
Ἀπὸ τὶς ὡραιότερες περιόδους τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς εἶναι ἐκείνη ποὺ τὰ παιδιὰ τῆς οἰκογένειας βρίσκονται στὴν πρώτη σχολικὴ ἡλικία. Οἱ γονεῖς εἶναι νέοι, γεμάτοι ἐνέργεια καὶ δράση, τὰ παιδιὰ μποροῦν νὰ ὑπηρετοῦν τὸν ἑαυτό τους καὶ ὅλη ἡ οἰκογένεια χαίρεται καὶ ἀπολαμβάνει τὰ ἀγαθὰ τῆς ζωῆς κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια στέγη.
Οἱ γονεῖς ἑστιάζουν μεγάλο μέρος τῶν ἐνδιαφερόντων τους στὴν προσπάθεια γιὰ τὴν ὁμαλὴ προσαρμογὴ τῶν παιδιῶν τους στὴ σχολικὴ ζωή, τὴ μάθηση καὶ τὴν ἐπίδοση. Ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ μιὰ καλὴ σχολικὴ πορεία εἶναι νὰ ζεῖ ἡ οἰκογένεια μέσα σὲ κλίμα ἀγάπης, ἐμπιστοσύνης, ἀσφάλειας καὶ ἠρεμίας, ὅπου ὁ καθένας ὑπηρετεῖ τὸν ρόλο του, ὅπου ὁ ἕνας νοιάζεται γιὰ τὸν ἄλλον καὶ ὅλοι μαζὶ γιὰ ὅλους σύμφωνα μὲ τὴν εὐχὴ τῆς Ἐκκλησίας μας. «Τὰς συζυγίας τῶν πιστῶν ἐν εἰρήνῃ καὶ ὁμονοίᾳ διατήρησον, τὰ νήπια ἔκθρεψον, τὴν νεότητα παιδαγώγησον, τὸ γῆρας περικράτησον».
Τὸ παιδὶ μὲ τὴν εἴσοδό του στὸ σχολεῖο προσαρμόζεται σὲ νέους κανόνες, ἔχει πρόγραμμα, αὐτοπεριορίζεται, στερεῖται ἕνα μεγάλο μέρος τῆς ἐλευθερίας καὶ τοῦ αὐθορμητισμοῦ του. Γιὰ νὰ μπορέσει ἑπομένως νὰ συμφιλιωθεῖ μὲ τὴ νέα πραγματικότητα τῆς ζωῆς τοῦ μαθητῆ, νὰ προσαρμοστεῖ δηλαδὴ στὶς ὑποχρεώσεις τοῦ σχολείου, εἶναι ἀνάγκη οἱ γονεῖς νὰ τὸ βοηθήσουν νὰ ὀργανώσει τὴ μελέτη του. Ἀπὸ τὶς ἐπιστῆμες τῆς ἀγωγῆς ἔχει καταρριφθεῖ πλέον ὁ μύθος ὅτι ὅσο πιὸ πολὺ μελετᾶ κανείς, τόσο πιὸ πολὺ καὶ πιὸ καλὰ μαθαίνει. Τὸ παιδὶ μαθαίνει καινούρια πράγματα μέσα σὲ συγκεκριμένα χρονικὰ ὅρια καὶ συγκεκριμένη ταχύτητα ποὺ χρειάζεται γιὰ νὰ τὰ ἀφομοιώσει. Εἶναι βέβαιο πὼς ἡ μελέτη στὸ σπίτι πρέπει νὰ γίνεται τὴν ὥρα ποὺ τὸ παιδὶ μπορεῖ νὰ συγκεντρωθεῖ καὶ νὰ ἀποδώσει καλύτερα.
«Δεν εἶναι μικρὸ πράγμα ἡ ἱκανότητα νὰ διαλέξουμε τὸν κατάλληλο χρόνο γιὰ κάθε μας ἐνέργεια» ἀναφέρει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Ἄλλα παιδιὰ ἀποδίδουν περισσότερο ἂν ξαπλώσουν καὶ χαλαρώσουν λίγο μὲ τὴν ἀγαπημένη τους ἀσχολία καὶ ἄλλα ἂν κάνουν νωρὶς τὰ μαθήματά τους λίγο μετὰ τὸ μεσημεριανὸ φαγητό. Τὸ ἴδιο τὸ παιδὶ θὰ μᾶς «δείξει» πότε μπορεῖ νὰ μελετήσει, ἀφοῦ τὸ ἀφήσουμε νὰ δοκιμάσει διάφορες τακτικές.
Ἡ συνεργασία τῶν γονέων μὲ τὸν δάσκαλο τοῦ παιδιοῦ εἶναι χρησιμότατη, ἐνισχύει καὶ διευκολύνει σημαντικὰ τὸ ἔργο καὶ τῶν δύο. Ὁ δάσκαλος εἶναι τὸ κατάλληλο πρόσωπο νὰ μᾶς ἀπαντήσει, καθὼς γνωρίζει καλύτερα τὴ μέθοδο τῆς ἐργασίας του, τοὺς ρυθμοὺς μὲ τοὺς ὁποίους ἐργάζεται τὸ παιδὶ στὸ σχολεῖο. Μπορεῖ νὰ μᾶς πληροφορήσει γιὰ τὸ τί ἀκριβῶς διδάσκεται τὸ παιδί, τί εἶναι διαφορετικὸ ἀπὸ τὰ δικά μας μαθητικὰ χρόνια. Ἀκόμα μπορεῖ νὰ μᾶς ἐνημερώσει γιὰ τὶς συγκεκριμένες ἐπιδόσεις καὶ δυσκολίες. Γιὰ παράδειγμα μιὰ ἀπάντηση ὅτι τὸ παιδὶ εἶναι ἀδύναμο στὸ μάθημα τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας ἢ στὰ Μαθηματικά, δὲν λέει τίποτα στοὺς γονεῖς, ἐνῷ μιὰ ἀπάντηση ὅτι συγχέει τὶς καταλήξεις σὲ -οι καὶ -η τῶν ἀρσενικῶν καὶ οὐδετέρων οὐσιαστικῶν στὸν πληθυντικὸ ἀριθμό, ἢ ὅτι λύνει τὰ προβλήματα διαίρεσης μετρήσεως μὲ πολλαπλασιασμὸ καὶ ὄχι μὲ διαίρεση, δίνει ἀκριβῆ ἐξήγηση. Τότε οἱ γονεῖς κατανοοῦν πλήρως τὴν ἀδυναμία καὶ μποροῦν γονεῖς καὶ δάσκαλος νὰ ἔχουν ἐποικοδομητικὴ συνεργασία. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ συνεργασία εἶναι σὲ μόνιμη καὶ διαρκῆ βάση καὶ ὄχι ὀλιγόλεπτη τὴν ἡμέρα ἐπίδοσης τῆς τρίμηνης βαθμολογίας.

Τὸν πρῶτο καιρό, μάλιστα, εἶναι καλὸ τὸ παιδὶ νὰ μὴν αἰσθάνεται ὅτι, ὅταν τὸ ἴδιο διαβάζει, χάνει πολὺ πιὸ εὐχάριστα πράγματα ποὺ κάνουν μαζὶ ἐκείνη τὴν ὥρα τὰ ἄλλα μέλη τῆς οἰκογένειας. Εἶναι παράλογο νὰ περιμένουμε ἀπὸ τὸ μικρὸ παιδὶ νὰ συγκεντρωθεῖ στὴ μελέτη του, ὅταν, γιὰ παράδειγμα, ὅλη ἡ ὑπόλοιπη οἰκογένεια παρακολουθεῖ κάτι ἐνδιαφέρον στὴν τηλεόραση, ἢ ἡ μητέρα παίζει μὲ τὸ μικρότερο ἀδερφάκι τὸ ἀγαπημένο τους παιχνίδι. Φρόνιμο εἶναι νὰ περιμένουμε ἐκεῖνα ποὺ ἀρέσουν σὲ ὅλους νὰ τὰ κάνουμε ὅλοι μαζί. Ἔτσι ἀναγνωρίζουμε ὅτι αὐτὸ ποὺ κάνει τὸ παιδὶ εἶναι κάτι σπουδαῖο, ποὺ χρειάζεται προσπάθεια καὶ αὐτὸ τὸ μήνυμα τὸ εἰσπράττει τὸ παιδὶ μέσα ἀπὸ τὴ δική μας συμπεριφορά.
Κάποιες φορὲς δημιουργεῖται ἡ ἐντύπωση ὅτι ἀπὸ τὴν ἐπίδοση τοῦ παιδιοῦ ἀξιολογοῦνται οἱ γονεῖς, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ μελέτη στὸ σπίτι νὰ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὴν ἀγωνία, τὸ ἄγχος καὶ τὴν ἀνησυχία καὶ κυρίως ὅταν τὸ παιδὶ δὲν «στρώνεται» ὅσο ἐμεῖς θέλουμε. Θὰ πρέπει νὰ μάθουμε νὰ ἀντέχουμε τὰ λάθη καὶ τὶς ἀποτυχίες καὶ νὰ τὰ βλέπουμε σὰν εὐκαιρίες γιὰ νέο ξεκίνημα. Εἶναι καλύτερο νὰ τονίζουμε τὰ θετικὰ μιᾶς ἐργασίας καὶ μετὰ νὰ προτείνουμε τὶς διορθώσεις, χωρὶς χαρακτηρισμοὺς καὶ προσωπικὲς ἐπιθέσεις, παρὰ νὰ ὑπερτονίζουμε τὰ λάθη. Τὸ θετικὸ αὐτοσυναίσθημα τοῦ παιδιοῦ τὸ βοηθάει στὴν ἐπίδοση, ἀντίθετα ἡ δημιουργία μειονεκτικῶν συναισθημάτων τὸ ἀποτρέπει ἀπὸ τὴ συστηματικὴ μελέτη. Δὲν ὠφελοῦν καθόλου, ἐπίσης, οἱ συγκρίσεις μὲ τὰ ἄλλα παιδιὰ τῆς οἰκογένειας ἢ τῆς τάξης. Οἱ συγκρίσεις ἔχουν νόημα μὲ προηγούμενες ἐπιδόσεις τοῦ ἴδιου παιδιοῦ καὶ κατὰ πόσο τὸ ἴδιο ἔχει βελτιώσει τὴν ἐπίδοσή του. Ἄλλες φορὲς ἐπιτείνουν τὴν ἀγωνία καὶ τὸ ἄγχος οἱ ὑπέρμετρες ἐξωσχολικὲς δραστηριότητες, ποὺ ἀσφαλῶς δὲν ἀφήνουν ἐλεύθερο χρόνο στὸ παιδὶ καὶ μετατρέπουν τοὺς γονεῖς σὲ ταξιτζῆδες. Ὡς κριτήρια γιὰ τὴν ἐπιλογὴ τῶν ἐξωσχολικῶν δραστηριοτήτων μποροῦν νὰ εἶναι οἱ δυνατότητες, τὸ ἔντονο ἐνδιαφέρον τοῦ παιδιοῦ καὶ ἡ χρησιμότητά τους στὴ ζωή. Πάντως πολλὲς ἀπὸ τὶς δραστηριότητες ποὺ αὐτοαποκαλοῦνται ἐλεύθερες καὶ δημιουργικές, δὲν εἶναι καθόλου ἐλεύθερες οὔτε δημιουργικὲς καὶ κουράζουν τὸ παιδί.
Συμμετοχὴ σημαίνει ὅτι εἶμαι διαθέσιμος νὰ διευκολύνω τὸ παιδί, ὅταν κάτι χρειαστεῖ νὰ συζητήσει μαζί μου. Μποροῦμε νὰ ἀπαντήσουμε μὲ ἕνα ὑποβοηθητικὸ ἐρώτημα, νὰ τὸ συσχετίσουμε μὲ κάτι παραπλήσιο, νὰ ὑποδείξουμε μιὰ πηγὴ ὅπου θὰ συναντήσει τὴν ἀπάντηση. Δὲν εἶναι καλὴ συνήθεια νὰ καθόμαστε δίπλα του, πέρα ἀπὸ τὸ πρῶτο τετράμηνο τῆς Α΄ τάξης. Ἡ μελέτη εἶναι ζήτημα δικό του καὶ ὄχι τῶν γονέων. Πρέπει νὰ πεισθεῖ ὅτι αὐτὸ ποὺ μαθαίνει εἶναι χρήσιμο γιὰ τὸ ἴδιο καὶ ὄχι μόνο γιὰ τὴν ἄλλη ἡμέρα, ἀλλὰ γιὰ ὅλη του τὴ ζωή. Οἱ γονεῖς ὀφείλουν νὰ δημιουργοῦν εὐκαιρίες νὰ ἐπικοινωνοῦν μὲ τὸ παιδί τους, νὰ τοῦ μιλοῦν, νὰ τοῦ διηγοῦνται ἱστορίες ἀπὸ τὴ ζωή τους, νὰ τοῦ λένε τί διαβάζουν, νὰ εἶναι σαφεῖς καὶ συγκεκριμένοι, νὰ τοῦ διηγοῦνται παραμύθια, μύθους, ἱστορίες ἀπὸ τὴ Μυθολογία, νὰ τοῦ διαβάζουν Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη. Νὰ τοῦ ζητοῦν τὴ γνώμη του γιὰ θέματα ποὺ τὸ ἐνδιαφέρουν καὶ μπορεῖ νὰ ἔχει ἄποψη, νὰ τὸ ρωτοῦν συχνὰ «γιατί καὶ πῶς», νὰ σχολιάσει, νὰ περιγράψει, νὰ αἰτιολογήσει. Καὶ ὅλα αὐτὰ μέσα σὲ ἕνα κλίμα ἀγάπης, ἠρεμίας, καταλαγῆς καὶ αὐθορμητισμοῦ, ποὺ σὲ καμμία περίπτωση δὲν ἔχει τὴ μορφὴ τῆς ἐξέτασης.
Ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, οὐκ ἀσχημονεῖ, πάντα στέργει, πάντα ὑπομένει…».
Ἀκόμα σπουδαιότερο εἶναι νὰ ἀκοῦμε προσεκτικὰ κάθε φορὰ ποὺ μιλάει τὸ παιδί μας. Ἔτσι καταλαβαίνουμε ἔγκαιρα τί σκέφτεται, τί τὸ ἀπασχολεῖ, τί περιμένει ἀπὸ μᾶς. Μπορεῖ στὸ σχολεῖο νὰ ἔχει κάποιες δυσκολίες, ἂς τὶς ἀκούσουμε μὲ προσοχὴ καὶ ἐνδιαφέρον, χωρὶς νὰ ἀπαντήσουμε μὲ ἐπικρίσεις. Ἕνα παράδειγμα, τὸ παιδὶ ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὸ σχολεῖο μᾶς ἀνακοινώνει: «Ἡ κυρία τῶν Ἀγγλικῶν δὲν μὲ χωνεύει».
Τὸ παιδὶ θέλει νὰ τὸ ἀκούσουμε. Ἂν ἀπαντήσουμε «γιατί εἶσαι λερωμένο ἢ πήγαινε στὸ φοῦρνο γιὰ ψωμὶ» εἶναι σὰν νὰ μὴν τὸ ἀκούσαμε. Ἂν τοῦ ἀπαντήσουμε «κατάλαβα σὲ ἒπιασε ἀδιάβαστο» εἶναι σὰν νὰ δίνουμε προτεραιότητα στὴ δική μας ἐξήγηση. Ἂν τοῦ ἀπαντήσουμε «πῶς τὸ ξέρεις, ἀπὸ ποῦ τὸ συμπεραίνεις» τοῦ δίνουμε νὰ καταλάβει ὅτι πήραμε τὸ μήνυμα καὶ τοῦ ζητοῦμε νὰ μᾶς δώσει μιὰ ἐξήγηση.
Ἂν τὸ παιδὶ δυσκολεύεται νὰ μᾶς διηγηθεῖ μιὰ ἱστορία, νὰ βάλει τὰ γεγονότα στὴ σειρά, ἐμεῖς μποροῦμε, ἀφοῦ τὸ ἀκούσουμε, νὰ τὸ διευκολύνουμε μὲ τὶς κατάλληλες ἐρωτήσεις, ὥστε νὰ τὸ βοηθήσουμε νὰ ὀργανώσει τὴ σκέψη του.
Πολὺ ἀρέσει στὰ παιδιὰ νὰ τὰ προτρέπουμε νὰ συσχετίζουν τὴ νέα γνώση μὲ ἐφαρμογὲς στὴν καθημερινὴ ζωή. Γιὰ παράδειγμα, μποροῦμε νὰ κάνουμε μετρήσεις στὸ δωμάτιο, στὸ σπίτι, γιὰ νὰ ἐμπεδώσουν τὴν εὕρεση τῶν ἐμβαδῶν. Στὸ μάθημα τῶν Φυσικῶν νὰ προβληματιστοῦμε γιατί τὰ ροῦχα στεγνώνουν ἁπλωμένα καὶ ὄχι στὴ λεκάνη, γιατί ὁ πρῶτος ὄροφος ἔχει νερὸ καὶ ὁ τρίτος ὄχι.
Οἱ γονεῖς μποροῦν νὰ δημιουργήσουν εὐκαιρίες γιὰ συσχετισμὸ τῆς γενικῆς ἱστορίας μὲ τὴν τοπική, νὰ φέρουν βοηθήματα καὶ πηγές, νὰ ἀναφέρονται στὶς τοπικὲς παραδόσεις. Σήμερα τὰ σχολεῖα ὑλοποιοῦν δημιουργικὰ προγράμματα, περιβαλλοντικά, πολιτισμοῦ, ἀγωγῆς ὑγείας. Στὸν τομέα αὐτὸ οἱ γονεῖς μποροῦν νὰ ἔχουν πολλὲς ἀξιόλογες προτάσεις καὶ ἰδέες, νὰ βοηθήσουν στὴν ἔρευνα καὶ μελέτη μὲ τὶς δικές τους γνώσεις καὶ ἐμπειρίες. Τὰ προγράμματα αὐτὰ βοηθοῦν τὸ παιδὶ νὰ ἐρευνᾶ, νὰ ἀνακαλύπτει τὴ γνώση, νὰ τὴ συσχετίζει, νὰ τὴ συνδέει μὲ ὅλα τὰ μαθήματα καὶ νὰ τὴ χρησιμοποιεῖ στὴ ζωή. Συνεργατικὴ καὶ κατευθυνόμενη εἶναι ἡ πλοήγηση στὸ διαδίκτυο γιὰ τὴν ἀναζήτηση νέων πληροφοριῶν ποὺ εἶναι σαφεῖς καὶ κατανοητὲς στὸ παιδί. Παράλληλα, συνηθίζουμε τὸ παιδὶ νὰ μὴν πελαγοδρομεῖ καὶ νὰ μὴν ἑστιάζει τὴν προσοχή του στὰ ἐντυπωσιακά, τὰ δυσνόητα καὶ τὰ ἀκατάλληλα. Μαθαίνουμε στὸ παιδὶ νὰ ἐπιλέγει τὸ χρήσιμο καὶ νὰ ἀποφεύγει τὸ περιττὸ καὶ τὸ ἄσχημο, σὰν τὴ μέλισσα, ὅπως ἀναφέρει ὁ Μ. Βασίλειος.
Καθημερινὴ καὶ ἀτέρμονη εἶναι ἡ μέριμνα τῶν γονέων γιὰ τὴ μόρφωση, τὴν παιδεία καὶ τὴν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν. Παράλληλα, ἀτέρμονη καὶ ἀδιάλειπτη νὰ εἶναι καὶ ἡ προσευχὴ μὲ πίστη καὶ ταπείνωση. Οἱ γονεῖς, πέρα ἀπὸ τὴ δική μας προσπάθεια, νὰ ἐμπιστευόμαστε τὸ ἔργο τῆς ἀγωγῆς καὶ προκοπῆς τῶν παιδιῶν μας στὸν Φύλακα Ἄγγελό τους, στὸν Ἅγιό τους, στὴ Μεγαλόχαρη, στὸν Κύριό μας καὶ Θεό μας.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη

Στὶς 29 Μαΐου 1453 ἔκλεισε μὲ τρόπο τραγικὸ τὸ πιὸ θεμελιῶδες κεφάλαιο τῆς Ἱστορίας μας. Μία ἐκπληκτικὴ περίοδος 11 αἰώνων, κατὰ τὴν ὁποία ὁ παρηκμασμένος Ἑλληνισμὸς τῆς Ὕστερης Ἀρχαιότητας ἀπέκτησε νέα πνοή, ἀναδιαμορφώθηκε, ἀναβαπτίστηκε μέσα στὴν ὀρθόδοξη καινὴ κτίση, ἀναβαπτίζοντας ταυτόχρονα καὶ ὠθῶντας σὲ πρωτόγνωρα ὕψη καὶ τὴ σοφία τῶν προγόνων του. Ὅλα αὐτὰ μέσα σὲ μία Αὐτοκρατορία, ποὺ ξεκίνησε τὸν 4ο αἰ. ὡς ἁπλῆ συνέχεια τῆς Ρώμης καὶ 4 αἰῶνες ἀργότερα ἦταν πιὰ ἕνα κράτος ἐξολοκλήρου ἑλληνικό. Ὁ λόγος γιὰ τὴν ἀποκαλούμενη «Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία» (ὅρος ποὺ δὲν ἔχει φυσικὰ καμμία σχέση μὲ τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα, ἀλλὰ ἀποτελεῖ γερμανικῆς ἐπινόησης ὑποτιμητικὸ νεολογισμὸ τοῦ 17ου αἰ.). Οἱ κάτοικοί της βεβαίως ποτὲ δὲν ὀνόμασαν τοὺς ἑαυτούς τους Βυζαντινούς. Μέχρι τὸ τέλος αὐτοαποκαλοῦνταν Ρωμαῖοι καὶ τελικὰ ἐπὶ τὸ λαϊκότερον Ρωμηοὶ ἐνῷ τὸ κράτος τοὺς τὸ ἀποκαλοῦσαν Βασιλεία τῶν Ρωμαίων ἢ Ρωμανία.
Χάρτης Ρωμανίας
Στὶς 29 Μαΐου 1453 ἔκλεισε μὲ τρόπο τραγικὸ τὸ πιὸ θεμελιῶδες κεφάλαιο τῆς Ἱστορίας μας. Μία ἐκπληκτικὴ περίοδος 11 αἰώνων, κατὰ τὴν ὁποία ὁ παρηκμασμένος Ἑλληνισμὸς τῆς Ὕστερης Ἀρχαιότητας ἀπέκτησε νέα πνοή, ἀναδιαμορφώθηκε, ἀναβαπτίστηκε μέσα στὴν ὀρθόδοξη καινὴ κτίση, ἀναβαπτίζοντας ταυτόχρονα καὶ ὠθῶντας σὲ πρωτόγνωρα ὕψη καὶ τὴ σοφία τῶν προγόνων του. Ὅλα αὐτὰ μέσα σὲ μία Αὐτοκρατορία, ποὺ ξεκίνησε τὸν 4ο αἰ. ὡς ἁπλῆ συνέχεια τῆς Ρώμης καὶ 4 αἰῶνες ἀργότερα ἦταν πιὰ ἕνα κράτος ἐξολοκλήρου ἑλληνικό. Ὁ λόγος γιὰ τὴν ἀποκαλούμενη «Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία» (ὅρος ποὺ δὲν ἔχει φυσικὰ καμμία σχέση μὲ τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα, ἀλλὰ ἀποτελεῖ γερμανικῆς ἐπινόησης ὑποτιμητικὸ νεολογισμὸ τοῦ 17ου αἰ.). Οἱ κάτοικοί της βεβαίως ποτὲ δὲν ὀνόμασαν τοὺς ἑαυτούς τους Βυζαντινούς. Μέχρι τὸ τέλος αὐτοαποκαλοῦνταν Ρωμαῖοι καὶ τελικὰ ἐπὶ τὸ λαϊκότερον Ρωμηοὶ ἐνῷ τὸ κράτος τοὺς τὸ ἀποκαλοῦσαν Βασιλεία τῶν Ρωμαίων ἢ Ρωμανία.
Ἀπὸ τὴ Ρώμη στὴ Ρωμηοσύνη
Αὐτὸ λοιπὸν τὸ κράτος δὲν εἶναι τυπικὰ παρὰ ἡ συνέχεια τοῦ ρωμαϊκοῦ. Ἡ ἐπιλογὴ ὡστόσο τοῦ Μ. Κωνσταντίνου νὰ χτίσει μία νέα πρωτεύουσα, ἐγκαταλείποντας τὴ Ρώμη, ἰσοδυναμεῖ μὲ κάτι πολὺ σπουδαιότερο ἀπὸ μία ἁπλὴ ἀλλαγὴ ἕδρας. Ἡ ἐγκατάλειψη τῆς πανάρχαιης πόλης, τῆς τόσο βαθιᾶ συνδεδεμένης μὲ τὴν εἰδωλολατρία καὶ τόσο ἀνεπανόρθωτα βυθισμένης στὴ διαφθορά, δείχνει τὴν ἀπόφαση τοῦ σπουδαίου αὐτοκράτορα νὰ ξεκινήσει πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸν κύκλο ζωῆς τῆς αὐτοκρατορίας. Καὶ ἡ ἐπιλογὴ ἑνὸς γεωγραφικοῦ χώρου, ὅπου κυριαρχοῦσαν ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς καὶ ἡ χριστιανικὴ πίστη, δείχνει βεβαίως καὶ τὶς δυνάμεις στὶς ὁποῖες σκόπευε νὰ βασιστεῖ.
Παρότι λοιπὸν τίποτε ἰδιαίτερο δὲν δείχνει ἀρχικὰ νὰ ἀλλάζει καὶ τὸ κράτος παραμένει ἐπίσημα λατινικό, ἤδη ἀπὸ μόνη της ἡ ἀλλαγὴ τῆς πρωτεύουσας δρομολογεῖ τὴ διαδικασία τοῦ ἐξελληνισμοῦ του. Στοὺς ἑπόμενους αἰῶνες αὐτὸ γίνεται ὅλο καὶ πιὸ σαφές, σὲ μία περίοδο πάντως γεμάτη μεγάλες περιπέτειες, ποὺ συχνὰ ἀπειλοῦν τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξή του. Παρὰ τὶς ἐξωτερικὲς ὅμως δοκιμασίες ποὺ γνωρίζει ἀπὸ ἰσχυροὺς ἐχθρούς, ὅπως οἱ Οὗννοι, οἱ Ἄβαροι, οἱ Πέρσες, οἱ Ἄραβες, οἱ Βούλγαροι, καὶ ἀκόμη παρὰ τὶς ἐσωτερικὲς δοκιμασίες ποὺ τὴ συγκλονίζουν, μὲ ἀποκορύφωμα τὴν Εἰκονομαχία, ἡ Αὐτοκρατορία ἐπιβιώνει, ἀνθίσταται καὶ μὲ μία συνεχῆ ἀνοδικὴ πορεία φτάνει τὸν 10ο αἰ. στὸ ἀπόγειο τῆς ἀκμῆς της. Στὰ χρόνια τοῦ κορυφαίου της αὐτοκράτορα, τοῦ Βασιλείου Β’, εἶναι ἡ ἰσχυρότερη αὐτοκρατορία πάνω στὴ Γῆ, ἀλλὰ καὶ ἡ πιὸ προηγμένη πολιτιστικά, μὲ μία ἐκπληκτικὴ ἄνθηση τῶν ἐπιστημῶν, τῶν τεχνῶν καὶ τῶν γραμμάτων.
Χάρτης Ρωμανίας
Σύντομα ὅμως ἀρχίζει ἡ παρακμή. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Βασιλείου τὸ 1025, ἀνεβαίνει στὸν θρόνο μία σειρὰ ἀνίκανων αὐτοκρατόρων, ποὺ δὲν ἀντιλαμβάνονται τὸν κίνδυνο ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση νέων ἐχθρῶν, ὅπως οἱ Τοῦρκοι. Κυρίως ὅμως δὲν ἐνδιαφέρονται νὰ περιορίσουν τοὺς μεγάλους γαιοκτήμονες ποὺ ἀπορροφοῦν ἔτσι τὴ μικρὴ γεωκτησία. Ἡ ἐξαφάνιση τῶν ἐλεύθερων ἀγροτῶν, ποὺ ἦταν ἡ βάση τοῦ στρατοῦ, ἔχει ὡς βαρύτατη συνέπεια τὴν ἀμυντικὴ ἐξασθένηση τῆς Αὐτοκρατορίας, ἀλλὰ ἐπιφέρει πλῆγμα καὶ στὴν οἰκονομία, ποὺ κατὰ κύριο λόγο ἦταν ἀγροτική. Μετὰ ἀπὸ μία τελευταία ἀναλαμπὴ ὑπὸ τὴ Δυναστεία τῶν Κομνηνῶν, ἡ κρίση εἶναι πιὰ ἔκδηλη καὶ ἐπισφραγίζεται μὲ τὴν Ἅλωση τῆς Πόλης ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους τὸ 1204. Ἕνα συντριπτικὸ πλῆγμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο δὲν θὰ ἀνακάμψει ποτὲ ἡ φρικωδῶς λεηλατημένη πρωτεύουσα, ἀλλὰ κι ὁλόκληρη ἡ Αὐτοκρατορία.
Οἱ Σταυροφόροι στὴ συνέχεια τὴ διαμελίζουν, ἐνῷ ὁ Ἑλληνισμὸς διασώζεται στὰ τρία ἑλληνικὰ κράτη τῆς Ἠπείρου, τῆς Τραπεζούντας καὶ τῆς Νίκαιας, ποὺ ἀποτελεῖ καὶ τὴν αὐθεντικὴ διάδοχη κατάσταση τῆς Ρωμανίας, καθὼς ἐκεῖ καταφεύγουν αὐτοκράτορας καὶ πατριάρχης. Τὸ 1261 βέβαια ἡ Νίκαια κατορθώνει νὰ ἀνακαταλάβει τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἡ παλιὰ αἴγλη ὅμως ἔχει πιὰ ὁριστικὰ χαθεῖ. Αὐτὴ ἡ τελευταία περίοδος, ὣς τὸ 1453, εἶναι ἐποχὴ τεράστιας κρίσης.
Τὸ κράτος τῆς Νίκαιας μὲ τὴ σχετικὰ μικρή του ἔκταση εἶχε κατορθώσει νὰ ἀναπτυχθεῖ. Ἡ μεταφορὰ ὅμως πλέον τοῦ κέντρου βάρους καὶ πάλι στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἡ ἀνακατάληψη τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου, ἐπιφόρτισε ξανὰ τὸ κράτος μὲ τὸν παλαιό του κοσμοκρατορικὸ ρόλο, στὸν ὁποῖο ὅμως δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ ἀνταποκριθῆ. Ἔτσι ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 13ου αἰ. ἡ παρακμὴ εἶναι πλέον ραγδαία. Αὐτὸ συμπίπτει μὲ τὴν ἄνοδο τῶν Ὀθωμανῶν, ποὺ ἔσπευσαν βεβαίως νὰ ἐκμεταλλευτοῦν αὐτὴ τὴν παρακμή. Οἱ Ὀθωμανοὶ ἦταν μία τουρκικὴ ὀρδή, ποὺ γύρω στὸ 1300, ἵδρυσε ἕνα νέο ἰσχυρὸ κράτος, μὲ πρωτεύουσα τὴν Προῦσα. Ἀφοῦ κατέλαβαν τὰ τελευταῖα βυζαντινὰ ἐδάφη στὴ Μ.Ἀσία, μετὰ τὸ 1350 πέρασαν στὴν Εὐρώπη καὶ σύντομα ὁλόκληρη σχεδὸν ἡ παλαιὰ Αὐτοκρατορία βρισκόταν πλέον στὰ χέρια τους. Στὴν κυριαρχία τοῦ ἄλλοτε πανίσχυρου κράτους ἀπέμενε πιὰ μόνο ὁ Μοριᾶς καὶ ἡ ἴδια ἡ Βασιλεύουσα, ποὺ ὅμως ἦταν ἐδαφικὰ κυκλωμένη ἀπὸ τὰ τουρκικὰ στίφη καὶ ἡ πτώση της ἦταν πλέον θέμα χρόνου. Τὸ τέλος ἦρθε, ὅταν στὸν θρόνο τοῦ σουλτανάτου ἀνέβηκε ὁ Μωάμεθ Β’.
Ὁ στρατὸς του ἀποτελοῦνταν ἀπὸ 200.000 στρατιῶτες, ἀπὸ ἀναρίθμητα ἀκόμη στίφη ἀτάκτων, ἀλλὰ κι ἀπὸ ἕνα ὀργανωμένο πυροβολικό. Ἡ Κωνσταντινούπολη ἀντίθετα, δὲν ἦταν πλέον παρὰ μία ἄθλια σκιὰ τοῦ παρελθόντος της. Ἡ ἄλλοτε μυθικὴ πόλη, ποὺ στὴν ἀκμη της εἶχε πληθυσμὸ μεγαλύτερο τῶν 500.000 (ἀριθμὸ τεράστιο γιὰ τὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς), δὲν εἶχε συνέλθει ποτὲ ἀπὸ τὸ μανιασμένο πέρασμα τῶν Σταυροφόρων. Γεμάτη ἐρείπια καὶ τεράστιες ἐκτάσεις ἀκατοίκητες, τὸ 1453 κατοικοῦνταν ἀπὸ μόλις 50.000 ψυχές. Κι ἀνάμεσά τους μόνο οἱ 5.000 ἦταν στρατιῶτες. Τὰ μεγέθη λοιπὸν ἦταν ἐντελῶς ἄνισα. Καὶ οὔτε καὶ τὰ περίφημα τείχη της μποροῦσαν πιὰ νὰ τὴ σώσουν, γιατί ἦταν παλιὰ καὶ ἀνίκανα νὰ ἀντισταθοῦν γιὰ πολὺ στὰ τεράστια βλήματα τῶν τουρκικῶν κανονιῶν. Ἐπιπλέον, εἶχαν μῆκος πάνω ἀπὸ 22 χλμ καὶ ἦταν φανερὸ πὼς σὲ μία πολυμέτωπη τουρκικὴ ἐπίθεση, οἱ ἐλάχιστοι μάχιμοι ἄνδρες δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ τὰ ὑπερασπιστοῦν.
Θανάτῳ θάνατον πατήσαντες…
Δὲν θὰ ἀναφερθῶ ἐδῶ στὰ γεγονότα τῆς πολιορκίας (καθὼς λίγο-πολὺ εἶναι γνωστά), ἀλλὰ μόνο σὲ δύο ἐπιμέρους περιστατικά, ἀποτίοντας φόρο τιμῆς στὴ μεγάλη τραγική μας ἐπέτειο. Τὸ πρῶτο ἔλαβε χώρα τὴν 21η Μαΐου. Εἶχαν ἤδη κυλήσει 50 μέρες πολιορκίας καὶ ὅλα ἦταν δυσοίωνα, καθὼς μὲς στὴν πόλη ἦταν πλέον αἰσθητὴ ἡ ἔλλειψη τροφίμων, ἐνῷ οἱ πολεμιστὲς εἶχαν κουραστεῖ ἀπὸ τὶς ἐχθρικὲς ἐπιθέσεις. Τότε ὁ σουλτάνος ἔστειλε πρέσβη, ζητῶντας τὴν παράδοση τῆς πόλης μὲ τὴν ὑπόσχεση νὰ ἐπιτρέψει στὸν Αὐτοκράτορα καὶ σὲ ὅσους τὸ ἐπιθυμοῦσαν, νὰ φύγουν μὲ τὰ ὑπάρχοντά τους. Ἡ ἀπάντηση ὅμως τοῦ Κωνσταντίνου ἦταν συγκλονιστικὰ μεγαλειώδης.
«Οὔτε σὲ μένα, οὔτε σὲ ἄλλον ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς Πόλης, δὲν ἀνήκει τὸ δικαίωμα νὰ σοῦ τὴ δώσουμε. Κοινή μας ἀπόφαση εἶναι μὲ τὴ θέλησή μας νὰ πεθάνουμε ὅλοι καὶ νὰ μὴ λογαριάσουμε τὴ ζωή μας»: «Κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν». Ποιά εἶναι ἄραγε αὐτὴ ἡ δύναμη ποὺ ὠθεῖ τὸν καταδικασμένο αὐτοκράτορα νὰ ἐπιλέξει συνειδητὰ τὴ θυσία, ἐνῷ τοῦ δίνεται ἡ εὐκαιρία νὰ σώσει τὴ ζωὴ καὶ τὴν περιουσία του; Νομίζω ὅτι πολὺ ἁπλᾶ, ἐκείνη τὴ δραματικὴ στιγμὴ ὁ Παλαιολόγος κουβαλάει στὶς πλάτες τοῦ 25 ὁλόκληρους αἰῶνες. Κουβαλάει στὶς πλάτες του ἕναν ὁλόκληρο λαὸ ποὺ ποτὲ του δὲν ἀνέχτηκε νὰ ζήσει σκλαβωμένος, τὸν ἴδιο λαὸ ποὺ κάποτε δὲν ἔδωσε γῆ καὶ ὕδωρ στοὺς Πέρσες, τὸν ἴδιο λαὸ ποὺ πολλοὺς αἰῶνες μετὰ κραύγασε: «Ἐλευθερία ἢ Θάνατος».
Δὲν εἶναι τελικὰ ἡ ἴδια ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε ὁ Λεωνίδας στὸν Ξέρξη, οἱ Σουλιώτισσες στὸ Ζάλογγο, ὁ Παπαφλέσσας στὸ Μανιάκι, ὁ μητροπολίτης Χρυσόστομος στὴ Σμύρνη, ὁ Γρηγόρης Αὐξεντίου στοὺς Ἄγγλους ἢ ἀκόμη καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χρύσανθος στοὺς Γερμανοὺς κατακτητές; Εἶναι αὐτὸ ἀκριβῶς. Ἡ ἴδια γελοία καὶ ἀνισόρροπη ἀπόφαση, γιὰ τὰ δεδομένα ἑνὸς σημερινοῦ ὀρθολογιστῆ, ποὺ θὰ ἀδυνατοῦσε φυσικὰ νὰ καταλάβει ὅτι εἶναι φορὲς ποὺ τελικὰ μπορεῖς νὰ ζήσεις, μονάχα πεθαίνοντας. Νὰ ζήσεις, θανάτῳ θάνατον πατήσας. Ἡ ἴδια παλαβὴ ἀπόφαση ἑνὸς (διὰ τὸν Χριστὸν καὶ διὰ τὸ Ἔθνος) σαλοῦ, ποὺ καὶ τίποτε ἄλλο νὰ μὴ γνωρίζαμε ἀπὸ τὴ Βυζαντινὴ Ἱστορία, θὰ ἦταν ἀπὸ μόνη της ἀρκετὴ γιὰ νὰ τεκμηριώσει πὼς αὐτὸς ὁ λαὸς τοῦ Λεωνίδα, τοῦ Ἀλέξανδρου, τοῦ Μακρυγιάννη καὶ τοῦ Πλαστήρα, ὁ ἴδιος οὐσιαστικὰ λαὸς ἦταν ἐκεῖ καὶ τὸ 1453. Ὁ ἴδιος καὶ ὄχι ἄλλος.
Μία κοινωνία μὲ φόβο Θεοῦ…
Τὸ δεύτερο σημεῖο ποὺ θὰ σταθῶ εἶναι ὁ ἐπίλογος τῆς ὁμιλίας ποὺ ἔβγαλε ὁ Παλαιολόγος, στὶς 28 Μαΐου, μέσα στὴν Ἁγία Σοφία. Ἀφοῦ προέτρεψε τὸν λαὸ νὰ ἀντισταθεῖ μὲ αὐταπάρνηση, προσέθεσε: «Ἐὰν εἰλικρινὰ τὸ πράξετε, ἐλπίζω ὅτι, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ θὰ ἀποφύγουμε τὴ δίκαιη τιμωρία Του, ποὺ κρέμεται ἀπὸ πάνω μας». Πρόκειται γιὰ μία φράση ποὺ κατὰ κάποιον τρόπο δείχνει νὰ συνοψίζεῖ ὅλη τὴν προγενέστερη ἱστορία τῆς βυζαντινῆς κοινωνίας. Μίας κοινωνίας, ποὺ παρὰ τὰ ἐλαττώματά της, εἶχε ἕνα κεντρικὸ χαρακτηριστικό, ποὺ τὸ κληροδότησε καὶ στὸν μετέπειτα Ἑλληνισμὸ τῆς Τουρκοκρατίας καὶ αὐτὸ ἦταν ποὺ θὰ τὸν κρατοῦσε ζωντανὸ μέσα στὸ σκοτάδι τῆς σκλαβιᾶς. Ἦταν μία κοινωνία θεοφοβούμενη, ποὺ εἶχε μέσα της κάτι πολὺ σπουδαῖο: τὴν ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητάς της. Ὁ βυζαντινὸς πολίτης, εἴτε ἦταν φωτισμένος ἄνθρωπος, εἴτε ἁπλὸς ἄνθρωπος τοῦ λαοῦ μ’ ὅλες τὶς προλήψεις του, εἴτε ἀκόμη καὶ κάποιος ποὺ εἶχε διαπράξει ἐγκλήματα, εἶχε στὶς περισσότερες τῶν περιπτώσεων ἕνα μεγάλο δῶρο: εἶχε ἔλεγχο συνειδήσεως.
Καὶ αὐτὸς ὁ ἔλεγχος ἦταν ποὺ τὸν ὠθοῦσε νὰ γίνεται καλύτερος-ἢ τουλάχιστον νὰ μὴ γίνεται χειρότερος. Νὰ φτάνει σὲ ὕψη πνευματικὰ ἢ νὰ μετανοεῖ καὶ νὰ ἀγωνίζεται ἢ ἔστω νὰ μὴ γίνεται ἕνα ὂν ἀπολύτως ἀποκτηνωμένο. Καὶ προσωπικὰ εἶμαι βέβαιος ὅτι, ὅσα ἐγκλήματα κι ἂν διεπράχθησαν σ’ αὐτὸ τὸ τόσο παρεξηγημένο «Βυζάντιο», ἡ κοινωνία του ἀπεῖχε ἔτη φωτὸς ἀπὸ τὴ σημερινὴ ἀπόλυτη ἀποκτήνωση, ἀπὸ τὸν ἀπολύτως ζοφερὸ μεσαίωνα τοῦ 20οῦ καὶ 21ου αἰώνα.
Ἀπὸ μία κοινωνία ποὺ ὑποτίθεται πὼς ἔγινε ἀνθρωποκεντρικὴ καὶ ἐν ὀνόματι τῆς ἀνθρώπινης ἀξίας, διέπραξε τοὺς πιὸ φριχτοὺς πολέμους καὶ τὶς πιὸ ἀποτρόπαιες γενοκτονίες. Ἀπὸ μία κοινωνία ποὺ ὑποτίθεται πὼς ἀποθέωσε τὴν πρόοδο καὶ τὴ λογικὴ καὶ πρὶν ἀλέκτωρ λαλήσει, παραδόθηκε ἑκουσίως στὶς σέχτες, τοὺς ἀστρολόγους καὶ τοὺς ἀποκρυφιστές. Ἀπὸ μία κοινωνία ὑλιστικῶν ὀνειρώξεων, ποὺ καθαίρεσε τὸν Θεὸ ὡς σκοταδιστικὴ πλάνη καὶ στὴ θέση του κατασκεύασε ἀναρίθμητα χρυσὰ μοσχάρια, ποὺ τὰ προσκυνάει εὐλαβικὰ λέγοντας: «Αὐτοὶ εἶναι οἱ θεοί σου ποὺ σὲ ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο»!
Στὸ παρεξηγημένο Βυζάντιο δὲν ὑπάρχει φυσικὰ τίποτε ἀπὸ αὐτά. Ἐκεῖ, ὅπως προαναφέρθηκε, ὑπάρχει μία κοινωνία μὲ τὶς πολλὲς βεβαίως ἀδυναμίες της, ποὺ ὅμως ἀγωνίζεται, ἔχει ἐπίγνωση τῆς ἀνεπάρκειας καὶ τῆς ἁμαρτωλότητάς της. Μὲ λίγα λόγια, ἔχει ταπείνωση. Κι αὐτὴ ἡ ταπείνωση εἶναι ἐξαιρετικὰ ὁρατὴ κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες, ὅποτε ἡ σταδιακὴ κατάρρευση τοῦ κράτους διογκώνει τὴν αἴσθηση ὅτι τὸ τέλος ἔρχεται-καὶ ἔρχεται ἐξαιτίας τοῦ πλήθους τῶν ἁμαρτιῶν. Μέχρι καὶ τὸ βλέμμα τοῦ Χριστοῦ ἀλλάζει στὶς τοιχογραφίες τῆς Ὕστερης Παλαιολόγειας Περιόδου, γίνεται θλιμμένο καὶ αὐστηρό. Πολὺ πρὶν ἔρθει τὸ τέλος, τὸ Γένος ἔχει πιὰ οὐσιαστικὰ συμφιλιωθεῖ μαζί του.
