναι σαφέστερος ὁ Ἃγιος Ἀβύδου, ἀλλά εἶναι προφανές ὃτι δέν ὑπονοεῖ ἐμένα (ὃπως κάποιοι ὑπέθεσαν), διότι, ἐκτός τῶν ἂλλων, ὡς ἒγκριτος πανεπιστημιακός, γνωρίζει πολύ καλά καί μπορεῖ νά διακρίνει τό ὓφος γραφῆς…
[2] Ἐπιστολή 114, «τοῖς ἐν Ταρσῷ περί Κυριακόν», PG 32, 528-529.
[3] Γράφει ἐπὶ λέξει ὁ Μ. Βασίλειος : «Συντυχῶν τοίνυν τοῖς ἀδελφοῖς, καὶ θεασάμενος αὐτῶν πολὺ μὲν τὸ φιλάδελφον καὶ τὸ περὶ ὑμᾶς ἀγαπητόν, πολλῷ δὲ ἔτι πλέον τὸ φιλόχριστον καὶ τὸ περὶ τὴν πίστιν ἀκριβές τε καὶ εὔτονον.καὶ ὅτι πολλὴν ἀμφοτέρων ποιοῦνται σπουδήν, τῆς τε ὑμετέρας ἀγάπης μὴ χωρίζεσθαι, καὶ τὴν ὑγιαίνουσαν πίστιν μὴ καταπροδοῦναι . ἀποδεξάμενος αὐτῶν τὴν ἀγαθὴν προαίρεσιν ἐπιστέλλω τῇ σεμνότητι ὑμῶν, παρακαλῶν πάσῃ ἀγάπῃ ἔχειν αὐτοὺς ἠνωμένους γνησίως, καὶ πάσης ἐκκλησιαστικῆς φροντίδος κοινωνοὺς … αὐτὸς γὰρ ἐγγυῶμαι τὸ μέρος τῶν ἀδελφῶν,ὡς εἰς οὐδὲν ἀντεροῦσιν, ἀλλὰ πᾶσαν ὑμῖν ἐπιδείξονται εὐταξίας ὑπερβολήν», αὐτόθι.
[4] V. Laurent, Les “Memoires”…Sylvestre Syropoulos, Paris 1971, σ. 258.
[5] V. Laurent, Les “Memoires”…Sylvestre Syropoulos, Paris 1971, σ. 280.
[6] V. Laurent, Les “Memoires”…Sylvestre Syropoulos, Paris 1971, σ. 444.
[7] Ἰ. Καρμίρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Β´, Graz-Austria 19682, σ. 353-362.
[8] κε΄ Συνεδρίαση τῆς Συνόδου Φεράρας -Φλωρεντίας , στό : Πηδάλιον… εκδ. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη, 1991, σ. 55.
[9] «Ἐν κοινοβουλίῳ ὄντες, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἀνέγνωμεν γράμματα ἀφ’ ὑμῶν σταλέντα περὶ τῶν παρὰ τοῖς αἱρετικοῖς, ἢ σχισματικοῖς δοκούντων βεβαπτίσθαι, ἐρχομένων πρὸς τὴν καθολικὴν Ἐκκλησίαν, ἥτις ἐστὶ μία, ἐν ᾗ βαπτιζόμεθα καὶ ἀναγεννώμεθα. Περὶ ὧν καὶ πεποίθαμεν, καὶ ὑμᾶς αὐτοὺς ἐκεῖνα πράττοντας, τὴν στερρότητα τοῦ τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας κανόνος κρατεῖν. Ὅμως ἐπεὶ συγκοινωνοὶ ἡμῶν ἐστε καὶ ζητῆσαι περὶ τούτου διὰ τὴν κοινὴν ἀγάπην ἠθελήσατε, οὐ πρόσφατον γνώμην, οὐδὲ νῦν ἡδρασμένην προσφέρομεν, ἀλλὰ τὴν πάλαι ὑπὸ τῶν προγενεστέρων ἡμῶν μετὰ πάσης ἀκριβείας καὶ ἐπιμελείας δεδοκιμασμένην, καὶ ὑφ’ ἡμῶν παρατηρηθεῖσαν, κοινούμεθα ὑμῖν καὶ συζεύγνυμεν, τοῦτο καὶ νῦν χειροτονοῦντες, ὅπερ διὰ παντὸς ἰσχυρῶς καὶ ἀσφαλῶς κρατοῦμεν, μηδένα βαπτίζεσθαι δύνασθαι ἔξω τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας, ἑνὸς ὄντος βαπτίσματος καὶ ἐν μόνῃ τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ ὑπάρχοντος. Γέγραπται γάρ· Ἐμὲ ἐγκατέλιπον, πηγὴν ὕδατος ζῶντος, καὶ ὤρυξαν ἑαυτοῖς λάκκους συντετριμμένους, τοὺς μὴ δυναμένους ὕδωρ συσχεῖν. Καὶ πάλιν, ἡ ἁγία Γραφὴ προμηνύουσα λέγει· Ἀπὸ ὕδατος ἀλλοτρίου ἀπέχεσθε καὶ ἀπὸ πηγῆς ἀλλοτρίας μὴ πίητε. Δεῖ δὲ καθαρίζεσθαι καὶ ἁγιάζεσθαι τὸ ὕδωρ πρῶτον ὑπὸ τοῦ ἱερέως, ἵνα δυνηθῇ τῷ ἰδίῳ βαπτίσματι τὰς ἁμαρτίας τοῦ βαπτιζομένου ἀνθρώπου ἀποσμῆξαι. Διά τε Ἰεζεκιήλ τοῦ προφήτου λέγει Κύριος· Καί ῥαντίσω ὑμᾶς καθαρῷ ὕδατι καὶ καθαριῶ ὑμᾶς, καὶ δώσω ὑμῖν καρδίαν καινὴν, καὶ πνεῦμα καινὸν δώσω ὑμῖν. Πῶς δὲ δύναται καθαρίσαι καὶ ἁγιάσαι ὕδωρ ὁ ἀκάθαρτος ὢν αὐτὸς, καὶ παρ’ ᾧ Πνεῦμα ἅγιον οὐκ ἔστι, λέγοντος τοῦ Κυρίου ἐν τοῖς Ἀριθμοῖς· Καὶ πάντων ὧν ἅψεται ὁ ἀκάθαρτος, ἀκάθαρτα ἔσται; Πῶς βαπτίζων δύναται ἄλλῳ δοῦναι ἄφεσιν ἁμαρτιῶν ὁ μὴ δυνηθεὶς τὰ ἴδια ἁμαρτήματα ἔξω τῆς ἐκκλησίας ἀποθέσθαι; Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ ἐρώτησις, ἡ ἐν τῷ βαπτίσματι γενομένη, μάρτυς ἐστὶ τῆς ἀληθείας· λέγοντες γὰρ τῷ ἐξεταζομένῳ· Πιστεύεις αἰώνιον ζωὴν καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν λαμβάνειν; οὐκ ἄλλο τι λέγομεν, εἰ μὴ ὅ,τι ἐν τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ δοθῆναι δύναται. Παρὰ δὲ τοῖς αἱρετικοῖς, ὅπου ἐκκλησία οὐκ ἔστιν, ἀδύνατον ἁμαρτημάτων ἄφεσιν λαβεῖν. Καὶ διὰ τοῦτο οἱ τῶν αἱρετικῶν συνήγοροι ἢ τὴν ἐπερώτησιν ἐναλλάξαι ὀφείλουσιν ἢ τὴν ἀλήθειαν ἐκδικῆσαι, εἰμή τι αὐτοῖς καὶ τὴν ἐκκλησίαν προσνέμουσιν, οὓς βάπτισμα ἔχειν διαβεβαιοῦνται. Ἀνάγκη δέ ἐστι καὶ χρίεσθαι τὸν βεβαπτισμένον, ἵνα, λαβὼν χρῖσμα, μέτοχος γένηται Χριστοῦ· ἁγιάσαι δὲ ἔλαιον οὐ δύναται ὁ αἱρετικός, ὁ μήτε θυσιαστήριον ἔχων, μήτε ἐκκλησίαν· ὅθεν οὐ δύναται χρίσμα τὸ παράπαν παρὰ τοῖς αἱρετικοῖς εἶναι. Πρόδηλον γάρ ἐστιν ἡμῖν, μηδαμῶς δύνασθαι παρ’ ἐκείνοις ἁγιάζεσθαι ἔλαιον εἰς εὐχαριστίαν. Εἰδέναι γὰρ καὶ μὴ ἀγνοεῖν ὀφείλομεν, ὅτι γέγραπται· Ἔλαιον ἁμαρτωλοῦ μὴ λιπανάτω τὴν κεφαλήν μου· ὃ δὴ καὶ πάλαι ἐμήνυσε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐν ψαλμοῖς. Μήπως, ἐξιχνιασθείς τις καὶ ἀπὸ τῆς εὐθείας ὁδοῦ πλανηθείς, παρὰ τοῖς αἱρετικοῖς, τοῖς τοῦ Χριστοῦ ἀντιπάλοις, χρισθῇ. Πῶς δὲ εὔξεται ὑπὲρ τοῦ βαπτισθέντος οὐχὶ ἱερεύς, ἀλλ’ ἱερόσυλος καὶ ἁμαρτωλός, λεγούσης τῆς Γραφῆς, ὅτι Ὁ Θεὸς ἁμαρτωλῶν οὐκ ἀκούει, ἀλλ’ ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει; Διὰ τῆς ἁγίας ἐκκλησίας νοοῦμεν ἄφεσιν ἁμαρτιῶν· τίς δὲ δύναται δοῦναι, ὅπερ αὐτὸς οὐκ ἔχει; ἢ πῶς δύναται πνευματικὰ ἐργάζεσθαι ὁ ἀποβαλὼν Πνεῦμα ἅγιον; Διὰ τοῦτο καὶ ἀνανεοῦσθαι ὀφείλει ὁ πρὸς τὴν ἐκκλησίαν ἐρχόμενος, ἵνα ἔσω διὰ τῶν ἁγίων ἁγιασθῇ, γέγραπται γὰρ ὅτι· Ἅγιοι ἔσεσθε, καθὼς ἐγὼ ἅγιός εἰμι, λέγει Κύριος· ἵνα καὶ ὁ πλάνῃ βουκοληθεὶς ἐν τῷ ἀληθεῖ καὶ ἐκκλησιαστικῷ βαπτίσματι καὶ αὐτὸς τοῦτο ἀποδύσηται, ὅστις πρὸς Θεὸν ἐρχόμενος ἄνθρωπος καὶ ἱερέα ἐπιζητῶν, ἐν πλάνῃ εὑρεθείς, ἱεροσύλῳ προσέπεσε. Δοκιμάζειν γάρ ἐστι τὸ τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν βάπτισμα, τὸ συνευδοκεῖν τοῖς ὑπ’ ἐκείνων βεβαπτισμένοις. Οὐ γὰρ δύναται ἐν μέρει ὑπερισχύειν· εἰ ἠδυνήθη βαπτίσαι, ἴσχυε καὶ ἅγιον Πνεῦμα δοῦναι· εἰ οὐκ ἠδυνήθη, ὅτι, ἔξω ὤν, Πνεῦμα ἅγιον οὐκ ἔχει, οὐ δύναται τὸν ἐρχόμενον βαπτίσαι, ἑνὸς ὄντος τοῦ βαπτίσματος καὶ ἑνὸς ὄντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ μιᾶς ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν, ἐπάνω Πέτρου τοῦ Ἀποστόλου, ἀρχῆθεν λέγοντος, τῆς ἑνότητος τεθεμελιωμένης· καὶ διὰ τοῦτο τὰ ὑπ’ αὐτῶν γινόμενα, ψευδῆ καὶ κενὰ ὑπάρχοντα, πάντα ἐστὶν ἀδόκιμα. Οὐ γὰρ δύναταί τι δεκτὸν καὶ αἱρετὸν εἶναι παρὰ τῷ Θεῷ τῶν ὑπ’ ἐκείνων γινομένων, οὓς ὁ Κύριος πολεμίους καὶ ἀντιπάλους αὐτοῦ λέγει ἐν τοῖς Εὐαγγελίοις· Ὁ μὴ ὢν μετ’ ἐμοῦ κατ’ ἐμοῦ ἐστι, καὶ ὁ μὴ συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει. Καὶ ὁ μακάριος Ἀπόστολος Ἰωάννης, ἐντολὰς Κυρίου τηρῶν, ἐν τῇ ἐπιστολῆ προέγραψεν· Ἠκούσατε, ὅτι ὁ ἀντίχριστος ἔρχεται, καὶ νῦν δὲ ἀντίχριστοι πολλοὶ γεγόνασιν· ὅθεν γινώσκομεν, ὅτι ἐσχάτη ὥρα ἐστίν. Ἐξ ἡμῶν ἐξῆλθον, ἀλλ’ οὐκ ἦσαν ἐξ ἡμῶν. Ὅθεν καὶ ἡμεῖς συνιέναι ὀφείλομεν καὶ νοεῖν, ὡς οἱ ἐχθροὶ Κυρίου καὶ οἱ ἀντίχριστοι ὠνομασμένοι, δυνατοὶ οὐκ εἶεν χάριν δοῦναι τῷ Κυρίῳ. Καὶ διὰ τοῦτο ἡμεῖς οἱ σὺν Κυρίῳ ὄντες καὶ ἑνότητα Κυρίου κρατοῦντες καὶ κατὰ τὴν ἀξίαν αὐτοῦ χορηγούμενοι, τὴν ἱερατείαν αὐτοῦ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ λειτουργοῦντες, ὅσα οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, τουτέστι πολέμιοι καὶ ἀντίχριστοι, ποιοῦσιν ἀποδοκιμάσαι καὶ ἀποποιῆσαι καὶ ἀπορρίψαι καὶ ὡς βέβηλα ἔχειν ὀφείλομεν. Καὶ τοῖς ἀπὸ πλάνης καὶ στρεβλότητος ἐρχομένοις, ἐπὶ γνώσει τῆς ἀληθινῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς πίστεως, δοῦναι καθόλου θείας δυνάμεως μυστήριον, ἑνότητός τε, καὶ πίστεως, καὶ ἀληθείας».
[10] Γ. Φλωροφσκι, Tὸ Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ. Μία ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας, μτφρ. Ἰ. Παπαδοπούλου, ἐκδ. Ἁρμὸς, Θεσσαλονίκη 1972, σ. 131-132. Κριτικὴ στὸ ἄρθρο τοῦ π. Γ. Φλωρόφσκυ στὸ Αθ. Γιεφτιτσ, «Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ περὶ τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας», Θεολογία, 81 (2010) 137-158. βλ. καὶ Β. Τσιγκοσ, Θεσμικὴ καὶ χαρισματικὴ διάσταση τῆς ἐκκλησίας, Ἡ ἑνότητα χριστολογίας καὶ πνευματολογίας στήν ἐκκλησιολογία Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἐκδ. Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 96-114. Ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρουσες εἶναι ἐπ’ αὐτοῦ οἱ παρατηρήσεις τοῦ π. Πέτρου Heers: «Ἑπομένως δὲν ὑπάρχει βάση γιὰ τὸ ἐπιχείρημα μίας μυστηριακῆς ἐνεργείας ἐκτὸς τῶν “ὁρατῶν ὁρίων” τῆς Ἐκκλησίας, διότι κάτι τέτοιο ὑπονοεῖ τὴν ὕπαρξη “ἀοράτων ὁρίων” τῆς Ἐκκλησίας, ἢ τὴν ὕπαρξη ἑνὸς μέρους τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ τῆς γῆς, ποὺ εἶναι ἀόρατο (LG 8b, 15 καὶ UR 3a, 3d). Διότι, ἐὰν ὑπάρχουν “ἀόρατα ὅρια” τῆς Ἐκκλησίας, πῶς μποροῦν αὐτὰ νὰ προσδιοριστοῦν; Ἂν δὲ εἶναι ἀπροσδιόριστα, τότε πῶς μποροῦν νὰ εἶναι ὅρια; Τὸ ἴδιο πρόβλημα ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν ἰδέα μιᾶς ”ὁρατῆς ἑνότητας” τῆς Ἐκκλησίας, ὡς νὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ὑπάρξει μία ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ποὺ εἶναι ἀόρατη καὶ ἀπροσδιόριστη. Τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι “ἐν τῷ κόσμῳ” (Ἰωάν. 1,10) ὡς τὸ ”φῶς τοῦ κόσμου” (Ἰωάν. 9, 5), τὸ ὁποῖο “οὐ δύναται κρυβῆναι” (Ματθ. 5, 14). Ἡ ἑνότητα ἀποτελεῖ τὸ ἴδιο τὸ “εἶναι” τῆς Ἐκκλησίας καὶ συνυφαίνεται μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι Αὐτὴ εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ συνίσταται ἀπὸ σάρκα καὶ αἷμα καὶ κατοικεῖ “ἐν τῷ κόσμῳ” (Ἰωάν. 1, 14)». Πρωτ. Π. Χιρσ, Ἡ ἐκκλησιολογικὴ ἀναθεώρηση της Β΄ Βατικανής, Θεσσαλονίκη 2014, σ. 182 κ.ἑξ.
[11] Ιω. Ζηζιουλασ, Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ Θ. Εὐχαριστίᾳ καὶ τῷ Ἐπισκόπῳ κατὰ τοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνας, ἔκδ. Γρηγόρη, ἐν Ἀθήναις 19902, σ. 131-132, Πρωτ. Π. Χιρσ, Ἡ ἐκκλησιολογικὴ ἀναθεώρηση, σ. 75-89, 95-97, 166-167.
[12] Π. Μενεβισογλου, Ἱστορικὴ εἰσαγωγὴ εἰς τοὺς Κανόνας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔκδ. Ἱ. Μ. Σουηδίας καὶ πάσης Σκανδιναβίας, Στοκχόλμη 1990, σ. 68, ὑποσ. 5 καὶ σ. 69-83.
[13] Σπ. Μήλιας, Πρακτικὰ τῶν Ἁγίων καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἔκδ. Καλύβης Τιμίου Προδρόμου Ἱερᾶς Σκήτης Ἁγίας Ἄννης, Ἅγ. Ὅρος, τ. Α΄ (1981), πανομοιότυπος ἀνατύπωσις τῆς ἐκδόσεως 1761, 1763, σ. 184-190, Mansi 1, 967A-991C, Γ. Α. Ράλλη- Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων τῶν τε Ἁγίων καὶ πανευφήμων Ἀποστόλων, καὶ τῶν ἱερῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων καὶ τῶν κατὰ μέρος Ἁγίων Πατέρων, ἔκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 2002, τ. Γ΄, σ. 7-19.
[14] Χρυσοστόµου Κωνσταντινίδου, Μητροπολίτου Ἐφέσου, Καθηγητοῦ τῆς Ὀρθοδόξου ∆ογµατικῆς Θεολογίας, Ἡ ἀναγνώριση τῶν Μυστηρίων τῶν Ἑτεροδόξων στίς διαχρονικές σχέσεις Ὀρθοδοξίας καί Ρωµαιοκαθολικισµοῦ, ἐκδ. Ἐπέκταση 1995 σελ. 94.
[15] Χρυσοστόµου Κωνσταντινίδου, ἒνθ. ἀνωτ. σελ. 96.
[16] Ἑρμηνεία στον Αποστ-46 και στον Κυπρ-1.
[17] Αθ. Γεφτιτσ, «Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ», σ. 146, ὑποσ. 11.
[18] Ἐνδεικτικά: «Τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ καθιστᾶ ἕνα -κατ᾽ αὐτούς- ἀνυπόστατο μυστήριο ὑποστατό, ὅταν ἀκολουθήσει ἡ προσέλευση στὴν Ἐκκλησία; … τὸ ἐρώτημα μετατίθεται στό, πῶς ἡ Ἐκκλησία σὲ ἕνα γεγονὸς στὸ ὁποῖο ἡ ἴδια κατ᾽ ἀρχὴν καὶ καθ᾽ ἑαυτὸ δὲν ἀναγνωρίζει ὅτι τελεῖται διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στὴ συνέχεια τὸ ἀποδέχεται ὡς ἐγκύρως τελεσθὲν στὴν περίπτωση προσεύλεσης στὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία…. Ἡ ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν γίνεται διὰ μαγείας; Γίνεται θαυματουργικά; Γίνεται ἀναγνωριζόμενον σὲ συγκεκριμένες περιπτώσεις ὡς προϋπάρχον, γιὰ νὰ διευκολυνθοῦν οἱ πολλοὶ νὰ προσέλθουν στὴν Ἐκκλησία; … Εἶναι λοιπὸν ἡ θεώρηση περὶ αὐτομάτου μεταβολῆς τοῦ ἀνυποστάτου σὲ ὑποστατό, στὴν περίπτωση εἰσόδου στὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία, ἱκανοποιητική;»
[19] Μητροπολίτου Εφέσου, Χρυσοστόμου (Κωνσταντινίδη), Η αναγνώριση των μυστηρίων των ετεροδόξων στις διαχρονικές σχέσεις Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικισμού, εκδ. Επέκταση, Κατερίνη 1995, σ. 184.
[20] Μητρ. Μεσσηνίας Χρυσόστομος (Σαββάτος), «Εκκλησιολογική θεώρηση των Ιερών Κανόνων», στο Συνέδριο «Κανόνες της Εκκλησίας και σύγχρονες προκλήσεις», Βόλος, 8-11.5.2014 (από το λεπτό 18:11 έως 19:58 της εισηγήσεως).
[21] Πρωτ. Π. Χιρσ, Ἡ ἐκκλησιολογικὴ ἀναθεώρηση τῆς Β΄ Βατικανῆς, σ. 168, 191, 193.
Πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Μόνο θλίψη, βαθύτατη θλίψη προξενεῖ τὸ ἐκτενὲς κείμενο τοῦ Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Ἀβύδου κ. Κυρίλλου μὲ τὸν τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσμον» ποὺ ἀναφέρεται στὸ ἀντίστοιχο κείμενο τῆς Μεγάλης Συνόδου καὶ δημοσιεύθηκε στὰ τέλη τοῦ περασμένου Μαΐου.
Ἂν καὶ τώρα ποὺ δημοσιεύεται τὸ παρὸν σχόλιο, οἱ ἐργασίες τῆς Μεγάλης Συνόδου ἔχουν ἤδη τελειώσει, ἐντούτοις κρίνουμε ἀπαραίτητο νὰ κάνουμε ἔστω συντομότατη ἀναφορὰ στὸ θέμα λόγῳ τῆς σοβαρότητάς του.
Ἡ ἐπιχειρηματολογία τοῦ Θεοφιλεστάτου ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ στηρίξει τὸ πολλαπλῶς ἐπικριθὲν προσυνοδικὸ σχετικὸ κείμενο. Τὴν ἐπικεντρώνει κυρίως στὴν ἀναγνώριση τῶν Μυστηρίων τῶν Παπικῶν καὶ Προτεσταντῶν καὶ κατὰ συνέπεια στὴν παραδοχὴ ὅτι εἶναι ἀληθινὲς Ἐκκλησίες. Γράφει: «Μὲ βάση αὐτὰ τὰ δεδομένα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ ὁδηγηθεῖ στὴν ἀναγνώριση τοῦ ὑποστατοῦ τοῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος ἑτεροδόξων, ὅταν πρωτίστως ἀποστῆ ἀπὸ τὴν ἀλαζονεία τῆς ἀποκλειστικότητας. Ἡ ἀποκλειστικότητα δὲν ἀποτελεῖ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».
