
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση και ενημέρωση αποτυγχάνουν να μειώσουν τις αμβλώσεις σε Ηνωμένο Βασίλειο, Ουαλία και Ιρλανδία, καθώς υποστηρίζονται και από το κρατικό μηχανισμό.
Θεραπεία σε μια νόσο υπάρχει, μόνον, όταν διαγνωστούν τα αίτιά της. Η εφηβική επιθετικότητα, ως εκδήλωση βίαιης και εχθρικής συμπεριφοράς, απασχολεί καθημερινά τη χώρα μας, με θύματα συνομίληκες, συμμαθητές/τριες, γονείς, εκπαιδευτικούς, όπως και αντικείμενα, από χώρους εντός ή εκτός του σχολείου.
Η ιστορική προκήρυξη του Αρχηγού Σπυρομήλιου
«Προς Χειμαρριώτας
Χειμαρριώται!
Καταλαμβάνων εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου του Α΄ και της Ελληνικής Κυβερνήσεως την Επαρχίαν Χειμάρρας, κηρύσσω αυτήν ελευθέραν ως αναπόσπαστον τμήμα της μίας και αδιαιρέτου μεγάλης Ελληνικής Πατρίδος. Πληρούται ούτω ο πόθος πολλών γενεών αίτινες επότισαν την γην ταύτην με το αίμα των και προσέφερον εις την πατρίδα τας μεγαλυτέρας των θυσιών. Φέρων μεταξύ Υμών τα αγαθά της ελευθερίας, της νομίμου τάξεως και ισοπολιτείας, τρέφω την αδιάσειστον ελπίδα ότι λησμονούντες το πικρόν παρελθόν θέλετε τηρήσει απέναντι των γειτόνων υμών Μουσουλμάνων την αξιοπρεπή εκείνην στάσιν ην υπαγορεύουσιν οι νόμοι του Ελληνικού Κράτους και τα αισθήματα λαού ανδρείου και ευγενούς ως υπήρξε πάντοτε ο ελληνικός λαός.
Η υπερτάτη δύναμις ήτις ιθύνει τας τύχας της ανθρωπότητος, εν τη ατελευτήτω αυτής ευσπλαχνία ηυδόκησεν ίνα τεθή σήμερον τέρμα εις τα μακραίωνα υμών δεινά και δωρήση εις Υμάς ότι επόθησαν όλοι οι γίγαντες εκείνοι οίτινες εις τον βωμόν της πατρίδος προσέφεραν θυσίαν ευπρόσδεκτον και περικαλλή, την πολύτιμον και άληστον αυτών ύπαρξιν. Ο Ελληνικός Στρατός φέρει προς υμάς ουχί τον τρόμον του κατακτητού αλλά το χάρμα της ελευθερίας και την ένωσιν υμών μετά των λοιπών μελών της Ελληνικής οικογενείας, ίνα του λοιπού με τους αυτούς παλμούς και αγάπην περιβάλλεται την ταλαιπωρηθείσαν πατρίδα μας και με ενιαίαν εθνική ψυχή δοξάσητε τον δοτήρα παντός αγαθού προ του οποίου σήμερον εν συντριβή και ικεσία κλίνει ευγνωμονούσα και γόνυ και αυχένα ολόκληρος η Ελληνική φυλή.
Χειμαρριώται! Με την απόλυτον πεποίθησιν ότι και τώρα όπως πάντοτε θα ταχθήτε υπό την ιεράν σημαία της Πατρίδος συναγωνιζόμενοι μετ’ εμού του φυσικού σας Αρχηγού και των υπ’ εμέ γενναίων θέλετε μετά γενναιότητος και αυταπαρνήσεως υπερασπισθή της ελευθερίαν σας εναντίον παντός εχθρού, αναδεικνυόμενοι άξιοι απόγονοι των εν Αραχώβη, Μεσολογγίω, Πέτα και λοιπά μέρη πεσόντων προγόνων σας.
Χειμάρρα, 5–11–1912, ο Αρχηγός Σπύρος Σπυρομήλιος ».
Πηγή: Χειμάρα
Πηγή: Himara.gr | Ειδήσεις απ' την Βόρειο Ήπειρο
Άγιοι Μάρτυρες Γαλακτίων και Επιστήμη, οι ομόζυγοι
(μια ιστορία πέρα από τα καθιερωμένα)
Έζησαν τον 3ο αιώνα μ.Χ., όταν αυτοκράτορας ήταν ο Δέκιος.
Οι γονείς του Γαλακτίωνα -Κλειτοφών και Λευκίππη- ήταν πρώτα ειδωλολάτρες. Διέμεναν στηνΈμσα της Συρίας. Κάποιος, όμως, ιερομόναχος, πού ονομαζόταν Ονούφριος, τους προσείλκυσε στη χριστιανική πίστη. Από τότε διέθεταν τα πλούτη τους σε κάθε αγαθοεργία.
Τον δε γιο τους Γαλακτίωνα ανέθρεψαν «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου».
Ο Γαλακτίων όταν μεγάλωσε, νυμφεύθηκε μία σεμνή κόρη, την Επιστήμη, την οποία ο ίδιος κατήχησε και βάπτισε.
Στη συνέχεια ο Γαλακτίων πρότεινε στην σύζυγό του να μονάσουν στο Σινά, και εκείνη πρόθυμα συμφώνησε. Έτσι κατευθύνθηκαν στο όρος Πούπλιον. Ο Γαλακτίων βρήκε μια συνοδεία 10 ασκητών και έμεινε μαζί τους, στη συνέχεια δε αποσύρθηκε σε ερημητήριο, και η Επιστήμη εντάχθηκε σε μικρό κοινόβιο -Σκήτη- εκεί κοντά με 4 μοναχές που ασκήτευαν εκεί.
Το 249 ξέσπασε ο διωγμός του Δεκίου, που κράτησε 2 χρόνια.
Τότε συνελήφθη ο Γαλακτίων. Όταν πληροφορήθηκε αυτό η Επιστήμη, έτρεξε και παρακάλεσε τους διώκτες να συλλάβουν και αυτή προς ενίσχυσιν του συζύγου της.
Ο άρχοντας Ούρσος, μη μπορώντας να τους πείσει (με λόγια αλλά και με βασανιστήρια) να άλλαξοπιστήσουν, τους αποκεφάλισε (250 μΧ). Ήταν τότε ο Γαλακτίων 30 ετών και η Επιστήμη περίπου 16.
Σώζεται μέχρι σήμερα η Σκήτη της Αγίας Επιστήμης, καθώς και το Ερημητήριο του Αγίου Γαλακτίωνος.
Ο Όσιος Παϊσιος ο Αγιορείτης ασκήτευσε ερημητικά για 2 χρόνια (1962-1964) στο αγιασμένο εκείνο μέρος, όπου υπάρχει μικρό Εκκλησάκι και ένα πολύ μικρό συνεχόμενο Κελλί. Βρίσκεται σε ωραία θέση σε ύψωμα, απέναντι ακριβώς από την αγία Κορυφή, και απέχει λιγότερο από μία ώρα από το Μοναστήρι της Αγ.Αικατερίνης του Σινά.
Διακόσια μέτρα πιο πάνω βρίσκεται η σπηλιά του αγίου Γαλακτίωνος και λίγο πιο πίσω είναι η Σκήτη που έμενε η αγία Επιστήμη με τις άλλες ασκήτριες.
Άγια μέρη, ευλογημένα. Παρ’όλη την αυχμηρότητά τους, εμπνέουν αυτά τα βράχια. Εκεί ψηλά, λοιπόν, σαν άλλος μοναχικός αετός, έστησε ο Γέροντας την φωλιά του και έζησε ευαρεστώντας στον Θεό.
Πολύ κοντά, «ωσεί λίθου βολήν», στο ασκητήριο είχε μια μικρή πηγούλα. Μάζευε το 24ωρο δυό-τρία κιλά νερό.
Διδάγματα από τον βίο τους:
1. Διαφορά ηλικίας. Ο Άγ.Γαλακτίων ήτο περίπου 10 χρόνια μεγαλύτερος της Επιστήμης. Σήμερα το θεωρούμε μεγάλη διαφορά. Κανονικά ο άνδρας μπορεί να είναι μεγαλύτερος κατά 2-3 έτη. Και το λέμε αυτό, διότι το νέο αγόρι ωριμάζει ψυχικά αργότερα απ’ό,τι η κοπέλα. Για να μπορεί, λοιπόν, να διαθέτει σύνεση και κύρος, καλό είναι να προπορεύεται ηλικιακά λίγα χρόνια. Ωστόσο, αυτό δεν είναι απόλυτος κανόνας. Έχουμε περιπτώσεις, που η γυναίκα συμβαίνει να είναι λίγο μεγαλύτερη, και αυτό να μη διαταράσσει καθόλου τη σχέση τους. Το ψυχικό μέρος μετράει. Ωριμότητα, ομαλότητα χαρακτήρων, άδολη αγάπη και ομόνοια, ομοψυχία, κοινές αρχές ζωής. Στην περίπτωση όμως, που ο άνδρας είναι αισθητά μεγαλύτερος στην ηλικία (έχουμε και περιπτώσεις με διαφορά 20 και 25 ετών) επείγουσα επαγρύπνηση χρειάζεται, να μην συντρίβεται η ψυχή της γυναίκας από το κύρος του τόσο μεγαλυτέρου συζύγου της. Ένας τέτοιος άνδρας πρέπει να διαθέτει ιδιαίτατη ευγένεια, απαλότητα, ευαισθησία, τρυφεράδα, σεβασμό προς την μικρότερη ηλικιακά συζυγό του. Την αναμφισβήτητη ομοτιμίαν, που θεσμοθέτησε ο Θεός και διατηρεί και υπερμαχεί η Εκκλησία.
2. Λευκός γάμος. Οι Άγιοι έζησαν με ξεχωριστή σωφροσύνη και εγκράτεια, ενώ στη συνέχεια και αποχωρίσθηκαν μεταξύ τους, για να ασκητεύσουν. Ωρισμένοι θρησκευόμενοι νέοι ξεκινούν την έγγαμη ζωή με στόχο τον «λευκό γάμο». Δηλαδή την συμβίωση χωρίς συζυγική συνάφεια. Σπάνιο το φαινόμενο, αλλά υπαρκτό, καθώς ακούμε. Είναι και θεμιτό; Από μια άποψη, Ναι. Με τον λευκό γάμο κατακυρώνεται κοινωνικώς η συμβίωση, αλλά διατηρείται η ουσία: Μοναχισμός. Συνύπαρξη μόνο ψυχική, εν απλότητι και αφελότητι καρδίας. Προς εξυπηρέτησιν πρακτικών αναγκών, αλλά και αμοιβαιότητα ψυχισμού μέσω των χαρισμάτων εκάστου φύλου. Εννοείται, βεβαίως, ότι ούτε να διαφημίζεται πρέπει, ούτε να τελείται κάποια ιεροπραξία και υπόσχεση αγαμίας. Οποιαδήποτε στιγμή το ζεύγος να μπορεί να λειτουργήσει συζυγικά, χωρίς ενοχές και χωρίς τύψεις και αναστολές.
Πάντως, το συμπέρασμα για όλους είναι ότι ο Γάμος μπορεί να συνδυάζεται και με εγκράτεια. Δεν είναι το άπαν η σωματική διαδικασία. Πολύ μεγαλύτερη ευλογία και ωραιότητα προκύπτει από την ψυχική αλληλοπεριχώρηση και εντρύφηση. Ο άνδρας να «εξανθρωπίζεται» και να μαλακώνει από την ευγένεια της γυναικείας ψυχής. Η γυναίκα να στερεώνεται, να γίνεται ανδρεία, γενναία, άφοβη, «ορθολογική», ασφαλισμένη πλάϊ στη σκιά του άνδρα της. Και οι δύο να προσανατολίζονται και να συντονίζονται καρδιακά προς την πηγή της ζωής και του νοηματισμού της υπάρξεως, προς τον Φιλανθρωπότατο Πλαστουργό μας.
Εννοείται, ότι πρόκειται για σπάνιο φαινόμενο και ιδιάζουσα κλήση ψυχών, όπου απαιτείται ιδιαίτατη επαγρύπνση προς διατήρηση σωστών ψυχικών ισορροπιών, με καθοδήγηση πνευματικού πατρός.
Και παράλληλα, όλα αυτά δεν αποτελούν γενικό κανόνα για το ανθρώπινο γένος, αλλά σπάνια εξαίρεση. Το Μυστήριο του Γάμου, με όλες τις παραπάνω αναφερθείσες προδιαγραφές ψυχικού συντονισμού, συνυπάρξεως, αμοιβαίας ωφελείας των συζύγων, λειτουργεί κανονικά κάτω από την ευλογία και το θέλημα του Θεού.
3. Μοναχική ζωή, μετά την έγγαμη περίοδο. Πολύ πιο ασφαλισμένο και ομαλό το φαινόμενο, όπου ευλαβείς σύζυγοι προσέρχονται εις Γάμου Κοινωνίαν, τεκνοποιούν, ανατρέφουν παιδιά, και όταν ολοκληρώσουν τα καθήκοντά τους, αποσύρονται σε Μοναστήρι.
Τί πλεονεκτήματα έχει η τακτική αυτή.
α. Οι συνειθισμένοι γονείς ποτέ δεν παύουν να είναι γονείς και να ζουν στην τύρβη του κόσμου τούτου. Οι γιαγιάδες ξαναγίνονται μαμάδες. Εξαντλούν κάθε ικμάδα από τις δυνάμεις και τις αντοχές τους. Μέχρι τελευταίας πνοής.. Και ψυχικά δεν αποδεσμεύονται από τον κόσμο αυτό.. Και κακομαθαίνουν τα παιδιά τους, ώστε να βολεύονται και να μην αναλαμβάνουν τον κόπο και τις ευθύνες της ζωής. Μάλιστα, ωρισμένοι νέοι και νέες ούτε καν παντρεύονται, επειδή ακριβώς έχουν βολευτεί στο ρόλο του ξέγνοιαστου παιδιού, που από τη μια αντιδρά στην παρεμβατικότητα, υπερπροστασία και επικυριαρχία των γονέων του, απ’την άλλη όμως δεν αποφασίζει να κόψει τον ομφάλιο λώρο και να αυτονομηθεί, να ωριμάσει.
β. Όσα νέα παιδιά κατευθύνονται προς τον Μοναχισμό (και υπάρχει κάποια δόση υπερ-ενθουσιασμού ή και κάποιας «προπαγάνδας») μπαίνουν από την ανέμελη νεανική ηλικία σε άλλη «αναμελιά» υπακοής, απλοϊκής ζωής, απροβλημάτιστου βίου. Τούτο έχει ως συνέπεια, δυστυχώς, να μην ωριμάζουν, να βρίσκονται εκτός πραγματικότητος.. Σαφές μειονέκτημα ως προς την αρτίωση της προσωπικότητος. Ακόμη και ως προς το θέμα της αγνότητος, εφ’όσον δίνουν λύση στις γενετήσιες ορμές την απόλυτη αποχή από σκέψεις και εικόνες και αφορμές και την απόλυτη εκ προτέρου καταστολή, δεν φθάνουν στην καθαυτό ωριμότητα, η οποία προϋποθέτει να περάσει ο νέος άνθρωπος μέσα από το κανάλι του πειρασμού, να υποστεί καταιγισμό ερεθισμάτων και ψυχικών ταλαντώσεων, να φιλοσοφήσει επισταμένως και έτσι να φθάσει και να τοποθετηθεί και θεμελιωθεί πάνω στο σχέδιο του Θεού για το ανθρώπινο και πάνω στο ακριβές θείον θέλημα και την απάθεια.
Πολύ συγκινητική και διδακτική είναι η περίπτωση των συζύγων Δημητρίου και Ζωής Αγγελάκη στα Τρίκαλα, οι οποίοι εν ευσεβεία συγκρότησαν την οικογένειά τους, απέκτησαν 5 παιδιά και στη συνέχεια μόνασαν (1968). Γαλακτίων ονομάσθηκε ο άνδρας (49 ετών) ο οποίος εκοιμήθη πέρυσι στις 30 Οκτωβρίου 2014 σε ηλικία 95 ετών, και Βησσαρία (χάρη στον Οσ.Βησσαρίωνα των Τρικάλων) η σύζυγος (42 ετών). Εμόνασαν δε κοντά στον πνευματικό τους πατέρα π.Αιμιλιανό Σιμωνοπετρίτη, ο Γαλακτίων στην Σιμωνόπετρα, όπου και ο γιός του π.Αθανάσιος ο Υμνογράφος, και η Βησσαρία στη Μονή Ορμύλιας, όπου Ηγουμένη η κόρη τους Νικοδήμη και μοναχή μια εγγονή τους, η Εμμανουηλία.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Tὴν λαμπρὰν ξυνωρίδα τῶν μαρτύρων τιμήσωμεν ὥσπερ συζυγίαν ἀρίστην καὶ κλειτὴν καὶ θεόφρονα· τὸν θεῖον Γαλακτίωνα πιστοί, ὁμοῦ σὺν Ἐπιστήμῃ τῇ σεμνῇ. Δι' ἀσκήσεως γὰρ πόνων ἀθλητικὴν ἐξήνθησαν φαιδρότητα. Δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι' ὑμῶν πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Μαρτύρων Χριστοῦ, τοῖς δήμοις ἠριθμήθητε, ἀγῶσι στεῤῥοῖς, φαιδρῶς ἀγωνισάμενοι, Γαλακτίων ἔνδοξε, σῦν συζύγῳ σεπτῇ καὶ συνάθλῳ σου, Ἐπιστήμη, τῷ μόνῳ Θεῷ, πρεσβεύοντες ἄμφω ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Κάθισμα. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀσκήσει λαμπρύνας σου, τὸ ὀπτικὸν τῆς ψυχῆς, ἀκτῖσιν ἀθλήσεως, φωταγωγεῖς τοὺς πιστούς, Γαλακτίων μακάριε· ὅθεν σου τὴν ἁγίαν, καὶ φωσφόρον ἡμέραν, πίστει ἐπιτελοῦμεν, εὐσεβῶς σοι βοῶντες· Ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς Χριστόν, πρέσβευε σωθῆναι ἡμᾶς.
Ὁ Οἶκος
Τὸν γενναῖον ἐν Μάρτυσι Γαλακτίωνα, ἐν ᾀσμάτων ᾠδαῖς εὐφημήσωμεν, σὺν τῇ πανευκλεεῖ συζύγῳ, τῇ φερωνύμῳ Ἐπιστήμῃ· οὗτοι γὰρ καθεῖλον τοῦ ἐχθροῦ τὸ φρύαγμα, καὶ εἰδώλων τὸ ἄθεον ἤλεγξαν, τὴν δὲ πίστιν Χριστοῦ ἀνεκήρυξαν. Διὸ περιφανῶς λαβόντες παρ' αὐτοῦ, τοὺς στεφάνους τῆς ἀφθαρσίας, ἀπαύστως πρεσβεύουσιν ὑπέρ πάντων ἡμῶν.
Ένα ζήτημα φλέγουσας σημασίας, μια ιδέα, ένα εμβατήριο που όλοι λίγο πολύ ψελλίσαμε κατά τη στρατιωτική μας θητεία για τη Βόρεια Ήπειρο, την σκλαβωμένη αδερφή μας, είναι η αφορμή για περαιτέρω ιστορική αναζήτηση και έρευνα. Είχα ακούσει μια ιστορία για έναν παππού, που όταν απελευθέρωναν οι Εύζωνοι τη Β. Ήπειρο, πετώντας παράλληλα τους Ιταλούς στη θάλασσα το 1940, παρακολουθούσε την προέλαση των ελληνικών στρατευμάτων απαθής και ασυγκίνητος. Ένας στρατιώτης τον πλησίασε και τον ρώτησε απορημένος γιατί δεν χαίρεται που απελευθερώθηκε η σκλάβα πατρίδα και εκείνος ατάραχος του είπε λόγια που μόνο η λαϊκή σοφία δύναται να αντιληφθεί και να αφομοιώσει: «Ξέρω, παιδί μου, πως δεν είναι οριστικό, όπως οριστικό δεν ήταν και τις προηγούμενες φορές». Ο νεαρός στρατιώτης πάγωσε για μερικές στιγμές και μετά συνέχισε την πορεία του και τα καθήκοντά του. Αναλογιζόταν όμως συχνά τις κουβέντες του γέροντα. Και έψαξε. Και έμαθε.
Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ
H Χιμάρα, όπως ορθά ορθογραφείται, προερχόμενη ετυμολογικά από τη θεά των καταιγίδων Χίμαιρα, αλλά και τοπολογικά ως εξέλιξη της αρχαίας πόλης Χίμαιρα, βρίσκεται στους πρόποδες των Ακροκεραυνίων. Είναι τόπος που αρχικά ήτο άγονος αλλά με ανθρώπινη παρέμβαση κατέστη εύφορος και κατοικήσιμος.
Πρώτοι κάτοικοι της αρχαίας πόλης ήταν οι Χάονες, μια πελασγική φυλή, που έδωσε το όνομά της στην περιοχή. Η αρχαία ελληνική γραμματεία προσφέρει αδιάσειστες αποδείξεις για την ελληνικότητα της περιοχής. Η πρώτη αναφορά είναι από τον ποιητή Θεοδωρίδα, ο οποίος αναφέρει ότι:
Η παληκαριά τον άντρα στον ουρανό και στον Άδη τον φέρνει.
Έτσι και τον γιο του Σώσανδρου, το Δωρόθεο, μες τη φωτιά το ρίχνει.
Γιατί, ζητώντας λεύτερη στην Φθία μέρα, καραβοτσακίστηκε ανάμεσα στους Σηκούς και στη Χιμάρα.
Ο μεγάλος ιστορικός Θουκυδίδης, αναφέρει επίσης πως οι Χάονες ήταν: «λαός αβασίλευτος, κυβερνιόταν από δύο άρχοντες που εκλέγονταν κάθε χρόνο και προήρχοντο από το αρχαίο βασιλικό γένος του οποίου τα προνόμια είχαν περιοριστεί στην ηγεσία της φυλής αλλά με αιρετούς αντιπροσώπους»(Θουκ.Β 68-91 και Β 80,5). Σύμφωνα με τον Στράβωνα οι Χάονες έλαβαν μέρος στον Πελοποννησιακό Πόλεμο κατά των Ακαρνάνων.
Πλήθος γεγονότων ανά τους αιώνες δημιουργούν τις βάσεις για την άνθιση και την εδραίωση του ελληνικού πολιτισμού στην περιοχή. Παρά τις αναρίθμητες επιθέσεις που δέχεται ο πληθυσμός της, καταφέρνει πάντα να αντιστέκεται και ή να εκδιώκει τον εχθρό, παραμένοντας ανυπόταχτος στις πλείστες των περιπτώσεων ή να πετυχαίνει ευνοϊκούς όρους συνθηκολόγησης.
ΟΙ ΧΙΜΑΡΙΩΤΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, τα παλικάρια της Χιμάρας έδωσαν των υπέρ πάντων αγώνα, χωρίς να αφήσουν σε ησυχία τους τούρκους ούτε στιγμή. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι πολλοί καπεταναίοι και οπλαρχηγοί, κλέφτες και πολεμιστές της Εθνικής Παλιγγενεσίας κατέφευγαν μετά από επιχειρήσεις στα δύσβατα κορφοβούνια της περιοχής. Πλήθος αγωνιστών της περιοχής στάθηκαν στο πλευρό των αδερφών τους του Νότου: Χειμαριώτης, Σπυρομήλιος, Γκιόκας, Γκιάκας, Γκορέτσης, Δήμας Δημητρίου, Δούκας, Ζάχος, Χαρίσης, μερικά μόνο από τα ονόματα των ηρώων που αψήφησαν τη ζωή τους και τάχθηκαν στην Ιδέα της απελευθέρωσης του Γένους.
Τρανή απόδειξη επίσης για την αδιάσειστη ελληνικότητα της περιοχής αποτελεί και μια τούρκικη απογραφή του 1908 από την οποία προκύπτει ότι στα 13 χωριά της Χιμάρας, κατοικούν 7.218 Έλληνες επί συνολικού πληθυσμού 11.968 κατοίκων, περίπου δηλαδή το 60%.
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΕΝΩΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Ήταν το 1910, όταν ως απόρροια του κινήματος των νεότουρκων, τουρκικός στρατός εισέρχεται στη Χιμάρα, ασκώντας την ανθελληνική του πρακτική. Τα ελληνικά αντιτορπιλικά Ασπίς και Σφενδόνη που βρίσκονται στα ανοιχτά λειτουργούν ως φόβητρο και οι τούρκοι δεν προχωρούν σε κάποια ενέργεια. Η αρχή των Βαλκανικών Πολέμων βρίσκει την Ελλάδα έτοιμη να πραγματώσει εθνικούς πόθους και να αποκαταστήσει τα εθνικά και εδαφικά της δίκαια, ενώ παράλληλα παρουσιάζεται και η σπάνια ευκαιρία να πετάξει τους αντιπάλους της στην άβυσσο της Ιστορίας. Στις 5 Νοεμβρίου του 1912 ο Σπυρομήλιος, ο θρυλικός καπετάν Μπούας του Μακεδονικού Αγώνα, απελευθερώνει την Χιμάρα μέσα σε συνθήκες απίστευτης στρατηγικής ικανότητας.
Ένα μήνα πριν έχει απελευθερωθεί η Θεσσαλονίκη και άλλες περιοχές της Μακεδονίας. Η Ήπειρος βρίσκεται και αυτή στα σχέδια απελευθερώσεως και οι τρεις αξιωματικοί, Ταγματάρχης Χωροφυλακής Σπύρος Σπυρομήλιος, Τσόντος και Μάνος αποστέλλονται για κατόπτευση και προετοιμασία του μετώπου, δυνάμει της διαταγής υπ’ αριθ. 88263, που είχε εκδώσει η Ελληνική κυβέρνηση. 0 Σπυρομήλιος δεν χάνει ούτε στιγμή και μεταβαίνει στην Κέρκυρα, από όπου οργανώνει εθελοντικά σώματα συμπατριωτών του και σταδιακό εξοπλισμό των Χιμαριωτών. Στις 3 Νοεμβρίου 200 Κρήτες εθελοντές καταφτάνουν ως ενίσχυση του σώματος εθελοντών του Σπυρομήλιου.
Τα ξημερώματα της 5ης Νοεμβρίου το εθελοντικό σώμα των περίπου 2000 εθελοντών, αποτελούμενο από Χιμαριώτες, Κρήτες και άλλους εθελοντές επιβιβάζεται στα ατμόπλοια. Στις 7:30 το πρωί τα ελληνικά τμήματα αποβιβάζονται στα Σπήλιά της Χιμαρας. Ουδεμία αντίσταση άξια λόγου παρατηρείται. Ένα τμήμα κατευθύνεται στον Λογαρά, οι Κρητικοί παραμένουν στο νότιο τμήμα της πόλης ενώ Χιμαριώτες εθελοντές ετοιμάζονται για επίθεση και κατάληψη του Κάστρου της Χιμάρας. Στη σύγκρουση που πραγματοποιείται, οι τούρκοι εγκλωβίζονται και μέσα σε μια ώρα παραδίνονται στους πολιορκητές. Οι απώλειες ήταν τρεις νεκροί Τούρκοι στρατιώτες και ένας τραυματίας Χιμαριώτης, ενώ συλλαμβάνονται 32 τούρκοι και αποστέλλονται στην Κέρκυρα.