Ξέρει πὼς κάποια στιγμὴ θὰ ἔρθει, ὡς θεία ὀργὴ καὶ ὡς θεία δοκιμασία. Ἡ ἴδια ὅμως αἴσθηση ἔχει ταυτόχρονα μέσα της ἐγγενῶς συνυφασμένη καὶ τὴν ἐλπίδα. Μετὰ τὸν Σταυρὸ ὑπάρχει πάντα ἡ Ἀνάσταση. Ὅταν περάσει ἡ δοκιμασία, θὰ βγεῖ πάλι ὁ ἥλιος. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ Γένος μετὰ τὸ 1453 δὲν πρόκειται ν’ ἀπελπιστεῖ ποτέ. Πρὶν καλὰ-καλὰ πέσει ἡ Βασιλεύουσα, αὐτὸ ἤδη πλέον πιστεύει στὴν Ἀνάσταση. Καὶ εἶναι ἤδη πλέον ἕτοιμο νὰ πράξει τὸ ἀπολύτως συγκλονιστικό: νὰ ἀναχθεῖ πέρα ἀκόμη κι ἀπὸ τὴ σφαίρα τῆς δέησης, πέρα ἀκόμη κι ἀπὸ τὸ «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς». Εἶναι ἕτοιμο νὰ παρηγορήσει τὸ ἴδιο τὴν Παναγιά, νὰ τῆς ζητήσει νὰ μὴν κλαίει, γιατί «πάλι μὲ χρόνους, μὲ καιρούς, πάλι δικά μας θἆναι».
Ἔχει ἄραγε κάτι νὰ μᾶς διδάξει τὸ μεγαλεῖο αὐτοῦ του λαοῦ, ποὺ σὲ λίγο ἡ περιουσία, ἡ τιμὴ καὶ ἡ ἴδια ἡ ζωή του, δὲν θὰ ἀνῆκε πιὰ στὸν ἴδιο, ἀλλὰ στὶς παρανοϊκὲς διαθέσεις ἑνὸς ἀλλόθρησκου καὶ βάρβαρου κατακτητῆ; Ἔχει ἄραγε νὰ διδάξει κάτι, σὲ μᾶς τοὺς σημερινοὺς ἐπιγόνους του, ποὺ φτάσαμε στὸ νὰ κα- ταγράφουμε ρεκὸρ στὶς αὐτοκτονίες, λόγῳ τῆς οἰκονομικῆς κρίσης, καὶ νὰ παραδινόμαστε ἀμαχητὶ στὸν πανικὸ καὶ τὴν κατάθλιψη; Ἂς ξαναγυρίσουμε ὅμως καὶ πάλι σ’ ἐκείνη τὴν ἀποφράδα Τρίτη. Τὰ χαράματα τῆς 29ης Μαΐου, γύρω στὶς δύο τὸ πρωί, ἐκδηλώθηκε ἡ γενικὴ τουρκικὴ ἐπίθεση, ἀπὸ τρεις πλευρὲς συγχρόνως. Οἱ ὑπερασπιστὲς τῆς Πόλης πολέμησαν γιὰ μία ἀκόμη φορὰ ἡρωικά, δὲν μπόρεσαν ὅμως νὰ ἀντέξουν ἄλλο. Κι ἔτσι γράφτηκε ὁ τραγικός, ἀλλὰ καὶ μεγαλειώδης ἐπίλογος: ἐπὶ δύο ὁλόκληρους μῆνες, ἐλάχιστοι ἄνθρωποι ἀμύνθηκαν ἡρωικὰ ἀπέναντι στὶς λυσσαλέες ἐπιθέσεις ἑκατοντάδων χιλιάδων ἐχθρῶν. Καὶ τελικὰ ἔπεσαν ὅλοι τους, μέχρις ἑνός. Ἔπεσαν, γνωρίζοντας κατὰ βάθος ὅτι θὰ πέσουν.
Γι’ αὐτὸ τιμοῦμε τὴ σεπτή τους μνήμη καὶ τὴν ἀνάμνηση τῆς θυσίας τους. «Τιμὴ σ’ ἐκείνους ποὺ στὴν ζωή τους ὅρισαν καὶ φυλάγουν Θερμοπύλες» ἔγραψε κάποτε ὁ μέγας Καβάφης. «Καὶ περισσότερη τιμὴ τοὺς πρέπει, ὅταν προβλέπουν πὼς οἱ Μῆδοι ἐπὶ τέλους θὰ διαβοῦνε». Καὶ φυσικὰ οἱ Μῆδοι πράγματι διαβήκανε. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Κωνσταντίνου, οἱ Τοῦρκοι ὅρμησαν μέσα στὴν πόλη, ἀρχίζοντας σφαγὲς καὶ λεηλασίες, ποὺ κράτησαν 3 μερόνυχτα. Ὁ ἄμαχος πληθυσμὸς κατασφάχτηκε, οἱ ἐκκλησίες λαφυραγωγήθηκαν καὶ βεβηλώθηκαν, οἱ ἰδιωτικὲς περιουσίες ἔγιναν ἀντικείμενο ἁρπαγῆς.
Ἔτσι, ἡ Βασιλίδα τῶν Πόλεων, τὸ κλέος καὶ τὸ καύχημα τῶν Ρωμαίων, λεηλατήθηκε μανιασμένα καὶ ἐρημώθηκε ὁλοσχερῶς. Καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Αὐτοκρατορία τους, ἡ Ρωμανία, ἔπεσε καὶ ἔπαψε πιὰ νὰ ὑπάρχει. Στὴ θέση της ἱδρύθηκε ἡ Ὀθωμανική, ποὺ λίγο ἀργότερα ὑπέταξε καὶ τὶς ὑπόλοιπες περιοχὲς ποὺ εἶχαν μείνει ἐλεύθερες, τὴν Πελοπόννησο καὶ τὸ 1461 τὸ ἔσχατο ἑλληνικὸ προπύργιο, τὴν Αὐτοκρατορία τῆς Τραπεζούντας. Ἡ πτώση τοῦ ἑλληνισμοῦ στὴ χειρότερη σκλαβιὰ τῆς Ἱστορίας του ἦταν πλέον ὁλοκληρωτική. Καὶ βέβαια ἀποτελεῖ ἐξίσου θλιβερὴ διαπίστωση ὅτι αὐτὴ ἡ σκλαβιὰ κόβει τὰ φτερὰ τοῦ ἑλληνισμοῦ πάνω στὴ νέα του μεγάλη ἄνθηση. Γιατί εἶναι ἐντυπωσιακὸ τὸ ὅτι ὅσο ἡ Ρωμανία πολιτικὰ καταρρέει μετὰ τὸν 12ο αἰ., αὐτὴ ἡ κατάρρευση δὲν ἐπεκτείνεται καὶ στὸν πνευματικὸ τομέα, ὅπου ἀντίθετα σημειώνεται μεγάλη ἀκμὴ καθ’ ὅλη τὴ λεγόμενη Παλαιολόγεια περίοδο. Γιατί μιλᾶμε γιὰ ἕναν ἑλληνισμό, ποὺ παρέμενε πάντα ζωντανὸς καὶ μποροῦσε πνευματικὰ νὰ μεγαλουργεῖ, παρὰ τὰ πολιτικὰ καὶ οἰκονομικὰ προβλήματα τοῦ κράτους. Ἄλλη μία ἀπόδειξη λοιπὸν τοῦ πόσο καταστροφικὴ ὑπῆρξε ἡ τουρκικὴ κατάκτηση, ποὺ ἀνέκοψε βίαια ὅλη αὐτὴν τὴν ἀναγεννητική του πορεία καὶ τὸν ἔριξε γιὰ πολλοὺς αἰῶνες στὸ πιὸ βάρβαρο καὶ βαθὺ σκοτάδι.

Ρωμανία καὶ Ἑλληνικότητα
Μετὰ ἀπ’ ὅλες αὐτὲς πάντως τὶς ἱστορικὲς ἀναφορές, ἄς μου ἐπιτραπεῖ νὰ καταθέσω καὶ κάποιες ἀκόμη σκέψεις μου. Καὶ τοῦτο κυρίως, ἐπειδὴ πολλὲς ἀνέφερα τὴ λέξη «ἑλληνισμὸς» καὶ μίλησα καὶ γιὰ τὸ Βυζάντιο ὡς ἑλληνικὴ αὐτοκρατορία. Γιὰ νὰ μὴν ὑπάρξουν ὡστόσο παρανοήσεις, ἂς διευκρινίσουμε πλέον καὶ τί ἀκριβῶς ἐννοοῦμε ὅταν λέμε «ἑλληνική». Γιατί πρόκειται ἀσφαλῶς γιὰ μία ἑλληνικότητα, ποὺ γιὰ νὰ τὴν κατανοήσουμε, θὰ πρέπει νὰ ὑπερβοῦμε τὰ σύγχρονα ὀμφαλοσκοπικὰ ἐθνοφυλετικὰ σχήματα καὶ νὰ ἐπαναπροσεγγίσουμε τὸν ἑλληνισμὸ μέσα ἀπὸ τὴν ἔννοια τῆς οἰκουμενικότητας. Τὸ Βυζάντιο ἦταν ἑλληνικὸ κράτος ὑπὸ μία ἔννοια ἀκόμη καὶ ἐξαρχῆς, γιατὶ ἁπλωνόταν σ’ ἕναν χῶρο ποὺ ἦταν ἐν πολλοῖς ἑνοποιημένος ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν διαδόχων τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, χάρη στοὺς συνεκτικοὺς κρίκους τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ. Καὶ αὐτὴ ἡ ἐνοποίηση βέβαια δὲν ὀφειλόταν σὲ κάποιο ἄνωθεν σχέδιο (ὅπως συμβαίνει λ.χ. σήμερα μὲ τὴν Παγκοσμιοποίηση καὶ τὴ νεοταξίτικη ἀπόπειρα διάλυσης τῶν ἐθνικῶν, θρησκευτικῶν καὶ ἄλλων ἰδιαιτεροτήτων τῶν λαῶν τῆς Γῆς), ἀλλὰ ἀποτελοῦσε μία πηγαία ἐξέλιξη, ἐξαιτίας τῆς πολιτισμικῆς ὑπεροχῆς τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου.
Κάτι ἀνάλογο ὅμως συνέβη καὶ ἀργότερα, καθὼς ἡ Ρωμανία δὲν εἶχε ποτέ της σχέδιο ἀφομοίωσης τῶν ξένων πληθυσμῶν ποὺ ζοῦσαν στὰ ἐδάφη της. Βλέπουμε ὡστόσο καὶ τότε μία ἐμφανῆ διαδικασία ὁμογενοποίησης, εἰδικὰ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ ἀραβικὴ κατάκτηση ἀποκόπτει ὁριστικὰ τὰ ἐδάφη τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Μ. Ἀνατολῆς, ὅπου ζοῦσαν πληθυσμοὶ ἀποξενωμένοι ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα, ὄχι μόνο πολιτικά, ἀλλὰ καὶ θρησκευτικά, καθὼς εἶχαν ἀσπαστεῖ κυρίως τὸν Μονοφυσιτισμό. Λίγο πρὶν εἶχε μάλιστα λάβει χώρα κι ἄλλη μία σημαντικὴ ἐξέλιξη: ἡ ἀπώλεια ὁλόκληρου σχεδὸν τοῦ δυτικοῦ τμήμα τος τοῦ κράτους, καθὼς μία πανσπερμία γερμανικῶν φύλων (Φράγκοι, Γότθοι, Σάξονες, Ἄγγλοι, κ.λπ.) τὸ κατέκλυσε σταδιακά, ἱδρύοντας νέα κράτη στὰ ἐδάφη του. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δὲν ἀνάγκασε μόνο τὴν Αὐτοκρατορία νὰ ἀρκεστεῖ στὸ ἀνατολικὸ τμῆμα, ὁδηγῶντας στὴ γέννηση τοῦ νέου ἑλληνοχριστιανικοῦ imperium. Ταυτόχρονα, ἐπέτεινε τὴν ἀποξένωση μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσης, δύο κόσμων ποὺ λόγῳ πολιτισμικῆς διαφορᾶς βρισκόταν ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα σὲ ἀπόκλιση καὶ τοὺς ὁποίους ἡ ἐξάπλωση τοῦ Χριστιανισμοῦ ὄχι μόνο δὲν μπόρεσε νὰ ἑνοποιήσει, ἀλλὰ ἔκανε τὴ μεταξύ τους ἀπόσταση ἀκόμη πιὸ ἀγεφύρωτη, γιατί ἁπλούστατα ἡ (ἀρχικῶς λατινικὰ ἁπλοϊκὴ καὶ ἀκολούθως γερμανικὰ ἐκβαβαρισμένη) Δύση σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ βαθειὰ μυστικὴ ἐμπειρία τῆς Ἀνατολῆς ποτὲ δὲν μπόρεσε νὰ φτάσει μακρύτερα ἀπὸ μία κοντόφθαλμη, ὀρθολογιστικὴ καὶ μέσῳ ἁπλοϊκῶν δικανικῶν προσεγγίσεων ἀπόπειρα κατανόησης τοῦ θείου.
Ἡ θεμελιώδης αὐτὴ διαφοροποίηση, ποὺ τυγχάνει καὶ ἡ κύρια γενεσιουργὸς αἰτία ὅλων τῶν μετέπειτα δυτικῶν δογματικῶν παρεκκλίσεων, διευρύνεται μετὰ τὸν 6ο αἰ. καὶ σταδιακὰ μετατρέπεται σὲ χάσμα. Στὸ τέλος αὐτοῦ τοῦ δρόμου ἔρχεται τὸ Σχίσμα τῶν Ἐκκλησιῶν (τὸ 1054) νὰ ἐπιστεγάσει τυπικὰ ἁπλῶς μία μακραίωνη διαφοροποιητικὴ πορεία, ἡ ὁποία ὅμως τὸν 11ο αἰ. ἦταν πλέον μὴ ἀναστρέψιμη. Αὐτὴ εἶναι καὶ μία σύντομη ἔστω ἀπάντηση στοὺς συγκρητιστές, ποὺ ὑπὸ τὸ κράτος τῆς ψευδὸἀγαπολογίας ἰσχυρίζονται ὅτι λίγες διαφορὲς ἔχουμε ἀπὸ τοὺς παπικοὺς καὶ ὅτι τὸ Σχίσμα ὀφειλόταν σὲ πολιτικὰ κυρίως αἴτια καὶ ἄρα εἶναι εὔκολα ἐπανορθώσιμο. Τὰ παραπάνω δείχνουν τὸ γιατί μέσα στὴν αὐτοκρατορία τῆς Ρωμανίας δημιουργοῦνται σταδιακὰ προϋποθέσεις ἰδιαίτερης ἐσωτερικῆς συνοχῆς. Ἡ ἀπώλεια ὅλων τῶν δυτικῶν καὶ τῶν νοτιοανατολικῶν ἐδαφῶν της καὶ ἡ συρρίκνωση τῆς Αὐτοκρατορίας στὴ Μικρασία καὶ τὰ Βαλκάνια, περιοχές, ποὺ κατοικοῦνταν ἀπὸ πληθυσμοὺς ἑλληνικοὺς ἢ πλήρως ἐξελληνισμένους, δημιουργοῦν μετὰ τὸν 7ο αἰ. ἕνα κράτος μικρότερο ἐδαφικά, ἀλλὰ πιὸ συμπαγὲς ἐθνολογικά, γλωσσικὰ καὶ θρησκευτικά. Ἕνα κράτος μέσα στὸ ὁποῖο δὲν ὑπάρχει πλέον ἄλλη πραγματικότητα, πλὴν τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς ὀρθόδοξης πίστης.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἀκόμη καὶ ἡ Εἰκονομαχία ποὺ διήρκεσε ὅλον τὸν 8ο αἰ., παρὰ τὴν ἔντασή της, δὲν εἶχε ἰδιαίτερα λαϊκὰ ἐρείσματα. Οὕτως ἢ ἄλλως ὅμως, γιὰ τὸ κράτος αὐτὸ ἡ Εἰκονομαχία ἦταν ἡ τελευταία μεγάλη αἵρεση ποὺ τὸ ταλαιπώρησε. Τὸ τέλος τῆς σηματοδοτεῖ τὴν ἔναρξη πλέον μιᾶς γαλήνιας περιόδου ἀδιατάρακτης θρησκευτικῆς ἑνότητας καὶ ταυτόχρονα μιᾶς μεγάλης πνευματικῆς ἀκμῆς. Παράλληλα ὅμως, σηματοδοτεῖ καὶ τὴν ἔναρξη τῆς τελικῆς φάσης στὴ μακραίωνη ἐκείνη διεργασία ποὺ ἀναγέννησε πλήρως τὸν ἀρχαῖο Ἑλληνισμὸ μέσα στὴν οἰκουμενικὴ διάσταση τῆς Ρωμηοσύνης.
Ἱστορικὴ διαχρονία καὶ ρωμέηκη αὐτοσυνειδησία
Καὶ ἡ Ρωμηοσύνη εἶναι βεβαίως ἑλληνική, ἀλλὰ ὄχι μὲ βάση τὰ σημερινὰ ἐθνοφυλετικὰ κριτήρια. Θὰ πρέπει νὰ καταλάβουμε ἄλλωστε ὅτι τὸν καιρὸ ποὺ διαμορφώνεται, τέτοιες διακρίσεις δὲν εἶχαν νόημα καὶ γι’ αὐτὸ ἀποτελεῖ τεράστιο σφάλμα ἡ μεταφορὰ σύγχρονων στερεοτύπων σὲ μία κοινωνία, ποὺ πολὺ ἁπλᾶ βίωνε τὴν Ἱστορία ὡς μία ἑνιαία χριστιανικὴ πραγματικότητα, ἄρα μία πραγματικότητα ὄχι πολυεθνική, ἀλλὰ ὑπερεθνική, μέσα στὴν ὁποία «πάντες ἕν ἐσμὲν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Ἦταν λοιπὸν ἡ Ρωμανία κράτος ἑλληνικό, ἀλλὰ ὄχι μὲ τὴν ἐθνοφυλετικὴ σημασία τοῦ ὅρου. Ἦταν τὸ πολιτικὸ πλαίσιο, μέσα στὸ ὁποῖο ἔζησε ὁ διευρυμένος ἑλληνισμὸς τῆς ὀρθόδοξης οἰκουμενικῆς Ρωμηοσύνης. Τῆς ἴδιας Ρωμηοσύνης, ποὺ ἐπέζησε γιὰ αἰῶνες καὶ μετὰ τὴν πτώση τοῦ κράτους, ποὺ συνέχισε νὰ μεγαλουργεῖ στὴ Μικρασία, τὰ Βαλκάνια καὶ τὴ Ρωσία, ποὺ κατέρρευσε στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰ. μέσα στὸ αἷμα καὶ τοὺς καπνοὺς τῆς Ρωμυλίας, τῆς Ἰωνίας καὶ τοῦ Πόντου, καὶ ποὺ φυσικὰ καμμία σχέση δὲν ἔχει μὲ τὴ σημερινὴ θλιβερή, κοντόφθαλμη μοναξιὰ τῆς ἄθλιας, παρακμιακῆς καὶ τραγικὰ συρρικνωμένης νεοελλαδικῆς μας πραγματικότητας. Ὅλα αὐτὰ βεβαίως δὲν σημαίνουν ὅτι στὴ διευρυμένη αὐτὴ πραγματικότητα ἔσβησε ὁ ἑλληνισμὸς καὶ χάθηκε φυλετικά, κληροδοτῶντας μόνο τὴ γλωσσικὴ καὶ πολιτιστική του κληρονομιὰ στὶς ἑπόμενες γενιές.
Αὐτὰ τὰ λένε οἱ ἑλληνοφοβικοὶ ἀποδομητὲς τῆς Ἱστορίας, αὐτὸς ὁ ἑσμὸς ποὺ ἐδῶ καὶ χρόνια βρίσκεται στὰ πράγματα, κυριαρχεῖ στὰ πανεπιστήμια καὶ στὰ ΜΜΕ, ἐλέγχει τὸ ἴδιο τὸ Ὑπουργεῖο (ἀντεθνικῆς πλέον) Παιδείας, γράφει σχολικὰ βιβλία, ἀναπαράγεται καὶ παράγει ὁλοένα καὶ περισσότερους ἰδεολογικοὺς γενίτσαρους. Σὲ πεῖσμα ὅμως ὅλων αὐτῶν τῶν γραικύλων, ἡ μόνη ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ ἑλληνισμὸς ἔχει μία ἀδιατάρακτη ἱστορικὴ συνέχεια χιλιάδων χρόνων, ποὺ δὲν εἶναι μόνο πολιτιστική, ἀλλὰ εἶναι ἀσφαλῶς καὶ ἐθνοφυλετική. Σὲ καμμία περίπτωση δὲν παρατηρεῖται κάποια τομὴ στὴ συνέχεια αὐτή. Καὶ ὅσοι ἰσχυρίζονται κάτι τέτοιο, ἀναπαράγουν ἁπλῶς ὑποβολιμαῖα ἀποκυήματα ψευδοϊστορικὴς φαντασίας, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀντέξουν στὴν παραμικρὴ ἐπιστημονικὴ κριτική. Ἐπὶ τῆς οὐσίας λοιπὸν δὲν σημαίνει τίποτε τὸ ὅτι οἱ μεσαιωνικοὶ πληθυσμοὶ τῆς Ἑλλάδας καὶ τῆς Μικρασίας δὲν ἔχουν ἐθνικὴ συνείδηση ποὺ νὰ προτάσσει ὡς κριτήριο τὸ ὅμαιμον, τὴν κοινὴ φυλετικὴ καταγωγή, ἀλλὰ ἡ αὐτοσυνειδησία τους βασίζεται κυρίως στὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ εἶναι ἡ συλλογικὴ συνείδηση αὐτῶν ποὺ νιώθουν τοὺς ἑαυτούς τους ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ συνάμα ὡς πολῖτες τῆς μόνης αὐτοκρατορίας πάνω στὴ Γῆ. Ὅπως κι ἂν αὐτοπροσδιορίζεται, ἐπὶ τῆς οὐσίας ὡστόσο εἶναι πάντα ὁ ἴδιος λαός. Ὁ ἴδιος λαὸς στὴν ἐξέλιξή του, ἡ ἴδια γλῶσσα στὴν ἐξέλιξή της, ὁ ἴδιος πολιτισμὸς στὴν ἀδιατάρακτή του συνέχεια.
Ἡ Ρωμανία εἶναι γιὰ μᾶς σήμερα ὁ κεντρικὸς κρίκος αὐτῆς τῆς συνέχειας, γιατί εἶναι ὁ τόπος καὶ ὁ χρόνος ποὺ ὁ ἑλληνισμὸς συναντᾶ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ μετασχηματίζεται σὲ καινὴ κτίση, μεταβάλλεται ἀπὸ σύναξη πολιτῶν σὲ μυστικὴ σύναξη γύρω ἀπὸ τὸ Ἅγιο Ποτήριο. Αὐτὸς ὁ μετασχηματισμὸς εἶναι ἡ τελείωση τοῦ ἑλληνισμοῦ, ἡ ὁλοκλήρωση καὶ ἡ τελειοποίησή του. Καὶ αὐτὸς ἀσφαλῶς εἶναι τελικὰ καὶ ὁ λόγος ποὺ τὸ Βυζάντιο, ἡ Ρωμανία, εἶναι μὲν ἑλληνικὴ Ἱστορία, ταυτόχρονα ὡστόσο εἶναι καὶ μία περίοδος διεύρυνσης ἢ καὶ ὑπέρβασης τῆς ἑλληνικῆς Ἱστορίας. Εἶναι μία γέφυρα ἀπὸ τὴν ὁποία πέρασε ὁ ἀρχαῖος Ἑλληνισμὸς προχωρῶντας πρὸς τὸ μέλλον, ἱστορικὰ καὶ ἐσχατολογικά, μία κολυμβήθρα μέσα στὴν ὁποία βαπτίστηκε καὶ ἀναγεννήθηκε. Τὸ γράφει πολὺ εὔστοχα στὴν «Πονεμένη Ρωμηοσύνη» του ὁ μεγάλος Φώτης Κόντογλου: «Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ζούσανε στὸ Βυζάντιο, μ’ ὅλο ποὺ πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς βαστούσανε ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ αἷμα κι εἴχανε τὴν ἑλληνικὴ παιδεία, ἤτανε ὅμως ὁλότελα ἄλλοι, «ἄνθρωποι καινοί», «λαλοῦντες γλώσσαις καιναῖς». Καὶ συνεχίζει πιὸ κάτω: «Ἐνῷ ἡ ἀρχαία τέχνη ἤτανε βασισμένη ἀπάνω στὸ μέτρο καὶ στὶς ἀναλογίες, ἡ τέχνη τῶν Βυζαντινῶν ζητοῦσε νὰ βρεῖ ἔκφραση γιὰ πράγματα ποὺ δὲν χωροῦνε στὸ ἀνθρώπινο μέτρο. Λοιπὸν τὸ Βυζάντιο εἶναι ὁ καιρὸς καὶ ὁ τόπος ποὺ ζούσανε οἱ ἄνθρωποι μὲ τὸν πόθο τῆς αἰωνιότητας.
Γι’ αὐτὸ ἔχει αὐτὴ τὴ μυστηριώδη ἰδιορρυθμία, ποὺ δὲν τὴ θέλουνε οἱ ἄνθρωποι ποὺ οἱ πόθοι τους δὲν βγαίνουνε ἔξω ἀπὸ τὸν ὀρθὸ λόγο καὶ ποὺ εἶναι κολλημένοι στὴν κοινοτοπία τῶν ὑλικῶν συγκινήσεων».
Ὀρθόδοξη πίστη: ἡ πεμπτουσία τοῦ «Βυζαντίου»
Καὶ ἐπειδὴ ἡ βυζαντινὴ κοινωνία ζοῦσε πράγματι μὲ τὸν πόθο τῆς αἰωνιότητας, ἦταν διαποτισμένη ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία σὲ ὅλες της τὶς ἐκφάνσεις. Ἡ καθημερινότητα τοῦ ἀνθρώπου, οἱ σχέσεις ποὺ συνάπτει μὲ τοὺς γύρω του, ἀλλὰ καὶ ὅλες του οἱ ἀστικὲς ἢ ἀγροτικές, ἐπαγγελματικὲς δραστηριότητες, διαπνέονται ἀπὸ τὴν πίστη στὸν Θεὸ καὶ ἡ διεκπεραίωσή τους εἶναι συνυφασμένη μὲ τὴν ἐπίκληση τῆς θείας βοήθειας. Δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ γράφονται τόσες ἐκκλησιαστικὲς εὐχὲς γιὰ κάθε δραστηριότητα, ἀκόμη καὶ γιὰ τὶς φαινομενικὰ πιὸ ἀσήμαντες. Αὐτὸ ὀφείλεται σὲ αἴτημα τῶν ἴδιων τῶν πιστῶν, ποὺ ζητοῦν τὴ θεία χάρη γιὰ ὅλες τὶς πράξεις τους. Δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ τώρα καθιερώνεται ἡ τιμὴ πρὸς τοὺς ἁγίους, τόσο ὡς ἀτομικοὺς προστάτες, ὅσο καὶ ὡς πολιούχους πόλεων ἢ προστάτες συντεχνιῶν καὶ ἐπαγγελμάτων. Ὀφείλεται καὶ αὐτὸ στὴ βαθειὰ πίστη τοῦ λαοῦ, ποὺ νιώθει τὴν ἀνάγκη νὰ περιχαρακώσει μὲ τὴν ἄνωθεν προστασία κάθε κοινωνικὴ ἢ βιοποριστική του δράση. Δὲν εἶναι ἐπίσης τυχαῖο ὅτι τὰ θέματα τῆς πίστης, ἀκόμη καὶ τὰ βαθύτερα δογματικά, ἀπασχολοῦσαν ἔντονα ἀκόμη καὶ τοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ καὶ γίνονταν καθημερινὰ ἀντικείμενο συζητήσεων, πρᾶγμα βέβαια ποὺ πολλὲς φορὲς ὁδηγοῦσε καὶ σὲ ἔξαψη τῶν παθῶν ἢ ἀκόμη καὶ σὲ ὀπαδικοὺ τύπου ἀντιπαραθέσεις, ποὺ κι αὐτὲς ὅμως, παρὰ τὶς ὑπερβολές τους, πάλι δείχνουν πόσο ζωντανὸ καὶ βιωματικὰ ἀληθινὸ ἦταν τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν πίστη. Δὲν εἶναι ἀκόμη τυχαῖο ποὺ ἀκόμα καὶ μέσα στὸ Παλάτι, σὲ ἕνα χῶρο δηλαδὴ ἐκ τῶν πραγμάτων διεφθαρμένο, ὅπως ὅλα τὰ κέντρα πολιτικῆς ἐξουσίας σὲ ὅλες τὶς ἐποχές, πάμπολλες φορὲς συναντοῦμε ἐντυπωσιακὰ φαινόμενα βαθειᾶς πνευματικότητας μὲ Αὐγοῦστες, ἀλλὰ καὶ αὐτοκράτορες ποὺ ζοῦσαν ἀσκητικὰ καὶ κατόρθωσαν νὰ φτάσουν σὲ μεγάλα πνευματικὰ ὕψη.
Καὶ φυσικὰ δὲν εἶναι, τέλος, τυχαῖο ποὺ πολὺ περισσότερο σὲ καιρὸ κρίσης, κινδύνων, ἀσθενειῶν, προστρέχουν οἱ πιστοὶ στὸν Θεὸ ἢ τὴν Παναγία καὶ τοὺς Ἁγίους γιὰ μεσιτεία. Καὶ ἀκόμη καὶ γιὰ τὶς πολεμικὲς συγκρούσεις προσεύχεται ἡ Ἐκκλησία καὶ αἰτεῖται «νίκας τοῖς βασιλεῦσι κατὰ βαρβάρων», ὄχι ἐπειδὴ βεβαίως καθαγιάζεται ὁ πόλεμος, ποὺ πάντα κατονομάζεται ὡς διαστροφικὸ καὶ μεταπτωτικὸ φαινόμενο, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔστω κατ’ οἰκονομίαν αἰτιολογεῖται ὁ ἀμυντικὸς πόλεμος καὶ ἀναγνωρίζεται ἡ ἀναγκαιότητα νὰ διατηρηθεῖ ἀλώβητο τὸ «πολίτευμα τοῦ Κυρίου», δηλαδὴ ἡ χριστιανικὴ αὐτοκρατορία, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ ἀπαραίτητο προστατευτικὸ κέλυφος γιὰ τὴν ἀσφάλεια τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀπρόσκοπτη ἐπιτέλεση τοῦ ἔργου τῆς σωτηρίας. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι μόνιμη ἡ προσευχὴ πρὸς τὸν Θεὸ νὰ εἰρηνεύσει«ἐν πολέμοις τὸ πολίτευμα», γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Παναγία κατονομάζεται ὡς ὑπέρμαχος στρατηγός, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Κωνσταντινούπολη ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρη ἡ Αὐτοκρατορία ἀφιερώνονται σ’ Ἐκείνην, τὴν ἔχουν «πρεσβείαν θερμὴν καὶ τεῖχος ἀπροσμάχητον».

Ἡ βυζαντινὴ κοινωνία λοιπὸν εἶχε αὐτὴ τὴ βαθειὰ πίστη καὶ στήριζε πάντα τὶς ἐλπίδες της στὸν Θεό. Αὐτὸ ἦταν, νομίζω, τελικὰ τὸ κεντρικό της χαρακτηριστικό, ποὺ τὴν κρατοῦσε ζωντανὴ μέσα στὶς δοκιμασίες. Τὸ ἀνέφερα καὶ πρίν, ἀλλὰ θὰ τὸ ἐπαναλάβω: εἶναι μία κοινωνία θεοφοβούμενη, ποὺ πάντα ἔχει ταπείνωση, σ’ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς καὶ τῆς τέχνης, ἀκόμη κι ὅταν τὸ κράτος βρίσκεται πολιτικὰ στὴ μεγάλη του ἀκμή. Ἡ Ρωμηοσύνη δὲν εἶναι ἀλαζονικὸς πολιτισμός. Εἶναι πολιτισμὸς μέγας, «ἄνω θρώσκων», ἀλλὰ βαθειὰ πνευματικὸς καὶ συνεπῶς ταπεινόφρων. Ἂς δοῦμε τὶς βυζαντινὲς ἐκκλησιὲς σὲ σύγκριση μὲ τὴν ἔπαρση τῶν γοτθικῶν καθεδρικῶν, ἂς δοῦμε τὴ μέτρια χρήση τῆς ὑλικῆς τεχνολογίας, παρὰ τὶς ὑπάρχουσες δυνατότητες, σὲ σύγκριση μὲ τὴν ὑστερικὴ ἀποθέωση τῆς ἐπιστήμης μετὰ τὸν 16ο αἰ. στὴ Δύση.
Ἂς δοῦμε καὶ τοὺς καλόγερους στὰ μοναστήρια νὰ ἀντιγράφουν τὰ ἀρχαῖα κείμενα γιὰ νὰ τὰ σώσουν ἀπὸ τὴ λήθη. Κι ὄχι φυσικὰ ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ ἐπιχειρήσουν νὰ γράψουν δικά τους. Ἡ μανία ὅμως γιὰ πρωτοτυπία εἶναι ἔπαρση κι ἐγωκεντρισμός. Ὁ δικός μας πολιτισμὸς ἀντίθετα ἀναπαράγει τὰ ἤδη κεκτημένα του, γιατί ἁπλούστατα ἔχει ταπείνωση καὶ πιστεύει πὼς τὰ σπουδαῖα ἔχουν πλέον ἤδη εἰπωθεῖ ἀπὸ τοὺς προγενέστερους. Καὶ ἐπειδὴ φυσικὰ ποτὲ στὴν πραγματικότητα δὲν πρόκειται γιὰ στείρα ἀναπαραγωγή, πάντα ὑπεισέρχονται νέα στοιχεῖα καὶ ἔτσι ὁ ρωμέικος πολιτισμὸς προχωρᾶ σὲ νέες πολιτισμικὲς συνθέσεις.
Καὶ αὐτὲς βέβαια πολὺ συχνὰ ἔχουν καὶ μεγάλη δόση πρωτοτυπίας, μὲ τὴ διαφορὰ ὅμως πὼς οἱ δημιουργοί τους δὲν τὶς αἰσθάνονται ὡς τέτοιες καὶ δὲν ὑπερηφανεύονται, νομίζοντας ὅτι κάνουν κάτι σημαντικό. Χαρακτηριστικὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ γράφει στὸ προοίμιο τοῦ ἔργου του ὁ χρονογράφος τοῦ 9ου αἰ. Θεοφάνης ὁ Ὀμολογητής: «Εἰ τις ἐν τούτῳ τῷ πονήματι ἡμῶν ὀνησιφόρον τι εὕροι, τὴν πρέπουσαν τῷ Θεῷ εὐχαριστίαν ἀποδώση καὶ ἡμῖν τοῖς ἀμαθέσι καὶ ἁμαρτωλοῖς διὰ τὸν Κύριον ὑπερεύξηται. Καὶ εἴ τι ἐλλεῖπον εὕροι, τῇ ἀμαθείᾳ ἡμῶν τοῦτο λογίσηται καὶ τῇ ἀργίᾳ τοῦ χαμερποῦς νοὸς ἡμῶν καὶ συγγνώσεται ἡμῖν διὰ τὸν Κύριον». (Δηλαδή, ἂν κανεὶς βρεῖ σ’ αὐτὸ τὸ ἔργο κάτι χρήσιμο, τὸν Θεὸ νὰ εὐχαριστήσει καὶ γιὰ μένα τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ ἀμαθῆ νὰ κάνει προσευχὴ στὸν Κύριο. Νὰ μὴν τὸ ἀποδώσει λοιπὸν σ’ ἐμένα. Σ’ ἐμένα ἀντίθετα νὰ ἀποδώσει ὁποιοδήποτε μειονέκτημα βρεῖ καὶ νὰ μὲ συγχωρέσει στ’ ὄνομα τοῦ Κυρίου). Βλέπουμε συνεπῶς πῶς συμπεριφέρεται ὁ πνευματικὸς δημιουργὸς τῆς ὀρθόδοξης Ρωμηοσύνης. Δημιουργεῖ τὸ ἔργο του γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι τὴ δική του καὶ στὸν Θεὸ ἀποδίδει τὴν ὅποια συγγρφικὴ ἢ μουσικὴ ἢ εἰκαστικὴ ἢ ἄλλη δημιουργική του ἔμπνευση. Αὐτὸ λοιπὸν εἶναι, νομίζω, στὸ βάθος ἡ Ρωμηοσύνη. Εἶναι ἕνας μεγαλειώδης πολιτισμός, ποὺ περιπατεῖ ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων, ὅμως τὸν κουβαλοῦν στὶς πλάτες τοὺς ταπεινόφρονες ἄνθρωποι.
Ἐπίλογος: τὸ αἷμα καὶ ἡ ἀντίσταση…
Ἐνῷ ὅμως ἡ Ρωμηοσύνη εἶναι ταπεινή, δὲν εἶναι ἀπὸ τὴν ἄλλη πολιτισμὸς παθητικότητας καὶ μοιρολατρίας, ἀλλὰ ἀντιστασιακὸς καὶ ἀνυπότακτος, ποὺ πολεμᾶ μανιασμένα ὅταν τίθενται σὲ κίνδυνο οἱ ὑπέρτατες ἀξίες του. «Ὅταν ἀπειλοῦν τὴν πατρίδα μου, τὴ θρησκεία μου, θὰ φωνάξω κι ἄς μου κάνουν ὅ, τι θέλουν» ἔλεγε ὁ Μακρυγιάννης. Ποιός δὲν θυμᾶται ἀλήθεια τὴν ἀντίσταση κλήρου καὶ λαοῦ στὸν εἰκονομαχικὸ διωγμὸ τοῦ 8ου αἰ, τὴν ἀνένδοτη ἀντίστασή του ἀργότερα στοὺς Φράγκους κατακτητὲς καὶ κυρίως βέβαια ὅσα συνέβησαν στὸ σκοτάδι τῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς, μὲ τὸ αἷμα τῶν νεομαρτύρων, τὸ Κρυφὸ Σχολειό, τὸ ἀδούλωτο πνεῦμα τῆς κλεφτουριᾶς, τὶς πάμπολλες ἐπαναστάσεις ποὺ ἔγιναν καὶ πνίγηκαν στὸ αἷμα ἀπὸ τὸν 16ο ὥς καὶ τὸν 18ο αἰ; Ἀντίσταση, αἷμα καὶ πόνος λοιπὸν εἶναι ποὺ γαλουχοῦν τὸν νεότερο Ἑλληνισμὸ τῆς Ρωμηοσύνης, μαζὶ βέβαια μὲ τὴν ὀρθόδοξη πίστη, ποὺ εἶναι πάντα ἡ βασικὴ σταθερά. Ἀντίσταση, ὑλικὴ καὶ πνευματική, μέσα ἀπὸ τὴν πλήρη ἄρνηση τῆς ὑποτέλειας καὶ τῆς ἐθελοδουλίας. Τὴν ἄρνηση τῆς πτώσης στὴν αἵρεση ἢ στὸν ἐξισλαμισμό, ποὺ ἦταν ἀκριβῶς τὸ ἴδιο, ἦταν γιὰ τὸν Ρωμηὸ ἀπώλεια τῆς ὀρθόδοξης ταυτότητας, δηλ. θάνατος πνευματικός. Νὰ λοιπὸν γιατί τὰ νεοταξίτικα ὄργανα παλεύουν νὰ μᾶς κάνουν νὰ τὰ ξεχάσουμε ὅλα αὐτά.
Γιατί ἡ ἀπώλεια τῆς ἱστορικῆς μνήμης παραγράφει μοιραῖα καὶ ὅλη αὐτὴ τὴν κυρίαρχη ἀντιστασιακὴ διάσταση τῆς ταυτότητάς μας. Καὶ ἔτσι καθιστᾶ τελικὰ φυσιολογικὴ τὴ διαιώνισή μας ὡς ὑπνωτισμένων σκλάβων, ὡς ἄχρωμης καὶ συνεπῶς ἀκίνδυνης μάζας μέσα στὸν προωθούμενο παγκοσμιοποιημένο νεοταξίτικο χυλό. Ποῦ βαδίζουμε ὅμως ἄραγε αὐτὴ τὴ στιγμή; «Τὸ 1453» γράφει ὁ Κόντογλου, «μόλο ποὺ κόπηκε τὸ μεγάλο ἐκεῖνο δέντρο τῆς Ρωμιοσύνης, ἡ φύτρα σώθηκε καὶ πέταξε νέους βλαστούς». Τί ἔχει ὅμως ἀπομείνει πλέον σήμερα ἀπὸ αὐτούς; Ζοῦμε σὲ καιροὺς βαθειᾶς κρίσης, πολιτικῆς καὶ κυρίως βέβαια πνευματικῆς. Ζοῦμε στοὺς κατοχικοὺς καιροὺς τῶν μνημονίων, τῶν πλεγματικῶν γραικύλων, τῆς κατάρρευσης κάθε ἀξίας. Ζοῦμε καὶ στοὺς καιροὺς τοῦ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ καὶ τῆς νεοεποχίτικης λαίλαπας, ὅπου ὅλα ἔχουν ἀμβλυνθεῖ στὸν βωμὸ τῶν ὑπόγειων σχεδίων τοῦ διεθνοῦς Σιωνισμοῦ, ὅπου ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι συμπροσεύχονται μὲ καρδινάλιους, ἰμάμηδες καὶ μάγους, ὅπου κάθε μέρα γίνεται κι ἕνα νέο βῆμα γιὰ τὴν προώθηση τῆς Πανθρησκείας, ποὺ ἀνοίγει τὸν δρόμο γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς Παγκόσμιας Δικτατορίας, καὶ ὅπου ὅσοι ἀγωνίζονται γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, ἐξουθενώνονται ὡς φανατικοὶ σκοταδιστές.
Ζοῦμε μὲ ἄλλα λόγια σὲ μία ἐποχή, ποὺ καὶ ἡ πατρίδα καταρρέει καὶ ἡ πίστη μας κινδυνεύει νὰ χαθεῖ. Τὸ ἐρώτημα λοιπὸν εἶναι πολὺ ἁπλό: κατὰ πόσον εἴμαστε πιὰ σὲ θέση ὅλοι μας νὰ ἀντιδράσουμε σὲ ὅλα αὐτά; Κατὰ πόσον μποροῦμε νὰ κοιτάξουμε πίσω στὴν Ἱστορία μας καὶ νὰ ξαναβροῦμε τὸ χαμένο ἱστορικό μας αὐτεπίγνωτον; Νὰ ξαναβροῦμε τὸν Μέγα Ἀθανάσιο καὶ τὸν Ἰωάννη Δαμασκηνό, τὸν Ἰωάννη Βατάτζη καὶ τὸν Γρηγόριο Παλαμᾶ, τὸν Μακρυγιάννη καὶ τὸν Καραϊσκάκη; Νὰ ξαναβροῦμε μὲ ἄλλα λόγια τὴν αὐθεντικὴ καὶ πάλαι ποτὲ ἀντιστασιακὴ ταυτότητά μας; Αὐτὸ εἶναι τὸ κρίσιμο ἐρώτημα, ποὺ ὡς λαὸς πρέπει πιὰ νὰ τὸ ἀπαντήσουμε πολὺ γρήγορα. Γιατί ἀπὸ τὴν ἀπάντησή του, ἐξαρτᾶται κυριολεκτικὰ ὁλόκληρο τὸ μέλλον μας.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Στὶς 29 Μαΐου 1453 ἔκλεισε μὲ τρόπο τραγικὸ τὸ πιὸ θεμελιῶδες κεφάλαιο τῆς Ἱστορίας μας. Μία ἐκπληκτικὴ περίοδος 11 αἰώνων, κατὰ τὴν ὁποία ὁ παρηκμασμένος Ἑλληνισμὸς τῆς Ὕστερης Ἀρχαιότητας ἀπέκτησε νέα πνοή, ἀναδιαμορφώθηκε, ἀναβαπτίστηκε μέσα στὴν ὀρθόδοξη καινὴ κτίση, ἀναβαπτίζοντας ταυτόχρονα καὶ ὠθῶντας σὲ πρωτόγνωρα ὕψη καὶ τὴ σοφία τῶν προγόνων του. Ὅλα αὐτὰ μέσα σὲ μία Αὐτοκρατορία, ποὺ ξεκίνησε τὸν 4ο αἰ. ὡς ἁπλῆ συνέχεια τῆς Ρώμης καὶ 4 αἰῶνες ἀργότερα ἦταν πιὰ ἕνα κράτος ἐξολοκλήρου ἑλληνικό. Ὁ λόγος γιὰ τὴν ἀποκαλούμενη «Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία» (ὅρος ποὺ δὲν ἔχει φυσικὰ καμμία σχέση μὲ τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα, ἀλλὰ ἀποτελεῖ γερμανικῆς ἐπινόησης ὑποτιμητικὸ νεολογισμὸ τοῦ 17ου αἰ.). Οἱ κάτοικοί της βεβαίως ποτὲ δὲν ὀνόμασαν τοὺς ἑαυτούς τους Βυζαντινούς. Μέχρι τὸ τέλος αὐτοαποκαλοῦνταν Ρωμαῖοι καὶ τελικὰ ἐπὶ τὸ λαϊκότερον Ρωμηοὶ ἐνῷ τὸ κράτος τοὺς τὸ ἀποκαλοῦσαν Βασιλεία τῶν Ρωμαίων ἢ Ρωμανία.