Οὔτε λίγο οὔτε πολὺ μᾶς λέει ὅτι εἶναι ἀλαζονεία νὰ πιστεύει ἡ Ὀρθοδοξία ὅτι μόνο αὐτὴ εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Καὶ ὅτι στὴ δική της αὐτὴ ἀλαζονεία ὀφείλεται ἡ μὴ ἀναγνώριση τοῦ Βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν καὶ ὄχι στὴ δική τους ἄρνηση νὰ ἀποστοῦν ἀπὸ τὴν αἵρεση. Μάλιστα πρὸς ἐπίρρωση τῶν θέσεών του παραθέτει καὶ κείμενο ἀπὸ τὴ Δογματικὴ τοῦ ἀειμνήστου Τρεμπέλα: «Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἐξ ἄλλου καὶ ἡ σχετικὴ ἐπὶ τοῦ θέματος τοποθέτηση τοῦ Παναγιώτη Τρεμπέλα: “Ἀλλ᾽ ἐὰν τὰ ὑπὸ τῶν αἱρετικῶν ἢ σχισματικῶν τελούμενα εἶναι ἄκυρα καὶ κατ᾽ ἀκρίβειαν δέον νὰ ἐπαναλαμβάνωνται, δὲν δυνάμεθα ὅμως νὰ χαρακτηρίσωμεν αὐτὰ πάντῃ ἀνυπόστατα”».
Καὶ καταλήγει ὁ Θεοφιλέστατος: «Ἀφοῦ τὰ ἐκτὸς Ἐκκλησίας τελούμενα μυστήρια εἶναι οὐχί “πάντῃ ἀνυπόστατα”, ἄρα διαθέτουν κάποια ὑπόσταση καὶ εἶναι ὑπαρκτὰ καὶ κατ᾽ ἐπέκταση ἔγκυρα». Μέσα σὲ μία σοφιστικὴ φράση ἀπίστευτη διαστροφή! Μὲ δύο αὐθαίρετα ἅλματα φθάνει στὸ ἀντίθετο ἀκριβῶς συμπέρασμα. Ἀπὸ τὸ «κατ᾽ ἀκρίβειαν δέον νὰ ἐπαναλαμβάνωνται» τοῦ Τρεμπέλα καταλήγει στὸ «ὑπαρκτὰ καὶ ἔγκυρα»!
Ὁ Θεοφιλέστατος δὲν ἀγνοεῖ ἀσφαλῶς ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία οὐδέποτε ἀνεγνώρισε μυστήρια αἱρετικῶν γενικῶς καὶ ἀορίστως, ὅπως ἀφήνει νὰ ἐννοηθεῖ στὸ κείμενό του. Ἀνεγνώρισε κατ᾿ οἰκονομίαν τὸ Βάπτισμα μόνο τῶν ἀρνουμένων τὴν αἵρεση καὶ προσερχομένων στὴν Ὀρθοδοξία, καὶ μόνο ὑπὸ τὴν ἀπαραίτητη προϋπόθεση ὅτι ἡ αἵρεση ἀπὸ τὴν ὁποία προσήρχοντο εἶχε τηρήσει στὸ μυστήριο τὸν ἐξωτερικὸ τύπο τοῦ Βαπτίσματος (τριπλὴ κατάδυση στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος). Τότε καὶ μόνο, μὲ τὸ Μυστήριο τοῦ Χρίσματος μετέδιδε τὴν πληρότητα τῆς χάριτος στὸ ἀτελὲς μυστήριο τῆς αἱρέσεως.
Ἐκεῖνο ποὺ περισσότερο μᾶς λυπεῖ στὸ κείμενο τοῦ Θεοφιλεστάτου εἶναι ἡ ὀδυνηρὴ διαπίστωση γιὰ τὴ φθορὰ ποὺ ἔχει ἐπιφέρει ἡ οἰκουμενιστικὴ πλάνη ἀκόμη καὶ σὲ πανεπιστημιακοὺς ἐπισκόπους τῆς Ὀρθοδοξίας. Τόση φθορά, ὥστε νὰ φθάνουν νὰ ὁμιλοῦν γιὰ ἀλαζονεία τῆς Ὀρθοδοξίας, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ αὐτὴ διεκδικεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό της τὴν ἁπλὴ ἀλήθεια ὅτι εἶναι ἡ μόνη Ἐκκλησία.
Σημεῖο τῶν ἔσχατων καιρῶν;
Πηγή: Ο Σωτήρ
Σχολιασμός μετά τη Σύνοδο - Καθηγητής Δογματικής Δημήτριος Τσελεγγίδης. Ομιλία στις 27-06-2016 στην Θεσσαλονίκη.
Ο Καθηγητής δίνει θεολογικές απαντήσεις όσον αφορά την ονομασία, τον ορισμό του ''ιδιόρυθμου'' αυτού συνεδρίου, που εφόσον δεν πληρεί τις Ορθόδοξες Συνοδικές προυποθέσεις, δεν μπορεί να λέγεται Σύνοδος...
Αυτό έχει ιδιαίτερη θεολογική σημασία, καθώς οι αποφάσεις της δεν μπορούν βάση των προδιαγραφών της, να έχουν το κύρος μιας Οικουμενικής Συνόδου, και ως εκ τούτου δεν είναι δεσμευτικές για τον λαό, τον ορθόδοξο χριστιανό, και δεν υποχρεούται κανείς να τις ακολουθήσει....
Ὁ Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος, ἔχοντας ἐπιστρέψει ἀπὸ τὴν Κρήτη, ὅπου συμμετέσχε στὴν ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἔχει τὴν ἐπιτακτικὴ ὑποχρέωση ἐνώπιον τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ τῆς θεοσώστου Μητροπόλεώς του, τοὺς ὁποίους καὶ ἐξεπροσώπησε στὴν ἐν λόγῳ Σύνοδο, καὶ πρὸς γνῶσιν καὶ ἐπίγνωσιν πάντων, νὰ κοινοποιήσει, μέσῳ δημοσίευσης στὴν ἐπίσημη αὐτὴ ἱστοσελίδα τῆς Μητροπόλεώς του, τὸ Ὑπόμνημα, τὸ ὁποῖο συνέταξε καὶ κατέθεσε στὴν Σύνοδο, ἀναφορικῶς πρὸς τὸ θέμα «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσμον».
Συμπληρωματικὰ καὶ πρὸς ἐνημέρωση ὅσων ἐνδιαφέρονται γιὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ πεπραγμένα, ἀλλὰ καὶ χάριν τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας, δηλώνει καὶ τὰ ἑξῆς:
Τό μόνο κείμενο, τὸ ὁποῖο δὲν ὑπέγραψε κατὰ τὶς ἐργασίες τῆς ἐν λόγῳ Μεγάλης Συνόδου, εἶναι τὸ τελευταῖο συζητηθὲν καὶ ὑπὸ τῶν πλειόνων ἀρχιερέων-μελῶν τῆς Συνόδου συμφωνηθέν, ἀναφορικῶς πρὸς τὶς «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον». Ἡ ἀνάγνωση τοῦ κατωτέρω δημοσιευομένου Ὑπομνήματος τοῦ Πανιερωτάτου Μόρφου δίδει εὔγλωττες ἀπαντήσεις, γιατὶ αὐτὸς δὲν ὑπέγραψε τὸ ὡς ἄνω συμφωνηθὲν κείμενο.
Οἱ σύγχρονοι ἅγιοι Πατέρες Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης, Παΐσιος Ἁγιορείτης, Ἰάκωβος Τσαλίκης, Εὐμένιος Σαριδάκης καὶ Σωφρόνιος Σαχάρωφ, τοὺς ὁποίους ὁ Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου γνώρισε ἐν ζωῇ καὶ ἀπὸ τὴν διδασκαλία καὶ τὸν βίο τῶν ὁποίων παραθέτει στὸ δημοσιευόμενο Ὑπόμνημά του χαρακτηριστικὰ σχετικὰ ἀποσπάσματα, εἶναι σαφέστατοι ὡς πρὸς τὸ τί καὶ ποιά εἶναι ἡ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία καὶ ποιά ἡ ἐνδεδειγμένη της στάση ἔναντι τῶν ἑτεροδόξων χριστιανῶν. Τὸ σοφὸν ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ εἶναι πάντοτε σαφές. Ὁ Πανιερώτατος Μόρφου λοιπόν, «ἑπόμενος τοῖς ἁγίοις Πατράσιν», κατέθεσεν ἐνώπιον τῆς Μεγάλης Συνόδου τὴν Πίστιν τῶν Πατέρων ἡμῶν καὶ προφορικῶς καὶ γραπτῶς. Στὰ τῆς Πίστεως πρέπει νὰ «ἀληθεύομεν ἐν ἀγάπῃ». Καί, κατὰ τὸ Κυριακὸ λόγιο, «γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς».
Σὲ μία Μεγάλη Σύνοδο, ὅπως ἦταν αὐτὴ τῆς Κρήτης, ἀπαιτεῖται δογματικὴ σαφήνεια τοῦ τί ἐστὶν Ἐκκλησία καὶ τί ἑτερόδοξοι χριστιανοί. Τὸ ἀνωτέρω συμφωνηθὲν σχετικὸ κείμενο ταπεινῶς φρονοῦμε ὅτι πάσχει ἀπὸ ἠθελημένη θεολογικὴ ἀσάφεια. Αὐτὴ τὴν ἀσάφεια οἱ Ποιμένες ἔχουν ὑποχρέωση, τόσο πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους, ὅσο καὶ πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους, νὰ τὴν διασαφηνίσουν, ὄχι μόνον ἱστορικῶς, ἀλλὰ πρωτίστως καὶ κυρίως θεολογικῷ τῷ τρόπῳ. Τὸ ἐλπίζουμε καὶ προσευχόμαστε νὰ ἐπιτευχθεῖ σὲ ἑπόμενη Σύνοδο τῆς μίας, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
***
Παναγιώτατε Πάτερ καὶ Δέσποτα, Οἰκουμενικὲ Πατριάρχα Κωνσταντινου-πόλεως κ. Βαρθολομαῖε καὶ Πρόεδρε τῆς Ἁγίας ταύτης Συνόδου,
Ἅγιοι Προκαθήμενοι τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν,
Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Ἀναφορικῶς πρὸς τὸ θέμα τῆς παρούσης Συνόδου, «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσμον», εὐχαριστοῦμεν ἐκ βαθέων τὴν πατρικὴν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ Πρόνοιαν, ἡ ὁποία ἀξιώνει ἡμᾶς νὰ καταθέσωμεν ἐνώπιον Ὑμῶν ἐμπειρίας ἁγίων ἀνθρώπων, ὡς πρὸς τὸ τί εἶναι Ἐκκλησία, καὶ πῶς ἡ Ἐκκλησία σημαίνεται εἰς τὴν Θεολογίαν τῆς ἐμπειρίας καὶ εἰς τὴν ἁγιοπνευματικὴν ἐμπειρίαν μεγάλων θεολόγων τοῦ συγχρόνου Ὀρθοδόξου κόσμου, ἀνεγνωρισμένου κύρους. Καὶ ταῦτα, καθόσον, κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας, ἀληθὴς καὶ ἀπλανὴς θεολόγος εἶναι ὁ τῶν παθῶν διὰ τῆς πράξεως, ἤτοι τῆς τηρήσεως τῶν θεϊκῶν ἐντολῶν, καθαρθείς, φωτισθεὶς διὰ τῆς Τριαδικῆς ἐλλάμψεως καὶ κατὰ χάριν θεωθεὶς διὰ τῆς καθαρᾶς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι προσευχῆς. «Διὰ πολιτείας, ἄνελθε· διὰ καθάρσεως, κτῆσαι τὸ καθαρόν. Βούλει θεολόγος γενέσθαι ποτέ, καὶ τῆς θεότητος ἄξιος; τὰς ἐντολὰς φύλασσε· διὰ τῶν προσταγμάτων ὅδευσον· πρᾶξις γὰρ ἐπίβασις θεωρίας· ἐκ τοῦ σώματος τῇ ψυχῇ φιλοπόνησον», κατὰ τὸν μέγαν ἐν θεολογίᾳ Γρηγόριον τὸν Ναζιανζηνόν. Κατὰ δὲ τὴν ἀπόφανσιν τοῦ ὁσίου καὶ θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν Νείλου τοῦ Ἀσκητοῦ, «Εἰ θεολόγος εἶ, προσεύξῃ ἀληθῶς· καί, εἰ ἀληθῶς προσεύξῃ, θεολόγος εἶ.»
Καταθέτομεν λοιπὸν ἐν συνεχείᾳ τὰς ἐν λόγῳ θεολογικὰς ἐμπειρίας, ὡς πρὸς τὸ ἀνωτέρω θέμα, παραθέτοντες καταρχὴν σχετικὰ ἀποσπάσματα ἐκ τοῦ βαρυσημάντου ἔργου, Ἐμπειρικὴ Δογματικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὶς προφορικὲς παραδόσεις τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, ὅπως κατέγραψε καὶ ἐξέδωκεν αὐτὰς ὁ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀδελφὸς καὶ συλλειτουργός, Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος.
α. «Μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅσοι βαπτίζονται καὶ χρίονται, ὅσοι κοινωνοῦν τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔχουν νοερὰ προσευχὴ στὴν καρδιά... Μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅσοι ἔχουν λάβει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.»
β. «Ὁ Χριστὸς σώζει τοὺς ἀνθρώπους διὰ τῆς Ἐκκλησίας Του καὶ μὲ ὁποιονδήποτε ἄλλο τρόπο Ἐκεῖνος γνωρίζει, ἀλλὰ ἐμεῖς γνωρίζουμε τὸν τρόπο ποὺ σώζεται κανείς, ἤτοι διὰ τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Ὀρθοδόξου εὐσεβείας, ποὺ εἶναι ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμὸς καὶ ἡ θέωση, ἤ, ὅπως ἀλλοιῶς λέγεται, πράξη καὶ θεωρία.
Ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει σωτηρία. Ὁ Χριστὸς προσφέρει τὴ σωστικὴ Χάρη σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ὅταν σώζεται κανεὶς ἐκτὸς τῆς ὁρατῆς Ἐκκλησίας, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς σώζει αὐτόν. Ἐὰν αὐτὸς εἶναι μέλος ἑτερόδοξο, τότε σώζεται διότι τὸν σώζει ὁ Χριστὸς καὶ ὄχι ἡ ''παραφυάς'', στὴν ὁποία ἀνήκει, διότι μία εἶναι ἡ Ἐκκλησία ποὺ σώζει, δηλαδὴ ὁ Χριστός.»
γ. «Ὅπου δὲν ὑπάρχει τὸ Ὀρθόδοξο Δόγμα, ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ἀποφανθεῖ περὶ τῆς ἐγκυρότητος τῶν Μυστηρίων. Κατὰ τοὺς Πατέρας, τὸ Ὀρθόδοξο Δόγμα οὐδέποτε χωρίζεται ἀπὸ τὴν πνευματικότητα... Τὸ κριτήριο τῆς ἐγκυρότητος τῶν Μυστηρίων γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους εἶναι τὸ Ὀρθόδοξο Δόγμα, ἐνῶ γιὰ τοὺς ἑτεροδόξους εἶναι ἡ ἀποστολικὴ διαδοχή. Γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση δὲν ἀρκεῖ νὰ ἀνάγουμε τὴν χειροτονία στοὺς Ἀποστόλους, ἀλλὰ νὰ ἔχουμε Ὀρθόδοξο Δόγμα... Ὅπου ὑπάρχει ὀρθὴ διδασκαλία, ὑπάρχει καὶ ὀρθὴ πράξη. Ὀρθοδοξία σημαίνει ὀρθὴ δόξα καὶ ὀρθὴ πράξη.»
δ. «Ὑπάρχει μία ταυτότητα μεταξὺ Ὀρθοδόξου Θεολογίας καὶ Μυστηρίων.»
ε. «Ἡ Ἐκκλησία, ὡς Σῶμα Χριστοῦ, εἶναι τὸ κατοικητήριο τῆς ἀκτίστου δόξης τοῦ Θεοῦ . Δὲν μποροῦμε νὰ ξεχωρίσουμε τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, οὔτε καὶ τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὸν Χριστό.
Στὸν Παπισμὸ καὶ Προτεσταντισμὸ γίνεται σαφὴς διάκριση μεταξὺ τοῦ Σώματος καὶ τῆς Ἐκκλησίας... Αὐτὸ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἀδύνατον.»
στ. «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁρατὴ καὶ ἀόρατη... Οἱ ἅγιοι γνωρίζουν ἐκ πείρας τὴ συνύπαρξη ὁρατοῦ καὶ ἀοράτου στοιχείου τῆς Ἐκκλησίας . Ἡ ἐμφάνιση πολλῶν ἁγίων σὲ ζῶντα θεούμενα μέλη τῆς Ἐκκλησίας δείχνει αὐτὴ τὴν πραγματικότητα. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἀληθινὴ γνώση τοῦ τί εἶναι Ἐκκλησία ἔχουν ὅσοι ἔχουν προσωπικὴ ἐμπειρία.»
Ταῦτα, μεταξὺ πολλῶν ἄλλων παρεμφερῶν, καταθέτει καὶ μαρτυρεῖ τὸ γνήσιον τέκνον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ αὐθεντικὸς συνεχιστὴς τῆς ἀληθοῦς πατερικῆς παραδόσεως, μακαριστὸς πρωτοπρεσβύτερος Ἰωάννης Ρωμανίδης, καὶ ἐπιμένει νὰ παραπέμπει εἰς τὴν προσωπικὴν ἐμπειρίαν τῶν ἁγίων Πατέρων.
Εἰς τὴν προσωπικὴν ἡμῶν ζωήν, Παναγιώτατε καὶ ἅγιοι ἀρχιερεῖς, ἀνεζητήσαμεν τοιούτους θεοφόρους Πατέρας καὶ Μητέρας. Καὶ ἡ ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ ἔδωκεν εἰς ἡμᾶς «ὑπερεκπερισσοῦ ὧν ᾐτούμεθα ἢ ἐνοοῦμεν» (πρβλ. Ἐφεσ. 3, 20), καὶ ἠξίωσεν ἡμᾶς νὰ γνωρίσωμεν ἐκ τοῦ σύνεγγυς καὶ νὰ συναναστραφῶμεν μετὰ γνησίων ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ.
Δύο ἐξ αὐτῶν ὑπῆρξαν οἱ ὅσιοι Γέροντες Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης καὶ Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, τὴν ἁγιότητα τῶν ὁποίων ἀνεκήρυξε προσφάτως τὸ Σεπτὸν Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον. Παραθέτω ἐν συνεχείᾳ χαρακτηριστικὰ ἀποσπά-σματα ἐκ τῆς διδασκαλίας τῶν θεοφόρων τούτων ἀνδρῶν ἀναφορικῶς πρὸς τὸ ὑπὸ ἐξέτασιν θέμα, καὶ μάλιστα τὸ θέμα τοῦ μετὰ τῶν ἑτεροδόξων διαλόγου, τοῦ τρόπου προσεγγίσεως τούτων καὶ τῆς εὐθύνης ἡμῶν ἔναντι αὐτῶν.
Ὁ ὅσιος Πορφύριος ἔλεγεν εἰς πνευματικὰ αὐτοῦ τέκνα·
«Ἐσεῖς θὰ κρατήσετε (στοὺς διαλόγους μὲ τοὺς παπικοὺς) καὶ θὰ ἀκολουθήσετε τὴν Ὀρθόδοξη θέση. Ἂν τώρα αὐτοὶ (οἱ παπικοὶ) θέλουν νὰ ἔρθουν μαζί μας, οὔτε μποροῦμε, ἀλλὰ οὔτε καὶ πρέπει νὰ τοὺς ἐμποδίσουμε νὰ ἔλθουν...
Μὴ φοβᾶστε. Οἱ διαθέσεις τοῦ Πάπα ἀνέκαθεν ἦταν νὰ ὑποτάξει τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ θὰ ἔλθει ἡμέρα, ποὺ ὁ διάλογος θὰ ματαιωθεῖ· τίποτε δὲν πρόκειται νὰ γίνει· ἄλλωστε τοὺς Οὐνίτες, αὐτὸ τὸν δούρειο ἵππο, εἶναι φῶς φανάρι ὅτι τοὺς ἐνδιαφέρει νὰ ἀναγνωρίσουν οἱ Ὀρθόδοξοι κεφαλὴν τὸν Πάπα καὶ τίποτε περισσότερο.»
Ὁ δὲ ὅσιος πατὴρ ἡμῶν Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης ὑπαγορεύει τὰ ἑξῆς βαρυσήμαντα:
«Πολλοὶ ἅγιοι Μάρτυρες, ὅταν δὲν ἤξεραν τὸ δόγμα, ἔλεγαν: ‘‘Πιστεύω ὅ,τι θέσπισαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες.’’ Ἂν κάποιος τὸ ἔλεγε αὐτό, μαρτυροῦσε. Δὲν ἤξερε δηλαδὴ νὰ φέρη ἀποδείξεις στοὺς διῶκτες γιὰ τὴν πίστη του καὶ νὰ τοὺς πείση, ἀλλὰ εἶχε ἐμπιστοσύνη στοὺς Ἁγίους Πατέρες. Σκεφτόταν; ‘‘Πῶς νὰ μὴν ἔχω ἐμπιστοσύνη στοὺς Ἁγίους Πατέρες; Αὐτοὶ ἦταν καὶ πιὸ ἔμπειροι καὶ ἐνάρετοι καὶ ἅγιοι. Πῶς ἐγὼ νὰ δεχθῶ μία ἀνοησία; Πῶς νὰ ἀνεχθῶ νὰ βρίζη ἕνας τοὺς Ἁγίους Πατέρες;’’ Νὰ ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στὴν παράδοση. Σήμερα, δυστυχῶς, μπῆκε ἡ εὐρωπαϊκὴ εὐγένεια καὶ πᾶνε νὰ δείξουν τὸν καλό. Θέλουν νὰ δείξουν ἀνωτερότητα καὶ τελικὰ πᾶνε νὰ προσκυνήσουν τὸν διάβολο μὲ τὰ δύο κέρατα. ‘‘Μία θρησκεία,’’ σοῦ λένε, ‘‘νὰ ὑπάρχη’’, καὶ τὰ ἰσοπεδώνουν ὅλα. Ἦρθαν καὶ σ’ ἐμένα μερικοὶ καὶ μοῦ εἶπαν: ‘‘ Ὅσοι πιστεύουμε στὸν Χριστό, νὰ κάνουμε μία θρησκεία.’’ ‘‘Τώρα εἶναι σάν νὰ μοῦ λέτε’’, τοὺς εἶπα, ‘‘χρυσὸ καὶ μπακίρι, χρυσὸ τόσα καράτια καὶ τόσα ποὺ τὰ ξεχώρισαν, νὰ τὰ μαζέψουμε πάλι καὶ νὰ τὰ κάνουμε ἕνα. Εἶναι σωστὸ νὰ τὰ ἀνακατέψουμε πάλι; Ρωτῆστε ἕναν χρυσοχόο: «Κάνει νὰ ἀνακατέψουμε τὴν σαβούρα μὲ τὸν χρυσό;» Ἔγινε τόσος ἀγώνας, γιὰ νὰ λαμπικάρη τὸ δόγμα.’’ Οἱ Ἅγιοι Πατέρες κάτι ἤξεραν καὶ ἀπαγόρευσαν τὶς σχέσεις μὲ αἱρετικό. Σήμερα λένε: ‘‘ Ὄχι μόνο μὲ αἱρετικό, ἀλλὰ καὶ μὲ Βουδδιστὴ καὶ μὲ πυρολάτρη καὶ μὲ δαιμονολάτρη νὰ συμπροσευχηθοῦμε. Πρέπει νὰ βρίσκωνται στὶς συμπροσευχές τους καὶ στὰ συνέδρια καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι. Εἶναι μία παρουσία.’’ Τί παρουσία; Τὰ λύνουν ὅλα μὲ τὴν λογική καὶ δικαιολογοῦν τὰ ἀδικαιολόγητα. Τὸ εὐρωπαϊκὸ πνεῦμα νομίζει ὅτι καὶ τὰ πνευματικά θέματα μποροῦν νὰ μποῦν στὴν Κοινή Ἀγορά.»