Μετά την κατάληψη του Κάστρου, ο Ταγματάρχης Σπυρομήλιος εισέρχεται στο Διοικητήριο της πόλης θριαμβευτής, ενώ η γαλανόλευκη τοποθετείται με πασίδηλη συγκίνηση σε περίοπτο σημείο. Στην Προκήρυξη που ακολουθεί, η Χιμάρα κηρύσσεται «ελευθέραν ως αναπόσπαστον τμήμα της μίας και αδιαίρετου μεγάλης Ελληνικής Πατρίδος». Ωστόσο στις 29 Νοεμβρίου ο Σπυρομήλιος λαμβάνει διαταγή να εγκαταλείψει την περιοχή. Οι Αλβανοί αρχίζουν να εξοπλίζονται και να συγκεντρώνονται για την ανακατάληψη της. Ο Σπυρομήλιος, πιστός στα κελεύσματα της ελληνικής ψυχής, αρνείται να εκτελέσει την διαταγή αποχώρησης και ταυτόχρονα οργανώνει αμυντικές θέσεις και σχέδια απόκρουσης, με τα πλέον θετικά αποτελέσματα.
Το τέλος των Βαλκανικών πολέμων
Με το πέρας τον Βαλκανικών Πολέμων, η Ελλάδα υποχρεώνεται να αποσύρει τον στρατό της από την περιοχή της Βορείου Ηπείρου. Για ακόμη μια φορά, ο Σπυρομήλιος, δεν εκτέλεσε την διαταγή της αποχώρησης, ανακήρυξε την αυτονομία της περιοχής και οργάνωσε τοπικές ένοπλες ομάδες, τους λεγάμενους «Ιερούς Λόχους» ενώ στις 17 Φεβρουάριου 1914 προσχώρησε στην προσωρινή Κυβέρνηση της Βορείου Ηπείρου που ορίστηκε στο Αργυρόκαστρο. Όλο αυτό το χρονικό διάστημα, έθεσε τις ικανότητές του στην υπηρεσία της Πατρίδας και της Σημαίας, αποκρούοντας επιτυχώς κάθε προσπάθεια επίθεσης από πλευράς των αλβανών.
Η ιστορία της Βορείου Ηπείρου και της Χιμάρας θα πρέπει να γεμίζει τον κάθε Έλληνα Εθνικιστή με αισθήματα ανάμεικτα. Νοσταλγία για χώματα ελληνικά, αλληλεγγύη και θαυμασμό για τα σκλαβωμένα αδέρφια μας που διώκονται, οργή και ιερό μένος γιατί βασανίζονται και δολοφονούνται επειδή τολμούν να μιλούν την ελληνική γλώσσα και να διάγουν κατά τον ελληνικό είθισται. Δεν έχει περάσει άλλωστε πολύ καιρός που ο εθνομάρτυρας Αριστοτέλης Γκούμας, έχασε τη ζωή του από τα υπάνθρωπο κτήνη, που τον δολοφόνησαν. Χρέος ιερό όλων ημών, καθίσταται η σπουδή της Ιστορίας και η μεταλαμπάδευση της Ιστορικής αλήθειας στις επόμενες γενιές.
Πηγή: Χειμάρα
Της Αστικής Μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας, με την επωνυμία «ΕΣΤΙΑ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ», που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής, επί της οδού Θέσπιδος αρ. 11
Επιστρέφει από την αίρεση της Εικονομαχίας
Ο Άγιος Ιωαννίκιος γεννήθηκε το 741 μ.Χ. στην επαρχία των Βιθυνών, σε κάποιο χωριό, του ονομαζόταν Μαρικάτο. Ευσεβείς Χριστιανοί ήσαν οι γονείς του. Τα ονόματα τους ήσαν Μυριτρίκης και Αναστασία. Από μικρός επομένως ο Ιωαννίκιος μορφωνόταν με τα διδάγματα της Χριστιανικής Θρησκείας.
Επειδή ήταν ρωμαλέος και μεγαλόσωμος γι αυτό οι αξιωματούχοι του βασιλέως τον ξεχώρισαν και τον έγραψαν επίλεκτο στον στρατό. Πολλές απ’ τις σωματικές του ικανότητες έδειξε στις διάφορες μάχες, ώστε προκαλούσε τον θαυμασμό των άλλων.
Ο διάβολος φθόνησε, γιατί ο Ιωαννίκιος φύλαγε τις εντολές του Κυρίου και έπλεξε εναντίον του παγίδες και πανουργίες. Τον έριξε δυστυχώς στην αίρεση των εικονομάχων.
Το ζήτημα της εικονομαχίας κράτησε στο Βυζάντιο πάνω από εκατό χρόνια. Πολλές καταστροφές επέφερε στο κράτος η Εικονομαχία. Μερικοί από τους εικονομάχους, από την κακή τους συνήθεια, όχι απλώς δυστροπούσαν και δεν προσκυνούσαν τις άγιες εικόνες, αλλά και είχαν κηρύξει άγριο πόλεμο εναντίον τους.
Επειδή όμως αμάρτανε, γιατί ακριβώς δεν ήξερε, ο καρδιογνώστης Θεός δεν τον άφησε να μείνει πολύ χρόνο στην ασέβεια, άλλα με τον έξης τρόπο τον σαγήνευσε στην Ορθοδοξία. Κάποια εποχή, ενώ ο Ιωαννίκιος γύριζε από τον πόλεμο, περνούσε από τον Όλυμπο. Εκεί συνάντησε έναν ενάρετο ασκητή. Ο ασκητής μόλις τον είδε του είπε:
› Ματαίως κουράζεσαι, Ιωαννίκιε, να φυλάξεις με τόσο κόπο την αρετή, χωρίς να προσκυνάς την εικόνα του Χριστού, πού τόσο περιφρονείς.
Μόλις άκουσε αυτά ο Ιωαννίκιος, θαύμασε τον άγιο Γέροντα. Έπεσε στα πόδια του και ζητούσε συγχώρηση. Του έδωσε δε την υπόσχεση του, πώς στο έξης θα προσκυνούσε την εικόνα, του Χριστού και των άλλων Αγίων με ευλάβεια.
Ιωαννίκιος ο Βουλγαροφάγος
Παρακαλούσε ο Ιωαννίκιος τον Κύριο να του δώσει τη δύναμη να νικήσει, και τούς αοράτους δαίμονας. Λυπόταν πολύ επειδή είχε χάσει τόσον πολύτιμο καιρό, πολεμώντας τούς Βουλγάρους και κινδυνεύοντας την ζωή του για πρόσκαιρη; δόξα. Ευχόταν προς τον Κύριο να τον συγχώρεση, δίνοντας ιερή υπόσχεση να μη φροντίζει πλέον για το σώμα του, αλλά μόνο και μόνον για την ψυχή του.
Αναχωρεί για Ασκητής
Σκεπτόμενος, λοιπόν, αυτά, αποφάσισε να έλθει και να ασκητέψει στον Όλυμπο και να περάσει εκεί τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του. Προηγουμένως ήρθε στην Ιερά Μονή των Αυγάρων. Εξομολογήθηκε στον Καθηγούμενο της Μονής Γρηγόριο, ο οποίος τον συμβούλεψε να μη πάει αμέσως τότε στην άσκηση, αλλά να υπομείνει ορισμένο χρόνο με συνοδεία άλλων μοναχών, για να μάθει την υπακοή, την ταπείνωση και να συνηθίσει τούς πολέμους του πονηρού. Έμεινε στο Μοναστήρι του Αντιδίου δύο χρόνια μαθαίνοντας ψαλμούς και αντιμετωπίζοντας, τους πολέμους του σατανά. Είχε πόθο αμέτρητο για ησυχία ο Ιωαννίκιος. Γι αυτέ επήρε συγχώρεση από όλους τους αδελφούς τού Μοναστηρίου και αναχώρησε. Νήστεψε ο Ιωαννίκιος 7 ημέρες και προσευχόταν στον Θεό να του γίνει οδηγός. Την έβδομη ημέρα άκουσε φωνή από τον ουρανό που το είπε να προχωρήσει στο εσωτερικό του βουνού. Έπειτα βρήκε δύο ασκητές οι οποίοι του προφήτεψαν ότι θα ασκηθεί 50 χρόνια και θα πειραχτεί από φθονερούς αλλά δεν θα πάθει τίποτα. Μετά από αυτά έχοντας την ευχή των ασκητών πήγε στο βουνό Τριχάλι.
Αυστηρότατη άσκηση
Σ’ αυτό έζησε ζωή ασκητική. Ουδέποτε εισερχόταν μέσα σε σπίτι ή σπηλιά. Πάντα ζούσε στο ύπαιθρο, έχοντας για σκέπη τον ουρανό. Υπέφερε τούς ανέμους και τα χιόνια όλη την αγριότητα των καιρών. Επειδή μάθαιναν για αυτόν ο κόσμος έφυγε πιο πέρα στον Ελλήσποντο, εκεί έσκαψε έναν λάκκο ώστε να χωράει. Εκεί έζησε έχοντας ένα βοσκό να του φέρνει κάθε μήνα λίγα ψωμιά και λίγο νερό. Εκάθησε 3 χρόνια προσευχόμενος.
Ο πειρασμός της πορνείας
Καθώς προχωρούσε ο Άγιος για τον καινούργιο τόπο της ασκήσεως του συνάντησε στο δρόμο του δυο μοναχές, μια μητέρα και, την κόρη της. Είχε όμως η Θυγατέρα της μεγάλο πειρασμό πού την παρακινούσε προς την πορνεία τόσον πολύ, ώστε η μητέρα της δεν μπορούσε να την εμπόδιση πλέον με διδασκαλίες και παραδείγματα. Βλέποντας, λοιπόν, τον Άγιο τον παρακάλεσε να της διαβάσει μια ευχή για να λυτρωθεί απ’ τον μεγάλο πειρασμό.
Ο Όσιος επειδή λυπήθηκε την κόρη, της είπε να βάλει τα χέρια της πάνω στον λαιμό του και προσευχήθηκε για να φύγει ο πειρασμός από την κόρη και να πάει πάνω σ αυτόν.
Και με την προσευχή του ελευθερώθηκε μεν η κόρη, αλλά ο πειρασμός φορτώθηκε πάνω στον Άγιο Ιωαννίκιο. Ο πειρασμός ήταν μεγάλος. Ο Ιωαννίκιος προτιμούσε να πεθάνει παρά να υποκύψει στον πειρασμό της πορνείας.
Σε λίγο όμως, κι ύστερα από πνευματικούς αγώνες, νηστεία, προσευχή και αγρυπνία, ο Θεός τον απάλλαξε από τον πειρασμό. Αφανίσθηκαν δε οι πονηρές σκέψεις και κάθε επιθυμία της σάρκας από αυτόν.
Λαμβάνει το Αγγελικό Σχήμα
Άλλα παρά τα πνευματικά του παλαίσματα. Θεωρούσε τον εαυτό του, μικρό, τιποτένιο και γι αυτό ακόμη ο Ιωαννίκιος δεν είχε γίνει μοναχός. Άκουσε όμως φωνή από τον ουρανό να του λέγει, να πάει να κατοίκηση σε καπόιο τόπο, πού τον έλεγαν Εριστή και να φορέσει εκεί το μοναχικό ένδυμα, σε εκείνο το ασκητήριο.
Όταν λοιπόν έλαβε το Άγιο σχήμα ο Ιωαννίκιος, ήλθε σε τόπο πού ονομαζόταν Κρίτημα και έμεινε εκεί δεμένος με μια αλυσίδα, πού είχε μάκρος εξ οργυές, περίπου τρία χρόνια.
Στο τέλος τού τρίτου χρόνου σκέφτηκε να πάει σε έναν τόπο Χελιδόνα, με σκοπό να συνομιλήσει με έναν άγιο άνδρα, πού ονομαζόταν Γεώργιος. Επήγε κατόπιν στη Μονή των Αυγάρων με κάποιο μαθητή, πού τον έλεγαν Παχώμιο. Ανέβηκαν στο κοντινό βουνό, για να ιδούν τα κελιά, πού έκτιζαν εκεί. Αυτά προορίζονταν γι εκείνους, πού ήθελαν να ζουν μακριά από τούς ανθρώπους.
Τον δηλητηριάζουν
Στο μέρος, πού ασκήτευε ο Άγιος, ήταν και ένας άλλος αναχωρητής. Τον έλεγαν Γουρία και νομιζόταν άγιος άνθρωπος. Ο Γουρίας όμως γνώριζε, ότι ο Ιωαννίκιο ς τον περνούσε στα χαρίσματα και στην αγιότητα, και τόσο τον κυρίευσε ο φθόνος, ώστε σκέφθηκε να θανατώσει τον Ιωαννίκιο με δηλητήριο.
Μια μέρα λοιπόν, ήλθε στο κελί του Άγιου, δήθεν για να διδαχτεί από την αρετή του Άγιου. Ο Ιωαννίκιος τον δέχθηκε απονήρευτα και τον κράτησε μαζί του αρκετές ημέρες. Μια, λοιπόν, ημέρα ο Γουρίας έβαλε στο νερό, πού του έδωσε να πιει δηλητήριο και, μέσα σε λίγες στιγμές άρχισε ο Άγιος να πονά. Ο Θεός όμως δεν τον άφησε να πονά για πολλή ώρα. Έστειλε τον Άγιο Ευστάθιο και τον απάλλαξε από τούς ανυπόφορους πόνους. Έκτισε δε από ευγνωμοσύνη προς τον Άγιο Ευστάθιο για να τον τιμήσει και εκκλησία ο θεραπευθείς Ιωαννίκιος.
Μετά από αυτά ο Άγιος έφυγε και επήγε στο όρος Τριχάλικος για να ησυχάσει. Ζούσε και εκεί άστεγος, εις το ύπαιθρο. Όπου αξιώθηκε να προφητεύει και να θεραπεύει.
Προφητεύει τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας
Ο Άγιος προέλεγε και τα μέλλοντα να συμβούν. Έτσι λόγου χάριν προείπε εις τον Ιγγερ, πρόεδρο της Νικαέων Εκκλησίας, άλλ εικονομάχο, τον θάνατον του. Απέστειλε μάλιστα προς αυτόν κάποιο Βασίλειο μοναχό, εκ της Μονής των Ήλιου Βωμών (Ελεγμών), ίνα συμβουλεύσει και μεταστρέφει εις την ορθή οδό. Άλλ εκείνος «ουκ εβουλήθη συνιέναι», και απέθανε αμετανόητος ο δυστυχής.
Έπειτα ήλθε ο Όσιος στο Όρος του Αντιδίου. Έκτισε εκεί το κελί του. Ταλαιπωρώντας και εκεί το σώμα του στην άσκηση και την σκληραγωγία.
Το καιρό εκείνον ακόμη στην Εκκλησία επικρατούσε σύγχυσης, λόγω της εικονομαχίας. Ο δε προεστός των Αγαύρων Ευστράτιος ερώτησε τον Όσιο, πότε θα τελείωναν τα σκάνδαλα από την Εκκλησία. Ο Άγιος απήντησε:
› Μετά τον Θάνατον του Θεοφίλου, θα αποκαταστήσει την τάξη εις την Εκκλησία ένας ενάρετος Πατριάρχης, ο Μεθόδιος.
Και πράγματι: Οι προφητείες του Άγιου αποδείχθηκαν αληθινές.
Τον τραυματίζει ο φθονερός
Κάποιος μοναχός πού τον έλεγαν Επιφάνιο, ήταν και αυτός σε εκείνα τα μέρη. Είχε ψεύτικη φήμη, ότι είναι άγιος και ενάρετος. Αλλά ο διάβολος του έβαλε τόσον φθόνο και μίσος στην ψυχή του, ώστε ήθελε να κάνει κακό στον Άγιο Ιωαννίκιο. Έβαλε, λοιπόν, φωτιά στο όρος, όπου κατοικούσε ο Άγιος, για να κάψει μαζί και τον Άγιο. Αλλά δεν μπόρεσε, γιατί ο Άγιος γνώριζε τις κακές διαθέσεις του Επιφανίου. Τον κάλεσε μάλιστα ο Ιωαννίκιος να φάνε. Αλλά ο άθλιος Επιφάνιος ήταν αμετανόητος. Μια ήμερα ο φθονερός αυτός Μονάχος κρατώντας στα χέρια του ένα σουβλερό σίδερο, κτύπησε τον Άγιο στην κοιλιά του. Αλλά ευτυχώς με την βοήθεια ν του Θεού έμεινε ο Άγιος, για μια ακόμη φορά αβλαβής.
Κοίμηση του
Κατά τον τέταρτον χρόνο της βασιλείας του Μιχαήλ, ο Πατριάρχης Μεθόδιος, επειδή γνώρισε ότι ο Άγιος ασθενεί και ότι πρόκειται να αποθάνει, τον επισκέφτηκε, να πάρει την ευλογία του. Κάλεσε τότε ο Ιωαννίκιος όλους τους Χριστιανούς, κληρικούς και μοναχούς, και τους είπε να φυλάγουν την Ορθόδοξο Πίστη και να έχουν μεταξύ τους αγάπη και ομόνοια.
Κατά την ώρα όπου αναπαύτηκε ο Μέγας Ιωαννίκιος, είδαν οι μοναχοί του Ολύμπου το έξης παράδοξο: Είδαν πύρινο στύλο και προπορευόταν άγγελοι. Αυτοί άνοιγαν τις πύλες του Παραδείσου. Μέσα μπήκε ο Άγιος και προσκύνησε την Παναγία Τριάδα.
Το Άγιο λείψανο, του το έθαψαν ο Πατριάρχης και οι άλλοι παρευρισκόμενοι μοναχοί. Έκανε δε τούτο και μετά θάνατον θαύματα: Γιάτρευε παράλυτους, έδιωχνε δαίμονες και με άλλους τρόπους βοηθούσε τούς ανθρώπους, πού ζητούσαν την βοήθεια του Άγιου.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ´.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαίς,τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησας· καὶ τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατὸν τοὺς πόνους ἐκαρποφόρησας· καὶ γέγονας φωστήρ, τῇ οἰκουμένῃ λάμπων τοῖς θαύμασιν, Ἰωαννίκιε Πατὴρ ἡμῶν Ὅσιε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Tὴν ἐπίγειον δόξαν, πάτερ, κατέλειπες καταυγασθεὶς τῇ ἐλλάμψει τῆς ἐπινοίας Θεοῦ, ὅθεν ἔφανας ἐν γῇ ὡς ἄστρον ἄδυτον• θείας φωνῆς γὰρ ὡς Μωσῆς μυστικῶς ἀξιωθείς, ἰσάγγελος ἀνεδείχθης καὶ δωρημάτων ταμεῖον, Ἰωαννίκιε μακάριε.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ἀστὴρ ἐφάνης παμφαὴς ἐπὶ γῆς λαμπῶν, καὶ τοὺς ἐν ζόφῳ τῶν παθῶν περιαυγάζων, ἰατρὸς δὲ ἀρωγότατος τῶν νοσούντων, ἀλλ' ὡς χάριν εἰληφώς, τὴν τῶν ἰάσεων, τοῖς αἰτοῦσι σε παράσχου πᾶσαν ἴασιν, ἵνα κράζωμεν. Χαίροις Πάτερ, Ἰωαννίκιε.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν τῇ μνήμῃ σήμερον, τῇ ἱερᾷ σου, συνελθόντες ἅπαντες, ἐκδυσωποῦμεν οἱ πιστοί, Ἰωαννίκιε Ὅσιε, παρὰ Κυρίου, εὑρεῖν ἡμᾶς ἔλεος.
Ανεπαρκής, ελλατωματική με σοβαρές ελλείψεις, παραλήψεις…
Νὰ θυμᾶσαι καὶ νὰ φοβᾶσαι δύο λογισμούς. Ὁ ἕνας λέει: «Εἶσαι ἅγιος»·καὶ ὁ ἄλλος: «Δὲν θὰ σωθεῖς». Κι οἱ δύο αὐτοὶ λογισμοὶ προέρχονται ἀπὸ τὸν ἐχθρό, καὶ δὲν ἔχουν ἀλήθεια μέσα τους.
Κάθε χρόνο, οι πιο ισχυρές χώρες του κόσμου ξοδεύουν δισεκατομμύρια δολάρια για τη λεγόμενη «άμυνα»
Μέ τήν παροῦσα Ποιμαντορική Ἐγκύκλιο ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μετά πολλῆς ἐν Κυρίῳ ἀγαλλιάσεως καί χαρᾶς, ἐπικοινωνεῖ σήμερα μέ τό εὐσεβές πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας.
Ο ενάρετος ιερεύς
Ο Άγιος Γεώργιος ο Νεομάρτυς, καταγόταν από την επαρχία της Νικοπόλεως. Αυτή βρισκόταν στην Μικρά Ασία. Ο Γεώργιος ήταν ιερεύς και διέπρεπε στην Νεάπολη κατά τον δέκατο όγδοο αιώνα, προ της Επαναστάσεως δηλ. του 1821. Εφημέρευε δε στην Εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Η ζωή του ήταν ακηλίδωτη και άμεπτη. Εξυπηρετούσε με κάθε του πράξη το θείον θέλημα...
Τον σκοτώνουν οι Τούρκοι
Κατά το έτος 1797 οι Χριστιανοί του χωρίου Μαλακοπή παρεκάλεσαν τον σεβάσμιο ιερέα να τους επισκεφτεί και να ιερουργήσει σε κάποια μεγάλη τοπική γιορτή. Η Νεάπολης όπου έμενε ο ιερεύς απείχε, με τα τότε υπάρχοντα συγκοινωνιακά μέσα, έξη περίπου ώρες από την Μαλακοπή. Ο Νεαπολίτης ιερεύς Γεώργιος δέχθηκε με μεγάλη χαρά την πρόσκληση των ευσεβών Χριστιανών της Μαλακοπής. Ήθελε να ιερουργήσει ο σεβάσμιος Γέροντας και να τονώσει εκεί με λίγα άπλα λόγια την πίστη τους.
Επειδή ήταν γέροντας και καχεκτικός και επειδή η πορεία θα ήταν πολύωρη, χρήσιμο ποίησε σα συγκοινωνιακό μέσο ένα γαϊδουράκι. Πήρε ο άγιος Γέροντας τα απολύτως χρειαζούμενα, έκανε τον σταυρό του και ξεκίνησε. Στη διαδρομή του έψελνε τροπάρια και ύμνους της Ορθοδοξίας με μεγάλη ευχάριστη σι και πρωτοφανή ενθουσιασμό.
Ένοιωθε μέσα του μια όμορφη ανεξήγητη χαρά, μια προσδοκία μυστηριώδη...
Υμνολογώντας τον Κύριο δεν του φάνηκε διόλου ο δρόμος και να τώρα λίγο πιο κάτω αντίκριζε την Μαλακοπή. Ενώ όμως πλησίαζε το χωριό αυτό, σ' ένα μέρος πού λεγόταν Κόμπια — Ντερέ, δηλαδή ρεματιά, παρουσιάσθηκαν μπροστά του μερικοί Τούρκοι βοσκοί. Ήταν γεμάτοι ανεξήγητη αγριότητα. Με απερίγραπτη βαρβαρότητα και πρωτόγονο μίσος όρμησαν κατά του ασθενικού Γέροντος. Του πήραν και τα φτωχικά του ρούχα. Τον άφησαν γυμνό και νεκρό. Το βασανισμένο λείψανο του, το έριξαν πριν φύγουν μέσα σ’ ένα φαράγγι, πού βρισκόταν εκεί κοντά. Κατ’ αυτόν τον τρόπον, διά του μαρτυρικού τέλους, ο Άγιος Γεώργιος ο Νεαπολίτης, σφράγισε την ενάρετη ζωή του.
Πώς βρήκαν το άγιο Λείψανο
Οι κάτοικοι της Μαλακοπής, χωρίς να γνωρίζουν τα γεγονότα, περίμεναν τον Άγιο με αγωνία να τους λειτουργήσει, αλλά ματαίως. Ο Άγιος δεν φαινόταν. Πέρασαν τρεις και τέσσερες ημέρες γεμάτες αγωνία προσμονής, αλλά ο ιερεύς δεν φαινόταν να έρχεται Ανησύχησαν επίσης για την παρατεινομένη απουσία του και οι κάτοικοι της Νεαπόλεως.
Και στην μεγάλη αγωνία τους βγήκανε σε αναζήτηση του Αγίου.
Όταν όμως πληροφορήθηκαν από τούς κατοίκους της Μαλακοπής, ότι ο ιερεύς δεν είχε έλθει στο χωριό τους, έψαξαν όλον τον δρόμο, πού χρησιμοποίησε ο Γεώργιος.
Κατάπληκτοι σαν να τούς χτύπησε κεραυνός ένοιωσαν όλοι. Θρήνησαν και πένθησαν όταν τελικά βρήκαν το Άγιο λείψανο και την κεφαλήν του Αγίου στο φαράγγι. Αμέσως κατάλαβαν τί είχε συμβεί, και εννόησαν τον σκληρό μαρτυρικό θάνατο του Ιερέως τους. Με μεγάλη προσοχή τότε οι χριστιανοί, για να μη γίνουν αντιληπτοί από τούς Τούρκους, πήραν το λείψανο του Αγίου και το έθαψαν, κάτω από μια σεμνή και συγκινητική ατμόσφαιρα, στον τόπο, όπου το βρήκαν. Επάνω στον τάφο έβαλαν μια πλάκα με την λιγόλογη επιγραφή: «Ιερεύς Γεώργιος».
Η ανακομιδή του αγίου Λειψάνου
Πέρασε από τότε πολύς καιρός και το σώμα του Αγίου αναπαυόταν, εκεί όπου πρόχειρα είχε ταφή, η δε ψυχή του ηγάλλετο μετά των Αγγέλων και των Αγίων πλησίον του Κυρίου. Κάποια όμως νύχτα, παρουσιάστηκε ο Ιερομάρτυρας στον ύπνο μιας γυναίκας, χήρας, πού ήταν ευλαβής χριστιανή και της διηγήθηκε πόσα και τί μαρτύρια έπαθε στο δρόμο, από τούς εξαγριωμένους Τούρκους όταν πήγαινε στη Μαλακοπή.
Και τώρα της λέγει,
› Nα σηκωθείς και να πάς αμέσως στην Δημογεροντία, για να έρθουν να με βρουν στο γνωστό Κόμπια — Ντερέ, πλησίον της Μαλακοπής.
Η γυναίκα δεν έδωσε σημασία και προσοχή στο όνειρο, πού είδε.
Ξαναπαρουσιάσθηκε όμως ο Άγιος μετά από λίγες ημέρες.
› Γιατί δεν πήγες εκεί πού σε έστειλα;
της είπε έντονα.
Γεμάτη τότε τρόμο σηκώθηκε η ευλαβική γυναίκα και επήγε στο σπίτι ενός γνωστού της Δημογέροντα. Του διηγήθηκε ότι είδε και όσα της είπε ο Ιερομάρτυρας Γεώργιος.
Μόλις έμαθαν αυτό οι Νεαπολίτες, ήλθαν αμέσως με μεγάλη προθυμία, στο μέρος όπου τούς είχε υποδείξει ο Άγιος, διά της γυναικός εκείνης. Έσκαψαν τον πρόχειρο εκείνο τάφο και βρήκαν το τίμιο του Αγίου λείψανο άθικτο και άφθαρτο και γεμάτο θεία ευωδία!! Το προσκύνησαν με μεγάλη ευλάβεια, ιερά συγκίνηση και χαρά και το έβαλαν μέσα σε μια ξύλινη λάρνακα.
Το μετέφεραν κατόπιν στο σπίτι του ιερέως Νεοφύτου, σαν άγιο πλέον λείψανο. Μπροστά σ’ αυτό έκαιγε συνεχώς καντήλι, και πολλοί ερχόταν κάθε μέρα για να ψέλνουν παρακλήσεις και να παρακαλούν τον Άγιο. Πολλά θαύματα έγιναν σ’ αυτούς, πού ερχόταν με αληθινή πίστη, και ζητούσαν την βοήθειά του.