Ἀπὸ τὴ Ρώμη στὴ Ρωμηοσύνη
Αὐτὸ λοιπὸν τὸ κράτος δὲν εἶναι τυπικὰ παρὰ ἡ συνέχεια τοῦ ρωμαϊκοῦ. Ἡ ἐπιλογὴ ὡστόσο τοῦ Μ. Κωνσταντίνου νὰ χτίσει μία νέα πρωτεύουσα, ἐγκαταλείποντας τὴ Ρώμη, ἰσοδυναμεῖ μὲ κάτι πολὺ σπουδαιότερο ἀπὸ μία ἁπλὴ ἀλλαγὴ ἕδρας. Ἡ ἐγκατάλειψη τῆς πανάρχαιης πόλης, τῆς τόσο βαθιᾶ συνδεδεμένης μὲ τὴν εἰδωλολατρία καὶ τόσο ἀνεπανόρθωτα βυθισμένης στὴ διαφθορά, δείχνει τὴν ἀπόφαση τοῦ σπουδαίου αὐτοκράτορα νὰ ξεκινήσει πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸν κύκλο ζωῆς τῆς αὐτοκρατορίας. Καὶ ἡ ἐπιλογὴ ἑνὸς γεωγραφικοῦ χώρου, ὅπου κυριαρχοῦσαν ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς καὶ ἡ χριστιανικὴ πίστη, δείχνει βεβαίως καὶ τὶς δυνάμεις στὶς ὁποῖες σκόπευε νὰ βασιστεῖ.
Παρότι λοιπὸν τίποτε ἰδιαίτερο δὲν δείχνει ἀρχικὰ νὰ ἀλλάζει καὶ τὸ κράτος παραμένει ἐπίσημα λατινικό, ἤδη ἀπὸ μόνη της ἡ ἀλλαγὴ τῆς πρωτεύουσας δρομολογεῖ τὴ διαδικασία τοῦ ἐξελληνισμοῦ του. Στοὺς ἑπόμενους αἰῶνες αὐτὸ γίνεται ὅλο καὶ πιὸ σαφές, σὲ μία περίοδο πάντως γεμάτη μεγάλες περιπέτειες, ποὺ συχνὰ ἀπειλοῦν τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξή του. Παρὰ τὶς ἐξωτερικὲς ὅμως δοκιμασίες ποὺ γνωρίζει ἀπὸ ἰσχυροὺς ἐχθρούς, ὅπως οἱ Οὗννοι, οἱ Ἄβαροι, οἱ Πέρσες, οἱ Ἄραβες, οἱ Βούλγαροι, καὶ ἀκόμη παρὰ τὶς ἐσωτερικὲς δοκιμασίες ποὺ τὴ συγκλονίζουν, μὲ ἀποκορύφωμα τὴν Εἰκονομαχία, ἡ Αὐτοκρατορία ἐπιβιώνει, ἀνθίσταται καὶ μὲ μία συνεχῆ ἀνοδικὴ πορεία φτάνει τὸν 10ο αἰ. στὸ ἀπόγειο τῆς ἀκμῆς της. Στὰ χρόνια τοῦ κορυφαίου της αὐτοκράτορα, τοῦ Βασιλείου Β’, εἶναι ἡ ἰσχυρότερη αὐτοκρατορία πάνω στὴ Γῆ, ἀλλὰ καὶ ἡ πιὸ προηγμένη πολιτιστικά, μὲ μία ἐκπληκτικὴ ἄνθηση τῶν ἐπιστημῶν, τῶν τεχνῶν καὶ τῶν γραμμάτων.
Χάρτης Ρωμανίας
Σύντομα ὅμως ἀρχίζει ἡ παρακμή. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Βασιλείου τὸ 1025, ἀνεβαίνει στὸν θρόνο μία σειρὰ ἀνίκανων αὐτοκρατόρων, ποὺ δὲν ἀντιλαμβάνονται τὸν κίνδυνο ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση νέων ἐχθρῶν, ὅπως οἱ Τοῦρκοι. Κυρίως ὅμως δὲν ἐνδιαφέρονται νὰ περιορίσουν τοὺς μεγάλους γαιοκτήμονες ποὺ ἀπορροφοῦν ἔτσι τὴ μικρὴ γεωκτησία. Ἡ ἐξαφάνιση τῶν ἐλεύθερων ἀγροτῶν, ποὺ ἦταν ἡ βάση τοῦ στρατοῦ, ἔχει ὡς βαρύτατη συνέπεια τὴν ἀμυντικὴ ἐξασθένηση τῆς Αὐτοκρατορίας, ἀλλὰ ἐπιφέρει πλῆγμα καὶ στὴν οἰκονομία, ποὺ κατὰ κύριο λόγο ἦταν ἀγροτική. Μετὰ ἀπὸ μία τελευταία ἀναλαμπὴ ὑπὸ τὴ Δυναστεία τῶν Κομνηνῶν, ἡ κρίση εἶναι πιὰ ἔκδηλη καὶ ἐπισφραγίζεται μὲ τὴν Ἅλωση τῆς Πόλης ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους τὸ 1204. Ἕνα συντριπτικὸ πλῆγμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο δὲν θὰ ἀνακάμψει ποτὲ ἡ φρικωδῶς λεηλατημένη πρωτεύουσα, ἀλλὰ κι ὁλόκληρη ἡ Αὐτοκρατορία.
Οἱ Σταυροφόροι στὴ συνέχεια τὴ διαμελίζουν, ἐνῷ ὁ Ἑλληνισμὸς διασώζεται στὰ τρία ἑλληνικὰ κράτη τῆς Ἠπείρου, τῆς Τραπεζούντας καὶ τῆς Νίκαιας, ποὺ ἀποτελεῖ καὶ τὴν αὐθεντικὴ διάδοχη κατάσταση τῆς Ρωμανίας, καθὼς ἐκεῖ καταφεύγουν αὐτοκράτορας καὶ πατριάρχης. Τὸ 1261 βέβαια ἡ Νίκαια κατορθώνει νὰ ἀνακαταλάβει τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἡ παλιὰ αἴγλη ὅμως ἔχει πιὰ ὁριστικὰ χαθεῖ. Αὐτὴ ἡ τελευταία περίοδος, ὣς τὸ 1453, εἶναι ἐποχὴ τεράστιας κρίσης.
Τὸ κράτος τῆς Νίκαιας μὲ τὴ σχετικὰ μικρή του ἔκταση εἶχε κατορθώσει νὰ ἀναπτυχθεῖ. Ἡ μεταφορὰ ὅμως πλέον τοῦ κέντρου βάρους καὶ πάλι στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἡ ἀνακατάληψη τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου, ἐπιφόρτισε ξανὰ τὸ κράτος μὲ τὸν παλαιό του κοσμοκρατορικὸ ρόλο, στὸν ὁποῖο ὅμως δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ ἀνταποκριθῆ. Ἔτσι ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 13ου αἰ. ἡ παρακμὴ εἶναι πλέον ραγδαία. Αὐτὸ συμπίπτει μὲ τὴν ἄνοδο τῶν Ὀθωμανῶν, ποὺ ἔσπευσαν βεβαίως νὰ ἐκμεταλλευτοῦν αὐτὴ τὴν παρακμή. Οἱ Ὀθωμανοὶ ἦταν μία τουρκικὴ ὀρδή, ποὺ γύρω στὸ 1300, ἵδρυσε ἕνα νέο ἰσχυρὸ κράτος, μὲ πρωτεύουσα τὴν Προῦσα. Ἀφοῦ κατέλαβαν τὰ τελευταῖα βυζαντινὰ ἐδάφη στὴ Μ.Ἀσία, μετὰ τὸ 1350 πέρασαν στὴν Εὐρώπη καὶ σύντομα ὁλόκληρη σχεδὸν ἡ παλαιὰ Αὐτοκρατορία βρισκόταν πλέον στὰ χέρια τους. Στὴν κυριαρχία τοῦ ἄλλοτε πανίσχυρου κράτους ἀπέμενε πιὰ μόνο ὁ Μοριᾶς καὶ ἡ ἴδια ἡ Βασιλεύουσα, ποὺ ὅμως ἦταν ἐδαφικὰ κυκλωμένη ἀπὸ τὰ τουρκικὰ στίφη καὶ ἡ πτώση της ἦταν πλέον θέμα χρόνου. Τὸ τέλος ἦρθε, ὅταν στὸν θρόνο τοῦ σουλτανάτου ἀνέβηκε ὁ Μωάμεθ Β’.
Ὁ στρατὸς του ἀποτελοῦνταν ἀπὸ 200.000 στρατιῶτες, ἀπὸ ἀναρίθμητα ἀκόμη στίφη ἀτάκτων, ἀλλὰ κι ἀπὸ ἕνα ὀργανωμένο πυροβολικό. Ἡ Κωνσταντινούπολη ἀντίθετα, δὲν ἦταν πλέον παρὰ μία ἄθλια σκιὰ τοῦ παρελθόντος της. Ἡ ἄλλοτε μυθικὴ πόλη, ποὺ στὴν ἀκμη της εἶχε πληθυσμὸ μεγαλύτερο τῶν 500.000 (ἀριθμὸ τεράστιο γιὰ τὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς), δὲν εἶχε συνέλθει ποτὲ ἀπὸ τὸ μανιασμένο πέρασμα τῶν Σταυροφόρων. Γεμάτη ἐρείπια καὶ τεράστιες ἐκτάσεις ἀκατοίκητες, τὸ 1453 κατοικοῦνταν ἀπὸ μόλις 50.000 ψυχές. Κι ἀνάμεσά τους μόνο οἱ 5.000 ἦταν στρατιῶτες. Τὰ μεγέθη λοιπὸν ἦταν ἐντελῶς ἄνισα. Καὶ οὔτε καὶ τὰ περίφημα τείχη της μποροῦσαν πιὰ νὰ τὴ σώσουν, γιατί ἦταν παλιὰ καὶ ἀνίκανα νὰ ἀντισταθοῦν γιὰ πολὺ στὰ τεράστια βλήματα τῶν τουρκικῶν κανονιῶν. Ἐπιπλέον, εἶχαν μῆκος πάνω ἀπὸ 22 χλμ καὶ ἦταν φανερὸ πὼς σὲ μία πολυμέτωπη τουρκικὴ ἐπίθεση, οἱ ἐλάχιστοι μάχιμοι ἄνδρες δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ τὰ ὑπερασπιστοῦν.
Θανάτῳ θάνατον πατήσαντες…
Δὲν θὰ ἀναφερθῶ ἐδῶ στὰ γεγονότα τῆς πολιορκίας (καθὼς λίγο-πολὺ εἶναι γνωστά), ἀλλὰ μόνο σὲ δύο ἐπιμέρους περιστατικά, ἀποτίοντας φόρο τιμῆς στὴ μεγάλη τραγική μας ἐπέτειο. Τὸ πρῶτο ἔλαβε χώρα τὴν 21η Μαΐου. Εἶχαν ἤδη κυλήσει 50 μέρες πολιορκίας καὶ ὅλα ἦταν δυσοίωνα, καθὼς μὲς στὴν πόλη ἦταν πλέον αἰσθητὴ ἡ ἔλλειψη τροφίμων, ἐνῷ οἱ πολεμιστὲς εἶχαν κουραστεῖ ἀπὸ τὶς ἐχθρικὲς ἐπιθέσεις. Τότε ὁ σουλτάνος ἔστειλε πρέσβη, ζητῶντας τὴν παράδοση τῆς πόλης μὲ τὴν ὑπόσχεση νὰ ἐπιτρέψει στὸν Αὐτοκράτορα καὶ σὲ ὅσους τὸ ἐπιθυμοῦσαν, νὰ φύγουν μὲ τὰ ὑπάρχοντά τους. Ἡ ἀπάντηση ὅμως τοῦ Κωνσταντίνου ἦταν συγκλονιστικὰ μεγαλειώδης.
«Οὔτε σὲ μένα, οὔτε σὲ ἄλλον ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς Πόλης, δὲν ἀνήκει τὸ δικαίωμα νὰ σοῦ τὴ δώσουμε. Κοινή μας ἀπόφαση εἶναι μὲ τὴ θέλησή μας νὰ πεθάνουμε ὅλοι καὶ νὰ μὴ λογαριάσουμε τὴ ζωή μας»: «Κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν». Ποιά εἶναι ἄραγε αὐτὴ ἡ δύναμη ποὺ ὠθεῖ τὸν καταδικασμένο αὐτοκράτορα νὰ ἐπιλέξει συνειδητὰ τὴ θυσία, ἐνῷ τοῦ δίνεται ἡ εὐκαιρία νὰ σώσει τὴ ζωὴ καὶ τὴν περιουσία του; Νομίζω ὅτι πολὺ ἁπλᾶ, ἐκείνη τὴ δραματικὴ στιγμὴ ὁ Παλαιολόγος κουβαλάει στὶς πλάτες τοῦ 25 ὁλόκληρους αἰῶνες. Κουβαλάει στὶς πλάτες του ἕναν ὁλόκληρο λαὸ ποὺ ποτὲ του δὲν ἀνέχτηκε νὰ ζήσει σκλαβωμένος, τὸν ἴδιο λαὸ ποὺ κάποτε δὲν ἔδωσε γῆ καὶ ὕδωρ στοὺς Πέρσες, τὸν ἴδιο λαὸ ποὺ πολλοὺς αἰῶνες μετὰ κραύγασε: «Ἐλευθερία ἢ Θάνατος».
Δὲν εἶναι τελικὰ ἡ ἴδια ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε ὁ Λεωνίδας στὸν Ξέρξη, οἱ Σουλιώτισσες στὸ Ζάλογγο, ὁ Παπαφλέσσας στὸ Μανιάκι, ὁ μητροπολίτης Χρυσόστομος στὴ Σμύρνη, ὁ Γρηγόρης Αὐξεντίου στοὺς Ἄγγλους ἢ ἀκόμη καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χρύσανθος στοὺς Γερμανοὺς κατακτητές; Εἶναι αὐτὸ ἀκριβῶς. Ἡ ἴδια γελοία καὶ ἀνισόρροπη ἀπόφαση, γιὰ τὰ δεδομένα ἑνὸς σημερινοῦ ὀρθολογιστῆ, ποὺ θὰ ἀδυνατοῦσε φυσικὰ νὰ καταλάβει ὅτι εἶναι φορὲς ποὺ τελικὰ μπορεῖς νὰ ζήσεις, μονάχα πεθαίνοντας. Νὰ ζήσεις, θανάτῳ θάνατον πατήσας. Ἡ ἴδια παλαβὴ ἀπόφαση ἑνὸς (διὰ τὸν Χριστὸν καὶ διὰ τὸ Ἔθνος) σαλοῦ, ποὺ καὶ τίποτε ἄλλο νὰ μὴ γνωρίζαμε ἀπὸ τὴ Βυζαντινὴ Ἱστορία, θὰ ἦταν ἀπὸ μόνη της ἀρκετὴ γιὰ νὰ τεκμηριώσει πὼς αὐτὸς ὁ λαὸς τοῦ Λεωνίδα, τοῦ Ἀλέξανδρου, τοῦ Μακρυγιάννη καὶ τοῦ Πλαστήρα, ὁ ἴδιος οὐσιαστικὰ λαὸς ἦταν ἐκεῖ καὶ τὸ 1453. Ὁ ἴδιος καὶ ὄχι ἄλλος.
Μία κοινωνία μὲ φόβο Θεοῦ…
Τὸ δεύτερο σημεῖο ποὺ θὰ σταθῶ εἶναι ὁ ἐπίλογος τῆς ὁμιλίας ποὺ ἔβγαλε ὁ Παλαιολόγος, στὶς 28 Μαΐου, μέσα στὴν Ἁγία Σοφία. Ἀφοῦ προέτρεψε τὸν λαὸ νὰ ἀντισταθεῖ μὲ αὐταπάρνηση, προσέθεσε: «Ἐὰν εἰλικρινὰ τὸ πράξετε, ἐλπίζω ὅτι, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ θὰ ἀποφύγουμε τὴ δίκαιη τιμωρία Του, ποὺ κρέμεται ἀπὸ πάνω μας». Πρόκειται γιὰ μία φράση ποὺ κατὰ κάποιον τρόπο δείχνει νὰ συνοψίζεῖ ὅλη τὴν προγενέστερη ἱστορία τῆς βυζαντινῆς κοινωνίας. Μίας κοινωνίας, ποὺ παρὰ τὰ ἐλαττώματά της, εἶχε ἕνα κεντρικὸ χαρακτηριστικό, ποὺ τὸ κληροδότησε καὶ στὸν μετέπειτα Ἑλληνισμὸ τῆς Τουρκοκρατίας καὶ αὐτὸ ἦταν ποὺ θὰ τὸν κρατοῦσε ζωντανὸ μέσα στὸ σκοτάδι τῆς σκλαβιᾶς. Ἦταν μία κοινωνία θεοφοβούμενη, ποὺ εἶχε μέσα της κάτι πολὺ σπουδαῖο: τὴν ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητάς της. Ὁ βυζαντινὸς πολίτης, εἴτε ἦταν φωτισμένος ἄνθρωπος, εἴτε ἁπλὸς ἄνθρωπος τοῦ λαοῦ μ’ ὅλες τὶς προλήψεις του, εἴτε ἀκόμη καὶ κάποιος ποὺ εἶχε διαπράξει ἐγκλήματα, εἶχε στὶς περισσότερες τῶν περιπτώσεων ἕνα μεγάλο δῶρο: εἶχε ἔλεγχο συνειδήσεως.
Καὶ αὐτὸς ὁ ἔλεγχος ἦταν ποὺ τὸν ὠθοῦσε νὰ γίνεται καλύτερος-ἢ τουλάχιστον νὰ μὴ γίνεται χειρότερος. Νὰ φτάνει σὲ ὕψη πνευματικὰ ἢ νὰ μετανοεῖ καὶ νὰ ἀγωνίζεται ἢ ἔστω νὰ μὴ γίνεται ἕνα ὂν ἀπολύτως ἀποκτηνωμένο. Καὶ προσωπικὰ εἶμαι βέβαιος ὅτι, ὅσα ἐγκλήματα κι ἂν διεπράχθησαν σ’ αὐτὸ τὸ τόσο παρεξηγημένο «Βυζάντιο», ἡ κοινωνία του ἀπεῖχε ἔτη φωτὸς ἀπὸ τὴ σημερινὴ ἀπόλυτη ἀποκτήνωση, ἀπὸ τὸν ἀπολύτως ζοφερὸ μεσαίωνα τοῦ 20οῦ καὶ 21ου αἰώνα.
Ἀπὸ μία κοινωνία ποὺ ὑποτίθεται πὼς ἔγινε ἀνθρωποκεντρικὴ καὶ ἐν ὀνόματι τῆς ἀνθρώπινης ἀξίας, διέπραξε τοὺς πιὸ φριχτοὺς πολέμους καὶ τὶς πιὸ ἀποτρόπαιες γενοκτονίες. Ἀπὸ μία κοινωνία ποὺ ὑποτίθεται πὼς ἀποθέωσε τὴν πρόοδο καὶ τὴ λογικὴ καὶ πρὶν ἀλέκτωρ λαλήσει, παραδόθηκε ἑκουσίως στὶς σέχτες, τοὺς ἀστρολόγους καὶ τοὺς ἀποκρυφιστές. Ἀπὸ μία κοινωνία ὑλιστικῶν ὀνειρώξεων, ποὺ καθαίρεσε τὸν Θεὸ ὡς σκοταδιστικὴ πλάνη καὶ στὴ θέση του κατασκεύασε ἀναρίθμητα χρυσὰ μοσχάρια, ποὺ τὰ προσκυνάει εὐλαβικὰ λέγοντας: «Αὐτοὶ εἶναι οἱ θεοί σου ποὺ σὲ ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο»!
Στὸ παρεξηγημένο Βυζάντιο δὲν ὑπάρχει φυσικὰ τίποτε ἀπὸ αὐτά. Ἐκεῖ, ὅπως προαναφέρθηκε, ὑπάρχει μία κοινωνία μὲ τὶς πολλὲς βεβαίως ἀδυναμίες της, ποὺ ὅμως ἀγωνίζεται, ἔχει ἐπίγνωση τῆς ἀνεπάρκειας καὶ τῆς ἁμαρτωλότητάς της. Μὲ λίγα λόγια, ἔχει ταπείνωση. Κι αὐτὴ ἡ ταπείνωση εἶναι ἐξαιρετικὰ ὁρατὴ κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες, ὅποτε ἡ σταδιακὴ κατάρρευση τοῦ κράτους διογκώνει τὴν αἴσθηση ὅτι τὸ τέλος ἔρχεται-καὶ ἔρχεται ἐξαιτίας τοῦ πλήθους τῶν ἁμαρτιῶν. Μέχρι καὶ τὸ βλέμμα τοῦ Χριστοῦ ἀλλάζει στὶς τοιχογραφίες τῆς Ὕστερης Παλαιολόγειας Περιόδου, γίνεται θλιμμένο καὶ αὐστηρό. Πολὺ πρὶν ἔρθει τὸ τέλος, τὸ Γένος ἔχει πιὰ οὐσιαστικὰ συμφιλιωθεῖ μαζί του.
Ξέρει πὼς κάποια στιγμὴ θὰ ἔρθει, ὡς θεία ὀργὴ καὶ ὡς θεία δοκιμασία. Ἡ ἴδια ὅμως αἴσθηση ἔχει ταυτόχρονα μέσα της ἐγγενῶς συνυφασμένη καὶ τὴν ἐλπίδα. Μετὰ τὸν Σταυρὸ ὑπάρχει πάντα ἡ Ἀνάσταση. Ὅταν περάσει ἡ δοκιμασία, θὰ βγεῖ πάλι ὁ ἥλιος. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ Γένος μετὰ τὸ 1453 δὲν πρόκειται ν’ ἀπελπιστεῖ ποτέ. Πρὶν καλὰ-καλὰ πέσει ἡ Βασιλεύουσα, αὐτὸ ἤδη πλέον πιστεύει στὴν Ἀνάσταση. Καὶ εἶναι ἤδη πλέον ἕτοιμο νὰ πράξει τὸ ἀπολύτως συγκλονιστικό: νὰ ἀναχθεῖ πέρα ἀκόμη κι ἀπὸ τὴ σφαίρα τῆς δέησης, πέρα ἀκόμη κι ἀπὸ τὸ «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς». Εἶναι ἕτοιμο νὰ παρηγορήσει τὸ ἴδιο τὴν Παναγιά, νὰ τῆς ζητήσει νὰ μὴν κλαίει, γιατί «πάλι μὲ χρόνους, μὲ καιρούς, πάλι δικά μας θἆναι».
Ἔχει ἄραγε κάτι νὰ μᾶς διδάξει τὸ μεγαλεῖο αὐτοῦ του λαοῦ, ποὺ σὲ λίγο ἡ περιουσία, ἡ τιμὴ καὶ ἡ ἴδια ἡ ζωή του, δὲν θὰ ἀνῆκε πιὰ στὸν ἴδιο, ἀλλὰ στὶς παρανοϊκὲς διαθέσεις ἑνὸς ἀλλόθρησκου καὶ βάρβαρου κατακτητῆ; Ἔχει ἄραγε νὰ διδάξει κάτι, σὲ μᾶς τοὺς σημερινοὺς ἐπιγόνους του, ποὺ φτάσαμε στὸ νὰ κα- ταγράφουμε ρεκὸρ στὶς αὐτοκτονίες, λόγῳ τῆς οἰκονομικῆς κρίσης, καὶ νὰ παραδινόμαστε ἀμαχητὶ στὸν πανικὸ καὶ τὴν κατάθλιψη; Ἂς ξαναγυρίσουμε ὅμως καὶ πάλι σ’ ἐκείνη τὴν ἀποφράδα Τρίτη. Τὰ χαράματα τῆς 29ης Μαΐου, γύρω στὶς δύο τὸ πρωί, ἐκδηλώθηκε ἡ γενικὴ τουρκικὴ ἐπίθεση, ἀπὸ τρεις πλευρὲς συγχρόνως. Οἱ ὑπερασπιστὲς τῆς Πόλης πολέμησαν γιὰ μία ἀκόμη φορὰ ἡρωικά, δὲν μπόρεσαν ὅμως νὰ ἀντέξουν ἄλλο. Κι ἔτσι γράφτηκε ὁ τραγικός, ἀλλὰ καὶ μεγαλειώδης ἐπίλογος: ἐπὶ δύο ὁλόκληρους μῆνες, ἐλάχιστοι ἄνθρωποι ἀμύνθηκαν ἡρωικὰ ἀπέναντι στὶς λυσσαλέες ἐπιθέσεις ἑκατοντάδων χιλιάδων ἐχθρῶν. Καὶ τελικὰ ἔπεσαν ὅλοι τους, μέχρις ἑνός. Ἔπεσαν, γνωρίζοντας κατὰ βάθος ὅτι θὰ πέσουν.
Γι’ αὐτὸ τιμοῦμε τὴ σεπτή τους μνήμη καὶ τὴν ἀνάμνηση τῆς θυσίας τους. «Τιμὴ σ’ ἐκείνους ποὺ στὴν ζωή τους ὅρισαν καὶ φυλάγουν Θερμοπύλες» ἔγραψε κάποτε ὁ μέγας Καβάφης. «Καὶ περισσότερη τιμὴ τοὺς πρέπει, ὅταν προβλέπουν πὼς οἱ Μῆδοι ἐπὶ τέλους θὰ διαβοῦνε». Καὶ φυσικὰ οἱ Μῆδοι πράγματι διαβήκανε. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Κωνσταντίνου, οἱ Τοῦρκοι ὅρμησαν μέσα στὴν πόλη, ἀρχίζοντας σφαγὲς καὶ λεηλασίες, ποὺ κράτησαν 3 μερόνυχτα. Ὁ ἄμαχος πληθυσμὸς κατασφάχτηκε, οἱ ἐκκλησίες λαφυραγωγήθηκαν καὶ βεβηλώθηκαν, οἱ ἰδιωτικὲς περιουσίες ἔγιναν ἀντικείμενο ἁρπαγῆς.
Ἔτσι, ἡ Βασιλίδα τῶν Πόλεων, τὸ κλέος καὶ τὸ καύχημα τῶν Ρωμαίων, λεηλατήθηκε μανιασμένα καὶ ἐρημώθηκε ὁλοσχερῶς. Καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Αὐτοκρατορία τους, ἡ Ρωμανία, ἔπεσε καὶ ἔπαψε πιὰ νὰ ὑπάρχει. Στὴ θέση της ἱδρύθηκε ἡ Ὀθωμανική, ποὺ λίγο ἀργότερα ὑπέταξε καὶ τὶς ὑπόλοιπες περιοχὲς ποὺ εἶχαν μείνει ἐλεύθερες, τὴν Πελοπόννησο καὶ τὸ 1461 τὸ ἔσχατο ἑλληνικὸ προπύργιο, τὴν Αὐτοκρατορία τῆς Τραπεζούντας. Ἡ πτώση τοῦ ἑλληνισμοῦ στὴ χειρότερη σκλαβιὰ τῆς Ἱστορίας του ἦταν πλέον ὁλοκληρωτική. Καὶ βέβαια ἀποτελεῖ ἐξίσου θλιβερὴ διαπίστωση ὅτι αὐτὴ ἡ σκλαβιὰ κόβει τὰ φτερὰ τοῦ ἑλληνισμοῦ πάνω στὴ νέα του μεγάλη ἄνθηση. Γιατί εἶναι ἐντυπωσιακὸ τὸ ὅτι ὅσο ἡ Ρωμανία πολιτικὰ καταρρέει μετὰ τὸν 12ο αἰ., αὐτὴ ἡ κατάρρευση δὲν ἐπεκτείνεται καὶ στὸν πνευματικὸ τομέα, ὅπου ἀντίθετα σημειώνεται μεγάλη ἀκμὴ καθ’ ὅλη τὴ λεγόμενη Παλαιολόγεια περίοδο. Γιατί μιλᾶμε γιὰ ἕναν ἑλληνισμό, ποὺ παρέμενε πάντα ζωντανὸς καὶ μποροῦσε πνευματικὰ νὰ μεγαλουργεῖ, παρὰ τὰ πολιτικὰ καὶ οἰκονομικὰ προβλήματα τοῦ κράτους. Ἄλλη μία ἀπόδειξη λοιπὸν τοῦ πόσο καταστροφικὴ ὑπῆρξε ἡ τουρκικὴ κατάκτηση, ποὺ ἀνέκοψε βίαια ὅλη αὐτὴν τὴν ἀναγεννητική του πορεία καὶ τὸν ἔριξε γιὰ πολλοὺς αἰῶνες στὸ πιὸ βάρβαρο καὶ βαθὺ σκοτάδι.
Ρωμανία καὶ Ἑλληνικότητα
Μετὰ ἀπ’ ὅλες αὐτὲς πάντως τὶς ἱστορικὲς ἀναφορές, ἄς μου ἐπιτραπεῖ νὰ καταθέσω καὶ κάποιες ἀκόμη σκέψεις μου. Καὶ τοῦτο κυρίως, ἐπειδὴ πολλὲς ἀνέφερα τὴ λέξη «ἑλληνισμὸς» καὶ μίλησα καὶ γιὰ τὸ Βυζάντιο ὡς ἑλληνικὴ αὐτοκρατορία. Γιὰ νὰ μὴν ὑπάρξουν ὡστόσο παρανοήσεις, ἂς διευκρινίσουμε πλέον καὶ τί ἀκριβῶς ἐννοοῦμε ὅταν λέμε «ἑλληνική». Γιατί πρόκειται ἀσφαλῶς γιὰ μία ἑλληνικότητα, ποὺ γιὰ νὰ τὴν κατανοήσουμε, θὰ πρέπει νὰ ὑπερβοῦμε τὰ σύγχρονα ὀμφαλοσκοπικὰ ἐθνοφυλετικὰ σχήματα καὶ νὰ ἐπαναπροσεγγίσουμε τὸν ἑλληνισμὸ μέσα ἀπὸ τὴν ἔννοια τῆς οἰκουμενικότητας. Τὸ Βυζάντιο ἦταν ἑλληνικὸ κράτος ὑπὸ μία ἔννοια ἀκόμη καὶ ἐξαρχῆς, γιατὶ ἁπλωνόταν σ’ ἕναν χῶρο ποὺ ἦταν ἐν πολλοῖς ἑνοποιημένος ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν διαδόχων τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, χάρη στοὺς συνεκτικοὺς κρίκους τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ. Καὶ αὐτὴ ἡ ἐνοποίηση βέβαια δὲν ὀφειλόταν σὲ κάποιο ἄνωθεν σχέδιο (ὅπως συμβαίνει λ.χ. σήμερα μὲ τὴν Παγκοσμιοποίηση καὶ τὴ νεοταξίτικη ἀπόπειρα διάλυσης τῶν ἐθνικῶν, θρησκευτικῶν καὶ ἄλλων ἰδιαιτεροτήτων τῶν λαῶν τῆς Γῆς), ἀλλὰ ἀποτελοῦσε μία πηγαία ἐξέλιξη, ἐξαιτίας τῆς πολιτισμικῆς ὑπεροχῆς τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου.
Κάτι ἀνάλογο ὅμως συνέβη καὶ ἀργότερα, καθὼς ἡ Ρωμανία δὲν εἶχε ποτέ της σχέδιο ἀφομοίωσης τῶν ξένων πληθυσμῶν ποὺ ζοῦσαν στὰ ἐδάφη της. Βλέπουμε ὡστόσο καὶ τότε μία ἐμφανῆ διαδικασία ὁμογενοποίησης, εἰδικὰ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ ἀραβικὴ κατάκτηση ἀποκόπτει ὁριστικὰ τὰ ἐδάφη τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Μ. Ἀνατολῆς, ὅπου ζοῦσαν πληθυσμοὶ ἀποξενωμένοι ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα, ὄχι μόνο πολιτικά, ἀλλὰ καὶ θρησκευτικά, καθὼς εἶχαν ἀσπαστεῖ κυρίως τὸν Μονοφυσιτισμό. Λίγο πρὶν εἶχε μάλιστα λάβει χώρα κι ἄλλη μία σημαντικὴ ἐξέλιξη: ἡ ἀπώλεια ὁλόκληρου σχεδὸν τοῦ δυτικοῦ τμήμα τος τοῦ κράτους, καθὼς μία πανσπερμία γερμανικῶν φύλων (Φράγκοι, Γότθοι, Σάξονες, Ἄγγλοι, κ.λπ.) τὸ κατέκλυσε σταδιακά, ἱδρύοντας νέα κράτη στὰ ἐδάφη του. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δὲν ἀνάγκασε μόνο τὴν Αὐτοκρατορία νὰ ἀρκεστεῖ στὸ ἀνατολικὸ τμῆμα, ὁδηγῶντας στὴ γέννηση τοῦ νέου ἑλληνοχριστιανικοῦ imperium. Ταυτόχρονα, ἐπέτεινε τὴν ἀποξένωση μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσης, δύο κόσμων ποὺ λόγῳ πολιτισμικῆς διαφορᾶς βρισκόταν ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα σὲ ἀπόκλιση καὶ τοὺς ὁποίους ἡ ἐξάπλωση τοῦ Χριστιανισμοῦ ὄχι μόνο δὲν μπόρεσε νὰ ἑνοποιήσει, ἀλλὰ ἔκανε τὴ μεταξύ τους ἀπόσταση ἀκόμη πιὸ ἀγεφύρωτη, γιατί ἁπλούστατα ἡ (ἀρχικῶς λατινικὰ ἁπλοϊκὴ καὶ ἀκολούθως γερμανικὰ ἐκβαβαρισμένη) Δύση σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ βαθειὰ μυστικὴ ἐμπειρία τῆς Ἀνατολῆς ποτὲ δὲν μπόρεσε νὰ φτάσει μακρύτερα ἀπὸ μία κοντόφθαλμη, ὀρθολογιστικὴ καὶ μέσῳ ἁπλοϊκῶν δικανικῶν προσεγγίσεων ἀπόπειρα κατανόησης τοῦ θείου.
Ἡ θεμελιώδης αὐτὴ διαφοροποίηση, ποὺ τυγχάνει καὶ ἡ κύρια γενεσιουργὸς αἰτία ὅλων τῶν μετέπειτα δυτικῶν δογματικῶν παρεκκλίσεων, διευρύνεται μετὰ τὸν 6ο αἰ. καὶ σταδιακὰ μετατρέπεται σὲ χάσμα. Στὸ τέλος αὐτοῦ τοῦ δρόμου ἔρχεται τὸ Σχίσμα τῶν Ἐκκλησιῶν (τὸ 1054) νὰ ἐπιστεγάσει τυπικὰ ἁπλῶς μία μακραίωνη διαφοροποιητικὴ πορεία, ἡ ὁποία ὅμως τὸν 11ο αἰ. ἦταν πλέον μὴ ἀναστρέψιμη. Αὐτὴ εἶναι καὶ μία σύντομη ἔστω ἀπάντηση στοὺς συγκρητιστές, ποὺ ὑπὸ τὸ κράτος τῆς ψευδὸἀγαπολογίας ἰσχυρίζονται ὅτι λίγες διαφορὲς ἔχουμε ἀπὸ τοὺς παπικοὺς καὶ ὅτι τὸ Σχίσμα ὀφειλόταν σὲ πολιτικὰ κυρίως αἴτια καὶ ἄρα εἶναι εὔκολα ἐπανορθώσιμο. Τὰ παραπάνω δείχνουν τὸ γιατί μέσα στὴν αὐτοκρατορία τῆς Ρωμανίας δημιουργοῦνται σταδιακὰ προϋποθέσεις ἰδιαίτερης ἐσωτερικῆς συνοχῆς. Ἡ ἀπώλεια ὅλων τῶν δυτικῶν καὶ τῶν νοτιοανατολικῶν ἐδαφῶν της καὶ ἡ συρρίκνωση τῆς Αὐτοκρατορίας στὴ Μικρασία καὶ τὰ Βαλκάνια, περιοχές, ποὺ κατοικοῦνταν ἀπὸ πληθυσμοὺς ἑλληνικοὺς ἢ πλήρως ἐξελληνισμένους, δημιουργοῦν μετὰ τὸν 7ο αἰ. ἕνα κράτος μικρότερο ἐδαφικά, ἀλλὰ πιὸ συμπαγὲς ἐθνολογικά, γλωσσικὰ καὶ θρησκευτικά. Ἕνα κράτος μέσα στὸ ὁποῖο δὲν ὑπάρχει πλέον ἄλλη πραγματικότητα, πλὴν τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς ὀρθόδοξης πίστης.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἀκόμη καὶ ἡ Εἰκονομαχία ποὺ διήρκεσε ὅλον τὸν 8ο αἰ., παρὰ τὴν ἔντασή της, δὲν εἶχε ἰδιαίτερα λαϊκὰ ἐρείσματα. Οὕτως ἢ ἄλλως ὅμως, γιὰ τὸ κράτος αὐτὸ ἡ Εἰκονομαχία ἦταν ἡ τελευταία μεγάλη αἵρεση ποὺ τὸ ταλαιπώρησε. Τὸ τέλος τῆς σηματοδοτεῖ τὴν ἔναρξη πλέον μιᾶς γαλήνιας περιόδου ἀδιατάρακτης θρησκευτικῆς ἑνότητας καὶ ταυτόχρονα μιᾶς μεγάλης πνευματικῆς ἀκμῆς. Παράλληλα ὅμως, σηματοδοτεῖ καὶ τὴν ἔναρξη τῆς τελικῆς φάσης στὴ μακραίωνη ἐκείνη διεργασία ποὺ ἀναγέννησε πλήρως τὸν ἀρχαῖο Ἑλληνισμὸ μέσα στὴν οἰκουμενικὴ διάσταση τῆς Ρωμηοσύνης.
Ἱστορικὴ διαχρονία καὶ ρωμέηκη αὐτοσυνειδησία
Καὶ ἡ Ρωμηοσύνη εἶναι βεβαίως ἑλληνική, ἀλλὰ ὄχι μὲ βάση τὰ σημερινὰ ἐθνοφυλετικὰ κριτήρια. Θὰ πρέπει νὰ καταλάβουμε ἄλλωστε ὅτι τὸν καιρὸ ποὺ διαμορφώνεται, τέτοιες διακρίσεις δὲν εἶχαν νόημα καὶ γι’ αὐτὸ ἀποτελεῖ τεράστιο σφάλμα ἡ μεταφορὰ σύγχρονων στερεοτύπων σὲ μία κοινωνία, ποὺ πολὺ ἁπλᾶ βίωνε τὴν Ἱστορία ὡς μία ἑνιαία χριστιανικὴ πραγματικότητα, ἄρα μία πραγματικότητα ὄχι πολυεθνική, ἀλλὰ ὑπερεθνική, μέσα στὴν ὁποία «πάντες ἕν ἐσμὲν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Ἦταν λοιπὸν ἡ Ρωμανία κράτος ἑλληνικό, ἀλλὰ ὄχι μὲ τὴν ἐθνοφυλετικὴ σημασία τοῦ ὅρου. Ἦταν τὸ πολιτικὸ πλαίσιο, μέσα στὸ ὁποῖο ἔζησε ὁ διευρυμένος ἑλληνισμὸς τῆς ὀρθόδοξης οἰκουμενικῆς Ρωμηοσύνης. Τῆς ἴδιας Ρωμηοσύνης, ποὺ ἐπέζησε γιὰ αἰῶνες καὶ μετὰ τὴν πτώση τοῦ κράτους, ποὺ συνέχισε νὰ μεγαλουργεῖ στὴ Μικρασία, τὰ Βαλκάνια καὶ τὴ Ρωσία, ποὺ κατέρρευσε στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰ. μέσα στὸ αἷμα καὶ τοὺς καπνοὺς τῆς Ρωμυλίας, τῆς Ἰωνίας καὶ τοῦ Πόντου, καὶ ποὺ φυσικὰ καμμία σχέση δὲν ἔχει μὲ τὴ σημερινὴ θλιβερή, κοντόφθαλμη μοναξιὰ τῆς ἄθλιας, παρακμιακῆς καὶ τραγικὰ συρρικνωμένης νεοελλαδικῆς μας πραγματικότητας. Ὅλα αὐτὰ βεβαίως δὲν σημαίνουν ὅτι στὴ διευρυμένη αὐτὴ πραγματικότητα ἔσβησε ὁ ἑλληνισμὸς καὶ χάθηκε φυλετικά, κληροδοτῶντας μόνο τὴ γλωσσικὴ καὶ πολιτιστική του κληρονομιὰ στὶς ἑπόμενες γενιές.
Αὐτὰ τὰ λένε οἱ ἑλληνοφοβικοὶ ἀποδομητὲς τῆς Ἱστορίας, αὐτὸς ὁ ἑσμὸς ποὺ ἐδῶ καὶ χρόνια βρίσκεται στὰ πράγματα, κυριαρχεῖ στὰ πανεπιστήμια καὶ στὰ ΜΜΕ, ἐλέγχει τὸ ἴδιο τὸ Ὑπουργεῖο (ἀντεθνικῆς πλέον) Παιδείας, γράφει σχολικὰ βιβλία, ἀναπαράγεται καὶ παράγει ὁλοένα καὶ περισσότερους ἰδεολογικοὺς γενίτσαρους. Σὲ πεῖσμα ὅμως ὅλων αὐτῶν τῶν γραικύλων, ἡ μόνη ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ ἑλληνισμὸς ἔχει μία ἀδιατάρακτη ἱστορικὴ συνέχεια χιλιάδων χρόνων, ποὺ δὲν εἶναι μόνο πολιτιστική, ἀλλὰ εἶναι ἀσφαλῶς καὶ ἐθνοφυλετική. Σὲ καμμία περίπτωση δὲν παρατηρεῖται κάποια τομὴ στὴ συνέχεια αὐτή. Καὶ ὅσοι ἰσχυρίζονται κάτι τέτοιο, ἀναπαράγουν ἁπλῶς ὑποβολιμαῖα ἀποκυήματα ψευδοϊστορικὴς φαντασίας, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀντέξουν στὴν παραμικρὴ ἐπιστημονικὴ κριτική. Ἐπὶ τῆς οὐσίας λοιπὸν δὲν σημαίνει τίποτε τὸ ὅτι οἱ μεσαιωνικοὶ πληθυσμοὶ τῆς Ἑλλάδας καὶ τῆς Μικρασίας δὲν ἔχουν ἐθνικὴ συνείδηση ποὺ νὰ προτάσσει ὡς κριτήριο τὸ ὅμαιμον, τὴν κοινὴ φυλετικὴ καταγωγή, ἀλλὰ ἡ αὐτοσυνειδησία τους βασίζεται κυρίως στὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ εἶναι ἡ συλλογικὴ συνείδηση αὐτῶν ποὺ νιώθουν τοὺς ἑαυτούς τους ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ συνάμα ὡς πολῖτες τῆς μόνης αὐτοκρατορίας πάνω στὴ Γῆ. Ὅπως κι ἂν αὐτοπροσδιορίζεται, ἐπὶ τῆς οὐσίας ὡστόσο εἶναι πάντα ὁ ἴδιος λαός. Ὁ ἴδιος λαὸς στὴν ἐξέλιξή του, ἡ ἴδια γλῶσσα στὴν ἐξέλιξή της, ὁ ἴδιος πολιτισμὸς στὴν ἀδιατάρακτή του συνέχεια.