«Αὐτό, ποὺ ἐπιβάλλεται σὲ κάθε Ὀρθόδοξο, εἶναι νὰ βάζη τὴν καλὴ ἀνησυχία καὶ στοὺς ἑτεροδόξους, νὰ καταλάβουν δηλαδὴ ὅτι βρίσκονται σὲ πλάνη, γιὰ νὰ μὴν ἀναπαύουν ψεύτικα τὸν λογισμό τους, καὶ στερηθοῦν καὶ σ’ αὐτὴν τὴν ζωὴ τὶς πλούσιες εὐλογίες τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ στὴν ἄλλη ζωὴ στερηθοῦν τὶς περισσότερες καὶ αἰώνιες εὐλογίες τοῦ Θεοῦ.»
Ἕτερος σύγχρονος ὅσιος, μετὰ τοῦ ὁποίου ἠξιώθημεν νὰ συνδεθῶμεν πνευματικῶς, ὑπῆρξεν ὁ ἁγίας μνήμης Γέρων Ἰάκωβος ὁ Τσαλίκης, ὁ «μὲ συγχωρεῖτε». Τὸ προσφάτως ἐκδοθὲν βιβλίον περὶ τῆς ἁγίας αὐτοῦ βιοτῆς , ἀναφέρει καὶ τὸ ἑξῆς χαρακτηριστικὸν περιστατικόν, τὸ ὁποῖον θεωροῦμεν ὅτι ἀφορᾶ καὶ εἰς τὸ ὑπὸ ἐξέτασιν θέμα τῆς Συνόδου καὶ ἐνέχει ἰδιαιτέραν ποιμαντικὴν ἀξίαν. Τὸ παραθέτομεν ἐν συνεχείᾳ:
«Ὅταν ἔμεινε γιὰ διανυκτέρευση στὸ Μοναστήρι ἕνας παπικός, ὁ Γέροντας τοῦ φέρθηκε μὲ ἀγάπη. Ὁ ἐπισκέπτης ἦταν καλοπροαίρετος καὶ εἶχε πολλὲς ἀπορίες. Ὁ Γέροντας τοῦ ἐξηγοῦσε μὲ καλωσύνη καὶ πραότητα. Τότε τὸ Μοναστήρι δὲν εἶχε τὴν μεγάλη τράπεζα ποὺ ἔχει τώρα, καὶ ἔτρωγαν ὅλοι μαζὶ (μοναχοί, κληρικοί, λαϊκοὶ) σὲ μιὰ μικρὴ τράπεζα (τραπεζαρία) στὸ ἰσόγειο, δίπλα στὴ βρύση. Εἶχαν προπορευθῆ ὅλοι οἱ ἄλλοι. Κάθησαν στὴν τράπεζα καὶ περίμεναν τὸν Γέροντα. Ὅταν μπῆκε ὁ Γέροντας μέσα, ὅλοι σηκώθηκαν ἀπὸ σεβασμὸ ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ γίνη ἡ συνηθισμένη προσευχὴ τῆς τράπεζας. Ὁ Γέροντας κάθησε, εἶπε καὶ στοὺς ἄλλους νὰ καθήσουν, ἔκανε τὸν σταυρό του καὶ ἄρχισε νὰ τρώη. Ὁ παπικὸς ἦταν πιστός. Παίρνει τὸν λόγο καὶ λέει στὸν Γέροντα: ‘‘Γέροντα, δὲν θὰ κάνωμε προσευχή;’’ Καὶ ὁ Γέροντας ἤρεμα τοῦ ἀπαντᾶ: ‘‘Καλύτερα νὰ κάνωμε σιωπή.’’ Καὶ συνέχισε τὸ φαγητό του. Ἂς κατανοήσουν τὸ πνεῦμα τοῦ ἁγίου Γέροντος ὅσοι ἐπιμένουν στὶς συμπροσευχὲς μὲ τοὺς ἑτεροδόξους.»
Ἄλλος σύγχρονος θεοφόρος πατήρ, τὸν ὁποῖον ἠξιώθημεν νὰ γνωρίσωμεν κατὰ τὴν νεότητα ἡμῶν, εἶναι ὁ τότε ἐφημέριος τοῦ Λεπροκομείου (Νοσοκομείου Λοιμωδῶν Νόσων) Ἀθηνῶν, ἀείμνηστος Γέρων Εὐμένιος Σαριδάκης, γέννημα τῆς ἁγιοτόκου νήσου Κρήτης -ἥτις καὶ φιλοξενεῖ τὴν Σύνοδον ταύτην-, πνευματικὸν τέκνον τοῦ ὁσίου Νικηφόρου τοῦ Λεπροῦ . Παραθέτομεν ἐν συνεχείᾳ θαυμαστὸν γεγονός, τὸ ὁποῖον συνέβη εἰς τὸν Γέροντα Εὐμένιον καὶ σχετίζεται ἀμέσως πρὸς τὸ ὑπὸ ἐξέτασιν θέμα, ὅπως τοῦτο καταγράφεται εἰς ἡμέτερον, προσφάτως ἐκδοθὲν πόνημα . Τοῦ περιστατικοῦ τούτου ἤμην αὐτήκοος (ἐκ τοῦ Γέροντος Εὐμενίου) μάρτυς. Ἀλλ᾽ ἐπειδή, κατὰ τὸ Κυριακὸν λόγιον, «ἐπὶ στόματος δύο μαρτύρων ἢ τριῶν σταθῇ πᾶν ῥῆμα» (Ματθ. 18, 16), εἰς τὸ ὡς ἄνω βιβλίον καταγράφομεν τοῦτο κατὰ τὴν συμμαρτυρίαν τοῦ πνευματικοῦ ἡμῶν ἀδελφοῦ, μοναχοῦ Ἱεροθέου.
«Ὁ Γέροντάς μας, π. Εὐμένιος Σαριδάκης, προσευχόταν κάποτε γιὰ τὸν διάβολο. Τὸν σταμάτησε ὅμως ὁ Θεός, λέγοντάς του ὅτι ἡ προσευχὴ αὐτὴ εἶναι ἀτελέσφορη, ὡς πρὸς τὸ ἐπιδιωκόμενο ἀποτέλεσμα. Κάποτε, ὁ Γέροντας μοῦ ἐκμυστηρεύθηκε ὅτι μνημόνευσε στὴν Πρόθεση τὸν Εὐρωπαῖο γνωστὸ ἀνθρωπιστὴ Ραοὺλ Φολλερώ, παπικὸ στὸ δόγμα, ἐπειδὴ εἶχε εὐεργετήσει τὸ Λεπροκομεῖο καὶ ἦταν πολὺ καλὸς ἄνθρωπος. Τότε, ἄγγελος Κυρίου τοῦ πέταξε τὴ μερίδα ἀπὸ τὸ ἅγιο Δισκάριο τρεῖς φορές. Τὴν τρίτη φορά, τοῦ ἐμφανίσθηκε λέγοντάς του ὅτι ἐκεῖ (στὴν Πρόθεση) ἔχουν θέση μόνο τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Τοῦ ἐξήγησε ὅτι στὸ κομβοσχοίνι του μπορεῖ νὰ βάλει προσευχόμενος τοὺς πάντες, αἱρετικούς, ἑτεροθρήσκους, φονιάδες, ἐγκληματίες, ἀσελγεῖς, τὸ πλήρωμα ὅλης τῆς οἰκουμένης, ζῶντες καὶ κεκοιμημένους. Στὴν εὐχαριστιακὴ Ἀναφορὰ ὅμως, μόνο τοὺς Ὀρθοδόξους, γιατὶ αὐτοὶ ἀποτελοῦν τὰ μέλη τῆς μίας, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.»
Συχνῶς πυκνῶς παραπέμπομεν εἰς τὴν θεόπνευστον ρῆσιν τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ Καβάσιλα, «Διὰ δὲ τῶν μυστηρίων καὶ ἡ Ἐκκλησία σημαίνεται, σῶμα οὖσα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους... Σημαίνεται δὲ ἡ Ἐκκλησία ἐν τοῖς μυστηρίοις, οὐχ ὡς ἐν συμβόλοις, ἀλλ᾽ ὡς ἐν καρδίᾳ μέλη… Οὐ γὰρ ὀνόματος ἐνταῦθα κοινωνία μόνον, ἢ ἀναλογία ὁμοιότητος, ἀλλὰ πράγματος ταυτότης.» Ἰδού, λοιπόν, ἡ προσωπικὴ ἐμπειρία τοῦ συγχρόνου ἁγίου πατρὸς Εὐμενίου Σαριδάκη -εἰς τὴν ἁγιότητα τοῦ ὁποίου ἀνεφέρθη ἐνθέρμως ἡ Ὑμετέρα Παναγιότης εἰς τὸν Προλογικὸν Χαιρετισμὸν Ἑορτολογίου τῆς Μητροπόλεως Γορτύνης καὶ Ἀρκαδίας (ἔτους 2014)-, τί καταθέτει εἰς ἡμᾶς τοὺς περισπουδάστους, μετὰ βροντώδους ἁπλότητος καὶ ἐκπληκτικῆς ἀκριβείας, ἐπικυροῦσα κατὰ πάντα τοὺς θεολογικωτάτους λόγους τοῦ Καβάσιλα. Ὅτι δηλαδὴ «ἡ Ἐκκλησία σημαίνεται ἐν τοῖς μυστηρίοις», εἰς τὴν ἱερὰν Πρόθεσιν τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Καὶ τὸ ἀξιοπρόσεκτον εἶναι ὅτι ἄγγελος Κυρίου ἀπεκάλυψε τὴν μεγίστην ταύτην, προικοδοτηθεῖσαν εἰς ἡμᾶς, ἀλήθειαν, περὶ τοῦ τί ἐστὶ δηλονότι Ἐκκλησία, ποῖα τὰ μέλη αὐτῆς καὶ τίς ἡ ἡμετέρα εὐθύνη πρὸς τὰ μὴ ἀποτελοῦντα μέλη αὐτῆς.
Τέλος, παραθέτομεν βαρυσήμαντον κείμενον ἐπιστολῆς τοῦ μεγάλου καὶ συγχρόνου ὁσίου Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ, ἱδρυτοῦ τῆς ἐν Ἔσσεξ Ἀγγλίας Πατριαρχικῆς μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου.
«Ἐδῶ ὅμως θέλω νὰ πῶ καὶ λίγα λόγια γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι μιὰ σημαντικὴ μερίδα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου κλίνει σήμερα νὰ ἀποδεχθεῖ μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ ἐπικίνδυνες αἱρέσεις (Σ.Ε.: ὁ Γέρων ἐννοεῖ ἐνταῦθα τὸν Οἰκουμενιστικὸν Συγκριτισμόν). Αὐτὴ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴ διαπίστωση ὅτι δῆθεν στὶς ἡμέρες μας δὲν ὑπάρχει οὔτε μιὰ ἐκκλησία ποὺ νὰ ἔχει διαφυλάξει πλήρως τὴν ἀλήθεια τῆς διδαχῆς τοῦ Χριστοῦ· ὅτι καμιὰ ἐκκλησία δὲν κατέχει σὲ ἀπόλυτο βαθμὸ τὴ γνώση τοῦ μυστηρίου τῆς ἁγίας, χαρισματικῆς χριστιανικῆς ζωῆς σὲ ἠθικὸ καὶ ἀσκητικὸ ἐπίπεδο· ὅτι πολλὲς ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες, ποὺ ἀποκαλοῦνται χριστιανικές, ἔχουν ἴση χάρη, καὶ γι’ αὐτὸ ὀφείλει νὰ ἐπέλθει ἡ ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν μὲ βάση κάποιον κοινὸ γιὰ ὅλες παρονομαστή.
Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ συχνὰ ἐρωτήματα, ποὺ τυχαίνει νὰ ἀντιμετωπίζουμε, εἶναι τὸ ἐρώτημα ποιός σώζεται καὶ ποιός ὄχι. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ συνήθως σκέπτονται ὅτι σώζεται ὄχι μόνο ὁ Ὀρθόδοξος (σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας) ἢ μόνο ὁ Καθολικὸς (σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν), ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ ἐνάρετοι ἄνθρωποι ποὺ πιστεύουν στὸν Χριστό. Ἡ ἄποψη αὐτὴ πέρασε ἀπὸ τοὺς Προτεστάντες καὶ στοὺς πιστοὺς τῶν ὑπολοίπων ἐκκλησιῶν. Ὑπάρχουν πολλοὶ μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων, ποὺ ὑποστηρίζουν τὴν ἄποψη αὐτή. Μερικοὶ μάλιστα σκέπτονται ὅτι οὔτε μιὰ ἀπὸ τὶς ὑπάρχουσες ἐκκλησίες δὲν μπορεῖ νὰ δεχθεῖ τὸ πλήρωμα τῆς γνώσεως καὶ τῆς χάριτος, γιατὶ ἡ κάθε μιὰ ἀπὸ αὐτὲς κατὰ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο βαθμὸ ἔχει παρεκκλίνει ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Οἱ ἴδιοι πάντοτε πιστεύουν ὅτι μόνο τώρα, στὰ τέλη τῶν αἰώνων, συνέλαβαν πλήρως τὸ πνεῦμα τῆς διδαχῆς τοῦ Χριστοῦ καὶ μέχρι τώρα ὅλος ὁ χριστιανικὸς κόσμος, στὴ ροὴ τόσων αἰώνων, βρισκόταν σὲ πλάνη. Λένε ὅτι τώρα ἦρθε ὁ καιρός, ποὺ πρέπει νὰ ἑνωθοῦν ὅλα τὰ διχασμένα μέρη σὲ μιὰ παγκόσμια καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Αὐτή, σύμφωνα μὲ τοὺς ἴδιους, θὰ κατέχει τὴν πλήρη ἀλήθεια ἀπὸ ὅλες τὶς ἀπόψεις, ἂν κατὰ τὴν (παραπάνω) ἕνωση γίνει ἀποδεκτὸ μόνο ἐκεῖνο ποὺ ἀποτελεῖ κοινὸ χαρακτηριστικὸ γιὰ ὅλες τὶς ἐκκλησίες. Ἄλλοι πάλι, φαινόμενο ἀκόμη χειρότερο, διαλογίζονται στὶς καρδιές τους γιὰ κάποιο εἶδος ὑψηλοῦ μυστικισμοῦ, ποὺ ὑπερβαίνει τὰ ὅρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀντιλήψεως τῆς χριστιανικῆς θρησκείας, ὥστε... δὲν θέλω οὔτε νὰ ἀναφερθῶ περισσότερο σὲ ὅλα αὐτά. Ἐπιθυμῶ μόνο κλείνοντας τὸ θέμα αὐτὸ νὰ πῶ παρενθετικὰ ὅτι πολὺ θὰ ἤθελα (καὶ γι’ αὐτὸ προσεύχομαι στὸν Θεὸ) ἐσεῖς νὰ μὴ πλανηθεῖτε μὲ ὅλα αὐτά, ἀλλὰ νὰ πιστεύετε ἀκράδαντα μὲ τὴν καρδιὰ καὶ μὲ τὸν νοῦ ὅτι ὑπάρχει πάνω στὴ γῆ ἐκείνη ἡ Μία, Μοναδικὴ καὶ Ἀληθινὴ Ἐκκλησία ποὺ ἵδρυσε ὁ Κύριος. Ἡ Ἐκκλησία αὐτὴ διατηρεῖ ἁλώβητη καὶ ἀκέραιη τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ (καὶ ὄχι ξεχωριστὰ μέλη της), κατέχει τὸ πλήρωμα τῆς γνώσεως καὶ τῆς χάριτος καὶ εἶναι ἀλάθητη. Ἐκεῖνο ποὺ γιὰ μερικοὺς δὲν φαίνεται νὰ εἶναι πλήρης διδασκαλία, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ ἡ δυνατότητα γιὰ ἐπιστημονικὴ ἐπεξεργασία ποὺ προσφέρει ὁ ἀπεριόριστος καὶ ἀνεξάντλητος πλοῦτος της. Αὐτὸ ὅμως δὲν συγκρούεται καθόλου μὲ ὅ,τι εἴπαμε παραπάνω γιὰ τὴν κατοχὴ τοῦ πληρώματος τῆς γνώσεως.
Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἔλαβε τὴν τελική της μορφὴ ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, δὲν ἐπιδέχεται καμιὰ ἀλλαγή. Ὅλη ἡ μετέπειτα ἐπιστημονικὴ ἐργασία πρέπει ἀπαραίτητα νὰ συμφωνεῖ μὲ ὅ,τι ἤδη δόθηκε στὴ θεία ἀποκάλυψη καὶ διατυπώθηκε στὴ διδαχὴ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὴ χάρη. Τὸ πλήρωμα τῆς χάριτος, μπορεῖ νὰ κατέχει μόνο ἡ μία καὶ μοναδικὴ Ἐκκλησία. Ὅλες ὅμως οἱ ἄλλες ἐκκλησίες διαθέτουν χάρη ἐξαιτίας τῆς πίστεως στὸν Χριστό, ὄχι ὅμως στὴν πληρότητα. Μποροῦμε νὰ πιστεύουμε ὅτι καὶ στὶς ἡμέρες μας ἀκόμη ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ κατὰ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἴσοι μὲ τοὺς μεγάλους ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας τῶν ἀρχαίων χρόνων (τὸ λέω σὲ σχέση μὲ ὅ,τι ἔτυχε νὰ ἀκούσω γιὰ μερικοὺς ἀνθρώπους στὴ Ρωσία), γιατὶ ὁ Χριστὸς εἶναι ‘‘χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας’’. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ὅποιος ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν πίστη αὐτή, δὲν θὰ σταθεῖ.»
* * *
Παναγιώτατε, ἅγιοι Προκαθήμενοι, ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Ἐὰν θέλωμεν νὰ εἴμεθα τῇ ἀληθείᾳ «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι», πρέπει νὰ λάβωμεν σοβαρῶς ὑπ᾽ ὄψιν τὴν θεολογικὴν καὶ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ἐμπειρίαν αὐτῶν. Καί, μία Σύνοδος, ὡς ἡ παροῦσα, ἡ ὁποία θέλει νὰ εἶναι ἁγία καὶ Μεγάλη, πρέπει ἀναντιρρήτως νὰ λάβει ὑπ᾽ ὄψιν τοὺς ἁγίους καὶ μεγάλους τῆς Πίστεως ἡμῶν.
Αἱ ἀποφάσεις μιᾶς Πανορθοδόξου Συνόδου, ἔστω καὶ Διορθοδόξου ἕνεκα κραυγαλέων ἀπουσιῶν, ταπεινῶς φρονοῦμεν ὅτι θὰ τύχωσιν ἀποδοχῆς ὑπὸ κλήρου καὶ λαοῦ εἰς τὸ μέτρον ὅπου εἰς ταύτας ὑπάρχει συμφωνία οὐρανοῦ καὶ γῆς, ἀγγέλων καὶ ἁγίων καὶ ἀνθρώπων. Οἱ χρησιμοποιούμενοι ὅροι εἰς τὰς ἀποφάσεις μιᾶς τοσοῦτον ἱστορικῆς καὶ σημαινούσης Συνόδου, πρέπει νὰ διακρίνωνται διὰ τὴν θεόθεν σοφίαν καὶ τὴν κρυσταλλίνην αὐτῶν θεολογικὴν σαφήνειαν. Αἱ Οἰκουμενικαὶ καὶ Τοπικαὶ Σύνοδοι οὕτω ἀπεφαίνοντο, δογματίζουσαι ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, κατὰ τὸ ἀποστολικόν, «ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν» (Πράξ. 15, 28). Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποτελοῦσι τεχνικοὺς ὅρους ἢ νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα ‘‘διπλωματικῆς’’ ἀβρότητος αἰ ἀποφάσεις μιᾶς Πανορθοδόξου Συνόδου. Μόνον οὕτω θὰ εἶναι δυνατὸν νὰ συντελέσωσιν εἰς τὴν τῆς Ἐκκλησίας ἑνότητα καὶ νὰ ἀποτελέσωσι σημεῖον ἀσφαλοῦς θεολογικῆς ἀναφορᾶς εἰς τοὺς μεταγενεστέρους.
Διὰ νὰ μὴν ταλαιπωρήσω λοιπὸν Ὑμᾶς μετὰ ἡμετέρων λόγων, προέκρινα νὰ παραθέσω Ὑμῖν τὴν φωτίζουσαν καὶ συνετίζουσαν ἐπὶ τοῦ πρὸς ἐξέτασιν θέματος ἁγιοπνευματικὴν ἐμπειρίαν συγχρόνων ἁγίων μορφῶν τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
Αἰτούμενοι τὰς Ὑμετέρας εὐχάς, διατελοῦμεν
Μετὰ τῆς ἐν Χριστῷ ἀδελφικῆς ἀγάπης
Ὁ Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος
Ἐν Κολυμπαρίῳ Κισάμου τῆς Κρήτης, τῇ 24ῃ.06.2016.
Πηγή: Ιερά Μητρόπολις Μόρφου , Ακτίνες
Η ΠΕΘ, μαζί με τους παρακάτω γονείς και εκπαιδευτικούς της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, 1) τον Δήμο Θανάσουλα, 2) την Ελένη Δημητριάδου, 3) τον Αθανάσιο Σιατούρα, και 4) τον Δημήτριο Νατσιό, κατέθεσε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, α) αίτηση αναστολής αλλά και β) ακυρώσεως της απόφασης υπ’ αριθμ. Πρωτ. Φ12/657/70691/Δ1(ΦΕΚ Β 1324/11-5-2016), του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, κ. Νικολάου Φίλη για τη μείωση των ωρών διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών στο Δημοτικό Σχολείο και συγκεκριμένα, στην Ε’ τάξη του Δημοτικού Σχολείου κατά 1 ώρα και στη Στ’ τάξη του Δημοτικού Σχολείου κατά 1 ώρα.
Αθήνα, 16 Ιουνίου 2016
Αριθμ. Πρωτ. 95
Δελτίου τύπου
Η ΠΕΘ κατέθεσε αίτηση αναστολής και ακυρώσεως της απόφασης Φίλη
για μείωση των ωρών διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών
στο Δημοτικό Σχολείο
Η ΠΕΘ, μαζί με τους παρακάτω γονείς και εκπαιδευτικούς της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, 1) τον Δήμο Θανάσουλα, 2) την Ελένη Δημητριάδου, 3) τον Αθανάσιο Σιατούρα, και 4) τον Δημήτριο Νατσιό, κατέθεσε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, α) αίτηση αναστολής αλλά και β) ακυρώσεως της απόφασης υπ’ αριθμ. Πρωτ. Φ12/657/70691/Δ1(ΦΕΚ Β 1324/11-5-2016), του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, κ. Νικολάου Φίλη για τη μείωση των ωρών διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών στο Δημοτικό Σχολείο και συγκεκριμένα, στην Ε’ τάξη του Δημοτικού Σχολείου κατά 1 ώρα και στη Στ’ τάξη του Δημοτικού Σχολείου κατά 1 ώρα.
Η απόφαση αυτή του Υπουργού είναι παράνομη και ακυρωτέα για όλους τους νόμιμους και βάσιμους λόγους που αναφέρει η παρακάτω αίτηση ακυρώσεως της ΠΕΘ.
Το ΔΣ της ΠΕΘ
***
ΑΙΤΗΣΗ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
(ΤΜΗΜΑ ΣΤ' )
1) Του Δήμου Θανάσουλα του Γεωργίου, ....