Πως μεταφέρθηκε το άγιο λείψανο του στην Ελλάδα
Ήλθε τέλος το έτος 1924. Τότε έγινε η ανταλλαγή των πληθυσμών και οι Έλληνες της Καπαδοκίας ετοιμάζονταν να αναχωρήσουν για την Ελλάδα. Ο καθένας έπαιρνε ότι πολύτιμο μπορούσε να μεταφέρει. Ο εφημέριος τού νου της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, Αρχιμανδρίτης Ιγνάτιος, θεώρησε πρώτον καθήκον την μεταφορά του λειψάνου του Αγίου Γεωργίου. Μετά τον θάνατο του ιερέως Νεοφύτου, βρισκόταν στον ιερό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου αυτός. Αφού πήραν, λοιπόν, το λείψανο με τα άλλα ιερά σκεύη, το μετέφεραν στην παραλία της Μυρσίνης και από εκεί μπήκαν σ' ένα ατμόπλοιο, για την Ελλάδα.
Όταν έφθασαν στην ελεύθερη Ελλάδα, παρέδωσαν το λείψανο στους Νεαπολίτες, οι οποίοι το τοποθέτησαν, σαν ιερό κειμήλιο, στον ιερό Ναό του Αγίου Ευσταθίου, στη συνοικία Νέα Νεάπολη Περισσού Αθηνών. Ευρίσκεται δεξιά της Σαφραμπόλεως και πάνω από τη Νέα Ιωνία.
Πολλά θαύματα εξακολουθούν να γίνονται έκτοτε συνεχώς σε πολλούς, πού με πίστη, προσέρχονται, για να ζητήσουν τη θαυματουργό δύναμη τού Αγίου.
ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΟΥ ΝΕΑΠΟΛΙΤΟΥ.
Ο Άγιος Γεώργιος ο Νεαπολίτης (3 Νοεμβρίου) του οποίου το σκήνωμα (άφθαρτο, εκτός της Αγίας Κάρας του που έχει αποκοπεί) φυλάσσεται στον Ι.Ν Αγίου Ευσταθίου Άνω Νέας Ιωνίας στην Αθήνα (μαζί με την αγία κάρα), έχει κάνει πολλά θαύματα:
1. Διαβάζουμε στη Βιογραφία του: "...Ανήσυχοι οι Νεαπολίτες (που περίμεναν να επιστρέψει ο άγιος από γειτονικό χωριό που είχε πάει και δεν επέστρεφε-τον είχαν σκοτώσει οι Τούρκοι) βγήκαν σε αναζήτησή του. Βρήκαν το άγιο σώμα του άψυχο στο δρόμο μεταξύ των δυο χωριών και την τίμια κεφαλή και θρηνώντας και κλαίγοντας για τον σκληρό θάνατο του ποιμένα τους τον κήδευαν επιτόπου βιαστικά, φοβούμενοι τη μανία των Αγαρηνών. Πάνω στον τάφο μια πέτρα έφερε την απλή επιγραφή : «Ιερεύς Γεώργιος»
Πέρασε έτσι αρκετός καιρός, όταν μια νύκτα ο άγιος ιερομάρτυς εμφανίζεται σε όραμα σε μια ευλαβή χήρα διηγούμενος τα όσα συνέβησαν και προτρέποντάς την να ενημερώσει τη Δημογεροντία, για να φροντίσουν να τον βρουν στην τοποθεσία όπου είχε ταφή. Η γυναίκα δεν έδωσε σημασία, όταν όμως έπειτα από λίγες μέρες το όνειρο επαναλήφθηκε, έντρομη έπραξε όσα της ζήτησε ο άγιος.
Δίχως αναβολή οι ευσεβείς Νεαπολίτες με επικεφαλής τον ιερέα τους, ονόματι Νεόφυτο, γιο του επίσης ιερέα Βασιλείου, συνεφημερίου του αγίου, σπεύδουν και ανασκάπτουν τον πρόχειρο εκείνο τάφο. Ω, του θαύματος! Το λείψανο του Αγίου υπάρχει σώο και ακέραιο διαχέοντας ουράνια ευωδιά και Χάρη! Αφού το προσκύνησαν με ευλάβεια και δέος, το τοποθέτησαν σε ξύλινη λάρνακα και το μετέφεραν στην οικία του π. Νεοφύτου όπου, κατά την επιθυμία του ίδιου του Αγίου, φυλασσόταν σε ένα κελί. Εκεί προσέρχονταν πάρα πολλοί, ντόπιοι και ξένοι, για να προσκυνήσουν τον Άγιο και να λάβουν αγιασμό από το σεπτό λείψανό του.
Αρχίζουν να τελούνται θαύματα. Ασθένειες και αναπηρίες θεραπεύονται, άτεκνοι αποκτούν παιδιά, ψυχικά νοσήματα εξαφανίζονται, ακόμη και για ανομβρία καταφεύγουν στον Άγιο οι Νεαπολίτες, για να δουν σε λίγη ώρα την ευλογημένη βροχή να πέφτει δυνατή. Όλοι ομολογούσαν πόσο θαυματουργός αναδείχτηκε ο Άγιος Γεώργιος!
Το 1924, με την ανταλλαγή των πληθυσμών, αναχώρησαν και οι Έλληνες της Καππαδοκίας για την ελεύθερη Ελλάδα παίρνοντας ο καθένας μαζί του ό,τι θεωρούσε πολυτιμότερο. Ο τότε εφημέριος του Ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου αρχιμανδρίτης Ιγνάτιος, θεωρώντας πρώτο του καθήκον την ασφαλή μεταφορά του θαυματουργού και άφθαρτου λειψάνου του Αγίου Γεωργίου, το μετέφερε από την παραλία της Μερσίνης με ατμόπλοιο στην Αττική. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού είχε μεγάλη θαλασσοταραχή, η οποία όμως κόπασε με θαύμα του Αγίου (Το θαύμα είναι πως επί κάποιες συνεχόμενες μέρες κάθε βράδυ εμφανιζόταν στο πλοίο ένας Ιερωμένος και θύμιαζε το χώρο που φυλασσόταν το σκήνωμα του Αγίου. Ο Κυβερνήτης νομίζοντας πως είναι ο πατήρ Ιγνάτιος του έκανε παρατηρήσεις να μην θυμιατίζει το βράδυ γιατί φοβόντουσαν οι ναύτες. Ο πατήρ Ιγνάτιος απάντησε - και έτσι ήταν-πως όλα αυτά τα βράδια κοιμόταν γιατί ήταν κουρασμένος από την ταλαιπωρία. Του είπε όμως πως στο πλοίο φυλασσόταν το λείψανο του Άγιου Γεωργίου του Νεαπολίτου οπότε και άναψαν καντήλι στο χώρο. Κάποια στιγμή, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού έγινε φοβερή θαλασσοταραχή κατά την οποία αναποδογύρισε το λείψανο του αγίου. Μόλις το έβαλαν στη θέση του, αμέσως η θάλασσα γαλήνεψε).
Στην Αττική το ιερό λείψανο παραδόθηκε στους Νεαπολίτες, οι οποίοι το τοποθέτησαν με ευλάβεια στον Ιερό Ναό του Αγίου Ευσταθίου στη Νέα Νεάπολη του Περισσού. Από τότε άπειρα είναι τα θαύματα και οι ιάσεις που ενεργεί ο Άγιος Γεώργιος σε όσους με πίστη επικαλούνται το όνομά του."
2. Νεωκόρος στην εκκλησία του αγίου Ευσταθίου μου είχε πει εμένα όταν τον ρώτησα για τον άγιο (το 2000) πως πρόσφατα τότε (ίσως και μέσα στο 2000) δικηγόρος που δεν είχε παιδιά ερχόταν κάθε μέρα στην εκκλησία και άναβε κάθε φορά μια λαμπάδα στον άγιο για να πετύχει το ποθούμενο, πράγμα που γρήγορα εκπληρώθηκε.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Βίον ἅγιον, ἐμφρόνως ἔχων, ἱερατεύσας, Θεῷ ὁσίως, θεοφόρε παμμάκαρ Γεώργιε· καὶ γεωργῶν τῆς ἀγάπης τὸ πλήρωμα, τὸ ἱερὸν ἀπετμήθης αὐχένα σου. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Θυσίαν Θεῷ προσφέρων τὴν ἀναίμακτον, ὡς ὢν ἱερεύς, τῆς χάριτος Γεώργιε, σεαυτὸν προσήγαγες, ὥσπερ θῦμα αὐτῷ καθαρώτατον· διὰ τοῦτο δεδόξασαι, σὺν Ὁσίων χορείαις, καὶ κλεινοῖς ἀθληταῖς.
Σημαντικός ο αυτοέλεγχος του παιδιού και η σωστή σχέση με τους γονείς στη πρόληψη της απελπισίας και της τάσης αυτοκαταστροφής.
Πρόκειται πρακτικά για ένα λεπτομερές σχέδιο εθνοκάθαρσης...
Οὗτος μὲν δὴ τῶν ἐμῶν λόγων ὁ πρῶτος ἄεθλος ἐκτετέλεσται καὶ διήνυσται· καὶ γὰρ ἐπεδειξάμην ἱκανῶς τὴν τοῦ ἀνδρὸς κακοήθειαν ἐν οἷς ἔδρασέ τε καθ᾿ ἡμῶν, καὶ οἷς ἔμελλεν, ἀεί τι τῶν παρόντων ἐπινοῶν βαρύτερον. Νῦν αὖτε σκοπὸν ἄλλον, ὃν οὐκ οἶδ᾿ εἴ τις βέβληκεν, ἤδη τοῦ λόγου προστησόμεθα
Ο ΕΚ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΙΑΚΩΒΟΣ (1η Νοεμβρίου 1519)
Κατήγετο εκ τίνος χωρίου, κειμένου πλησίον τής Καστοριάς καί εκαλείτο ’Ιωάννης. Οί γονείς του, Μαρτίνος καί Παρασκευή, πτωχοί, άσημοι, ταπεινοί, σεμνοί καί άμαθεϊς, πλήν του ’Ιακώβου είχον καί ετερον υιόν. Είς αυτούς έμοίρασαν τήν περιουσίαν των. Ό Ιάκωβος ήτο βοσκός, ιδιώτης καί άγράμματος, εις όλίγον όμως χρόνον έπλούτισε. Διά τούτο έφθονήθη από τον άδελφόν του, όστις τόν διέβαλεν είς τόν κριτήν ώς εύρόντα θησαυρόν. Έκ τού γεγονότος τούτου ήναγκάσθη ό ’Ιάκωβος νά εγκατάλειψη τήν πατρίδα του καί νά μεταβή είς τήν Κωνσταντινούπολιν, εμπορευόμενος πρόβατα καί κρέας, κατόπιν άδειας τού σουλτάνου. Τό έμπόριον τόν κατέστησε πλούσιον καί όνομαστόν, κυρίως είς τάς παραδουνάβιους χώρας. Κάποιαν ήμέραν ήκουσεν άπό άσεβή ’Αγαρηνόν άρχοντα, είς τήν οικίαν τού οποίου ήτο προσκεκλημένος, ότι ό Πατριάρχης Νήφων έθεράπευσε τήν βασανιζομένην άπό τόν δαίμονα γυναίκα του. Τότε ελαβε τήν άπόφασιν νά Ιδη τόν Πατριάρχην. Μετ’ όλίγας ήμέρας έπεσκέφθη τόν Πατριάρχην, ζητών νά έξομολογηθή είς αύτόν. Ή έπίσκεψις αυτή συνετέλεσεν ώστε νά αύξάνη εκτοτε ή προς τον Θεόν πίστις τοΰ ’Ιακώβου καί ή προς τον πλησίον αγάπη. Έν τέλει ό ’Ιάκωβος έλαβε τήν άπόφασιν, έμοίρασε την περιουσίαν του, ήτις άνήρχετο είς τό ποσόν των 600.000 γροσίων καί μετέβη εις το "Αγιον Όρος. Μετά τήν έπίσκεψιν όλων των έν Άγίω Όρει μονών, έμεινεν είς τήν μονήν Δοχειαρίου, είς τήν όποιαν ένεδύθη τό μοναχικόν σχήμα, μετονομασθείς ’Ιάκωβος. Εις τήν μονήν Δοχειαρίου παρέμεινε τρία έτη. Έκείθεν μετέβη είς τό μικρόν πεπαλαιωμένον μονύδριον τοϋ Τιμίου Προδρόμου, άνωθεν τής μονής των Ίβήρων. Ό ’Ιάκωβος άνέκτισε τότε τό κρημνισμένον άπό τά θεμέλια μονύδριον, παραμείνας είς αυτό εξ ετη, εχων ώς γέροντα τόν μοναχόν ’Ιγνάτιον. Είς τό μονύδριον τούτο ήλθεν ό μοναχός Μαρκιανός καί εγινεν υποτακτικός του. Διά μέσου τοϋ Μαρκιανοϋ ό είς τήν μονήν τοϋ Παντοκράτορος άσκητεύων Θεωνάς, μετά ταΰτα Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (1541), έπληροφορήθη τά τοϋ ’Ιακώβου καί τή μεσιτεία τοϋ Μαρκιανοϋ έγένετο δεκτός είς τήν συνοδείαν τοΰ 'Αγίου. Κατά τό έτος 1517/1518 ό ’Ιάκωβος μετέβη τή συνοδείμ τοϋ μαθητοΰ του είς τήν μονήν τοΰ Βατοπεδίου προς συνάντησιν τοΰ Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Μακαρίου, όστις παρά τήν άντίθετον κατ’ άρχήν γνώμην άνεγνώρισε τήν αγιότητα τοϋ ’Ιακώβου καί υπερετίμησεν αυτόν.
Έπιθυμών ό ’Ιάκωβος περισσοτέραν ήσυχίαν έγκατέλειψε τό μονύδριον τοϋ Τιμίου Προδρόμου καί μετέβη είς τό ενδότερον τοϋ ’Άθωνος. Μεθ’ έαυτοϋ εΐχεν εξ μαθητάς. Είς τήν σκήτην τοϋ Άθωνος δέν έμεινεν επί πολύ, διότι άπεφάσισε νά εξέλθη τοϋ ’Όρους καί νά μεταβή είς τά μέρη τής Αιτωλίας. Τήν Παρασκευήν τής Διακαινησίμου(τοΰ 1518) έγκατέλειψε τό Άγιον Όρος μετά των μαθητών του. Διελθόντες τά μέρη τής Θεσσαλονίκης, τό παρά τόν Όλυμπον κάστρον τής Πέτρας, τήν ομώνυμον ’Επισκοπήν καί τά Μετέωρα, ένθα έγνωρίσθη ό ’Ιάκωβος μέ τόν Μητροπολίτην Τρικάλων Μάρκον, έφθασαν είς τήν Ναύπακτον, είς τό μοναστήριον τοϋ Τιμίου Προδρόμου, είς τήν Δερβέκισταν, είς τόπον τής περιοχής Αιτωλίας, όστις λέγεται Άπόκουρον. Εις τήν μονήν τοϋ Τιμίου Προδρόμου έμειναν όλιγώτερον τοϋ έτους (1518/ 1519). Κατά τό διάστημα αυτό παρακινηθείς ύπό των μαθητών του να εγκαταλείψουν τήν μονήν, διότι ήτο άνήλιος, μάλιστα δέ κατά τόν χειμώνα, άνεζήτησε μετά τής συνοδείας του τόπον προσηλιακόν είς τά μέρη των Αθηνών. Μή εύρόντες κατάλληλον τόπον έπέστρεψαν είς τήν μονήν του Τιμίου Προδρόμου τής Δερβεκίστης.
Ή άγαθή φήμη τοϋ Ιακώβου συνετέλεσεν, ώστε νά έρχωνται προς αυτόν πολλοί χριστιανοί έξ όλων των μερών τής Αιτωλίας καί των πέριξ αυτής διά νά έξομολογοϋνται καί νά λαμβάνουν τήν χάριν του. Ό Άρχιερεύς όμως τής "Αρτης ’Ακάκιος, παρ’ ότι κατ’ άρχήν έδέχθη τόν ’Ιάκωβον καί τοϋ έστειλε γράμμα φιλικόν διά νά έξομολογή τούς χριστιανούς, άπατηθείς άπό μερικούς ψευδομοναχούς, έφθόνησε τόν ’Ιάκωβον καί τόν επρόδωσεν είς τούς έξουσιαστάς τοϋ τόπου. Αί κατά τοϋ 'Ιακώβου κατηγορίαι τοϋ "Αρτης ’Ακακίου έγιναν γνωσταί ύπό τών αγάδων τοϋ τόπου διά γράμματος είς τόν μπέην τών Τρικάλων, όστις άπέστειλε δέκα οκτώ στρατιώτας μέ σκοπόν νά φέρουν τόν ’Ιάκωβον δεμένον είς τά Τρίκαλα. ’Εκεί ό μπέης τόν έφυλάκισε μετά τών δύο μαθητών του. Είς τήν φυλακήν ό ’Ιάκωβος, ό διάκονος 'Ιάκωβος καί ό μοναχός Διονύσιος έμειναν τεσσαράκοντα ήμέρας. Ευρισκόμενος είς τήν φυλακήν, έστειλε είς τούς μαθητάς του επιστολήν λέγουσαν:
«Ιάκωβος δούλος Χρίστον, τοϊς άδελφοΐς μον, τοίς εν Δερβεκίστα, τοΐς κατοικούσα εν τή μονή τον τιμίον Προδρόμου, χάρις ύμϊν καί ειρήνη άπό Θεόν Κυρίου παντοκράτορος. Τούτο γιγνώσκετε, άδελφοί μου, δτι ό κόσμος έπονήρευσε, και οι λύκοι, δπον γράφει ο απόστολος Παύλος, επλήθυναν είς τον κόσμον, καί σείς, τέκνα μον ήγαπημένα, ήξενρετε πόσην άγάπην είχα προς σάς. Καί έγώ χάριτι Χριστού καθ’ ημέραν σάς συνεβούλευον είς το καλόν, τώρα όμως άπόφασις ήλθεν είς ημάς νά ύπάγωμεν εις τόν σουλτάνον, καί το τέλος ό Θεός τό ήξεύρεί" όμως δταν μάθητε τήν τελευτήν μου, μή ταραχθήτε, άμή νπομείνατε άνδρείως, άδελφοί μου ευλογημένοι, καί τάς παραδεδομένας ακολουθίας ποιήσατε ήμϊν ήγονν ό καθείς σας τάς τεσσαράκοντα ήμέρας, καί πάσαν ημέραν ποιείτε μετάνοιας πεντήκοντα’ τάς δέ τεσσαράκοντα λειτουργίας ποιήσατε άπαοαιτήτως. 'Ημείς δέ, εάν εϋρωμεν παρρησίαν εις τόν Θεόν, θέλομεν δεηθή δι εσάς, δπως σάς στήριξή εν όμονοία καί αγάπη πνευματική, εν δε τω μέλλοντι αίώνι τής μερίδος τών δικαίων τύχητε. Τόν δε παπά Θεωνάν να ύπακονητε ώς εμέ, καί τους λογισμούς σας είς αυτόν εξομολογήσθε καί μή χωρισθήτε απ’ άλλήλων, άλλ’ ύπομείνατε δ,τι διωγμούς καί θλίψεις θέλετε έχει. Οϋτω ποιήσατε, iva ή χάρις τού Θεού καί τό έλεος εϊη μεθ’ υμών, άμήν.»
Έκ τών Τρικάλων οί τρεις μετεφέρθησαν εϊς την Άδριανούπολιν καί έκεΐθεν εις τό Διδυμότειχον, όπου εύρίσκετο προς καιρόν ό Σουλτάνος Σελήμ. Εις τό Διδυμότειχον έβασανίσθησαν φρικτώς τη διαταγή τοϋ Σουλτάνου. Μετά ταϋτα μετεφέρθησαν καί πάλιν είς τήν Άδριανούπολιν, ένθα έβασανίσθησαν έπί δέκα έπτά ήμέρας. Έν τέλει οί τρεις άνδρες έκρεμάσθησαν. Ό ’Ιάκωβος εκρεμάσθη νεκρός, οί δε λοιποί δύο παρέδωκαν τό πνεΰμα των έπί του ικριώματος, τήν Ιην Νοεμβρίου τοϋ έτους 1519. Τά λείψανά των ήγόρασαν χριστιανοί καί τά έναπέθεσαν εϊς τό χωρίον Άρβανιτοχώριον, τρία μίλια μακράν τής Άδριανουπόλεως. Οί μαθηταί του μετά τό μαρτύριον τοϋ όσιου συνεκεντρώθησαν εϊς τό Άγιον Όρος καί μετέβησαν είς τήν μονήν τής Σίμωνος Πέτρας.
Τρία έτη μετά τό μαρτύριον τών τριών Νεομαρτύρων, τό 1522, μέρος των λειψάνων των μετεφέρθη είς τήν μονήν τής Σίμωνος Πέτρας χάριν τών μαθητών τοϋ Αγίου υπό τοϋ έκ τών μερών τής Άρτης καταγομένου ίερέως Νικολάου, οστις έπισκεφθείς τόν κατοικοΰντα παρά τήν Νικόπολιν, πλησίον τοϋ Δουνάβεως, άδελφόν του άνεΰρε τά άγια λείψανα τών τριών Αγίων τεθαμμένα. Οί μαθηταί τοϋ Αγίου έστειλαν τότε τόν μοναχόν Θεόφιλον, οστις έφερε καί τά λοιπά λείψανα τών τριών Νεομαρτύρων.
Μετ’ όλίγον οί μαθηταί τοϋ ’Ιακώβου, λαβόντες τά λείψανα τών τριών μαρτύρων, άνεχώρησαν άπό τήν μονήν τής Σίμωνος Πέτρας καί ήλθον πλησίον τής Θεσσαλονίκης, έγκατασταθέντες είς τήν πεπαλαιωμένην μικράν μονήν τής Αγίας Αναστασίας τής Φαρμακολυτρίας (1522), τής όποιας ήγούμενος καί δεύτερος κτήτωρ έγένετο ό Θεωνάς.
Ό βίος του, οστις έγράφη ύπό τίνος άνωνύμου είς χρόνους μή άπέχοντας πολύ άπό τό μαρτύριον τοϋ Νεομάρτυρος ’Ιακώβου, έξεδόθη τό πρώτον κατά τό έτος 1894 υπό τοΰ δημοδιδασκάλου Κεφαλοβρύσου Δημητρίου Λουκοπούλου, παρά του οποίου «άντεγράφη ακριβώς μετά των έπιδεχομένων διορθώσεων, εκ τίνος χειρογράφου άντιγράφου κ’ έκείνου έκ τοΰ πρωτοτύπου φαίνεται, δπερ εύρίσκετο εν τη μονή του Τιμίου προδρόμου έν Δερβεκίστη του Άποκούρου». Τό χειρόγραφον αυτό άφηρέθη κατά τήν διάλυσιν τής ίεράς μονής επί Όθωνος. «Πολλά έμόχθησε προς ευρεσιν αύτοΰ καί έξήγαγεν αύτό εκ των χειρών τής άμαθείας καί τοΰ σκότους καί τα μάλιστα συνετέλεσεν εις τήν δημοσίευσιν αύτοΰ» ό δήμαρχος Παμφίας Βάσιος Βασιλόπουλος. Ή ώς άνω εκδοσις τοΰ Δημητρίου Λουκοπούλου είναι δυσεύρετος καί διά τοΰτο ό ’Αρχιμανδρίτης Χαράλαμπος Βασιλόπουλος, εύρών εν άντίτυπον αυτής, προέβη κατά τό έτος 1952 εις πρώτην έπανέκδοσιν, εις τήν οποίαν έπέφερε τάς άναγκαίας διορθώσεις καί έχώρισε τό κείμενον τοΰ βίου εις κεφάλαια καί παραγράφους. Έξαντληθείσης τής πρώτης ταύτης έκδόσεως ό Βασιλόπουλος προέβη εις νέαν έκδοσιν με μόνην τήν διαφοράν ότι ή δεύτερα αυτή έπανέκδοσις δεν περιέλαβε τήν ακολουθίαν τοΰ 'Αγίου. Κατά τό έτος 1973 ό ’Αρχιμανδρίτης Χαράλαμπος Βασιλόπουλος προέβη εις τρίτην έπανέκδοσιν τοΰ βίου τοΰ Νεομάρτυρος ’Ιακώβου. Ό βίος τοΰ 'Αγίου ’Ιακώβου περιελήφθη εις τούς Συναξαριστάς τοΰ Δουκάκη καί τοΰ Ματθαίου. Ό βίος καί ή πολιτεία τοΰ ’Ιακώβου περιέχεται καί εις κώδικας των μονών τοΰ 'Αγίου ’Όρους, ήτοι εις τούς ύπ’ άριθμ. 27 τής βιβλιοθήκης τής Σκήτης τής 'Αγίας "Αννης (108.27 Χαρτ. 8. XVII.)10, 25 τής μονής Ξενοφώντος (727. 25. Χαρτ. 16. XVIII)1, 589 τής μονής των Ίβήρων (4709. 589. Χαρτ. 4. XVII) 3 καί 161 τής μονής Παντελεήμονος (5668. 161. Χαρτ. 8 (0,215x0,17). XIX.)8. Εις τόύπ’άριθμ. 213 χειρόγραφον τής μονής Παντελεήμονος (5720. 213. Χαρτ. 8. μικρ. (0,19χ0,17)ΧΙΧ.)περιέχεται «Βίος καί ύπόμνημα του άγιου πατρός ήμών Ιακώβου του άσκήσαντος εις τά όρια τής ίεράς μονής των Ίβήρων καί θείας θεωρίας κατατρυφήσαντος έν τή ιερά σκήτη τοϋ τιμίου Προδρόμου. Συγγραφείς παρά τίνος ίερομονάχου δι' επιμελείας καί δαπάνης τοΰ πανοσιωτάτου καθηγουμένου Άνδρέου του ίεροΰ 'Ρωσσικοΰ κοινοβίου. Έν άγίφ ορει ’Άθω έν ετει 1891».
Ό βίος καί ή πολιτεία τοΰ Αγίου περιέχεται ομοίως είς τον κώδικα ύπ’ άριθμ. 5, σ. 36α-63β, τής παρά την μονήν τών Ίβήρων Σκήτης τοΰ Τιμίου Προδρόμου (560[6] Χάρτ. 29,5 χ 18,5 σσ. 119 σελ. 2 ετ. 1874-1881)5. Είς τόν ύπ’ άριθμ. 4 κώδικα τής αύτής ώς άνω Σκήτης (559[4] χαρτ. 30,52x0,5 φφ. 185 στ. 23 ετ. 1692) είς τάς στ. 2β-3β, περιέχεται μέρος «έκ τοΰ βίου τοΰ άγιου Ιακώβου τοΰ άσκήσαντος εις τά όρια τής ίεράς Μονής τών Ίβήρων καί θείας θεωρίας έκεΐ κατατρυφήσαντος έν τή Μονή τοΰ Τιμίου Προδρόμου». «Θεωρία έκ τοΰ βίου τοΰ άγιου όσιομάρτυρος Ιακώβου τοΰ νέου περί άξιων καί άναξίων ιερέων» περιέχεται είς τόν ύπ’ άριθμ. 204 κώδικα τής μονής Παντελεήμονος (5711.204 Χαρτ. 4(0,245 X 0,18) XIX)7. Σύνοψιν έκ τοΰ κατά πλάτος βίου τοΰ Αγίου Ιακώβου περιέλαβεν είς τό Νέον Μαρτυρολόγιον ό μοναχός Νικόδημος ό Αγιορείτης.