Ἡ Ρωμανία εἶναι γιὰ μᾶς σήμερα ὁ κεντρικὸς κρίκος αὐτῆς τῆς συνέχειας, γιατί εἶναι ὁ τόπος καὶ ὁ χρόνος ποὺ ὁ ἑλληνισμὸς συναντᾶ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ μετασχηματίζεται σὲ καινὴ κτίση, μεταβάλλεται ἀπὸ σύναξη πολιτῶν σὲ μυστικὴ σύναξη γύρω ἀπὸ τὸ Ἅγιο Ποτήριο. Αὐτὸς ὁ μετασχηματισμὸς εἶναι ἡ τελείωση τοῦ ἑλληνισμοῦ, ἡ ὁλοκλήρωση καὶ ἡ τελειοποίησή του. Καὶ αὐτὸς ἀσφαλῶς εἶναι τελικὰ καὶ ὁ λόγος ποὺ τὸ Βυζάντιο, ἡ Ρωμανία, εἶναι μὲν ἑλληνικὴ Ἱστορία, ταυτόχρονα ὡστόσο εἶναι καὶ μία περίοδος διεύρυνσης ἢ καὶ ὑπέρβασης τῆς ἑλληνικῆς Ἱστορίας. Εἶναι μία γέφυρα ἀπὸ τὴν ὁποία πέρασε ὁ ἀρχαῖος Ἑλληνισμὸς προχωρῶντας πρὸς τὸ μέλλον, ἱστορικὰ καὶ ἐσχατολογικά, μία κολυμβήθρα μέσα στὴν ὁποία βαπτίστηκε καὶ ἀναγεννήθηκε. Τὸ γράφει πολὺ εὔστοχα στὴν «Πονεμένη Ρωμηοσύνη» του ὁ μεγάλος Φώτης Κόντογλου: «Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ζούσανε στὸ Βυζάντιο, μ’ ὅλο ποὺ πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς βαστούσανε ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ αἷμα κι εἴχανε τὴν ἑλληνικὴ παιδεία, ἤτανε ὅμως ὁλότελα ἄλλοι, «ἄνθρωποι καινοί», «λαλοῦντες γλώσσαις καιναῖς». Καὶ συνεχίζει πιὸ κάτω: «Ἐνῷ ἡ ἀρχαία τέχνη ἤτανε βασισμένη ἀπάνω στὸ μέτρο καὶ στὶς ἀναλογίες, ἡ τέχνη τῶν Βυζαντινῶν ζητοῦσε νὰ βρεῖ ἔκφραση γιὰ πράγματα ποὺ δὲν χωροῦνε στὸ ἀνθρώπινο μέτρο. Λοιπὸν τὸ Βυζάντιο εἶναι ὁ καιρὸς καὶ ὁ τόπος ποὺ ζούσανε οἱ ἄνθρωποι μὲ τὸν πόθο τῆς αἰωνιότητας.
Γι’ αὐτὸ ἔχει αὐτὴ τὴ μυστηριώδη ἰδιορρυθμία, ποὺ δὲν τὴ θέλουνε οἱ ἄνθρωποι ποὺ οἱ πόθοι τους δὲν βγαίνουνε ἔξω ἀπὸ τὸν ὀρθὸ λόγο καὶ ποὺ εἶναι κολλημένοι στὴν κοινοτοπία τῶν ὑλικῶν συγκινήσεων».
Ὀρθόδοξη πίστη: ἡ πεμπτουσία τοῦ «Βυζαντίου»
Καὶ ἐπειδὴ ἡ βυζαντινὴ κοινωνία ζοῦσε πράγματι μὲ τὸν πόθο τῆς αἰωνιότητας, ἦταν διαποτισμένη ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία σὲ ὅλες της τὶς ἐκφάνσεις. Ἡ καθημερινότητα τοῦ ἀνθρώπου, οἱ σχέσεις ποὺ συνάπτει μὲ τοὺς γύρω του, ἀλλὰ καὶ ὅλες του οἱ ἀστικὲς ἢ ἀγροτικές, ἐπαγγελματικὲς δραστηριότητες, διαπνέονται ἀπὸ τὴν πίστη στὸν Θεὸ καὶ ἡ διεκπεραίωσή τους εἶναι συνυφασμένη μὲ τὴν ἐπίκληση τῆς θείας βοήθειας. Δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ γράφονται τόσες ἐκκλησιαστικὲς εὐχὲς γιὰ κάθε δραστηριότητα, ἀκόμη καὶ γιὰ τὶς φαινομενικὰ πιὸ ἀσήμαντες. Αὐτὸ ὀφείλεται σὲ αἴτημα τῶν ἴδιων τῶν πιστῶν, ποὺ ζητοῦν τὴ θεία χάρη γιὰ ὅλες τὶς πράξεις τους. Δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ τώρα καθιερώνεται ἡ τιμὴ πρὸς τοὺς ἁγίους, τόσο ὡς ἀτομικοὺς προστάτες, ὅσο καὶ ὡς πολιούχους πόλεων ἢ προστάτες συντεχνιῶν καὶ ἐπαγγελμάτων. Ὀφείλεται καὶ αὐτὸ στὴ βαθειὰ πίστη τοῦ λαοῦ, ποὺ νιώθει τὴν ἀνάγκη νὰ περιχαρακώσει μὲ τὴν ἄνωθεν προστασία κάθε κοινωνικὴ ἢ βιοποριστική του δράση. Δὲν εἶναι ἐπίσης τυχαῖο ὅτι τὰ θέματα τῆς πίστης, ἀκόμη καὶ τὰ βαθύτερα δογματικά, ἀπασχολοῦσαν ἔντονα ἀκόμη καὶ τοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ καὶ γίνονταν καθημερινὰ ἀντικείμενο συζητήσεων, πρᾶγμα βέβαια ποὺ πολλὲς φορὲς ὁδηγοῦσε καὶ σὲ ἔξαψη τῶν παθῶν ἢ ἀκόμη καὶ σὲ ὀπαδικοὺ τύπου ἀντιπαραθέσεις, ποὺ κι αὐτὲς ὅμως, παρὰ τὶς ὑπερβολές τους, πάλι δείχνουν πόσο ζωντανὸ καὶ βιωματικὰ ἀληθινὸ ἦταν τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν πίστη. Δὲν εἶναι ἀκόμη τυχαῖο ποὺ ἀκόμα καὶ μέσα στὸ Παλάτι, σὲ ἕνα χῶρο δηλαδὴ ἐκ τῶν πραγμάτων διεφθαρμένο, ὅπως ὅλα τὰ κέντρα πολιτικῆς ἐξουσίας σὲ ὅλες τὶς ἐποχές, πάμπολλες φορὲς συναντοῦμε ἐντυπωσιακὰ φαινόμενα βαθειᾶς πνευματικότητας μὲ Αὐγοῦστες, ἀλλὰ καὶ αὐτοκράτορες ποὺ ζοῦσαν ἀσκητικὰ καὶ κατόρθωσαν νὰ φτάσουν σὲ μεγάλα πνευματικὰ ὕψη.
Καὶ φυσικὰ δὲν εἶναι, τέλος, τυχαῖο ποὺ πολὺ περισσότερο σὲ καιρὸ κρίσης, κινδύνων, ἀσθενειῶν, προστρέχουν οἱ πιστοὶ στὸν Θεὸ ἢ τὴν Παναγία καὶ τοὺς Ἁγίους γιὰ μεσιτεία. Καὶ ἀκόμη καὶ γιὰ τὶς πολεμικὲς συγκρούσεις προσεύχεται ἡ Ἐκκλησία καὶ αἰτεῖται «νίκας τοῖς βασιλεῦσι κατὰ βαρβάρων», ὄχι ἐπειδὴ βεβαίως καθαγιάζεται ὁ πόλεμος, ποὺ πάντα κατονομάζεται ὡς διαστροφικὸ καὶ μεταπτωτικὸ φαινόμενο, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔστω κατ’ οἰκονομίαν αἰτιολογεῖται ὁ ἀμυντικὸς πόλεμος καὶ ἀναγνωρίζεται ἡ ἀναγκαιότητα νὰ διατηρηθεῖ ἀλώβητο τὸ «πολίτευμα τοῦ Κυρίου», δηλαδὴ ἡ χριστιανικὴ αὐτοκρατορία, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ ἀπαραίτητο προστατευτικὸ κέλυφος γιὰ τὴν ἀσφάλεια τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀπρόσκοπτη ἐπιτέλεση τοῦ ἔργου τῆς σωτηρίας. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι μόνιμη ἡ προσευχὴ πρὸς τὸν Θεὸ νὰ εἰρηνεύσει«ἐν πολέμοις τὸ πολίτευμα», γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Παναγία κατονομάζεται ὡς ὑπέρμαχος στρατηγός, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Κωνσταντινούπολη ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρη ἡ Αὐτοκρατορία ἀφιερώνονται σ’ Ἐκείνην, τὴν ἔχουν «πρεσβείαν θερμὴν καὶ τεῖχος ἀπροσμάχητον».
Ἡ βυζαντινὴ κοινωνία λοιπὸν εἶχε αὐτὴ τὴ βαθειὰ πίστη καὶ στήριζε πάντα τὶς ἐλπίδες της στὸν Θεό. Αὐτὸ ἦταν, νομίζω, τελικὰ τὸ κεντρικό της χαρακτηριστικό, ποὺ τὴν κρατοῦσε ζωντανὴ μέσα στὶς δοκιμασίες. Τὸ ἀνέφερα καὶ πρίν, ἀλλὰ θὰ τὸ ἐπαναλάβω: εἶναι μία κοινωνία θεοφοβούμενη, ποὺ πάντα ἔχει ταπείνωση, σ’ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς καὶ τῆς τέχνης, ἀκόμη κι ὅταν τὸ κράτος βρίσκεται πολιτικὰ στὴ μεγάλη του ἀκμή. Ἡ Ρωμηοσύνη δὲν εἶναι ἀλαζονικὸς πολιτισμός. Εἶναι πολιτισμὸς μέγας, «ἄνω θρώσκων», ἀλλὰ βαθειὰ πνευματικὸς καὶ συνεπῶς ταπεινόφρων. Ἂς δοῦμε τὶς βυζαντινὲς ἐκκλησιὲς σὲ σύγκριση μὲ τὴν ἔπαρση τῶν γοτθικῶν καθεδρικῶν, ἂς δοῦμε τὴ μέτρια χρήση τῆς ὑλικῆς τεχνολογίας, παρὰ τὶς ὑπάρχουσες δυνατότητες, σὲ σύγκριση μὲ τὴν ὑστερικὴ ἀποθέωση τῆς ἐπιστήμης μετὰ τὸν 16ο αἰ. στὴ Δύση.
Ἂς δοῦμε καὶ τοὺς καλόγερους στὰ μοναστήρια νὰ ἀντιγράφουν τὰ ἀρχαῖα κείμενα γιὰ νὰ τὰ σώσουν ἀπὸ τὴ λήθη. Κι ὄχι φυσικὰ ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ ἐπιχειρήσουν νὰ γράψουν δικά τους. Ἡ μανία ὅμως γιὰ πρωτοτυπία εἶναι ἔπαρση κι ἐγωκεντρισμός. Ὁ δικός μας πολιτισμὸς ἀντίθετα ἀναπαράγει τὰ ἤδη κεκτημένα του, γιατί ἁπλούστατα ἔχει ταπείνωση καὶ πιστεύει πὼς τὰ σπουδαῖα ἔχουν πλέον ἤδη εἰπωθεῖ ἀπὸ τοὺς προγενέστερους. Καὶ ἐπειδὴ φυσικὰ ποτὲ στὴν πραγματικότητα δὲν πρόκειται γιὰ στείρα ἀναπαραγωγή, πάντα ὑπεισέρχονται νέα στοιχεῖα καὶ ἔτσι ὁ ρωμέικος πολιτισμὸς προχωρᾶ σὲ νέες πολιτισμικὲς συνθέσεις.
Καὶ αὐτὲς βέβαια πολὺ συχνὰ ἔχουν καὶ μεγάλη δόση πρωτοτυπίας, μὲ τὴ διαφορὰ ὅμως πὼς οἱ δημιουργοί τους δὲν τὶς αἰσθάνονται ὡς τέτοιες καὶ δὲν ὑπερηφανεύονται, νομίζοντας ὅτι κάνουν κάτι σημαντικό. Χαρακτηριστικὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ γράφει στὸ προοίμιο τοῦ ἔργου του ὁ χρονογράφος τοῦ 9ου αἰ. Θεοφάνης ὁ Ὀμολογητής: «Εἰ τις ἐν τούτῳ τῷ πονήματι ἡμῶν ὀνησιφόρον τι εὕροι, τὴν πρέπουσαν τῷ Θεῷ εὐχαριστίαν ἀποδώση καὶ ἡμῖν τοῖς ἀμαθέσι καὶ ἁμαρτωλοῖς διὰ τὸν Κύριον ὑπερεύξηται. Καὶ εἴ τι ἐλλεῖπον εὕροι, τῇ ἀμαθείᾳ ἡμῶν τοῦτο λογίσηται καὶ τῇ ἀργίᾳ τοῦ χαμερποῦς νοὸς ἡμῶν καὶ συγγνώσεται ἡμῖν διὰ τὸν Κύριον». (Δηλαδή, ἂν κανεὶς βρεῖ σ’ αὐτὸ τὸ ἔργο κάτι χρήσιμο, τὸν Θεὸ νὰ εὐχαριστήσει καὶ γιὰ μένα τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ ἀμαθῆ νὰ κάνει προσευχὴ στὸν Κύριο. Νὰ μὴν τὸ ἀποδώσει λοιπὸν σ’ ἐμένα. Σ’ ἐμένα ἀντίθετα νὰ ἀποδώσει ὁποιοδήποτε μειονέκτημα βρεῖ καὶ νὰ μὲ συγχωρέσει στ’ ὄνομα τοῦ Κυρίου). Βλέπουμε συνεπῶς πῶς συμπεριφέρεται ὁ πνευματικὸς δημιουργὸς τῆς ὀρθόδοξης Ρωμηοσύνης. Δημιουργεῖ τὸ ἔργο του γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι τὴ δική του καὶ στὸν Θεὸ ἀποδίδει τὴν ὅποια συγγρφικὴ ἢ μουσικὴ ἢ εἰκαστικὴ ἢ ἄλλη δημιουργική του ἔμπνευση. Αὐτὸ λοιπὸν εἶναι, νομίζω, στὸ βάθος ἡ Ρωμηοσύνη. Εἶναι ἕνας μεγαλειώδης πολιτισμός, ποὺ περιπατεῖ ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων, ὅμως τὸν κουβαλοῦν στὶς πλάτες τοὺς ταπεινόφρονες ἄνθρωποι.
Ἐπίλογος: τὸ αἷμα καὶ ἡ ἀντίσταση…
Ἐνῷ ὅμως ἡ Ρωμηοσύνη εἶναι ταπεινή, δὲν εἶναι ἀπὸ τὴν ἄλλη πολιτισμὸς παθητικότητας καὶ μοιρολατρίας, ἀλλὰ ἀντιστασιακὸς καὶ ἀνυπότακτος, ποὺ πολεμᾶ μανιασμένα ὅταν τίθενται σὲ κίνδυνο οἱ ὑπέρτατες ἀξίες του. «Ὅταν ἀπειλοῦν τὴν πατρίδα μου, τὴ θρησκεία μου, θὰ φωνάξω κι ἄς μου κάνουν ὅ, τι θέλουν» ἔλεγε ὁ Μακρυγιάννης. Ποιός δὲν θυμᾶται ἀλήθεια τὴν ἀντίσταση κλήρου καὶ λαοῦ στὸν εἰκονομαχικὸ διωγμὸ τοῦ 8ου αἰ, τὴν ἀνένδοτη ἀντίστασή του ἀργότερα στοὺς Φράγκους κατακτητὲς καὶ κυρίως βέβαια ὅσα συνέβησαν στὸ σκοτάδι τῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς, μὲ τὸ αἷμα τῶν νεομαρτύρων, τὸ Κρυφὸ Σχολειό, τὸ ἀδούλωτο πνεῦμα τῆς κλεφτουριᾶς, τὶς πάμπολλες ἐπαναστάσεις ποὺ ἔγιναν καὶ πνίγηκαν στὸ αἷμα ἀπὸ τὸν 16ο ὥς καὶ τὸν 18ο αἰ; Ἀντίσταση, αἷμα καὶ πόνος λοιπὸν εἶναι ποὺ γαλουχοῦν τὸν νεότερο Ἑλληνισμὸ τῆς Ρωμηοσύνης, μαζὶ βέβαια μὲ τὴν ὀρθόδοξη πίστη, ποὺ εἶναι πάντα ἡ βασικὴ σταθερά. Ἀντίσταση, ὑλικὴ καὶ πνευματική, μέσα ἀπὸ τὴν πλήρη ἄρνηση τῆς ὑποτέλειας καὶ τῆς ἐθελοδουλίας. Τὴν ἄρνηση τῆς πτώσης στὴν αἵρεση ἢ στὸν ἐξισλαμισμό, ποὺ ἦταν ἀκριβῶς τὸ ἴδιο, ἦταν γιὰ τὸν Ρωμηὸ ἀπώλεια τῆς ὀρθόδοξης ταυτότητας, δηλ. θάνατος πνευματικός. Νὰ λοιπὸν γιατί τὰ νεοταξίτικα ὄργανα παλεύουν νὰ μᾶς κάνουν νὰ τὰ ξεχάσουμε ὅλα αὐτά.
Γιατί ἡ ἀπώλεια τῆς ἱστορικῆς μνήμης παραγράφει μοιραῖα καὶ ὅλη αὐτὴ τὴν κυρίαρχη ἀντιστασιακὴ διάσταση τῆς ταυτότητάς μας. Καὶ ἔτσι καθιστᾶ τελικὰ φυσιολογικὴ τὴ διαιώνισή μας ὡς ὑπνωτισμένων σκλάβων, ὡς ἄχρωμης καὶ συνεπῶς ἀκίνδυνης μάζας μέσα στὸν προωθούμενο παγκοσμιοποιημένο νεοταξίτικο χυλό. Ποῦ βαδίζουμε ὅμως ἄραγε αὐτὴ τὴ στιγμή; «Τὸ 1453» γράφει ὁ Κόντογλου, «μόλο ποὺ κόπηκε τὸ μεγάλο ἐκεῖνο δέντρο τῆς Ρωμιοσύνης, ἡ φύτρα σώθηκε καὶ πέταξε νέους βλαστούς». Τί ἔχει ὅμως ἀπομείνει πλέον σήμερα ἀπὸ αὐτούς; Ζοῦμε σὲ καιροὺς βαθειᾶς κρίσης, πολιτικῆς καὶ κυρίως βέβαια πνευματικῆς. Ζοῦμε στοὺς κατοχικοὺς καιροὺς τῶν μνημονίων, τῶν πλεγματικῶν γραικύλων, τῆς κατάρρευσης κάθε ἀξίας. Ζοῦμε καὶ στοὺς καιροὺς τοῦ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ καὶ τῆς νεοεποχίτικης λαίλαπας, ὅπου ὅλα ἔχουν ἀμβλυνθεῖ στὸν βωμὸ τῶν ὑπόγειων σχεδίων τοῦ διεθνοῦς Σιωνισμοῦ, ὅπου ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι συμπροσεύχονται μὲ καρδινάλιους, ἰμάμηδες καὶ μάγους, ὅπου κάθε μέρα γίνεται κι ἕνα νέο βῆμα γιὰ τὴν προώθηση τῆς Πανθρησκείας, ποὺ ἀνοίγει τὸν δρόμο γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς Παγκόσμιας Δικτατορίας, καὶ ὅπου ὅσοι ἀγωνίζονται γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, ἐξουθενώνονται ὡς φανατικοὶ σκοταδιστές.
Ζοῦμε μὲ ἄλλα λόγια σὲ μία ἐποχή, ποὺ καὶ ἡ πατρίδα καταρρέει καὶ ἡ πίστη μας κινδυνεύει νὰ χαθεῖ. Τὸ ἐρώτημα λοιπὸν εἶναι πολὺ ἁπλό: κατὰ πόσον εἴμαστε πιὰ σὲ θέση ὅλοι μας νὰ ἀντιδράσουμε σὲ ὅλα αὐτά; Κατὰ πόσον μποροῦμε νὰ κοιτάξουμε πίσω στὴν Ἱστορία μας καὶ νὰ ξαναβροῦμε τὸ χαμένο ἱστορικό μας αὐτεπίγνωτον; Νὰ ξαναβροῦμε τὸν Μέγα Ἀθανάσιο καὶ τὸν Ἰωάννη Δαμασκηνό, τὸν Ἰωάννη Βατάτζη καὶ τὸν Γρηγόριο Παλαμᾶ, τὸν Μακρυγιάννη καὶ τὸν Καραϊσκάκη; Νὰ ξαναβροῦμε μὲ ἄλλα λόγια τὴν αὐθεντικὴ καὶ πάλαι ποτὲ ἀντιστασιακὴ ταυτότητά μας; Αὐτὸ εἶναι τὸ κρίσιμο ἐρώτημα, ποὺ ὡς λαὸς πρέπει πιὰ νὰ τὸ ἀπαντήσουμε πολὺ γρήγορα. Γιατί ἀπὸ τὴν ἀπάντησή του, ἐξαρτᾶται κυριολεκτικὰ ὁλόκληρο τὸ μέλλον μας.

Τὸ ἄρθρο γράφτηκε μὲ ἀφορμὴ ὅσα συμβαίνουν ὅσον ἀφορὰ τὴν προώθηση τῆς ὁμοφυλοφιλίας, ὅπου πρὶν ἕνα χρόνο προχώρησε ἡ νομοθεσία στὴν ἐπέκταση τοῦ σύμφωνου συμβίωσης στοὺς ὁμοφυλόφιλους καὶ φέτος ἐπιδιώκεται νὰ εἰσαχθεῖ στὰ σχολεῖα ἡ θεωρία περὶ ἐπιλογῆς τοῦ φύλου, κάνοντας την παραπλανητικὴ καὶ ἀπαράδεκτη γιὰ Χριστιανοὺς καὶ λογικοὺς ἀνθρώπους διαφοροποίηση βιολογικοῦ καὶ κοινωνικοῦ φύλου μέσω τῆς θεματικῆς ἐβδομάδας καὶ τοῦ θέματος «περὶ ἐμφύλων ταυτοτήτων καὶ ἀποδόμησης ἐμφύλων στερεοτύπων».
Εἰσαγωγὴ.
Τὸ ἄρθρο γράφτηκε μὲ ἀφορμὴ ὅσα συμβαίνουν ὅσον ἀφορὰ τὴν προώθηση τῆς ὁμοφυλοφιλίας, ὅπου πρὶν ἕνα χρόνο προχώρησε ἡ νομοθεσία στὴν ἐπέκταση τοῦ σύμφωνου συμβίωσης στοὺς ὁμοφυλόφιλους καὶ φέτος ἐπιδιώκεται νὰ εἰσαχθεῖ στὰ σχολεῖα ἡ θεωρία περὶ ἐπιλογῆς τοῦ φύλου, κάνοντας την παραπλανητικὴ καὶ ἀπαράδεκτη γιὰ Χριστιανοὺς καὶ λογικοὺς ἀνθρώπους διαφοροποίηση βιολογικοῦ καὶ κοινωνικοῦ φύλου μέσω τῆς θεματικῆς ἐβδομάδας καὶ τοῦ θέματος «περὶ ἐμφύλων ταυτοτήτων καὶ ἀποδόμησης ἐμφύλων στερεοτύπων» (ὅπου ἡ ἀποδόμηση τῶν ἐμφύλων στερεοτύπων ἀναφέρεται στὴν ἰδέα ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸ φύλο μας ὅτι ταυτίζεται μὲ τὸ σωματικό ἤ βιολογικό φύλο μας, ποὺ εἶναι τὸ φυσικό μας φύλο μὲ τὸ ὁποῖο γεννηθήκαμε, καὶ ἐναρμονισμένη μὲ αὐτὸ εἶναι καὶ ἡ κοινωνική μας συμπεριφορά – δηλαδὴ θέλουν νὰ διδάξουν ὅτι πρέπει νὰ βγάλουμε αὐτὴ τὴν ἰδέα ἀπὸ τὸ μυαλό μας, εἶναι «στερεότυπο», καὶ ὀφείλουμε νὰ τὴν ἀναθεωρήσουμε, καὶ νὰ τὴν ἀντικαταστήσουμε μὲ τὴν νέα ἰδέα ποὺ μας παρουσιάζουν, ἡ ὁποῖα εἶναι ὅτι τὸ φύλο μας εἶναι κοινωνικὴ ὑπόθεση, ἐντελῶς ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὸ σώμα μὲ τὸ ὁποῖο γεννηθήκαμε, ἔχοντας τὴν δυνατότητα νὰ τὸ ἐπιλέξουμε…!!!). Ἀναγκαζόμαστε ἐκ τῶν πραγμάτων σὲ κάποια σημεῖα νὰ ἐκφραζόμαστε ἴσως τολμηρά, ὥστε μιλώντας τολμηρὰ γιὰ τὰ κατὰ φύσιν νὰ προλάβουμε αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ διδάξουν στὰ παιδιά μας τολμηρὰ καὶ ἀνεπαίσχυντα γιὰ τὰ παρὰ φύσιν. Τονίζουμε ἐδῶ ὅτι ἄποψή μας εἶναι ὅτι ἀνήλικοι εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐνημερωθοῦν γιὰ τὸ περιεχόμενο τοῦ ἄρθρου μόνο μέσω συνειδητοποιημένων γιὰ τὴν σοβαρότητα τοῦ ζητήματος ἐνήλικων τοῦ περιβάλλοντός τους.
Οἱ δέκα λόγοι ὑπερασπίσεως καὶ διαφυλάξεως τοῦ φυσικοῦ φύλου.
1. Ἡ θεωρία περὶ σωματικοῦ – βιολογικοῦ (φυσικοῦ) καὶ κοινωνικοῦ φύλου, τὴν ὁποῖα χρησιμοποιοῦν γιὰ τὴν ὑποστήριξη τῆς ὁμοφυλοφιλίας καὶ τῶν ἄλλων ὑποκατάστατων τῆς φυσικῆς ἀνθρώπινης σεξουαλικῆς συμπεριφορᾶς, ἀποδείχθηκε ἐξ᾿ ἀρχῆς λανθασμένη καθῶς τὸ σχετικὸ πείραμα ποῦ ἔγινε ἀπὸ τὸν Τζον Μάνεϊ , νεοζηλανδό γιατρό ειδικευμένο στον ερμαφροδιτισμό, μὲ τὸ ὁποῖο ἐπιδίωξε να αποδείξει ότι το βιολογικό φύλο είναι μια απάτη, μια αυθαιρεσία από την οποία θα μας απαλλάξει ἡ εκπαίδευση, ἀπέτυχε παντελῶς. Κατὰ τὸ πείραμα τὰ δύο δίδυμα αγοράκια ποὺ μελέτησε, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὸ ἕνα τὸ ἀνέθρεψαν οἱ γονεῖς του ὡς κανονικὸ κορίτσι, μετὰ ἀπὸ ὑπόδειξη τοῦ ἴδιου γιατροῦ, λόγω σοβαρῆς βλάβης στὸ γεννητικό του ὄργανο ποὺ προήλθε ἀπὸ ἰατρικὸ ἀτύχημα, ὅταν μεγάλωσαν, ἡ πραγματικὴ φύση τοῦ ἀγοριοῦ, ποὺ τὸ εἶχαν διδάξει ὅτι ἤταν κορίτσι, ἀποκάλυψε κατὰ τὶς μεταβολὲς τῆς ἐφηβείας τὴν ἀλήθεια στὰ ἀγόρια καὶ οἱ γονεῖς ἀναγκαστικὰ τοὺς ὁμολόγησαν τὶ ἀκριβῶς εἶχε συμβεῖ. Τότε τὸ ἀγόρι ποὺ εἶχε ὑποστεῖ τὴν ἀφύσικη ἀνατροφὴ θέλησε νὰ ζήσει ὅπως ἡ φύση εἶχε ἐπιλέξει, καὶ μάλιστα παντρεύτηκε καὶ ἀπέκτησε σύζυγο, ὡστόσο δὲν μπόρεσε νὰ ἰσορροπήσει ψυχολογικά, σταθεροποιώντας τὶς ἔντονες ταυτοτικὲς ψυχικὲς μεταπτώσεις ποὺ τοῦ εἶχε προκαλέσει ἡ ἀντιμετώπισή του ὡς κορίτσι κατὰ τὴν παιδική του ἡλικία, ἀγνοῶντας τὴν ἀληθινὴ φύση του, τὸ φύλο μὲ τὸ ὁποῖο γεννήθηκε, τὸ φυσικό φύλο του, καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν καὶ στὸν ἀδελφό του, καὶ τελικὰ πρώτα ὁ ἀδελφός του καὶ μετὰ ὁ ἴδιος ὁδηγήθηκαν στὴν αὐτοκτονία. Τὸ πείραμα ἔτσι ἀπέδειξε τὴν τραγικὴ κατάληξη που μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει ὁ διαχωρισμὸς τοῦ βιολογικοῦ (φυσικοῦ) καὶ κοινωνικοῦ φύλου στὸν ἄνθρωπο, χωρὶς ὅμως ποτὲ νὰ τὸ ὁμολογήσει ὁ ἐμπνευστής του καὶ οἱ συνεργάτες του, οἱ ὁποῖοι συνέχισαν νὰ ὑποστηρίζουν τὴν δήθεν ὀρθότητα τῶν σχετικῶν θεωριῶν τους, καὶ σὲ ὅσους τοὺς κατηγοροῦσαν γιὰ ἀπάτη μετὰ τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ πειράματός, τοὺς ἀποκαλοῦσαν συνωμότες ἐναντίων τους ποὺ πιστεύουν ὅτι «η αρρενωπότητα και η θηλυκότητα έχουν γενετική προέλευση».
2. Ἡ δήθεν ἀλλαγὴ φύλου μὲ τὴν χρήση τῶν δυνατοτήτων τῆς σύγχρονης ἰατρικῆς δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο παρὰ μία ἐξωτερικὴ σωματικὴ παραμόρφωση, ἐνῶ σὲ γενετικὸ ἐπίπεδο ἡ σωματικὴ δομὴ παραμένει ἐντελῶς ἡ ἴδια καὶ μία ἀπὸ τὶς δύο δυνατές (ΧΥ χρωμοσώματα γιὰ τὸν ἄνδρα στὸ 23 ζεύγος χρωμοσωμάτων, ΧΧ χρωμοσώματα γιὰ τὴν γυναίκα). Ὑπάρχει βέβαια καὶ ἡ περίπτωση τῆς ἐξαιρετικὰ σπάνιας σχετικῆς γενετικῆς ἀνωμαλίας (μὲ τρισωμία ΧΧΥ), ποὺ ὁδηγεῖ σὲ διάφορες ἐξωτερικὲς ἀλλοιώσεις καὶ δυσμορφίες τοῦ φύλου, τὸ ὁποῖο ὅμως παραταῦτα ἀνήκει συγκεκριμένα σὲ γυναίκα. Σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση ὅντως ἡ ἰατρικὴ θὰ μποροῦσε νὰ προσφέρει πραγματικὴ βοήθεια στὸν φέροντα τὸν γονότυπο αὐτὸ ἄν τὸ ζητοῦσε, διορθώνοντας τὶς ἐξωτερικὲς ἀτέλειες, ὥστε νὰ ἐναρμονιστεῖ ἡ σωματικὴ ἐμφάνιση καὶ λειτουργία μὲ τὸ ἀντίστοιχο τοῦ γονότυπου συγκεκριμένο φύλο (ἀκριβῶς ἀντίθετα ἀπὸ τὴν περίπτωση ποὺ μπορεῖ νὰ ἐπέμβει ἡ ἰατρικὴ χωρὶς νὰ ὑπάρχει γενετικὴ ἀνωμαλία, ὅπου τότε διαφοροποιεῖται ἡ σωματικὴ ἐμφάνιση ἀπὸ τὸ φύλο ποὺ ἀντιστοιχεῖ στὸ γονότυπο, ἐνῶ πρὶν ἤταν μεταξύ τους σὲ ἀρμονία. Βλέπε περισσότερες σχετικές λεπτομέρειες στὸ Παράρτημα B.).
Ἐπειδὴ ἡ ψυχολογία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἄμεσα ἐναρμονισμένη μὲ τὴν σωματική του ὑπόσταση, ἡ ὁποῖα ἀρχὴ καὶ θεμέλιό της ἔχει τὸ γενετικὸ ὑλικό, ὅσο καὶ νὰ προσπαθήσει κάποιος νὰ διαφοροποιήσει τὴν ψυχολογία του κατὰ βούληση στὸ πεδίο τοῦ φύλου ἀπὸ αὐτὴν ἡ ὁποία εἶναι σὲ σύμφωνία μὲ τὶς φυσικές του προδιαγραφές, καὶ σὲ κοινωνικὸ ἐπίπεδο νὰ ἀναπτύσσει συμπεριφορὲς ποὺ δὲν ἀνταποκρίνονται στὸ πραγματικό του φύλο καὶ εἶναι ἀσύμβατες μὲ αὐτὸ (σὲ μιὰ κοινωνιολογικὴ προσέγγιση στηριγμένη σὲ βουλησιοκρατικὲς ἀρχὲς), τὸ μόνο ποὺ καταφέρνει ἔτσι εἶναι νὰ ὁδηγεῖται σὲ ἐσωτερικὴ ταυτοτικὴ σύγγρουση, καθῶς τὸ φύλο ποὺ ζητάει, τὸ φύλο τῆς βούλησής του (κοινωνικὸ φύλο), δὲν ταυτίζεται μὲ τὸ πραγματικό σωματικό του φύλο (βιολογικό φύλο), ποὺ εἶναι τὸ φυσικό του καὶ βάση αὐτοῦ θὰ ἔπρεπε νὰ τοποθετηθεῖ καὶ κοινωνικά (ἐννοῶντας νὰ τοποθετηθεῖ ὡς πρὸς τὸν ρόλο του ἀνθρώπου, καὶ ὄχι ὡς πρὸς τὴν ἀξία, ἡ ὁποῖα δὲν διαφέρει καὶ γιὰ τὰ δύο φύλα).
3. Ἡ παραδοσιακὴ οἰκογένεια, ὅπως εἶναι φυσικὸ νὰ δημιουργεῖ ὁ ἄνθρωπος καὶ μέσω αὐτῆς νὰ διαιωνίζει τὸ εἶδος του καὶ νὰ ζωοποιεῖ καὶ ἐνισχύει τὴν κοινωνία, παρέχοντάς της ὑγιὴ καὶ ἐνεργὰ μέλη, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δημιουργηθεῖ ἄν οἱ ρόλοι τῶν φύλων διαφοροποιοῦνται ἀπὸ τοὺς φυσικοὺς καὶ ἐκφυλίζονται, χωρίς νὰ ἀνταποκρίνονται στὶς σωματικὲς φυσικὲς προδιαγραφὲς τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Ἡ ἐνδεχόμενη υἱοθέτηση διάφορων τεχνητῶν ὑποκατάστατων ἀντὶ αὐτῆς, θὰ ἔχει τότε καταλυτικὰ ἀποτελέσματα, τόσο στὸν ψυχισμό τῶν παιδιῶν ποὺ υἱοθετοῦνται χωρίς τοὺς δύο φυσικούς γονείς τους, πατέρα καὶ μητέρα, ὅσο καὶ στὴν κοινωνία ὁλόκληρη, ἡ ὁποία χωρὶς τὰ κύτταρά της ποὺ εἶναι ἡ παραδοσιακὴ οἰκογένεια, καὶ τὶς ἠθικὲς καὶ πνευματικὲς ἀξίες ποὺ καλλιεργοῦνται μέσα σὲ αὐτὴ, μπορεῖ νὰ καταρρεύσει σὰν κτίριο ποὺ οἱ πέτρες του θρυμματίστηκαν καὶ τὰ ξύλα του σάπισαν.
4. Οἱ μὴ φυσικὲς σεξουαλικὲς σχέσεις αὐξάνουν τὸν κίνδυνο τοῦ AIDS καὶ ἄλλων σεξουαλικὰ διαδιδόμενων νοσημάτων, πράγμα φυσικά ἀναμενόμενο καθῶς ὡς γνωστὸ «ἡ φύση ἐκδικεῖται» ὅταν τὴν παραβιάζουν καὶ τότε λειτουργοῦν πνευματικοὶ νόμοι ὑπὲρ τῆς διατήρησης τῆς τάξης. Ἐπίσης ὑπάρχουν ἐνδείξεις, παρόλο ποὺ δὲν ἔχει ἐπιβεβαιωθεῖ ἡ αἰτία προέλευσής τους πράγμα πολὺ δύσκολο ἐκ τῶν πραγμάτων, ὅτι καὶ πολλά ἄλλα ψυχοσωματικὰ προβλήματα ποὺ ἐμφανίζονται καὶ ταλαιπωροῦν τὸν ἄνθρωπο, μπορεῖ νὰ μὴν συνδέονται ἄμεσα μὲ τὴν σεξουαλικὲς σχέσεις, ὅμως προκαλοῦνται πιθανὸν ἀπὸ τὴν ἄκρατη καὶ ἀσύνετη σεξουαλικὴ συμπεριφορά, καὶ ἰδίως τὴν παρὰ τὴν φύση. Γενικῶς βέβαια ἐμπαθεῖς καὶ ὑπερβολικὲς συμπεριφορὲς ποὺ ξεφεύγουν ἐκτὸς κάποιων ὁρίων μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν σὲ ψυχοσωματικὰ προβλήματα, καὶ ἔτσι ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν σεξουαλικὴ συμπεριφορά, καὶ μάλιστα πρώτα καὶ κύρια θὰ λέγαμε γι᾿ αὐτὴ ἐπειδὴ ἑνώνει δύο ἀνθρώπους, ἐκτὸς τῶν ἄλλων ὅταν αὐτὴ βγαίνει ἐκτὸς τῶν ὁρίων τοῦ κατὰ φύσιν.
5. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη τὶς ἠθικὲς ἀρχὲς καὶ ὅρια στὴν ζωή του, ὥστε νὰ τὸν συγκρατοῦν καὶ νὰ μὴν παύει νὰ παραμένει ἄνθρωπος, ὅντας πραγματικὰ κοινωνικὸς καὶ ἀνθρώπινος, χωρὶς νὰ γίνεται ἔρμαιο τῶν παθῶν, τῆς φιληδονίας καὶ φιλαυτίας του, φυλακισμένος στὸ ἐγώ του, ζώντας σὰν ἄλογο ζώο ποὺ δεν ἐλέγχει τὴν ζωή του μὲ τὸ λογικό ποὺ ἔχει ὡς αὐτεξούσιο ὅν. Καὶ ἄν δέον εἶναι νὰ ἀποφεύγει ἄλλους τρόπους ἀνταπόκρισης στὸ κάλεσμα τοῦ φυσικοῦ ἐνστίκτου πέρα ἀπὸ τὴν μόνιμη ἔγγαμη σχέση, πόσο μάλλον θὰ πρέπει νὰ διαφυλαχθεῖ ἀπὸ λύσεις ποὺ ἀντίκεινται στὴν φύση καὶ παραβιάζουν τὰ φυσικὰ ὅρια. Ἄν οἱ ἠθικὲς ἀρχές χαλαρώνουν, τότε ἀκόμα καὶ τὰ φυσικὰ ὅρια μποροῦν νὰ παραβιαστοῦν, καὶ τότε μιὰ παρεκτροπὴ μπορεῖ πολὺ εὐκολότερα νὰ ὁδηγήσει σὲ μεγαλύτερη, ὅπως ἡ ὁμοφυλοφιλία νὰ φέρει τὴν παιδεραστία, ἤ παραπέρα τὴν ζωοφιλία, μὲ ἀποτέλεσμα ἀναπόφευκτα πιὰ στὸ τέλος νὰ ἀποκαλύπτεται ὁλοφάνερα ἡ ἀπώλεια νοήματος καὶ τὸ κενὸ τῆς ζωῆς ποὺ ἐπιφέρει αὐτὴ ἡ βουτιὰ μέσα στὴ παράλογη ἄβυσσο τοῦ παρὰ τὴν φύση. Γι΄ αὐτὸ πολὺ πλούσιες χώρες, ὅπως ἡ Νορβηγία καὶ ἄλλες εὐρωπαϊκὲς χώρες τοῦ Βορρά, ὅπου οἱ ἠθικὲς ἀξίες χαλαρώνουν ὑπερβολικὰ καὶ τὰ ὅρια γίνονται δυσδιάκριτα καὶ ἀρχίζουν νὰ μὴν λαμβάνονται ὑπόψιν, τὸ παραφύσιν καταντάει νὰ λογαριάζεται ὡς κατὰ φύσιν, ὁπότε τὸ κατοχυρώνουν ἀκόμα καὶ οἱ νόμοι τοῦ κράτους, μὲ ἕνα ἀπὸ τὰ τραγικότερα ἀποτέλεσμα τὴν αὔξηση τῶν αὐτοκτονιῶν λόγω τῆς ἀπώλειας τοῦ νοήματος τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἐπακόλουθης ἀπελπισίας, στὴν ὁποῖα ὁδηγεῖ αὐτὴ ἡ ἐκτὸς φύσης παρεκτροπή καὶ διολίσθηση τῆς παραλογίας.
6. Ἀσύλληπτη σοφία κρύβεται πίσω ἀπὸ τὴν πλάση τοῦ ἀνθρώπου μὲ δύο διαφορετικὰ φύλα. Ἔχοντας ἀπὸ τὴν φύση του ἕνα ἀπὸ τὰ δύο φύλα ὁ ἄνθρωπος, αἰσθάνεται τὴν φυσικῶς ἀνυπέρβλητη ἀνάγκη νὰ ἀναπτύξει σχέση ἀγάπης, ὄχι μόνο συναισθηματικῆς καὶ πνευματικῆς διὰ τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ σωματικῆς, ἀγάπης ἐντὸς τοῦ σώματος μὲ κάποιον ἄλλο διαφορετικοῦ φύλου, ὥστε νὰ ἀποκτήσει γνώση ἐμπειρικὰ αὐτοῦ ποὺ δὲν γνωρίζει, ἐπειδὴ εἶναι διαφορετικὸ ἀπὸ ὅτι ἔχει ὁ ἴδιος ἀπὸ τὴν γέννησή του. Αὐτὸ τὸν ὁδηγεῖ σὲ συνάντηση μὲ τὸ ἄλλον τοῦ ἄλλου φύλου, ὥστε νὰ μπορέσει ἔτσι σὲ αὐτὸν νὰ βρεῖ αὐτὸ ποὺ δὲν ἔχει καὶ βιώνει ἔντονη τὴν ἔλλειψή του, καὶ νὰ καταφέρει νὰ αἰσθανθεῖ ὁλοκληρωμένος. Αὐτὸ συμβαίνει μέσα στὸν γάμο, ὅπου καὶ μέσα σὲ αὐτὴν τὴν ἐν σώματι σχέση, ἀλληλοσυμπλήρωση καὶ ἑνότητα οἱ νέοι ἄνθρωποι ἔρχονται στὸν κόσμο, ἀποκτοῦν ζωὴ καὶ γεννιοῦνται τὰ παιδιά. Ἔξω ἀπὸ ἕνα τέτοιο πλαίσιο ἡ σεξουαλικὴ σχέση δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἀποτελεῖ ἔκφραση μιὰς ἐπιφανειακότερης ἀγάπης μὴ ἔχοντας μόνιμο χαρακτήρα, ὅπου ἡ ἠδονὴ καὶ ἡ ἐγωιστικὴ ἱκανοποίηση μπορεῖ νὰ καταλήξει αὐτοσκοπὸς, καὶ ἡ σεξουαλικὴ σχέση νὰ καταντήσει ἐργαλείο της, ἐνῶ ὁ σύντροφος νὰ θεωρεῖται ὡς ἀντικείμενο ἐκμετάλλευσης, πραγματικότητα ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι καλὰ ἐπικαλυμμένη μὲ τὸ προσωπεῖο τῆς ἀγάπης.