2) Της Δημητριάδου Ελένης του Παναγιώτη, ....
3) Του Αθανασίου Σιατούρα, ....
4) Του Δημητρίου Νατσιού του
5) Του σωματείου με την επωνυμία Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων (ΠΕΘ), νομίμως εκπροσωπουμένου, που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Χαλκοκονδύλη αρ. 37.
ΚΑΤΑ
Του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής, όπως νόμιμα εκπροσωπείται.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΚΥΡΩΣΗ
Της υπ’ αρίθμ. Πρωτ. Φ12/657/70691/Δ1 απόφασης του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων (ΦΕΚ Β 1324/11-5-2016).
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Στο υπ’ αρ. φ. Β 1324 ΦΕΚ της 11ης Μαΐου 2016, δημοσιεύθηκε η υπ’ αρ. πρωτ. Φ12/657/70691/Δ1 απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων με θέμα «Ωρολόγιο πρόγραμμα ενιαίου τύπου ολοήμερου δημοτικού σχολείου», με την οποία, οι συνολικές ώρες εβδομαδιαίας διδασκαλίας στο δημοτικό σχολείο, μειώθηκαν σε 30 από 35 που προβλέπονταν με την προηγούμενη υπ’ αρ. Πρωτ.Φ.50/1169/149005/Δ1/23-09-2015/ΥΠΟΠΑΙΘ υπουργική απόφαση.
Με την δια της παρούσας αιτήσεώς μας προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση εκτός των άλλων, μειώνονται για το σχολικό έτος 2016-2017, οι ώρες διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών στην Ε’ τάξη του Δημοτικού Σχολείου κατά 1 ώρα και στη Στ’ τάξη του Δημοτικού Σχολείου κατά 1 ώρα. Δυνάμει της ως άνω προηγούμενης υπουργικής αποφάσεως, το μάθημα των θρησκευτικών διδασκόταν κατά δύο (2) ώρες στην Ε΄ και κατά δύο (2) ώρες στη Στ’ τάξη του δημοτικού.
Η απόφαση αυτή του Υπουργού είναι παράνομη και ακυρωτέα για τους εξής νόμιμους και βάσιμους λόγους:
ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΝΟΜΟΥ
Με την προσβαλλομένη απόφαση του Υπουργού Παιδείας, η οποία εξεδόθη, επί τη βάσει της διατάξεως της παρ. 2 του άρθρου 7 του ν. 2525/1997, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 5 εδαφ. δ' και 8 παρ. 9 εδαφ. δ' του ν. 1566/1985, στις οποίες αυτή παραπέμπει και μετά από εισήγηση του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, καθορίσθηκε το ωρολόγιο πρόγραμμα των μαθημάτων των Τάξεων του Δημοτικού Σχολείου και προβλέφθηκε, μεταξύ άλλων, ότι από τη σχολική χρονιά 2016-2017 στην Ε΄ τάξη του Ολοήμερου Δημοτικού Σχολείου και στη Στ' Τάξη αυτού, η διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών θα γίνεται, πλέον, στις τάξεις αυτές επί μία (1) μόνο ώρα εβδομαδιαίως.
Νομικό πλαίσιο
Στη διάταξη του άρθρου 3 του ισχύοντος Συντάγματος, στην κεφαλίδα του οποίου γίνεται ρητή επίκληση της "Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος", ορίζεται ότι :
"1. Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, που γνωρίζει κεφαλή της τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δογματικά με τη Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και με κάθε άλλη ομόδοξη Εκκλησία του Χριστού ' τηρεί απαρασάλευτα, όπως εκείνες τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις. Είναι αυτοκέφαλη, διοικείται από την Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία Αρχιερέων και από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο που προέρχεται από αυτή και συγκροτείται όπως ορίζει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας, με τήρηση των διατάξεων του Πατριαρχικού Τόμου της κθ' [29] Ιουνίου 1850 και της Συνοδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίου 1928. 2. . . ". Εξ άλλου στη διάταξη του άρθρου 13 αυτού ορίζεται ότι : "1. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός. 2. Κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων. Η άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. Ο προσηλυτισμός απαγορεύεται. 3...".
Εκ παραλλήλου, στη διάταξη του άρθρου 16 [παρ. 2] του Συντάγματος ορίζεται ότι : "Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες".
Από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις και ιδίως τα όσα ειδικότερα για την προσβαλλόμενη απόφαση ισχύουν με το άρθρο 16 παρ. 2 Σ, προκύπτει σαφώς ότι ο συνταγματικός νομοθέτης απέκρουσε την αποσύνδεση της θρησκείας από την εκπαίδευση (κοσμικό πρότυπο ) και προτίμησε την οδό του "μέτρου αρίστου" που αξιώνει το σεβασμό της "επικρατούσας" θρησκείας και το συνυπολογισμό της ανάμεσα στους προσδιοριστικούς παράγοντες της θρησκευτικής εκπαίδευσης. Αυτή η ρητή συνταγματική επιλογή συμπυκνώνει ιστορικές επιλογές, αντιδιαστολές σε σχέση με τα προϊσχύοντα συντάγματα αλλά και ισορροπίες που ο κοινός νομοθέτης οφείλει να σέβεται και να αναπαράγει.
Περαιτέρω, η Διεθνής Σύμβαση της Ρώμης της 4ης Νοεμβρίου 1950 "περί προασπίσεως των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών", που κυρώθηκε το πρώτον με τον νόμο 2329/1953 [φ. 68, Α] και εκ νέου με το Ν.Δ. 53/1974 [φ. 256, Α] και έχει, ως εκ τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη τυπική ισχύ, με το μεν άρθρο 9 κατοχυρώνει το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, με το άρθρο δε 2 του Α΄ προσθέτου πρωτοκόλλου ορίζει ειδικότερα τα εξής : "Ουδείς δύναται να στερηθεί του δικαιώματος όπως εκπαιδευθή. Παν Κράτος εν τη ασκήσει των αναλαμβανομένων υπ' αυτού καθηκόντων επί του πεδίου της μορφώσεως και της εκπαιδεύσεως θα σέβεται το δικαίωμα των γονέων όπως εξασφαλίζωσιν της μόρφωσιν και εκπαίδευσιν ταύτην συμφώνως προς τας ιδίας αυτών θρησκευτικάς και φιλοσοφικάς πεποιθήσεις".
Σε υλοποίηση των ανωτέρω ο κοινός νομοθέτης προβλέπει στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 1566/1985 [ΦΕΚ Α 167] ότι : "1. Σκοπός της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι να συμβάλει στην ολόπλευρη, αρμονική και ισόρροπη ανάπτυξη των διανοητικών και ψυχοσωματικών δυνάμεων των μαθητών, ώστε, ανεξάρτητα από φύλο και καταγωγή, να έχουν τη δυνατότητα να εξελιχθούν σε ολοκληρωμένες προσωπικότητες και να ζήσουν δημιουργικά. Ειδικότερα υποβοηθεί τους μαθητές : α] Να γίνονται ελεύθεροι, υπεύθυνοι, δημοκρατικοί πολίτες, να υπερασπίζονται την εθνική ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα της χώρας και τη δημοκρατία, να εμπνέονται από αγάπη προς τον άνθρωπο, τη ζωή και τη φύση και να διακατέχονται από πίστη προς την πατρίδα και τα γνήσια στοιχεία της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης. Η ελευθερία της θρησκευτικής τους συνείδησης είναι απαραβίαστη. β] Να καλλιεργούν και να αναπτύσσουν αρμονικά το πνεύμα και το σώμα τους, τις κλίσεις, τα ενδιαφέροντα και τις δεξιότητές τους. Να αποκτούν, μέσα από τη σχολική τους αγωγή, κοινωνική ταυτότητα και συνείδηση, να αντιλαμβάνονται και να συνειδητοποιούν την κοινωνική αξία και ισοτιμία της πνευματικής και της χειρωνακτικής εργασίας. Να ενημερώνονται και να ασκούνται πάνω στη σωστή και ωφέλιμη για το ανθρώπινο γένος χρήση και αξιοποίηση των αγαθών του σύγχρονου πολιτισμού, καθώς και των αξιών της λαϊκής μας παράδοσης. γ] Να αναπτύσσουν δημιουργική και κριτική σκέψη και αντίληψη συλλογικής προσπάθειας και συνεργασίας, ώστε να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες και με την υπεύθυνη συμμετοχή τους να συντελούν αποφασιστικά στην πρόοδο του κοινωνικού συνόλου και στην ανάπτυξη της πατρίδας μας. δ] Να κατανοούν τη σημασία της τέχνης, της επιστήμης και της τεχνολογίας, να σέβονται τις ανθρώπινες αξίες και να διαφυλάσσουν και προάγουν τον πολιτισμό. ε] Να αναπτύσσουν πνεύμα φιλίας και συνεργασίας με όλους τους λαούς της γης, προσβλέποντας σε έναν κόσμο καλύτερο, δίκαιο και ειρηνικό. 2. Βασικοί συντελεστές για την επίτευξη των παραπάνω σκοπών είναι : α] . . . β] τα αναλυτικά προγράμματα, τα σχολικά βιβλία και τα λοιπά διδακτικά μέσα καθώς και η σωστή χρήση τους, γ] . . . 3. Τα αναλυτικά προγράμματα αποτελούν άρτιους οδηγούς του εκπαιδευτικού έργου και περιλαμβάνουν κυρίως : αα] . . . ββ] διδακτέα ύλη επιλεγμένη σύμφωνα με το σκοπό του μαθήματος ανάλογη και σύμμετρη προς το ωρολόγιο πρόγραμμα. . . ".
Ο ίδιος νόμος εξειδικεύοντας το σκοπό της παιδείας υπογραμμίζει, ότι το σχολείο βοηθά τους μαθητές να εξοικειώνονται «με τις ηθικές, θρησκευτικές, εθνικές, ανθρωπιστικές και άλλες αξίες» ώστε να δυνηθούν με αυτές «να ρυθμίζουν τη συμπεριφορά τους», συνειδητοποιώντας «τη βαθύτερη σημασία του ορθόδοξου χριστιανικού ήθους και της σταθερής προσήλωσης στις πανανθρώπινες αξίες» (άρθρο 6 παρ. 2). Ενώ σε εφαρμοστικά του νόμου αυτού κείμενα και δη στο Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Σπουδών (Δ.Ε.Π.Π.Σ.) και τα Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών (Α.Π.Σ.) επισημαίνεται, ότι «σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, με εμφανή τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής ρευστότητας, η κοινωνική ανάπτυξη του ατόμου και η πορεία του προς την αυτογνωσία απαιτούν ευρεία και διαρκή κοινωνική αλληλεπίδραση» και ότι για την επίτευξη μιας «αρμονικής κοινωνικής ένταξης και συμβίωσης είναι απαραίτητο κάθε άτομο να μάθει να συμβιώνει με τους άλλους σεβόμενο τον πολιτισμό και τη γλώσσα τους», διατηρώντας ωστόσο «την εθνική και πολιτισμική του ταυτότητα μέσα από την ανάπτυξη της εθνικής, πολιτισμικής, γλωσσικής και θρησκευτικής αγωγής».
Στο αυτό πνεύμα υφίσταται με συνέπεια σειρά ακυρωτικών δικαστικών αποφάσεων [μεταξύ άλλων ΣτΕ 3356/95, ΣτΕ 2176/1998, ΔΕΦΧαν. 115/2012], όπου κρίνεται ότι μεταξύ των σκοπών της παρεχομένης στα σχολεία παιδείας είναι και η "ανάπτυξη", σε τουλάχιστον επαρκή βαθμό, της θρησκευτικής συνειδήσεως των Ελλήνων μαθητών, σύμφωνα προς τις αρχές του ορθοδόξου χριστιανικού δόγματος, η διδασκαλία του οποίου είναι, ως εκ τούτου, υποχρεωτική, όπως είναι υποχρεωτική και η παρακολούθηση από τους μαθητές, οι οποίοι ανήκουν εις την Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία.
Σε τέτοια άλλωστε ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως των Ελλήνων μαθητών αποβλέπουν και οι γονείς τους μαθητών αντλούντες από τις προαναφερθείσες διατάξεις το δικαίωμα, ώστε οι ίδιοι οι γονείς να δύνανται να καθορίζουν την θρησκευτικήν αγωγήν των τέκνων των, επί τη βάσει των δικών των θρησκευτικών πεποιθήσεων [βλ. ΣτΕ 3356/1995, ΣτΕ 2176/1998]. Εξυπακούεται βεβαίως ότι της παρακολουθήσεως του ως άνω μαθήματος απαλλάσσονται και δη χωρίς καμία δυσμενή συνέπεια, οι μαθηταί εκείνοι διά τους οποίους γίνεται αξιόπιστος δήλωσις, είτε υπ' αυτών των ιδίων, είτε υπό των γονέων τους, ότι είναι άθεοι, ετερόδοξοι ή αλλόθρησκοι και έχουν, ως εκ τούτου, πρόβλημα θρησκευτικής συνειδήσεως [ΣτΕ 3356/95], δοθέντος μάλιστα ότι η δήλωσις αυτή ουδόλως αντιβαίνει εις το άρθρον 13 του Συντάγματος διότι, κατά τα επίσης ήδη κριθέντα [ΣτΕ 3356/95], δεν αποτελεί μέσον προς δίωξη του μαθητή λόγω των διαφόρων, ενδεχομένως, θρησκευτικών του πεποιθήσεων, οι οποίες πρέπει πάντως να είναι σεβαστές, αλλά, όλως αντιθέτως, αποβλέπει εις το να διευκολύνει τον μαθητή να απολαύσει "ανεμπόδιστα" την ελευθερία της θρησκευτικής του συνειδήσεως και να διευκολύνει επίσης τους γονείς τους να ασκήσουν το αντίστοιχο, κατά τα εκτεθέντα, δικαίωμά τους.
Προκειμένου όμως να τύχουν εφαρμογής τα ανωτέρω και ιδίως η ρητή και αδιάστικτη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος ώστε να καταστεί δυνατή η "ανάπτυξη", σε τουλάχιστον επαρκή βαθμό, της θρησκευτικής συνειδήσεως των προαναφερθέντων μαθητών και δη συμφώνως προς τις αρχές της ορθοδόξου χριστιανικής πίστεως, επιβάλλεται όπως η Πολιτεία, διά της λήψεως των καταλλήλων, κατά περίπτωσιν, νομοθετικών και κανονιστικών μέτρων, εξασφαλίζει τη διδασκαλία του κατά τα άνω μαθήματος των θρησκευτικών εις τους μαθητές και δη να την εξασφαλίζει [κατά τα ήδη κριθέντα ΣτΕ 3356/95 & ΣτΕ 2176/1998] με ικανό αριθμό ωρών διδασκαλίας εβδομαδιαίως. Ο επιχειρούμενος με την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση περιορισμός των ωρών διδασκαλίας, του μαθήματος, σε μία [1] μόνον ώρα εβδομαδιαίως δεν αποτελεί, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και εν όψει του ειδικού σκοπού εις τον οποίον αποβλέπει το Σύνταγμα, οι Διεθνείς Συνθήκες και η κείμενη νομοθεσία "ικανό" αριθμόν ωρών διδασκαλίας. Και είναι μεν αληθές ότι ο καθορισμός των ωρών διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών ανήκει εις την ουσιαστική κρίση της Διοικήσεως, πλην, όμως, εν προκειμένω, ο περιορισμός του μαθήματος σε τέτοιο βαθμό εκφεύγει των άκρων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας αφού η διδασκαλία του μαθήματος καθίσταται μη λειτουργική και μη αποτελεσματική. Είναι χαρακτηριστικό ότι ιδίως στις Ε' και ΣΤ΄ τάξεις του Δημοτικού, όπου οι μαθητές αρχίζουν να αναπτύσσουν τα γνωστικά τους πεδία και να έρχονται σε βαθύτερη επαφή με τη λογική και τις θετικές επιστήμες, αυξάνονται οι προβληματισμοί και οι απορίες τους επί του Θείου και Μεταφυσικού την προσέγγιση των οποίων πραγματοποιούν μόνο χάρη στο μάθημα των Θρησκευτικών. Η διδασκαλία του για μία μόνο ώρα την εβδομάδα (στην καλύτερη των περιπτώσεων) δεν επαρκεί για την κάλυψη αυτών των αποριών πόσο μάλλον για την επαφή των μαθητών με ειδικότερα πλην όμως απαραίτητα στοιχεία της Ορθόδοξης Πίστης και της συνεισφοράς αυτής στην διαδρομή του Ελληνικού Έθνους σε διάφορες ιστορικές περιόδους, στα ήθη και έθιμα, στις τέχνες και τη φιλοσοφία και εν γένει στη διαμόρφωση της ιδιοπροσωπίας μας ως Έλληνες.
Επειδή η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση κατ’ αυτόν τον τρόπο, συρρικνώνει το χρόνο διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών κατά τέτοιο τρόπο ώστε να περιθωριοποιείται και να αποδυναμώνεται πλήρως, κατά παράβαση των συνταγματικών επιταγών και δικαστικών αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας και των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων.
Επειδή διά της προσβαλλομένης αποφάσεως μειώσεως των ωρών διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών, στις προαναφερθείσες Τάξεις (Ε΄ και ΣΤ΄) του Δημοτικού Σχολείου σε μία (1) μόνο ώρα εβδομαδιαίως, δεν είναι πλέον δυνατή η, σε επαρκή βαθμό ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως των Ελλήνων μαθητών, συμφώνα προς τις αρχές του ορθοδόξου χριστιανικού δόγματος.
Υπό τα δεδομένα αυτά και συμφώνως προς τα προαναφερθέντα η προσβαλλομένη απόφαση πάσχει παρανομίας, καθ' ο μέρος, με αυτήν, περιορίζεται πράγματι εφ' εξής η διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών στις Τάξεις Ε’ και ΣΤ’ του Δημοτικού σε μία μόνο ώρα εβδομαδιαίως και για το λόγο αυτό πρέπει ως προς αυτό να ακυρωθεί, προς το σκοπό να προβεί το αντίδικο στη θέσπιση νέας συμπληρωματικής ρυθμίσεως, διά της οποίας να προβλέπεται η διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών πέραν της προβλεπομένης, με την ήδη προσβαλλομένη απόφαση μίας [1] μόνον ώρας εβδομαδιαίως.
Επειδή οι πρώτος και δεύτερη από εμάς είμαστε γονείς δύο ανηλίκων τέκνων, της Άννας και του Παναγιώτη μαθητών αντίστοιχα της τετάρτης και της δευτέρας τάξης του 5ου Δημοτικού Τρικάλων, οι οποίοι με την εφαρμογή της προσβαλλόμενης αποφάσεως πρόκειται να θιγούν η μεν Άννα άμεσα στο επερχόμενο σχολικό έτος 2016- 2017 ως μαθήτρια της πέμπτης τάξης ο δε Παναγιώτης σε ύστερο σχολικό έτος ( το 2018 - 2019). Και τα δύο τέκνα μας, όπως και εμείς οι γονείς τους, έχουν βαπτισθεί Χριστιανοί Ορθόδοξοι και μετέχουν με θέρμη μαζί μας στην εκκλησιαστική ζωή και λατρεία της Πίστεώς μας. Σύμφωνα με όσα αναπτύξαμε παραπάνω, ο ρόλος του μαθήματος των Θρησκευτικών στην εκπαίδευση και ανάπτυξή της προσωπικότητάς τους σε αυτό το εύπλαστο στάδιο της ζωής τους είναι ζωτικός τόσο για αυτά τα ίδια όσο και για εμάς που ως γονείς τους επιθυμούμε τόσο τη μόρφωσή τους επί του γνωστικού αντικειμένου των Θρησκευτικών όσο και τη διάπλασή των χαρακτήρων τους ώστε αυτά να υιοθετήσουν τη χριστιανική ηθική της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Έχουμε λοιπόν προφανές και άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον να αιτηθούμε την ακύρωση της ως άνω υπουργικής αποφάσεως τόσο για λογαριασμό των τέκνων μας των οποίων ασκούμε τη γονική μέριμνα και επιμέλεια όσο και ατομικά για εμάς τους ιδίους ως γονείς τους.
Αντιστοίχως, οι εξ ημών τρίτος και τέταρτος των αιτούντων, ως εκπαιδευτικοί στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, έχουμε έννομο συμφέρον κατά την έννοια του άρθρου 47 παρ. 1 του Π.Δ. 18/1989 «Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας» (Α' 8), το οποίο εφαρμόζεται στην παρούσα διαδικασία κατ' άρθρο 4 του Ν. 702/1977, και ασκούμε την κρινόμενη αίτηση λόγω της ιδιότητας μας ως εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης (Ολ. ΣτΕ 2411/2012, 1854/1990 βλ. και ΣτΕ 193/2012).
Τέλος το πέμπτο εξ ημών σωματείο (ΠΕΘ), έχει προφανές έννομο συμφέρον για την ακύρωση της ως άνω υπουργικής απόφασης επειδή σύμφωνα με το ισχύον από 1977 καταστατικό του σωματείου μας (αρ. αποφ. 2059/1977 Μ. Πρ. Αθηνών), σκοποί του μεταξύ άλλων είναι:
- Η καλλιέργεια των θεολογικών Γραμμάτων και η ενημέρωση των μελών προς την σημειούμενη εκάστοτε εξέλιξη και πρόοδο της Επιστήμης
- Η κατανόηση της ουσίας του Ορθοδόξου Χριστιανισμού και η έξαρση αυτού
- Η διέγερση του ενδιαφέροντος και της αγάπης του λαού προς τη θρησκευτική γνώση και ζωή εντός του πλαισίου των πατρικών μας παραδόσεων.
- Ο ευρύς θρησκευτικός και ηθικός διαφωτισμός του λαού μας για να λάβει αυτός πλήρη επίγνωση της αξίας της εν Χριστώ απολυτρώσεως και ζωής, ως και ο πλήρης και ηθικός διαφωτισμός της νεότητας.
- Η προσήλωση στην Ορθοδοξία και άμυνα κατά πάσης αντιορθοδόξου και αντιχριστιανικής εκδηλώσεως παρ’ ημίν, ως και η εκλαΐκευση της Απολογητικής του Χριστιανισμού και ο διαφωτισμός του λαού και δη της νεότητας περί της υφισταμένης αρμονίας Επιστήμης και Χριστιανικής θρησκείας.
- Η έμπνευση σεβασμού και αφοσιώσεως προς τα θέσμια και τις παραδόσεις της Μητρός ημών Ορθοδόξου Εκκλησίας
Επειδή η παρούσα είναι νόμιμη και βάσιμη, αρμοδίως δε εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου Σας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Και για όσους επιφυλασσόμεθα να προσθέσουμε νόμιμα στο μέλλον
ΑΙΤΟΥΜΑΣΤΕ
1. Να γίνει δεκτή η παρούσα.
2. Να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. Πρωτ. Φ12/657/70691/Δ1 απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων (ΦΕΚ Β 1324/11-5-2016), καθώς και κάθε άλλη συναφής πράξη ή παράλειψη της Διοίκησης, ρητή ή σιωπηρή, προγενέστερη ή μεταγενέστερη.
3. Να καταδικαστεί το αντίδικο στη δικαστική μας δαπάνη και να διαταχθεί η απόδοση του κατατεθέντος από εμάς δικαστικού παραβόλου.
Αθήνα, ... ................... 2016
Ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος
Εορτάζουν οι δύο εκ των αποστόλων. Eορτάζουν οι κορυφαίοι, οι πρωτοκορυφαίοι των αποστόλων. Eορτάζει ο Πέτρος και ο Παύλος.