Ό «Λόγος είς τόν όσιομάρτυρα καί καθηγητήν πατέρα ήμών Ιάκωβον τόν νέον» τοΰ Θεοφάνους μοναχοΰ τοΰ Άναστασιώτου, (Άρχ.: Πατρικών ήμϊν πλασμάτων ασκητικοί αγώνες καί μαρτυρικά σκάμματα φαιδρών τήν εύφημίαν έπικρατήσαι προτρέπουσιν. Τέλ.: εί δ’ άλλοτε, άλλα μή παραλλάττουσα ή μερίς εϊη, άλλά τής αύτής Ιδέας καν τάξεως, ή δή ταΐς άναγομέναις ψυχαΐς παρά Θεφ φιλανθρώπως άποκεκλή ρωτάν εν αύτφ Χριστώ τω Θεω ήμών, ω ή δόξα καν ή τιμή καί ή προσκύνησνς... εις τούς αιώνας τών αιώνων αμήν.), περιέχεταν εις τον κώδνκα 221 τής μονής Κουτλουμουσίου (3224. 221. Χαρτ. 8. XVII).
Ή προς τιμήν του 'Αγίου ’Ακολουθία έξεδόθη τό πρώτον υπό τού Δημητρίου Λουκοπούλου, οστις ύπήρξεν ό πρώτος εκδότης καν τού βίου τού Νεομάρτυρος ’Ιακώβου. 'Ο Λουκόπουλος ενς τήν εκδοσιν τής ’Ακολουθίας δεν είχεν ύπ’ οψιν του τό πρωτότυπον χενρόγραφον, άλλ’ ετερον άντίγραφον τού έτους 1824, έκ τού οποίου άντέγραψε τα εξής ένδναφέροντα στοιχεία:
«Άντεγράφη ή παρούσα άκολουθία τού αγίου ’Ιακώβου καν τών σύν αύτφ μαρτυρησάντων κατά τό 1824 εν μηνί Δεκεμβρίφ διά. συνδρομής τών πανοσιωτάτων πνευματικών κύρ ’Ιωσήφ, καί ήγουμένου κύρ ’Αμβροσίου διά χειρός ξένου τινός, οδ μέμνησθε προς Κύριον οί έντυγχάνοντες».
Έκ τής έκδόσεως ταύτης τού Λουκοπούλου, ό ’Αρχιμανδρίτης Χαράλαμπος Βασνλόπουλος προέβη κατά τό έτος 1952 ενς έπανέκδοσιν τής ’Ακολουθίας. Ή ’Ακολουθία τού 'Αγίου περιέχεταν εις τόν ύπ’ άρνθμ. 221 κώδνκα τής μονής Κουτλουμουσίου (3294. 221. Χαρτ. 8. XVII.), ώς επίσης καί εις τόν ύπ’ άριθμ. 5 κώδικα τής Σκήτης τού Τιμίου Προδρόμου (560[5] Χάρτ. 30,5x21 σσ. 119 σελ. 2 ετ. 1874-1881)®, εις τάς σ. 17α-35β. ’Ακολουθίαν πρός τιμήν τού 'Αγίου ’Ιακώβου συνέταξε καί ό 'Αγιορείτης μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.
«Περί τού τρόπου τής δόσεως τού εφεξής άναφερομένου τιμίου λειψάνου του αγίου Όσιομάρτυρος ’Ιακώβου, δι’ οδ άναφέρει καί το ιδιόχειρον γράμμα του Θεσσαλονίκης κύρ Δαμασκηνοί), όποΰ καί ή Πανιερότης του μετά του έπισκόπου Άρδαμερίου κύρ Διονυσίου, έμεσίτευσαν διά νά δοθη εις ήμάς, καί άναφέρει κατά πλάτος· το όποιον γράμμα εύρίσκεται εις τό άγιον Βήμα του Κυριάκου ένδον του Σεντουκιού» διαλαμβάνει ό κώδιξ 6 (561 [6] Χάρτ. 29,5x18,5 σσ. 66 ετ. 1898 κ.έ.) τής Σκήτης του Τιμίου Προδρόμου, εις τάς σελ. 1-3. Τό κείμενον τοΰτο εχει ώς εξής:
’Επειδή από τον ιερόν Μοναστηριού τής άγιας ’Αναστασίας τοϋ προς τή Θεσσαλονίκη κειμένου, έδωρήθη ε’ις την καθ’ ημάς ίεράν Σκήτην τοϋ Τιμίον Προδρόμου, εν τεμάχιον άγιον λείψανον από το τίμιον κατωσάγονον τοϋ άγιου Όσιομάρτυρος ’Ιακώβου, τοϋ εις την αυτήν ημών Σκήτην προασκήσαντος· διά τοΰτο μάς έζήτησαν και οι εν εκείνη τή Μονή ενασκούμενοι όσιώτατοι Πατέρες, όπως εις τήν ’Αγρυπνίαν δπον έπιτελοϋμεν ημείς εν τω καθ’ ημάς Κυριακω, εις τήν μνήμην αντοϋ τοϋ όσιομάρτυρος, μνημονεύωμεν καί τής αδελφότητος εκείνου τοϋ Μοναστηριού' ή δε δόσις τοϋ τοιούτου άγιον λειψάνου παρ’ εκείνων των Πατέρων, εγένετο με τον εξής τρόπον: ’Επειδή ή Σκήτη ημών άπήλαυσεν εις πολνν καιρόν τους ασκητικούς εκείνου αγώνας καθώς ό βίος του Ιστορεί, έμαθε δε καί ότι εις τό διαληφθεν Μοναστήριον εύρίσκονται τά σεβάσμια τον λείψανα, έλάβομεν πόθον να άποκτήσωμεν καί ημείς εις τήν Σκήτην ημών, μέρος τών εκείνου θείων λειψάνων καί λοιπόν εγράψαμεν εις τους Πατέρας, παρακαλοϋντες αυτούς να μεταδώσουν καί εις ημάς από εκείνον τον ιερόν θησαυρόν εν ω δε εποιονμεθα τήν τοιαύτην προς αυτούς παράκλησιν, θεία νεάσει τοϋ αντοϋ άγιον, εύρέθησαν εκεί εις αυτό τό άγιον Μοναστήριον, ό πρώην Θεσσαλονίκης κύρ Δαμασκηνός, καί ό Άρδαμερίου κύρ Διονύσιος, οί όποιοι δντες γνώριμοι μέ τινας αδελφούς ταύτης τής Σκήτεως ημών, τούς κατέπεισαν έκείνους τούς Πατέρας (καί μη βονλομένους εις τάς άρχάς) νά στέρξωσι τήν δόσιν, προβάλλοντες εις εκείνους δτι δίκαιον είναι νά εύρίσκεται καί εις τήν ήμετέραν Σκήτην μέρος εκείνου τών λειψάνων, διά τούς ασκητικούς αγώνας όποϋ προ τοϋ μαρτυρίου του ενταύθα ετέλεσεν καί λοιπόν εστάλη εις ημάς καί εύρίσκεται προσκυνούμενον, ημείς δε πάλιν μνημονεύομεν ώς έζήτησαν κατ’ έτος πάντοτε εις τήν ’Αγρυπνίαν τοϋ αγίου, ούτως· ’Έτι δεόμεθα ύπερ ελέους, ζωής, ειρήνης, υγείας, σωτηρίας, επισκέψεως, συγχωρήσεως, καί άφέσεως άμαρτιών τών δούλοιν τοϋ Θεοϋ τών κατοικούντων εν τή άγια Μονή τής άγιας ’Αναστασίας εν Χριστώ αδελφών.
Στοιχεία περί του Νεομάρτυρος ’Ιακώβου εύρίσκει τις εις τόν Συναξαριστήν τών δώδεκα μηνών του ένιαυτοΰ Νικοδήμου τοϋ Αγιορείτου, εις τήν άσματικήν ακολουθίαν καί τό έγκώμιον των èv 'Αγίω Όρει διαλαμψάντων Πατέρων του αύτοδ Νικοδήμου, εις τον κατάλογον των από τής άλώσεως τής Κωνσταντινουπόλεως μέχρι του 1811 έτους υπέρ τής χριστιανικής πίστεως μαρτυρησάντων καθώς καί εις τάς μελέτας καί άρθρα των Delehaye, Petit, Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Σωφρονίου Εύστρατιάδου, Γερασίμου Μικραγιαννανίτου, Meinardus, ’Αναστασίου καί Περαντώνη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Tό Συναξάριον τοϋ 'Αγίου.
2. Γερασίμου Σμυρνάκη 'Ιερομονάχου Έσφιγμενίτου, Τό Άγιον Όρος. ’Αρχαιολογία Όρους Άθω - Iστορικαί αναμνήσεις άπό των άρχαιοτάτων χρόνων άχρι των ήμερων ήμών - Τυπικά Αγίου Όρους - Καθεστώτα - Άρχιτεκτονική - Άγιογραφία - Βιβλιοθήκαι - Μοναί - Κειμήλια - Άπογραφική καί λοιπά. Μετά 62 εικόνων καί χάρτου τοϋ Αγίου "Ορους, έν Άθήναις 1903.
3. Αποστόλου Άθ. Γλαβίνα, Θεωνάς Α' ό άπό ήγουμένων Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, «Μακεδονικά», τ. 12 (1972).
4. Αποστόλου Άθ. Γλαβίνα, Μακάριος Παπαγεωργόπουλος ό άπό Κορίνθόυ Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (1465; - 12 Απριλίου 1546) _ «Μακεδονικά», τ. 13(1973).
5. Δ. Λαμπαδαρίου, Δερβέκιστα, «Μεγάλη Ελληνική ’Εγκυκλοπαίδεια Παύλου Δρανδάκη», τ. 9.
6. Ό Άγιος ’Ιάκωβος ό Νεομάρτυς, ε.ά., σ. 4. ’Αρχιμανδρίτου Xαραλάμπους Βασιλοπούλου, Ό Άγιος ’Ιάκωβος ό Νεομάρτυς, Άθήναι 19733, σ. 7. Είς τήν εκδοσιν του Λουκοπούλου, είς τό τέλος του βίου τού ’Ιακώβου, έπισυνάπτονται στίχοι Παναγιώτου τινός Ραδοβεσδύτου, (Ακολουθία καί Βίος, ε.ά., σ. 95-96, Ο Άγιος ’Ιάκωβος ό Νεομάρτυς, ε.ά., σ. 91-92. Αρχιμανδρίτου Χαραλάμπους Βασιλοπούλου, Ό Άγιος ’Ιάκωβος ό Νεομάρτυς, ε.ά., σ. 73-75) έπιθυμοϋντος νά ένδυθή τό μοναχικόν σχήμα καί νά γίνη μιμητής τών μαθητών τού Ίακώβου. Ή εκφρασις: «Κάμοί τω γεγραφότι, άγιε, ΐλεών μοι ποίησον» δηλοΐ μάλλον τον άντιγραφέα καί όχι τον συντάκτην τοΰ βίου τοΰ Άγιου.
7. Ακολουθία καί Βίος, ε.ά.
8. Άρχιμ. Χαραλάμπους Βασιλοπούλου, Ηγουμένου I. Μ. Πετράκη, Ό Άγιος ’Ιάκωβος ό Νεομάρτυς, εκδοσις Βλ ’Εκδόσεις: Πανελληνίου ’Ορθοδόξου Ένώσεως (Π.Ο.Ε.), Άθήναι 1966.
9. Κωνσταντίνου Χρ. Δουκάκη, Μέγας Συναξαριστής, Μήν Νοέμβριος, τόμος τρίτος, Άθήναι 1952s.
10. Βίκτωρος Ματθαίου, Ό Μέγας Συναξαριστής τής ’Ορθοδόξου ’Εκκλησίας, τόμος ΙΑ', Μήν Νοέμβριος, Άθήναι 1950, σ. 28-64.
11. Σπυρίδωνος Π. Λάμπρου, Κατάλογος των έν ταΐς βιβλιοθήκαις τοϋ 'Αγίου "Ορους Ελληνικών Κωδίκων, τόμος πρώτος, έν Κανταβριγίμ τής ’Αγγλίας 1895, Έν τέλει τοΰ χειρογράφου τοΰ Βίου: «,ζροαλ Μαρτίου ια' (=1663).
12. Σπυρίδωνος Π. Λάμπρου, Κατάλογος, τόμος πρώτος, έ.ά.
13. Σπυρίδωνος Π. Λάμπρου, Κατάλογος τών έν ταϊς βιβλιοθήκαις τοϋ 'Αγίου Όρους Ελληνικών Κωδίκων, τόμος δεύτερος, έν Κανταβριγία τής ’Αγγλίας 1900.
14. Σπυρίδωνος Π. Λάμπρου, Κατάλογος, τόμος δεύτερος, έ.ά.
15. Λίνου Πολίτη μέ τή συνεργασία Μ. I. Μανούσακα, Συμπληρωματικοί κατάλογοι χειρογράφων Άγιου "Ορους, Θεσσαλονίκη 1973.
16. Λίνου Πολίτη, Συμπληρωματικοί κατάλογοι, ε.ά.
17. Νικοδήμου τοΰ Αγιορείτου, Νέον Μαρτυρολόγιον ήτοι μαρτύρια τών νεοφανών Μαρτύρων τών μετά τήν άλωσιν τής Κωνσταντινουπόλεως κατά διαφόρους καιρούς καί τόπους μαρτυρησάντων. Συναχθέντα έκ διαφόρων Συγγραφέων καί μετ’ έπιμελείας ότι πλείστης διορθωθέντα, έν οίς καί ίκαναί άκολουθίαι προσετέθησαν. Έκδοσις τρίτη. Διωρθωμένη καί έκ πλείστων λαθών άπηλλαγμένη. Επιστασία: Π. Β. Πάσχου, Άθήναι 1961.
18. ’Ακολουθία άσματική καί έγκώμιον τών 'Οσίων καί Θεοφόρων Πατέρων ήμών τών έν τφ 'Αγίφ Όρει τού "Αθω διαλαμψάντων. Συγγραφέντα μέν ύπό τού έν μοναχοΐς έλαχίστου Νικοδήμου 'Αγιορείτου προτροπή καί άξιώσει τής Τέρας καί κοινής Συνάξεως πάντων τών Μοναστηριακών τού 'Αγίου Όρους Πατέρων νΰν δέ πρώτον τύποις έκδοθέντα ύπό τού Τυπογράφου Γεωργίου Μελισταγοΰς. Διά συνδρομής τής Σεβάσμιας όμηγύρεως τών έν "Αθφ Πατέρων. Είς κοινήν τών Μοναχών, καί πάντων τών ’Ορθοδόξων Λαϊκών Χριστιανών ώφέλειαν, έν Έρμουπόλει, έκ τής τυπογραφίας Γ. Μελισταγοΰς Μακεδόνος, 1847.
19. K. Ν. Σάθα, Μεσαιωνική βιβλιοθήκη, τόμος Γ', έν Βενετίμ 1872 (Άθήναι 1972).
20. Hippol. Delehaye, Greek Neomartyrs, «The Constructive Quarterly», τ. 9 (1921).
21. Louis Petit, Bibliographie des Acolouthies greques, Bruxelles 1926.
22. ’Αρχιεπισκόπου ΙΧρυσοστ. Παπαδοπούλου, Οί Νεομάρτυρες, έκδοσις Γ'. ΕΙσαγωγή, Σημειώσεις, ’Επιμέλεια: Ίωάννου Χρ. Κωνσταντινίδου, Άθήναι 1970.
23. Σωφρονίου Εύστρατιάδου,! Μητροπολίτου πρ. Λεοντοπόλεως, 'Αγιολόγιον, ε.ά.
24. Γερασίμου Μικραγιαννανίτου, ’Ιάκωβος, «Θρησκευτική καί ’Ηθική ’Εγκυκλοπαίδεια», τ. 6.
25. Otto Meinardus, The Saints of Greece, Athen 1970.
26. Ίωάν. ’Αναστασίου, Νεομάρτυρες τής Μακεδονίας. Ό άγιος ’Ιάκωβος άπό τήν Καστοριά καί ό άγιος Μακάριος, «’Ορθόδοξος ’Επιστασία» Κατερίνης, τ. 17 (1971).
27. Ίωάννου Θ. Περαντώνη, Λεξικόν τών Νεομαρτύρων (Οί Νεομάρτυρες άπό τής άλώσεως τής ΚΠόλεως, μέχρι τής άπελευθερώσεως τού δούλου "Εθνους), τόμος δεύτερος, έν Άθήναις 1972.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀγγελικῶς ἐπὶ τῆς γῆς διαπρέψας, τῶν Ἀποστόλων ἀνεδέξω τὴν χάριν, καὶ μετανοίας κήρυξ καὶ διδάσκαλος πεμφθείς, ἔδειξας τοῖς θέλουσι, σωτηρίας τὴν τρίβον, ὅθεν καὶ πρὸς ἄθλησιν, παρετάξω γενναίως, σὺν τοῖς στεῤῥοῖς συνάθλοις σου σοφέ, Ὁσιομάρτυς Ἰάκωβε μέγιστε.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς μετανοίας τὴν λαμπρὰν καὶ θείαν σάλπιγγα, φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ τὸν νέον Κήρυκα, ἀνυμνήσωμεν Ἰάκωβον ἐπαξίως. Τοῦ Κυρίου, τὸν βαστάσαντα τὰ στίγματα, καὶ πληρώσαντα Ἁγίων τὸ ὑστέρημα. Ὅθεν εἴπωμεν· Χαίροις, Πάτερ Ἰάκωβε.
Μεγαλυνάριον
Δεῦτε τὴν τριάδα τὴν θαυμαστήν, τῶν Νεομαρτύρων καὶ Ὁσίων τὴν καλλονήν, ἐν ἐτησίοις ὕμνοις, προσπίπτοντες ὑμνοῦμεν, τοὺς τρώσαντας γενναίως, τὸν πολυμήχανον.
Πηγή: Μακεδονικά, Ορθόδοξος Συναξαριστής
Από την 1η Νοεμβρίου 1940 ως την 9η Φεβρουαρίου 1941 οι βομβαρδισμοί στην Θεσσαλονίκη προξένησαν θύματα και υλικές καταστροφές, με πιο συνταρακτική και προκλητική την ζημιά που υπέστη η Αγία Σοφία από τις βόμβες των Ιταλών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο Ευ. Χεκίμογλου, σκοτώθηκαν από τους βομβαρδισμούς 232 άτομα, τραυματίστηκαν 871, ενώ 864 οικογένειες επλήγησαν σοβαρά ιδίως στις περιφερειακές συνοικίες της πόλης και κυρίως στην περιοχή ανάμεσα στις οδούς Σοφούλη (τότε Αλλατίνι) και Εθνικής Αντιστάσεως (πρώην Γράμμου-Βίτσι και τότε Γεωργικής Σχολής), όπου και το αεροδρόμιο της Μίκρας. Βομβαρδίστηκαν επίσης οι συνοικισμοί Επταλόφου, Νεάπολης, Ξηροκρήνης, Συκεών κ.ά.
Διατηρώ ακόμη μνήμες από τις αφηγήσεις των γονιών μου για την δυστυχία που σκόρπισαν οι ιταλοί αεροπόροι, οι οποίοι χρησιμοποίησαν με δολιότητα Ελληνικά χρώματα στα αεροπλάνα τους, με αποτέλεσμα ο άμαχος πληθυσμός να πληρώσει με την ζωή του, καθώς παρακολουθούσε ανύποπτος στα πεζοδρόμια και στα καφενεία τα ιταλικά αεροπλάνα, πιστεύοντας ότι είναι Ελληνικά. Στην πόλη υπήρχαν πολλές πυκνοκατοικημένες περιοχές, όπου δεν υπήρχε ούτε ένα καταφύγιο! Ο κρατικός μηχανισμός και κυρίως οι κάτοικοι στις γειτονιές, προσπάθησαν να κατασκευάσουν καταφύγια ή ορύγματα, που όμως αποδείχθηκαν ανεπαρκή.
Και παραμένει αναπάντητο το ερώτημα: Γιατί, αν και ο πόλεμος ήταν αναμενόμενος, δεν υπήρξε καμιά σοβαρή προετοιμασία για να κατασκευαστούν στοιχειώδη, έστω καταφύγια σε όλη την πόλη;
Οι κάτοικοι στους περισσότερους συνοικισμούς της πόλης (Αγίας Φωτεινής, “151”, Αγίου Παύλου, Συκεών, Βαρόνου Χιρς, Βότση, Αρετσούς, Καλαμαριάς κ.ά.) ήταν ουσιαστικά ανυπεράσπιστοι!
Το παρακάτω απάνθισμα από πληροφορίες και μαρτυρίες, που έχουν αντληθεί από λογοτεχνικά κείμενα, προσφέρει στον αναγνώστη ένα ενδιαφέρον ταξίδι στην τοπογραφία και στα γεγονότα εκείνων των ημερών του 1940-41, που άλλαξαν τους ρυθμούς της ζωής στην Θεσσαλονίκη και έφεραν τους ανθρώπους της στην κόψη της ιστορίας.
“Οι Ιταλοί”, θυμάται η Ρ. Άσσερ-Πάρδο (“548 ημέρες μ’ άλλο όνομα. Θεσσαλονίκη 1943. Μνήμες Πολέμου, 1999), “βομβάρδισαν την Θεσσαλονίκη Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή, μία, δύο και τρεις Νοεμβρίου 1940. Ζούσαμε τότε στο κέντρο της πόλης, στον δεύτερο όροφο της Τσιμισκή 35. Το λιμάνι ήταν πολύ κοντά. Οι βόμβες έπεφταν τριγύρω μας (…) Στους βομβαρδισμούς εκείνων των ημερών τα Ελληνικά αντιαεροπορικά κατέρριψαν ένα ιταλικό βομβαρδιστικό αεροπλάνο. Ο πιλότος έπεσε με αλεξίπτωτο στην ταράτσα του σπιτιού μας. Λαβωμένο, ίσως και σκοτωμένο, τον κατέβασαν από τις σκάλες τυλιγμένο σ’ ένα άσπρο σεντόνι. Ο θάνατος σεργιάνιζε κιόλας στο πλάι μας”.
Μνήμες από τους βομβαρδισμούς και τις αρνητικές επιπτώσεις τους στον ψυχισμό των κατοίκων της πόλης, διασώζει ο Γ. Βαφόπουλος:
“Βρισκόμουν στην Δημοτική Βιβλιοθήκη όταν σήμαναν οι σειρήνες του συναγερμού. Πριν καλά-καλά προλάβουμε να κατεβούμε στο ισόγειο του κτιρίου της ΧΑΝ, άρχισαν κιόλας να ακούγονται οι πρώτες εκρήξεις από τις βόμβες κι ολοένα τούτες πλησίαζαν και πάλι απομακρύνονταν κι ανακατώνονταν με τις άλλες εκρήξεις των αντιαεροπορικών τηλεβόλων (…) Έτρεξα στην βομβαρδισμένη περιοχή, όπου σπίτια είχαν γκρεμισθεί και πυρκαγιές είχαν ανάψει. Σε μια ζώνη που άρχιζε από την παραλία, εκεί κοντά στην πλατεία Αριστοτέλους και προχωρούσε λοξά προς την οδό Καρόλου Ντηλ και την πλατεία της Αγ. Σοφίας, τ’ αεροπλάνα του εχθρού είχαν αδειάσει όλες τις βόμβες τους! (…)
Τώρα που έβλεπα στην βομβαρδισμένη περιοχή γκρεμισμένους τοίχους, μπαλκόνια ξεριζωμένα και υπόγεια ανασκαμμένα, όπου είχε εκραγεί η βόμβα, αφού πέρασε τέσσερις ή πέντε πλάκες από μπετόν, έπαιρνα συνείδηση της τεράστιας δύναμης που ήταν εναποθηκευμένη στα φοβερά εκείνα μηχανήματα της καταστροφής (…) Σ’ όλο το διάστημα του πολέμου έτρεμα τους βομβαρδισμούς, κυριευμένος από το αλόγιστο αίσθημα του πανικού και σε κάθε μου βήμα επισήμαινα το πιο κοντινό καταφύγιο για να χωθώ μέσα, μόλις ακουγόταν το πρώτο ούρλιασμα της σειρήνας (…)
Τις πρώτες εκείνες μέρες των επιδρομών είχε παραλύσει η ζωή σ’ ολόκληρη την πόλη. Κι’ αυτές ακόμα οι επίσημες κρατικές αρχές, δεν είχαν την ψυχραιμία να δώσουν βοήθεια στο πανικοβλημένο πλήθος. Καταφύγια σχεδόν δεν υπήρχαν και τώρα συνεργεία από φοβισμένους εργάτες σκάβανε ορύγματα στις πλατείες (…) Στο υπόγειο της ΧΑΝΘ, όπου βρισκόταν η Δημοτική Βιβλιοθήκη, συνεργεία της Αεράμυνας έκτισαν ένα μεγάλο και ισχυρό καταφύγιο (…)
Ξαναβρήκε η πόλη τον χαμένο παλμό της κι όλοι τώρα δόθηκαν στην μεγάλη υπόθεση του πολέμου, που είχε κιόλας αρχίσει να στέλνει τα πρώτα μηνύματα της νίκης και φυσικά τους πρώτους τραυματίες του μετώπου (…) Περνούσαμε κάτω στο καταφύγιο της ΧΑΝΘ, μέσα στην σιωπή κάμποση ώρα, ώσπου ν’ αρχίσει το κροτάλισμα των αντιαεροπορικών τηλεβόλων του Λευκού Πύργου, αμφιβάλλοντας πάντα για την σιγουριά του καταφυγίου μας”.
“Είχαμε τα μάτια στον ουρανό”, θυμάται ο Ν. Μπακόλας. “Εάν η μέρα είχε ήλιο πολύ, υπήρχε κίνδυνος να ’ρθουν τα αεροπλάνα. Εάν ήταν συννεφιά, λέγαμε ‘Α, εντάξει. Σήμερα μπορούμε να είμαστε ήσυχοι’. Αυτό ήταν το πνεύμα στον πόλεμο. Ένας ενθουσιασμός, μια έξαρση, η οποία έπιανε όλους. Λαϊκούς ανθρώπους, διανοούμενους, όλους (…)”.
Τοῦ Γιώργου Ἀναστασιάδη
Ο Γιώργος Ολ. Αναστασιάδης, γεννήθηκε και ζει στην Θεσσαλονίκη. Είναι καθηγητής στο Τμήμα Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Διδάσκει Πολιτική και Συνταγματική Ιστορία της Ελλάδος. Στο πλούσιο συγγραφικό του έργο, που αναφέρεται και στην σύγχρονη ιστορία της Θεσσαλονίκης, αξιοποιεί τους ιστορικούς «θησαυρούς» που περιέχονται στις παλιές εφημερίδες, στις φωτογραφίες και την λογοτεχνία.
Πηγή: Αβέρωφ, Περί Πάτρης
Ἄξιον εἶναι τῷ ὄντι καὶ χρεωστούμενον, ἀγαπητοί μου ἀδελφοὶ Χριστιανοί, νὰ ἀναγινώσκουμε μετ᾿ εὐλαβείας καὶ πόθου πνευματικοῦ τοὺς βίους τῶν ἁγίων, διηγούμενοι τὰς ἀρετὰς καὶ τὰ κατορθώματα αὐτῶν, ὄχι μόνον διὰ νὰ μὴ ἀμνημονήσωμεν τὰ λαμπρὰ ἔργα αὐτῶν καὶ τὰς θαυματουργίας, ἀλλὰ καὶ νὰ μιμηθοῦμε τὴν ζωὴν καὶ πολιτείαν των, ἐξ ὧν ὑπάρχει ὁ σήμερον ἑορταζόμενος ὅσιος Δαβίδ, ὅστις ἐγένετο παιδιόθεν ζηλωτὴς καὶ μιμητὴς τῆς ἀληθοῦς καὶ εὐθείας ὁδοῦ, ἐκλεξάμενος τὴν καθαρωτάτην καὶ ἁγνὴν πολιτείαν, λέγω, τὸν μοναδικὸν βίον, μιμούμενος κατὰ πάντα τρόπον τὸν τῆς ἀσκήσεως δρόμο τῶν ἐναρέτων ὁσίων ἀνδρῶν. Διότι οὖτος ὁ μακάριος διὰ τῶν ἐνθέων καὶ ὑψηλῶν κατορθωμάτων τῆς ἀρετῆς κατεφώτισε τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων καὶ μέχρι τοῦδε παρέχει ἀενάως τὰς χάριτας καὶ τὰς εὐεργεσίας εἰς ἐκείνους, οἵτινες μετ᾿ εὐλαβείας προσκυνοῦσι τὴν πάντιμον αὐτοῦ κάρα καὶ ἐπικαλοῦνται εἰς ἀρωγὴ καὶ βοήθειαν τὸ ἅγιον αὐτοῦ ὄνομα. Πρέπον εἷναι λοιπὸν νὰ διηγηθοῦμε, κατὰ τὸ δυνατὸν ἡμῖν, τοῦ μακαρίου καὶ θεοφόρου τούτου πατρὸς ὁσίου Δαβὶδ τὰς ἀρετὰς καὶ λαμπρὰ θαυμάσια ἔργα καὶ ὅσον τὸ δυνατὸν νὰ μιμηθῶμεν καὶ ἡμεῖς τὰ κατορθώματα αὐτοῦ πρὸς ψυχική μας ὠφέλειαν.