Πολὺ περισσότερο, ἄν ἡ φυσικὴ σεξουαλικὴ σχέση μεταξὺ δύο ἀνθρώπων τῶν δύο φύλων ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ μία ἄλλη διαφορετικὴ, ποὺ δὲν λαμβάνει ὑπόψιν τὴν φυσικὴ σωματικὴ πραγματικότητα τῶν δύο φύλων καὶ ἐπομένως εἶναι ξένη στὴν φύση, μὴ προερχόμενη ἀπὸ αὐτὴν, ἀφύσικη καὶ παραφύσιν, σὲ μιὰ τέτοια σχέση ἡ ἀγάπη, ἐκτὸς ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει τὶς προοπτικὲς ποὺ ἀναφέραμε τῆς ἀγάπης μέσα σὲ μιὰ μόνιμη φυσικὴ ἔγγαμη σχέση, καὶ ἐπομένως δὲν μπορεῖ νὰ γίνει οὐσιαστικότερη καὶ ἔτσι τελειότερη, δὲν εἶναι ἐπίσης κὰν φυσική. Ζητάει νὰ γνωρίσει, ἀντὶ κάποιον τοῦ ἄλλου φύλου ποὺ ὑπάρχει στὴν φύση καὶ ποὺ ἔχει ὅτι τοῦ ἴδιου τοῦ λείπει, κάποιον τοῦ ἴδιου φύλου ἤ ὁποιονδήποτε ποὺ ἔχει ἀλλοιώσει τὰ γνωρίσματα τοῦ φύλου του μὲ τὸν ἕνα ἤ ἄλλο τρόπο προσδίδοντάς του ἕνα χαρακτήρα ὅπου δὲν ξεχωρίζει τὸ ἕνα φύλο ἀπὸ τὸ ἄλλο, ὅπου σὲ μιὰ τέτοια περίπτωση ἡ σχέση του μὲ τὸν ἄλλο δὲν μπορεῖ νὰ τοῦ δώσει πραγματικὰ τὴν ἐμπειρικὴ γνώση καὶ ὁλοκλήρωση μὲ ἀλληλοσυμπλήρωση, ποὺ ἀπὸ τὴν φύση του ἔχει ἀνάγκη. Γιατὶ ἄν ὁ ἄνδρας θέλει νὰ παίξει τὸν ρόλο τῆς γυναίκας, τότε ἔτσι οὔτε τὸ γυναικείο φύλο γνωρίζει στὴν πραγματικότητα, ἀφοῦ δὲν εἶναι γυναίκα, ἀλλὰ ἄντρας, οὔτε καὶ γνωρίζει κάτι περισσότερο ἀπὸ τὸν ἄλλο τοῦ ἴδιου φύλου μὲ αὐτὸν, ἀφοῦ τὴν γνώση τοῦ φύλου του τὴν ἔχει αφ᾿ ἑαυτού του. Τὸ ἀνάλογο συμβαίνει καὶ γιὰ τὴν γυναίκα ποὺ θέλει νὰ παίξει τὸν ρόλο τοῦ ἄνδρα. Γιατὶ κατὰ τὴν φύση τοῦ ἀνθρώπου νὰ γεννιέται μὲ ἕνα ἀπὸ δύο φύλα ὁ κάθε ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς, ἡ ἐμπειρικὴ γνώση τῶν δύο φύλων καὶ ἡ ὁλοκλήρωση μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ μόνο ὅταν εἶναι πραγματικὰ παρόντα μέσα στὸ ζεύγος καὶ τὰ δύο φύλα, ἔχουμε δηλαδὴ ζεύγος ἀνδρόγυνο.
7. Κάθε τὶ ποὺ ἔχει φτιαχτεί χρησιμοποιεῖται μὲ συγκεκριμένο τρόπο πρὸς συγκεκριμένο σκοπὸ. Παράδειγμα ἄς πάρουμε ἀπὸ τὴν τεχνολογία, μιὰς καὶ ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος τὴν ἔχει κάνει ἀναπόσπαστο μέρος στὴν ζωή του καὶ ὅλοι ἔχουν ἐμπειρία χρήσης της. Τὸ ὁποιοδήποτε ἠλεκτρικό κύκλωμα κλείνει καὶ λειτουργεῖ ὁ καταναλωτής (ἡ συσκευὴ ποὺ ἔχουμε συνδέσει σὲ αὐτὸ), ὅπως ἀνάβει ἕνας λαμπτήρας, μὲ τὴν χρήση διακοπτῶν καὶ βυσμάτων – πριζῶν, ὅπου ἕνα βύσμα ταιριάζει πάντα μὲ μιὰ πρίζα. Ἄν προσπαθήσουμε νὰ ταιριάξουμε βύσματα ἤ πρίζες μεταξύ τους, τότε ἤ στὸ σκοτάδι θὰ μείνουμε ἤ θὰ προκαλέσουμε βραχυκύκλωμα μὲ βλάβες, ἄν δὲν καταλήξουμε μὲ ἐγκαύματα ἀπὸ ἠλεκτροπληξία στὸ νοσοκομείο. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα ὅταν χρησιμοποιοῦμε ὁτιδήποτε μὲ διαφορετικὸ τρόπο ἤ σκοπὸ ἀπὸ αὐτὸ τὸ τρόπο χρήσης καὶ τὸ σκοπὸ γιὰ τὰ ὁποῖα εἶναι φτιαγμένο καὶ προορίζεται. Αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τὸ ἀνθρώπινο σώμα καὶ τὰ ὄργανά του.
8. Τὸ φύλο, τόσο τὸ ἕνα, ὅσο καὶ τὸ ἄλλο, εἶναι ἕνα δώρο τῆς φύσης πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ὅταν ὁλοπρόθυμα τὸ ἀποδέχεται καὶ ἀξιοποιεῖ τὰ ἰδιαίτερα χαρίσματά του ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία, ὅπως καὶ ἀργότερα, καὶ μάλιστα μέσα στὴν ἔγγαμη ζωὴ, τότε αὐτὸ γίνεται μέσο πραγματικῆς χαρὰς καὶ τιμῆς γι᾿ αὐτὸν. Μιὰς χαρὰς ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προέλθει ἀπὸ μιὰ διαφορετικὴ τῆς φυσικῆς πραγματικότητας, ἀπὸ μιὰ προσποιητὴ πραγματικότητα.
Παραλλήλως, ὁ ἄνθρωπος ποὺ τὸ φυσικὰ δεδομένο φύλο του δὲν τὸ δέχεται καὶ ψάχνει νὰ βρεῖ τελικὰ ποιὸ εἶναι τὸ φύλο του, φανερώνει ἄνθρωπο αἰχμαλωτισμένο καὶ ριζωμένο σὲ κάθε τι σχετικοποιημένο, ἐνδοκόσμιο καὶ πρόσκαιρο, εἴτε αὐτὸ διαθέτει παχυλὴ ὑλικὴ παρουσία, εἶτε ἀποτελεῖ κούφιο ἰδεολόγημα, γέννημα τῆς διανοίας, πλήρη φαντασιῶν καὶ φαντασμάτων. Ἕναν ἄνθρωπο ποὺ δὲν ἀναζητεῖ κάτι περισσότερο καὶ γνησιότερο, κάτι οὐσιαστικότερο καὶ μονιμότερο, κάτι πραγματικὰ ἀνώτερο καὶ ἀληθινὰ πνευματικότερο. Κάτι ποὺ θὰ ἔχει μέσα στὸ χρόνο καὶ πέρα ἀπὸ αὐτὸν πραγματικὴ καὶ ἀμετάβλητη ἀξία, ἰκανὸ νὰ νοηματοδοτήσει τὴν ζωή του, νὰ τὸν πληρώσει μὲ ἀναφαίρετη χαρὰ καὶ νὰ τὸν καταστήσει πραγματικὰ ἐλεύθερο. Τὸ ὁποῖο αὐτὸ δὲν θὰ τὸ βρεῖ οὔτε στὴν καλοθρεμμένη σάρκα του, οὔτε στὴν φαντασμένη διάνοιά του.
9. Ἐκεῖνος ποὺ διδάσκει τὸν ἄλλο ὅτι εἶναι ἕνα στερεότυπο τὸ φύλο του καὶ πρέπει νὰ ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ αὐτὸ καὶ νὰ ἀποφασίσει νὰ εἶναι ὅποιο φύλο θέλει, ὅτι εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐπιλέξει ὅτι τοῦ ἀρέσει, μαθαίνοντάς του καὶ τὶς νέες ἐπιλογὲς ποὺ ἔχει παρουσιάζοντας του καὶ ἄλλα φύλα ἐκτὸς τῶν δύο φυσικῶν, αὐτὸς, ἄν δὲν τὰ πιστεύει αὐτὰ ποὺ διδάσκει ὁ ἴδιος, μοιάζει ἀκριβῶς μὲ διδάσκαλο ποὺ μαθαίνει τοὺς ἄλλους νὰ ἀποφασίζουν ἄν θέλουν νὰ ζήσουν ἤ ὄχι, καὶ ἄν θελήσουν νὰ ἀποφασίσουν ὄχι, τοὺς διδάσκει τοὺς τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους μποροῦν νὰ αὐτοκτονήσουν. Ἄν πάλι τὰ πιστεύει καὶ τὰ ἐφαρμόζει, μοιάζει μὲ δάσκαλο ποὺ διδάσκει στοὺς ἄλλους τοὺς τρόπους νὰ ἀρρωστήσουν τὴν ἀρρώστια ποὺ ἔχει καὶ ὁ ἴδιος καὶ τὴν κόλλησε μὲ ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς τρόπους, παρουσιάζοντάς την σὲ αὐτοὺς ὡς μιὰ ὑγειὴ καὶ φυσικὴ κατάσταση, τὴν ὁποῖα τὴν θεωροῦσαν ἀρρώστια στὴν παλιὰ ἐποχὴ τῆς ἄγνοιας καὶ τῆς καταπίεσης, ἐνῶ στὴν σημερινὴ νέα ἐποχὴ τῆς γνώσης, ποὺ ἄλλαξαν οἱ καιροὶ καὶ ἔχουμε πιὰ ἀπελευθερωθεῖ, ὄχι μόνο δὲν βλέπουμε πιὰ τὴν ἀρρώστια ὡς ἀρρώστια, ἀλλὰ καὶ ὡς ὁδὸ πρὸς τὴν εὐτυχία. Διδάσκει λοιπόν αὐτὸς, ἄς ἀκολουθήσουμε τὸ ρεύμα καὶ τὴν μόδα, καὶ ἄν ἐμεῖς δὲν θέλουμε νὰ κολλήσουμε τὴν ἀρρώστια, τουλάχιστον μὴν ζητάμε ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ὅπως τὸν ἴδιο, νὰ γίνουν καλά.
10. Ἄν κάποιος πιστεύει στὸν Χριστὸ εἰλικρινά, δὲν ἔχουν γι᾿ αὐτὸν κανένα νόημα διλλήματα περὶ ἐπιλογῆς φύλου. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, μετὰ τὴν πλάση τοῦ ἀνθρώπου ὅπως περιγράφεται στὸ πρῶτο κεφάλαιο (“ὁ Θεὸς…ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς”, Γεν. 1,27), στὴν συνέχεια ἡ ἀνήθικη καὶ παρὰ τὴν φύση χρήση τοῦ σώματος (“καὶ ἐξεκαλοῦντο τὸν Λὼτ καὶ ἔλεγον πρὸς αὐτόν· ποῦ εἰσιν οἱ ἄνδρες οἱ εἰσελθόντες πρὸς σὲ τὴν νύκτα; ἐξάγαγε αὐτοὺς πρὸς ἡμᾶς, ἵνα συγγενώμεθα αὐτοῖς.”, Γεν. 19, 5) ὁδήγησε στὴν γνωστὴ καταστροφὴ τῶν ἀμετανόητων Σοδόμων καὶ Γομόρρων μὲ τὸ πλέον ὀλέθριο καὶ φοβερὸ τρόπο (“καὶ Κύριος ἔβρεξεν ἐπὶ Σόδομα καὶ Γόμοῤῥα θεῖον, καὶ πῦρ παρὰ Κυρίου ἐξ οὐρανοῦ καὶ κατέστρεψε τὰς πόλεις ταύτας καὶ πᾶσαν τὴν περίχωρον καὶ πάντας τοὺς κατοικοῦντας ἐν ταῖς πόλεσι καὶ τὰ ἀνατέλλοντα ἐκ τῆς γῆς.”, Γεν. 19, 24-25), ὥστε νὰ παραδειγματίζει τὸ τέλος τους τὶς ἐπόμενες γενεές. Στὴν Καινὴ Διαθήκη πάλι ὁ θεοφόρος Ἀπόστολος Παύλος ἐξηγεῖ ὅτι μαζί μὲ τὴν πορνεία, τὴν μοιχεῖα καὶ ἄλλες παραβάσεις τοῦ θεῖου νόμου, παράνομες πράξεις, ἀνήθικες καὶ ἁμαρτωλές, συγκαταλέγεται καὶ ἡ ὁμοφυλοφιλία, καὶ ἄν δὲν ὑπάρξει μετάνοια ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια (“δικαίῳ νόμος οὐ κεῖται, ἀνόμοις δὲ καὶ ἀνυποτάκτοις, ἀσεβέσι καὶ ἁμαρτωλοῖς, ἀνοσίοις καὶ βεβήλοις, πατρολῴαις καὶ μητρολῴαις, ἀνδροφόνοις, πόρνοις, ἀρσενοκοίταις,…”, Α’ Τιμ. 1,9-10, καὶ “μὴ πλανᾶσθε· οὔτε πόρνοι, οὔτε εἰδωλολάτραι, οὔτε μοιχοὶ, οὔτε μαλακοὶ, οὔτε ἀρσενοκοῖται, οὔτε πλεονέκται, οὔτε κλέπται, οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδοροι, οὐχ ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι. ”, Α’ Κορ. 6, 9-10, ἐνῶ καὶ στὸ Ρωμ. 1, 26-27, ἀναφέρεται στὴν ὁμοφυλοφιλία χαρακτηρίζοντάς την μὲ τὶς ἐκφράσεις “πάθη ἀτιμίας”, “παρὰ φύσιν”, “ἀσχημοσύνην” καὶ “πλάνης”).
Περὶ ἐκείνων ποὺ ἤδη παρεκτράπηκαν ἔξω ἀπὸ τὴν φυσικὴ πραγματικότητα του φύλου τους.
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν παρασυρθεῖ ἀπὸ τὸ πάθος τῆς ὁμοφυλοφιλίας (διευκρινίζεται ἐδῶ ὅτι δὲν συγκαταλέγονται σὲ αὐτοὺς ὅσοι ἔχουν νιώσει ὁμοφυλοφιλικὲς ἔξεις, ἀλλὰ αὐτὲς δὲν κατάφεραν νὰ τοὺς παρασύρουν καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσουν νὰ τὴν κάνουν πράξη), τὸ ἔχουν κάνει, εἴτε ἐπειδὴ ἄλλοι κάποτε παρὰ τὴν θέλησή τους τοὺς κακοποίησαν, ἤ ἐπειδὴ τοὺς ἀποπλάνησαν χωρὶς νὰ τοὺς δώσουν περιθώριο νὰ σκεφτοῦν καὶ νὰ ἐπιλέξουν, ἤ ἐπειδὴ τοὺς πίεσαν καὶ ὑπέκυψαν νὰ τὸ δεχθοῦν μὲ τὸ μὴ ὑπεύθυνο ἀνώριμο μυαλὸ τους σὲ νεανικὴ ἡλικία, ὁπότε τοὺς ἀποπροσανατόλισαν, εἴτε κάποιος θέλησε καὶ ἐπέλεξε ἐνεργήσει ὁμοφυλοφιλικά, ὅντας γιὰ κάποιο λόγο ἐπιρρεπὴς καὶ ἔχοντας κάποια ἀδυναμία (ἕνας τέτοιος λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο κάποιος μπορεῖ νὰ ἔχει ἀδυναμία καὶ νὰ εἶναι ἐπιρρεπὴς εἶναι ὁ πιθανὸς ἀποπροσανατολισμὸς, ὅπως αὐτὸς τῶν παραπάνω περιπτώσεων, ἀλλὰ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας καὶ αὐτὸς μέσα στὴν παιδεῖα ἀπὸ τὴν κυβέρνηση καὶ ὅποιους ἐκπαιδευτικοὺς συγκατατίθονται καὶ ὑλοποιοῦν τὶς σχετικὲς ἀποφάσεις της, ὅπως αὐτὴ τῆς θεματικῆς ἑβδομάδας «περὶ ἐμφύλων ταυτοτήτων καὶ ἀποδόμησης ἐμφύλων στερεοτύπων»). Ὁποιοσδήποτε ὅμως, εἴτε σὲ ἄλλες περιπτώσεις μπορεῖ νὰ εἶναι εὐκολότερο, πιὸ πιθανό αὐτό, εἶτε σὲ ἄλλες περιπτώσεις μπορεῖ νὰ εἶναι δυσκολότερο, λιγότερο πιθανό, μπορεῖ νὰ ἔρθει σὲ ἐπίγνωση τῆς παρεκτροπῆς καὶ τοῦ παραλογισμοῦ σὲ αὐτὴν τὴν παραφύση κατάσταση, ὅσο καὶ ἄν ἔχει παγιδευτεῖ σὲ αὐτή ὡς ἐκείνη τὴν στιγμή, καὶ νὰ θελήσει ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ τὸ πάθος καὶ νὰ ἐπαναβρεῖ τὴν φυσική ὁδό ζωῆς. Τότε μπορεῖ νὰ συναντά τεράστια δυσκολία γιὰ νὰ καταφέρει κάτι τέτοιο ἐρχόμενος ἀντιμέτωπος μὲ τὴν ἀνυποχώρητη ροπὴ τοῦ πάθους, ποὺ ἀπαιτεῖ νὰ συνεχίσει νὰ τὸν κρατά δέσμιό του. Ὡστόσο αὐτὸ ποὺ τοῦ συμβαίνει δὲν εἶναι κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ ὅτι συμβαίνει καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις, ὅταν κάποιος ἔχει παρασυρθεῖ ἀπὸ ἕνα ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα πάθη, ὅπως γιὰ παράδειγμα πορνεία. Ἐδῶ ἰσχύει ὁ ἁγιογραφικὸς λόγος “Πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος, ὅτι Χριστὸς Ἰησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι” (Α’ Τιμ. 1,15), ποὺ σημαῖνει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἔχοντας ἔρθει γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς στὸν κόσμο, καὶ γιὰ νὰ μᾶς σώσει σταυρώθηκε ποὺ εἶχε ὡς ἐπόμενο καὶ νὰ ἀναστηθεῖ, καὶ μὲ τὴν στροφὴ τοῦ καθένα μας πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τὸ Σταυρό Του ἡ σωτηρία του μπορεῖ νὰ γίνει καὶ γι’ αὐτὸν πραγματικότητα. Αὐτὴ ἡ στροφὴ σημαῖνει μετάνοια καὶ ζωὴ μέσα στὴν Ἐκκλησία, μετέχοντας στὰ μυστήριά Της, μὲ τὴν δύναμη καὶ τὴν χάρη τῶν ὁποίων καὶ τὴν προσωπική προσπάθεια καὶ ἀγώνα, νικᾶται τὸ πάθος τῆς ὁμοφυλοφιλίας, ὅπως καὶ κάθε ἄλλο.
Ἐπίλογος.
Κοντὰ στὸν Χριστὸ καὶ μόνο ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη, καὶ μόνο ἐν Χριστῶ μπορεῖ νὰ ἀναπτύσσει μιὰ συνεχῶς τελειότερη σχέση πραγματικῆς ἀγάπης μὲ τὸν πλησίον. Μέσα στὴν ἔγγαμη σχέση ἀγάπης, ἡ ὁποία συνοδεύεται καὶ ἀπὸ τὴν ἀλληλοσυμπλήρωση τὴν ὁποῖα καθιστὰ δυνατὴ ἡ φυσικὴ διαφορὰ τῶν δύο φύλων, ποὺ χάρη σὲ αὐτὴν ὁ ἕνας νιώθει ὁλοκληρωμένος μέσω τῆς συναντήσεώς του μὲ τὸν ἄλλο, ὁ σκοπὸς εἶναι καὶ οἱ δυό τους, καὶ ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος, ὁ κάθε ἕνας στὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου ποὺ συναντά, νὰ ἔρθει σὲ συνάντηση τελικὰ καὶ μὲ Ἐκεῖνον, ποὺ ἔχει πλάσει καὶ τὸν ἄλλο ἄνθρωπο, τὸν σύντροφό του μὲ τὸν ὁποῖο εἶναι ἑνωμένος μαζί του, ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο, καὶ Αὐτὸς εἶναι ποὺ τοὺς ἔδωσε τὴν δυνατότητα νὰ ἔρθουν μαζὶ, ὅπως καὶ τοὺς ἕνωσε τελικὰ μαζί. Ἔτσι ἡ ἀγάπη τους ἐντὸς τοῦ Χριστοῦ ἀποκτὰ μιὰ καινούργια προοπτικὴ, μὲ τὴν ὁποία αὐτὴ ὑπάρχει ὡς μέρος τῆς ἀγάπης μεταξὺ Κτίστου καὶ πλάσματος, ἡ ὁποία εἶναι ἀνεξάντλητη, ἄπειρη καὶ αἰώνια, καὶ τὴν ὁποῖα βιώνουν ἄνευ σημασίας πιὰ ἅν τὸ ζοῦν καθένας ξεχωριστὰ ἤ ὡς ζεύγος ἑνωμένοι μαζὶ. Ἡ φύση λοιπὸν ὁδηγεῖ στὸ ὑπερ τὴν φύση, ἐνῶ τὸ παρὰ τὴν φύση ἐγλωβίζει στὴν ἐνδοκοσμικὴ σφαίρα τῆς ὕλης καὶ τῆς φαντασίας, τοῦ πρόσκαιρου καὶ τῆς φθοράς. Γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ ἀναγνωρίζουμε τὸν ρόλο τῆς φύσης ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Δημιουργό της καὶ νὰ τὴν σεβόμαστε, γιατὶ ἔτσι δείχνουμε τὸν σεβασμό μας πρὸς Ἐκεῖνον ποὺ τὴν δημιούργησε. Διαφορετικὰ ἄν τὴν παραβιάζουμε, παραβιάζουμε τὰ λόγια καὶ τὶς ἐντολές Του, καὶ ἀσεβοῦμε πρὸς Ἐκεῖνον, ὁπότε ἔτσι κλείνουμε καὶ τὸν δρόμο μέσω τοῦ ὁποίου μποροῦμε νὰ συναντήσουμε Αὐτόν. Ὅμως τὸ νὰ ἀγαπήσουμε ἀληθινὰ, ποὺ εἶναι καὶ ὁ σκοπὸς ποὺ ὑπάρχουμε, μποροῦμε νὰ τὸ κατακτήσουμε μόνο ἄν συναντήσουμε Αὐτὸν ποὺ μᾶς ἔκανε νὰ ὑπάρχουμε, καθῶς Ἐκεῖνος εἶναι ἡ ἀγάπη καὶ ἀπὸ Ἐκεῖνον ἡ ἀγάπη ἐκπηγάζει, καθῶς “ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν” (A’ Iω. 4, 8).
Παράρτημα.
A. Τὸ Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος σχετικὰ μὲ τὴν προσπάθεια ἀσχολίας μὲ θέματα ἐπιλογῆς φύλου (καὶ μὲ τὴν προσπάθεια ἀλλαγῆς τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν) στὴν Σχολεία.
Ἡ ἔμπνευση καὶ ἡ πρόκληση τοῦ τεχνητοῦ ἐρωτήματος «Ποιὸ φύλο προτιμᾶς;» τὸ ὁποῖο ἀποκτὰ δυνατότητα νὰ τεθεῖ μόνο μέσα στὸ πλαίσιο τῆς ἀποδοχῆς τῆς θεωρίας περὶ ὑπάρξεως κοινωνικοῦ φύλου ἀνεξαρτήτως τοῦ βιολογικοῦ-φυσικοῦ φύλου, μὴ λαμβάνοντας ὑπόψιν τὴν πλήρη ἀποτυχία της νὰ ἀποδειχθεῖ πειραματικά (βλέπε ἀρχὴ τοῦ ἄρθρου), εἶναι δυνατὸν μὲ ὅλο τὸ ἀναφαίρετο δικαίωμα μας νὰ ἐπιλέγουμε ἐλεύθερα ὡς ὑπεύθυνα ἄτομα, σύμφωνα μὲ τὰ πιστεύω μας, τὶς ἀξίες μας, καὶ τὸ σεβασμό στὴν φύση μας, νὰ μας βρίσκει παντελῶς ἀδιάφορους. Ὡστόσο ὅμως μπορούμε νὰ τὸ ἀπορρίψουμε ὁλοκληρωτικὰ καὶ ὡς γονεῖς, ποὺ δικαιούμαστε καὶ ὀφείλουμε νὰ μεριμνοῦμε καὶ νὰ δίνουμε τὰ κατάλληλα ἐφόδια καὶ βάσεις στὰ παιδιά μας γιὰ νὰ ἐπιλέγουν σωστὰ στὴν ζωή τους καὶ γιὰ νὰ φυλαχθοῦν ἀπὸ ἀδιέξοδους, ἐπικύνδυνους καὶ καταστροφικοὺς ἀτραπούς, ὥστε τελικὰ νὰ ἀποτελέσουν χρήσιμα μέλη τῆς κοινωνίας, ἄξιοι φορεῖς τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῶν ἀξιῶν ποὺ κληρονόμησαν, συνειδητοὺς φύλακες τοῦ ἔθνους τους καὶ τῶν παραδόσεών του. Καὶ βέβαια τὰ ἐρωτήματα περὶ φύλου στὰ σχολεῖα, ἀντὶ τῆς σωστῆς καὶ γνήσιας διδασκαλίας τῆς ἱστορίας καὶ τῆς γλώσσας μας, ὅπως ἐπίσης καὶ τὰ ἐρωτήματα διαθρησκειακοῦ συγκριτισμοῦ, ἀντὶ τῆς μελέτης τῆς λαμπρῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσης μας (χωρὶς νὰ ἀποκλείει αὐτὸ καὶ κάποια γνωσιολογικὴ ἀναφορὰ στὶς ἄλλες θρησκείες), ὁδηγοῦν τὸ μαθητὴ σὲ ἀποπροσανατολισμὸ εἰς βάρος τῆς ταυτότητάς του, ὅπως θὰ ἤθελε ἡ οἰκογένειά του καὶ ὁ ἴδιος νὰ τὴν διαμορφώσει, γνωρίζοντάς του τὴν ἐθνική της καταγωγή, τὶς πολιτισμικές της παραδόσεις καὶ τὸ θρησκευτικό της πιστεύω. Τὰ ἄρθρα τοῦ Συντάγματός μας ὑπερασπίζονται καὶ προσπαθοῦν νὰ προστατέψουν τὸ μαθητὴ καὶ τὴν οἰκογένεια ἀπὸ τέτοιες ἀθέμιτες, παράλογες καὶ ἐπικύνδυνες παρεμβάσεις τῆς πολιτείας εἰς βάρος τους.
Τὸ ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγματος τῆς Ελλάδος γράφει: «1. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη…2…. Ο προσηλυτισμός απαγορεύεται.»-Ὅμως τὸ μάθημα διαθρησκειακοῦ συγκριτισμοῦ ποὺ θέλουν νὰ ἀντικαταστήσει τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, ποὺ φέρνει σὲ ἐπαφὴ τοὺς μαθητὲς μὲ τὴν Ἑλληνορθόδοξη Παράδοση, ἔχει ἀναμφισβήτητα καὶ προσηλυτιστικό χαρακτήρα μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ποὺ ξεκάθαρα ἐξηγοῦν στὸ Νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν θέλουν νὰ γίνεται (ἐμπειρικὰ, πού εἶναι ὁ τρόπος τῆς κατήχησης). Γίνεται ἔτσι ἕνα εἴδος προσηλυτισμοῦ στὸν συγκριτιστικὸ οἰκουμενισμό (μαθαίνοντας παράλληλα γιὰ ὅλες τὶς θρησκείες, ὅπου τὸ κέντρο βάρος παύει πιὰ νὰ πέφτει στὴν Ὀρθόδοξη πίστη), παραβιάζοντας τὸ σύνταγμα καὶ τὰ δικαιώματα τῶν μαθητῶν καὶ τῶν γονέων κατάφορα. Ἐπίσης καὶ τὰ ἐρωτήματα περὶ φύλου στὰ σχολεῖα, ἐπειδὴ εἶναι σφόδρα ἀντίθετα πρὸς τὸ χριστιανικό πιστεύω καὶ τὴν ἀπορρέουσα ἀπὸ αὐτὸ ἠθικὴ, καὶ κατὰ συνέπεια προσκρούουν στὴν χριστιανική συνείδηση πολλῶν ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀπευθύνονται, (ἐνῶ πρέπει νὰ σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι ἡ ἀποδόμηση τοῦ φύλου, ἐννοῶντας τὸ φυσικό φύλο, ποὺ ἔχουμε ἐκ γεννετῆς, ποῦ γίνεται θεωρῶντας το ὡς ἕνα στερεότυπο, μὲ σκοπὸ νὰ ὑπάρχει ἡ δυνατότητα ἀντικατάστασής του ἀπὸ ἄλλο, σύμφωνα μὲ ὅσα διδάσκει ἡ θεωρία τοῦ κοινωνικοῦ φύλου, εἶναι καὶ αὐτὸ προσηλυτισμός, ἄν καὶ ὄχι θρησκευτικοῦ χαρακτήρα, ἀλλὰ ἰδεολογικοῦ), γι᾿ αὐτὸ ἀποτελοῦν καὶ αὐτὰ παραβίαση τοῦ παραπάνω ἄρθρου τοῦ ἑλληνικοῦ συντάγματος.
Ὅσοι ἐπιδιώκουν νὰ εἰσάγουν στὰ σχολεῖα ἐρωτήματα σὰν αὐτὰ παραβιάζουν καὶ τὸ ἄρθρο 16 τοῦ συντάγματος ποὺ προβλέπει ὅτι: «Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης». Τὸ ἄρθρο αὐτὸ ὁρίζει ὅτι τὸ κράτος ὄχι μόνο θὰ ἔπρεπε νὰ σεβαστεῖ τὰ θρησκευτικά πιστεύω τῶν μαθητῶν καὶ τῶν γονέων τους, ἀλλὰ καὶ νὰ μεριμνά γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικῆς καὶ θρησκευτικῆς συνείδησης τῶν μαθητῶν. Πράγμα τὸ ὁποῖο γιὰ νὰ συμβεῖ, ἀντὶ καταπατῶντας τὸ σύνταγμα νὰ ἐπιδιώκουν νὰ μαθαίνουν τοὺς μαθητὲς νὰ ἀσχολοῦνται μὲ ἐπιλογὲς φανταστικῶν ὑποτιθέμενων κοινωνικῶν φύλων, καὶ νὰ τοὺς ὁδηγοῦν ἔτσι σὲ ταυτοτικὰ ἀδιέξοδα, θὰ ἔπρεπε νὰ τοὺς δίδασκαν ἀξίες γνωρίζοντάς τους τὴν ἱστορία τῶν προγόνων τους, τὴν γλώσσα τους, τὴν ἑλληνορθόδοξη παράδοσή τους. Τὸ ἄρθρο 5 τοῦ συντάγματος μάλιστα κάνοντας μιὰ βιοηθικὴ ἀναφορά γράφει ὅτι «Καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας και της γενετικής του ταυτότητας.». Πὼς εἶναι δυνατόν ὅμως, ἀπὸ τὴν μιὰ γιὰ τὴν γενετικὴ ταυτότητα τὸ συνταγματικὸ ἄρθρο νὰ ὁρίζει πῶς πρέπει νὰ προστατεύεται, καὶ ὅσον ἀφορὰ τὸ φύλο βέβαια ὅντως ἀναπόφευκτα πάντα παραμένει ἡ ἴδια, χωρὶς οὐδεμία δυνατότητα ἐπιλογῆς της, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ ζητοῦν μερικοὶ τὴν μονομερὴ ἐξωτερικὴ ἀλλαγὴ στὴν ἐμφάνιση καὶ συμπεριφορά, ποὺ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἀντίκειται στὴν ἀμετάβλητη συγκεκριμένη γενετικὴ δομή, μὲ κατάληξη τὴν διατάραξη τῆς σωματικῆς ἁρμονίας τους καὶ τὸν ὅποιο ψυχολογικό ἀντίκτυπό αὐτῆς;
Τὸ πλήγμα που μπορεῖ νὰ δεχθεῖ ὁ θεσμός τῆς οἰκογένειας ἀπὸ ὅλα αὐτὰ, τὴν ἴδια στιγμὴ μαζί μὲ τὴν μητρότητα, καὶ βέβαια καὶ τὸ ἴδιο παιδὶ, σημαῖνει καὶ παραβίαση τοῦ ἄρθρου 21 τοῦ συντάγματος ποὺ ἀξιώνει τὴν προστασία τοῦ Κράτους ἐπ’ αὐτῶν: «1. Η οικογένεια, ὡς θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό τὴν προστασία του Κράτους». Συμπερασματικὰ λοιπόν τὸ κράτος προσπαθῶντας νὰ ἐπιβάλλει τὰ πιστεύω καὶ τὰ θελήματά του ἀδιαφορῶντας ἐντελῶς γιὰ τὸ ἔθνος μας καὶ τὴν ἱστορία του, γιὰ τὴν πίστη καὶ παράδοσή μας, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἴδια τὴν φύση μὲ τὴν ὁποία πλαστήκαμε καὶ μόνο μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῆς ὁποίας εἶναι δυνατὸν νὰ ζοῦμε φυσιολογικά καὶ γόνιμα, δὲν διστάζει νὰ καταπατεῖ κατάφορα καὶ τὸ Σύνταγμά μας καὶ νὰ λαμβάνει ἀποφάσεις σὰν αὐτὸ νὰ μὴν ὑπάρχει. Καὶ δὲν παραβιάζει μόνο αὐτό, ἀλλά καὶ σχετικὲς διεθνεῖς συμβάσεις.
Ἔτσι λοιπόν στὴν Διεθνή Σύμβαση τοῦ ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού (Ν.2101/1992 ΦΕΚ), τὸ ἄρθρο 29 (παρ.1γ) τῆς ὑπερασπίζεται τὴν ταυτότητα, τὴν γλώσσα, τὶς πολιτιστικές καὶ ἐθνικές ἀξίες, ἀλλὰ καὶ τὸν σεβασμὸ τῶν γονέων καὶ ὄχι τὴν περιφρόνησή τους σὲ ὅτι ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸ παιδὶ. Ἀλλὰ καὶ στὸ ἄρθρο 5 γράφει ὅτι «Τα Συμβαλλόμενα Κράτη σέβονται την ευθύνη, το δικαίωμα και το καθήκον που έχουν οι γονείς (ή, κατά περίπτωση, τα μέλη της διευρυμένης οικογένειας ή της κοινότητας, όπως προβλέπεται από τα τοπικά έθιμα, οι επίτροποι ή άλλα πρόσωπα που έχουν νόμιμα την ευθύνη για το παιδί), να του παρέχουν, κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στην ανάπτυξη των ικανοτήτων του, τον προσανατολισμό και τις κατάλληλες συμβουλές …». Παρακάτω πάλι τὸ άρθρο 8 (παρ.1), ἀναφερόμενο στὴν διαφύλαξη τῆς ταυτότητάς τοῦ παιδιοῦ, γράφει ὅτι μαζί μὲ τὴν ἰθαγένειά του καὶ τὸ ὄνομά του, σὲ αὐτὴν συμπεριλαμβάνονται καὶ οἱ οἰκογενειακές του σχέσεις. Μὲ τὰ ἐρωτήματα λοιπὸν ποὺ θέλουν νὰ εἰσάγουν οἱ ἰθύνοντες στὰ σχολεῖα καὶ νὰ τὰ ἀπευθύνουν στοὺς μαθητὲς ποὺ ἀφοροῦν ἄμεσα τὴν ταυτότητά τους, ὡς διαδικασία ὑποχρεωτική, χωρὶς νὰ δείχνουν πρόθεση νὰ δώσουν σημασία καὶ νὰ σεβαστοῦν στὶς ἀντίθετες ἀπόψεις τῶν γονέων ὅσον ἀφορὰ αὐτὰ τὰ θέματα, δὲν ἀδιαφοροῦν καὶ γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ δικαιώματα τῶν παιδιῶν καὶ τῶν γονέων, γιὰ τὴν διαφύλαξη τῆς ταυτότητά τους, τῶν πολιτιστικῶν καὶ ἐθνικῶν ἀξιῶν τους, ποὺ γράφουν ὅτι τὰ ὑπερασπίζονται τὰ παραπάνω ἄρθρα;
B. Ἀπὸ παλαιότερο ἄρθρο μας μὲ ἀφορμὴ τὴν πρὸ ἑνὸς ἔτους νομοθέτηση τοῦ συμφώνου συμβίωσης μεταξὺ ἀτόμων τοῦ ἴδιου φύλου:
Τὸ ζήτημα τῆς ἐπιλογῆς φύλου.
Σχετικὰ μὲ τὸν νέο νόμο, ἄς ἐξετάσουμε τὸ ζήτημα τῆς ἐπιλογῆς φύλου ποὺ θέτουν αὐτοὶ ποὺ θέλουν νὰ προωθήσουν τὴν ὁμοφυλοφιλία. Ἄν ὑπῆρχε τέτοιο ζήτημα καὶ κάποιος εἴχε τὸ δικαίωμα νὰ ἐπιλέξει τὸ φύλο του σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιθυμίες του, χωρὶς νὰ δεσμεύεται ἀπὸ τὴν φύση τὶ φυσικὰ χαρακτηριστικὰ φύλου θὰ τοῦ δώσει, τότε πραγματικὰ θὰ ἦταν ὀρθὴ καὶ δίκαιη ἡ νομικὴ κάλυψη τῆς συμβίωσης κάποιου μὲ ὁποιονδήποτε ἄλλον ἄνθρωπο ἀσχέτως φύλου. Ὡστόσο ὅμως τὰ φυσικὰ χαρακτηριστικὰ του φύλου του κάποιος, εἶναι σὲ ὅλους καλὰ γνωστὸ ὅτι, εἶναι καθορισμένα πολὺ πρὶν ἐμεῖς γνωρίσουμε ὅτι κάποιος μπορεῖ νὰ εἶναι ἄντρας ἤ γυναίκα. Μάλιστα το φύλο τοῦ κάθε ἀνθρώπου ἔχει καθοριστεῖ ἀκόμα καὶ πρὶν ἀρχίσει ὀ ἄνθρωπος νὰ ζεῖ, δηλαδὴ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς γονιμοποίησης τοῦ ὠαρίου μὲ τὸν σχηματισμό τοῦ ἐμβρύου. Καὶ συμβαίνει αὐτὸ, καθῶς τὸ φύλο καθορίζεται κατὰ τὴν διαδικασία τῆς σύλληψης καὶ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ εἶδος τοῦ σπερματοζωαρίου ποὺ εἰσέρχεται στὸ ὠάριο προκειμένου αὐτὸ νὰ γονιμοποιηθεῖ, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ ποιὰ σχετικὰ μὲ τὸ φύλο χρωμοσώματα περιέχει, Υ (ἀνδρικὸ) ἤ Χ (γυναικείο). Μετὰ τὴν εἴσοδο τοῦ σπερματοζωαρίου στὸ ὠάριο μεσολαβεῖ κάποιος σύντομος χρόνος (μερικές ὧρες) μέχρι τὴν ὁλοκλήρωση τῆς γονιμοποίησης, που συμβαίνει ὅταν ἐνώνεται το γενετικὸ ὑλικὸ τοῦ σπερματοζωαρίου μὲ αὐτὸ τοῦ ὠαρίου καὶ σχηματίζεται το ἔμβρυο μὲ τὸ νέο δικὸ του γενετικὸ ὑλικὸ (ἀρχικὰ μονοκύτταρο), ποὺ ἀνήκει στὸν νέο ἄνθρωπο ποὺ ἡ ζωὴ του μόλις ἀρχίζει. Ἑπομένως τὸ φύλο ἔχει προκαθοριστεῖ λίγο χρόνο νωρίτερα τῆς ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ χρειάζονται ἀκόμα ἀρκετοὶ περισσότεροι ἀπὸ ἑννιὰ μῆνες μέχρι νὰ γεννηθεῖ τὸ παιδὶ καὶ νὰ ἀρχίσει νὰ ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἕνας ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ εἶναι ἄντρας ἤ γυναίκα, πράγμα ποὺ καὶ πάλι ἀρχικὰ τὸ διαπιστώνει στὰ πρόσωπα τῶν γονιῶν του, πρὶν τὸ διαπιστώσει καὶ στὸν ἑαυτὸ του. Καὶ ἐδῶ εὔκολα καταλαβαίνει κανεῖς τὶ ἐπίδραση θὰ ἔχει σὲ ἕνα παιδὶ, ἄν ἀντὶ γιὰ ἕνα πατέρα καὶ μιὰ μάνα, ἔχει δύο ‘πατέρες’ ἤ δύο ‘μάνες’, καὶ ἔτσι ἔρθει ἀρχικὰ σὲ ἐπαφὴ μόνο μὲ τὸ ἕνα φύλο δύο ομόφυλων ‘γονέων’, ποὺ μπορεῖ μάλιστα νὰ μὴν εἶναι καὶ τὸ δικὸ του. Ἄν δὲν εἶναι τὸ δικὸ του καὶ τοῦ μάθουν, ὅπως ἐπιδιώκουν, καὶ ὅτι τὸ φύλο ἐπιλέγεται ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ φύλο ποὺ τοῦ ἔδωσε ἡ φύση, τότε ἡ ὑποτιθέμενη ἐπιλογὴ φύλου, θὰ καταλήξει στὴν πραγματικότητα γιὰ ὁποιοδήποτε τέτοιο παιδὶ σὲ υἱοθέτηση συμπεριφορὰς τοῦ φύλου τοῦ ἄλλου ἀπὸ τὸ φύλο του, ἀναπόφευκτα καὶ χωρὶς καμιὰ ἐπιλογὴ. Βέβαια, ἄν ἕνα παιδὶ ἀνατραφεῖ ἀπὸ ὁμόφυλους γονεῖς, ἄσχετα ἀπὸ τὸ φύλο του, ἐφόσον αὐτοὶ καλλιεργοῦν συμπεριφορὲς ἄλλες ἀπὸ τὶς φυσιολογικὲς γιὰ τὸ κατὰ φύση φύλο τους, καὶ αὐτὸ θὰ ἔρθει σὲ σύγχυση σχετικὰ μὲ τὸ ποιοῦ φύλου συμπεριφορὰ εἶναι κατάλληλη γιὰ τὸ ἴδιο νὰ ἔχει. Γιὰ τὸν προφανὴ λόγο ὅμως ὅτι ὀ καθένας ἔχει τὰ φυσικὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ ἑνὸς ἥ τοῦ ἄλλου φύλου ἐκ γενετῆς (πλὴν πολὺ σπάνιων ἐξαιρέσεων λόγω κάποιας γενετικῆς ἀνωμαλίας, μὲ παρουσία τοῦ Υ χρωμοσώματος ἀπὸ τὸν ἄνδρα καὶ τῶν δύο Χ χρωμοσωμάτων ἀπὸ τὴν γυναῖκα, ἀντὶ γιὰ ἔνα ποὺ εἶναι τὸ φυσιολογικὸ), καὶ σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν εἶναι ἐπιλογὴ του αὐτὸ, σημαίνει ὅτι τυχῶν ἐπιλογὴ του νὰ καλλιεργήσει συμπεριφορές ποὺ ταιριάζουν στὸ ἄλλο φύλο, ἀπὸ τὸ φύλο τοῦ ὁποίου φέρει τὰ φυσικὰ χαρακτηριστικὰ, δὲν εἶναι μὲ κανένα τρόπο φυσιολογικὲς καὶ ὑγιεῖς.
Ἄς σημειώσουμε ἐδῶ σχετικὰ μὲ τὴν γενετικὴ μηχανικὴ, ποὺ στὰ χρόνια μας προσπαθεῖ νὰ γνωρίσει ὅσο μπορεῖ τοὺς γενετικοὺς μηχανισμοὺς γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ἐπεμβαίνει σὲ αὐτοὺς καὶ νὰ τοὺς ἐλέγχει, καὶ χαρτογραφεῖ τὸ γονιδίωμα, ὅτι ἴσως καταφέρει νὰ ἐλέγχει τὴν ἐπιλογὴ φύλου ποὺ λαμβάνει χώρα πρὶν τὴν τεχνητὴ γονιμοποίηση, ἢ, πιὸ πιθανὸν, νὰ καταφέρει νὰ διακρίνει ἀνάμεσα στὰ πολλὰ ἔμβρυα ποὺ δημιουργοῦνται μετὰ ἀπὸ μία τεχνητὴ γονιμοποίηση, πρὶν κάνει τὴν ἐπιλογὴ αὐτοῦ ποὺ θὰ κυοφορηθεῖ, ποιὰ φέρουν Υ χρωμόσωμα καὶ ποιὰ Χ, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ ἐπιλέγει κατὰ βούληση κάποιο μὲ τὸ ἕνα ἤ μὲ τὸ ἄλλο χρωμόσωμα (αὐτὴ εἶναι μιὰ μέθοδο βέβαια ποὺ ὁδηγεῖ στὴν καταστροφὴ τῶν πολλῶν ἀχρησιμοποίητων ἐμβρύων, ἤ στὴν κατάψυξή τους, ἡ ὁποία, ἐκτὸς τοῦ ὅτι φυσικὰ αὐτὴ καθ’ ἐαυτὴ εἶναι ἀνθυγιεινὴ καὶ μπορεῖ νὰ ἀποβεῖ καὶ καταστροφικὴ, ἐπίσης δεν σημαίνει ὅτι αὐτὰ ἀπαραίτητα θὰ χρησιμοποιηθοῦν σὲ κάποια ἄλλη κυοφορία καὶ ἔτσι θὰ ἀποφύγουν τελικὰ τὴν καταστροφὴ). Σὲ κάθε περίπτωση βέβαια ἡ ἐπιλογὴ θὰ γίνεται πάντα πρὶν τὴν γονιμοποίηση, ἤ, ἄν ἀντὶ γιὰ τὸ φύλο τοῦ ἐμβρύου θὰ ἐπιλέγεται τὸ ἔμβρυο μὲ το κατάλληλο φύλο, πρὶν τὴν κυοφορία, χωρὶς αυτονόητα νὰ παύει νὰ παραμένει ἀδύνατη ὁποιαδήποτε ἐπιλογὴ γενετικῆς σχετικὴ μὲ τὸ φύλο μετὰ τὴν ἔναρξη τῆς κυοφορίας. Ἴσως κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς, ποὺ δὲν ἀρκοῦνται στὸν τρὸπο ποὺ μᾶς δημιούργησε ὁ Θεὸς (‘ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς’, Γεν. 1, 27:: Μετάφρ. ‘ὁ Θεὸς τοὺς ἐδημιούργησεν ἀπ’ ἀρχῆς ἄνδρα καὶ γυναίκα’), να περιμένουν ἀπὸ τὴν γενετικὴ μηχανικὴ κάποτε νὰ κάνει δυνατὴ τὴν γέννηση ἑνὸς ἀνθρώπου μὲ τὸ Υ ἤ Χ χρωμόσωμα τοῦ φύλου νὰ ἔχει ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ κάποιο ἄλλο καὶ αὐτὸς νὰ φέρει φυσικὰ χαρακτηριστικὰ ἀνάμεσα στὰ γυναικεία καὶ τὰ ἀντρικά, ἀλλὰ σὲ μιὰ τέτοια περίπτωση θὰ μποροῦμε περισσότερο μάλλον νὰ μιλάμε γιὰ κάποιον ποὺ πάσχει ἀπὸ κάποια γενετικὴ ἀνωμαλία, παρὰ γιὰ ἕνα φυσιολογικὸ ἄνθρωπο (ὅπως στὴ περίπτωση τῆς παρουσίας τῶν ΧΧΥ χρωμοσωμάτων, ποὺ ἀναφέραμε ἤδη παραπάνω, ἡ ὁποῖα συμβαίνει σὲ σπάνιες περιπτώσεις ἀπὸ λάθος τῆς φύσεως).