Ἡ οἰκογένεια εἶναι ὡς μία οἰκία σὲ σεισμόπληκτη περιοχή. Ἂν δὲν ἔχει γερὰ θεμέλια, ἀπὸ τὶς πολλὲς σεισμικὲς δονήσεις, θὰ καταρρεύσει καὶ θὰ διαλυθεῖ. Ἀσφαλῶς, ἐνδιαφέρεστε νὰ διατηρηθεῖ μέχρι τέλους τὸ οἰκοδόμημα τῆς οἰκογένειάς σας. Ἡ ζωὴ ὅμως ἔχει πολλὲς δυσκολίες καὶ ἀτυχίες. Ἀρρώστιες καιροφυλακτοῦν καὶ πολλὰ χτυπήματα καὶ δοκιμασίες θὰ ὑπάρχουν, γιατί ὁ κόσμος «κεῖται ἐν τῷ πονηρῷ». Ἡ συναισθηματικὴ ἀγάπη τοῦ πρώτου καιροῦ σύντομα ἐξατμίζεται καὶ χάνεται, ἂν δὲν εἶναι στερεωμένη πάνω στὴν πίστη. Τὰ κορμιὰ γερνοῦν γρήγορα, γιατί εἶναι χωμάτινα, καὶ τὰ πλούτη χάνο- νται καὶ πολλὲς φορὲς δὲν μποροῦν νὰ μᾶς προσφέρουν τίποτα. Οἱ κοσμικότητες κουράζουν καὶ γενικὰ ποτὲ δὲν θὰ λείψουν οἱ παρεξηγήσεις, οἱ ὑπερβολές, ἴσως καὶ οἱ κακοήθειες. Οἰκογένεια λοιπὸν χωρὶς πυξίδα πορείας εἶναι καράβι χωρὶς πηδάλιο. Οἰκογένεια χωρὶς Χριστὸ εἶναι σπίτι χωρὶς θεμέλιο. Αὐτὸς ὁ Χριστός μας εἶναι ὁ μόνος τρίτος εὐπρόσδεκτος ἀνάμεσα στοὺς συζύγους, γιατί ἐμπνέει πίστη, ἐλπίδα, σεβασμό, ἀγάπη καὶ εὐγένεια. Ἐπιπλέον, ὁ Χριστὸς μᾶς ἐμπνέει τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὴν ἀτομικότητα καὶ τὴν αὐθυπέρβαση τοῦ ἑνὸς γιὰ χάρη τοῦ ἄλλου. Γι’ αὐτό, μόνο οἱ ἄνθρωποι ποὺ φοβοῦνται τὸν Θεὸ μποροῦν νὰ ξεπερνοῦν αὐτὲς τὶς δυσκολίες. Οἱ ἄλλοι παραδίδονται στὴ φθορά, πικραίνονται μὲ τὴν ἀποτυχία, καὶ σὲ ὅλη τους τὴν πορεία ζοῦν μία τρικυμισμένη ζωή, ἂν δὲ χωρίσουν.
ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΚΑΤΑ ΑΛΦΑΒΗΤΟΝ
Ἀνήκετε ὁ ἕνας στὸν ἄλλον τώρα ποὺ παντρευτήκατε «..καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μία». (Ἐφεσ. ε’ 31). Δὲν εἶσθε πλέον «ἐλεύθεροι», ἔχετε εὐθύνες ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον. Βασικὴ ἀρχὴ «οὓς ὁ Θεὸς συνέζευξεν ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω». Ἀλλοίμονο στὸν ἄνδρα ἢ τὴν γυναῖκα ποὺ θὰ χωρίσει τὸ ἀνδρόγυνον. Γίνετε καλοὶ σύζυγοι, ἀποκτῆστε τέκνα ἐν Κυρίῳ καὶ μοιρασθῆτε μὲ σωστὲς ἀναλογίες τὰ βάρη τῆς οἰκογένειάς σας. Δὲν πρέπει νὰ μετρᾶτε μὲ τὸ ὑποδεκάμετρο τὰ λάθη τοῦ ἄλλου καὶ τὰ δικά σας νὰ τὰ ἀμνηστεύετε. Ἐγκαίρως νὰ διαλύετε τὰ νέφη, μὲ ἀμοιβαῖες ἐξηγήσεις, καὶ μὴν ἀφήνετε νὰ παραμένουν σκιὲς στὴ σχέση σας. Ζητᾶτε πάντα συγγνώμη ὅταν φταῖτε καὶ μὴ διστάζετε ἀκόμη καὶ ὅταν δὲν σφάλατε. Ἡ ψυχικὴ ὡραιότης τοῦ χαρακτῆρα σας φαίνεται στὸ ἂν πεῖτε τὸ σφάλμα μόνος σας. Μὴν ἀφήνετε νὰ τὸ μάθει ὁ/ἡ σύζυγός σας ἀπὸ ἄλλους, ποὺ θὰ τὸ μεταφέρουν ὅπως αὐτοὶ θέλουν. Θὰ πρέπει νὰ μάθετε νὰ ἀκοῦτε καὶ ὄχι μόνο νὰ μιλᾶτε ἢ τὸ χειρότερο νὰ διατάζετε. Ἰδιαιτέρως προσέξτε μὴν κρατᾶτε κρυφὰ χαρτιὰ ἀπὸ τὴν γυναῖκα σας ἢ τὸν ἄνδρα σας. Κάποτε θὰ σᾶς «κάψουν». Κοπιάζετε καὶ μὴ ἀποσείετε τὶς εὐθύνες σας. Ἡ ταπεινὴ ἀναγνώριση εἶναι προϋπόθεση προόδου καὶ φανερώνει καλλιεργημένο καὶ ἀνώτερο πνευματικὰ ἄνθρωπο.
Λάθος μέγα νὰ φθάνετε εὔκολα στὰ ἄκρα. Πάντα ὑπάρχει μία διέξοδος στὰ προβλήματα. Ἀρκεῖ νὰ ὑπάρχει ὑπομονὴ καὶ ταπείνωση. Μὴν στενοχωριέστε ὑπέρμετρα· ἡ πραγματικότητα δὲν ἀλλάζει. Ἀναζητῆστε τρόπους διεξόδου. Μελετᾶτε τὴν Ἁγία Γραφή, βίους Ἁγίων καὶ πατερικὰ κείμενα καὶ ἐναποθέστε τὰ προβλήματά σας στὴν Ἐκκλησία. Νὰ ἀποφεύγετε ἐντελῶς τὸν θυμό, τὴν ἐκδίκηση, τὴ βαναυσότητα, τὴν ἀπρεπῆ γλῶσσα. Ξεχωρίζετε πάντα μὲ τὸ νὰ διδάσκετε μὲ τὸ παράδειγμά σας καὶ ἐλάχιστα μὲ τὰ λόγια σας. Ὀδύνη, θλίψη καὶ πολλὲς τρικυμίες προκαλεῖτε στὴν οἰκογένειά σας ὅταν ἀφήνετε τρίτους ἐπιπόλαιους καὶ ἀδιάκριτους νὰ ἀναμιγνύονται στὰ ἐσωτερικά σας. Ποτέ μὰ ποτέ μὴν ξανοίγεστε σὲ ἐπικίνδυνες σχέσεις μὲ ἄλλο πρόσωπο, διότι μόνο ναυάγιο θὰ προκαλέσετε. Διακινδυνεύετε τὴν εὐτυχία σας. Ὅλα μαθαίνονται κάποια στιγμή. Ρόδινα δὲν εἶναι πάντα τὰ πράγματα ὅταν ἀπορροφᾶστε ἀπὸ τὶς δουλειές σας. Αὐτὸ ἔχει ὡς συνέπεια νὰ μὴν «σᾶς βλέπει» ἡ οἰκογένειά σας. Ἔχουν καὶ οἱ δικοί σας βλέπετε τὴν ἀνάγκη σας. Οἱ δὲ γυναῖκες μὴ θεωρεῖτε ὑποτιμητικὸ τὸ νὰ ὑπηρετεῖτε τὸ σπίτι σας. Σταματῆστε νὰ φορτώνετε τὰ παιδιά σας μὲ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ ψεύτικα εἴδωλα καὶ δῶστε τους χριστιανικὴ ἀγωγή. Κάντε μακροπρόθεσμη ἐπένδυση, ποὺ θὰ σᾶς ἐπιστραφεῖ μὲ πολὺ τόκο. Τὴν εὐγένεια ποὺ δείχνετε πρὸς τὰ ἔξω, τὴν ἴδια νὰ μεταδίδετε πάντα καὶ πρὸς τοὺς οἰκείους σας. Ὄχι δύο πρόσωπα, οὔτε νὰ ἐκτονώνεστε καὶ ξεσπᾶτε στοὺς δικούς σας, διότι αὐτὸ δείχνει ἀνισόρροπο ἄνθρωπο. Ὕμνος καὶ μόνον ὕμνος πρέπει στὸν Θεό, γι’ αὐτὸ μάθετε νὰ προσεύχεστε ζητῶντας πάντα τὴ βοήθειά Του. Φεύγετε ὡς ἀπὸ ὄφεως τὴν ἀπελπισία καὶ ὁπλιστεῖτε μὲ ἀγάπη καὶ διάκριση, κάντε τὸν σταυρό σας καὶ ριχτεῖτε στὴν πάλη τῆς ζωῆς καὶ θὰ νικήσετε.
Χρειάζεστε καὶ ἕναν καλὸ καὶ κοινὸ Πνευματικὸ στὴν οἰκογένειά σας. Σὲ ὅλες τὶς στιγμὲς τῆς ζωῆς σας θὰ σᾶς φανεῖ πολὺ χρήσιμος. Ψευδοσοφία εἶναι ὅποιος λέγει ὅτι εἶναι ἀνώτερος. Μπορεῖ ὁ ἄνδρας νὰ εἶναι ἡκεφαλὴ τῆς γυναικός, ὡς ὁ Χριστὸς κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ «ὀφείλει νὰ ἀγαπᾶ τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἠγάπησε τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἑαυτὸν παρέδωκεν ὑπὲρ αὐτῆς» (Ἐφεσ. ε΄ 22-25). Καὶ ἡ γυναῖκα νὰ σέβεται καὶ νὰ τιμᾶ τὸν ἄνδρα της καὶ «ὅποιος θέλει, τέλος πάντων, νὰ εἶναι πρῶτος, ἂς εἶναι πάντων διάκονος». Ὢ! πόσον μέγα εἶναι τοῦτον τὸ μυστήριον τοῦ γάμου, ὅταν καὶ οἱ δύο ζοῦν ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον, ὡς μία ψυχή;
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 27η Ιουνίου 2016.
ΠΡΩΤΕΣ ΘΛΙΒΕΡΕΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟ
Με πολύ θλίψη και οδύνη ψυχής παρακολουθήσαμε από τα ΜΜΕ την έναρξη της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου αρχής γενομένης από την Θεία Λειτουργία της Κυριακής της Πεντηκοστής και καταθέτουμε με πολλή συντομία στις γραμμές που ακολουθούν στον πιστό λαό του Θεού τις πρώτες διαπιστώσεις μας.
Πρώτη θλιβερή διαπίστωση, η παρουσία και συμπροσευχή κατά τον Όρθρο και την Θεία Λειτουργία της μεγάλης αυτής Δεσποτικής εορτής στον Ιερό Ναό του Αγίου Μηνά Ηρακλείου, των αιρετικών Παπικών, Προτεσταντών και Μονοφυσιτών, κάτι το οποίον, όπως είναι γνωστό σε όλους, απαγορεύεται από τους Ιερούς Κανόνες. Οι Ορθόδοξοι προκαθήμενοι και οι άλλοι συμμετάσχοντες ιεράρχες καταπάτησαν Ιερούς Κανόνες, Αποστολικούς και Συνοδικούς, θέλοντας έτσι εκ προοιμίου να στείλουν ένα μήνυμα σ’ όλο τον κόσμο, πόσο σέβονται τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων και κατ’ επέκτασιν τον Συνοδικό Θεσμό, για τον οποίο κόπτονται και ομιλούν με μεγαλόστομες διακηρύξεις.
Δεύτερη θλιβερή διαπίστωση, η παρουσία κατά την έναρξη των εργασιών της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου ως επισήμων προσκεκλημένων των αντιπροσωπειών, που έστειλαν οι αιρετικές κοινότητες των Παπικών, Προτεσταντών, και Μονοφυσιτών, κάτι που είναι μια πρωτοφανής καινοτομία, ξένη προς την Συνοδική μας Παράδοση. Μάλιστα οι εν λόγω αντιπρόσωποι προσφωνήθηκαν ως «εκπρόσωποι αδελφών Εκκλησιών» από τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο, προτού ακόμη η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος αποφανθεί περί της εκκλησιαστικότητος, η μη των εν λόγω αιρετικών κοινοτήτων. Έτσι ο κ. Βαρθολομαίος δημιουργώντας ένα τετελεσμένο γεγονός, έστειλε ένα δεύτερο μήνυμα, στα μέλη της Συνόδου αυτή τη φορά, ότι δεν έχει καμιά διάθεση να ονομάσει τους ετεροδόξους αιρετικούς, αλλά αδελφές Εκκλησίες. Ποτέ στην ιστορία των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων της βυζαντινής περιόδου δεν υπήρξε το φαινόμενο των «παρατηρητών». Το να παρίστανται δηλαδή ως τιμώμενα πρόσωπα αιρετικοί, των οποίων οι αιρετικές διδασκαλίες έχουν καταδικασθεί από προηγούμενες Οικουμενικές Συνόδους. Οι αιρετικοί προσκαλούντο μεν, αλλ’ ως υπόδικοι, προκειμένου να απολογηθούν και όχι ως τιμώμενα πρόσωπα. Μόνο στην Α΄ και Β΄ Βατικανή Σύνοδο εμφανίστηκε το καθεστώς των «παρατηρητών». Είναι φανερό ότι η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος αντιγράφει παπικά πρότυπα.
Άλλη θλιβερή διαπίστωση, αυτή καθ’ εαυτήν η έναρξη της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Το γεγονός δηλαδή ότι η Σύνοδος αυτή ξεκίνησε τις εργασίες της κατά παράβασιν του Κανονισμού Οργανώσεως και Λειτουργίας, που υπογράφηκε κατά την Σύναξη των Προκαθημένων τον Ιανουάριο του 2016. Ο εν λόγω Κανονισμός μεταξύ άλλων προβλέπει ότι η Σύνοδος «συγκαλείται υπό της Α. Θ. Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου, συμφρονούντων και των Μακαριωτάτων Προκαθημένων πασών των υπό πάντων ανεγνωρισμένων κατά τόπους Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών» (αρθ.1). Ώστε λοιπόν τώρα που τέσσαρες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, (Ρωσίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας και Αντιοχείας), διαφωνούν αιτιολογημένα ως προς την σύγκληση της Συνόδου και ζητούν στην παρούσα φάση την αναβολή της, δεν πληρούται ο όρος: «συμφρονούντων και των Μακαριωτάτων Προκαθημένων». Επομένως δεν δικαιούνται, βάσει του ως άνω Κανονισμού, ούτε ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ούτε όλες μαζί οι υπόλοιπες τοπικές Εκκλησίες να συγκροτήσουν Σύνοδο, αν θέλουν βέβαια να είναι συνεπείς με τον Κανονισμό, τον οποίον υπέγραψαν. Κατά τα άλλα καυχώνται οι Προκαθήμενοι και τα μέλη της Συνόδου ότι τηρούν επακριβώς Κανονισμό.
Άλλη θλιβερή διαπίστωση το γεγονός ότι η Σύνοδος ξεκίνησε το έργο της χωρίς προηγουμένως να επικυρώσει τους Συνοδικούς Όρους και τους Συνοδικούς Ιερούς Κανόνες όλων των προγενεστέρων Οικουμενικών Συνόδων, έτσι ώστε να είναι όντως και η παρούσα Αγία και Μεγάλη Σύνοδος οργανική συνέχεια όλων των προγενεστέρων. Σημειωτέον ότι η αναφορά αυτή στις προγενέστερες Οικουμενικές Συνόδους ήταν μια πάγια τακτική που τηρείτο από τους αγίους Πατέρες των εν λόγω Συνόδων. Με την τακτική αυτή οι άγιοι Πατέρες ήθελαν να διακηρύξουν ότι αποδέχονται όσα οι προηγούμενες Οικουμενικές Σύνοδοι δογμάτισαν και προτίθενται να συνεχίσουν το έργο εκείνων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η αναγνώριση της Συνόδου του 787 μ. Χ. ως Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου υπό της Η΄ Οικουμενικής Συνόδου του αγίου Φωτίου το 879-880 μ. Χ.
Άλλη θλιβερή διαπίστωση το γεγονός ότι η Σύνοδος ξεκίνησε το έργο της επί τη βάσει ενός Κανονισμού Οργανώσεως και Λειτουργίας ο οποίος δεν έγινε ομοφώνως αποδεκτός από όλους τους προκαθημένους κατά την Σύναξη αυτών του Ιανουαρίου 2016, αφού η Εκκλησία της Αντιοχείας δεν τον υπέγραψε. Η αρχή όμως της ομοφωνίας είναι απαραίτητος όρος και απαραίτητη προϋπόθεση για να συγκληθεί η Σύνοδος, η οποία προβλέπεται στον ως άνω Κανονισμό.
Επίσης ξεκίνησε το έργο της με βάση τα ομοφώνως αποδεκτά εξ κείμενα της Ε΄ Προσυνοδικής Διασκέψεως. Η βάση όμως αυτή δεν αποδείχθηκε ασφαλής, στέρεη και αμετακίνητη, όπως φάνηκε εκ των υστέρων. Και τούτο διότι τα έξι προσυνοδικά κείμενα έγιναν μεν αποδεκτά ομοφώνως από τους εκπροσώπους της Ε΄ Προσυνοδικής και από την Σύναξη των Προκαθημένων, (του Ιανουαρίου 2016), αλλά όχι και από όλες τις Ιεραρχίες των κατά τόπους Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Οι Εκκλησίες αυτές όταν παρέλαβαν από τους Προκαθημένους τα εξ προσυνοδικά κείμενα, όπως αυτά διαμορφώθηκαν στην Ε΄ Προσυνοδική, στη συνέχεια τα μελέτησαν συνοδικώς. Πολλές από αυτές, όπως η Εκκλησία της Βουλγαρίας, της Ελλάδος, της Γεωργίας κλπ.) κατά την συνοδική μελέτη των κειμένων διαπίστωσαν κενά, ασάφειες, κακόδοξες διατυπώσεις κλπ., οπότε επέβαλαν τροποποιήσεις και διορθώσεις. Για τις Εκκλησίες λοιπόν αυτές που επέβαλαν τις εν λόγω διορθώσεις και τροποποιήσεις μετά από συνοδική μελέτη, είναι αυτονόητο ότι δεν ισχύουν πλέον τα προσυνοδικά κείμενα στην μορφή που αυτά είχαν κατά την Ε Προσυνοδική, αλλά στη νέα μορφή που πήραν μετά τις διορθώσεις. Το γεγονός ότι οι προκαθήμενοι υπέγραψαν τα εξ κείμενα της Ε΄ προσυνοδικής ομοφώνως, (όπως και τον κανονισμό λειτουργίας της Συνόδου), αυτό δεν σημαίνει ότι οι Ιεραρχίες των κατά τόπους εκκλησιών δεσμεύονται από τις υπογραφές των προκαθημένων, για να δεχθούν τα κείμενα αυτά όπως έχουν. Η προσωπική γνώμη ενός Προκαθημένου σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να δεσμεύσει και να υποχρεώσει τη Σύνοδο της Ιεραρχίας, στην οποία αυτός ανήκει σε συμμόρφωση και αποδοχή της γνώμης του. Διότι τότε καταργείται ο Συνοδικός Θεσμός και ο κάθε προκαθήμενος μεταβάλλεται σε Πάπα, ο οποίος αποφασίζει και επιβάλλεται κυριαρχικά. Το ανώτατο όργανο διοικήσεως των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών σύμφωνα με την Ορθόδοξη Παράδοση, δεν είναι ο Προκαθήμενος αλλά η Σύνοδος της Ιεραρχίας.
Μετά από όσα αναφέραμε προηγουμένως γίνεται πλέον κατανοητό, ότι είναι πέρα για πέρα εσφαλμένος ο ισχυρισμός του Οικ. Πατριάρχου στην εισαγωγική του ομιλία: «Χωρούμεν, συνεπώς, επί το έργον ημών επί τη βάσει ομοφώνως εγκεκριμένων υπό των Εκκλησιών ημών Κειμένων, άτινα εκάστη Εκκλησία έχει ήδη αποδεχθή». Εδώ ο Οικουμενικός ως «ομοφώνως εγκεκριμένα κείμενα» εννοεί προφανώς τα κείμενα της Ε΄ Προσυνοδικής, που υπεγράφησαν από την Σύναξη των Προκαθημένων, (Ιανουάριος 2016), τα οποία όμως δεν ισχύουν για ορισμένες Εκκλησίες, μετά τις διορθώσεις και αλλαγές, που αυτές επέβαλαν συνοδικώς. Φυσικά θα πρέπει να λεχθεί επίσης, ότι δεν ισχύει και η ομοφωνία, για την οποία ομιλεί ο Οικουμενικός, αφού ορισμένες εκκλησίες διαφοροποιούνται. Περιττό να λεχθεί επίσης ότι ο παρά πάνω εσφαλμένος ισχυρισμός του Οικ. Πατριάρχου, δεν ήταν ο μόνος στην εισαγωγική ομιλία του. Υπάρχουν και άλλα σημεία στην εν λόγω ομιλία του, τα οποία χρήζουν κριτικής, και τα οποία ασφαλώς θα επισημάνουν άλλοι εν Χριστώ αδελφοί.
Άλλη θλιβερή διαπίστωση το γεγονός ότι οι τέσσερις Εκκλησίες που δεν συμμετείχαν στη Σύνοδο, διασύρθηκαν διεθνώς. Η απουσία τους παρουσιάσθηκε τόσον από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, όσο και από άλλους προκαθημένους, στις εισαγωγικές των ομιλίες, ως τελείως αδικαιολόγητη και κατακριτέα. Και ούτε λίγο ούτε πολύ οι Εκκλησίες αυτές εμφανίσθηκαν με την απουσία τους ως ένοχες και υπόλογοι για δημιουργία σχισμάτων και διαιρέσεων. Ωστόσο, οι εν λόγω Εκκλησίες τελικά δεν συμμετείχαν, όχι διότι έτσι τους «κάπνισε», αλλά διότι, όπως εξηγήσαμε παρά πάνω, διαπίστωσαν μετά από συνοδικό έλεγχο ότι τα προσυνοδικά κείμενα πάσχουν. Και όπως ήταν πολύ φυσικό, ζήτησαν την αναβολή της Συνόδου, προκειμένου να μελετηθούν αυτά βαθύτερα, να γίνουν οι αναγκαίες διορθώσεις, και να παραχθούν έτσι νέα κείμενα, τα οποία θα γίνουν ομοφώνως αποδεκτά από όλες τις κατά τόπους Εκκλησίες. Επειδή όμως δεν έγινε δεκτή η πρότασή τους περί αναβολής της Συνόδου, επόμενο ήταν οι Εκκλησίες αυτές να μην συμμετάσχουν.