Οὗτος λοιπὸν ὁ ἀληθὴς καὶ γνήσιος ὑπουργὸς τοῦ παναγάθου Θεοῦ ἧτο μὲν ἀπὸ τὴν χώραν ἥτις καλεῖτο Γαρδινίτζα, κειμένη πλησίον τοῦ Ταλαντίου εἰς τὸ παραθαλάσσιον, ἀντικρὺ εἰς τὴν Εὔβοιαν νῆσον, ὅστις ἤκμασε περίπου τὸ 1519 ἔτος, πατριαρχεύοντος ἐν Κωνσταντινουπόλει τοῦ ἀοιδίμου Ἱερεμίου· εἶχε δὲ γεννήτορας θεοσεβεῖς τε καὶ εὐλαβεῖς, καὶ ὁ μὲν πατὴρ αὐτοῦ ἐκαλεῖτο Χριστόδουλος, ὧν κατὰ τὸ ἀξίωμα τῆς Ἱεροσύνης ἐστολισμένος μετὰ χαρίτων καὶ ἀρετῶν, ἡ δὲ μήτηρ αὐτοῦ Θεοδώρα, ἥτις τῷ ὄντι κατεγίνετο εἰς τὸ νὰ ἀναδειχθῇ τῷ πανοικτίρμονι Θεῷ δῶρον καθαρὸν ἔζων δὲ καί οἱ δύο ἐνάρετως, δηλαδὴ μὲ προσευχάς, μὲ νηστείας, μὲ ἐλεημοσύνες, μὲ δάκρυα, παρακαλοῦντες τὸν ἅγιον Θεὸν ἡμέρας τε καὶ νυκτὸς νὰ τοὺς ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὰς παγίδας καὶ ἐνέδρας τοῦ πονηροῦ διαβόλου καὶ νὰ τοὺς ἀξιώσῃ τῆς ἐπουρανίου αὐτοῦ βασιλείας. Εἰδὼς δὲ ὁ ἐλεήμων Θεὸς τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς των ἐχαρίσατο αὐτοῖς τέσσαρα τέκνα, τὰ μὲν δύο ἀρσενικά, τὰ δὲ δύο θηλυκά, εἰς τὰ ὁποῖα χαίροντες καὶ εὐφραινόμενοι δόξαζαν τὸ πανάγιον αὐτοῦ ὄνομα, ἐξ ὧν ὁ μακάριος Δαβὶδ εὐφραίνετο καὶ εὐχαριστεῖ τοὺς γονεῖς του περισσότερον, ὡς ἔχων παρὰ τοῦ Κυρίου πλείονας χάριτας. Ὅτε δὲ ἐγένετο τῇ ἡλικίᾳ τριῶν χρόνων ὁ τρισόλβιος, ἐν μιᾷ νυκτὶ καθ᾿ ὕπνον ἐφάνη αὐτῷ ὁ θεῖος Πρόδρομος Ἰωάννης, λέγων,
› ἀνάστα τέκνον μου καὶ ἀκολούθει μοι
καὶ εὐθέως ἠκολούθησε μετὰ χαρᾶς ὡς νὰ ἧτο γέρων, ἔμφρων καὶ συνετός. Ἐξελθόντες λοιπὸν ἀμφότεροι ἐκ τοῦ οἰκήματος ἦλθον εἰς μίαν Ἐκκλησία κειμένη πλησίον τῆς χώρας ταύτης, ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ τιμίου Προδρόμου καὶ βαπτιστοῦ Ἰωάννου, καὶ ἀμέσως εὑρέθη ἡ θύρα τῆς Ἐκκλησίας ἠνεωγμένη τῇ θείᾳ ἐπιταγῇ καὶ εἰσῆλθον ἔνδον τοῦ ναοῦ. Ὁ μὲν θεῖος Πρόδρομος ἐφάνη τῷ μακαρίῳ Δαβὶδ ὅτι ἐστάθη εἰς τὴν εἰκόνα, ἥτις ἔφερε τὸν χαρακτῆρα κατὰ τὸ πρωτότυπον τοῦ Προφήτου, τὸ δὲ παιδίον ἐστάθη ἔμπροσθεν τῆς εἰκόνος μετ᾿ εὐλαβείας, ἔχον τὰς χεῖρας του σταυροειδῶς, εἰς ἓξ ἡμέρας ὁλοκλήρους, ἀνυπόδητο καὶ ἀσκεπές, μόνον μὲ ἕνα ὑποκάμισο, θεωροῦν τὸν τίμιον Πρόδρομο. Οἱ δὲ γονεῖς αὐτοῦ ἐγερθέντες τοῦ ὕπνου καὶ μὴ εὑρόντες τὸ παιδίον ἐλυπήθησαν μεγάλως· ὅθεν περιήλθαν τὴν χώραν ἐρευνώντας διὰ τὸ παιδίον τοὺς καὶ οὐχ εὗρον αὐτὸ διὸ ἐλεεινολογούμενοι ἔκλαιον τὸ αἰφνίδιον τῆς στερήσεως τοῦ παιδός των. Κατὰ τὴν ἕκτη ἡμέραν δηλονότι, ἥτις ἧτο Σάββατον, τῇ αὐτῇ ἑσπέρᾳ κατὰ τὸ ἔθος, κατῆλθεν ὁ Ἱερεύς, ὁ πατὴρ αὐτοῦ στὴν Ἐκκλησίαν ταύτην, ἵνα ψάλει τὸν ἑσπερινὸν μεθ᾿ ἑτέρων ἐγχωρίων του Χριστιανῶν, καὶ ἐξαίφνης ὁρᾷ τὸ παιδίον του ἱστάμενον ἔμπροσθεν τῆς ἱερᾶς εἰκόνος τοῦ τιμίου Προδρόμου, ἀστράπτον τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ἥλιος, καθὃ πεπλησμένον θείας χάριτος, καὶ ἐξέστη ὅλος ὑπὸ τῆς ὑπερβαλλούσης χαρᾶς διὰ τὴν ἀπροσδόκητο εὕρεσιν τοῦ παιδίου του καὶ μετὰ δακρύων λέγει πρὸς αὐτό·
› τέκνον μου ἀγαπητὸ ποῦ ἧσο τόσας ἡμέρας; ποίος σὲ ἔφερε ἐνταῦθα;
Τὸ δὲ παιδίον ἀμέσως, ὢ παραδόξου θαύματος, ἐδείκνυε δακτυλοειδῶς τὴν τίμια εἰκόνα τοῦ Προδρόμου, λέγον, ὡς γέρων νουνεχὴς οὖτος, ἀγαπητέ μου πάτερ, μὲ ἔφερεν ἀποχῆς οἰκίας μας εἰς αὐτὸν τὸν ἅγιον ναόν. Καὶ ἐξέστησαν πάντες οἱ παρευρεθέντες Χριστιανοί, δοξάζοντες τὸν πανάγαθον Θεόν. Ἀφοῦ δὲ τελείωσε ὁ ἑσπερινός, ἐπέστρεψε ὁ πατὴρ αὐτοῦ μετὰ τοῦ μακαρίου Δαβὶδ εἰς τὸν οἶκον του, καὶ δοξολογοῦντες ὑμνολόγουν τὸ ὑπεράγιον ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὡσαύτως καὶ τοῦ θείου Προδρόμου, τόσον οἱ γεννήτορες, ὅσον καὶ πάντες οἱ κάτοικοι τῆς χώρας διὰ τὸ ἐξαίσιον καὶ ἀξιάκουστον θαῦμα.
Ἔκτοτε οὖν ὁ θαυμαστὸς καὶ παμμάκαρ Δαβίδ, ἐμφορηθεὶς τῆς χάριτος τοῦ παναγίου Πνεύματος, εἰσήρχετο εἰς τὸν ναὸ τοῦ Προφήτου Προδρόμου καὶ προσηύχετο, καθώς φησιν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πρὸς Ῥωμαίους Κεφ. η´: Ὅσοι Πνεύματι Θεοῦ ἄγονται, οὗτοι εἶσιν υἱοὶ Θεοῦ. Βλέποντες οὖν οἱ γονεῖς τοῦ παιδίου τὰς ἀρετὰς καὶ τὰς χάριτας, ἃς ἔλαβε παρὰ Θεοῦ, καὶ ὅσον τῇ ἡλικίᾳ προὔβαινε, τοσοῦτον ηὔξανε καὶ εἰς τὰς ἀρετάς, ὑμνολογοῦντες ἐδόξαζον τὸν παντάνακτα Θεόν. Ἀφ᾿ οὗ δὲ ἦλθε ἐν τῇ πρεπούσῃ ἡλικίᾳ ὁ μακάριος, οἱ γονεῖς αὐτοῦ ἔβαλον αὐτὸν εἰς τὰ ἱερὰ γράμματα, ὅπως διὰ τούτων ἀναγινώσκει τὰς θείας Γραφὰς καὶ ἱερὰς βίβλους πρὸς μείζονα ὠφέλειαν τοῦ προϊόντος δὲ τοῦ χρόνου, ἐστολίζετο διὰ τῶν ἱερῶν γραμμάτων καὶ ἀναγνώσεων ὁ μακάριος, καὶ μάλιστα μὲ τὴν γύμνασιν καὶ ἄσκησιν τῆς ἀρετῆς, μὲ νηστείας, μὲ ἀγρυπνίας, μὲ προσευχὰς καὶ δεήσεις πρὸς τὸν οὐρανοῦ καὶ γῆς Ποιητήν, καὶ ἡμέρας τε καὶ νυκτὸς ἐνησχολεῖτο μετὰ πόθου πολλοῦ ἐπικαλούμενος τὸν Δεσπότην Χριστὸν βοηθὸν καὶ ἀντιλήπτορα, ἵνα καταπάτησῃ τὸν πολυμήχανον ἐχθρὸν διάβολο καὶ νὰ ἀξιωθῇ τῆς ἐπουρανίου βασιλείας, τῆς ἀνεκλαλήτου χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως καὶ τῶν ἐπηγγελμένων ἀγαθῶν, περὶ ὧν ἀείποτε ἐφρόνει καὶ διενοεῖτο ἀναγιγνώσκων τὸν μακάριο Παῦλο, τὸν λέγοντα περὶ τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν: «Ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε, καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε, καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη πώποτε, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν».
Διὰ παντὸς δὲ ἧτο πρόθυμος νὰ ὑπακούῃ εἰς τὴν ἐπιταγὴν τῶν γεννητόρων του, μάλιστα ἐν καιρῷ τοῦ θέρους, ὁπότε ὁ πατὴρ αὐτοῦ μετήρχετο τὴν γεωργικήν, μετ᾿ ἐπιμελείας ἔτρεχε εἰς τὰ χωράφια, συνεργάτης γινόμενος τῷ Πατρὶ αὐτοῦ· ἀλλ᾿ ἐν ᾧ ὁ πατὴρ αὐτοῦ ἀνεπαύετο μετὰ τῶν ἐργατῶν ἐν τῷ μέσῳ τῆς ἡμέρας, ἀποφεύγων τὴν ὑπερβάλλουσαν θερμότητα τοῦ ἡλίου, ὁ ἀοίδιμος Δαβὶδ ἐν ὥρᾳ τοῦ σφοδροῦ καύματος προσηύχετο, ἀναπέμπων δοξολογίας τῷ πανοικτίρμονι Θεῷ πρὸς ταλαιπωρία καὶ κακουχία τοῦ σώματός του, καὶ τοιουτοτρόπως, παραμένων τοῖς γεννήτορσιν αὐτοῦ, μετ᾿ εὐπειθείας καὶ ὑπακοῆς διῆγε τὸν βίον του, καὶ μάλιστα μηδένα ἔχων πνευματικὸν πατέρα ὁδηγὸν διόπερ λυπούμενος ἐδέετο τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀναδείξῃ αὐτῷ τὸν τῆς ἀληθείας δρόμο, εἰς ἐκτέλεσιν τοῦ ἐναρέτου αὐτοῦ πόθου καὶ σκοποῦ.
Μετὰ δὲ καιρὸν πολὺν ἔχων ὅλη τὴν ἐλπίδα του ἐξηρτημένη εἰς τὸν ἅγιον Θεόν, προσευχόμενος ἡμέρας τε καὶ νυκτὸς παρεκάλει αὐτὸν τὸν κηδεμόνα τοῦ παντὸς νὰ τὸν ὁδηγήσῃ νὰ ἐπιτύχῃ ἀρμόδιο καὶ ἀκύμαντο λιμένα, ἵνα ἀποφύγῃ τὰς τρικυμίας καὶ ταραχὰς τοῦ ματαίου βίου καὶ τὰς ὁσημέραι ἐνέδρας καὶ ἐπιβουλὰς τοῦ δολίου δράκοντας, ἵνα κερδήσῃ τὴν μακαρίαν ζωὴν τῶν δικαίων καὶ ἐναρέτων ἀνδρῶν.
Φθάσας δὲ τὴν ἡλικία τῶν δεκαπέντε χρόνων, ἀνεχώρησεν ἐκ τῆς πατρίδος του καί, ποιήσας εὐχὴν τῷ Κυρίῳ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ, εἶπε:
› Δέσποτα καὶ Δημιουργὲ ἁπάσης τῆς κτίσεως, εὔσπλαχνε καὶ πολυέλεε Θεέ, ὁ καταδεξάμενος διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων σαρκωθῆναι ἐκ τῆς ἀειπαρθένου Μαρίας, τῆς ἀκηράτου μητρός σου καὶ ἐξ αὐτῆς γεννηθῆναι καὶ σταυρωθῆναι καὶ ταφῇ δοθῆναι καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστῆναι, σὺ Βασιλεῦ πανάγιε, ἐπάκουσον ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ καὶ ἀναξίου δούλου σου καὶ ὁδήγησόν με ἐν τῷ φωτὶ τοῦ προσώπου σου, τοῦ ποιεῖν τὸ θέλημά σου τὸ ἅγιον, ἵνα κἀγὼ ὁ δείλαιος ἀξιωθῶ τῆς ἐπηγγελμένης ἐκείνης οὐρανίου σου μακαριότητος.
Ὁ δὲ πανάγαθος Θεὸς ὡς οἰκτίρμων καὶ εὐσυμπάθητος, ὁ θέλων τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων, εἰσήκουσε τῆς δεήσεως αὐτοῦ καί, καθὼς ἐξῆλθε τῆς πατρίδος του, εὐθὺς εὑρίσκει ἕνα ἐνάρετον ἄνθρωπον καθ᾿ ὁδόν, ὅστις ἐκαλεῖτο Ἀκάκιος. Οὗτος δὲ ἧτο πολὺς εἰς τὴν σοφίαν καὶ παιδείαν καὶ μάλιστα εἰς τὴν ἄσκησιν τῆς ἀρετῆς καὶ ἐγνωσμένος εἰς διαφόρους τόπους, ὡς ὠφελήσας διὰ τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος πολλὰς ψυχὰς ἀνθρώπων. Τούτου γίνεται ἀληθὴς μαθητής, ὑποσχεθεὶς νὰ φυλάξῃ τὴν ὑπακοὴν καὶ νὰ εἶναι πρόθυμος διὰ παντὸς εἰς τὰ ὑπουργήματα τῶν ἀσκητικῶν ἀγώνων. Ὁ δὲ μακάριος Ἀκάκιος ἐδέχθη μετὰ προθυμίας τὸν Ὅσιο, προορῶν ὅτι μέλλει νὰ γένῃ ὁ παμμάκαρ Δαβὶδ θαυμάσιος καὶ ἄξιον δῶρον τοῦ ἐλεήμονος Θεοῦ, καὶ τὸν ἐπῆγε εἰς τὴν μονήν του καὶ τὸν ἔγραψε συνασκητὴν μετ᾿ ἄλλων πατέρων, διδάξας αὐτὸν καὶ καθοδηγήσας εἰς ἅπαντα τὰ ἑπόμενα τοῦ μοναδικοῦ βίου, καὶ εὐθέως ἐνέδυσεν αὐτὸν τὸ σχῆμα τῶν Μοναχῶν καὶ τὸν πρόσταξε νὰ ἐνασχολεῖται εἰς κόπους καὶ ἱδρῶτας ἀσκητικούς. Ἔκτοτε λοιπὸν ὁ μακάριος Δαβὶδ κατεγίνετο εἰς κόπους, εἰς ἀγρυπνίας, εἰς νηστείας, εἰς δεήσεις καὶ προσευχὰς καὶ εἰς τελείαν ἀποχὴν τῶν κακῶν, καὶ ἐσπουδάζε διὰ παντὸς νὰ γένῃ ἔξω τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν καὶ τοῦ φθοροποιοῦ κόσμου, διὰ νὰ γένῃ θῦμα καθαρὸν τοῦ οὐρανίου Βασιλέως. Ἠναγκάζετο δὲ μάλιστα ὁ Ὅσιος κατὰ συνέχεια παρὰ τοῦ γέροντός του Ἀκακίου χάριν δοκιμῆς εἰς τὸ νὰ περιφρονῆται μὲ λόγια μεμπτὰ καὶ ψυχρότατα καὶ ἐπέμπετο παρ᾿ αὐτοῦ νὰ πωλῇ στάκτην, ὁ δὲ ἀοίδιμος Δαβὶδ μὲ μεγάλην ταπεινοφροσύνην καὶ ἄμετρον ὑπομονὴ ὑπέμενε καρτερώτατα καὶ ἔκαμνε κάθε πρόσταγμα τοῦ γέροντός του, εἰδὼς ὅτι ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ὑπακοὴ ἀποκατασταίνει τὸν ἄνθρωπον νὰ δοξασθῇ παρὰ Θεοῦ, καὶ νὰ ἀξιωθῇ τῆς οὐρανίου μακαριότητας.
Μετ᾿ ὀλίγον ὁ διδάσκαλος τοῦ Ὁσίου ὁ πατὴρ Ἀκάκιος ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὸ μοναστήριον ἐπὶ σκοπῷ νὰ ὑπάγῃ εἰς ἄλλο μέρος νὰ εὕρῃ ἄλλους πλέον ἐναρέτους ἄνδρας, χάριν συναναστροφῆς καὶ ὁμιλίας πρὸς αὔξησιν καὶ πλεονασμῶν τῆς ἀρετῆς· ἔλαβε δὲ μεθ᾿ ἑαυτοῦ καὶ τὸν Ὅσιο Δαβίδ. Περιπατοῦντες οὖν ἀμφότεροι καὶ ἀπὸ τόπου εἰς τόπον περιερχόμενοι πολλὰ μοναστήρια καὶ ἀσκητήρια διὰ νὰ ἐπιτύχωσιν ὅ,τι ποθοῦν, ἦλθον εἰς τὴν Ὄσσα, ἥτις εἶναι μεταξὺ τοῦ Ὀλύμπου καὶ τοῦ Πηλίου ὄρους· ἐκεῖ δέ, μαθόντες τὸ μοναστήριον τοῦ Οἰκονομίου, εἰσῆλθαν καὶ παρέμειναν ὀλίγον καὶ ὠφελήθηκαν παρὰ τῶν πατέρων ἐκείνων, ὁμοίως καί οἱ πατέρες ἐκεῖνοι ἐκ τούτων, ἐπειδὴ ἡ ἄσκησις καὶ ἡ γύμνασις τῆς ἀρετῆς ἐγίνετο ἀκωλύτως. Βλέποντες δὲ μάλιστα οἱ ἐκεῖ συνασκούμενοι πατέρες τὸν μακάριο Δαβίδ, ὅτι ἐξετέλει μεγάλα κατορθώματα ἀρετῶν καὶ ἀμέτρους κόπους καὶ ἀγῶνας καὶ ἐπροχώρει ἡμέρᾳ τῇ ἡμέρᾳ εἰς τὸ κρεῖττον τῆς ἀρετῆς, ὥς φησιν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «τῶν μὲν ὄπισθεν ἐπιλαμβανόμενος, τοῖς δὲ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος», παρεκίνουν καὶ ἐβίαζον αὐτὸν τὸν ἀοίδιμον νὰ δεχθεῖ τὸ ἀξίωμα τῆς Ἱεροδιακονίας, ἐπειδὴ ἐπρόβλεπον ὅτι μέλλει νὰ γένῃ ἐντελὴς εἰς τὴν ἀρετὴ καὶ ἔχει νὰ φωτίσῃ μὲ τὰς πνευματικάς του διδασκαλίας καὶ νουθεσίας πολλὰς ψυχὰς ἀνθρώπων. Ἀνεδείχθη λοιπὸν τὸ τῆς Ἱεροδιακονίας ἀξίωμα εἰς τὸ διαληφθὲν μοναστήριον καί, ὡς καθαρὸς καὶ γνήσιος δοῦλος τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ, ὑπηρέτει εὐλαβῶς τὰ θεῖα Μυστήρια. Μετ᾿ ὀλίγον δὲ καιρὸν πάλιν ὁ διδάσκαλος αὐτοῦ, ὁ ἱερὸς Ἀκάκιος, καταφλεγόμενος ὑπὸ θείου ἔρωτος ἀπεφάσισε νὰ ὑπάγει εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, καὶ διὰ νὰ προσκυνήσει τὰ ἱερὰ μοναστήρια καὶ νὰ ἀπολαύσῃ τοὺς ἐκεῖ ἀσκητὲς χάριν εὐλογίας καὶ νὰ γένῃ μιμητὴς τῆς ἀρετῆς ἐκείνων. Ὅθεν ἀναχωρήσας ἐκεῖθεν ἔχων μεθ᾿ ἑαυτοῦ καὶ τὸν μακάριο Δαβίδ, τῇ θείᾳ συνάρσει, ἦλθε εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, περιῆλθε ὅλα τὰ μοναστήρια καὶ τὰς σκήτας καί, λαβὼν οὐκ ὀλίγον καρπὸν τῆς ἐνθέου ἀρετῆς, ἔκρινεν εὔλογον πάλιν ὁ σεβάσμιος πατὴρ Ἀκάκιος νὰ ἀποπλεύσῃ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ὁ δὲ ὅσιος Δαβὶδ ἔμεινε ἐκεῖ εἰς τὸν λιμένα τῆς ἀρετῆς, εἰς τὴν μονὴν τῆς ἁγίας Λαύρας τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου Ἀθωνίτου, λέγω, χαίρων δὲ καὶ ἀγαλλόμενος μετήρχετο τὸν ἀσκητικὸ βίον.
Ὁ δὲ μακάριος Ἀκάκιος φθάσας εἰς Κωνσταντινούπολιν πῆγε ἀμέσως εἰς τὸ Πατριαρχεῖο, εἰς προσκύνησιν τοῦ Πατριάρχου· ὁ δὲ Πατριάρχης ἱδὼν τὸν ἀοίδιμον Ἀκάκιο, τῷ ὄντι τὸ σκεῦος τῆς ἀκακίας καί, πληροφορηθεὶς τὸν βίον του τὸν καθαρὸν καὶ τὴν διαγωγήν του τὴν ἐνάρετον, καθὼς καὶ ἄλλοτε εἶχεν ἀκούσῃ παρ᾿ ἄλλων, ὑπερευχαριστήθη. Μετὰ ταῦτα δὲ γενομένης συνόδου ἱερᾶς μετὰ τῶν ἁγίων Ἀρχιερέων, καθῆκον ἐκρίθη παρὰ πάσης τῆς ἁγίας συνόδου νὰ τιμηθῇ ὁ ἀοίδιμος Ἀκάκιος διὰ τοῦ ὑψηλοῦ ἀξιώματος τῆς Ἀρχιεροσύνης, ὡς ὧν ἄξιος ἐργάτης τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ἵνα ποιμάνῃ τὸ λογικὸ ποίμνιο, ἵνα πληρωθῇ ἡ φωνῇ ἡ Εὐαγγελική, ἡ λέγουσα: «Οὐ καίουσι λυχνῶν καὶ τιθέασιν αὐτὸν ὑπὸ τὸν μόδιον, ἀλλ᾿ ἐπὶ τὴν λυχνίαν καὶ λάμπει πᾶσι, τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ»· καὶ τοιουτοτρόπως χειροτονηθεὶς ἠξιώθη τοῦ μεγίστου καὶ ὑψηλοῦ ἀξιώματος τῆς ἀρχιερωσύνης, λαχὼν τῆς μητροπόλεως Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης.
Ἂφ᾿ οὖ δὲ κατῆλθεν εἰς τὴν ἐπαρχίαν του, ἔστειλε εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἐπῆρε τὸν ἀγαπητό του ὑποτακτικὸ καὶ καθαρὸν ὑπουργὸν τοῦ Θεοῦ, λέγω τὸν πανάριστον Δαβὶδ καί, ὡς ἔφθασε οὖτος εἰς τὴν Ναύπακτο ἐντὸς τῆς μητροπόλεως, μεγάλη χαρὰ ἐγένετο ἀμοιβαία εἰς τοὺς δύο, δηλαδὴ εἰς τὸν Ἀρχιερέα καὶ εἰς τὸν Ὅσιον Δαβίδ. Καὶ ἀμέσως ὁ γέροντάς του μετὰ χαρᾶς ψυχικῆς λέγει τὸν ἔνθεον σκοπόν του πρὸς τὸν Δαβίδ- τέκνον μου ἀγαπητὸν ἐν Κυρίῳ, ἐγὼ ἐπίτηδες σὲ μετακάλεσα ἐκ τῆς μονῆς νὰ σὲ χειροτονήσω ἐπίσκοπο, νὰ ποιμάνῃς λαόν, διότι εἶσαι ἄξιος ἐργάτης καὶ διδάσκαλος τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ἵνα φωτίζῃς ψυχὰς ἀνθρώπων. Ὁ δὲ μακάριος Δαβὶδ μηδόλως ἔστερξεν, ἂν καὶ ἦτον ἄξιος αὐτοῦ τοῦ ὑψηλοῦ ἀξιώματος, ἐπειδὴ κατεφρόνει τὴν δόξαν, καὶ ἠσπάζετο τὴν ταπεινοφροσύνην καὶ ἡσυχίαν· διὸ καθ᾿ ἑκάστην κατεγίνετο καὶ ἐνησχολεῖτο νὰ φυλάξῃ τὴν ψυχήν του ἄσπιλον καὶ καθαρὰν ἀπὸ τὰς ἐπιβουλὰς καὶ ἐνέδρας τοῦ δολίου Σατανᾶ καὶ νὰ τὴν λαμπρύνῃ μὲ τὰ πρέποντα προτερήματα καὶ ἀρετάς, θέλων νὰ ἀφανίσῃ τελείως τὰς τῆς σαρκὸς ἀτάκτους κινήσεις καὶ ὁρμὰς καὶ νὰ ὑποτάξῃ τὸ σῶμα εἰς τὴν ψυχήν. Διὰ τοῦτο μὲ μεγάλας νηστείας καὶ μὲ ὁλονυκτίους ἀγρυπνίας καὶ συνεχεῖς γονυκλισίας ἐταλαιπώρει τὸν ἑαυτόν του, ἐπειδὴ πώποτε δὲν ἐχόρτασε τὴν κοιλίαν μὲ φαγητό, ποτὲ δὲν ἐφόρεσε εὔμορφον φόρεμα, ποτὲ δὲν ἐγέλασε ἄτακτα, ποτὲ δὲν ἔκαμε τίποτε ἐναντίον τοῦ μοναχικοῦ βίου, ἀλλ᾿ εἶχε διὰ παντὸς τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ ἐπιστηριγμένον εἰς τὴν ψυχήν του καὶ ἠσπάζετο τὴν ταπείνωσιν καὶ ἦτον ὑποτεταγμένος πρὸς τὸν ἅγιον γέροντά του καὶ πνευματικόν του πατέρα διὰ νὰ μάθητε λοιπὸν πόσην ὑπακοὴν εἶχεν ὁ παμμακάριστος εἰς τὸν διδάσκαλόν του, ἀκούσατε μετὰ προσοχῆς τὸ ἑξῆς διήγημα.