Μήπως ὅμως, ὅπως θὰ μπορούσε νὰ ἰσχυριστεῖ κάποιος ἀπὸ ὅσους ὑποστηρίζουν τὴν ὁμοφυλοφιλία, θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ δικαιολογηθεῖ καὶ νὰ βρεῖ κάποιο λογικὸ ἔρεισμα ἡ νομικὴ κάλυψη της, χωρὶς νὰ αἰωρεῖται στὸ κενὸ τοῦ παραλόγου, μία συμβίωση κάποιου μὲ κάποιον ἄλλο τοῦ ἴδιου φύλου, ὅταν ἔχει ἀλλάξει τὰ φυσικὰ χαρακτηριστικὰ του φύλου μὲ μιὰ ἰατρικὴ ἐπέμβαση, πράγμα ποὺ εἶναι δυνατὸν σήμερα; Ἔστω καὶ πολλὰ χρόνια μετὰ τὴν γέννησή του δὲν μπορεῖ μὲ αὐτὸ τὸν τρὸπο νὰ κάνει τὴν δικιά του ἐπιλογὴ, σύμφωνα μὲ τὶς δικές του ἐπιθυμίες, καὶ νὰ ἀλλάξει τὸ φύλο του, ποὺ εἴχε φυσικῶς, στὸ ἄλλο φύλο; Δυστυχῶς ὅμως γιὰ αὐτοὺς ποὺ αὐτὰ τοὺς ἀπασχολοῦν καὶ αὐτὰ ζητοῦν νὰ πετύχουν, μιὰ τέτοια ἐπέμβαση δὲν πετυχαίνει τίποτα ἄλλο στὴν πραγματικότητα ἀπὸ μιὰ ἐξωτερική, φαινομενική σωματικὴ ἀλλαγή (κατὰ τὸν φαινότυπο), ἐνῶ στὴν οὐσία του καὶ στὴν σύνθεσή του (κατὰ τὸν γονότυπο) τὸ σῶμα παραμένει τὸ ἴδιο, δηλαδὴ ἀποτελούμενο ἀπὸ κύτταρα ποὺ ἀνάμεσα στὰ χρωμοσώματά τους περιέχουν αὐτὰ ποὺ εἶναι χαρακτηριστικὰ τοῦ φυσικοῦ φύλου τους καὶ ὄχι αὐτοῦ τοῦ ὁποίου πῆραν τὴν μορφὴ χρησιμοποιῶντας τὶς δυνατότητες τῆς ἰατρικῆς, καὶ τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι, οὔτε θὰ γίνει ποτὲ, δυνατὸν νὰ ἀλλάξουν, ὅπως ἐξηγήσαμε ἤδη παραπάνω. Bέβαια ὑπάρχουν καὶ οἱ σπάνιες περιπτώσεις κάποιας γενετικῆς ἀνωμαλίας σχετιζόμενης μὲ τὰ χρωμοσώματα ποὺ καθορίζουν τὸ φύλο, ποὺ ἀναφέραμε παραπάνω ὅτι αὐτὴ συμβαίνει ὅταν αὐτὰ εἶναι τὰ ΧΧΥ, ὅπου ἐπικρατεῖ τὸ Χ ἐπὶ τοῦ Υ, δηλαδὴ ὁ γυναικεῖος χαρακτήρας ἐπικρατεῖ ἐπὶ τοῦ ἀνδρικοῦ, παρόλο ποὺ κάποια ἀνδρικὰ χαρακτηριστικὰ, ὅπως μυϊκὴ δύναμη καὶ φωνὴ, μπορεῖ νὰ διατηροῦνται. Τότε μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπιστεῖ ἡ ἐξωτερικῆ σύγχυση μὲ κατάλληλη φαρμακευτικὴ ἀγωγὴ, ἤ μόνη της, ἤ μπορεῖ καὶ μὲ διορθωτικὴ ἐπέμβαση σὲ ἄλλες περιπτῶσεις, ποὺ θὰ βοήθαγε στὸ πρόβλημα νὰ ἀπομείνουν μόνο τα γυναικεῖα στοιχεῖα, προσέχοντας ὁπωσδήποτε καὶ τὸν τρόπο ἀνατροφῆς νὰ εἶναι ἐξ’ ἀρχῆς ὁ ἀπαραίτητος γιὰ τὸν εὔστοχο καὶ στέρεο προσανατολισμὸ φύλου. Σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση ἠ ἐξωτερικὴ αὐτὴ διόρθωση, ἐνῶ φυσικὰ δὲν ἀλλάζει τὴν ἐσωτερικὴ χρωμοσωμικὴ σύσταση μὲ τὰ ΧΧΥ νὰ παραμένουν, ὡστόσο ἐδῶ δὲν ἀντιτίθεται ἡ ἐξωτερικὴ μορφὴ στὴν ἐσωτερικὴ σύσταση, οὔτε τὸ μὴ φυσιολογικὸ δὲν εἶναι τὸ ἐξωτερικὸ, ὅπου ἰατρικῶς πῆρε μορφῆ ἀπὸ τὴν μη φυσιολογικῆ ἀσαφῆ μορφῆ ποὺ εἴχε πρίν, ὅπου συνδύαζε ἀνδρικὰ καὶ γυναικεία χαρακτηριστικὰ, ἀλλὰ τὸ μη φυσιολογικὸ εἶναι τὸ ἐσωτερικὸ, ποὺ, ἀπὸ λάθος τῆς φύσεως καὶ ὄχι ἀπὸ ἀνθρώπινη ἐπιλογὴ, εἶναι διαφορετικὸ ἀπὸ τὶς δύο ὑγιεῖς καταστάσεις ΧΧ ἤ ΧΥ. Ἐδῶ νὰ διευκρινήσουμε ὅτι ἕνας ἄνθρωπος μὲ τέτοιο πρόβλημα, ἄν δὲν γίνει τὸ φυσικό πρόβλημά του αὐτὸ ἀφορμῆ νὰ ταλαντευτεῖ ὡς πρὸς τὸν σεξουαλικὸ του προσανατολισμὸ, ἀλλὰ μείνει σταθερὸς πρὸς τὰ ἐκεῖ ποὺ ἡ φυσιολογία του κλίνει περισσότερο, εἶναι δυνατὸν, καὶ χωρὶς νὰ τὸ ἀντιμετωπίσει ἰατρικά, νὰ μπορεῖ νὰ ζήσει φυσιολογικὰ καὶ καλὰ μὲ αὐτὸ.
Ἑπομένως, καὶ μὲ τὴν ἀλλαγὴ φύλου κάποιου, ποὺ εἶναι ὡς πρὸς τὸ φύλο γενετικὰ ὑγιῆς, τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ εἶναι μιὰ φοβερὴ παραμόρφωση τοῦ σώματος, ποὺ τὸ βγάζει ἀπὸ τὴν προηγούμενη ἰσορροπημένη φυσιολογική του κατάσταση (ὅπου τὸ σῶμα ἔχει τὸν ὑψηλὸ προορισμὸ νὰ εἶναι μέλος Χριστοῦ, ‘οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν; ἄρας οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ ποιήσω πόρνης μέλη; μὴ γένοιτο’, Α΄ Κορ. 6,15:: Μετάφρ. ‘Δὲν γνωρίζετε ὅτι τὰ σώματά σας εἶναι μέλη τοῦ Χριστοῦ; Νὰ ἀποτραβήξω, λοιπόν, καὶ νὰ πάρω τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ τὰ κάνω μέλη πόρνης; Μὴ γένοιτο.’, καὶ ναὸς Θεοῦ, ‘οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματός ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν;’, Α΄ Κορ. 6,19:: Μετάφρ. ‘Ἤ δὲν γνωρίζετε ὅτι τὸ σῶμα σας εἶναι ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ κατοικεί μέσα σας, καὶ τὸ ἔχετε λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἄρα δὲν ἀνήκετε στὸν ἐαυτόν σας;’) καὶ μιὰ τέτοια ἀλλαγὴ μόνο νὰ βοηθήσει δὲν μπορεῖ στὸ νὰ δικαιολογήσει τὴν συμβίωση ἀτόμων γεννημένων μὲ τὸ ἴδιο φύλο, ἀποκαλύπτοντας ἀκόμα πιὸ πολὺ τὸ παράλογο μιὰς τέτοιας ἀπαίτησης. Βέβαια ὁ καθένας εἶναι ἐλεύθερος νὰ κάνει τὶς ἐπιλογές του καὶ ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ τὶς ἀνεχόμαστε, ἀκόμα καὶ ἄν δεν εἶναι φυσιολογικὲς καὶ δὲν μᾶς βρίσκουν σύμφωνους, ἀρκεῖ νὰ μὴν μᾶς προκαλούν, μὴν μᾶς προσβάλλουν καὶ νὰ μὴν ἀποτελοῦν ἀπειλὴ γιὰ τὸ κοινωνικὸ σύνολο. Ὄχι ὅμως νὰ τὶς ἀναγνωρίζουμε καὶ νὰ τὶς κατοχυρώνουμε καὶ νομικὰ, ὅταν παρεκτρέπονται ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ φυσιολογικοῦ, ἄτοπα, χωρὶς καμιὰ προοπτική.
Εἶναι γεγονὸς ὅτι κάποιοι συνάνθρωποί μας εἶναι πραγματικὰ μπερδεμένοι, γιατὶ ἄλλο φύλο ἔχουν καὶ ἄλλες τείνουν νὰ εἶναι οἱ ἐπιθυμίες τους, εἴτε αὐτὸ συμβαίνει, στὶς σπάνιες περιπτώσεις κάποιας γενετικής ἀπόκλισης ἀπὸ φυσικὸ λάθος, ὅπως ἀναφέραμε, εἴτε συχνὰ λάθος προτύπων ποὺ τοὺς προβλήθηκαν στα ΜΜΕ, ἤ τώρα καὶ στὸ σχολεῖο, καὶ χωρὶς νὰ λάβουν ἄλλη καθοδήγηση ἀπὸ τοὺς γονεῖς ἤ κάποιους διδασκάλους, τὰ ἀφομοίωσαν καὶ τὰ μιμήθηκαν, εἴτε ἄλλες φορὲς πάλι λόγω σοβαρῶν προβλημάτων καὶ μὴ ὑγιῶν συνθηκῶν ποὺ ὑπῆρχαν ἀτυχῶς στὸ περιβάλλον στὸ ὁποῖο ἀνατράφηκαν, οἱ ὁποῖες ἐπέδρασαν ἀρνητικὰ στὴν ψυχολογικὴ τους κατάσταση καὶ στην σταθερότητα τοῦ σεξουαλικοῦ προσανατολισμοῦ τους, εἴτε, στὴν πιὸ χειρότερη καὶ ἀπευκταία περίπτωση, ἀπομονωμένα ἤ ἐπαναλαμβανόμενα γεγονότα κακοποίησης ποὺ ἔχουν ὑποστεὶ σὲ ἡλικία ποὺ δὲν μπορούσαν νὰ ἀντιδράσουν, τοὺς τραυμάτισαν καὶ ἀποπροσανατόλισαν αὐτοὺς ἀπὸ τὸν φυσιολογικὸ ρόλο καὶ προορισμὸ τοῦ φύλου τους. Ἡ φυλετικὴ σύγχυση στὴν ὁποία βρίσκονται κάποιοι ἄνθρωποι, ἐπειδὴ πραγματικὰ ὁ κόσμος μέσα στὸν ὁποῖο ἔζησαν τὰ πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς τους δὲν ἦταν αὐτὸς ποὺ ὄφειλε νὰ εἶναι ἀπέναντί τους, δὲν σημαίνει βέβαια ὅτι ἡ καλλιέργεια ἐπιθυμιῶν καὶ ἡ ἄσκηση συμπεριφορῶν ἀσυμβίβαστων τοῦ φύλου τους εἶναι ἀναπόφευκτη καὶ δὲν εἶναι σὲ θέση πιὰ νὰ καθορίσουν τὴν ζωὴ τους κατὰ τὸν φυσιολογικὸ τρὸπο, ἐπαναφέροντας τὶς ἐπιθυμίες τους σὲ ἰσορροπία καὶ ἀρμονία μὲ τὸ φύλο τους. Κάτι τέτοιο βέβαια ἔρχεται σὲ ἀντίθεση με ὅτι διδάσκεται στὴν σύγχρονη κοινωνία, ὅπου ἡ χαλιναγώγηση τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ παθῶν μας δὲν νοεῖται δυνατὸν νὰ μπορεῖ νὰ βρεῖ χῶρο στὴν ζωὴ μας, καθῶς ἀντιθέτως προβάλλεται ἡ ἐλεύθερη καλλιέργεια καὶ ἱκανοποίησή τους, καὶ αὐτὸ θεωρεῖται ὡς ἐλευθερία, ἐνῶ θεωρεῖται ἡ χαλιναγώγησή τους ὡς κατάργησή της (‘ὑπέρογκα γὰρ ματαιότητος φθεγγόμενοι δελεάζουσιν ἐν ἐπιθυμίαις σαρκὸς ἀσελγείαις’, Β΄ Πε. 2, 18:: Μετάφρ. ‘Διότι αὐτοὶ ὁμιλοῦν μὲ ἐξωγκωμένους κτυπητοὺς λόγους, γεμάτους ψεύδος καὶ ματαιότητα, καὶ παρασύρουν, μὲ τὸ δόλωμα τῶν σαρκικῶν επιθυμιῶν καὶ τῶν ἀκολασιῶν, τοὺς ἀστηρίκτους στὴν πίστη.’). Ὅμως οἱ ανεξέλεγκτες ἐπιθυμίες καὶ τὰ ἐξαπτόμενα πάθη δὲν μᾶς ἐλευθερώνουν, ἀλλὰ μᾶς ὑποδουλώνουν, καὶ διαπιστώνει εὔκολα κανεὶς, ὅτι καὶ νὰ θέλεις πολλὲς φορὲς νὰ τὰ ἀποφύγεις, εἶναι δύσκολο, ἄν ὄχι ἀδύνατο, νὰ τὸ πετύχεις (‘ἐλευθερίαν αὐτοῖς ἐπαγγελλόμενοι, αὐτοὶ δοῦλοι ὑπάρχοντες τῆς φθορᾶς· ᾧ γάρ τις ἥττηται, τούτῳ καὶ δεδούλωται.’ Β΄ Πε. 2, 19:: Μετάφρ. ‘Καὶ ὑπόσχονται εἰς αὐτοὺς λύτρωση καὶ ἐλευθερία, ἐνῶ αὐτοὶ εἶναι δοῦλοι τῆς διαφθοράς, ποὺ ὁδηγεί εἰς τὴν καταστροφὴ. Διότι εἰς ἐκεῖνο τὸ πάθος, ἀπό τὸ ὁποῖον κανεὶς ἔχει νικηθεί, εἰς αὐτὸ καὶ ἔχει ὑποδουλωθεί.’ – ‘ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλος ἐστι τῆς ἁμαρτίας.’, Ιω. 8,34:: Μετάφρ. ‘Τοὺς ἀπήντησε ὁ Ἰησοῦς· “σάς διαβεβαιώνω ὅτι καθένας, ποὺ πράττει τὴν ἁμαρτία καὶ μένει ἀμετανόητος εἰς τὴν ἁμαρτία, εἶναι δοῦλος τῆς ἁμαρτίας.’ – ‘παρανομίαι ἄνδρα ἀγρεύουσι, σειραῖς δὲ τῶν ἑαυτοῦ ἁμαρτιῶν ἕκαστος σφίγγεται·’, Παρ. 5,22:: Μετάφρ. ‘Οἱ παρανομίες παγιδεύουν καὶ συλλαμβάνουν, σὰν μέσα σὲ δίκτυον, τὸν κακὸν ἄνδρα. Κάθε δὲ πονηρός ἄνθρωπος περισφίγγεται συνεχῶς ἀπὸ τὶς ἐπαναλαμβανόμενες ἁμαρτίες του, οἱ ὁποῖες καταντοῦν δι’ αὐτὸν τυραννικὸν πάθος.’). Ἐκεῖ μᾶς ὀδηγεῖ δυστυχῶς τὸ πνεῦμα τοῦ ἄθεου ὑλισμοῦ, καταναλωτισμού, ἐγωκεντρισμοὺ καὶ ἀτομικισμοῦ τῆς ἐποχῆς μας.
Ἀντίθετα ἄν φροντίζουμε νὰ ἐλέγχουμε τὶς ἐπιθυμίες μας κατὰ τὸ ὀρθὸ καὶ ἠθικὸ, ἤ ἀκριβέστερα κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ δὲν ἱκανοποιοῦμε τὰ πάθη μας, ἀφήνοντάς τα ἀτροφικὰ, μέχρι νὰ σβήσουν ἐντελῶς, καὶ νὰ ἀντικατασταθοῦν ἀπὸ ἀρετὲς, τότε ἀρχίζουμε νὰ ζοῦμε τὴν πραγματικὴ ἐλευθερία (‘ὡς ἐλεύθεροι, καὶ μὴ ὡς ἐπικάλυμμα ἔχοντες τῆς κακίας τὴν ἐλευθερίαν, ἀλλ᾿ ὡς δοῦλοι Θεοῦ.’, Α΄ Πε. 2, 16:: Μετάφρ. ‘σὰν ἐλεύθεροι ἄνθρωποι καὶ ὄχι σὰν ἄνθρωποι, ποὺ ἔχουν τὴν ἐλευθερίαν ὡς πρόφαση καὶ καμουφλάρισμα τῆς κακίας, ἀλλὰ σὰν ἀληθινοὶ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ.’). Καὶ στὴν περίπτωση τῆς σεξουαλικῆς συμπεριφορᾶς κάποιου, αὐτὴ μπορεῖ νὰ εἶναι φυσιολογικὴ καὶ νὰ ἔχει τὴν δυνατότητα ἀπελευθέρωσης ἀπὸ πάθη, μόνο ὅταν βρίσκεται σὲ ἀκολουθία τοῦ φυσικοῦ ρόλου τοῦ φύλου μὲ τὸ ὁποῖο γεννήθηκε, πράγμα γιὰ τὸ ὁποῖο χρειάζεται νὰ ἐλέγξει καὶ νὰ καθοδηγήσει κατὰ τὸ φυσικὸ τὶς ἐπιθυμίες του (‘Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος.’, Α΄ Κορ. 6,12:: Μετάφρ. ‘Ὅλα μου ἐπιτρέπεται νὰ τὰ κάμω, ἀλλὰ δὲν εἶναι συμφέρον νὰ τὰ πράττω ὅλα. Ὅλα μου ἐπιτρέπονται, ἀλλ’ ἐγὼ δὲν θὰ ἐξουσιασθῶ καὶ δὲν θὰ ὑποδουλωθῶ εἰς τίποτε.’). Ἠ ἐπανάσταση τῶν ἐπιθυμιῶν εἶναι ἠ ἀσθενὴς κατάσταση καὶ ἡ ἐπαναφορὰ τους ὑπὸ ἔλεγχο μὲ τὸν κατάλληλο τρὸπο, τὴν κατάλληλη θεραπεία (δηλαδὴ τὴν μετάνοια), εἶναι ἡ ὑγιὴς κατάσταση (γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς, προκειμένου νὰ κατανοήσουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι γιατρεύει τίς ἀσθενοῦσες ψυχὲς αὐτῶν, συγχωρῶντας τους τὶς ἁμαρτίες, ποὺ ἐξαιτὶας τους νοσοῦν ψυχικὰ, ἀλλὰ κατὰ συνέπεια κάποιες φορὲς καὶ σωματικὰ, τοὺς γιάτρευε μαζί μὲ τὴν ψυχική τους ἀσθένεια καὶ τὶς σωματικὲς ἀσθένειες πού εἴχαν: ‘καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν εἶπε τῷ παραλυτικῷ· θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου… ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας, τότε λέγει τῷ παραλυτικῷ· ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. καὶ ἐγερθεὶς ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ.’, Μτ. 9, 2-8:: Μετάφρ. ‘καὶ ὅταν εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν τοῦ παραλυτικοῦ καὶ ἐκείνων, ποὺ τὸν ἔφεραν, εἶπε στὸν παραλυτικόν· “θάρρος, παιδί μου, διὰ τὴν πίστιν σου, σου συγχωρούνται οἱ ἁμαρτίες”….. Διὰ νὰ δεῖτε δὲ καὶ μάθετε καλά, ὅτι ὀ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ἐξουσίαν νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες καὶ νὰ θεραπεύει ἀσθενεῖες, τότε λέγει πρὸς τὸν παραλυτικόν· “σήκω ἐπάνω ὑγιής, πάρε τὸ κρεββάτι σου καὶ πήγαινε στὸ σπίτι σου”. Καὶ ἀμέσως σηκώθηκε ὁ παραλυτικὸς ἐντελῶς ὑγιὴς καὶ πῆγε στὸ σπίτι του.’).
Πηγή: Ακτίνες, Αβέρωφ

«Ὁ δὲ εἶπε· Παιδιόθεν» (Μᾶρκ. 9,21)
Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἅγιο καὶ ἱερὸ εὐαγγέλιο. Σήμερα ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος μᾶς διηγεῖται ἕνα θαῦμα· ἕνα ἀπὸ τὰ ἄπειρα θαύματα, ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ κάνῃ μέχρι τῆς συντελείας ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Μᾶς διηγεῖται ὁ εὐαγγελιστὴς πῶς ὁ Κύριος θεράπευσε ἕνα νέο, ποὺ εἶχε προσβληθῆ –Θεὸς φυλάξοι– ἀπὸ δαιμόνιο· εἶχε δαιμονοπληξία. Ἦταν ἀξιοθρήνητος· αὐτιὰ εἶχε ἀλλὰ τ᾿ αὐτιά του τά᾽ χε φράξει ὁ σατανᾶς καὶ δὲν ἄκουγε, γλῶσσα εἶχε ἀλλὰ τὴ γλῶσσα του τὴν εἶχε δέσει ὁ διάβολος καὶ δὲν μποροῦσε νὰ προφέρῃ λέξι· κι ὅταν τὸν ἔπιανε ἡ κρίσι, ἔπεφτε ἄλλοτε στὴ φωτιὰ κι ἄλλοτε στὸ νερό, ἄφριζε, ἔτριζε τὰ δόντια, σπαρταροῦ σε ὅπως τὸ ψάρι ἔξω ἀπ᾽ τὸ νερό.
Ἀξιολύπητος ὁ νέος, μὰ πιὸ ἀξιολύπητος ὁ πατέρας. Θέλω νὰ προσέξουμε ἕνα μόνο σημεῖο· τὴν ἐρώτησι ποὺ ἀπηύθυνε ὁ Κύριος στὸν πατέρα καὶ τὴν ἀπάντησι ποὺ αὐτὸς τοῦ ἔδωσε.
* * *
Ἡ ἐρώτησι τοῦ Χριστοῦ εἶνε· «Πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ;»· ἀπὸ πότε τοῦ συνέβη αὐτὸ τὸ κακό (Μᾶρκ. 9,21). Περίεργη ἡ ἐρώτησι. Ὅλοι ρωτᾶμε γιὰ νὰ μάθουμε κάτι ποὺ δὲν ξέρουμε· ὁ γιατρὸς π.χ. ρωτάει τὸν ἄρρωστο. Ὁ Χριστὸς ὅμως δὲν εἶνε ἕνας κοινὸς θνητός· εἶνε Θεὸς καὶ ὡς Θεὸς τὰ γνωρίζει ὅλα. Συνεπῶς ἡ ἐρώτησις αὐτὴ φαίνεται περιττή. Γνώριζε ἀκριβῶς τὴν ὥρα καὶ τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ πονηρὸ πνεῦμα βρῆκε ἀνοιχτὴ τὴ θύρα καὶ φώλιασε μέσα στὸ νέο. Κι ἀφοῦ τὸ γνώριζε, γιατί νὰ ρωτήσῃ πότε συνέβη ἡ ἀσθένεια;
Ὁ Χριστὸς ἔκανε τὴν ἐρώτησι αὐτὴ σκοπίμως, γιὰ νὰ κάνῃ τὸν πατέρα νὰ δώσῃ τὴν ἀπάντησι ποὺ ἔδωσε. Ὁ πατέρας εἶπε «Παιδιόθεν» (ἔνθ᾽ ἀνωτ.), ὅτι δηλαδὴ τὸ κακὸ τὸ ἔπαθε ὅταν ἦταν παιδί. Καὶ τί ἤθελε ὁ Χριστὸς νὰ διδάξῃ μ᾽ αὐτό; ὅτι τὸ παιδί, ἂν ὁ πατέρας τὸ πρόσεχε, δὲν θά ᾽φτανε στὸ θλιβερὸ αὐτὸ σημεῖο.
* * *
Ὅλοι, ἀγαπητοί μου, συνήθως εἴμαστε εὔκολοι στὸ νὰ κατηγοροῦμε τοὺς νέους. Εἶνε γεγονὸς ὅτι οἱ νέοι ἔχουν ἐκτραπῆ ἀπὸ τὸν ἴσιο δρόμο, κι ὁ καθένας σχολιάζει ὅτι ἀγόρια καὶ κορίτσια δὲν στέκουν στὸ ὕψος τους. Ἀλλ᾽ ἀντὶ νὰ πιάνουμε πέτρες καὶ νὰ πετροβολοῦμε τοὺς νέους καὶ τὶς κοπέλλες, πιὸ σωστὸ θὰ ἦταν νὰ χτυπᾶμε οἱ ἴδιοι τὰ κεφάλια μας.
Ὁ Χριστὸς ὑπενθύμισε, ὅτι αἴτιος τῆς τραγῳδίας τοῦ σπιτιοῦ ἐκείνου ἦταν ὁ ἴδιος ὁ πατέρας, ὁ ὁποῖος δὲν ἔλαβε ἐγκαίρως τὰ μέτρα ὥστε τὸ παιδί του νὰ μὴ καταντήσῃ στὴν δαιμονιώδη αὐτὴ κατάστασι. Καὶ σ᾽ ἐμᾶς λοιπὸν σήμερα ὑπενθυμίζει, ὅτι ἔχουμε εὐθύνη μεγάλη γιὰ τὰ παιδιά. Ὅλοι ὅσοι ἔρχονται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὰ παιδιὰ κ᾽ ἐπηρεάζουν τὴν ἀγωγὴ τῶν νέων (γονεῖς, ἐκπαιδευτικοί, κληρικοί, ἀξιωματικοί, πολιτικοί, διευθυνταὶ σταθμῶν, ἐκδότες, δημοσιογράφοι, συγγραφεῖς, ἠθοποιοί, τραγουδισταί, ἀθληταὶ κ.λπ.), ὅλοι αὐτοὶ εὐθύνονται σοβαρὰ γιὰ τὸ σημερινὸ κατάντημα. Ἡ νεολαία παρουσιάζει φαινόμενα δαιμονικά, ποὺ οὔτε ἕνας Ντοστογιέφσκυ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ περιγράψῃ. Ὄχι ἕνας καὶ δύο ἀλλὰ πλῆθος νέοι συμπεριφέρονται μὲ κακία διαβολική.
Πῶς τὰ παιδιά μας κατήντησαν δαιμονόπληκτα; Δὲν βλέπουν καλὸ παράδειγμα. Στὸ σπίτι οἱ γονεῖς διαρκῶς νὰ διαπληκτίζονται. Ὁ πατέρας χαρτοπαίζει κι ὅ,τι βγάζει τὰ ἐξανεμίζει· φεύγει, γυρίζει ἔξω, ἐπιστρέφει μεσάνυχτα μεθυσμένος, μπαίνει μέσα καὶ βρίζει. Ἡ μάνα τὰ κλείνει μέσα κι αὐτὴ τρέχει σὲ διασκεδάσεις μὲ φίλους καὶ φιλενάδες. Στὸ σχολειὸ δάσκαλοι καὶ δασκάλες, καθηγηταὶ καὶ καθηγήτριες, ἀντὶ γιὰ γνῶσι καὶ ἦθος, μεταδίδουν προσωπικὲς ἀπόψεις καὶ σκανδαλώδεις συμπεριφορές. Στὸ στρατὸ ἀξιωματικοὶ καὶ ὑπαξιωματικοὶ βλαστημοῦν τὰ θεῖα καὶ καλλιεργοῦν ἀρρωστημένη ἐγωπάθεια καὶ σκληρότητα. Καὶ στὴν κοινωνία, τὸ μεγάλο αὐτὸ σχολεῖο, ἐπικρατεῖ καὶ ἐπιβραβεύεται ὄχι τὸ δίκαιο, ὄχι ἡ ἀξία καὶ ἡ ἀρετή (ἐργατικότης, τιμιότης, εὐφυΐα, ἱκανότης, ἀληθινὰ προσόντα), ἀλλὰ τὸ μέσον, ἡ κολακεία, ἡ ἀπάτη, οἱ ἰσχυροὶ προστάτες, ἡ ἀδικία. Ὅταν λοιπὸν τὸ παιδὶ βλέπῃ καὶ ζῇ τέτοια πράγματα κι ἄλλα ἀκόμη χειρότερα, θὰ εἶνε θαῦμα ἂν μείνῃ ἀνεπηρέαστο.
Ἐὰν λοιπὸν λάβουμε ὑπ᾽ ὄψιν ὅλα αὐτά, θὰ καταλάβουμε, ὅτι τὴν εὐθύνη γιὰ τὸν ἐκ τροχιασμὸ παιδιῶν καὶ νέων τὴν φέρουν κυρίως οἱ λεγόμενοι παράγοντες τῆς ἀγωγῆς.
Τεράστια ἡ εὐθύνη, ἀλλὰ ποιός τὴν αἰσθάνεται; Τὰ σημερινὰ παιδιὰ δὲν μᾶς ἦρθαν ἀπὸ τὸ φεγγάρι· ἐδῶ γεννήθηκαν, μέσα στὰ σπίτια μας μεγάλωσαν, στὰ σχολεῖα μας σπούδασαν, στὸ στρατό μας ἐκπαιδεύτηκαν· εἶνε προϊόντα καὶ καρποὶ δικοί μας. Δὲν θά ᾽πρεπε καὶ κάποιο ὑπουργεῖο ν᾽ ἀπασχοληθῇ σὲ συσκέψεις μὲ τὸ ἐρώτημα, γιατί χάνονται τὰ παιδιά; γιατί γίναμε μία γενεὰ «ἄπιστος» καὶ «διεστραμμένη» ὅπως λέει τὸ εὐαγγέλιο; (Μᾶρκ. 9,19. Ματθ. 17,17. Λουκ. 9,41).
Θέλετε ἕνα φρικαλέο δεῖγμα; Κάθε μέρα οἱ ἐφημερίδες στάζουν λάσπη, βόρβορο καὶ αἷμα ἀπὸ τὴ νεανικὴ ἐγκληματκότητα. Πρὸ ἐτῶν ἔγραψαν, ὅτι στὸν Πειραιᾶ δύο ναῦτες πῆραν μία κουτσὴ δυστυχισμένη κοπέλλα, μιὰ ζητιάνα, τὴν ἔβαλαν σ᾿ ἕνα ταξί, τὴν ἔβγαλαν σὲ κάποιο παραθαλάσσιο μέρος, καὶ ἐκεῖ τὴ νύχτα ὠργίασαν πάνω της, τῆς πήραν ὅ,τι χρήματα εἶχε, καὶ μετὰ τὴν ἔρριξαν ἀπὸ ἕνα βράχο στὰ νερὰ καὶ τὴν ἔπνιξαν· μοναδικὸς μάρτυρας τοῦ ἐγκλήματος βρέθηκε κατόπιν τὸ δεκανίκι της. Αὐτοὶ γύρισαν στὸν Πειραιᾶ, ἔφαγαν καὶ διασκέδασαν μὲ τὰ λεπτὰ τῆς δυστυχισμένης κοπέλλας, μετὰ ἔβγαλαν εἰσιτήριο κ᾽ ἔφυγαν στὸ χωριό τους, σὰν νὰ μὴ συνέβη τίποτε. Μὰ τί τέρατα, τί δαίμονες εἶνε αὐτοί; Φτάσαμε σὲ σημεῖο τρομερό. Θά ᾿ρθῃ μέρα ποὺ τὰ παιδιά μας δὲν θὰ ἔχουν τίποτα τὸ ἑλληνικό, τὸ χριστιανικό, τὸ ἀνθρώπινο· θὰ εἶνε χειρότεροι ἀπὸ τοὺς δαιμονισμένους ποὺ λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Γι᾿ αὐτὸ τονίζω ὅτι αὐτὸ τὸ «παιδιόθεν», ποὺ ἀκούσαμε, ἔχει μεγάλη σημασία.
Πρὶν ἀπὸ καιρὸ ἔγινε ἕνα δικαστήριο. Στὸ ἑδώλιο τοῦ κατηγορουμένου καθόταν ἕνας νέος ποὺ εἶχε ἐγκληματήσει. Ἀφοῦ τελείωσαν οἱ μάρτυρες κατηγορίας, ὁ εἰσαγγελεὺς ἀπηύθυνε δριμὺ κατηγορῶ καὶ ζήτησε τὴν καταδίκη του σὲ θάνατο. Ἀλλὰ ἐνῷ ὁ νέος ἔτρεμε σὰν τὸ φύλλο, κάποιος Χριστιανὸς συνήγορος πῆρε τὸ λόγο καὶ εἶπε· Ἐδῶ στὸ δικαστήριό σας εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ προέδρου ὁ Ἐσταυρωμένος. Τὸ παιδὶ ὅμως αὐτὸ ἐδῶ γιὰ πρώτη φορὰ βλέπει μπροστά του Εὐαγγέλιο καὶ τὸν Ἐσταυρωμένο. Ἂν ὑπῆρχε κάποιος νὰ τοῦ μιλήσῃ γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ τοῦ δείξῃ τὸν Ἐσταυρωμένο, ἡ ἐξέλιξί του θὰ ἦταν πολὺ διαφορετική. Γι᾽ αὐτό, κύριοι δικασταί, προτείνω νὰ τὸν ἀθῳώσουμε, καὶ στὸ ἑδώλιο αὐτὸ νὰ καθίσῃ ἡ μάνα του, ὁ δάσκαλός του, ὁ παπᾶς του, ὁ ἐπίσκοπός του, οἱ διευθυνταὶ τῶν κινηματογράφων καὶ τῶν ψυχαγωγικῶν κέντρων. Αὐτοὶ εἶνε οἱ ἠθικοὶ αὐτουργοὶ τοῦ ἐγκλήματός του…
* * *
Ἐάν, ἀγαπητοί μου, εἴχαμε μανάδες, δασκάλους καὶ παπᾶδες πιστοὺς στὸν Ἐσταυρωμένο, ἐγὼ σᾶς λέω ὅτι τὰ παιδιά μας θὰ ἦταν ἄγγελοι. Γιατὶ ἔχουμε καλὸ «ἀλεύρι», ἡ «πάστα» μας εἶνε καλή, εὐγενικιά· ἀλλὰ μέσ᾿ στὸ ἀλεύρι αὐτὸ πρέπει νὰ πέσῃ «μαγιά», καὶ ἡ μαγιὰ εἶνε ὁ Χριστιανισμός, ἡ πίστι μας.
Καλὸ χωράφι εἶνε ἡ νεολαία μας· μὰ ὅσο καλὸ κι ἂν εἶνε ἕνα χωράφι, ἅμα τ᾿ ἀφήσῃς θὰ γεμίσῃ ἀγκάθια. Καὶ γέμισε ἤδη ἀγκάθια τὸ χωράφι μας· καὶ πρέπει νὰ περάσῃ γερὸ τρακτὲρ γιὰ νὰ τὸ καθαρίσῃ. Διαφορετικά, θὰ θρηνήσουμε πολλὰ θύματα καὶ μεγάλη συμφορά.
Σήμερα, ἅγια μέρα, ποὺ ἡ Ἐκκλησία παρουσιάζει μπροστὰ στὰ μάτια μας τὴν εἰκόνα τοῦ δαιμονισμένου νέου, ἂς ἀναλογισθοῦμε τὴν ὥρα αὐτὴ ὅλα τὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος, ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ εἶνε συντελεσταὶ εὐημερίας καὶ δόξης τῆς πατρίδος μας, ἀλλὰ παρεξέκλιναν. Μὴ ῥίξουμε τὸ λιθάρι ἐπάνω τους· νὰ τὸ ῥίξουμε ἐπάνω σὲ ὅλους ἐμᾶς, ποὺ ἀδιαφορήσαμε γιὰ ὅ,τι πιὸ πολύτιμο ἔχει αὐτὴ ἡ γῆ.
Νὰ προσέξουμε, ἀδελφοί μου, διότι ὁ Κύριος εἶπε ἕνα φοβερὸ λόγο κι ἂς τὸν ἀκούσουμε. Ὅποιος σκανδαλίσῃ, εἶπε, ἕνα παιδί, αὐτὸς εἶνε προτιμότερο νὰ πάρῃ ἕνα λιθάρι νὰ τὸ δέσῃ στὸ λαιμό του καὶ νὰ καταποντισθῇ στὴ θάλασσα (βλ. Ματθ. 18,6). Ἀλλοίμονο σ᾿ αὐτοὺς ποὺ σκανδαλίζουν τὰ παιδιά· ἡ εὐθύνη τους εἶνε μεγάλη. Ναὶ μάνα, ναὶ πατέρα, ναὶ δάσκαλε, ναὶ ἀξιωματικέ, ναὶ κοινωνία, ναὶ παπᾶδες, θὰ κολαστοῦμε γιὰ ὅλα τὰ παιδιὰ ποὺ ἀφήσαμε καὶ καταστράφηκαν, ἔγιναν τεντυμπόηδες καὶ δαιμονισμένοι. Ὦ πατρίδα, πότε θὰ ξυπνήσῃς νὰ κοιτάξῃς τὰ παιδιά σου, ποὺ τὰ κατέλαβε «πνεῦμα ἄλαλον καὶ κωφόν»; (Μᾶρκ. 9,17,25). Αὐτὸ τὸ «παιδιόθεν» ποὺ εἶπε ὁ πατέρας εἶνε ἡ καταδίκη ὅλων μας.
Ἂς παρακαλέσουμε τὸ Θεὸ νὰ ᾿ρθῇ μιὰ συντριβὴ μέσ᾿ στὶς καρδιές μας καὶ ὅλοι νὰ πλησιάσουμε τὸ Χριστό, τὸν ὁποῖον εἴθε νὰ ὑμνοῦμε καὶ δοξάζουμε εἰς ὅλους τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: (Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἄγνωστο μέχρι στιγμῆς ἱ. ναὸ τῶν Ἀθηνῶν τὴν 4-4-1965.), Καιόμενη Βάτος

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, Τρίτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, ἡ Ἐκκλησία μας ὕψωσε τὸν τίμιο σταυρὸ καὶ κάλεσε τὰ τέκνα της νὰ τὸν προσ κυνήσουν. Καὶ οἱ ὀρθόδοξοι ἄκουσαν τὸ «Σῶσον, Κύριε, τὸνλαόνσου…» καὶ προσκύνησαν τὸ τίμιο Ξύλο μέσα στοὺς βασιλικούς.
Τιμὴ στὸ σταυρό! Νά ἕνα γνώρισμα τοῦ ὀρθοδόξου. Οἱ αἱρετικοὶ (προτεστάντες καὶ χιλιασταί) περιφρονοῦν καὶ ἀποστρέφονται τὸ σταυρό· ὁ ὀρθόδοξος ὅμως τὸν ἔχει ὅ πλο καὶ καύχημα, σημαία καὶ τρόπαιο.
Πὲς στὸν προτεστάν τη νὰ κάνῃ τὸ σταυρό του καὶ θὰ σὲ ὀνομάσῃ εἰδωλολάτρη. Χάραξε σταυρὸ στὴν πόρτα τοῦ χιλια στοῦ καὶ θὰ σηκωθῇ τὴ νύχτα νὰ τὸν σβήσῃ. Ἀλλὰ ὁ ὀρθόδοξος στρέφεται πρὸς ἀνατολάς, ἑνώνει τὰ τρία δάκτυλά του, κάνει τὸ σταυρό του καὶ μὲ θεϊκὴ ἀγαλλίασι ψάλλει· «Τὸν σταυρόν σου προσκυνοῦμεν, Δέσποτα, καὶ τὴν ἁγίαν σου ἀνάστασιν δοξάζομεν».
Γιατί τόση τιμὴ στὸ σταυρό; Αὐτὸ θὰ ἐξετάσουμε τώρα. Σταυρέ, βοήθει, ὥστε νὰ λάμψῃ, ἔστω καὶ σὲ μία ψυχὴ ἡ δόξα σου, ὅπως τότε στὸ λῃστὴ ποὺ φώναξε «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
Ὁ σταυρός, ἀγαπητοί μου, πρὸ Χριστοῦ ἦταν ὄργανο ἀτιμωτικό, μὲ τὸ ὁποῖο ἡ ῾Ρωμαϊκὴ ἐξουσία θανάτωνε τοὺς κακούργους· ἦταν ἡ ἐσχάτη τῶν ποινῶν. Ἀλλ᾿ ἀφ᾿ ὅτου ὁ ἄμωμος Χριστός, ποὺ δὲν «ἐποίησεν ἁμαρτίαν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ» (Ἠσ. 53,9 = Α΄ Πέτρ. 2,22), «ἐλογίσθημε τὰ τῶν ἀνόμων» (Ἠσ. 53,12 = Λουκ. 22,37) καὶ ἀ πέθανε πάνω σὲ σταυρὸ κατασκευασμένο ἀπὸ κέδρο, κυπαρίσσι καὶ πεῦκο, ἀπὸ τότε ὁ σταυρὸς ὑπέστη τὴν θεία ἀλλοίωσι· ἀπὸ ὄργανο καταδίκης ἔγινε τὸ ὄργανο τῆς σωτηρίας. Ὁ σταυρός, ποὺ ἐβάφη μὲ τὸ αἷμα τοῦ Ἀθῴου, νίκησε καὶ ἐξεδίωξε τοὺς δαίμονες, ἁγίασε τὸν ἀέρα καὶ τὴ γῆ.
Ἔκτοτε, ὁπουδήποτε κι ἂν σταθῇς, ὦ πιστέ, μὴ φοβᾶσαι. Ὑψώνοντας τὰ μάτια νοερὰ στὸ σταυρὸ μπορεῖς καὶ τὴ γῆ καὶ τὴ θάλασσα καὶ τὶς ἐρήμους καὶ τὰ δάση καὶ τὰ σπήλαια καὶ τὰ βουνὰ καὶ κάθε τόπο ν᾿ ἁγιάζῃς, νὰ μεταβάλλῃς σὲ Γολγοθᾶ καὶ εὐκτήριο οἶκο. «Ἐν παντὶ τόπῳ τῆς δεσποτείας αὐτοῦ εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον». «Ὑμνεῖτε καὶ ὑπερ υψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας»(Ψαλμ. 102,22. Δαν. 3 ὕμνος τριῶν παίδων, 34 κ.ἑ.).