Άλλη θλιβερή διαπίστωση, ίσως η πιο θλιβερή από όλες τις προηγούμενες, η μέσω μιας σκοτεινής και γριφώδους νέας διατυπώσεως στο κείμενο: «Σχέσεις Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», ουσιαστική αναγνώριση εκκλησιαστικότητος στους ετεροδόξους αιρετικούς. Ιδού ποια διατύπωση έγινε ομοφώνως αποδεκτή από την Σύνοδο: «Η Ορθόδοξος Εκκλησία αποδέχεται την ιστορικήν ονομασίαν άλλων ετεροδόξων Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών», αντί της διατυπώσεως: «Η Ορθόδοξος Εκκλησία αναγνωρίζει την ιστορικήν ύπαρξιν άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών». Δηλαδή η λέξις «ύπαρξις» αντικαθίσταται με την λέξη «ονομασία» και στη φράση «Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών» προστίθεται ο προσδιορισμός «ετεροδόξων». Την εν λόγω αλλαγή στη διατύπωση πρότεινε ο Μακ. Αρχ. Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, μετά από πολύωρες συζητήσεις και διαβουλεύσεις κατά τις οποίες εκφράσθηκαν πολλές αντικρουόμενες απόψεις. Με την νέα διατύπωση ισχυρίζεται ο Μακ. Αρχ. Αθηνών ότι «πετυχαίνουμε μία συνοδική απόφαση που για πρώτη φορά στην ιστορία περιορίζει το ιστορικό πλαίσιο των σχέσεων προς τους ετεροδόξους όχι στην ύπαρξη, αλλά ΜΟΝΟ στην ιστορική ονομασία αυτών ως ετεροδόξων χριστιανικών Εκκλησιών η Ομολογιών». Εδώ αναφύεται το εύλογο ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν να ονομάσει κανείς οτιδήποτε, ενώ παράλληλα απορρίπτει την ύπαρξή αυτού, το οποίον ονομάζει; Αντιφατική και απαράδεκτη επίσης από δογματικής απόψεως είναι και αποδοχή του όρου «ετεροδόξων χριστιανικών Εκκλησιών ή Ομολογιών». Οι ετερόδοξες ομολογίες, δεν μπορούν να ονομασθούν «Εκκλησίες» επειδή ακριβώς αποδέχονται έτερα, αιρετικά δόγματα και ως αιρετικές δεν μπορούν να αποτελούν «Εκκλησίες». Πολύ λυπηρό επίσης είναι το γεγονός, ότι η αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν παρέμεινε πιστή και αμετακίνητη στις αποφάσεις της Συνόδου της Ιεραρχίας της 24ης και 25ης Μαΐου ε. ε. όπως όφειλε να πράξει, σχετικά με το εν λόγω θέμα. Η Σύνοδος της εν λόγω Ιεραρχίας είχε αποφασίσει την αντικατάσταση της φράσεως «ιστορικήν ύπαρξιν άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών και Οµολογιων» με την φράση «ιστορικήν ύπαρξιν άλλων Χριστιανικών Οµολογιών και Κοινοτήτων».
Τέλος μια άλλη θλιβερή διαπίστωση, τα όσα διεκήρυξε, με ιδιαιτέρα μάλιστα καύχηση ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος κατά την λήξη των εργασιών. Μεταξύ άλλων διεκήρυξε ότι «το Οικουμενικόν Πατριαρχείον υπήρξε πρωτοπόρον στον χώρο της Οικουμενικής Κινήσεως». Αναφέρθηκε επίσης στην παναιρετική Εγκύκλιο του 1920 «η οποία από πολλούς χαρακτηρίζεται ως ο Καταστατικός χάρτης του αργότερον ιδρυθέντος Π.Σ.Ε.» και ότι το «Οικουμενικόν Πατριαρχείον υπήρξεν εκ των ιδρυτικών μελών του Π.Σ.Ε. εις το Άμστερνταμ…».
Περιοριστήκαμε προς το παρόν μόνο στα παρά πάνω, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εδώ τελειώνει ο κατάλογος των θλιβερών διαπιστώσεων. Εύλογα, μετά από όσα αναφέραμε παρά πάνω, γεννάται το ερώτημα: Από μια Σύνοδο που ξεκίνησε και προχώρησε με τέτοιο τρόπο, τι μπορεί κανείς να περιμένει; Όπως επισημαίνει ο Κύριος: «Ου γαρ εστι δένδρον καλόν ποιούν καρπόν σαπρόν, ουδέ δένδρον σαπρόν ποιούν καρπόν καλόν• έκαστον γαρ δένδρον εκ του ιδίου καρπού γινώσκεται» (Λουκ.6,43-44). Ο κάθε αναγνώστης ας βγάλει μόνος του τα συμπεράσματά του.
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και Παραθρησκειών
Έχουμε ακούσει και στο παρελθόν περιπτώσεις ευθανασίας… Και σε ζώα και σε ανθρώπους… Ακούσαμε και πρόσφατα από επωνύμους… Δεν είναι όμως ευ-θανασία η λεγομένη ευθανασία… Πας να αποφύγεις ένα επίγειο σωματικό πόνο ή ένα οξύτατο πνευματικό πόνο και φεύγεις από αυτή τη ζωή με ένα χειρότερο αποτέλεσμα: χωρίς δυνατότητα μετάνοιας και επιστροφής. Δεν είναι η ευθανασία συμβατή με την πίστη στο Θεό και την σωτηρία της αθάνατης ψυχής μας.
Τι είπε ο Χριστός για τον αυτόχειρα Ιούδα; Είπε : «καλύτερα να μη είχε γεννηθεί». Όχι μόνο για την προδοσία, αλλά και για την αυτοκτονία. Και ναι μεν στα ζώα το κακό είναι μικρότερο, διότι δεν έχουν συνείδηση της υπάρξεώς τους, αλλά μόνο ένστικτα ζωής και αναπαραγωγής και κατώτερο συναισθηματικό κόσμο (κάποια κέντρα)… Για τον άνθρωπο όμως η ευθανασία είναι ό, τι χειρότερο. Είναι αυτοκτονία, αυτοχειρία έστω κι αν γίνεται με αφαίρεση της μηχανικής υποστήριξης στο Νοσοκομείο ή με ένεση του γιατρού. Όποιος αυτοκτονεί φεύγει αμετανόητος… Μάλιστα επεμβαίνει στα χωράφια του Θεού. Τη ζωή δεν τη φτιάξαμε εμείς… Είναι δώρο Θεού η ζωή δια μέσου των γονέων μας. Αρχηγός της ζωής και του θανάτου είναι ο Θεός. Δεν έχουμε εμείς το δικαίωμα κάτι που δεν αρχίσαμε να το τελειώσουμε. Δεν είμαστε αυθύπαρκτοι και αυτόνομοι σ΄ αυτή τη ζωή. Άλλος ανοίγει και κλείνει το διακόπτη της ζωής. Έχουμε λοιπόν αρχή και τέλος βιολογικό. Όμως δεν έχουμε υπαρξιακό τέλος. Η ψυχή είναι αθάνατη και ποτέ δεν πεθαίνει. Συνεχίζει το ταξίδι της και αναλόγως των πράξεών της χαίρεται ή πενθεί στο διηνεκές χωρίς τη δυνατότητα αλλαγής. Αυτό το σκέφτονται οι υποψήφιοι πελάτες της ευθανασίας; Χώρια που η ευθανασία είναι κι ένας άκρατος εγωϊσμός. «Δεν θέλω να πονέσω, να καταρρεύσω, να με δούνε στα χάλια μου, να είμαι εξαρτώμενος και διασωληνωμένος». Και οι άλλοι που δεν έχουν τα χρήματα να πάνε στην Ελβετία για ευθανασία; Που λιώνουν πάνω στο κρεβάτι του πόνου; Που συχνά μέσα στον πόνο τους βρίσκουν τον λησμονημένο Θεό και ξανασμίγουν με τους συγγενείς τους;
Έλεγε σοφά ο άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης: «Μη κατηγορείτε τον καρκίνο. Ξέρετε πόσους έστειλε στον Παράδεισο ο καρκίνος»; Κακό ο πόνος, κάκιστο… Δεν είναι όμως ηθικό κακό. Από το πικρό του πόνου συχνά βγαίνει γλυκιά ωφέλεια. Αν ήταν κακό ο πόνος, δεν θα υπέφερε ο Χριστός στο Σταυρό και οι άγιοι Μάρτυρες στα μαρτύριά τους. Εξάλλου γιατί κάνει κάποιος ευθανασία; Πιθανόν για την αποφυγή των δυσάρεστων συνεπειών μιας ανίατης και επώδυνης αρρώστιας. Κι αν στο διάστημα αυτό ανακαλυφθεί - λέμε αν - το φάρμακο κατά του καρκίνου; Αν βρεθεί μια μέθοδος να μη πονάμε; Αν τέλος πάντων κάνει ο Θεός ένα θαύμα; Δεν θα χτυπάμε το κεφάλι μας αιώνια στον τοίχο της κόλασης χωρίς αποτέλεσμα; Η τελική όμως προσπάθεια της ευθανασίας έγκειται στο να αποφύγει ο άνθρωπος το θέλημα του Θεού (όπως πχ και με την κρυονική) και τελικά κάνει το δικό του θέλημα.
Κι αν ο Θεός θέλει να περάσουμε μέσα από το καμίνι του πόνου; Δηλαδή δεν μας αγαπά ο Θεός; Ξέρουμε εμείς καλύτερα από Αυτόν; Αυτός θυσίασε το Γιό Του για μας. Αυτός είπε ότι «και οι τρίχες της κεφαλής μας είναι μετρημένες». Μας αγαπά και μας φροντίζει μέχρι λεπτομερειών και δευτερολέπτων.
Ερχόμαστε λοιπόν εμείς με την ευθανασία και λέμε στο Θεό ότι «είσαι άδικος που μού ΄δωσες αυτή την αρρώστια κι εγώ θα δεις τι θα σου κάνω, θα σου ξεφύγω, είσαι ο δήμιός μου και δε θέλω καμιά παρηγοριά και λύπηση»… Κι όλα αυτά τα λέει στον Πατέρα και Πλάστη μας… Και τελικά πάει με τον άλλο, τον κακό, που είναι ανθρωποκτόνος και μας ωθεί από την αρχή είτε στον φόνο κάποιου άλλου είτε στον φόνο του εαυτού μας.
Η αρρώστια και ο πόνος μας πληροφορούν ότι είμαστε φθαρτοί και παροδικοί εδώ κάτω. Ότι έχουμε ημερομηνία λήξεως. Είναι το καμπανάκι του Θεού που μας λέγει: «στροφή προς τα άνω». «Μετανοείτε και πιστεύετε στο Ευαγγέλιο».
Αλήθεια, αυτοί που επιθυμούν ευθανασία ρώτησαν την ψυχή τους, τον Χριστό, την Εκκλησία, το Ευαγγέλιο, έτσι από περιέργεια να δούνε τι λέγουν… Ξέρουν τι σημαίνει Παράδεισος και Κόλαση; Οι εμφανισθέντες κατά καιρούς άγιοι μάρτυρες σε αγίους και οσίους της Εκκλησίας μας έλεγαν ότι «δεν είναι άξια τα παθήματα αυτής της ζωής προς την μέλλουσα δόξα που θα μας αποκαλυφθεί». Οι εκούσια ευθανατούμενοι όμως γυρίζουν τα πράγματα ανάποδα: Για να μη ζήσουν λίγο πόνο σωματικό εδώ προτιμούν τον αιώνιο και αβάσταχτο πόνο της ψυχής εκεί! Αλλά τον πραγματικό πόνο δεν τον νιώσαμε ακόμη….
Να φυλάξει ο Καλός Θεός να μη πάμε στην κόλαση, στον τόπο της βασάνου, εκεί όπου ο πόνος δεν έχει ούτε γιατρειά ούτε τέλος. Είμαστε συμπαθείς σε όσους σκέφτονται μέσα στην άγνοιά τους ή την απελπισία τους το λάθος της ευθανασίας, αλλά θα ήταν όμως χειρότερο λάθος να μη λέγαμε το άγιο θέλημα του Θεού για τη ζωή και τον θάνατο. Για τον άνθρωπο!
Πηγή: Χριστιανική Εστία Λαμίας
Ἡ οἰκογένεια εἶναι μία μικρὴ κατ᾿ οἶκον ἐκκλησία, γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ εἶναι στερεωμένη στὴν ἀσάλευτη πέτρα, ποὺ λέγεται Χριστός. Τὸ ξεκίνημά της πρέπει νὰ γίνεται μὲ τὸν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησιαστικὸ Γάμο, ὁ ὁποῖος εἶναι καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ ἑπτὰ Μυστήρια τῆς Ἁγίας μας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὁ γάμος καὶ ἡ οἰκογένεια δίνουν στοὺς ἀνθρώπους ὅλες τὶς προϋποθέσεις, γιὰ νὰ γίνουν καλύτεροι, ἀγαθότεροι. Γιὰ νὰ φανοῦν χρήσιμοι στὴν κοινωνία μας. Γιὰ νὰ ἀναθρέψουν τὰ παιδιά τους μὲ φόβο Θεοῦ. Ὥστε μεγαλώνοντας νὰ καταστοῦν οἱ αὐριανοὶ Ἅγιοι, οἱ αὐριανοὶ Ὅσιοι, οἱ Ὁμολογητὲς καὶ οἱ Μάρτυρες. Διότι ὁ γάμος εἶναι φυτώριο Ἁγίων. Ἀπὸ ἁγιασμένες οἰκογένειες ἔχουν βγεῖ Ἅγιοι, ἀλλὰ καὶ ἀντιστρόφως πολλὲς φορές, τὸ ἀγκάθι νὰ μᾶς δίδει καὶ τὸ λουλούδι. Ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ὅμως ἔχουν πάρει οἱ περισσότεροι ἄριστη χριστιανικὴ ἀγωγή.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τονίζει ὅτι ὁ γάμος καὶ ἡ οἰκογένεια δὲν ἀποτελοῦν ἐμπόδια γιὰ τὴν καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν. Τὴν αὔξηση τῶν ἀρετῶν. Τὴν προκοπὴ τῶν ἀρετῶν. Ὁ γάμος δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ ἐμπόδιο γιὰ νὰ εὐαρεστήσουν τὸν Θεὸ καὶ οἱ δύο σύζυγοι, καὶ σὰν σύζυγοι καὶ σὰν γονεῖς. Ἡ συναναστροφὴ μεταξύ τους, γεννᾶ τὸν ἀμοιβαῖο σεβασμό, ἀλλὰ καὶ τὴν κατὰ Χριστὸν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν τους. Ἔτσι, λοιπόν, μεγαλώνουν καὶ πρέπει νὰ μεγαλώνουν τὰ παιδιά τους οἱ χριστιανοὶ γονεῖς, σύμφωνα μὲ αὐτὰ ποὺ καθορίζει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο. Γιατί ἔτσι μόνο προσφέρεται ἡ στοργή, ἡ ἀγάπη, ἡ καλωσύνη, ἡ ὑπομονή, ἡ κατανόησις, ἡ θυσία καὶ τόσα ἄλλα, ποὺ εἶναι ὅλα πολὺ εὐάρεστα στὸν Θεό. Ὄχι λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὁ γάμος μὲ τὴ συζυγία καὶ τὰ παιδιά, δὲν εἶναι ἐμπόδιο γιὰ πνευματικὴ προκοπὴ καὶ σωτηρία τῶν ψυχῶν. Ἀντιθέτως μάλιστα, βάζοντας μέσα στὸν γάμο τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, τὴν ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ Μυστήριά της, τότε θὰ βασιλεύσει ἡ εἰρήνη μέσα στὸ σπιτικό, ἡ ἀγάπη, ἡ ἀλληλοεκτίμηση, ἡ ἀλληλοϋπομονή, ἡ ἀμοιβαία κατανόηση, ἡ πίστη καὶ ἡ θυσία τῆς ἀγάπης. Ἡ προσευχή, τὰ Μυστήρια, ὁ πνευματικὸς ἀγώνας καὶ τόσα ἄλλα θὰ μᾶς ὁδηγήσουν μὲ ἀσφάλεια στὸ λιμάνι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Τὴν οἰκογένεια ποὺ ὁ Θεὸς εὐλόγησε, τὴν παρομοίασαν μὲ πολὺ ψηλὸ δένδρο ποὺ ἔχει τὶς ρίζες του στὴ γῆ καὶ τὰ κλαδιὰ αὐτοῦ τοῦ δένδρου φθάνουν στὸν οὐρανό. Τὴν ὀνόμασαν φυτώριο, τὴν ὀνόμασαν θερμοκήπιο, καὶ πολλὲς ἄλλες ὀνομασίες. Τὴν οἰκογένεια ὁ Θεός, τὴν περιέβαλε μὲ τὸ κῦρος τοῦ Μυστηρίου. Μέσα στὸν γάμο δὲν ἔχουμε μία ἁπλὴ ἕνωση δύο σωμάτων. Εἶναι μία ἱερὴ ὑπόθεσις ποὺ φέρει τὴ σφραγίδα τοῦ Μυστηρίου, ἀλλὰ καὶ τὸ ὑπέρτατο κῦρος τοῦ ἁγίου Θεοῦ. Διότι ὁ Θεὸς μᾶς ἑνώνει ἢ ὁ Θεὸς μᾶς ἕνωσε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος περιφρούρησε τὸν γάμο μὲ τὸ ἀδιάλυτο στοιχεῖο. Μὲ τὸν ἰσόβιο, δηλαδή, δεσμό. Μόνον ὁ θάνατος θὰ πρέπει νὰ χωρίσει τὸ ζευγάρι, καὶ μόνον ὁ θάνατος νὰ εἶναι αὐτός, ὁ ὁποῖος θὰ διαλύσει τὸν δεσμό. Ἐὰν ὑπάρξουν κάποια λάθη, μὲ τὴ συγγνώμη καὶ τὴ μετάνοια τὰ πάντα διορθώνονται. Τόσο, λοιπόν, ὑψηλὸ τὸν θέλησε ὁ Θεὸς τὸν γάμο. Καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ ἀρνηθεῖ, ὅτι ἀποτελεῖ τὸ μεγαλύτερο ἱστορικὸ γεγονὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἡ δημιουργία τῆς οἰκογένειας. Δυστυχῶς στὶς ἡμέρες μας ἀρνοῦνται τὸν γάμο. Καὶ τὸν ἀρνοῦνται ὡς Μυστήριο, πού σφραγίζεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, εὐλογεῖται ἀπὸ τὸν Πανάγιο Θεό, τὸ ἴδιο τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, κατέρχεται, πῶς; Αὐτὸ ὁρισμένοι μονάχα τὸ ἔχουν δεῖ καὶ τὸ ἔχουν ψηλαφίσει, ὅταν λέγει ὁ ἱερεὺς «στέφεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ τὴν δούλη τοῦ Θεοῦ εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Μὲ τὸν γάμο συγκροτοῦνται ἐντελῶς καινούργιοι κόσμοι, πατέρας, μητέρα, παιδιά, ἀδέλφια, παραχωροῦν κατόπιν τὰ δικαιώματα στὴ νέα οἰκογένεια, ποὺ πρέπει νὰ τὴν ἀγαπήσουν καὶ ὁ νέος καὶ ἡ νέα, πρὶν ἀκόμα τὴν δημιουργήσουν. Πρέπει νὰ ὑπάρχουν οἱ προϋποθέσεις καὶ γιὰ νὰ τὴν ἀγαπήσουν πρέπει νὰ τὴ δοῦν στὴ ζωὴ τῶν γονέων τους. Ἂν δὲν τὴ δοῦν, δὲν θὰ κάμουν γάμο κατὰ Θεόν, καὶ εὐτυχισμένο, στερεὸ καὶ δυνατό.
Θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι ὁ γάμος εἶναι μία συναισθηματικὴ ἐπανάσταση; Δὲν εἶναι ἔτσι! Εἶναι ἕνα Μυστήριο. Φυτεύεται στὴ γῆ, καὶ μεταφυτεύεται στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν πλέον ὡς ἄγγελοι! Ἔτσι τὰ ἱερὰ δεσμὰ τοῦ γάμου, ἁγιάζονται, ἐξαϋλώνονται, ὁπότε οὔτε ὁ θάνατος ἀπειλεῖ τὴν χαρὰ τῆς οἰκογένειας, οὔτε ἄλλοι κίνδυνοι μποροῦν νὰ κλονίσουν τὴν εὐτυχία σας. Ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν πεῖρα τῆς ἱστορίας τῶν δύο χιλιάδων ἐτῶν, θὰ μᾶς ἀνοίξει τὸν δρόμο, ποὺ θὰ πρέπει ἡ ἑλληνικὴ οἰκογένεια νὰ ἀκολουθήσει, μέσα ἀπὸ τὴν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ μέσα ἀπὸ τὴν πεῖρα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ μόνη. Οὐδὲν ἄλυτο πρόβλημα γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ Εὐαγγέλιό της. Μπορεῖ νὰ μᾶς δώσει τόση πεῖρα ὅση δὲν μποροῦν νὰ μᾶς τὴ δώσουν, οὔτε οἱ πιὸ ἡλικιωμένοι, οὔτε οἱ πιὸ παλιοί, οὔτε οἱ πιὸ νέοι, οὔτε οἱ πιὸ σοφοί. Ἂν θὰ θέλαμε νὰ συνοψίσουμε σὲ τρεῖς λέξεις, τὸ τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἐξασφαλίζει μία εὐτυχισμένη οἰκογενειακὴ ζωή, θὰ ἀναφέραμε πρῶτα τὴ λέξη πίστη. Ἀλλὰ τὴν ἔμπρακτη πίστη. Τὴν πίστη μὲ τὰ ἔργα της. Τὴν ἀγάπη, τὴν ἀγάπη μὲ τὰ ἔργα της, τὴν ἐνεργουμένη ἀγάπη. Τὴν προσφορά, τὴν ἀφοσίωση. Καὶ προπαντὸς τὴν ὁμόνοια μέσα στὸ σπίτι. Τὸ ἔργο τοῦ Πνευματικοῦ εἶναι ἄκρως σοβαρὸ καὶ φοβερό, γιατί σ᾿ αὐὉ ὅσιος Ἰουστίνος Πόποβιτς τὸν προσέρχονται οἱ χριστιανοὶ περιμένοντας ν᾿ ἀκούσουν ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, ἀποστολὴ τοῦ Πνευματικοῦ εἶναι «πτερῶσαι ψυχή, ἁρπᾶσαι τοῦ κόσμου καὶ δοῦναι Θεῷ». Τὸ δὲ κατ᾿ εἰκόνα, στὸν κάθε ἄνθρωπο καὶ στὸν ἑαυτό του ἢ μένον τηρεῖσαι, -ὅπως ἀκριβῶς βγῆκε καὶ καθαρίστηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Βάπτισμα- ἢ κινδυνεῦον χειραγωγεῖσαι, ἂν κινδυνέψει, νὰ βάλουμε τὰ δυνατά μας γιὰ νὰ τὸ χειραγωγήσουμε πρὸς τὸν δρόμο τὸ σωστό, ἢ διαραέν, δηλαδὴ ἂν διαρραγεῖ ἢ μολυνθεῖ, νὰ τὸ σώσουμε, ἀνασώσας.