Ὁ ὅσιος Δαβὶδ ἐστάλη παρὰ τοῦ γέροντος τοῦ ἐκ Ναυπάκτου εἰς τὴν Ἄρταν διά τινα ὑπηρεσία ἡ ὁδὸς ἡ ἀπέχουσα τῆς Ναυπάκτου ἄχρι τῆς Ἄρτης εἶναι τεσσάρων ἡμέρων, ὁ μακάριος ἐπειδὴ συνήθιζε νὰ περιπατῇ ἀνυπόδητος, φθάσας εἰς τὴν Ἄρτα, ὕστατο ἐν μέρει τινὶ χάριν ἀναπαύσεως· ἱδὼν δὲ αὐτὸν εἰς ἄρχων θεοφιλὴς καὶ φιλόπτωχος ἀνυπόδητον, εὐθὺς ἀγόρασε μίαν ζυγὴν ὑποδήματα καὶ ἔρχεται πρὸς τὸν Ὅσιο καὶ τῷ λέγει παρακαλῶν:
› δοῦλε τοῦ Θεοῦ, λάβε αὐτὰ τὰ ὑποδήματα καὶ βάλε τα εἰς τοὺς πόδας σου καὶ μὴ ταλαιπωρῇς τόσον πολλὰ τὸν ἑαυτόν σου.
Ὁ δὲ μακάριος Δαβίδ, ἐννοήσας τὴν εὐλάβειαν τοῦ ἄρχοντος, τὰ ἐδέχθη καὶ τὰ ἐφόρεσε καί, ἀφ᾿ οὗ ἔκαμε ὅλα τὰ προστάγματα τοῦ γέροντος τοῦ ἁγίου Ναυπάκτου, ἐπέστρεψεν πίσω ταχέως. Ὁ δὲ Ἀρχιερεὺς ὁ γέροντάς του, ἱδὼν τὸν Δαβὶδ φοροῦντα τὰ ὑποδήματα, λέγει πρὸς αὐτὸν μετὰ θυμοῦ:
› ὦ Γέρων (ἐπειδὴ οὕτω ἐκαλεῖτο παιδιόθεν ὁ μακάριος διὰ τὴν πολλὴν φρόνησίν του) τίς σοῦ ἔδωκε τὰ ὑποδήματα αὐτά;
Ὁ δὲ ὅσιος Δαβὶδ μετ᾿ εὐλαβείας πολλῆς ἀπεκρίθη καὶ λέγει πρὸς αὐτόν:
› ἕνας ἄνθρωπος φιλόχριστος, Πάτερ μου, μοὶ τὰ χάρισε
ὁ δὲ Ἀρχιερεὺς λέγει πρὸς αὐτόν
› αὐτὴ εἶναι ἡ ὑποταγὴ τὴν ὁποίαν σῴζεις πρὸς ἑμέ, ὦ Γέρων; καὶ διατὶ δὲν ἦλθες ἀνυπόδητος, καθὼς ὑπῆγες; ἀλλὰ ἐλυπήθης τὸν ἑαυτόν σου; ἄπελθε λοιπὸν καὶ δὸς τὰ ὑποδήματα ὀπίσω εἰς τὸν ἄνθρωπον ὁ ὁποῖος σοῦ τὰ ἔδωκε καὶ πάλιν στρέψον ὀπίσω, καθὼς ὑπῆγες ἀνυπόδητος· τοῦτον τὸν κανόνα ἔκρινα νὰ σοῦ δώσω, διὰ νὰ μάθῃς ποτὲ νὰ μὴ κάμῃς ἔργον τι χωρὶς τῆς προσταγῆς μου.
Τότε ὁ ταπεινόφρων Δαβίδ, ποιήσας μετάνοιαν, ἐδέχθη μετὰ χαρᾶς τὴν ἐπιτίμησιν καὶ ἔπραξε καθὼς τὸν διέταξεν ὁ ἱερὸς ἐκεῖνος Ἀρχιερεύς· καί, ἀφ᾿ οὗ γύρισε πίσῳ, τὸν ὑπεδέχθη ὁ θεῖος ἀνὴρ μετ᾿ εὐλαβείας καὶ χαρᾶς, ὡς ἄξιον ὑπηρέτη τοῦ Θεοῦ καὶ τέκνον τῆς ὑπακοῆς. Οὕτω διάγων δὲ μετὰ τοῦ Ἀρχιερέως ἔλαμπε μὲ τὰς ἀρετὰς καὶ θεῖα κατορθώματα, ὡς ἀστὴρ φαεινότατος.
Εἶτα δὲ ἐχειροτονήθη καὶ ἱερεύς, γενόμενος λειτουργὸς τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Μυστηρίων, καὶ ὅλος ηὔξανεν εἰς τὴν ἀρετὴν ἐπιδίδων εἰς τοὺς ἀγῶνας καὶ καμάτους, ὡς δένδρον πεφυτευμένον εἰς γῆν ἀγαθήν, ὅπερ ὑψοῦτο τῇ θείᾳ βοηθείᾳ, φέρον καρποὺς ἀγαθοὺς διότι ἤκουε τὴν σοφίαν τὴν λέγουσαν: Ὅσον μέγας εἶ, τοσοῦτον ταπεινοῦ σεαυτόν, καὶ εὑρήσεις χάριν παρὰ Κυρίου.
Ὅθεν διὰ τὴν ὑπερβάλλουσαν ταπείνωσιν ἀπέφυγε τὸ ἀξίωμα τῆς Ἀρχιερωσύνης ὁρῶν δὲ ὁ Ἀρχιερεὺς καὶ οἱ τοῦ τόπου ἄρχοντες τὰς οὐρανίους χάριτας καὶ προτερήματα τὰ ὁποῖα εἶχε, τὸν παρεκάλεσαν πολλὰ διὰ νὰ γένῃ ἡγούμενος τῆς ἱερᾶς μονῆς τῆς Θεοτόκου, ἐπιλεγόμενης Βερνικόβης. Οὕτω λοιπόν, διὰ τῶν πολλῶν παρακλήσεων τοῦ Ἀρχιερέως καὶ τῶν ἀρχόντων, ἀπεδέχθη τὴν ἡγουμενεία τοῦ ἱεροῦ ἐκείνου Μοναστηρίου καὶ πάντοτε διὰ φροντίδας εἶχε τὴν ἐπιμέλειαν τῆς ψυχικῆς σωτηρίας τῶν μοναχῶν ἐκείνων, νουθετῶν καὶ διδάσκων καθ᾿ ἑκάστην αὐτοὺς ἅπαντα τοῦ μοναχικοῦ βίου τὰ καθήκοντα, ἀποδεικνύων αὐτοῖς μάλιστα τὸν ἑαυτόν του καλὸν παράδειγμα. Ἀλλ᾿ οἱ μοναχοὶ ἐκεῖνοι δὲν ἠθέλησαν πώποτε νὰ ἐπιδώσωσιν εἰς τὴν προκοπὴ τῆς ἀρετῆς καὶ οὕτω ἐπληροῦτο τὸ ῥητὸν ἐκεῖνο τὸ λέγον «Εἰ Αἰθίοψ ἀλλάξεται τὸ δέρμα αὐτὸν καὶ πάρδαλις τὰ ποικίλματα αὐτῆς, τότε καταλείψουσι καὶ ἐκείνοι τὰς κακὰς των συνηθείας», ἐπειδὴ ἠγάπα ὁ καθεὶς νὰ ἔχῃ τὴν ἰδιοῤῥυθμίαν καὶ νὰ τρέχῃ, ὡς θέλει, εἰς τὰς αἰσχράς του πράξεις.
Ἐν ᾧ διῆγεν ὁ μακάριος εἰς αὐτὸ τὸ Μοναστήριον τῆς Θεοτόκου, κατὰ τύχην ἐλθὼν εἰς τὴν Ἀχαΐαν ὁ ἁγιώτατος Πατριάρχης Ἱερεμίας, μετὰ τοῦ σοφωτάτου ῥήτορος Ἐμμανουήλ, πέρασε καὶ ἀπὸ τὴν εἰρημένην Μονὴν μιᾷ δὲ τῶν ἡμερῶν, ὄντος τοῦ Πατριάρχου ἐκεῖ, ὁ ὅσιος Δαβὶδ ἐπῆρε καιρὸν διὰ νὰ λειτουργήσῃ κατὰ τὸ σύνηθες· ὁ δὲ ῥήτωρ ἔχων οὐκ ὀλίγην εὐλάβειαν πρὸς τὸν μακάριον εἰσῆλθεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ βλέπει εἰς τὸ ἅγιον βῆμα τὸν Ὅσιον, ὁ ὁποῖος ἦτον εἰς τὴν προσκομιδήν, ὅτι τὸν εἶχε περικεκυκλωμένον φῶς θεῖον καὶ ἔλαμπε τὸ πρόσωπόν του ὡς ἥλιος, διότι ἐστέκετο σχεδὸν ἕνα πῆχυν ὑψηλότερον τῆς γῆς. Τοῦτο τὸ θαῦμα ἱδὼν ὁ ῥήτωρ ἔδραμε εἰς τὸν Πατριάρχην καὶ λέγει πρὸς αὐτόν·
› ἐλθέ, Δέσποτα ἅγιε, εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, νὰ ἴδῃς Ἄγγελον ἐπίγειο
καὶ εὐθὺς δραμὼν ὁ Πατριάρχης ἔνδον τοῦ ἁγίου βήματος, τὸ μὲν φῶς τὸ ὁποῖον εἶδεν ὁ ῥήτωρ πρότερον, ὁ Πατριάρχης δὲν τὸ εἶδεν, ἀλλ᾿ εἶδε τὸ πρόσωπον τοῦ ἁγίου βεβρεγμένον μὲ δάκρυα. Τοῦτο ὡς εἶδεν ὁ Πατριάρχης ἐθαύμασε καὶ ἔπειτα πολλὰ παρεκάλεσε τὸν Ὅσιον νὰ τὸν κάμῃ Ἀρχιερέα εἰς μίαν μητρόπολιν, ἀλλὰ οὐδόλως ἔστερξε. Διατρίψας λοιπὸν ὀλίγον καιρὸν εἰς αὐτὸ τὸ Μοναστήριον ὁ Ὅσιος καὶ βλέπων τὸ ἀδιόρθωτον τῶν μοναχῶν ἐκείνων, ἔφυγε ἐκεῖθεν περιφερόμενος ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, διὰ νὰ τύχη τὸν ἀρμόδιο τόπον τῆς ἀσκήσεως εἰς ἐκτέλεσιν τοῦ ἀληθοῦς σκοποῦ του. Διὸ ποιήσας εὐχὴν πρὸς τὸν φιλάνθρωπον Θεὸν εἶπε:
› Παντοκράτορ Δέσποτα, δημιουργὲ τοῦ παντός, φιλάνθρωπε καὶ ἐλεῆμον Θεέ, Λυτρωτὰ καὶ ῥύστα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, σύ, ὦ γλυκύτατέ μου Ἰησοῦ, ἔχυσες τὸ πανάγιόν σου αἷμα ἐπάνω εἰς τὸν Τίμιον Σταυρὸν διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου, σὺ ὁδήγησόν με, πανάγιε Βασιλεῦ, τοῦ εὑρεῖν τόπον ἡσυχίας καὶ αἰνέσεως.
Ταῦτα ὅταν ἔλεγε ὁ Ὅσιος μετὰ θερμῶν δακρύων πρὸς τὸν παντάνακτα Θεόν, τῷ ἀπεκαλύφθη οὗτος ἐν ὁράματι καὶ τῷ εἶπε νὰ ἀπέλθῃ εἰς τὸ ὄρος Στείρι καλούμενον, ὅπερ κεῖται μεταξὺ Ἑλικῶνος καὶ Παρνασσοῦ, καὶ ἀμέσως τῇ θείᾳ ὁδηγίᾳ ἦλθε ἐπὶ τὸ ὄρος καὶ εὗρε τόπον ἀρμόδιο νὰ καθησυχάσῃ καὶ ἐκεῖ ἔκαμε μικρὰν οἰκοδομὴν ἀσκητηρίου, ἐσύναξε καί τινας Μοναχοὺς εὐλαβεῖς καὶ σπουδαίους καὶ μετὰ τούτων ὑμνολογεῖ τὸν ἅγιον Θεὸν ἡμέρας τε καὶ νυκτός, διάγων πολιτείαν γέμουσαν ἀρετῶν καὶ θείων χαρίτων. Διότι ὁ μακάριος Δαβὶδ δὲν ἧτο μόνον στολισμένος μὲ τὰς χάριτας τοῦ μοναδικοῦ βίου, ἀλλ᾿ ἧτο καὶ μὲ σοφίαν τῶν Ἐκκλησιαστικῶν μαθημάτων, ἐπειδὴ ἐδιδάχθη ἀρκούντως παρὰ τοῦ γέροντος τοῦ Ἀκακίου ἁγίου Ναυπάκτου καὶ παρ᾿ ἐκείνου ἀπεστάλη πρὸς τὸν Δεκαδίωνα σοφὸν Ἰουστῖνον καὶ εὐγενέστατο Ἀνδρέα Ἄρνη, ἐδιδάχθη δὲ καὶ παρ᾿ αὐτῶν μαθήματα ἀρκοῦντα.
Εἰς αὐτὸ λοιπὸν τὸ ὄρος καθησυχάσας διῆγεν ἀταράχως καιρόν τινα ἐκ τῶν σατανικῶν προσβολῶν· ἀλλ᾿ ὁ μισόκαλος καὶ πονηρὸς διάβολος δὲν ἔπαυε νὰ μηχανᾶται τρόπους δολίους κατὰ τοῦ παμμάκαρος, φθονῶν τὴν ὑπερβάλλουσαν ἀρετήν του. Ὁ δὲ Ὅσιος εἰδὼς τὴν ἄμετρον κακίαν καὶ φθόνον τοῦ δολίου ἐχθροῦ ὕστατο ὡς στερεὰ πέτρα, οὐδόλως δειλιῶν τὰ σατανικὰ αὐτοῦ βέλη, καὶ ὡς οὐδὲν λογιζόμενος τὰς πονηρὰς μηχανάς του· ἀλλ᾿ εἰς τὸ ἔσχατον καταφλεγόμενος ὁ πονηρὸς Βελίαρ ὑπὸ τοῦ φθόνου ἐνεργεῖ κατὰ τοῦ Ὁσίου πειρασμὸν τοιοῦτον, καὶ ἀκροασθῆτε τὸ τέχνασμα τοῦ φθονερότατου δράκοντος.
Μεταξὺ τῆς Χαιρωνείας καὶ τοῦ Ἑλικῶνος εὑρίσκεται μία πόλις καλουμένη Λεβάδεια, ἔνθα κατοικοῦσι καὶ Ἀγαρηνοί, εἷς ἐξ αὐτῶν ἐν τάξει ὧν ἐξουσίας εἶχε σκλαβόπουλα, ἅτινα τυχόντα εὐκαιρία ἔφυγον ὁ δὲ αὐθέντης αὐτῶν ἐρευνῶν μετὰ πόθου καὶ γενόμενος πλήρης θυμοῦ ἐζήτει τὰ ῥηθέντα σκλαβόπουλα. Τινὲς ὀπαδοὶ τοῦ διαβόλου κάκιστοι παρουσιασθέντες τῷ Ἀγαρηνῷ ἐκείνῳ εἶπον ὅτι ὁ Ὅσιος ἐγένετο αἴτιος τῆς φυγῆς τῶν σκλάβων καὶ ἀμέσως ἐκεῖνος δραμὼν ὡς λύκος κεχηνὼς ἥρπασε τὸν μακαριώτατον Δαβὶδ καὶ τὸν παρέδωκεν εἰς τὸν ἡγεμόνα τῆς πόλεως· οὗτος δέ, ὧν ὡς θηρίον ἄγριον, εὐθὺς πρόσταξε καὶ ἔῤῥιψαν οἱ ὑπηρέται του τὸν ἅγιον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ τὸν ἔδειραν σφοδρότατα μὲ τόση ἀσπλαχνία, ὥστε σχεδὸν ἡμιθανὴς ἐγένετο ὁ Ὅσιος ἐκ τῶν ἀμέτρων πληγῶν, ἔπειτα τὸν ἐφυλάκωσεν. Ὁ δὲ ἅγιος ὡς πεπλησμένος τῆς χάριτος τοῦ παναγίου Πνεύματος ἔχαιρε καὶ εὐφραίνετο ἐνθυμούμενος τὸ ῥητὸ τοῦ Ἀποστόλου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, τὸ λέγον: πᾶσαν χαρὰν ἡγήσασθε ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις. Τὴν ἐρχομένη ἡμέραν πάλιν πρόσταξε ὁ ἀλιτήριος, καὶ τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακὴν καὶ τὸν ξύλισαν σκληρότατα ἐκεῖνα τὰ ἀγριότατα θηρία, ἔπειτα τοῦ ἔδεσαν ὀπίσω τὰς χεῖρας καὶ τὸν κρεμάσαν διὰ πολλὴν ὥραν καὶ ἐκ τούτου ἠσθένησαν τὰ χέρια τοῦ ἁγίου καὶ ἔμειναν πολὺν καιρὸν ἀκίνητα. Ἄλλα τις δύναται νὰ διηγηθῇ εἰς πλάτος τὰς ἄλλας τιμωρίας καὶ βάσανα, τὰ ὁποῖα ἐδέχθη εἰς τὸ σῶμα του ὁ ἅγιος; Ἐν ᾧ ἧτο κρεμάμενος, τὸν πότιζαν διάφορα ποτὰ φαρμακερώτατα ἀλλὰ ταῦτα πάντα τὰ ὑπέμενεν ὑπομονητικώτατα, διότι ἦτον ἀρματωμένος μὲ τὴν δύναμιν καὶ χάριν τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ καὶ ἐπεθύμει νὰ λάβῃ καὶ τὸ τέλος τοῦ μυστηρίου, νὰ ἀπολαύσῃ ταχέως τὸν στέφανον τὸν ἀμαράντινον καὶ νὰ συναυλισθῇ εἰς τὴν χορείαν τῶν ἁγίων. Ἀλλ᾿ ὁ πανάγαθος Θεὸς εἰδὼς ὅτι δι᾿ αὐτοῦ τοῦ πολυτίμου μαργαρίτου, λέγω τοῦ ὁσίου Πατρός, ἐσῴζοντο πολλαὶ ψυχαί, τὸν ἠλευθέρωσε, φωτίσας τινὰς Χριστιανοὺς καὶ ἔδωκαν χρήματα πολλὰ τῷ ἡγεμόνι, καὶ ἐλυτρώθη ὁ ἅγιος.
Ἀφ᾿ οὖ δὲ ἠλευθερώθη τοῦ τυράννου δὲν ἔκρινεν εὔλογον νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὸ αὐτὸ ἀσκητήριο, ἀλλὰ περιήρχετο ἀπὸ τόπου εἰς τόπον ἕως νὰ εὕρῃ πάλιν τόπον ἀρμόδιο ἡσυχίας, δοκιμάζων καθ᾿ ὁδὸν ἀμέτρους τυραννίας καὶ θλίψεις ἐκ τῶν βαρβάρων καὶ κακῶν ἀνθρώπων. Τέλος δὲ ἦλθε εἰς τὴν νῆσον τῆς Εὐβοίας, εὑρὼν αὐτοῦ τόπον ἡσυχίας, πλησίον τοῦ χωρίου Ὀροβιαῖς. Εἰς αὐτὸν δὲ τὸν τόπον ἧτο ναὸς ἐπ᾿ ὀνόματι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Χριστοῦ· τὸν ναὸ τοῦτον τῇ θείᾳ βοηθείᾳ διὰ συνδρομῆς τινων εὐλαβῶν χριστιανῶν ἀνήγειρε ἐκ βάθρων, καλλωπισθέντα καὶ ὡραϊσθέντα μετὰ τῶν ἁρμοδίων κελλίων, καὶ ἐφεπομένων οἰκοδομῶν, ἀποκαταστήσας Μοναστήριον, ὡς ἐπόθει. Ἔπειτα δέ οἱ ποθοῦντες τὸν μοναχικὸ βίον, ἀκούοντες τὰς ἀρετὰς καὶ κατορθώματα τοῦ ἁγίου ἔτρεχαν πανταχόθεν καὶ ἐλάμβαναν τὸ ἀξίωμα τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ τοιουτοτρόπως ἐπρόκοπτον εἰς τὴν ἀρετὴ διὰ τῶν θείων παραινέσεων καὶ διδασκαλιῶν τοῦ παναρίστου Δαβίδ. Ἐξ αὐτῶν δὲ τῶν μοναζόντων οἱ πλέον προκομμένοι εἰς τὴν ἀρετή εἰσιν οὖτοι· ὁ Ἰσαὰκ ὅστις εἶχε καὶ τὸ ἀξίωμα τῆς Ἱεροσύνης, ὁ Ἰωαννικιος καὶ ὁ Ἡσαΐας, κεχαριτωμένοι τῷ ὄντι μὲ διαφόρους ἀρετὰς καὶ προτερήματα· μετὰ τούτων ἧτο καὶ ὁ Γεράσιμος, Ἰωακείμ, Διονύσιος καὶ Δανιὴλ Ἱεροδιάκονοι, καὶ αὐτοὶ ἄξιοι καὶ στολισμένοι μὲ προτερήματα.
Ἕως ἐδῶ, ἀκροαταί μου, διηγήθην τὴν ἀποκατάστασιν τοῦ ἱεροῦ Μοναστηρίου καὶ τὰς χάριτας καὶ ἀρετὰς τοῦ ὁσίου πατρὸς Δαβίδ, τώρα δὲ θὰ διηγηθῶ ἀκολούθως τὰς περιηγήσεις, τὴν ὑπερβάλλουσαν ἐλεημοσύνην τὴν ὁποίαν ἔκαμνε εἰς τοὺς πτωχοὺς καὶ τὰ θαύματα αὐτοῦ. Ἐφάνη ποτε εὔλογο τῷ ἁγίῳ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν ἐπισκοπὴν τοῦ ἁγίου Δημητριάδος· συμπαρέλαβε δὲ τὸν Χριστόφορον, ὅστις καὶ τὸν βίον τοῦ ὁσίου ἔπειτα συνέγραψε, καὶ τὸν ἱερὸν Ἰωαννίκιον, καὶ περιπατοῦντες ἦλθον ἔξω τῆς ἐπισκοπῆς πρὸς τὸ ἑσπέρας καὶ ἐκτύπησαν τὴν θύραν· ἐξῆλθεν εἷς διάκονος τοῦ ἁγίου Δημητριάδος καὶ τοὺς ἐρωτᾷ ποῖοι εἶναι καί τι θέλουσιν. Ὁ δὲ ἅγιος ἀπεκρίθη πρὸς αὐτόν,
› ξένοι ἄνθρωποι εἴμεθα καὶ θέλομε νὰ ξενισθῶμεν εἰς τὴν ἐπισκοπή.
Τότε ὁ διάκονος ἐπιστρέψας εἶπε τοῦ γέροντός του, ἅπερ εἶπεν ὁ ὅσιος· καὶ πάλιν ἐξελθὼν ὁ διάκονος εἶπεν ὅτι
› δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἰσέλθητε ἐπειδὴ ὁ γέροντάς μου δειπνεῖ μετὰ τῶν φίλων του, παρέτε λοιπὸν μίαν ψάθαν καὶ καθίσατε αὐτοῦ ἔξω.
Τότε ὁ Ὅσιος ἀπεκρίθη τοῦ διακόνου·
› ἡμεῖς, τέκνον μου, εἰς τὸν οἶκον ἀγαπῶμεν νὰ μείνωμεν, καὶ ὄχι ἔξω εἰς τὸν δρόμον.
Καὶ εὐθὺς λέγει πρὸς τὸν Χριστόφορο ὁ ἅγιος γέρων·
› τράβα τὸ μουλάρι
ἐπειδὴ εἶχον ἕνα μαζί των, ἄνελε (οὕτω εἶχεν συνήθειαν νὰ τὸν ὀνομάζῃ χαριεντιζόμενος). Αὐτὸς δὲ ἔχων θάῤῥος πρὸς τὸν ἅγιον εἶπεν
› ἂς προσμείνωμεν ὀλίγον, Πάτερ, ἴσως καὶ μᾶς ἀνοίξουν.
Ὁ δὲ θεῖος Πατὴρ βλέπων αὐτὸν ἀργοποροῦντα νὰ κάμνῃ τὸ πρόσταγμά του, τὸν ἐκτύπησε μὲ τὴν ῥάβδο του εἰς τὴν ῥάχην, λέγων
› δὲν κάμνεις ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον σοὶ λέγω, μόνον στέκεσαι καὶ φιλονεικᾶς;
Αὐτὸς δὲ εὐλαβείᾳ καὶ φόβῳ φερόμενος, ἐτράβησε τὸ μουλάρι. Καὶ ὁ διάκονος τοῦ Ἀρχιερέως ἱστάμενος ἔτι παρὰ τῇ θύρᾳ καὶ ἀκούων αὐτὰ ἔδραμε πρὸς τὸν γέροντά του, καὶ τῷ διηγεῖται ὅλα αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἤκουσεν. Ὁ δὲ ἀρχιερεὺς κατάλαβε ὅτι ἦταν ὁ περίφημος ἐκεῖνος Δαβίδ, ἐπειδὴ πρὸ πολλοῦ δι᾿ ἀκοῆς εἶχε τὰ προτερήματά του, καὶ ἠγάπα νὰ τὸν ἴδῃ καὶ ἀμέσως ἄφησε τὸ τραπέζι καὶ μετὰ τῶν εὑρεθέντων φίλων προσέδραμεν εἰς τὸν Ὅσιο καί, ὡς τὸν εἶδε, λέγει μετ᾿ εὐλαβείας·
› σὺ εἶσαι ὁ γέρων Δαβίδ;
καὶ ἀπεκρίθη αὐτὸς μετὰ ταπεινώσεως,
› ἐγὼ ὁ δοῦλος τῆς σῆς ἁγιοσύνης εἰμί.