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος τονίζει: «ἄνευ κόπων καὶ πόνων πολλῶν καὶ ἱδρώτων, βίας τε καὶ στενοχωρίας καὶ θλίψεως, οὐδεὶς διῆλθε τὸν σκοτασμὸν τῆς ἰδίας αὐτοῦ ψυχῆς οὐδὲ τὸ φῶς τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἐθεάσατο». Πολὺ περισσότερο, ὅταν ὁ Πνευματικὸς καλεῖται στοὺς ἐξομολογουμένους του νὰ ἄρχει ψυχῶν ὁδηγῶντας αὐτὲς μὲ ἀσφάλεια στὴ μάνδρα τοῦ Χριστοῦ, στὴν Κιβωτὸ τῆς σωτηρίας, ἀφοῦ ὡς γνωστόν, κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο «τὸ ἄρχειν ψυχῶν ἐπιπονότερον πάντων ἐστι». Ὁ πνευματικὸς Πατέρας, στὸν ὁποῖο σπεύδει ἕνα μέλος τῆς οἰκογένειας ἢ καὶ περισσότερα, δὲ σφετερίζεται τὸν ρόλο τοῦ πατέρα τῆς χριστιανικῆς οἰκογένειας, ἀλλὰ μὲ ταπείνωση διακονεῖ τὴ σωτηρία, τὴ συνεννόηση καὶ τὴ συνένωση ὅλης τῆς οἰκογένειας. Ἡ μητέρα Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἀντίζηλος κάποιων δικαιωμάτων τῆς μητέρας, ἀλλὰ ἡ πιὸ φιλόστοργη καὶ διακριτικὴ μητέρα, ἡ ὁποία μὲ τὴν ἀπεριόριστη ἀγάπη της καὶ τὴ θεοανεκτικότητά της μπορεῖ νὰ θεραπεύει τὰ πιὸ ἀθεράπευτα χρόνια τραύματα. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δίνοντας γνώμονα καὶ πυξίδα στὸν Πνευματικὸ γιὰ νὰ βλέπει, σωστά τοῦ λέγουν: Ὅπου διαπιστώνονται μεγάλα προβλήματα στὴ συνεννόηση, μὰ δὲν μπορεῖς νὰ βγάλεις ἄκρη, γιατί καὶ οἱ δύο σύζυγοι μιλοῦν λογικὰ καὶ ὁ καθένας ἔχει τὰ ἐπιχειρήματά του, νὰ ξέρεις πὼς κάτω ἀπὸ τὰ δυνατὰ ἐπιχειρήματα κρύβονται δυνατοὶ καμουφλαρισμένοι ἐγωϊσμοί, ποὺ δὲν ἔχουν διάθεση νὰ συντριβοῦν. Τότε καὶ μόνο θὰ ἀρχίσουν νὰ συμφωνοῦν, ὅταν καθένας ξεχωριστὰ ἀρχίσει νὰ κατηγορεῖ τὸν ἑαυτό του καὶ ὄχι τὸν ἄλλο. Ἡ αὐτομεμψία, ἡ αὐτοκατηγορία, ἡ αὐστηρὴ αὐτοκριτικὴ καὶ ἐνώπιον τοῦ Πνευματικοῦ καὶ ἀναμεταξὺ τῶν συζύγων, θὰ καταισχύνει τὸν ἀρχηγὸ τῆς ἀνταρσίας καὶ θὰ ἐξασφαλίσει τὴν εἰρηνικὴ συμβίωση. Ἔτσι καὶ μόνο τμηματικὰ σ᾿ ὅλα τὰ θέματα, ἀπὸ τὰ πιὸ λεπτομερειακά, μέχρι τὴ στενότερη συζυγικὴ ἐρωτικὴ σχέση τους, μέχρι τὴν πνευματικὴ καὶ ψυχικὴ ἐπικοινωνία τους, ἔτσι καὶ μόνο θὰ βρίσκονται λύσεις. Ὁ καλὸς Θεὸς θὰ εὐλογεῖ τοὺς ἀγωνιζομένους σωστὰ συζύγους καὶ ὁ γάμος θὰ γίνεται εὐλογία καὶ ὄχι μόχθος καὶ ἀγανάκτηση.
Ὁ ὅσιος Ἰουστίνος Πόποβιτς
Δικαιολογημένα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολή του, ποὺ διαβάζουμε στὸ Μυστήριο τοῦ γάμου, ζητάει τὴν ὑποταγὴ τοῦ ἑνὸς πρὸς τὸν ἄλλο: «Ὑποτασσόμενοι ἀλλήλοις ἐν φόβῳ Θεοῦ». Αὐτὴ εἶναι ὑποχρέωση ὅλων τῶν Χριστιανῶν, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, ἂν θέλουμε νὰ ἔχουμε χριστιανικὲς σχέσεις, σωστὲς ἀνθρώπινες σχέσεις. Τὸ φρόνημα τῆς ὑπακοῆς εἶναι τὸ πρῶτο χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῶν ἀληθινῶν χριστιανῶν. Ἡ ὑπακοὴ εἶναι φρόνημα μὲ τὸ ὁποῖο κατορθώνεται παντὸς εἴδους συνεργασία καὶ γίνεται φιλαδελφία. Καὶ ἡ ἀληθινὴ φιλαδελφία ὑψώνεται καὶ ἀνυψώνει τὸ κτιστὸ πλάσμα σὲ φιλοθεΐα. Ὅταν ὁ σύζυγος καὶ ἡ σύζυγος εἶναι ὑπάκουοι στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀφήνουν τὸν ἴδιο νὰ δημιουργεῖ, νὰ αὐξάνει, νὰ ὁλοκληρώνει τὴν οἰκογένειά τους καὶ νὰ τὴν μεταποιεῖ σὲ μία «κατ᾿ οἶκον» Ἐκκλησία. Αὐτὴ ἡ εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας μέσα στὴν οἰκογένεια προπαρασκευάζει γονεῖς καὶ παιδιὰ γιὰ τὸ ἄνοιγμα στὸ μεγάλο γάμο τῆς Ἐκκλησίας στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Μακάρια τὰ παιδιὰ ἐκεῖνα ποὺ μεγάλωσαν σ᾿ ἕνα εὐρύχωρο, στὸ εὐρυχωρότατο πεδίο τῆς πολύτεκνης οἰκογενείας ποὺ εὐλόγησε ὁ Θεός, καὶ ποὺ ἀποτελεῖ προτύπωση ὄχι φανταστική, ἀλλὰ ἀληθινή τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, τῆς Μεγάλης Οἰκογενείας τοῦ Οὐρανοῦ. Τὸ νὰ ἔχουν οἱ σύζυγοι πνευματικὸ Πατέρα καὶ νὰ τὸν συμβουλεύονται, αὐτὸ δὲν δεσμεύει τὴν ἐλευθερία τους. Ἀντίθετα, μάλιστα, τὴν διασφαλίζει καὶ τοὺς βοηθᾶ νὰ ἀποφεύγουν τὰ μεγαλύτερα καὶ σοβαρότερα λάθη καὶ νὰ φθάνουν στὴν, κατὰ τὸ δυνατόν, ὀρθότερη λύση τῶν διαφόρων προβλημάτων, ποὺ ἀντιμετωπίζουν κατὰ καιροὺς στὴ ζωή τους. Ὁ πνευματικὸς Πατέρας ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ βοηθᾶ οὐσιαστικά, ἐπειδὴ τὸ κάνει μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸ πρόβλημα καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ βλέπει τὰ πράγματα καθαρότερα καὶ νὰ τὰ ἀντιμετωπίζει μὲ νηφαλιότητα καὶ ψυχραιμία.
Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Μυστηρίου τοῦ γάμου, ὅταν ψάλλεται ὁ «χορὸς τοῦ Ἡσαΐα», ὁ ἱερεὺς προπορεύεται τῶν νεονύμφων κρατώντας στὰ χέρια του τὸ Εὐαγγέλιο. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ ἱερεύς, ὡς πνευματικὸς Πατέρας, πρέπει νὰ προπορεύεται καὶ οἱ νεόνυμφοι νὰ τὸν ἀκολουθοῦν, δηλαδὴ νὰ τὸν συμβουλεύονται καὶ νὰ τὸν ὑπακούουν. Καί, βέβαια, αὐτὸς θὰ πρέπει νὰ τοὺς καθοδηγεῖ ὄχι βάσει δικῶν του σκέψεων καὶ στοχασμῶν, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου. Ἔτσι μὲ τὴν ὑπακοὴ ποὺ θὰ κάνουν στὸν πνευματικό τους Πατέρα καὶ ὁδηγὸ, θὰ ἀποφεύγουν καὶ τὶς παγίδες, ποὺ θὰ στήνει σὲ τοῦτο τὸν κόσμο ὁ ἀντίδικος τῆς ψυχῆς καὶ τῆς συνυπάρξεώς τους. Ὁ μακαριστὸς παπα-Χαράλαμπος, μέλος τῆς συνοδείας τοῦ ὁσίου Γέροντος Ἰωσὴφ τοῦ Ἡσυχαστῆ καὶ προηγούμενος τῆς Ἱ. Μ. Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, διηγεῖτο ἀπὸ τὴν προσωπική του πείρα ὡς Πνευματικοῦ, τὰ ἑξῆς:
«Ἐξομολογῶ κάποιο ἀνδρόγυνο ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη. Ἔχουν τέτοια ἀκρίβεια, ποὺ τοὺς θαύμασα. Πρόκειται πραγματικὰ γιὰ μία «κατ᾿ οἶκον ἐκκλησία». Ἔχουν τρία παιδιά. Μόλις φύγουν τὰ παιδιὰ στὸ σχολεῖο καὶ ὁ ἄνδρας γιὰ τὴ δουλειά, ἡ γυναῖκα κάθεται μία-δύο ὧρες καὶ λέει τὴν Εὐχὴ. Κατόπιν σηκώνεται, ἀρχίζει τὶς δουλειὲς τοῦ σπιτιοῦ καὶ ἐν τῷ μεταξὺ ἡ Εὐχή, σὰν μηχανή, δουλεύει ἀσταμάτητα, πότε μὲ τὸ στόμα καὶ πότε μὲ τὸ νοῦ. Ὁ ἄνδρας, μόλις γυρίσει ἀπὸ τὴ δουλειά, ἀμέσως θ᾿ ἀλλάξει καὶ θὰ πάει λίγη ὥρα γιὰ προσευχὴ καὶ μελέτη. Αὐτὴ τὴν τάξη συνήθισαν καὶ τὰ παιδιά τους». Ὁ μακαριστὸς ὅσιος Γέροντας Παΐσιος, ὅταν τὸν ρωτοῦσαν μὲ ποιὸ τρόπο θὰ ἀντιμετωπίσουν τὰ διάφορα προβλήματα ποὺ ἀνακύπτουν μέσα στὸ γάμο, συμβούλευε πάντοτε τοὺς παντρεμένους νὰ ἔχουν κοινὸ Πνευματικό. Ἔλεγε χαρακτηριστικά: «Τὸ καλύτερο εἶναι νὰ ἔχουν τὰ ἀνδρόγυνα τὸν ἴδιο Πνευματικό. Ὄχι ἄλλον Πνευματικὸ ὁ ἄνδρας καὶ ἄλλον ἡ γυναῖκα. Δύο ξύλα, ἂν τὰ πελεκήσουν δύο μαραγκοί, ὅπως νομίζει ὁ καθένας, δὲν θὰ μπορέσουν ποτὲ νὰ ἐφαρμόσουν. Ἐνῷ, ὅταν ἔχουν τὸν ἴδιο Πνευματικό, ὁ Πνευματικὸς πελεκάει τὰ ἐξογκώματα –τὰ ἐλαττώματα– τοῦ ἑνός, πελεκάει καὶ τὰ ἐξογκώματα τοῦ ἄλλου, καὶ ἔτσι ἐξομαλύνονται οἱ δυσκολίες. Ἀλλὰ σήμερα, ἀκόμη καὶ ἀνδρόγυνα ποὺ ζοῦν πνευματικά, ἔχουν διαφορετικὸ Πνευματικό. Σπάνια ἔχουν καὶ οἱ δύο τὸν ἴδιο Πνευματικό, γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν βοηθιοῦνται. Ἔχω ὑπ᾿ ὄψιν μου ἀνδρόγυνα ποὺ ταίριαζαν, ἀλλὰ δὲν εἶχαν τὸν ἴδιο Πνευματικό, γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσει, καὶ χώρισαν. Καὶ ἄλλα πού, ἐνῷ δὲν ταίριαζαν, ἐπειδὴ εἶχαν τὸν ἴδιο Πνευματικό, ἔζησαν ἁρμονικά. Βέβαια, ὅταν ἔχει ὅλη ἡ οἰκογένεια τὸν ἴδιο Πνευματικό, αὐτὸ εἶναι ἀκόμη καλύτερο. Ὁ Πνευματικὸς θὰ τοὺς ἀκούσει ὅλους καὶ θὰ χειρισθεῖ ἀνάλογα τὸ θέμα. Ἄλλοτε θὰ ζορίσει τὸν πατέρα ἢ τὴν μητέρα, ἄλλοτε θὰ καλέσει τὰ παιδιά, ἂν δὲν μπορεῖ νὰ βγάλει συμπέρασμα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ τοῦ λένε οἱ γονεῖς. Ἤ, ἂν τὸ ἀνδρόγυνο ἔχει προβλήματα καὶ φταίει λ.χ. ἡ γυναῖκα, μπορεῖ νὰ καλέσει τὸν ἄνδρα, γιὰ νὰ τὸν συμβουλέψει πῶς πρέπει νὰ φερθεῖ, ἢ νὰ ζητήσει ἀπὸ κάποιον συγγενή τους ἢ γνωστό τους νὰ βοηθήσει διακριτικά». Στὶς δύσκολες οἰκογενειακὲς στιγμὲς ἡ ὕπαρξη ἑνὸς κοινοῦ πνευματικοῦ Πατέρα, ποὺ θὰ σταθεῖ μὲ διάκριση καὶ ἀγάπη δίπλα στὸ ζευγάρι, εἶναι ἀποφασιστικῆς σημασίας. Ὁ Πνευματικὸς μὲ διάκριση καὶ μὲ τὴν πεῖρα ποὺ ἔχει, θὰ διαγνώσει ποιὸ εἶναι ἀκριβῶς τὸ πρόβλημα καὶ θὰ προσπαθήσει νὰ βρεῖ τὴν κατάλληλη λύση θεραπεύοντας τὴν τραυματισμένη συζυγικὴ ἀγάπη μὲ τὸ ἔλαιον τῆς εὐσπλαχνίας καὶ τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Χριστοῦ. Ὁ κοινὸς πνευματικὸς Πατέρας εἶναι ἡ ἀθόρυβη καὶ διαρκῆς παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὴν οἰκογένεια, ποὺ τὴ βοηθᾶ νὰ ἀποφύγει στὴν πορεία τῆς τοὺς ἐπικίνδυνους γκρεμοὺς καὶ τὴν προφυλάσσει ἀπὸ δυσάρεστα συμβάντα. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ποὺ μὲ πατρικὴ ἀγάπη, μὲ τὴν πείρα του καὶ προπαντὸς μὲ τὸ φωτισμὸ τῆς Θείας Χάριτος, συμπαραστέκεται στὴν οἰκογένεια, στὸν καθένα χωριστὰ καὶ σὲ ὅλους μαζί.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Θὰ ἔχετε ἀκούσει, Παναγιώτατε, τὴν λαϊκὴν παροιμίαν ποὺ λέγει : «Πές μου τοὺς φίλους σου νὰ σοῦ πῶ ποιὸς εἶσαι». Ἢ τὸ τοῦ Ἀποστόλου «φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαὶ» (Α΄ Κορ. 15, 33) Καὶ ἐξηγοῦμαι : Ποῖοι εἶναι οἱ ἀγαπητοὶ καὶ πεφιλημένοι σας φίλοι;
Τὰ πιστὰ τέκνα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ποὺ ἀγωνίζονται καὶ ἀγωνιοῦν γιὰ τὰ δρώμενα στὸν χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας ἢ οἱ παντὸς τύπου αἱρετικοί, Πάπας, Προτεστάντες, Ἑβραῖοι, Μασόνοι, Μουσουλμάνοι, Βουδισταί, Μάγοι καὶ λοιποί;
Δὲν θὰ ἀσχοληθοῦμε ὅμως μὲ ὅλους αὐτούς, ἀλλὰ μὲ τοὺς δύο πρώτους, Πάπα καὶ Προτεστάντες, ἴνα μὴ μακρύνωμεν τὸν λόγον. Καὶ ἐρωτῶ; Ποία εἶναι ἡ μεγάλη σας ἀγάπη, ὁ οὐρανομήκης ἔρωτάς σας; Ὁ Χριστὸς ἢ ὁ ἀντίχριστος Πάπας, ὅπως τὸν ἀποκαλῆ ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, τὸν ὁποῖον Πάπα ἡ πρώτη (Α΄) Βατικανὴ Σύνοδος (1870) ἀνεκήρυξε ἀνώτερον τοῦ Θεοῦ ἀποφανθήσα ὅτι : «Ἐὰν ὁ Πάπας ἔχη ἀποφανθῆ γιὰ κάποιο θέμα καὶ ἡ γνώμη τοῦ Θεοῦ εἶναι διαφορετική τῆς γνώμης τοῦ Πάπα, θὰ πρέπει ὁ Θεὸς νὰ ἀνακαλέση τὴν γνώμην Του καὶ νὰ συμφωνήση μὲ τὴν γνώμη τοῦ Πάπα». Τοῦτο, οὔτε ὁ Ἑωσφόρος δὲν διενοήθη νὰ τὸ ἐπιθυμήση, ἀλλὰ μόνον διενοήθη νὰ γίνει ἴσος μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἀμέσως ἀπὸ φωτεινὸς ἄγγελος ἔγινε σκοτεινὸς δαίμονας.
Πόσον σκοτεινότερος τοῦ Ἑωσφόρου εἶναι ὁ Πάπας καὶ ἀκόμα σκοτεινότεροι τοῦ Πάπα εἶναι οἱ Ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ ποὺ τὸν τιμοῦν καὶ τὸν ἀκολουθοῦν; Ὑπάρχει μεγαλυτέρα προδοσία ἀπὸ αὐτήν;
Πῶς θὰ παρουσιαστῆτε, Παναγιώτατε, καὶ τί θά ἀπολογηθῆτε, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου σας; Καὶ ὅμως, αὐτὸς ὁ ὑπερφίαλος, ὁ «ἀλάθητος», ὁ ὑπεράνω παντὸς κτίσματος καὶ Αὐτοῦ τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ, κηρύξας ἑαυτὸν ἀνώτερον Αὐτοῦ, ἔσκυψε δουλοπρεπῶς καὶ ἐφίλησε τὸ χέρι ἐνός διάσημου Εβραίου!
Καὶ τώρα ἔρχομαι εἰς τοὺς ἀγαπητοὺς «πεφιλημένους ἀδελφούς» σας Προτεστάντες μὲ τοὺς ὁμοφιλοφιλικοὺς καὶ λεσβιακοὺς ἐπισκόπους καὶ πρεσβυτέρους. Δὲν θὰ ἀσχοληθοῦμε μ’ αὐτὲς τὶς βρωμιὲς τοῦ προτεσταντικοῦ Μωσαϊκοῦ. Θὰ ἀναφερθῶ μόνον σὲ δύο γεγονότα καὶ ἴσως συναισθανθῆτε τὸ βάθος τῆς πτώσεώς σας καὶ ἀνανίψετε καὶ σωθῆτε καὶ ἐσεῖς καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες σας.
Πρῶτον: Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Καντέρμπουρι τὴν ἡμέρα τῆς, ὑπὸ τῶν Τζιχαντιστῶν, καταστροφῆς τοῦ κέντρου διασκεδάσεως εἰς τὸ Παρίσι, προσευχόμενος εἰς τὸν Θεὸν νὰ σταματήσουν αὐτὲς οἱ καταστροφὲς καὶ οἱ θάνατοι ἀθώων ἀνθρώπων καὶ μὴ παίρνοντας ἀπάντηση ἀπὸ τὸν Θεὸν, ἀπεφάνθη ὅτι …ἴσως δὲν ὑπάρχει Θεός! Καὶ ὅμως, παραμένει Ἀρχιεπίσκοπος, τίνος Θεοῦ; Τοῦ ἀμφισβητουμένου ὑπ’ αὐτοῦ ἢ τοῦ Ἀντιχρίστου;
Καὶ ἔρχομαι εἰς τὴν δευτέραν περίπτωσιν, ἑνὸς προτεστάντη ἐπισκόπου, τοῦ Jοhan Ediun στὴν πόλη Elcistuna στὸν ναὸ closter, ὁ ὁποῖος παρήγγειλε γιὰ τὸ ναὸ ἕνα ἀνάγλυφο σὲ μάρμαρο ποὺ παρίστανε τὸν Ἐσταυρωμένο Χριστὸ (συγχώρεσέ μας, Κύριε) ἀγκαλιασμένο ἀπὸ ἕναν γυμνό ὁμοφυλόφιλο! Καὶ δὲν ἀρκοῦσε αὐτὸ, ἀλλὰ ὅταν τὸν ἠρώτησαν γιατί τὸ ἐπέτρεψε, εἶπε πώς αἰσθάνεται εὐτυχισμένος γιατί μὲ τὴν πρωτοβουλία του αὐτὴ, νὰ ἀπεικονιστῆ ὁ Κύριος μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἔδωσε «μία ἄλλη πιὸ ἀνθρώπινη διάσταση στὸ θεῖο Μαρτύριο τῆς Σταυρώσεως»!
Δὲν ὑπάρχει λέξις, οὔτε στὴν τόσο πλούσια ἑλληνικὴ γλώσσα, γιὰ νὰ ἐκφράση τὴν ἀγανάκτησιν τοῦ κάθε ἀνθρώπου, χριστιανοῦ ἢ μή, γιὰ τὴν βέβηλον καὶ ἀνίερον αὐτὴν πράξιν. Καὶ ὅμως, ἐσεῖς καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες σας, ἔχετε ἁβροτάτας σχέσεις μὲ ὅλους αὐτούς!
Τέλος, εὔχομαι νὰ συνέλθετε καὶ νὰ ἐπιστρέψετε στὰ γνήσια πνευματικά σας παιδιά, τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, ἀφήνοντας, ἀνεπιστρεπτὶ, τὸ σκοτάδι τῆς πανσπερμίας τοῦ κακοῦ καὶ χαροποιώντας τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, ὡς λέγει ὁ Κύριος: «χαρὰ ἔσται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπὶ ἐνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ. 15, 7) .
Μὲ τὸν ἁρμόζοντα σεβασμὸ πρὸς τὸ ἀρχιερατικό σας ἀξίωμα, διατελῶ.
Ἀρχιμ. Μάξιμος Καραβᾶς,
ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίας Παρασκευῆς
Μηλοχωρίου Ἐορδαίας.
Πηγή: Θρησκευτικα
Ἡ γνωστή καί μή ἐξαιρετέα, ἀπειροελάχιστη πλήν ὅμως θορυβώδης, μειοψηφία ἤχησε γιά μιά ἀκόμη φορά τά παράφωνα οὐρλιαχτά της.
Αὐτή τή φορά ἐνοχλήθηκαν, ἐπειδή ὁ πρόεδρος τῆς δημοκρατίας, πράττοντας τό καθῆκον του ὡς πρόεδρος τῆς δημοκρατίας, ὡς Ἕλληνας καί ὡς χριστιανός, γονάτισε μέσα στήν Ἐκκλησία!!! Εἶναι καθῆκον τοῦ προέδρου τῆς δημοκρατίας νά πράττει ὅπως ἔπραξε, διότι ὁρκίσθηκε πρόεδρος στό Εὐαγγέλιο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἐνοχλοῦνται ὅμως αὐτοί οἱ κύριοι! Ἐνοχλοῦνται ἐπειδή ἡ Ἐλλάδα εἶναι κράτος χριστιανικό. Ἄς τό χωνεύσουν ὅμως αὐτό μιά γιά πάντα! Τό Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος εἶναι συντεταγμένο «εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας καί Ὁμοουσίου καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος». Τό Σύνταγμα δέν εἶναι λογοτεχνικό κείμενο, δέν φέρει λυρικές περιγραφές ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ. Κάθε λέξη του ἔχει ἀπόλυτη νομική ἰσχύ ἐντός τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας. Γι΄ αὐτό καί ἡ εἰσαγωγική ἐπίκληση δηλώνει πώς ἡ Ἑλλάδα εἶναι κράτος χριστιανικό.
Αὐτό βεβαίως δέν σημαίνει, ὅτι οἱ μή χριστιανοί, πολίτες ἤ φιλοξενούμενοι, δέν ἔχουν ἰσονομία καί ἀνθρώπινα δικαιώματα! Ὅλα αὐτά εἶναι συνταγματικῶς κατοχυρωμένα γιά ὅλους. Ὁ χριστιανικός χαρακτήρας τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας σημαίνει πώς ἡ ὀρθόδοξη χριστιανική πίστη εἶναι ἄρρηκτα δεμένη μέ τήν ἱστορία τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἐδῶ καί εἴκοσι αἰῶνες καί τοῦ ἔχει δώσει τήν ταυτότητα τήν ὁποία ἔχει αὐτός σήμερα. Εἶναι ἄρρηκτα δεμένη μέ τήν ἱδρυτική τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους ἐπανάσταση τοῦ 1821. Εἶναι ἄρρηκτα δεμένη μέ τούς μετά τήν ἐπανάσταση ἀγῶνες τοῦ Ἑλληνισμοῦ πρός ἀπελευθέρωση καί τῶν ὑπολοίπων ἐδαφῶν καί πληθυσμῶν, τά ὁποῖα συνιστοῦν τό σημερινό ἑλληνικό κράτος. Εἶναι ἄρρηκτα δεμένη μέ τούς ἀγῶνες τοῦ Ἑλληνισμοῦ γιά ἐπιβίωση σέ δύσκολους καί χαλεπούς καιρούς ὅπως ὁ Β΄ παγκόσμιος πόλεμος καί ἡ σημερινή οἰκονομική κρίση. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ὀργανώνει συσσίτια καί σώζει ἀπό τόν θάνατο χιλιάδες ἀστέγους καί ἀνέργους. Δέν εἴδαμε κανέναν ἀπό ἐκείνους οἱ ὁποῖοι τήν ἀμφισβητοῦν, νά ὀργανώσει κανένα συσσίτιο γιά τά θύματα τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως!!!
Κι ὅμως μερικοί ὀνειρεύονται, πώς ἡ Ἑλλάδα εἶναι κράτος «κοσμικό» καί «λαϊκό». Ἄν ὅμως ποτέ ἡ Ἑλλάδα ἀφαιρέσει ἀπό τό Σύνταγμά της τήν Ὀρθοδοξία, τή μοναδική δύναμη ἡ ὁποία τή στήριξε σέ χαλεπούς καιρούς ὅπως ἡ τουρκοκρατία, ὅταν ὁ Ἑλληνισμός κινδύνευε νά ἀφανισθεῖ παντελῶς, τότε δέν θά γίνει κράτος «κοσμικό», οὔτε «λαϊκό», ἀλλά ἄκοσμο καί ἀντιλαϊκό. Διότι θά ἔχει περιφρονήσει τήν ἱστορία καί τήν ταυτότητα τοῦ λαοῦ της.
Γι΄ αὐτό ἄς ἐξακολουθήσουν νά ἐνοχλοῦνται αὐτοί οἱ μετρημένοι στά δάκτυλα, ἐπειδή ὁ πρόεδρος τῆς δημοκρατίας πράττει τό καθῆκον του. Ἄς ἐνοχλοῦνται, ἐπειδή τό Σύνταγμα τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας εἶναι συντεταγμένο στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἄς ἐνοχλοῦνται, ἐπειδή ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης στήν ἐπαναστατική διακήρυξη τῆς 24ης/2/1821 προέταξε τήν προσταγή «μάχου ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος». Ἀπό τόν τελευταῖο λόγο τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου, ὁ ὁποῖος ἐκφωνήθηκε στίς 28/5/1453, τήν πῆρε. Τί κρίμα ὅμως πού ξέχασε νά ρωτήσει ὅσους ἐνοχλοῦνται! Ἄς ἐνοχλοῦνται, ἐπειδή ὅλα τά ἐπαναστατικα λάβαρα, ὅπως καί ἡ σημερινή ἑλληνική σημαία ἡ ὁποία ἦταν τό λάβαρο τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ, φέρουν τόν Σταυρό τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἄς ἐνοχλοῦνται ἐπειδή ὁ ἀρχιστράτηγος τοῦ ἀγῶνος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης εἶπε: «ὅταν ἐπιάσαμε τά ἅρματα εἴπαμε πρῶτα ὑπέρ Πίστεως καί ἔπειτα ὑπέρ πατρίδος». Βλέπετε, ὅταν ἵδρυαν τό ἑλληνικό κράτος ὡς χριστιανικό δέν ρώτησαν οἱ ἀγωνιστές τῆς ἐλευθερίας ποιός θά ἐνοχλεῖται ἀπό τήν ταυτότητά του αὐτή! Ἄς ἐνοχλοῦνται ἐπειδή ὁ στρατηγός Ἰωάννης Μακρυγιάννης εἶπε: «εἶναι δυνατός ὁ Θεός ὅπου μᾶς προστατεύει». Ἄς ἐνοχλοῦνται, ἐπειδή ὁ ναύαρχος Ἀνδρέας Μιαούλης προσταζε τόν στόλο του: «μέ τή βοήθεια τοῦ σταυροῦ ἐπιτεθῆτε». Ἄς ἐνοχλοῦνται, ἐπειδή ὁ ἥρωας Γρηγόρης Αὐξεντίου μελετοῦσε μαζί μέ τά παληκάρια του ἀνελλειπῶς τήν Ἁγία Γραφή, συζητοῦσαν γιά ὅ,τι διάβαζαν καί βάσει αὐτῶν τῶν μελετῶν καί συζητήσεων ἔβγαζαν τό σύνθημα τῆς ἡμέρας ἤ τῆς ἑβδομάδας.
Κι ἄν ἐξακολουθοῦν νά ὀνειρεύονται ξύπνιοι ἕνα κάποιο «κοσμικό» κράτος, δέν ἔχουν παρά νά μετοικήσουν στήν Τουρκία. Ἐκεῖ ὅμως θά διαπιστώσουν, ὅτι τό κράτος εἶναι μόνο de jure κοσμικό, ἐνῷ de facto δέν εἶναι ἁπλῶς μουσουλμανικό, ἀλλά καί ὅτι οἱ μή μουσουλμάνοι στεροῦνται πάμπολλα δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ πολίτη. Κι ἄν ἐκεῖ ἀποτολμήσουν νά καταφερθοῦν εἰς βάρος τοῦ προέδρου τῆς δημοκρατίας, καί μάλιστα τόσο εἰρωνικά, τούς περιμένει ἡ φυλακή μέ ἀνοικτές ἀγκάλες. Περιττό νά ἀναφέρουμε, τί τούς περιμένει ἐάν καταφερθοῦν δημόσια εἰς βάρος τοῦ μουσουλμανισμοῦ!
Ἄς φιλοτιμηθοῦν λοιπόν νά νοιώσουν καί λίγη εὐγνωμοσύνη πρός τό χριστιανικό κράτος τῆς Ἑλλάδος, διότι τά δικαιώματα τά ὁποῖα ἀπολαμβάνουν ἐδῶ, δέν θά τά ἀπολάμβαναν πουθενά πάνω στή γῆ.
Πηγή: Θρησκευτικά
«Ακούσομαι τι λαλήσει εν εμοί ο Κύριος». Θα αφουγκρασθώ τι θα μου πη ο Κύριος στα βάθη της καρδίας μου. Αυτό λέει ο ιερός ψαλμωδός. Και όντως άκουγε τον ψίθυρο του Θεού η αγαπημένη του εκείνη καρδιά. Και ό,τι άκουγε μας το έλεγε ο προφήτης. Και επειδή ήταν λόγος του Θεού, έμεινε στους αιώνες διαχρονικά μέχρι σήμερα. Και μας στηρίζει.
Η δική μου όμως καρδιά δεν είναι τέτοια, Κύριέ μου Ιησού, ώστε να λαλής σε αυτήν και αυτή να ακούη τα θεία Σου λόγια, όπως ο ιερός Σου προφήτης. Όμως μίλησες, όταν βρισκόσουν στη γη.
Και τότε είπες ό,τι πιο σημαντικό για όλους και για μένα. Με βάση λοιπόν από ό,τι είπες και διαχρονικά μένει μέχρι σήμερα αναλλοίωτο, προσπαθώ να κάνω μια σύνθεση αυτών, που θα μου έλεγες ακριβώς σήμερα, γιατί δεν έπαψες να είσαι παρών πάντα στην Εκκλησία Σου και ιδιαίτερα πάντα παρών «όπου εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το όνομά Σου». Και είναι το ίδιο σαν και τότε. Γιατί ξέρω, Κύριε, ότι Εσύ δεν φλυαρείς και δεν μου λες περιττά πράγματα ή δεν λες και ξαναλές, ό,τι ήδη μου είπες μέσω του ιερού Σου Ευαγγελίου και των θείων Αποστόλων Σου. Ό,τι λες, το λες μια για πάντα. Και έχει αξία για όλους και για όλα. Πάντοτε. Και σήμερα ετούτη τη στιγμή. Και επομένως θα μου είναι επίκαιρο. Γι’ αυτό και τολμώ τη σύνθεση αυτών, που θα μου έλεγες και σήμερα. «Τείνω λοιπόν το ους μου», τεντώνω το αυτί της καρδίας μου, και ακούω τι θα είχες να μου πης με όλο μου το σεβασμό και όλη την αγάπη της καρδιάς μου και όλη μου την αφοσίωση, που Σου αξίζει. Να, τι ακούω να μου λες:
«Ψυχή, που λαχταράς να ακούσης το λόγο μου, δεν είναι ανάγκη να ξέρης πολλά ούτε να κάνης κάποιες ειδικές σπουδές ή να πας σε κάποια σεμινάρια, για να ευαρεστήσης ενώπιον μου. Αρκεί να με αγαπάς πολύ και να είσαι έτοιμη να κάνης το θέλημά μου, γιατί αυτό είναι για σένα σωτήριο. Δεν σου το έχω ήδη δηλώσει: «Ο τηρών τας εντολάς μου, εκείνος εστίν ο αγαπών με»;
– Ναι, Κύριέ μου Ιησού. Έτσι είναι. Κι εγώ αυτό προσπαθώ να κάνω, όσο κι αν πέφτω. Όμως φροντίζω να σηκώνωμαι με τη χάρη Σου. Λοιπόν Σε ακούω, Κύριε. «Μίλα μου, ψυχή αγαπημένη, που λες πως με αγαπάς, όπως θα μιλούσες στη γλυκεία μανούλα Σου, όταν σε είχε στη θερμή της αγκαλιά, ή στα γόνατα του αγαπημένου σου πατέρα και ένιωθες τους χτύπους της καρδιάς τους της γεμάτης αγάπη για σένα». Και σε ρωτώ: Δεν έχεις κάποιες παραγγελίες να μου κάνης; Πες μου τα ονόματα των γονιών σου, των συγγενών σου, των φιλικών σου προσώπων, των προσώπων, που έτσι ή αλλιώς βρίσκονται στο περιβάλλον σου, στη δουλειά σου, στις κοινωνικές σου σχέσεις. Και μετά τα ονόματα ανάφερέ μου τι θέλεις να κάνω για το καθένα. Δεν έκανε το ίδιο ο Ιάειρος; «Το θυγάτριόν μου, είπε, εσχάτως έχει, (παρακαλώ σε) ίνα ελθών επιθής αυτή τας χείρας σου, όπως σωθή και ζήσεται» (Μάρ. ε’ 22). Δεν έκανε το ίδιο ένας πονεμένος πατέρας για τον δαιμονισμένο γιο του; Δεν μου ανέφερε δακρυσμένη η Χαναναία μάνα για την κόρη της; Δεν έκραξαν σε μένα οι δυο τυφλοί ζητώντας να τους χαρίσω το φως τους; Το ίδιο και τόσοι άλλοι, τόσοι άλλοι; Πες μου λοιπόν τι θέλεις γι’ αυτούς και ζήτα το με θέρμη πολλή και πίστη ταπεινά και επίμονα. Αγαπώ πολύ τις ευγενικές καρδιές, που λησμονούν τον εαυτό τους χάριν των άλλων.
Μίλα μου για τους φτωχούς, που θέλεις να ελαφρύνης την κατάστασή τους· για τους αδικημένους, που καταπιέζονται· για τους συκοφαντημένους, που δεν μπορούν να αποδείξουν την αθωότητά τους· για τους αρρώστους, που υποφέρουν· για τους κακούς, που θα ήθελες να μεταστραφούν στο καλό· για τους μοναχικούς, που μαραζώνουν στη μοναξιά τους· για τους απογοητευμένους από τη ζωή· για τους βυθισμένους στο βούρκο της αμαρτίας και περικλεισμένους στη φυλακή των παθών τους· για τους ποικίλως ψυχικά αρρώστους· για τα πρόσωπα, που κάποτε σε αγαπούσαν, αλλά τώρα απομακρύνθηκαν από σένα, αλλά τόσο πολύ θα ήθελες να ξανάρθουν πάλι κοντά σου· για όλους, για όλους και όλα, που νιώθεις την ανάγκη να πης θερμόν έναν λόγο, ένα αίτημα ιερό, μια ικεσία ολοκάρδια. Μην ξεχνάς πως έχω υποσχεθή να ακούω κάθε προσευχή, που αναδύεται από τα βάθη της καρδιάς και που με τα φτερά της αγάπης με ταχύτητα αφάνταστα πιο μεγάλη από το φως διασχίζει τα άπειρα ύψη και φτάνει μπρος στον ουράνιο θρόνο μου ως ευάρεστη και ιερή προσφορά. Αυτού του είδους τις προσευχές δεν περιμένω πάντα ανυπόμονα; Δεν έχεις να μου ζήτησης κάποιες χάρες; Γράψε, αν έτσι το θέλης, έναν κατάλογο, όσο μακρύς κι αν είναι, όλων όσα λαχταράς, όλων των αναγκών σου και ανάφερέ τες στην αγάπη μου. Όχι πως δεν τα ξέρω όλα. Τα ξέρω όλα προτού καν να τα έχης συνειδητοποιήσει. Όμως θέλω να τα ακούσω με τη δική σου φωνή. Θέλω να μου πης ελεύθερα και αγαπητικά ό,τι και όπως το νιώθεις, ό,τι και όπως και όσο το λαχταράς.
Και πες μου, ψυχή αγαπημένη, με όλη την απλότητα, ότι είσαι δούλη των αισθήσεων σου, σκλάβα των παθών σου, δέσμια της υπερηφανείας σου, πληγωμένη από την ευθιξία σου, εγωιστική όσο δεν το φαντάζεσαι, χαλαρή χωρίς προηγούμενο, φιλύποπτη χωρίς λόγο, φίλαυτη χωρίς όρια, αδιάφορη και αμελής, δυσκίνητη σαν παράλυτη, δεμένη πολύ με τον κόσμο, ολιγόπιστη στις δοκιμασίες σου, πάμφτωχη σε αρετές, με ασήμαντη πνευματική πρόοδο και ό,τι άλλο. Και ζήτα μου να έρθω να σε βοηθήσω στις προσπάθειες, που καταβάλλεις, στις πτώσεις σου, στις αγωνίες σου, στις απογοητεύσεις σου. Φτωχό μου παιδί, μην κοκκινίζεις από ντροπή! Ξέρω την κατάστασή σου πιο καλά από σένα, αλλά πρέπει εσύ να εκθέσης τον εαυτό σου. Διστάζεις; Μα γιατί; Λησμονείς πως πολλοί άγιοί μου, που τώρα ζουν ένδοξοι στον ουρανό μαζί μου, είχαν τα ίδια ή και χειρότερα πάθη και ίδιες και σημαντικώτερες πτώσεις και αμαρτίες;
Μη ξεχνάς κάποια Μαρία Αιγυπτία, κάποια Ταϊσία, κάποια Πελαγία, κάποιους Ζακχαίους και άσωτους, κάποιους μεγάλους αμαρτωλούς… Όλοι αυτοί σιγά σιγά διορθώθηκαν, αγιάσθηκαν, σώθηκαν, δοξάσθηκαν. Μη διστάσης ακόμη να μου ζήτησης ό,τι καλό και για το σώμα σου, το μυαλό σου, ολόκληρο το είναι σου, δηλαδή υγεία, ευεξία, σωστή λειτουργία του λογικού σου, εσωτερική ισορροπία, αισιοδοξία, δυναμισμό, επιτυχία στις τίμιες προσπάθειές σου και ό,τι άλλο νιώθεις ως πιεστική ανάγκη. Μπορώ όλα να σου τα δώσω, αρκεί όλα, ή κάποια από αυτά, να είναι όντως απαραίτητα για τον αγιασμό και τη σωτηρία σου. Πρόσεξε όμως: τα μέτρα μου δεν είναι γήινα, αλλά ουράνια. Μετρώ με μέτρο τη μακαριότητα του ουρανού, με έκταση την αιωνιότητα… Τι θέλεις όμως για σήμερα; Πες μου το. Και αν σε συμφέρη αληθινά, θα το έχης. Και ξέρεις πόσο θέλω το καλό σου! Δεν έχεις κάποια σχέδια και προοπτικές; Ανάφερε μου τα όλα. Αφορούν το τώρα, το μέλλον σου, τη δουλειά σου, την τακτοποίησή σου στη ζωή, θέλεις να προσφέρης κάποια χαρά στους γονείς σου, στα μέλη της οικογένειάς σου, σε ψυχές, που συνδέονται μαζί σου, σε κάποιους, που δοκιμάζονται πολύ; Σε ό,τι τέλος πάντων; Κάνε το χωρίς δισταγμό. Ως προς εμένα δε, ψυχή μου αγαπημένη, δεν έχεις κάποιο ενδιαφέρον ιδιαίτερο για την μαζί μου σχέση τους; Δεν θέλεις να κάνης κάτι πολύ καλό για τα φιλικά σου πρόσωπα, για όσους αγαπάς πολύ, αλλά με έχουν ξεχάσει; Πες μου ποια είναι τα ενδιαφέροντά σου και τα κίνητρα, που σε ωθούν, και ποια μέσα θα ήθελες να χρησιμοποιήσης για το καλό τους… Κατάθεσέ μου τις αποτυχίες σου και ζήτα μου να σου υποδείξω τις αιτίες τους. Τι σε ενδιαφέρει για το έργο σου; Είμαι, παιδί μου, Κύριος των καρδιών και μπορώ να τις οδηγήσω, όπου θέλεις, σύμφωνα βέβαια πάντα με τις αρχές, που κατέγραψα με το αίμα μου πάνω στον σταυρό. Και θα τους φέρω σιγά σιγά κοντά σου, συνοδοιπόρους σου, αρκεί να μην προβάλλουν πεισματικά εμπόδια, γιατί ποτέ δεν καταπατώ το δώρο της ελευθερίας, που τους χάρισα. Δεν έχεις στενοχώριες; Ω παιδί μου αγαπημένο, πες μου τις στενοχώριες σου με κάθε λεπτομέρεια. Τι σε κάνει να κουράζεσαι, να απογοητεύεσαι, να δυσκολεύεσαι, να στενοχωριέσαι; Τι ή ποιος τσαλακώνει την καρδιά σου; Ποιος έχει συντρίψει τη φιλαυτία σου; Ποιος σε υποτίμησε ή σε περιφρόνησε; Πες μου τα όλα, όλα χωρίς δισταγμό. Θα σε ανακουφίση αυτό. Και τελειώνοντας την αναφορά σου αυτήν πρόσθεσέ μου, ότι συγχωρείς όλα και όλους, ότι τα λησμονείς όλα, ότι δεν θα επιτρέψης να σου διώξουν αυτά την ειρήνη σου και δεν θα μειώσουν την αγάπη, που όλα τα συγχωρεί. Και εγώ θα σε ευλογώ. Μήπως σε φοβίζουν κάποια κουραστικά ζητήματα; Υπάρχουν στην ψυχή, είναι αλήθεια, κάποιοι ακαθόριστοι φόβοι, που ενώ είναι αδικαιολόγητοι, όμως σε κάνουν να τρομάζεις; Εμπιστέψου τον εαυτό σου πλήρως σε μένα και την πρόνοιά μου για σένα. Βρίσκομαι παντού, ιδιαίτερα όμως πολύ κοντά σου, μέσα σου. Τα βλέπω όλα, όσα σε αφορούν. Τα ξέρω όλα. Και μπορώ τα πάντα ως παντοδύναμος. Μη φοβάσαι επομένως. Δεν θα σε αφήσω. Μήπως υπάρχουν γύρω σου καρδιές, που σου φαίνονται λιγώτερο καλές από άλλοτε και που η αδιαφορία τους ή το ότι ίσως σε λησμόνησαν τις έκαναν να απομακρυνθούν από κοντά σου, αν και εσύ δεν έκανες τίποτε γι’ αυτή τους την απομάκρυνση; Παρακάλεσέ με θερμά και από τα βάθη της ψυχής σου και εγώ θα τις ξαναφέρω κοντά σου, αρκεί να σου είναι χρήσιμες και αναγκαία η παρουσία τους για τον αγιασμό σου. Αλλιώς λησμόνησε τες καλύτερα κι εσύ, όσο κι αν αυτό σου κοστίζει. Τέλος. Δεν έχεις κάποιες χαρές να μου ανακοινώσης; Γιατί, αλήθεια, να μη με κάνης μέτοχον κάθε χαράς σου; Πες μου π.χ. ποιος από χτες ή προχτές ή τέλος πάντων τελευταία ήρθε να σε παρηγορήση, να σε ενθαρρύνη, να σε βοηθήση σε κάποια δυσκολία σου, να σου χαρίση ένα χαμόγελο, προκαλώντας έτσι και ένα δικό σου; ποιος και πώς σε έκανε να χαρής; Μπορεί να είναι κάποια επίσκεψη απρόσμενη, κάποιο γράμμα ενθαρρυντικό, μια αγγελία που σε έκανε ευτυχισμένη, ένας φόβος, που ξαφνικά εξαφανίσθηκε, μια επιτυχία, που αμφέβαλλες, ότι θα πραγματοποιηθή, ένα δείγμα αγάπης δυνατό, ένα ενθύμιο ή δώρο ακριβό αγάπης και φιλίας, μια δοκιμασία, που σε δυνάμωσε τελικά. Όλα αυτά και τόσα άλλα καλά, εγώ τα φρόντισα και τα φροντίζω για σένα, ψυχή αγαπημένη. Πώς λοιπόν να μη μου δείξης τη χαρά σου, την ευγνωμοσύνη σου και να μη μου επαναλαμβάνης ασταμάτητα τις «εκ βαθέων» ευχαριστίες σου;
Μην ξεχνάς, ψυχή αγαπημένη, ότι η ευγνωμοσύνη τραβάει την ευεργεσία κοντά της. Μη λησμονείς, ότι η ευγνωμοσύνη συγκινεί τον ευεργέτη.
Μη σου ξεφεύγει πως η ευγνωμοσύνη εξευγενίζει και ομορφαίνει αφάνταστα την ψυχή, την κάνει ιδιαίτερα χαριτωμένη και πάρα πολύ άξια περισσότερων χαρίτων και ελέους!».
Αυτά δεν θα μου έλεγες σήμερα, Ιησού γλυκύτατε; Τα άκουσα με αφάνταστη χαρά. Για όλα αυτά Σε ευχαριστώ και θα Σε ευχαριστώ πάντα «εκ ψυχής», Κύριε μου, Κύριε της αγάπης και του ελέους. Και θα συμμορφωθώ με όλες τις υποδείξεις Σου. Είναι τόσο όμορφες και πηγή ευλογιών Σου για μένα! Αμήν!
Πηγή: (ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΒΙΤΤΗ “Προσευχητικές και εξομολογητικές πατρικές ικεσίες”, Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη”), Η άλλη όψη
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...