Καὶ εὐθὺς ὁ ἀρχιερεὺς προσπίπτων ζητεῖ συγχώρησιν. Ὁ δὲ μακάριος Δαβίδ, ὡς μιμητὴς ὧν τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ἔδωκε συγχώρησιν εἰς τὸν ἀρχιερέα καὶ τὴν πρέπουσαν νουθεσίαν νὰ εὐσπλαχνίζηται τοὺς ξένους καὶ νὰ τοὺς φιλοφρονῇ, δίδων αὐτοῖς καὶ ἔλεος, ἂν ἔχωσι χρείαν, διὰ νὰ ἀποπληροῖ τὸ χρέος τοῦ ἐπαγγέλματος. Ἔπειτα δὲ μαθόντες οἱ κάτοικοι τῆς χώρας προσέτρεχον ἄνδρες τε καὶ γυναῖκες, ὡς ἡ διψῶσα ἔλαφος, ἐξομολογούμενοι καὶ λαμβάνοντες εὐλογίαν παρὰ τοῦ ἁγίου ἐπέστρεφαν δοξάζοντες τὸν ἅγιον Θεόν, διότι ἠξιώθησαν νὰ ἴδωσι τὸν ἅγιον καὶ νὰ ἀκούσωσι τὴν μελίῤῥυτον ἐκείνη διδασκαλίαν καὶ νουθεσίαν, ὡς ἔχοντες δι᾿ ἀκοῆς πρότερον τὰς ἐναρέτους αὐτοῦ πράξεις.
Ἐκεῖθεν δὲ πάλιν ἀπῆλθον εἰς τὴν Λάρισα πρὸς τὸν ἅγιον Λαρίσης, Νεόφυτο καλούμενο, ὅστις ἦτον ἀληθὴς Ἱεράρχης τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐκεῖ δὲ διέτριψάν τινας ἡμέρας καὶ ὠφελήθηκαν πολλοὶ τῶν χριστιανῶν ἐκ τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου, ὁμοίως καὶ ὁ σεβασμιότατος Ἱεράρχης.
Ἔπειτα δὲ τῇ θείᾳ βοηθείᾳ ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Μονήν των καὶ τίς δύναται νὰ διηγηθῇ λεπτομερῶς τὰς ἀρετὰς τοῦ ἁγίου, καὶ μάλιστα τὴν ἐλεημοσύνην τὴν ὑπερβάλλουσαν, τὴν ὁποίαν ὄχι μόνον τοῖς ὁμοπίστοις μετήρχετο, ἀλλὰ καὶ τοῖς ἀλλοφύλοις;
Ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν ἦλθέ τις Ἀγαρηνὸς ἐξ Εὐβοίας εἰς τὸ Μοναστήριον πένης ὤν, ἱδὼν αὐτῶν ὁ ὅσιος, οἴκτῳ καμφθείς, ἐπρόσταξε τὸν δοχειάρην νὰ τοῦ δώσῃ φορέματα καὶ ὑποδήματα ἐκ τῶν ἑτοίμων καὶ ὄχι μόνον ταῦτα, ἀλλὰ καὶ τροφὰς ἀκόμη διὰ τὰ παιδία του· Τοιαύτην μεγίστη εὐσπλαχνία εἶχεν ὁ ἅγιος.
Ποτὲ δὲ εἷς ἱερομόναχος, Εὐφρόσυνος καλούμενος, ἐκ τῆς συνεργείας τοῦ πονηροῦ δράκοντος, ἀκουσίως φόνευσε ἄνθρωπον καὶ ἐπειδὴ ἤκουσαν τοῦτο οἱ ἡγεμόνες τοῦ τόπου, ἐφυλακώθη παρ᾿ αὐτῶν καὶ ἐλήφθη ἅπασα ἡ πατρικὴ περιουσία καὶ ἔτι ὑπέπεσε εἰς χρέος βαρύτατο καί, μὴ ἔχων ὀβολὸν ὁ ἄθλιος, προσέδραμε τῷ ἁγίῳ γέροντι χάριν ἐλέους καὶ βοηθείας. Ὁ δὲ συμπαθέστατος ὅσιος, ἅμα μαθὼν τὴν ἄκραν δυστυχίαν του, ὡς ἄλλος Ἀβραὰμ καὶ ξενοδόχος φιλάρετος, τῷ ἔδωκεν ὅλην τὴν ποσότητα τοῦ χρέους, λέγων αὐτῷ· ὕπαγε, τέκνον μου, ἀπόδος τοῖς δανεισταῖς καὶ ἔπειτα ἀπόῤῥιψον τὰς φροντίδας τοῦ κόσμου καὶ ὑπούργει τὸν Θεόν, καθὼς ὑπεσχέθης ἀρχῆθεν καὶ οὕτω ἠλευθερώθη τοῦ χρέους εὐχαρίστων τὸν Θεὸν καὶ τὸν εὐσπλαχνικώτατον Ὅσιο.
Ἄλλοτε πάλιν τέσσαρες γέροντες ἦλθον εἰς τὸ Μοναστήριον, καταγόμενοι ἀπὸ τὸ χωρίον τῶν Ὀροβίων. Ἱδὼν δὲ αὐτοὺς ὁ ἅγιος τοὺς ῥώτησε
› πῶς ἤλθατε ἀδελφοί;
Αὐτοὶ δὲ ἀπεκρίθησαν
› ἡμεῖς, ἅγιε γέρον, εἴμεθα πτωχοὶ καὶ γέροντες, καὶ ᾔλθομεν ἕως ἐδῶ νὰ μᾶς σώσῃς ψυχικῶς καὶ σωματικῶς.
Ὁ δὲ ἅγιος γέρων μετὰ χαρᾶς καὶ εὐχαριστίας τοὺς ἐδέχθη, καὶ διδάξας αὐτοὺς τοὺς κανόνας τῆς μοναδικῆς πολιτείας τοὺς ἐνέδυσεν καὶ τὸ σχῆμα τῶν Μοναχῶν. Οἱ δὲ ἕτεροι μοναχοὶ ἔλεγον πρὸς τὸν ἅγιον,
› δὲν εἶναι συμφέρον τοῦ μοναστηρίου νὰ μείνωσιν ἐδῶ αὐτοί, ἐπειδὴ εἶναι καὶ γέροντες καὶ ἔχουσι χρέη καὶ θὰ ἔχωμεν ἐνοχλήσεις παρ᾿ αὐτῶν.
Ὁ δὲ ἅγιος γέρων ἀπεκρίθη αὐτοῖς·
› σεῖς ὅπου θέλετε ὑπάγετε καὶ ἀφήσατε ἐδῶ τοὺς πτωχοὺς γέροντας, διότι τὸ μοναστήριον εἶναι τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ καὶ τῶν πτωχῶν, καὶ ὅσοι ἔρχονται τοὺς δέχεται.
Μείναντες δὲ ἐκεῖ οἱ γέροντες οἱ πτωχοὶ ἠλευθερώθησαν καὶ τῆς θλίψεως τῆς πενίας καὶ τοῦ βαρύτατου χρέους.
Ἄλλος τις ὑπὸ πτωχείας κατατρυχόμενος, Γεώργιος ὀνόματι, ἀπὸ χωρίον Καλαμούδι, ἔχων καὶ παιδία πολλά, προσέτρεχε κατὰ συνέχεια τῷ σεβασμίῳ γέροντι, ἐπαιτῶν ἔλεος χάριν θεραπείας τῆς πτωχείας του· ὁ δὲ ἅγιος τὸν ἐδέχετο μετὰ χαρᾶς, καὶ τοῦ ἔδινε ἐλεημοσύνη. Ἐν μιᾷ οὖν τῶν ἡμερῶν ἦλθε πάλιν ὁ αὐτὸς Γεώργιος εἰς τὸ μοναστήριον, κατὰ τὴν συνήθειάν του, καὶ ἱδὼν ὁ ἅγιος γέρων αὐτὸν πολλὰ ταλαιπωρημένον ὑπὸ τῆς πτωχείας ἐδάκρυσε καὶ λέγει πρὸς αὐτόν,
› πῶς περνᾶς ἀδελφέ, σὺ καὶ τὰ παιδία;
Εἶχε δὲ συνήθειαν ὁ ἅγιος, ὅτε ἔβλεπε ἀνθρώπους κακουχουμένους καὶ τεθλιμμένους ὑπὸ πτωχείας, νὰ χύνῃ δάκρυα ὑπὸ τῆς συμπαθείας του. Ὁ δὲ πτωχὸς Γεώργιος ἀπεκρίθη, λέγων πρὸς τὸν Ὅσιο
› δι᾿ εὐχῶν σας ἁγίων, Δέσποτά μου, ὑγείαν ἔχομεν ἂν ὅμως ἔλειπεν ἡ ἁγιωσύνη σου, ἥμεθα ἀποθαμένοι.
Ὁ δὲ ὅσιος λέγει πρὸς αὐτόν,
› ὕπαγε ἀδελφὲ εἰς τὴν τράπεζαν νὰ φάγῃς ψωμὶ καὶ ἔπειτα νὰ σὲ δώσῃ ὁ κελλάρης δύο κιλὰ κεχρὶ νὰ ὑπάγεις εἰς τὸν οἶκον σου διὰ νὰ φάγωσι τὰ παιδία σου.
Ἀφ᾿ οὖ δὲ ἔφαγε ψωμί, ἐπῆρε καὶ τρία ψωμία τὸ δὲ κεχρὶ δὲν ἠθέλησαν οἱ προϊστάμενοι τοῦ μοναστηρίου νὰ τὸ δώσωσιν, ἀλλ᾿ εἶπον αὐτόν,
› δὲν σοὶ ἀρκεῖ ὁποὺ καθ᾿ ἑκάστην ἔρχεσαι καὶ μᾶς ἐνοχλεῖς, ἀλλὰ θέλεις νὰ σοῦ φορτώνωμεν καὶ τὰς ἡμιόνους τοῦ Μοναστηρίου μὲ τὰ πρὸς ζωάρκειαν νὰ ἐπιστρέφῃς εἰς τὰ ἴδια;
Ὁ Χριστόφορος, ὢν ἐντεταλμένος παρὰ τοῦ ἁγίου Γέροντος νὰ τῷ ἀναφέρῃ τὰ τοιαῦτα πρὸς διόρθωσιν τῶν ψυχῶν, ἦλθε πρὸς τὸν ἅγιον καὶ εἶπεν ἅπερ ἠκολούθησαν εἰς τὸν πτωχὸν Γεώργιον.
Ὁ δὲ ὅσιος μετ᾿ ἄκρας λύπης γύρισε εἰς τὸν τοῖχον καὶ ἔκλαυσεν, ἔπειτα εἶπε τῷ ἱερομονάχῳ Ἰσαάκ, ὅστις ἦτον ἐκεῖ, κράξον τὸν ἡγούμενον καὶ τοὺς γέροντας νὰ ἔλθωσιν ἐδῶ, οὖτοι δὲ ἀμέσως ἦλθον ἔμπροσθέν του καί, ὡς εἶδεν αὐτούς, λέγει αὐτοῖς·
› Διατί, ἀδελφοί, διώξατε τὸν πτωχὸ Γεώργιο καὶ δὲν τῷ ἐδώκατε τὸ κεχρὶ διὰ νὰ φάγῃ αὐτὸς καὶ τὰ παιδία του; διατὶ παρωργίσατε τὸν Χριστὸν καὶ ἑμὲ τὸν ταπεινὸν γέροντα;
Ὁ δὲ ἡγούμενος καὶ οἱ γέροντες ἀκούοντες τοὺς λόγους τοῦ ὁσίου πατρός, κύψαντες κάτω τὴν κεφαλήν των καὶ φοβηθέντες, ἔλεγον μετ᾿ εὐλαβείας
› συγχώρησόν μας, Πάτερ ἅγιε, ὅτι ἐπταίσαμεν.
Ὁ δὲ ἅγιος τοῖς λέγει·
› λάβετε τὸ κεχρὶ ὀγλήγορα καὶ ἄλλα φαγητὰ καὶ ὑπάγετε εἰς τὸν πτωχὸν Γεώργιον καὶ φάγετε καὶ πίετε μαζί του, καὶ κάμετε ἀγάπην, καὶ τότε θὰ ἔχητε συγχώρησιν ἀπὸ τὸν Θεόν.
Καὶ οὕτω ἔκαμαν, καθὼς τοὺς διέταξε, καὶ ἠξιώθησαν τῆς συγχωρήσεως.
Εἷς Μοναχὸς εὐλαβέστατος, Σάββας ὀνομαζόμενος, ἔχων πατρικὰ καὶ μητρικὰ χρήματα πολλά, ἠγόρασεν εὔμορφον κῆπον καὶ τὸν χάρισεν εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ ἁγίου διὰ ψυχικήν του σωτηρίαν καὶ μετὰ 35 ἔτη τινὲς μοναχοὶ ἐκ τῆς μονῆς τοῦ ἁγίου Νικολάου, ὀνομαζόμενου Γαλατάκη, Παχώμιος καὶ Θεόληπτος, ἔχοντες πλησίον τοῦ κήπου αὐτοῦ, τοῦ παρὰ τοῦ Σάββα ἀφιερωθέντος εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ ὁσίου, μικρὸν κηπάριον τοῦ ἰδικοῦ των Μοναστηρίου, ἀδίκως καὶ παραλόγως, ὡς πλεονέκται, τὸ ἐξουσίασαν. Μαθὼν τοῦτο ὁ μακάριος Δαβὶδ οὐδόλως ὠργίσθη, οὐδόλως κατηράσθη, οὐδ᾿ ὕβρισεν αὐτοὺς διὰ τὴν πλεονεξίαν των, ἀλλὰ καίτοι πολλάκις σκανδαλισθεὶς καὶ συγχυσθεὶς καὶ ζημιωθεὶς ὑπ᾿ αὐτῶν, ὁ ἅγιος ἐφύλαττε τὴν ἀγάπην κατὰ τὸ ῥητὸν τοῦ Εὐαγγελίου: Ἀγαπᾶτε τοὺς διώκοντας ὑμᾶς, καὶ μὴ ἐπιδυέτω ὁ ἥλιος ἐπὶ τῷ παροργισμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σοῦ. Καὶ ὅτε ἡ Μονή των κινδύνευε νὰ ἀφανισθῇ ὑπὸ τῶν λῃστῶν, αὐτὸς ἔκαμνε εἰς αὐτοὺς οὐκ ὀλίγην τὴν βοήθειαν, μάλιστα τοὺς ᾠκοδόμησε καὶ φρούριον παρὰ τῇ θαλάσσῃ, καὶ τοὺς ἔκαμνε διὰ παντὸς μεγάλας εὐεργεσίας, νουθετῶν καὶ διδάσκων αὐτοὺς εὐαγγελικῶς, ὡς ἀκριβὴς φύλαξ τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου. Ἀλλ᾿ ὁ Θεὸς ἄχρι τέλους οὐ παρεῖδε τὸ δίκαιον, μόνον τοὺς ἐπαίδευσε μὲ ἀῤῥωστίας μεγάλας διὰ τὴν ψυχικήν των σωτηρίαν. Πάσχοντες δέ οἱ διαληφθέντες οὗτοι Παχώμιος καὶ Θεόληπτος ὑπὸ νόσου βαρείας, ὥστε ἐσάπισαν αἱ σάρκες των, καὶ φθάνοντες εἰς τὸ τέλος τῆς ζωῆς των ἦλθον εἰς μεγάλην μετάνοιαν καὶ στέλλοντες πρὸς τὸν ἅγιον ἐζήτουν τὴν συγχώρησιν, διὰ τὰ ὅσα σκάνδαλα καὶ ζημίας τῷ ἔκαμαν. Ὁ μὲν Θεόληπτος ἠξιώθη τῆς συγχωρήσεως διὰ γράμματος καὶ εὐθὺς ἐκοιμήθη, ὁ δὲ Παχώμιος, κατὰ μίμησιν τοῦ παραλύτου, ἐβλήθη εἰς τὸν κράββατον, καὶ ὑπὸ τεσσάρων ἀνδρῶν κρατούμενος ἐπορεύετο πρὸς τὸν ἅγιον. Ὁ δὲ ὅσιος καταβαῖνον εἰς τὸ φρούριον τῆς Εὐβοίας, καθ᾿ ὁδὸν τοὺς ὑπήντησε καί, βλέπων ὁ παμμάκαρ τὴν ἀθλίαν κατάστασιν τοῦ πάσχοντος, ἔκλαυσε καὶ τῷ ἔδωκε τὴν συγχώρησιν καὶ εὐθὺς ἀφ᾿ οὗ ἐγύρισεν εἰς τὸ Μοναστήριόν του ἐπλήρωσε τὸ κοινὸν χρέος καὶ ὡμολόγησε πρὸ τοῦ θανάτου αὐτοῦ ὅτι ὁ κῆπος εἶναι τοῦ Μοναστηρίου τοῦ ὁσίου Δαβὶδ καὶ ἐδόθη πίσω.
Μέχρι τοῦδε διηγήθημεν τὰς ἀρετὰς καὶ τὰ κατορθώματα τοῦ ἁγίου, τώρα δὲ θὰ διηγηθῶμεν καὶ τινὰ θαύματά του, ὅσα ἔτι ζῶν ἐξετέλεσεν.
Εἰς καιρὸν τοῦ θέρους ἐπορεύετο ὁ ἅγιος εἰς τὴν Κάρυστον διὰ τινὰ χρείαν τοῦ μοναστηρίου· καθ᾿ ὁδὸν δὲ πρὸς τὸ ἑσπέρας κατέλυσεν εἰς χωρίον ὀνομαζόμενο Δίστον, νὰ ἀναπαυθῇ ὀλίγον ἐκ τοῦ κόπου, καὶ ὄντες παρὰ πολλοὶ κώνωπες ἔβλαπτον τοὺς ἀνθρώπους, οὐδόλως διδόντες ἡσυχίαν αὐτοῖς νὰ κοιμηθῶσι. Διὸ ἔτρεχαν οἱ ἄνθρωποι οἱ μὲν εἰς τὰ σπήλαια, οἱ δὲ εἰς τὰ ὄρη· ἰδόντες δὲ τὸν ἅγιον οἱ κάτοικοι τοῦ χωρίου προσέτρεξαν εἰς αὐτὸν πίπτοντες εἰς τοὺς πόδας του καὶ παρακαλοῦντες αὐτὸν νὰ δεηθῇ τοῦ Θεοῦ, ὡς ἔχων παῤῥησίαν μεγάλην, νὰ τοὺς ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν κωνώπων. Ὁ δὲ ἅγιος βλέπων τὴν εὐλάβειάν των καὶ τὰ δάκρυα τὰ ὁποῖα ἔχυνον, τοὺς δίδαξε τὰ ὅσα εἶναι ἀναγκαῖα διὰ τὴν ψυχικήν των σωτηρίαν καὶ τοῖς εἶπε νὰ ἔχωσι τὴν ἐλπίδα των εἰς τὸν Θεὸν καὶ αὐτὸς θὰ τοὺς ἐλευθερώσῃ εὐθὺς καὶ εἶτα ἐσήκωσε τὰς χεῖράς του εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ τὸ ὄμμα τῆς ψυχῆς του εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἶπε· Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὅστις ἠλευθέρωσας τοὺς Ἰσραηλίτας ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ Φαραὼ καὶ ἐχάρισας αὐτοῖς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας, σὺ λύτρωσον καὶ ἐλευθέρωσον καὶ τοὺς δούλους σου τούτους ἐκ τῶν παγίδων τοῦ νοητοῦ Φαραώ, καὶ τοῦ πλήθους τῶν κωνώπων, ἵνα δοξάζωσι τὸ ὄνομά σου τὸ ἅγιον εἰς Σέ, Πανάγιε Βασιλεῦ, ἔχουσι τὰς ἐλπίδας τῆς σωτηρίας των.
Ἀφ᾿ οὖ ἐδεήθη ὁ ἅγιος, καὶ εὐθύς, ὢ τῶν ἀπείρων σοῦ θαυμάτων Παμβασιλεῦ, τῶν κωνώπων ὅλα τὰ πλήθη ἔφυγαν καὶ πνίγηκαν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ὅλοι δόξασαν τὸν Θεὸν καὶ ἠκούσθη τὸ θαῦμα εἰς πολλοὺς τόπους.
Ἄλλην φορὰν πάλιν πορευόμενος εἰς τὸ χωρίον καλούμενον Ἔλευσις διὰ ὠφέλειαν πολλῶν ψυχῶν, ἐφιλοξενήθη παρ᾿ ἑνὸς εὐλαβοῦς Χριστιανοῦ, ὅστις θέλων νὰ φιλοφρόνησῃ τὸν Ὅσιο μεταξὺ τῶν ἑτέρων φαγητῶν ἔβαλε καὶ μίαν κολοκύνθην εἰς τὸ τραπέζι, ὡς οὖσαν νεοφανὴ πρὸς περισσοτέρα εὐχαρίστησιν τοῦ μακαρίου ἀνδρός. Τρώγων δὲ ὁ Ὅσιος ἐξ ἐκείνης τῆς κολοκύνθης τὴν ηὗρε τόσον πικράν, ὥστε δὲν ἠδυνατο κανεὶς νὰ τὴν βάλῃ εἰς τὸ στόμα του. Ὁ μὲν οἰκοκύρης ἐλυπήθην μεγάλως· ὁ δὲ ἅγιος γνοὺς τὸν λογισμόν του, ἐν ᾧ ἐκάθητο ἥσυχος, ἐδεήθη τοῦ Θεοῦ ἵνα μεταβληθῇ ἡ πικρότης εἰς γλυκύτητα καὶ εὐθὺς ἐγένετο γλυκυτάτη. Τότε λέγει πρὸς τὸν οἰκοκύρη· τρῶγε τώρα τέκνον μου, ὅτι εἶναι γλυκεῖα, γλυκυτάτη ἡ κολοκύνθη. Τοῦτο ὡς εἶδεν ὁ Χριστιανὸς ἐκεῖνος, μεγαλόφωνος ἐδόξασε τὸν Θεὸν καὶ εἰς ὅλον τὸν τόπον ἐκεῖνον ἐκήρυξε τὸ γεγονὸς θαῦμα.
Ἄλλοτε πάλιν ὁ ἅγιος ἐπορεύετο εἰς τὴν χώραν τοῦ Ζητουνίου καί τις Ἀγαρηνὸς ἔτυχε καθ᾿ ὁδὸν κρατῶν εἰς τὰς χεῖρας του ῥάβδο καὶ ἐκτύπησε τὸν ἅγιον εἰς τὴν ῥάχη ὁ μὲν θεῖος πατὴρ δὲν ὡμίλησε τίποτε, τὸ δὲ χέρι τοῦ Ἀγαρηνοῦ ἐξηράνθη γενόμενον ἀκίνητον. Τότε ὁ Ἀγαρηνὸς μὴ δυνάμενος νὰ κάμῃ τι προστρέχει εἰς τὸν ἅγιον μετ᾿ ἄλλων Ἀγαρηνῶν, εἰς τὸ κατάλυμα ὁποὺ ἐξενίσθη, καὶ παρακαλεῖ τὸν Ὅσιον κλαίων πικρῶς ἵνα τὸν θεραπεύσῃ· καὶ ἀμέσως ὁ ἅγιος εἶπεν ἂς εἶναι τὸ χέρι σου ἰατρευμένον ὡς καὶ πρότερον διὰ τῆς θείας δυνάμεως. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος, ἀπεκατεστάθη τὸ χέρι του ὑγιές. Βλέποντες οἱ ὁμόπιστοί του τὸ παράδοξον θαῦμα τὸ κηρῦξαν εἰς πολλοὺς ὁμοπίστους των. Καὶ ὁ μὲν ἰαθεὶς ἔφερε χρήματα ἀρκετὰ τοῦ ἁγίου πρὸς εὐχαρίστησιν, ὁ δὲ ἅγιος τοῦ τὰ ἔδωκεν ὀπίσω λέγων αὐτῷ: Ὕπαγε νὰ τὰ δώσης ἔλεος τῶν ὁμοπίστων σου καὶ εἰς τὸ ἑξῆς πώποτε νὰ μὴ κάμῃς κακόν. Καὶ τοιουτοτρόπως ἐδοξάσθη ὁ ἅγιος παρὰ τοῦ ἀγαθοδότου Θεοῦ ὡς πιστὸς δοῦλος καὶ ὑπηρέτης ἄριστος τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, θαυματουργῶν τοῖς πιστοῖς καὶ ἀπίστοις εἰς δόξαν Θεοῦ.
Καὶ ἐκ τούτων λοιπὸν τῶν θαυματουργημάτων τοῦ ἁγίου δύναται νὰ ἐννοήσει πᾶς τις πόσην παῤῥησίαν εἶχεν ὁ ἅγιος πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τὰς μεγάλας ἀρετάς του· εἶχε δὲ καὶ εἰς τὸ Μοναστήριόν του πολλὴν εὐταξίαν καὶ κοσμιότηταν καὶ ἦσαν οἱ ἐν αὐτῷ ἀσκούμενοι Πατέρες μὲ διάφορα χαρίσματα τῆς μοναδικῆς πολιτείας· καὶ διὰ νὰ γένῃ φανερὸν πόσην ἀρίστην διοίκησιν εἶχεν ὁ μακάριος Δαβὶδ εἰς τὴν ἱερὰν Μονήν του, ἀκούσατε μετὰ προσοχῆς καὶ ἐκ τῶν ἑπομένων διηγήσεων θὰ βεβαιωθῆτε περισσότερον.
Ἱεροδιάκονός τις καταγόμενος ἀπὸ τὸ Ζητούνι ἧτο συγκοινοβιάτης εἰς τὸ Μοναστήριον· εἶχε δὲ γεννήτορας πλουσίους καὶ εὐγενεῖς· ὁ δὲ ἅγιος δὲν ἔδωκεν εἰς αὐτὸν πώποτε φορέματα καινουργία νὰ φορέσῃ, ἀλλὰ ταπεινὰ καὶ πενιχρά. Ἠθέλησέ ποτε ὁ διάκονος νὰ ὑπάγῃ νὰ ἵδῃ τοὺς γονεῖς του καὶ δι᾿ ἀδείας τοῦ Ὁσίου πατρὸς ὑπῆγεν, ἀφ᾿ οὖ δὲ ἐπέστρεψεν εἰς τὸ Μοναστήριόν του, εἶχε φορέσει λαμπρά τινα ἐνδύματα ὡς υἱὸς εὐγενοῦς ἐπαγγελόμενος. Ὁ δὲ ἅγιος, ὡς εἶδεν αὐτὸν ἐστολισμένον τὰ περιφανῆ ἐνδύματα ταῦτα, τῷ εἶπε· διατὶ διάκονε κατεφρόνησας τὴν στολὴν τῆς ταπεινώσεως καὶ ἐξεδύθης τὸ ἔνδυμα τῆς ὑπερηφανείας; Τώρα βλέπω δύο δαίμονας οἱ ὁποῖοι κάθηνται ἐπάνω εἰς τοὺς ὤμους σου. Ὁ δὲ διάκονος ἀκούσας, ἔντρομος ἐγένετο, πεσὼν δὲ εἰς τοὺς πόδας τοῦ ἁγίου ζητεῖ συγχώρησιν. Ὁ δὲ θεῖος Πατὴρ εἶπε πρὸς αὐτόν, ὀγλήγορα ἔβγαλε τὰ φορέματα τῆς ὑπερηφανείας καὶ ῥίψε τα εἰς τὴν φωτίαν καὶ φόρεσε τὰ ἐνδύματα τῆς ταπεινώσεως καὶ τότε λαμβάνεις συγχώρησιν. Ἀμέσως ὁ διάκονος ἔκαμε τὴν προσταγὴ τοῦ ἁγίου Γέροντος καὶ εὐθύς, ἰδόντες οἱ δαίμονες τὴν ταπείνωσιν τοῦ διακόνου, ἀνεχώρησαν κατησχυμένοι.
Ὁ διαληφθεὶς ἐκεῖνος Χριστοφόρος ἔλαβε λογισμόν ποτε νὰ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ τοῦ Μοναστηρίου, ὅτε ὁ σεβάσμιος πατὴρ διὰ τοῦ προορατικοῦ χαρίσματος γνωρίσας τὸν σκοπόν του, ἐν ᾧ ὁ Χριστοφόρος εἰς τὸ μετόχιον ἡτοιμάζετο μεθ᾿ ἑνὸς ἑτέρου Μοναχοῦ νὰ φύγῃ, ὁ ἅγιος προφθάσας αὐτὸν τὸν ἐπῆρε κατ᾿ ἰδίαν ὁμιλῶν αὐτῷ ἐν εἴδει ἐξομολογήσεως. Ὁ δὲ Χριστοφόρος ἐννοήσας τοῦ ἁγίου τοὺς λόγους, πῶς διὰ τοῦ προορατικοῦ του ἐγνώρισε τὸν σκοπόν του, εὐθὺς ἔπεσεν εἰς τοὺς πόδας τοῦ ἁγίου ζητῶν συγχώρησιν, ὁ δὲ μακάριος Δαβὶδ μετὰ συμπαθοῦς ψυχῆς εὐλόγησε αὐτὸν καὶ τὸν ἠλευθέρωσεν ἀπὸ τῶν κακῶν λογισμῶν καὶ εἰρήνευσαν οὗτος τοῦ λοιποῦ εἰς τὸ Μοναστήριον μετ᾿ εὐχαριστίας μεγίστης.
Τοσοῦτον διεδόθη ἡ φήμη τοῦ ἁγίου καὶ ὁ ἔπαινος ἀπανταχόσε, ὥστε πολλοὶ τῶν Ἀρχιερέων προσεκάλουν αὐτὸν εἰς τὰς ἐπαρχίας των χάριν ψυχικῆς σωτηρίας τῶν Χριστιανῶν· αὐτὸς δέ, ὡς ὑπηρέτης πιστὸς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ μαθητὴς τῆς ὑπακοῆς, μετέβαινε μετὰ σπουδῆς καὶ ἐπιμελείας. Ὅθεν καὶ εἰς τὴν Πελοπόννησόν ποτε οἱ ἐκεῖ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες, ἔχοντες μεταξύ των σκάνδαλα καὶ λογομαχίας οὐ σμικράς, ἐμήνυσαν εἰς τὸν ἅγιον νὰ ὑπάγῃ νὰ τοὺς εἰρηνεύσῃ. Ὁ δὲ ἅγιος εὐθὺς μετὰ προθυμίας οὔτε τὸ μῆκος τῆς ὁδοῦ ἐβαρύνθη οὔτε συμπάθειαν εἰς τὸ γῆρας του ἔδωκεν οὔτε εἰς τὸ σῶμα του, τὸ ὁποῖον ἧτο πολλὰ ἰσχνὸ καὶ κατάξηρον ἀπὸ τὰς νηστείας καὶ ἀμέτρους κακουχίας καὶ τὰς ἀγρυπνίας, ἀλλ᾿ ἐπῆρε μεθ᾿ ἑαυτοῦ καί τινας μαθητάς του καὶ ἐκίνησε διὰ τὴν Πελοπόννησον. Καταβὰς δὲ εἰς τὸν αἰγιαλὸν ηὗρε πλοῖον καὶ ἐμβῆκε μέσα μετὰ τῶν μαθητῶν του, διὰ νὰ πέρασῃ ἀντικρὺ εἰς τὸ Ταλάντι. Πρὶν δὲ νὰ φθάσῃ εἰς τὸν λιμένα τὸ πλοῖον, συνέβη ἄφνω τρικυμία καὶ ζάλη τῆς θαλάσσης μεγάλη, ὥστε τὸ πλοῖον γύρισε, καὶ ὅλοι ἔπεσον εἰς τὸ βάθος τῆς θαλάσσης, οἱ ὁποῖοι, τῇ θείᾳ βοηθείᾳ, ἐξῆλθον ὁ μὲν κολύμβων, ὁ δὲ εἰς ξύλον ἐπάνω, ὁ δὲ μακάριος Δαβὶδ ὡς γέρων καὶ ἀδύνατος κατῆλθεν εἰς τὸν βυθόν, ἀλλ᾿ ἔπειτα διὰ τοῦ θείου ἐλέους ἀνῆλθεν εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τῆς θαλάσσης ἐξηπλωμένος, ὡσὰν νὰ ἐκοιμᾶτο. Οἱ δὲ μαθηταί του ἐλευθερωθέντες, ἔκλαιον ἔξω τοῦ αἰγιαλοῦ πικρῶς διὰ τὸν Δαβίδ, τὸν πνευματικὸν δεσπότην καὶ πατέρα των. Ἐν ᾧ εὑρίσκοντο εἰς βαθεῖαν λύπην, μετὰ ἐννέα ὥρας ὁρῶσι τὸν ἅγιον εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τῆς θαλάσσης ὕπτιον, ζῶντα, ὅλως ἀβλαβῆ, ὅστις ἐξῆλθεν ἔξω ἀπολαβὼν τοὺς αὐτοῦ μαθητάς, καὶ πάντες δόξασαν τὸν πανάγαθον Θεὸν διὰ τὸ μέγα τοῦτο θαυμάσιον. Ἐκεῖθεν λοιπὸν μετέβη εἰς τὴν Πελοπόννησον μετὰ τῶν αὐτῶν μαθητῶν, ἔνθα ὄχι μόνον διὰ τῶν πνευματικῶν του νουθεσιῶν καὶ διδασκαλιῶν εἰρήνευσε τοὺς σκανδαλισθέντας ὑπὸ τοῦ πονηροῦ Βελίαρ, ἀλλ᾿ προξένησε καὶ μεγάλην χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν πνευματικὴν εἰς πᾶσαν τάξιν Χριστιανῶν, καὶ οὕτω ἐπέστρεψε εἰς τὸ Ἱερόν του Μοναστήριον μετὰ τῶν μαθητῶν του.
Μετὰ τὴν ἐπιστροφή του εἶπεν ὅτι μετὰ τὴν κοίμησίν του ἔχει νὰ ἔβγη νερὸν εἰς τὸ δεῖνα μέρος, ὡς μὴ ὃν πρότερον, ὅπερ ὡς ἤδη φαίνεται ῥέον ἀπὸ κρήνης ἀενάου.
Τοιοῦτος ἦτον ὁ μακάριος Δαβὶδ λελαμπρυσμένος πολλαῖς ἀρετὰς καὶ χαρίσμασι τοῦ παναγίου Πνεύματος καί, φθάσας εἰς γῆρας βαθύ, προεῖδε τὴν κοίμησίν του δι᾿ ἀποκαλύψεως θείας καὶ εἶπε πᾶσι τοῖς συνασκουμένοις πατράσιν ὅτι μετὰ τρεῖς ἡμέρας μέλλω νὰ ἀπέλθω ἐντεῦθεν κατὰ τὸ θεῖον βούλημα. Ἐρχομένης δὲ τῆς τελευταίας ἡμέρας, ἔκραξεν ὅλους τοὺς πατέρας λέγων πρὸς αὐτούς·
› ἐγώ, Πατέρες, ἀδελφοὶ καὶ τέκνα μου, μέλλω νὰ ὑπάγω πρὸς τὸν Κύριόν μου, ὁ ὁποῖος μὲ προσκαλεῖ, ὑμεῖς δὲ οἴδατε τοὺς κανόνας τῆς μοναδικῆς ζωῆς ἀκολουθεῖτε λοιπὸν αὐτοὺς καὶ μὴ ἀμελεῖτε καὶ διὰ παντὸς ἔστε ἀφιερωμένοι ψυχῇ τε καὶ τῷ νῷ εἰς τὴν ἱερὰν προσευχήν, δοξολογοῦντες τὸν Δεσπότην Χριστόν, τὸν γλυκύτατον Ἰησοῦν καὶ Σωτῆρα τοῦ παντός, πρὸς ἀλλήλους δὲ ἔχετε τὴν κατὰ Θεὸν ἀγάπην, πρὸς ἐκπλήρωσιν τοῦ ῥητοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, Ὅπου εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνημμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν. Διὰ παντὸς μελετᾶτε τὸν θάνατον καὶ μνημονεύετε τὰ κάλλη τοῦ νοητοῦ παραδείσου ἀποφεύγετε τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς καὶ πάντοτε ἐξομολογεῖσθε εἰς δεδοκιμασμένους πνευματικοὺς πρὸς διόρθωσιν τῶν πονηρῶν λογισμῶν, ἵνα ἔχητε τὴν οὐράνιον χάριν φεύγετε τὴν φιλίαν τοῦ κόσμου, ἔχετε τὴν ταπείνωσιν, τὴν πραότητα, τὴν ὑπακοὴν καὶ ἐνασχολεῖσθε εἰς τὴν ἀνάγνωσιν καὶ μελέτην τῶν θείων Γραφῶν καὶ ἐλεεῖτε τοὺς χρείαν ἔχοντας καὶ πρὸ πάντων ἀσπάζεστε τὴν πνευματικὴν πτωχείαν καὶ ὑπομένετε πᾶσαν θλίψιν καὶ στενοχώρια, πενθοῦντες καὶ κλαίοντες διὰ τὰ πλημμελήματά σας, καὶ ἔστε διὰ παντὸς ἐγρηγορότες εἰς πόνους, εἰς καμάτους, εἰς κακουχίας, ἵνα ἀπολαύσητε ἐκείνη τὴν ἀνεκλάλητον χαράν, λέγω τὴν οὐράνιον βασιλείαν.
Τὰς νουθεσίας ταύτας καὶ ἄλλας πολλὰς εἶπεν ὁ θεῖος Πατὴρ τοῖς ἀδελφοῖς πατράσιν, ἔπειτα ἤρχισε νὰ ἀναπέμπει ὕμνους καὶ δοξολογίας τῷ πανοικτίρμονι Θεῷ, λέγων
› εὐλογημένος εἶ Ποιητὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, Θεὲ πολυέλεε, ὁ καταδεξάμενος λαβεῖν σταυρικὸν θάνατον διὰ τὴν ἀπολεσθεῖσαν ἀνθρώπινον φύσιν σὺ Πανάγιε Βασιλεῦ, ὡς πολυεύσπλαγχνος καὶ εὐσυμπάθητος Θεὸς συγχώρησόν μοι καὶ πάριδε τὰ ἐμὰ πταίσματα καὶ ἐνίσχυσόν με παραστῆναι τῷ φοβερῷ αἵματί σου ἀκατακρίτως.
Ταύτην τὴν εὐχὴν εἰπών, γύρισε τὰ ὄμματά του πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς καὶ λέγει αὐτοῖς·
› ἰδοὺ ἀδελφοί, ὁ Δεσπότης Χριστὸς ἦλθε.
Καὶ εὐθὺς ἀπέδωκε τὴν ἁγίαν του ψυχὴν εἰς χεῖρας Θεοῦ τοῦ ζῶντος κατὰ τὸν σοφὸν Σολομῶντα: Δικαίων ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ· ἧτο δὲ ἡ τρίτη τοῦ Νοεμβρίου μηνός.
Οἱ δὲ Μοναχοὶ βυθισθέντες εἰς λύπην βαθεῖαν καὶ θρηνοῦντες ἀπαρηγορήτως διὰ τὴν στέρησιν τοῦ κοινοῦ πατρὸς καὶ διδασκάλου αὐτῶν, πίπτοντες ἐπάνω εἰς τὸ ἅγιον λείψανον μετὰ δακρύων καὶ μετ᾿ εὐλαβείας πολλῆς κατεφίλουν αὐτό, μὴ ἐλπίζοντες εἰς τὸ ἑξῆς νὰ ἴδωσι τὸν θεῖον Δαβίδ, τὸν κοινὸν πατέρα καὶ προστάτην τῶν ψυχῶν των καὶ οὕτω μετὰ ταῦτα ἐνεταφίασαν πάντες τὸ ἅγιον αὐτοῦ λείψανον ἐν ἱεραῖς ὑμνολογίες καὶ ἀκολουθίαις, ποιοῦντες ὅλοι ὁμοθυμαδὸν προσευχὴν ἐπάνω τοῦ τάφου αὐτοῦ λέγοντες:
› Σὲ ἁγιώτατε Πάτερ παρακαλοῦμεν, προστάτα θεῖε τῶν ἡμετέρων ψυχῶν, βάλλοντες μεσίτην πρὸς τὸν πανάγαθον Θεὸν τὸν οἰκτίρμονα, ὡς παριστάμενον τῷ θρόνῳ αὐτοῦ, ἵνα διὰ πρεσβειῶν σου διαφυλάττῃ ὁ ἐλεήμων Θεὸς πάντας ἡμᾶς ἀτρώτους καὶ ἀνεπηρέαστους τῶν σατανικῶν ἐπιβουλῶν, ὡσαύτως καὶ τὴν ἱεράν σου Μονήν, ἣν ποικίλοις ἀγῶσι καὶ κόποις ἀνήγειρας, θειότατε Πάτερ, πρὸς διηνεκῆ δοξολογίαν τοῦ πολυελέου Θεοῦ.
Μετὰ δὲ τὴν κοίμησίν του ὁ ἅγιος τοσαῦτα θαυμάσια ἐπετέλει, ὥστε πλήθη ἀνθρώπων προσήρχοντο τῇ θείᾳ αὐτοῦ σορῷ μετ᾿ εὐλαβείας, καὶ ἐθεραπεύοντο ἐκ παντοίας νόσου καὶ ἕως τώρα πανταχόθεν προστρέχουσι τῇ ἱερᾷ αὐτοῦ Μονῇ οἱ χριστιανοὶ μετὰ πόθου καὶ εὐλαβείας, ἀρυόμενοι ἰάματα ἐκ τῆς παντίμου αὐτοῦ κάρας, ἧς ἡ σιαγὼν εἶναι διηρημένη, ὅπου δὲ μετ᾿ εὐλαβείας προσκαλεῖται ἡ τίμια αὐτοῦ κάρα καὶ ἡ ἁγία σιαγών, ἐκεῖ νόσοι θεραπεύονται, δαίμονες ἀπελαύνονται, πάθη ποικίλα ἰατρεύονται, τὸ τῶν ἀκρίδων φθοροποιὸ πλῆθος θαυμασίως ἀποδιώκεται. Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὁ δοξάζων τοὺς ἁγίους αὐτοῦ- ὅθεν καὶ ἡμεῖς ἀδελφοὶ χριστιανοί, ἂς καταλείψωμεν πᾶσαν κακίαν καὶ πονηρίαν καὶ ἂς μιμηθῶμεν κατὰ τὰς δυνάμεις μας τὴν ἀρετὴ καὶ τὰ κατορθώματα τοῦ ἁγίου, ἐπιμελούμενοι νὰ ἀποκτησωμεν τὴν ἐνάρετο ζωὴν καὶ πολιτείαν, κατὰ τὴν Εὐαγγελικὴ ἐντολὴ τὴν παραγγέλλουσαν Γίνεσθε ἅγιοι, ὅτι κἀγὼ ἅγιός εἰμι, ὅπως διὰ πρεσβειῶν καὶ ἱκεσιῶν τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Δαβὶδ ἀξιωθῶμεν τῆς ἐπουρανίου βασιλείας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς ἀπεράντους αἰῶνας. Ἀμήν.
ΜΕΡΙΚΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΔΑΒΙΔ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ
Ἡ θαυματουργικὴ παρουσία τοῦ Ὁσίου συνεχίζεται ἀσταμάτητη καὶ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας. Ἀπὸ τὸ βιβλίο θαυμάτων τοῦ Ὁσίου, ποὺ τηρεῖται στο Μοναστήρι, σταχυολογοῦμε μερικὰ ἀπὸ τὰ πολυάριθμα καὶ καθημερινὰ θαύματά του καὶ τὰ μεταφέρουμε ἐδῶ:
1. Ὁ μικρὸς Ἰωάννης Ἀχιλλέα Μακρῆς, ἀπὸ τὴν Κερασιὰ τῆς Ἁγίας Ἄννης, ἔπασχε ἀπὸ μία δερματικὴ νόσο πολὺ σοβαρῆς μορφῆς. Οἱ γιατροὶ δὲν εἶχαν καταφέρει νὰ τοῦ προσφέρουν καμιὰ οὐσιαστικὴ βοήθεια. Ἡ πιστὴ μάνα του τὸν φέρνει στο Μοναστήρι καὶ παρακαλεῖ τὸν Ἱερέα τῆς Μονῆς νὰ τῆς κάνει Θεία Λειτουργία καὶ Ἅγιο Εὐχέλαιο. Μετὰ τὴν τελέσῃ τῶν Ἁγίων Μυστηρίων τὸ δέρμα τοῦ μικροῦ Ἰωάννη καθαρίστηκε θαυματουργικά.
2. Ἡ μικρὴ Μαρία Γκριτζάπη, κόρη τοῦ Παναγιώτη καὶ τῆς Βασιλικῆς Γκριτζάπη, ἀπὸ τὸ Λούτσι τῆς Λιβαδειᾶς, ἦταν παράλυτη, δὲν μποροῦσε καθόλου νὰ περπατήσει. Οἱ γονεῖς της τὴν ἔφεραν στο Μοναστήρι καὶ στὶς 5 Ἀπριλίου 1965, παραμονὴ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, κατὰ τὴ λιτάνευση τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου, ὅταν τὰ ἅγια Λείψανα πέρασαν πάνω της, σηκώθηκε καὶ περπάτησε μέσα στο ναό. Ἔγινε τελείως καλὰ καὶ ἀπὸ τότε περιπατεῖ ἐλεύθερα καὶ ἔρχεται τακτικὰ καὶ στον Ἅγιο γιὰ νὰ τὸν δοξάζει καὶ νὰ τὸν εὐχαριστεῖ.
3. Ὁ Νικόλαος καὶ ἡ Ἐλευθερία Κουφομαργαρίτη ἀπὸ τὸ Μοσχᾶτο Ἀττικῆς εἶχαν ἕνα κοριτσάκι, Μάρθα τὸ ὄνομα, ποὺ ἀῤῥώστησε ἀπὸ λευχαιμία. Οἱ γονεῖς ἔμαθαν γιὰ τὸν Ὅσιο Δαβὶδ ἀπὸ μία γυναῖκα ἀπό τις Ῥοβιὲς Εὐβοίας, τὴν Ἐλευθερία Τζινῆ, τὴν ὁποία εἶχε λυτρώσει ὁ Ἅγιος ἀπὸ βαριὰ ἀσθένεια. Οἱ γονεῖς μὲ τὸ ἄῤῥωστο κοριτσάκι εἶχαν ἐπισκεφθεῖ πολλοὺς γιατρούς, ἀλλὰ ἐλπίδα γιὰ τὸ παιδί τους δὲν τοὺς εἶχε δώσει κανένας. Τότε ἦταν ποὺ γνωρίσαν τὴν Ἐλευθερία Τζινῆ ἀπό τις Ῥοβιὲς καὶ τοὺς μίλησε γιὰ «τὸν ἅγιο μας».
› Ποῖος εἶναι αὐτὸς ὁ ἅγιος;
ῥώτησε ἡ μητέρα τοῦ παιδίου,
› δὲν τὸν ξέρω.
› Ὁ ὅσιος Δαβίδ
ἀπάντησε ἡ γυναῖκα. Παίρνει τότε ἡ μάνα τὸ παιδὶ στὰ χέρια της, τὸ σηκώνει ψηλὰ καὶ λέει μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά της:
› Ἅγιέ μου Δαβίδ, κάνε καλὰ τὸ παιδί μου.
Μόνο αὐτό. Καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ τὸ παιδὶ ἔγινε ἀμέσως καλὰ καὶ τὸ ἔφερε καὶ στὴ Μονὴ ὑγιέστατο καὶ δόξασε τὸν ἅγιο Γέροντα. Αὐτὰ τὸ ἔτος 1976.
4. Παρὰ πολλὲς εἶναι καὶ οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Ὁσίου Δαβίδ, ὄχι μόνο στους Πατέρες τῆς Μονῆς ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλους εὐλαβεῖς Χριστιανοὺς ποὺ βρίσκονται σὲ ἀνάγκη. Ἡ Ἀγάθη Γιογιοῦ ἐξ Ἀμερικῆς ἔπασχε ἀπὸ ἐπιληψία. Οἱ γονεῖς της Γεώργιος καὶ Παρασκευὴ κατάγονταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Παγώντα Εὐβοίας. Ἡ μητέρα τῆς Ἀγάθης ἔταξε τὸ παιδὶ της σὲ πολλοὺς ἁγίους. Ἄκουσε καὶ γιὰ τὸν ὅσιο Δαβὶδ ἀπὸ μιὰ γυναῖκα ἀπὸ τὴν Σκεπαστὴ Εὐβοίας καὶ παρακάλεσε τὸν ἅγιο:
› Ἅγιε Δαβίδ, δὲν σὲ γνωρίζω ποῖος εἶσαι, σὲ παρακαλῶ, ὅμως, κάνε καλὰ τὸ παιδί μου, τὴν Ἀγάθη.
Τὸ ἴδιο βράδυ εἶδε ἕναν καλόγηρο σὲ ἕνα βουνό, μὲ τὴν ὄψη ποὺ ἔχει ὁ ἅγιος στὴν εἰκόνα τῆς ἐξώπορτας τῆς Μονῆς, ὁ ὁποῖος τῆς εἶπε:
› Τὸ παιδί σου θὰ γίνει καλὰ καὶ νὰ ἔλθεις στο σπίτι μου, σὲ περιμένω.
Ἐκείνη τὸν ῥώτησε:
› Ποῖος εἶσαι ἐσὺ ποὺ θὰ κανεὶς καλὰ τὸ παιδί μου;
καὶ ὁ ἅγιος τῆς ἀπάντησε:
› Αὐτὸς ποὺ κάλεσες πρὶν ἀπὸ λίγη ὥρα, ὁ ὅσιος Δαβίδ.
Αὐτὰ θὰ τὰ διηγηθεῖ ἡ ἴδια ἡ μητέρα τῆς Ἀγάθης, σὲ προσκύνημά της στὴν Μονὴ στὶς 5 Ἀπριλίου 1979, ὅταν εἶχε ἔλθει νὰ εὐχαριστήσει τὸν Ἅγιο ποὺ τὸ παιδί της εἶχε —τότε— δυόμισι χρόνια νὰ πάθει ἐπιληπτικὴ κρίση καὶ αἰσθανόταν τελείως καλά.
5. Ὁ Κων/νος Μπασδέκης καὶ ἡ γυναῖκα του ἀπὸ τὴ Μαλεσίνα Λοκρίδας βρίσκονταν σὲ μεγάλη θλίψη, γιατὶ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀποκτήσουν παιδιά. Τὰ παιδιὰ γεννιόνταν καὶ λίγο μετὰ τὴ γεννήση πέθαιναν. Ἡ γυναῖκα, κάποια νύχτα, βλέπει στον ὕπνο της ἕναν καλόγερο νὰ τῆς λέει ὅτι εἶναι ἔγκυος καὶ ὅτι θὰ γεννήσει κοριτσάκι. Στὴν ἐρωτήσή της ποῖος εἶναι, ὁ καλόγερος ἀπάντησε:
› Εἶμαι ὁ ὅσιος Δαβὶδ ἀπὸ τὴν Εὔβοια. Θὰ σὲ βοηθήσω νὰ ἀποκτήσεις τὸ κοριτσάκι, τὸ ὁποῖο θὰ ὀνομάσεις Δαβιδούλα. Θὰ τὸ φέρεις καὶ θὰ τὸ βαφτίσεις στο σπίτι μου καὶ ἐκεῖ θὰ κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων γιὰ πρώτη φορά. Μὴ διστάσεις νὰ πεῖς αὐτὸ ποὺ σοῦ ἔκανα, ὅπου καὶ ἂν εὑρίσκεσαι.
Τὰ λόγια τοῦ Γέροντος ἐκπληρώθηκαν κατὰ γράμμα κατὰ τὸ ἔτος 1958.
6. Πολλοὶ παραθεριστὲς τῆς Λίμνης Εὐβοίας, σὰν μάθουν ὅτι λίγα χιλιόμετρα πιὸ πάνω βρίσκεται ἡ Μονὴ τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ τοῦ Γέροντος, ἀνεβαίνουν καὶ προσκυνοῦν τὸν Ὅσιο.
Ἡ Παρασκευὴ Γρηγοριάδου (Εὐγενίου Καραβιᾶ 60, Κάτω Πατήσια) ἦταν καὶ αὐτὴ μιὰ παραθερίστρια ποὺ πῆγε νὰ προσκυνήσει τὸν Ἅγιο καὶ εἶδε φανερὰ τὴν ἐπισκέψή του μετὰ ἀπὸ θερμή, μὲ δάκρυα, προσευχή, στην ὁποία παρακάλεσε τὸν Ἅγιο νὰ τὴν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴ χρόνια ὠτίτιδα ποὺ τὴ βασάνιζε. Νὰ πῶς ἔγινε τὸ θαῦμα: κουρασμένη ἡ προσκυνήτρια ἀνέβηκε στο κελὶ τοῦ ξενῶνα γιὰ νὰ ξεκουραστεῖ. Ἐκεῖ τὴν πῆρε ὁ ὕπνος καὶ εἶδε νὰ ἀνοίγει ἡ πόρτα τοῦ κελιοῦ της καὶ ἕνας μοναχὸς νὰ μπαίνει μέσα καὶ νὰ τῆς δίνει τὸ ῥάσο του νὰ τὸ φορέσει. Τὸ πῆρε καὶ τὸ φόρεσε. Ὅταν ξύπνησε ἦταν τελείως καλά, τὸ εὐλογημένο ῥάσο τοῦ Ἁγίου τὴν εἶχε θεραπεύσει. Αὐτὸ μᾶς θυμίζει τὰ «σιμικίνθια» καὶ τὰ «σουδάρια» τῶν Ἀποστόλων, ποὺ ἔκλειναν μέσα τους θαυματουργικὴ δύναμη, ὥστε ἐκεῖνοι ἀπὸ τοὺς ἀῤῥώστους ποὺ τὰ ἀγγίζανε μὲ πίστη νὰ θεραπεύονται (Πραξ. 19, 12).
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Μέγα εὕρατο, Εὔβοια κλέος, τὸν πανένδοξον, Δαβὶδ τὸν θεῖον, ὡς ἱερᾶς ἀρετῆς καταγώγιον, καὶ τοῦ Χριστοῦ ὀπαδὸν ἀληθέστατον, καὶ τῶν Ὁσίων ἁπάντων ἐφάμιλλον. Διὸ Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς ἀστὴρ λαμπρότατος ὤφθης ἐν κόσμῳ, καταυγάζων ἅπαντας τοὺς προσιόντας σοι πιστῶς, Δαβὶδ Πατέρων τὸ καύχημα, τῶν ἰαμάτων τοῖς θείοις χαρίσμασι.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Λοκρίδος θεῖος βλαστός· χαίροις τῆς Εὐβοίας, ὁ θερμότατος ἀρωγός· χαίροις ὁ πηγάζων, ἰάσεων τὰ ῥεῖθρα, Δαβὶδ θαυματοφόρε, τοῖς σοὶ προστρέχουσι.
Πηγή: (Εκδόσεις Ιεράς Μονής Οσίου Δαβίδ Γέροντος, Ροβιές Ευβοίας, 1991) uoa.gr/~nektar/, Μέγας Συναξαριστής
Το τρίτομο έργο του Νίκου Κουβή αποτελεί την πρώτη ολοκληρωμένη καταγραφή των πεπραγμένων της ελληνικής Αριστεράς από την ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος
Από ότι φαίνεται ο κλάδος της (εγ)κλιματικής αλλαγής, τώρα, πουλάει περισσότερο από τον Covid-19... γι' αυτό κάποιοι αποφάσισαν να ασχοληθούν με τον πρώτο.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...