Καὶ ἕνα ἠλεκτρόνιο τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου ἂν ἔπεφτε στὴ γῆ, ἀρκοῦσε νὰ τὴν ἀπολυμάνῃ. Ὄχι ὅμως μία ῥανίδα, ἀλλὰ ὅλο τὸ αἷμα του ἔχυσε, καὶ «τὸ αἷμα αὐτοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας»(Α΄ Ἰω. 1,7).
Μᾶς καθαρίζει, μᾶς ἁγιάζει, ἔστω κι ἂν εἴμαστε οἱ ἔσχατοι τῶν ἁμαρτωλῶν, ἀρκεῖ νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ πιστέψουμε 100% ὅ τι ἐκεῖνος ποὺ σταυρώθηκε δὲν ἦταν ἁπλῶς ἕνα θῦμα δικαστικῆς πλάνης, ὅπως εἶνε πολλοί· εἶνε ὁ Θεάνθρωπος, εἶνε «ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰω. 1,29).
Ἐδῶ ἔγκειται τὸ μυστήριο τῆς ἀπολυτρώσεως. Παρακαλῶ προσέξτε το ἰδιαιτέρως. Διότι δυστυχῶς μέσα στοὺς χίλιους ἕνας ἐννοεῖ τὴ σημασία τοῦ ἐκχυθέντος τιμίου αἵματος. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς προσέφερε στὸ σταυρὸ τὸν ἑαυτό του ὁλοκαύτωμα, θυσία μοναδική, μὲ τὴν ὁποία δὲν συγκρίνεται ἄλλη θυσία, οὔτε τοῦ Σωκράτους οὔτε τοῦ Κόδρου οὔτε καμμία ἄλλη.
Θυσιάσθηκαν καὶ ἄλλοι, εὐγενῆ τέκνα τῆς γῆς· ἀλλὰ τίνος ἡ θυσία, ὡς πρὸς τὴν οὐσία καὶ τ᾿ ἀποτελέσματα, μπορεῖ νὰ συγκριθῇ μὲ τὴ θυσία τοῦ Κυρίου; Ἐκεῖνοι θυσιάστηκαν ὑπὲρ φίλων, συγγενῶν, συμπατριω τῶν· ὁ Χριστὸς θυσιάστηκε ὑπὲρ τῶν ὑψίστων καὶ αἰωνίων συμφερόντων τοῦ ἀνθρώπου, «ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας» (θ. Λειτ.).
Θυσιάστηκε καὶ γι᾽ αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς σταυρωτάς του, γιὰ τοὺς ὁποίους προσηυχήθηκε «Πάτερ,ἄφες αὐτοῖς·οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσιν» (Λουκ. 23,34). Θυσιάστηκε ὑπὲρ ὅλων τῶν γενεῶν ποὺ θ᾽ ἀκολουθοῦσαν. Ὦ σωτήριος θυσία, ποιός μπορεῖ νὰ συλλάβῃ τὸ ὕψος σου; Ὁ σταυρὸς παγκόσμιος βωμὸς καὶ θυσιαστήριο!
Ἀλλὰ ἡ θυσία τοῦ Κυρίου εἶχε ἀντίκτυπο Ὁ τίμιος σταυρὸς «Ἐγενόμην ἐν Πνεύματι ἐν τῇ Κυριακῇ ἡμέρᾳ καὶ ἤκουσα φωνὴν ὀπίσω μου μεγάλην ὡς σάλπιγγος» (Ἀπ. 1,10) ὄχι μόνο στὴ γῆ ἀλλὰ καὶ στὰ σκοτεινὰ βασίλεια ὅπου ἀναστέναζαν ἀναρί θμητες ψυχές.
Ὁ σταυρὸς ἔγινε ὁ ὄλεθρος τοῦ ᾅδου, τὸ πανίσχυρο σφυρὶ ποὺ θρυμμάτισε τὶς χάλκινες πύλες του, κι ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ Δυνατοῦ· «Ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, καὶ ἐπάρθητε,πύλαι αἰώνιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης. Τίς ἐστιν οὗτος ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης;».
Καὶ ἀπαντοῦν τὰ σμήνη τῶν ἀγγέλων· «Κύριος κραταιὸς καὶ δυνατός, Κύριος δυνατὸς ἐν πολέμῳ» (Ψαλμ. 23,7-8). Ὅπως λέει ὁ ἐκκλησιαστικὸς ποιητής, ὁ ᾅδης εἶδε τὸ σταυρὸ τοῦ Κυρίου, ἀναστέναξε καὶ εἶπε· «Τρέξτε, φίλοι, βοήθεια! Ποιός εἶν᾽ αὐτὸς ποὺ ἔμπηξε καρφὶ στὴν καρδιά μου; Αὐτὸ τὸ ξύλο τοῦ μεσαίου σταυροῦ μὲ κέντησε σὰν κοφτερὸ σπαθί.
Πονῶ, χάνομαι, δὲν ἔχω πιὰ δυνάμεις. Ἀναγκάζομαι ν᾿ ἀνοίξω τὴ φυλακὴ καὶ ν᾿ ἀπελευθερώσω τὸν Ἀδὰμ καὶ τοὺς ἀπογόνους του. Μὲ «ξύλον», μὲ τὸν ἀπηγορευμένο ἐκεῖνο καρπὸ τῆς Ἐδέμ, παρέσυρα στὸ βασίλειό μου τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ ξύλο τοῦτο τώρα ἐξοντώνομαι».
Ὦ σταυρέ, «ξύλον τῆς ζωῆς» (Γέν. 2,9), δένδρο ἀπείρων εὐλογιῶν! Σὲ κατασπάζομαι, σὲ ῥαίνω μὲ τὰ ῥόδα καὶ τὰ ἄνθη τῆς ἀνοίξεως. Ἐσὺ μὲ ἐλευθέρωσες. Ἐσύ, τὸ μυστικὸ ἄστρο τῆς Ἀποκαλύψεως, νὰ μὲ ὁδηγῇς ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς μου.
Ἐσὺ μεῖνε καὶ πάνω στὸν τάφο μου, ὡς ἡ τελευταία παρηγορία μου. Αὐτὴ εἶνε ἡ βαθύτερη καὶ μυστικώτερη σημασία τοῦ σταυροῦ. Εἶνε τὸ ὑψηλότερο σύμβολο. Ὁ σταυρὸς εἶνε σύμβολο τοῦ ἀληθινοῦ πολιτισμοῦ.
Ὅπου στήνεται, ὅπου δηλαδὴ οἱ ἄνθρωποι προσκυνοῦν τὸν Ἐσταυρωμένο, ἐκεῖ παύει ἡ σατανοκρατία κ᾽ ἐγκαθιδρύεται ἡ Χριστοκρατία. Ἐκεῖ τὰ πάθη, οἱ τύραννοι ποὺ κάνουν τὴ ζωὴ ἀβίωτη, ἐκ πνέουν. Μόνο ἐκεῖ, κάτω ἀπ᾽ τὴ σκιὰ αὐτοῦ τοῦ δέντρου, ὁ ἄνθρωπος βρίσκει ἀνάπαυσι καὶ λέει· Ἐπὶ τέλους ἐλεύθερος. Δόξα τῷ ἐν Τριάδι Θεῷ! Ζῶ, ἀναπνέω καὶ καυχῶμαι ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου.
* * *
Ἄνθρωποι! Φυτέψτε τὸ σταυρὸ παντοῦ, καὶ ἡ γῆ θὰ γίνῃ παράδεισος· ἀφαιρέστε τον, καὶ ἡ γῆ θὰ γίνῃ κόλασι. Ναί, κόλασι! ῾Ρίξτε ἕνα βλέμμα στὴν ἱστορία τοῦ γένους μας καὶ θὰ πεισθῆτε. Στὸν τροῦλλο τῆς Ἁγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως ἔλαμπε ὁ σταυρός.
Ἀλλὰ τὴν 29η Μαΐου 1453 μιαρὰ χέρια τὸν κατέβασαν καὶ ἀντ᾿ αὐτοῦ ὕψωσαν τὴν ἡμισέληνο. Τί ἦταν ἡ βασιλεία τῆς ἡμισελήνου; σκοτάδι καὶ βαρβαρότης, μέσα στὴν ὁποία στέναζαν οἱ πρόγονοί μας. Ἀλλὰ στὶς 24 Φεβρουαρίου 1821 στὸ Ἰάσιο τῆς ῾Ρουμανίας λάμπει καὶ πάλι ὁ σταυρός.
Ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης ἐκδίδει τὴν ἱστορικὴ προκήρυξι, καλεῖ τοὺς Ἕλληνες ν᾽ ἀποτινάξουν τὸ ζυγὸ καὶ λέει· «Ἡ Ἑλλὰς ὑψώνει τὸ νικητήριο ὅπλο τῶν Ὀρθοδόξων, τὸν τίμιο καὶ ζωοποιὸ σταυρό, καὶ ἐνώ πι ον ὅλου τοῦ κόσμου κράζει μεγαλοφώνως· Ἐν τού τῳ τῷ σημείῳ νικῶμεν. Ζήτω ἡ ἐλευθερία».
Μετὰ ἕνα μῆνα, στὶς 23 Μαρτίου, στὴν Καλαμάτα εἰσέρχεται ὁ πρῶτος ἑλληνικὸς στρατός· προηγεῖτο ἕνας κληρικὸς κρατώντας πελώριο σταυρό. Ὁ κόσμος τὸν βλέπει, γονατίζει, δακρύζει καὶ ψάλλει «Κύριε,ἐλέησον».
Παντοῦ τότε ἔλαμπε ὁ σταυρός· στὰ πλοῖα, στὰ στρατόπεδα, στὴν περικεφαλαία τοῦ Κολοκοτρώνη, στὸν ἱστὸ τῆς ναυαρχίδος τοῦ Μιαούλη, παντοῦ. Στὴν καταστροφὴ τῆς Χίου, ποὺ ἀπὸ τοὺς 90.000 κατοίκους ἔμειναν μόνο 900, ὁ ἱστορικὸς Πουκεβὶλ διηγεῖται ὅτι, ὅταν ὡδηγήθηκαν στὸν Βεχὶτ πασᾶ αἰχμάλωτοι ἄντρες γυναῖκες καὶ παιδιὰ καὶ πιέζονταν ν᾿ ἀσπασθοῦν τὸ μωαμεθανισμό, ὅλοι μὲ μιὰ φωνὴ ἀπήντησαν· «Εἴμεθα Χριστιανοί. Ζήτω ὁ Ἰησοῦς καὶ ἡ Μαρία. Δόξα εἰς τὸν σταυρόν!».
Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο στὴν Ὕδρα ἔγινε συγκινητικὴ τελετή· ὁ ἀρχιερεύς, οἱ πλοίαρχοι καὶ ὅλος ὁ λαὸς ὑποδέχθηκαν τὸν τίμιο σταυρό, ποὺ ἔφεραν ἀπὸ τὴ Σαμοθράκη πρὸς εὐλογίαν τοῦ ἀγῶνος σεβάσμιοι μοναχοὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅσοι διασώθηκαν ἀπὸ τὴ σφαγὴ τοῦ Ἀμποὺλ-Ἀβούδ.
Κατὰ τὴν δέησι αὐτὴ ἀκούστηκε ἡ φωνή· «Εἰς μάχας, εἰς δόξαν, εἰς μαρτυρία, ὦ Ἕλληνες, πορευθῆτε ὑπὸ τὴν σημαί αν τοῦ Βασιλέως τῶν βασιλέων».
Αὐτὴ εἶνε ἡ φυλή μας. Καὶ μὲ τὴ δύναμι τοῦ σταυροῦ πραγματοποιοῦσε τὰ τολμηρότερα ὄνειρά της, καὶ παρὰ λίγο ὁ σταυρὸς νὰ ὑψωνόταν καὶ πάλιν στὴν Ἁγία Σοφία. Ἀλλὰ ἡ καταραμένη διχόνοια ματαίωσε τὸν θρίαμβο… Καὶ νέοι ὅμως ἐχθροὶ ζητοῦν ν᾿ ἀφαιρέσουν ἀπὸ τὴν κορυφὴ τῆς Ἑλλάδος τὸ στέμμα της, τὸν τίμιο σταυρό.
Ἀλλ᾿ ὄχι, δὲν τὸν ἀνταλλάσσουμε! Ἡ Ἑλλὰς κρατάει σφιχτὰ τὸ σταυρό, ὅπως τὸ ᾽21. Πίσω ἀπὸ τὸ σταυρό της ἀκολουθοῦν στρατιὲς μαρτύρων. Τὰ δάκρυά τους γίνονται θυμίαμα κ᾽ οἱ προσευχές τους σμίγουν μὲ τὶς δεήσεις τῶν ἁγίων καὶ τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως, κι ἀπ᾽ τὸ Βόσπορο ὣς τὸ Ταίναρο κι ἀπ᾽ τὴ Βόρειο Ἤπειρο ὣς τὴν Κύπρο, μία φωνὴ ἀκούγεται· «Σῶσον,Κύριε, τὸν λαόν σου καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν σου, νίκας τοῖς εὐσεβέσι κατὰ βαρβάρων δωρούμενος καὶ τὸ σὸν φυλάττων διὰ τοῦ σταυροῦσου πολίτευμα».
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: Ἄκτιστον

Η υποχρέωση κάθε Κράτους – Μέρους των Ηνωμένων Εθνών για άσκηση του φυσικού δικαιώματος της νόμιμης άμυνας υπερισχύει κάθε άλλης υποχρέωσης του που έχει αναληφθεί από οποιαδήποτε άλλη διεθνή συμφωνία. Ο μονομερής περιορισμός των στρατιωτικών δυνάμεων σε μια εύφλεκτη περιοχή δεν εδραιώνει την ειρήνη. Αντίθετα μάλιστα την απειλεί. Μια τέτοια περιοχή είναι και το Αιγαίο όπου με διάφορες Διεθνείς Συμφωνίες έχουν επιβληθεί μέτρα αποστρατιωτικοποίησης. Τα μέτρα αυτά αφορούν τα ανατολικά νησιά του Αιγαίου και μέχρι μια εποχή τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη. Σήμερα δεν υπάρχει κανένας περιορισμός για την εγκατάσταση στρατευμάτων στις νήσους Λήμνο και Σαμοθράκη. Οι περιορισμοί που ίσχυαν με τη Σύμβαση της Λοζάννης για τα Στενά καταργήθηκαν με τη Σύμβαση του Μοντρέ της 20ης Ιουλίου του 1936. Με τη Συνθήκη Ειρήνης της Λοζάννης της 24ης Ιουλίου 1923, αφού ελήφθη πολύ σοβαρά υπόψη η ασφάλεια των Ελληνικών νησιών από ενδεχόμενη Τουρκική απειλή επεβλήθησαν περιορισμένης έκτασης μέτρα αποστρατιωτικοποίησης στις νήσους Λέσβο, Χίο, Σάμο και Ικαρία με σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης. Η εγκατάσταση των αναγκαίων στρατιωτικών δυνάμεων για προετοιμασία της άμυνας αυτών των νησιών δεν αποτελεί παράβαση του διεθνούς δικαίου και είναι επιβεβλημένη στο πλαίσιο των υποχρεώσεων της Ελλάδας για άσκηση του δικαιώματος της νόμιμης άμυνας.
Τέλος η Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων της 10ης Φεβρουαρίου 1947 επιβάλλει μέτρα αποστρατιωτικοποίησης για την περιοχή των Δωδεκανήσων. Τα μέτρα αυτά ισχύουν έναντι των Κρατών – Μερών, στα οποία όμως δεν συγκαταλέγεται η Τουρκία. Διαμαρτυρίες της Τουρκίας για παράβαση της Συνθήκης από την Ελλάδα δεν μπορούν να έχουν καμία έννομη συνέπεια. Πέρα όμως απ’ αυτό, η Ελλάδα έχει υποχρέωση να είναι έτοιμη για να ασκήσει και εκεί το φυσικό δικαίωμα της νόμιμης άμυνας ενόψει του κινδύνου από την Τουρκία.
Η ειρήνη αποτελεί φυσική κατάσταση στην κοινωνική ζωή του ανθρώπου. Ο άνθρωπος πάντα προσπαθούσε να βρει τρόπους για την εξασφάλισή της. Βασική του προσπάθεια η αποτροπή του πολέμου με τον περιορισμό όσο είναι δυνατόν των αιτίων που τον προκαλούν. Συμπληρωματικό μέτρο ο περιορισμός των στρατιωτικών δυνάμεων εκεί που η παρουσία τους θα μπορούσε να απειλήσει την ειρήνη. Η ορθή εκτίμηση της κατάστασης και η ορθή λήψη των μέτρων φέρνει ανάλογο αποτέλεσμα, ενώ η εσφαλμένη εκτίμηση οδηγεί στην καταστροφή. Ο μονομερής περιορισμός των στρατιωτικών δυνάμεων σε μια εύφλεκτη περιοχή δεν εδραιώνει την ειρήνη. Αντίθετα μάλιστα την απειλεί. Μια τέτοια περιοχή είναι και το Αιγαίο όπου με διάφορες Διεθνείς Συμφωνίες έχουν επιβληθεί μέτρα αποστρατιωτικοποίησης. Η ισχύς των μέτρων αυτών πρέπει να μελετηθεί με βάση το διεθνές δίκαιο και παράλληλα να εξετασθεί η δυνατότητα αμυντικού εξοπλισμού των Ελληνικών νησιών για την προστασία τους από την Τουρκική απειλή που τόσο προκλητικά εκδηλώνεται καθημερινά ειδικά μετά την εισβολή του Τουρκικού Στρατού στην Κύπρο και με το επεισόδιο των Ιμίων.
Έννοια της Αποστρατιωτικοποίησης
Η αποστρατιωτικοποίηση σαν επιβολή μέτρων περιορισμού της δύναμης των ενόπλων σωμάτων, του οπλισμού και της υλικής υποδομής τους σε συγκεκριμένες περιοχές, εμφανίζεται μέσα σε διάφορα κείμενα διεθνών συνθηκών για εξασφάλιση της ειρήνης . Ο περιορισμός της παρουσίας ενόπλων σωμάτων μπορεί να αναφέρεται σε στρατιωτικές δυνάμεις ή και σε άλλες δυνάμεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για στρατιωτικούς σκοπούς π.χ. σε δυνάμεις αστυνομίας ή χωροφυλακής κ.λ.π. Μπορεί να αφορά τον οπλισμό τους ή ακόμα και την υποδομή τους δηλαδή οχυρωματικά έργα, αεροδρόμια, ναυτικές και επικοινωνιακές ευκολίες καθώς και κάθε άλλου είδους εγκατάσταση που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για στρατιωτικούς σκοπούς.
Η αποστρατιωτικοποίηση εφαρμόζεται όπως είπαμε σε συγκεκριμένη περιοχή, η οποία μπορεί να είναι χερσαία ή και θαλάσσια. Τα μέτρα αποστρατιωτικοποίησης μάλιστα μπορούν να επεκτείνονται και στον εναέριο χώρο πάνω από μια αποστρατικοποιημένη περιοχή ή και στον υποθαλάσσιο χώρο σε περίπτωση θαλάσσιας περιοχής. Είναι όμως αυτονόητο ότι όσον αφορά τις θαλάσσιες περιοχές αποστρατιωτικοποίηση μπορεί να ισχύσει μόνο σε εσωτερικά, αρχιπελαγικά και χωρικά ύδατα.
Σκοπός των Αποστρατιωτικοποιήσεων
Σκοπός των αποστρατιωτικοποιήσεων είναι η εδραίωση της ειρήνης μετά από πολεμικές συγκρούσεις και η μεταπολεμική διατήρηση της. Οι αποστρατιωτικο-ποιήσεις επιβάλλονται πάντα με διεθνείς συνθήκες. Σύμφωνα με το άρθρο 31-1 της Σύμβασης της Βιέννης «περί του Δικαίου των Συνθηκών» κάθε συνθήκη πρέπει να ερμηνεύεται «καλή τη πίστει … και υπό το φως του αντικειμένου και του σκοπού της». Με γνώμονα αυτή τη γενική αρχή, οι αποστρατιωτικοποιήσεις θα πρέπει να θεωρούνται σαν μέτρο ενίσχυσης του αισθήματος ασφαλείας και προτροπής των Κρατών να στρέψουν την ενεργητικότητα τους σε ειρηνικά έργα . Γι΄ αυτό τα καθεστώτα αυτά μπορούν να διατηρηθούν αποκλειστικά και μόνο rebus sic stantibus, μέσα στο πλαίσιο ενός αυστηρά ειρηνικού περιβάλλοντος. Όταν παύσουν να υπάρχουν τέτοιες προϋποθέσεις τα μέτρα αποστρατιωτικοποίησης αντί να εδραιώνουν την ειρήνη τη θέτουν σε κίνδυνο. Σ’ αυτή την περίπτωση δηλαδή βρισκόμαστε μπροστά σε μια θεμελιώδη αλλαγή των περιστάσεων. Το γεγονός αυτό αποτελεί τη νομική βάση για οχύρωση περιοχών που αποστρατιωτικοποιήθηκαν με σκοπό την προετοιμασία για νόμιμη άσκηση του «φυσικού δικαιώματος ατομικής και συλλογικής αμύνης» σύμφωνα με το άρθρο 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Το δικαίωμα αυτό με τον jus cogenes χαρακτήρα του σαν αναγκαστικός κανόνας του γενικού Διεθνούς Δικαίου παράγει όλες τις συνέπειες που συνεπάγονται από αυτή την ιδιότητα που ταυτόχρονα το καθιστούν υποχρέωση . Υποχρέωση η οποία απορρέει από το Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών που σύμφωνα με το άρθρο 103 του, προέχει κάθε άλλης προερχόμενης από οποιαδήποτε άλλη διεθνή συμφωνία.
Ισχύς των Διατάξεων για Αποστρατιωτικοποιήσεις.
Επειδή η αποστρατιωτικοποίηση εκτελείται μόνο με διεθνή συνθήκη, για να εφαρμοσθεί το καθεστώς αυτό πρέπει η συνθήκη που το επιβάλλει και ειδικότερα οι διατάξεις της για αποστρατιωτικοποίηση να βρίσκονται σε ισχύ κατά το άρθρο 24 της Σύμβασης της Βιέννης. Πρέπει δηλαδή η συνθήκη να έχει τεθεί σε ισχύ και να μην έχει λήξει ρητά ή και σιωπηρά ολόκληρη ή το μέρος της που αφορά αυτούς τους περιορισμούς σε εφαρμογή των διαλαμβανομένων στο Τμήμα 3 της προαναφερόμενης Σύμβασης. Ειδικότερα μάλιστα σύμφωνα με το άρθρο 59, πρέπει να μην έχει συνομολογηθεί νέα συνθήκη από την οποία να προκύπτει πρόθεση των συμβαλλομένων μερών για δημιουργία ενός νέου καθεστώτος που θα διέπει αυτό το αντικείμενο ή οι διατάξεις της μεταγενέστερης συνθήκης να είναι ασυμβίβαστες με τις αντίστοιχες της προγενέστερες. Υπάρχει όμως και άλλη μια περίπτωση. Όταν ένα συμβαλλόμενο μέρος παραβιάσει ουσιωδώς μια συνθήκη τότε σύμφωνα με το άρθρο 60 της Σύμβασης της Βιέννης παρέχεται στο κράτος που εθίγει το δικαίωμα να επικαλεσθεί την παραβίαση σαν λόγο ολικής ή μερικής αναστολής της εφαρμογής της συνθήκης στις σχέσεις του με το κράτος που την παρέβη. Δίνει επίσης το δικαίωμα σε οποιοδήποτε άλλο μέρος, εκτός αυτού που παραβίασε τη συνθήκη, το δικαίωμα να επικαλεσθεί την παραβίαση σαν λόγο αναστολής ολικής ή μερικής εφαρμογής της συνθήκης σε ό,τι το αφορά εφόσον η φύση της συνθήκης είναι τέτοια που μια ουσιώδης παραβίασης των διατάξεων της από ένα μέρος μεταβάλει ριζικά την θέση εκάστου μέρους σε σχέση με την παραπέρα εκτέλεση των υποχρεώσεων του.
Είναι γνωστό ότι κάθε συνθήκη δεσμεύει τα συμβαλλόμενα σ’ αυτή μέρη. Pacta sunt servanta. Γι’ αυτό και οι διατάξεις κάθε συνθήκης δημιουργούν δικαιώματα και υποχρεώσεις μόνο για Κράτη Μέρη. Pacta tertiis nec nocent nec prosunt. Για τρίτα κράτη οι διατάξεις αυτές είναι res inter alios acta. Εξαιρούνται μόνο τα αναφερόμενα στο Τμήμα 4 της Σύμβασης της Βιέννης περί του Δικαίου των Συνθηκών. Σύμφωνα μ’ αυτό για να δημιουργηθεί υποχρέωση σε τρίτο κράτος απαιτούνται δύο προϋποθέσεις. Πρώτη είναι η σχετική πρόθεση των συμβαλλομένων κρατών και δεύτερη η ρητή και έγγραφη αποδοχή της υποχρέωσης από το τρίτο κράτος. Δικαίωμα σε τρίτο κράτος δημιουργείται εφόσον με διάταξη συνθήκης τα συμβαλλόμενα επιδιώκουν την εκχώρηση του σε τρίτο κράτος και το κράτος αυτό συγκατατίθεται.
Η Συνδιάσκεψη της Λοζάννης
Από 22 Νοεμβρίου 1922 έως 24 Ιουλίου 1923 πραγματοποιήθηκε στη Λοζάννη μια μεγάλης σημασίας Συνδιάσκεψη. Σκοπός της ήταν η ρύθμιση των συνεπειών του μεγάλου πολέμου που είχε προηγηθεί. Ανάμεσα στα κράτη που συμμετείχαν ήταν η Τουρκία και η Ελλάδα. Η Συνδιάσκεψη κατέληξε σε σημαντικές Πράξεις: Ανάμεσα τους η Σύμβαση για το Καθεστώς των Στενών και η Συνθήκη Ειρήνης. Με τα κείμενα αυτά καθορίσθηκε το καθεστώς των Στενών όπως αυτό ίσχυσε μέχρι τη Συνθήκη του Μοντρέ (Montreux) στις 20 Ιουλίου του 1936 και ρυθμίσθηκαν διάφορα άλλα θέματα. Ανάμεσα σ’ αυτά ήταν και οι αποστρατιωτικοποιήσεις. Οι διατάξεις για αποστρατιωτικοποίηση της Σύμβασης για το Καθεστώς των Στενών εκφράσθηκαν με πολύ αυστηρό ύφος. Ο καθορισμός των περιοχών στο άρθρο 4 αρχίζει με τη φράση «Ουδετεροποιούνται αι κατωτέρω οριζόμεναι ζώναι και νήσοι:». Άμεση είναι η σχέση τους με το βασικό αντικείμενο της Σύμβασης, δηλαδή με την ελευθεροπλοΐα από τον Ελλήσποντο. Γι’ αυτό και αφορούν τόσο τα υπό Τουρκική κυριαρχία παράλια, όσο και όλα τα νησιά των προσβάσεων στα Στενά είτε αυτά βρίσκονται υπό Τουρκική είτε υπό Ελληνική κυριαρχία. Αυτό φαίνεται καθαρά μέσα από την πρόταση της υποεπιτροπής εμπειρογνωμόνων που υπεβλήθηκε στη Συνδιάσκεψη στις 28 Νοεμβρίου 1922. Όσον αφορά στα υπόλοιπα νησιά (Λέσβος, Χίος, Σάμος και Ικαρία) επιβλήθηκαν με τη Συνθήκη Ειρήνης μέτρα αποστρατιωτικοποίησης. Η αρμόδια υποεπιτροπή είχε αποφανθεί ομόφωνα για τη Λήμνο, Σαμοθράκη και αντίστοιχα την Ίμβρο και Τένεδο ότι το καθεστώς τους θα πρέπει να εξετασθεί μαζί με το καθεστώς των Στενών. Για τη Λέσβο, τη Χίο, τη Σάμο και την Ικαρία αποφάνθηκε υπέρ της αποστρατιωτικο-ποίησης η οποία όμως δεν θα έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια αυτών των νησιών, επισημαίνοντας χαρακτηριστικά ότι «…. πλέον εκτεταμένοι περιορισμοί, κινδυνεύοντας να θέσουν τα ελληνικά νησιά στην διάκριση (a la merci) της Τουρκίας, θα απαιτούσαν την εφαρμογή επί του εδάφους της Ανατολίας αναλόγων περιορισμών». Η απόφαση αυτή ήταν κατά πλειοψηφία. Αρνητική ήταν μόνο η ψήφος του Τούρκου αντιπροσώπου ο οποίος δεν ήθελε να υποστηρίξει μια πρόταση που παρά την προσπάθεια της να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της Τουρκίας δεν άφηνε τα Ελληνικά νησιά τελείως απροστάτευτα.
Σύμβαση της Λοζάννης της 24ης Ιουλίου 1923 για το Καθεστώς των Στενών.
Η εφαρμογή των αποστρατιωτικοποιήσεων της Σύμβασης για το Καθεστώς των Στενών αφορά όπως προαναφέραμε και Ελληνικό και Τουρκικό έδαφος. Το αποστρατιωτικοποιημένο μάλιστα Τουρκικό έδαφος είναι πολύ μεγαλύτερης έκτασης από το αντίστοιχο Ελληνικό και περιλαμβάνει περιοχές συγκριτικά μεγαλύτερης στρατηγικής σημασίας. Σε αυτό σύμφωνα με το άρθρο 4 της Σύμβασης περιλαμβάνονται οι δύο ακτές του Στενού του Ελλησπόντου και του Βοσπόρου , όλα τα νησιά της Προποντίδας εκτός από την Καλόλιμνο και τα νησιά του Αιγαίου: Ίμβρο, Τένεδο και Λαγούσες ή Μαυρυές. Στην Ελληνική αποστρατιωτικοποιημένη περιοχή περιλαμβάνονται μόνον τα νησιά Λήμνος και Σαμοθράκη. Το άρθρο 6 της Σύμβασης της Λοζάννης για τα Στενά στη συνέχεια καθόρισε επακριβώς τους περιορισμούς καθώς και κάποιες εξαιρέσεις.
Η Τουρκία τότε δεν είχε μείνει ικανοποιημένη από τη Σύμβαση σε ό,τι αφορά το καθεστώς της ελευθεροπλοΐας από τα Στενά. Περίμενε λοιπόν την κατάλληλη στιγμή επιδιώκοντας διαφοροποίηση του. Αυτό το πέτυχε στις 20 Ιουλίου του 1936 με την αναθεώρηση του καθεστώτος ελευθεροπλοΐας των Στενών της Σύμβασης του Μοντρέ (Montreux) . Η νεώτερη Σύμβαση αναφέρει χαρακτηριστικά στο προοίμιο της ότι οι Αρχηγοί των συμβαλλομένων Κρατών «Αποφάσισαν να υποκαταστήσωσι (de substituer) την παρούσαν Σύμβασην εις την Σύμβασην την υπογραφείσαν εν Λωζάννη τη 24η Ιουλίου 1923 …». Με αυτό τον τρόπο η νέα Συνθήκη καταργεί ρητά την προγενέστερη της με το ίδιο αντικείμενο, δηλαδή το καθεστώς των Στενών . Η σύναψη της Σύμβασης αυτής απετέλεσε το θρίαμβο των Τουρκικών αλλά και των Σοβιετικών συμφερόντων . Παρ’ όλα αυτά δεν αναφέρεται στις αποστρατιωτικοποιήσεις. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι οι περιορισμοί αυτοί καταργήθηκαν.
Η κατάργηση των αποστρατιωτικοποιήσεων χαιρετίστηκε τότε με μεγάλο ενθουσιασμό από Ελλάδα και Τουρκία σαν ένα καλό δείγμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Πέρα απ’ αυτό αντανακλούσε και την αισιοδοξία όλων των Κρατών Μερών που την περίοδο αυτή ευελπιστούσαν στην έναρξη μιας καλύτερης συνεργασίας της Τουρκίας σε διεθνές επίπεδο. Λίγες μέρες μετά την υπογραφή της Σύμβασης, στις 31 Ιουλίου του 1936, στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση γεμάτος χαρά ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών Rustu Aras είχε δηλώσει: «Οι διατάξεις οι οποίες αναφέρονται στις νήσους Λήμνος και Σαμοθράκη, που ανήκουν στην γειτόνισσα και φίλη Ελλάδα και που ήταν αποστρατιωτικοποιημένοι, με βάση τις σχετικές διατάξεις της Σύμβασης της Λοζάννης, καταργούνται και αυτές από την Σύμβαση του Montreux…… ».
Δυστυχώς όμως τα πράγματα άλλαξαν! Από το 1965 η Τουρκία προσπαθεί να επιτύχει μέσα από το Ν.Α.Τ.Ο. τον αποκλεισμό των νήσων Λήμνου και Σαμοθράκης καθώς και του Αγίου Ευστρατίου, από τον στρατηγικό σχεδιασμό της Συμμαχίας . Όσο για το νομικό μέρος της υπόθεσης, η Τουρκία ισχυρίζεται ότι μπορεί να καταργήθηκε ρητά η Σύμβαση της Λοζάννης, δεν καταργήθηκαν όμως οι περιορισμοί που αφορούν την αποστρατιωτικοποίηση των υπό Ελληνική κυριαρχία νησιών γιατί ο σκοπός των διατάξεων αυτών ήταν η προστασία της Τουρκίας και διότι αυτό δεν το αναφέρει πουθενά η νεότερη. Το επιχείρημα αυτό είναι επιστημονικά αβάσιμο. Η Σύμβαση του Μοντρέ, χωρίς καμμία απολύτως επιφύλαξη, χωρίς να σημειώνει καμμία απολύτως εξαίρεση ή περιορισμό καταργεί ρητά ολόκληρη τη Σύμβαση της Λοζάννης για τα Στενά. Αναφορά σε κάθε μία από τις καταργούμενες διατάξεις ή σε μερικές απ’ αυτές δεν έγινε διότι αυτό θα ήταν άσκοπο και περιττό. Τέλος, πρωταρχικός σκοπός της Σύμβασης, όπως φαίνεται στο προοίμιο της είναι η εξασφάλιση της ελευθεροπλοΐας από τα Στενά και όχι η προστασία της Τουρκίας. Με τις παραπάνω απόψεις δεν διαφωνεί και ο Νομικός Σύμβουλος του Ν.Α.Τ.Ο., σε γνωμοδότηση του στις 2 Νοεμβρίου 1978 όπου αναφέρεται στο νομικό καθεστώς της Λήμνου και σημειώνει: «… η σωστή ερμηνεία είναι πως η Σύμβαση της Λοζάννης αντικαταστάθηκε από την Σύμβαση του Μοντρέ και γι΄ αυτό δεν υπάρχει κανένας περιορισμός στα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στη Λήμνο, όπου μπορεί να τα ασκεί όπως νομίζει καλύτερα».
Συνθήκη Ειρήνης της Λοζάννης της 24ης Ιουλίου 1923.
Με το άρθρο 13 της Συνθήκης Ειρήνης της Λοζάννης επιβλήθηκαν μέτρα μερικής αποστρατιωτικοποίησης στα νησιά Λέσβος (που στο κείμενο αναφέρεται Μυτιλήνη), Χίος, Σάμος και Ικαρία. Ο σκοπός των μέτρων αυτών φαίνεται από την πρώτη φράση του άρθρου που είναι πολύ χαρακτηριστική: «Προς εξασφάλισιν της ειρήνης …». Τα μέτρα αυτά αφορούν στον περιορισμό της στρατιωτικής υποδομής των νήσων, δηλαδή την απαγόρευση εγκατάστασης ναυτικής βάσης ή την ανέγερση οχυρωματικού έργου, την απαγόρευση υπέρπτησης της ελληνικής στρατιωτικής αεροπλοΐας πάνω από την Ανατολία ενώ ισχύει και αντίστοιχη απαγόρευση για την Τουρκική αεροπλοΐα που απαγορεύεται να πετά πάνω από τα προαναφερόμενα νησιά και τον περιορισμό των στρατιωτικών δυνάμεων οι οποίες δεν μπορούν να ξεπεράσουν «τον συνήθη αριθμόν των δια την στρατιωτικήν υπηρεσίαν καλουμένων, οίτινες δύνανται να εκγυμνάζονται επί τόπου, ως και δύναμιν χωροφυλακής και αστυνομίας ανάλογον προς την εφ’ ολοκλήρου του ελληνικού εδάφους υπάρχουσαν τοιαύτην».
Η Συνθήκη Ειρήνης της Λοζάννης βρίσκεται μέχρι σήμερα σε ισχύ. Για την εφαρμογή της οφείλουμε να ακολουθήσουμε τους γενικούς κανόνες του διεθνούς δικαίου σύμφωνα με τους οποίους κάθε συνθήκη πρέπει να ερμηνεύεται «καλή τη πίστει … … και υπό το φως του αντικειμένου και του σκοπού της» . Ποιος είναι ο σκοπός των μέτρων που προαναφέραμε; Η εξασφάλιση της ειρήνης. Αυτό αναφέρεται ρητά στη πρώτη φράση του σχετικού άρθρου. Πέρα απ’ αυτό όπως ήδη έχουμε αναφέρει, η υποεπιτροπή που πρότεινε τις αποστρατιωτικοποιήσεις στη Συνδιάσκεψη έλαβε πολύ σοβαρά υπόψη της την ασφάλεια αυτών των Ελληνικών νησιών από ενδεχόμενη Τουρκική απειλή. Μέσα σ΄ αυτό το πνεύμα διαμορφώθηκαν και οι σχετικές διατάξεις που τις χαρακτηρίζει μια πρωτοφανής αοριστία. Δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί το τι ακριβώς σημαίνει «συνήθης αριθμός» για τις στρατιωτικές δυνάμεις ούτε αυτά που αναφέρονται για τη χωροφυλακή και την αστυνομία. Αναφέρεται σε ναυτικές βάσεις όχι όμως σε αεροπορικές και ακόμα περισσότερο δεν έχει ληφθεί υπόψη όπως σε άλλες συμφωνίες ότι η ισχύς μιας στρατιωτικής δύναμης εξαρτάται όχι μόνο από την ποσότητα του προσωπικού της, αλλά και από άλλους παράγοντες, όπως είναι η ποιότητα του εξοπλισμού της.
Όπως γνωρίζουμε καθημερινά σημειώνονται παραβιάσεις του Ελληνικού Εθνικού Εναέριου Χώρου από Τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη. Οι παραβιάσεις αυτές εκδηλώνονται συνήθως στο Ανατολικό Αιγαίο και μάλιστα στις νήσους Λέσβος, Χίος, Σάμος και Ικαρία, πάνω δηλαδή από τα νησιά που η Συνθήκη το απαγορεύει. Η ίδια Συνθήκη με το άρθρο 12 αφήνει στην Τουρκική κυριαρχία τα νησιά που βρίσκονται σε απόσταση μικρότερη των τριών μιλίων από την ασιατική ακτή. Η Τουρκία έχει παραιτηθεί ρητά και ανεπιφύλακτα από κάθε διεκδίκηση σε άλλα νησιά. Τι θα μπορούσε να απαντήσει η Τουρκία στο σημείο αυτό για ότι έκαμε στην Κύπρο το 1974 ή στα Ίμια το 1996; Τι θα μπορούσε να απαντήσει για τις απειλές πολέμου που εκτοξεύει καθημερινά και μάλιστα με αφορμή τη δυνατότητα άσκησης από τη μεριά της Ελλάδος του νομίμου δικαιώματος της για αύξηση της χωρικής της θάλασσας στα δώδεκα ναυτικά μίλια; Δηλαδή έχουμε μια Τουρκία που συνεχώς παραβιάζει τη Συνθήκη Ειρήνης ενώ ταυτόχρονα διαμαρτύρεται ότι δήθεν την παραβιάζει η Ελλάδα με τον εξοπλισμό των νησιών της. Οι υπάρχουσες σήμερα στρατιωτικές δυνάμεις στα νησιά αυτά είναι οι απόλυτα αναγκαίες για την προστασία τους. Η εγκατάλειψη των νησιών μας στο έλεος των βλέψεων της γειτονικής μας χώρας δεν θα ήταν μόνο παράλογο, αλλά και αντίθετο στις διεθνείς μας υποχρεώσεις. Πρέπει υποχρεωτικά να υπερισχύσει το δικαίωμα της άμυνας και να είμαστε έτοιμοι να κάνουμε χρήση του γιατί όπως αναφέραμε ήδη αυτό είναι και υποχρέωση μας λόγω του jus cogenes χαρακτήρα του. Μια υποχρέωση που σύμφωνα με το άρθρο 103 του Χάρτη, προέχει οποιασδήποτε άλλης υποχρέωσης προερχόμενης από κάθε άλλη διεθνή συμφωνία ακόμα και από τη Συνθήκη Ειρήνης της Λοζάννης του 1923!
Πρέπει επίσης να θυμηθούμε ότι το καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης εγκαταστάθηκε με μια Συνθήκη Ειρήνης σε μια περίοδο που όλοι πίστευαν στον τερματισμό της Ελληνοτουρκικής διαμάχης. Κανένας στην Λοζάννη το 1923 δεν υποπτευόταν τις σημερινές επεκτατικές βλέψεις της Τουρκίας στο Αιγαίο! Ποιος περίμενε την εισβολή της στην Κύπρο και το επεισόδιο των Ιμίων; Βρισκόμαστε αναμφίβολα μπροστά σε μια θεμελιώδη αλλαγή των περιστάσεων που μπορεί να αποτελέσει άλλη μια νομική βάση της Ελλάδας για την αμυντική οχύρωση των νησιών μας. . Τέλος, ακόμα και αν ήταν δυνατό να δεχθούμε ότι ο εξοπλισμός των νησιών δεν είναι νόμιμος, πάλι θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε σαν αντίποινα χωρίς να παραβαίνουμε τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, αφού οι απειλές και η χρήση της βίας δεν προέρχονται από τη Χώρα μας που τηρεί καθαρά αμυντική θέση, αλλά από την Τουρκία που απειλεί συνεχώς και έχει κάνει ήδη το «πρώτο της βήμα στο Αιγαίο» με την εισβολή της στην Κύπρο.
Συνδιάσκεψη των Παρισίων
Η Συνδιάσκεψη των Παρισίων άρχισε στις 29 Ιουλίου 1946 και διήρκεσε μέχρι τις 15 Οκτωβρίου του ιδίου έτους. Η Συνδιάσκεψη λαμβάνοντας υπόψη ότι τα Δωδεκάνησα ήταν Ελληνικά από αρχαιοτάτων χρόνων καθώς και τη σημαντική συμβολή της Χώρας μας στην τελική νίκη των συμμάχων κατά του Άξονα, αποφάσισε την εκχώρηση αυτού του νησιωτικού συμπλέγματος στην Ελλάδα. Όπως είναι γνωστό τα Δωδεκάνησα βρισκόντουσαν κάτω από Ιταλική κυριαρχία. Οι Ιταλοί είχαν εγκαταστήσει εκεί επίλεκτες στρατιωτικές δυνάμεις και είχαν αναπτύξει σημαντικές στρατιωτικές βάσεις ανάμεσα σ’ αυτές η πιο αξιόλογη, η αεροναυτική βάση της Λέρου. Η εκχώρηση έγινε με τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων που υπογράφηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1947, ενώ η επίσημη ενσωμάτωση έγινε στις 6 Μαρτίου 1948.
Στη Συνδιάσκεψη των Παρισίων σημειώθηκαν έντονα φαινόμενα διαμάχης Ανατολής - Δύσης. Στην αντιπαράθεση αυτή δεν μπορούσε να μη ληφθεί υπόψη η στρατηγική σημασία των Δωδεκανήσων, καθώς επίσης και η αμφίβολη κατάσταση που επικρατούσε τότε στο εσωτερικό της Ελλάδας. Αν νικούσε ο Στρατός η Ελλάδα θα παρέμενε στη Δύση και αν νικούσαν οι Κομουνιστές θα περνούσε στο άλλο Μέρος. Το ενδεχόμενο χρησιμοποίησης των Δωδεκανήσων σαν στρατιωτική βάση είτε από τον ένα είτε από τον άλλο, ενέπνευσε δικαιολογημένη ανησυχία. Αποτέλεσμα, η απόφαση για την αποστρατιωτικοποίηση αυτών των νησιών. Τα κίνητρα που οδήγησαν στην απόφαση αυτή φαίνονται καθαρά στη συνέχεια. Η Ε.Σ.Σ.Δ. έδειξε έντονο ενδιαφέρον για την τήρηση των αποστρατιωτικοποιήσεων. Το ενδιαφέρον αυτό εκδηλώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του `40 με έντονες διαμαρτυρίες για τις επισκέψεις Πολεμικών Πλοίων του 6ου Στόλου των Ηνωμένων Πολιτειών στα Δωδεκάνησα. Στις διαμαρτυρίες αυτές απάντησε ο Αμερικανός τότε Υπουργός Εξωτερικών Μάρσαλ διαμηνύοντας στις 29 Ιουλίου του 1948 στην Αμερικανική Πρεσβεία στην Αθήνα, ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να υποκύψει στις Σοβιετικές πιέσεις. Παρεμπιπτόντως μάλιστα είχε επισημάνει ότι η Χώρα μας «έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει στρατιωτικές εγκαταστάσεις … για να υπερασπισθεί τα σύνορα της». Υπογραμμίζουμε στο σημείο αυτό, την αναγνώριση του δικαιώματος της νομίμου άμυνας από ένα τόσο επίσημο πρόσωπο, ενάμιση περίπου χρόνο μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Παρισίων .
Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων της 10ης Φεβρουαρίου 1947.
Με το άρθρο 14 της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων η Ιταλία εκχώρησε τη Δωδεκάνησο στην Ελλάδα. Η Συνθήκη αναφέρει την Αστυπάλαια, τη Ρόδο, τη Χάλκη, την Κάρπαθο, την Κάσο, την Τήλο, τη Νίσυρο, την Κάλυμνο, τη Λέρο, την Πάτμο, τη Λειψό, τη Σύμη, την Κω, το Καστελόριζο και τις «παρακείμενες νησίδες» . Σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου: «Αι ανωτέρω νήσοι θα αποστρατιωτικοποιηθώσι και θα παραμείνωσι αποστρατιωτικοποιημέναι». Το Παράρτημα ΧΙΙΙ της Συνθήκης μας εξηγεί τι σημαίνει «αποστρατιωτικοποίηση» και «αποστρατικοποιημένος».
Η Συνθήκη των Παρισίων είναι πολύ αυστηρότερη από τη Συνθήκη Ειρήνης της Λοζάννης, χωρίς όμως να λείπουν και εδώ οι ασάφειες. Η Συνθήκη των Παρισίων βρίσκεται σε ισχύ και δεσμεύει την Ελλάδα έναντι των άλλων συμβαλλομένων Κρατών. Όχι έναντι της Τουρκίας. Η Τουρκία δεν είναι μέρος της Συνθήκης. Οι διατάξεις της Συνθήκης γι’ αυτή είναι res inter alios acta. Κατά συνέπεια pacta tertiis nec nocent nec prosunt η Τουρκία δεν μπορεί να αντλήσει κανένα δικαίωμα απ’ αυτή. Παρ’ όλα αυτά διαμαρτύρεται ισχυριζόμενη ότι η Ελλάδα έχει εγκαταστήσει στρατιωτικές δυνάμεις στα νησιά του Δωδεκανησιακού συμπλέγματος και προσπαθεί να μας πείσει ότι η αποστρατιωτικοποίηση των Δωδεκανήσων που αναφέρεται σε συνθήκη στην οποία αυτή δεν είναι Μέρος, έχει αντικειμενική υπόσταση και κατά συνέπεια ισχύει erga omnes έναντι όλων των κρατών, άρα και της Τουρκίας. Όσο αφορά το επιχείρημα της, δηλαδή τη γενική ισχύ των διατάξεων της Συνθήκης, έχουμε να σημειώσουμε ότι αυτό είναι τελείως αστήρικτο. Όπως αναφέραμε οι αποστρατιωτικοποιήσεις στη Δωδεκάνησο είναι αποτέλεσμα διαμάχης Ανατολής και Δύσης. Δεν τέθηκαν από τα συμβαλλόμενα μέρη με σκοπό την εκχώρηση δικαιωμάτων στα τρίτα κράτη και ειδικά μάλιστα στην Τουρκία. Πουθενά δεν φαίνεται να είχαν κάποια τέτοια πρόθεση. Πέρα απ’ αυτό η Ελλάδα όπως και στην περίπτωση της Λέσβου, της Χίου, της Σάμου και της Ικαρίας, έχει υποχρέωση να ασκήσει το φυσικό της δικαίωμα της νόμιμης άμυνας ενόψει του κινδύνου από την Τουρκία. Τα Μέρη της Συνθήκης των Παρισίων δεν έχουν εκφράσει αντιρρήσεις. Οι μόνοι που διαμαρτύρονται είναι οι Τούρκοι.
Οι διαμαρτυρίες όμως ενός κράτους που δεν είναι μέρος στην Συνθήκη δεν μπορούν να έχουν καμία έννομη συνέπεια. Εκτός αυτών πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το 1954, η Ιταλία που είναι Κράτος Μέρος της Συνθήκης, είχε δηλώσει ότι λόγω μεταβολής των περιστάσεων έπαυσε να θεωρεί ότι είναι δεσμευμένη από τις διατάξεις της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων του 1947 που είναι σχετικές με αποστρατιωτικοποίηση των νησιών της Αδριατικής. Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 60 της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών, η ουσιώδης παραβίασης πολυμερούς συνθήκης μπορεί να προκαλέσει λόγο μερικής ή ολικής αναστολής εφαρμογής της όπως ήδη αναφέραμε, η Ελλάδα έχει αποκτήσει από τότε το δικαίωμα απαλλαγής από τις αντίστοιχες υποχρεώσεις της στα Δωδεκάνησα.
Το προηγούμενο της εισβολής στη Κύπρο, το επεισόδιο των Ιμίων, οι απειλές της Τουρκίας για παρεμπόδιση ασκήσεως του δικαιώματος επεκτάσεως της χωρικής μας θάλασσας στα δώδεκα μίλια, οι συνεχείς παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου πάνω από την ειδικά καθορισμένη για την αεροπλοΐα χωρική μας θάλασσα και η αμφισβήτηση της υφαλοκρηπίδας των νησιών μας δείχνουν ότι η κατάσταση στο Αιγαίο εξακολουθεί και σήμερα να εγκυμονεί μεγάλους κινδύνους. Η στρατιωτική θωράκιση των νησιών αυστηρά μέσα στο πλαίσιο της αναγκαίας προετοιμασίας τους για άσκηση του δικαιώματος της αμύνης είναι επιβεβλημένη και όπως είδαμε μπορεί κάλλιστα να δικαιολογηθεί με βάση το διεθνές δίκαιο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
BUZAN BARRY, «Το Καθεστώς και το Μέλλον της Συνθήκης του Μοντρέ», άρθρο του Τμήματος Διεθνών Μελετών του Πανεπιστημίου Warwick, Survival, Νοέμβριος – Δεκέμβριος 1976, αναδημοσίευση Επιθεώρηση Εθνικής Αμύνης, τεύχος 4, 1977.
ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ Γ., Η Αιγιαλίτιδα Ζώνη της Ελλάδας, Αθήνα, 1988.
CLOGG R., Σύντομη Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, μετάφραση Φουντέα Χ., 5η έκδοση Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1999.
ΕΛ.Ι.ΑΜ.Ε.Π., Ελληνικά Προβλήματα στον Αέρα από Διπλωματική, Τεχνική και Νομική Σκοπιά, έκδοση Ελληνικού Ιδρύματος Αμυντικής και Εξωτερικής Πολιτικής, Αθήνα, 1989.
ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ, Πρώτος Στόχος το Αιγαίο.
ΙΩΑΝΝΟΥ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ-ΡΟΖΑΚΗ-ΦΑΤΟΥΡΟΥ, Δημόσιο Δίκαιο: (Θεωρία των Πηγών), εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 1988.
ΙΩΑΝΝΟΥ Κ., ΣΤΡΑΤΗ Α., Δίκαιο της Θάλασσας, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 1998.
ΚΕΝΤΡΩΤΗ Κ., «Εξωτερική Πολιτική, Ζητήματα Ασφαλείας και Διεθνές Δίκαιο. Η Ελληνο - Τουρκική Αντιπαράθεση κατά τη Διεξαγωγή Αεροναυτικών Ασκήσεων στο Αιγαίο Πέλαγος», από τη Ναυτική Επιθεώρηση, τεύχος 506, (1997).
ΚΟΥΦΟΥ Κ., Η Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 1985.
ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΥ Β., Το ζήτημα των Στενών. Συμβολή εις την Διπλωματικήν Ιστορίαν, εν Αθήναις 1926.
ΜΙΧΑΗΛ Μ., Νομικές Διαφορές Ελλάδας και Τουρκίας στο Αιγαίο, τ. Β’, Ν.Σ.Π., Αθήνα, 1983.
ΜΠΟΥΤΡΟΣ ΜΠΟΥΤΡΟΣ ΓΚΑΛΙ, Οδηγός για την Ειρήνη, Ελληνική μετάφραση Κέντρου Πληροφοριών Αθηνών, εκδ. Ο.Η.Ε., Νέα Υόρκη, 1992.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ Χ., Διεθνείς Πολιτικές και Στρατιωτικές Συνθήκες – Συμφωνίες και Συμβάσεις, συμπλ. εκδόσεις Γ.Ε.Σ., Αθήνα 1980.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ Κ., «Η Λήμνος και η Δήθεν Υποχρέωση Αποστρατιωτικοποιήσεως της», από τα Στρατιωτικά Χρονικά, τεύχος Ιουλ., Αυγ., Σεπ., 1983.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ Κ., «Το Νομικό Καθεστώς του Αιγαίου: Η Νομιμότητα Εξοπλισμού των Ελληνικών Νησιών του Αιγαίου», από τα Πρακτικά Συμποσίου (Ρόδος, 4-6 Νοεμβρίου 1994), επιμέλεια Σ. Περράκη, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 1996.
ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ Α., Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο – Ειρηνικά και Βίαια Μέσα Επίλυσης των Διεθνών Διαφορών, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 1988.
ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ Κ., Επίτομος Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, εκδ. «Περγαμηναί», Αθήνα, 1955.
ΠΑΖΑΡΖΙ Χ. Το Καθεστώς Αποστρατικοποίησης των Νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, Ελληνική μετάφραση: Αλεξανδρή Α., - ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ Κ., Το Νομικό Καθεστώς των Ελληνικών Νησιών του Αιγαίου – Απάντηση σε Τουρκική Μελέτη, εκδ. «Γνώση», Αθήνα, 1989.
ΠΑΠΑΟΥΛΙΑ Γ., «Ελληνοτουρκικές Σχέσεις: Η Διπλωματική Διάσταση», από την Φιλελεύθερη Έμφαση, Ινστιτούτο Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής, τεύχος 10, Αθήνα 2001-2.
POLITIS S., “The Legal Regime of Imia Islands in International Law”, Revue Hellenique de Droit Internationale, vol. 54, (2001).
ΡΟΥΚΟΥΝΑ Ε., Διεθνές Δίκαιο Ι, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα, 1980.
ΡΟΥΚΟΥΝΑ Ε., Εξωτερική Πολιτική, 1914 – 1923, εκδ. «Γρηγόρη», Αθήνα, 1978.
ΣΚΑΛΤΣΑ Κ., Η Συνθήκη της Λωζάννης. Πολιτικά και Διπλωματικά Σχόλια, Αθήνα, 1973.
ΣΚΑΛΤΣΑ Κ., «Ο Αμυντικός Εξοπλισμός των Νησιών του Ανατολικού Αιγαίου», από τη Στρατιωτική Επιθεώρηση, τεύχος 2, (1994).
ΣΚΟΔΡΑ Α., «Ιδεολογικό, Στρατηγικό και Νομικό Πλαίσιο της Κρίσης του Αιγαίου», από τη Ναυτική Επιθεώρηση, τεύχος 445, (1987).
WILSON A., Εγχειρίδιο Αφοπλισμού – Στρατιωτική Τεχνολογία και Οργάνωση, μετάφραση Γουλίμη Γ., εκδ. «Οδυσσέας», Αθήνα, 1988.
1. Cf. WILSON A., Εγχειρίδιο Αφοπλισμού – Στρατιωτική Τεχνολογία και Οργάνωση, σελ. 241- 67.
2. Βλ. Ν.Δ. 402 της 30-4/23-5-74, (Φ.Ε.Κ. 141Α), Περί κυρώσεως της από 23 Μαΐου 1969 Συμβάσεως της Βιέννης περί του Δικαίου των Συνθηκών και του προσηρτημένου αυτή παραρτήματος. Στην Σύμβαση αυτή κωδικοποιήθηκαν όλοι οι σχετικοί με την ερμηνεία των συνθηκών Κανόνες του Εθιμικού Διεθνούς Δικαίου.
3. Cf. ΜΠΟΥΤΡΟΣ ΜΠΟΥΤΡΟΣ ΓΚΑΛΙ, Οδηγός για την Ειρήνη, σελ. 13, 19 και 38.
4. Για την θεμελιώδη αλλαγή των περιστάσεων βλ. ΡΟΥΚΟΥΝΑ Ε., Διεθνές Δίκαιο Ι, σελ. 163-74. Σημειώνεται ότι αυτό επικαλέσθηκε η Τουρκία το 1936 για να προκαλέσει την Συνδιάσκεψη που κατέληξε στην υπογραφή της Σύμβασης του Montreux. Ibid., σελ. 165, καθώς επίσης και Χ.ΡΟΖΑΚΗ, στο ΙΩΑΝΝΟΥ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ-ΡΟΖΑΚΗ-ΦΑΤΟΥΡΟΥ, Δημόσιο Δίκαιο: (Θεωρία των Πηγών), σελ. 281-7.
5. Βλ. ΠΑΖΑΡΖΙ Χ. Το Καθεστώς Αποστρατικοποίησης των Νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, Ελληνική μετάφραση: Αλεξανδρή Α., - ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ Κ., Το Νομικό Καθεστώς των Ελληνικών Νησιών του Αιγαίου – Απάντηση σε Τουρκική Μελέτη, σελ. 170.
6. Cf. ΡΟΖΑΚΗ, στο ΙΩΑΝΝΟΥ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ-ΡΟΖΑΚΗ-ΦΑΤΟΥΡΟΥ, op. cit., supra, υποσ. 4, σελ. 239-44.
7. Cf. ΡΟΥΚΟΥΝΑ, op. cit., supra υποσ. 7 σελ. 364-6.
8. Στη Σύμβαση αναφέρονται με κάθε λεπτομέρεια τα όρια αυτών των περιοχών του Ελλησπόντου και του Βοσπόρου.
9. Σύμφωνα μ’ αυτό απαγορεύονται: (1). Τα κάθε είδους οχυρωματικά έργα. (2). Οι μόνιμες εγκαταστάσεις πυροβολικού και γενικά τα πυροβόλα. (3). Τα υποβρύχια μηχανήματα εκτός των υποβρυχίων σκαφών. (4). Οι αεροναυτικές ή ναυτικές Βάσεις. (5). Η στάθμευση οποιασδήποτε ενόπλου δυνάμεως εκτός από την απαραίτητη για τη διατήρηση της τάξης δύναμη αστυνομίας και χωροφυλακής, εξοπλισμένη με περίστροφα, σπάθες, όπλα (δηλαδή τυφέκια) και με τέσσερα οπλοπολυβόλα για κάθε εκατό άνδρες. Εξαιρέσεις: (1). Επετράπησαν οι αναγκαίες μετακινήσεις των στρατολογουμένων ανδρών από τις περιοχές αυτές για την εκπαίδευση τους σε άλλες περιοχές. Ειδικά για την Τουρκία όμως επιτράπηκε και η διαμετακόμιση στρατιωτικών της δυνάμεων μέσα από το ουδετεροποιημένο έδαφος της από την αντίστοιχη χωρική θάλασσα. (2). Επιτράπηκε η διοργάνωση παρατηρητηρίων και παντός είδους επικοινωνιών, τηλεγραφικών και οπτικών. (3). Επιτράπηκε στην Ελλάδα να μεταφέρει το στόλο της εντός των χωρικών υδάτων των ουδετεροποιημένων ελληνικών νησιών χωρίς να χρησιμοποιεί τα ύδατα αυτά σαν βάση επιχειρήσεων κατά της Τουρκίας ή για ναυτική ή στρατιωτική συγκέντρωση γι’ αυτό τον σκοπό. Στην Τουρκία επιτράπηκε και η αγκυροβολία των δικών της σκαφών, στα χωρικά ύδατα των αντίστοιχων περιοχών της. (4). Επιτράπηκε στην Τουρκία να «επισκοπή» με αεροπλάνα ή αερόστατα την επιφάνεια και τον πυθμένα της θάλασσας των Στενών, καθώς και στα τουρκικά αερόπλοια να υπερίπτανται από τις ουδετεροποιημένες τουρκικές ζώνες και από τα ύδατα των Στενών και να προσγειώνονται ή να προσθαλασσώνονται στις περιοχές αυτές.
10. Cf. ΡΟΥΚΟΥΝΑ, op. cit., supra υποσ. 7 σελ. 378, op. cit., supra, υποσ. 4, σελ. 165.
11. Ο Βασιλεύς των Βουλγάρων, ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας, Ο Βασιλεύς της Μεγάλης Βρετανίας, της Ιρλανδίας και των πέρα των Θαλασσών Βρετανικών κτήσεων και Αυτοκράτωρ των Ινδιών, ο Βασιλεύς των Ελλήνων, ο Αυτοκράτωρ της Ιαπωνίας, ο Βασιλεύς της Ρουμανίας, ο Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας, η Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή της Ε.Σ.Σ.Δ. και ο Βασιλεύς της Γιουγκοσλαβίας.
12. Αυτό προκύπτει και από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της Διάσκεψης του Μοντρέ Βλ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ Κ., Η Λήμνος και η Δήθεν Υποχρέωση Αποστρατιωτικοποιήσεως της, σελ. 23.
13. Βλ. BARRY BUZAN, Το Καθεστώς και το Μέλλον της Συνθήκης του Μοντρέ, σελ. 158.
14. Τουρκική Εφημερίδα Πρακτικών Μεγάλων Εθνοσυνελεύσεων, τόμος 12, συνεδρία 31 Ιουλίου 1936, σελ. 309.
15. Το 1984 μάλιστα, άσκησε veto για να μην ενταχθούν οι στρατιωτικές μονάδες τις Λήμνου στις Συμμαχικές. Ακολούθησαν πλήθος άλλες ενέργειες παρομοίου τύπου με αποτέλεσμα τη δημιουργία μεγάλου προβλήματος στη συμμαχία. Η στάση αυτή της Τουρκίας εμπόδισε την υλοποίηση του μεγάλης αξίας «Συμμαχικού Σχεδίου Ταχείας Ενίσχυσης» που προέβλεπε τη δημιουργία σταθμών για υποστήριξη Νατοϊκών Δυνάμεων που θα προωθούντο στην περιοχή σε περίπτωση κρίσεως. Απ’ αυτό αντιλαμβανόμεθα την στρατηγική αξία αυτών των νησιών καθώς και το κόστος στη Συμμαχία εξαιτίας της αδικαιολόγητης στάσης της Τουρκίας. Cf. ΣΚΟΔΡΑ Α., «Ιδεολογικό, Στρατηγικό και Νομικό Πλαίσιο της Κρίσης του Αιγαίου», σελ. 277-91.
16. Είναι γεγονός όμως ότι στη Σύμβαση του Μοντρέ υπάρχει προσαρτημένο και ένα Πρωτόκολλο που ομιλεί για άμεση επαναστρατιωτικοποίηση μόνο από το μέρος της Τουρκίας. Το πρωτόκολλο αυτό στο τρίτο άρθρο του λέει «Το παρόν Πρωτόκολλον θα ισχύσει από της σήμερον» δηλαδή από τις 20 Ιουλίου του 1936 και όχι όταν θα τεθεί σε ισχύ η Σύμβαση στις 9 Νοεμβρίου του 1939. Αυτή η ειδική διάταξη έδωσε στην Τουρκία το ειδικό πλεονέκτημα να ασκήσει τα δικαιώματα της νωρίτερα από την εφαρμογή της Σύμβασης, χωρίς αυτό βέβαια να στερεί από τα υπόλοιπα κράτη κανένα από τα δικαιώματα τους τα οποία θα μπορούσαν να ασκήσουν μόνο μετά τη θέση της σε ισχύ. Βλ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ op. cit., supra, υποσ. 14, σελ. 22.
17. Βλ. ΠΑΖΑΡΖΙ – ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ, op. cit. supra, υποσ. 5 σελ. 145-8.
18. Βλ. άρθρο 31 Σύμβασης της Βιέννης περί του Δικαίου των Συνθηκών και του προσηρτημένου αυτή παραρτήματος, op. cit., supra, υποσ. 2.
19. Cf. ΚΕΝΤΡΩΤΗ Κ., Εξωτερική Πολιτική, Ζητήματα Ασφαλείας και Διεθνές Δίκαιο. Η Ελληνο-Τουρκική Αντιπαράθεση κατά τη Διεξαγωγή Αεροναυτικών Ασκήσεων στο Αιγαίο Πέλαγος, σελ. 84-7.
20. Cf. POLITIS S., “The Legal Regime of Imia Islands in International Law”, Revue Hellenique de Droit Internationale, vol. 54, (2001).
21. Για την επέκταση της χωρικής θάλασσας βλ. ΙΩΑΝΝΟΥ Κ., ΣΤΡΑΤΗ Α., Δίκαιο της Θάλασσας, σελ. 93-8.
22. ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ Κ., «Το Νομικό Καθεστώς του Αιγαίου: Η Νομιμότητα Εξοπλισμού των Ελληνικών Νησιών του Αιγαίου» σελ. 27-34. Θεμελιώδη αλλαγή των περιστάσεων επικαλέσθηκε και η Ιταλία με δήλωση της υποστηρίζοντας το 1954, ότι παύει να θεωρεί πως δεσμεύεται από τις διατάξεις περί αποστρατιωτικοποίησης της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων του 1947, για τα νησιά της Αδριατικής. ΡΟΥΚΟΥΝΑ, οp. cit., supra, υποσ. 4, σελ. 166, Infra, υποσ. 32.
23. «Η Κύπρος είναι το πρώτο βήμα στο Αιγαίο!». Αυτό δήλωσε αλαζονικά ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών Μελίχ Εζεμπέλ (Esebel) στις 22 Ιανουαρίου 1975. Associated Press 1η Απριλίου 1975.
24. Στην αρχαιότητα άνθισε στα Δωδεκάνησα ένας μεγάλος πολιτισμός. Στο κεντρικότερο νησί του συμπλέγματος συντάχθηκε για πρώτη φορά το Δίκαιο για τους ναυτικούς και γενικά για τις θαλάσσιες μεταφορές, ο γνωστός σε όλους «Ναυτικός Κώδιξ των Ροδίων» ή «Νόμος Ροδίων» ή «Ναυτικός Νόμος». Η ακμή των Δωδεκανήσων συνεχίσθηκε μέχρι την υποδούλωση του μεσαιωνικού ελληνισμού στους Τούρκους. Τα Δωδεκάνησα υποτάχθηκαν στην Οθωμανική (Τουρκική) Αυτοκρατορία το 1522 μέχρι το τέλος του Ιταλοτουρκικού πολέμου (1912) οπότε και πέρασαν στην κυριαρχία των Ιταλών.
25. Cf. ΠΑΖΑΡΖΙ – ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ, op. cit. supra, υποσ. 5 σελ. 162.
26. ΣΚΟΔΡΑ, op. cit., supra, υποσ. 17, σελ. 291.
27. Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο υπάρχουν μόνο νησιά. Οι όροι νησίδες βραχονησίδες κ.λ.π. που εμφανίσθηκαν παλαιότερα σε κάποια διεθνή κείμενα είναι νομικά ισοδύναμοι. Βλ. POLITIS, op. cit., supra, υποσ. 22.
28. Σύμφωνα μ’ αυτό στο έδαφος των αποστρατιωτικοποιημένων περιοχών και στα χωρικά τους ύδατα απαγορεύεται: α. Κάθε εγκατάσταση και οχύρωση του Πολεμικού Ναυτικού, του Στρατού Ξηράς και της Πολεμικής Αεροπορίας καθώς και η ύπαρξη οπλισμού γι΄ αυτές τις δυνάμεις. β. Τα τεχνητά στρατιωτικά, ναυτικά και αεροπορικά εμπόδια. γ. Η χρησιμοποίηση βάσεων από μονάδες του Στρατού Ξηράς του Πολεμικού Ναυτικού και της Πολεμικής Αεροπορίας. δ. Η μόνιμος ή η προσωρινή στάθμευση μονάδων του Στρατού Ξηράς του Πολεμικού Ναυτικού και της Πολεμικής Αεροπορίας. Επιτρέπεται μόνο η παραμονή «προσωπικού εσωτερικής ασφαλείας περιορισμένου αριθμού, δια την εκπλήρωσιν καθηκόντων εσωτερικού χαρακτήρος», εφοδιασμένο με όπλα που μπορούν να φέρονται και να χειρίζονται από ένα άτομο. ε. Κάθε μορφής στρατιωτική εκπαίδευση εκτός από την απαραίτητη στρατιωτική εκπαίδευση του «προσωπικού εσωτερικής ασφαλείας». στ. Η κατασκευή πολεμικού υλικού.
29. Βλ. ΡΟΥΚΟΥΝΑ, op. cit., supra, υποσ. 4, σελ. 166.
30. Βλ. ΙΝΣΤ. ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΗΜ. ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΔΙΕΘ. ΣΧΕΣΕΩΝ, Πρώτος Στόχος το Αιγαίο, σελ. 27-8, καθώς επίσης ΣΚΑΛΤΣΑ Κ., Ο Αμυντικός Εξοπλισμός των Νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, σελ. 56.

– Γέροντα επιτρέπετε; Επειδή είμαστε κι εδώ διάφοροι νέοι άνθρωποι και είμαστε λίγο προβληματισμένοι τώρα τελευταία με αυτά που εκεί, στο Κολυμπάρι, ο Ζήσης κτλ. Μπορείτε να μας πείτε δυο κουβέντες να ξεκαθαρίσουμε λίγο τα πράγματα;
Γέροντας Γαβριήλ: Τα πράγματα είναι καθαρά, είναι καθαρισμένα. Ο πάπας είναι αιρετικός. Δεν μπορούμε να έχουμε επικοινωνία με τους αιρετικούς. Είναι εχθρός του Θεού και της Παναγίας. Το ότι είναι και οικουμενισταί, είναι εχθροί του Θεού και της Παναγίας.
Παράδειγμα έχουμε την Παράδοση της Εκκλησίας μας.
1274. Ο Βέκκος ο Πατριάρχης με τον Μιχαήλ τον Η’ στείλανε εδώ τους Λατίνους να πείσουν τους Πατέρες να ενωθούνε. Οι Πατέρες αντιδράσανε και τον Άγιο Κοσμά τον Πρώτο τον απαγχονίσανε, τους άλλους τους σφάξανε. Όταν μπαίνετε μέσα στο Πρωτάτο δεξιά δεν έχει ένα καντήλι; Και τι έχει το καντήλι αυτό; Δεν υπάρχει εικόνα. Έχει το μάρμαρο που κόψαν τα κεφάλια απ’ τους Πατέρες. Αυτό το είχαν έξω κι όταν χιόνιζε, εκεί δεν πήγαινε χιόνι. Έμενε έτσι ακάλυπτο. Εκεί, τους κόψαν τα κεφάλια.
Εκείνη την εποχή, έξω από το Βουλγαρικό Μοναστήρι ήταν ένα γεροντάκι και ένα βράδυ που έλεγε τους Χαιρετισμούς μπροστά στην εικόνα της Παναγίας και είπε Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε, του μίλησε η Παναγία και του είπε,
Χαίρε κι εσύ Γέρων του Θεού.
Το γεροντάκι φοβήθηκε, ταράχθηκε. Του λέει η Παναγία,
Μην φοβάσαι. Τρέξε στο Μοναστήρι και πες στους Πατέρες ότι οι εχθροί μου και οι εχθροί του Υιού μου έρχονται, και όσοι θέλουν ας φύγουν να σωθούν, όσοι θέλουν ας μείνουν να αγωνιστούν.
Και έτρεξε το γεροντάκι και όταν το ανήγγειλε αυτό μερικοί Πατέρες φύγαν στα δάση, 26 με τον Ηγούμενο κλείστηκαν στον πύργο και η Παναγία πήγε εκεί να τους εμψυχώσει μόνη Της.
Πήγαν οι Λατίνοι και απαίτησαν να αναγνωρίσουν κεφαλή της Εκκλησίας τον πάπα. Οι Πατέρες αρνήθηκαν, λένε εμείς κεφαλή της Εκκλησίας αναγνωρίζουμε τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό και τους κάψανε. -Πως τους αποκάλεσε [ενν. τους αιρετικούς] η Παναγία.
Στο Λειμωνάριο ένα βιβλίο, διαβάζουμε τα εξής:
Εκεί στα μέρη του Ιορδάνου ήταν ένας ασκητής και ένα βράδυ είδε την Παναγία μας με συνοδεία δύο ιεροπρεπείς άντρες έξω από το κελλί του. Έβαλε μετάνοια και λέει, Παναγία να ‘ρθεις να ευλογήσεις το κελλί μου. Του λέει η Παναγία,
Δεν έρχομαι γιατί έχεις μέσα τον εχθρό μου.
Και έφυγε. Δεν είχε κανέναν μέσα και δεν μπορούσε να καταλάβει τί ήταν αυτό που είπε η Παναγία. Είχε δανειστεί ένα βιβλίο από έναν γείτονά του και όταν το τελείωσε και το διάβασε στο τέλος είχε δύο λόγους του Νεστορίου κατά της Παναγίας μας που Την αποκαλούσε Χριστοτόκο και ανθρωποτόκο και όχι Θεοτόκο και αυτό ήταν που η Παναγία μας δεν πήγε μέσα. –Έχεις τον εχθρό μου.
Όποιος έχει φιλίες με τους εχθρούς του Θεού και της Παναγίας, που είναι οι οικουμενισταί και ο πάπας και οι άλλοι αιρετικοί, αυτός θα χαθεί μαζί τους.
Τι λέει ο Ιερός Χρυσόστομος.
ὁ τοῖς ἐχθροῖς τοῦ βασιλέως συμφιλιάζων, οὐ δύναται τοῦ βασιλέως φίλος εἶναι, ἀλλ᾽ οὐδὲ ζωῆς ἀξιοῦται, ἀλλὰ σὺν τοῖς ἐχθροῖς ἀπολεῖται
Πρέπει να κάνουμε αγώνες, δεν μπορούμε να ενωθούμε με τους παπικούς και τους άλλους αιρετικούς. Άμα αυτοί πιστέψουν ό,τι πιστεύει η Εκκλησία των 7 Οικουμενικών Συνόδων και αρνηθούν τις αιρέσεις τους, να ενωθούμε μετά χαράς.
– Ναι. Τώρα κάτι άλλο. Αυτός ο αρχηγός της Εκκλησίας που έχουμε πάνω εκεί στην Κωνσταντινούπολη, ο Βαρθολομαίος. Αυτό. Τι πρέπει να κάνει; Υπάρχει μία κίνηση εδώ μέσα, έχουμε ακούσει ότι υπάρχει μία κίνηση κάποιων παραδοσιακών μοναχών πατερικών, που δεν θέλουν αυτόν τον άνθρωπο να τον μνημονεύουν. Είναι σωστά αυτά;
Γέροντας Γαβριήλ: Ναι και βέβαια είναι. Αυτά που λένε οι Κανόνες .. ότι απαγορεύουν να έχουμε επικοινωνία. Αυτός ο Πατριάρχης έχει αιρετικά φρονήματα και κακόδοξα φρονήματα.
1274. Στην Κωνσταντινούπολη Ο Πατριάρχης Γερμανός ο Β’ γράφει μια επιστολή στους Κυπρίους που είχαν ουνιτίσει και τους λέει,
Σας εξορκίζω εν ονόματι του Θεού να φεύγετε ολοταχώς από τους ιερείς εκείνους που υπέπεσαν στην αίρεση των λατινοφρόνων και μήτε σε Εκκλησία που λειτουργούν αυτοί να πηγαίνετε, μήτε να κοινωνείτε από τα χέρια τους, μήτε αντίδωρο να παίρνετε, ειδάλλως θα υποστείτε την ίδια κόλαση μ’ αυτούς.
Βλέπεις τί λένε οι Πατέρες;
– Ναι πάτερ. Ο Βαρθολομαίος είναι λατινόφρονας δηλαδή;
Γέροντας Γαβριήλ:Ε τί είναι; Αφού πάει να ενωθεί και δεν παραδέχεται .. Αυτοί που δικαιώνουν την ‘Σύνοδο’ τους λέω το εξής: Ήταν σ’ αυτήν τη ‘Σύνοδο’ ανώτατοι παπικοί αξιωματούχοι; Ήταν, αφού τους έδειξε η τηλεόραση. Παρέστησαν στη Θεία Λειτουργία; Παρέστησαν. Επιτρέπεται να συμπροσευχόμαστε με τους αιρετικούς; ..
Τι λέει ο 45ος Αποστολικός Κανόνας.
Ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, αἱρετικοῖς συνευξάμενος μόνον, ἀφοριζέσθω· εἰ δὲ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς ὡς κληρικοῖς ἐνεργῆσαί τι, καθαιρείσθω.
Όλοι αυτοί εκεί είναι αφορισμένοι και καθηρημένοι σύμφωνα με τον 45ο Αποστολικό Κανόνα.
Επιτρέπετε να έχουμε φιλίες με τους αρχηγούς της αιρέσεως, να τους αγκαλιάζουμε και να τους ασπαζόμαστε; Ποιός μας το λεέι αυτό; Η Εκκλησία θα μας το πει γιατί η Εκκλησία είναι ο στύλος και το εδραίωμα της Αληθείας. Στη ‘Σύνοδο’ αυτή αγκάλιασαν τους παπικούς; Τους φίλησαν; Ναι ή όχι;
Τι λέει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης που είναι ο Ευαγγελιστής της αγάπης.
εἴ τις ἔρχεται πρὸς ὑμᾶς καὶ ταύτην τὴν διδαχὴν οὐ φέρει, μὴ λαμβάνετε αὐτὸν εἰς οἰκίαν, καὶ χαίρειν αὐτῷ μὴ λέγετε· ὁ γὰρ λέγων αὐτῷ χαίρειν κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης ερμηνεύοντας αυτόν τον στίχο λέει,
Κάποτε πήγε ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στο λουτρό να πλυθεί και ήταν μέσα ο Κήρινθος, ένας αιρεσιάρχης του πρώτου αιώνος και έφυγε γρήγορα να μην τον συναντήσει.
Πάλι ο Άγιος Νικόδημος ερμηνεύοντας αυτόν τον στίχο λέει,
Κάποτε κάποια χριστιανόπουλα παίζαν μπάλα και η μπάλα κύλισε στα πόδια του αλόγου που ήταν πάνω ένας αιρετικός και θεώρησαν την μπάλα μολυσμένη και την κάψαν.
Καταλαβαίνεις;
– Δηλαδή τώρα αυτοί τί θέλουνε;
Γέροντας Γαβριήλ: Θέλουν να ενωθούν.
– Θέλουν να κάνουν την πανθρησκεία .. ;
Γέροντας Γαβριήλ: Ναι αυτό θέλουν. Αυτό. Όλες οι θρησκείες είναι οδοί σωτηρίας. Είτε στο Μωάμεθ πιστεύεις, είτε στον Κύριό μας πιστεύεις, είτε αλλού στο Βούδα είναι ένα και το αυτό, σώνεσαι. Καταλαβαίνεις; Θέλει να κάνουμε αγώνα.
Έρχονται μερικοί ιερείς εδώ και μου λένε, μου είπε ο Δεσπότης να στεφανώσω έναν Ορθόδοξο με έναν ετερόδοξο κι εγώ του λέω, απαγορεύουν οι Κανόνες Δέσποτα, δεν μπορώ να το κάνω. Και του λέει, είμαι ο Δεσπότης σου και πρέπει να κάνεις υπακοή και αναφέρει αυτό του Αποστόλου Παύλου.
Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε·
Πως ο Ιερός Χρυσόστομος ερμηνεύει αυτό το πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε·; Ρωτά ο Άγιος Χρυσόστομος,
Τί οὖν, φησίν, ὅταν πονηρὸς ᾖ, καὶ μὴ πειθώμεθα;
Και ρωτά και παροτρύνει ως εξής.
Πονηρός, πῶς λέγεις; Εἰ μὲν πίστεως ἕνεκεν, φεῦγε αὐτὸν καὶ παραίτησαι, μὴ μόνον ἐὰν ἄνθρωπος ᾖ, ἀλλὰ κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών ..
Όχι μόνο Δεσπότης να είναι και Πατριάρχης, και άγγελος να είναι.
Τι γράφει ο Απόστολος Παύλος στους Γαλάτες.
καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ᾽ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω
Σας ρωτάω, ήταν δυνατόν ποτέ ένας άγγελος να πάει στους Γαλάτες και να τους κηρύξει αντίθετα από αυτά που δίδαξε ο Απόστολος Παύλος; Όχι. Τότε γιατί το γράφει ο Απόστολος; Για να μην πέσουμε σε παγίδα και πούμε ο Δεσπότης μας είναι άγιος, με την προσευχή του ανασταίνει νεκρούς, ανοίγει τα μάτια από τυφλούς, ορθώνει παραλύτους, καθαρίζει λεπρούς, μετακομίζει όρη, όλα να τα κάνει αυτά, αφού λέει κάτι που δεν συμφωνεί με την Εκκλησία δεν πρέπει να του κάνουμε υπακοή.
Έχουμε καθήκοντα προς τους πνευματικούς μας πατέρες και καθήκοντα προς τον Θεό. Τα καθήκοντα προς τον Θεό είναι υπέρτερα των καθηκόντων προς τους πνευματικούς μας πατέρες. Αν ένα καθήκον προς τους πνευματικούς μας πατέρες συγκρούεται με το καθήκον προς τον Θεό, παύει να ισχύει, καταργείται.
Παράδειγμα έχουμε την Αγία Γραφή.
Οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, οι Ιουδαίοι αρχιερείς ήταν πνευματικοί ηγέτες στην εποχή του Κυρίου μας. Πιάσαν τους Αποστόλους και τους βάλαν φυλακή και τους είπαν να μην κηρύξουν. Πήγε ο άγγελος και τους έβγαλε και τους είπε να κηρύξετε.
Και όταν τους πιάσαν και τους ζήτησαν τον λόγο, τί απολογήθηκε ο Απόστολος Πέτρος;
Πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις
Πώς θα κάνω υπακοή στον Πατριάρχη, σε έναν Επίσκοπο, όταν λέει κάτι που δεν συμφωνεί με την Εκκλησία;
Και ένα ακόμη και τελείωσα γιατί είμαι άρρωστος, δεν μπορώ.
Αν ένας, Πατριάρχης είναι αυτός, Αρχιεπίσκοπος είναι, Επίσκοπος είναι, ό,τι και να ‘ναι, δεν σέβεται τους Αποστολικούς Κανόνες, δεν σέβεται τους Κανόνες των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, δεν παραδέχεται αυτά που δίδαξαν οι Πατέρες μας, αυτός δεν είναι Ποιμένας. Τι είναι;
Μας το λέει ένας μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας μας του πρώτου αιώνος.

Πας ο λέγων παρά τα διατεταγμένα, καν τε αξιόπιστος ή, καν νηστεύει, καν παρθενεύει, καν σημεία ποιεί, καν προφητεύει, λύκος σοι φαινέσθω εν προβάτω δορά, προβάτων φθορά κατεργαζόμενος –Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος.
Τι θέλουμε τώρα; Υπάρχει κάτι πιο ξεκάθαρο από αυτό; Αυτή είναι η αλήθεια. Όταν παραποιώ την αλήθεια και λέω ότι σ’ αυτήν την ‘Σύνοδο’ δεν έγινε τίποτα και αθωώνω, λοιπόν θα ισχύσουν για μένα τα εξής.
Θα ισχύσουν τα φοβερά Ουαί που είπε ο Προφήτης Ησαΐας.
Οὐαὶ οἱ λέγοντες τὸ πονηρὸν καλὸν καὶ τὸ καλὸν πονηρόν, οἱ τιθέντες τὸ σκότος φῶς καὶ τὸ φῶς σκότος, οἱ τιθέντες τὸ πικρὸν γλυκὺ καὶ τὸ γλυκὺ πικρόν.
Θα ισχύσουν για μένα αυτά τα φοβερά λόγια που είπε ο Απόστολος Παύλος στην Κύπρο στη νήσο Πάφο στον μάγο τον Ελύμα.
Όταν κατηχούσε τον ανθύπατο Σέργιο επενέβη ο μάγος και διέστρεφε την αλήθεια. Και τί του είπε ο Απόστολος Παύλος; Φοβερά λόγια. Δεν τα είπε ο Απόστολος επειδή θίχτηκε ο εγωισμός του αλλά το ιερό κείμενο ρητώς λέει, πλησθεὶς Πνεύματος ἁγίου. Ρητά το λέει αυτό, και τί λέει;
ὦ πλήρης παντὸς δόλου καὶ πάσης ραδιουργίας, υἱὲ διαβόλου, ἐχθρὲ πάσης δικαιοσύνης, οὐ παύσῃ διαστρέφων τὰς ὁδοὺς Κυρίου τὰς εὐθείας;
Όταν διαστρέφουν την αλήθεια και λένε ότι η ‘Σύνοδος’ δεν είναι τίποτε, ενώ αυτοί προσευχήθηκαν και υπάρχουν Κανόνες που απαγορεύουν τις συμπροσευχές; ...
***
Πηγή: (Απομαγνητοφώνηση Φαίη για το Αβέρωφ )

Τὸ Ἀρχιπέλαγος, τὸ κατακοσμημένο ἀπὸ τὰ πανέμορφα νησάκια, εἶναι γνωστὸ πιὰ σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Ἀφοῦ σηκώθηκε καὶ κομματιάστηκε τὸ καραβόπανο τοῦ μουσουλμανισμοῦ, ἔγιναν ἀγαπητὰ ἀπὸ ὅλους τοὺς λαοὺς ποὺ κατοικοῦνε στὶς μεγάλες στεριές. Αὐτὰ τὰ ἄνυδρα καὶ ἄνικμα νησάκια βρίθουν ἀπὸ νόστιμα καὶ ὠφέλιμα βότανα. Τοὺς πρώτους μῆνες τοῦ χειμῶνα βγάζουν τὰ λεγόμενα πορίχια (ἄγρια ραδίκια). Αὐτὰ ἀποτελοῦσαν τὸ δεῖπνο τῶν νησιωτῶν. Ὅταν ὅμως παρήρχετο ὁ χειμώνας καὶ ἄρχιζε νὰ φέγγη ἡ ἄνοιξη, μὲ τὸ λάλημα τῶν πρώτων πουλιῶν καὶ μάλιστα τοῦ γλυκόφθογγου πετροκότσυφα, τὰ σταροχώραφα ἀνέμιζαν ἕνα βότανο ποὺ μοιάζει μὲ τὴν βρούβα, ἀλλὰ δὲν εἶναι βρούβα. Τὰ τρυφερὰ βλασταράκια ἀπὸ τὸ φυτὸ αὐτό, προτοῦ ἐμφανίσουν τὸ κίτρινο λουλουδάκι τους, οἱ καταπονημένες νησιώτισσες τὰ τσιμποῦσαν μὲ τὰ ροζιασμένα τους χέρια. Ἀπὸ τὸν τρόπο λοιπὸν ποὺ τὰ συλλέγανε ὠνομάστηκαν τσιμπητά. Μάλιστα γιὰ τὶς νηστεύτριες οἰκογένειες ἦταν πολὺ σπουδαῖα, γιατὶ ἀφοῦ τὰ ζεματούσανε, τρώγονταν πολὺ εὐχάριστα χωρὶς λάδι καὶ χωρὶς λεμόνι. Γιατὶ καὶ τὸ λαδάκι ἦταν λιγοστὸ τὰ χρόνια ἐκεῖνα καὶ τὸ λεμόνι ἀνύπαρκτο. Ἡ λειψυδρία καὶ οἱ ἰσχυροὶ ἄνεμοι, ποὺ πνέουν στὰ νησιὰ σχεδὸν ὅλες τὶς ἐποχές, δὲν ἀφήνουν τὴν εὐαίσθητη λεμονιὰ νὰ τελεσφορήση.
Αὐτὰ λοιπὸν τὰ τσιμπητὰ ἦταν μιὰ πλούσια παραγωγὴ προτοῦ καταφθάσουν οἱ καύσωνες οἱ μαγιάτικοι. Μέσα στὴν ἁγία Σαρακοστὴ ἦταν δῶρα Θεοῦ. Μὲ δυὸ-τρεῖς ἐλιὲς δειπνοῦσες καὶ τὸν Θεὸν ἐδόξαζες ποὺ γέμισε τὸ ξύλινο τραπέζι μὲ δῶρα ἀπολαυστικά. Στὸ καζάνι μάλιστα ποὺ τὰ ἔβραζαν βάζανε καὶ τὰ ξερόψωμα, γιὰ νὰ γίνουν σοῦπες.
Μετὰ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς στοχασμούς (ποὺ σίγουρα εἶναι τοῦ παλιοῦ καιροῦ, γιατὶ ἡ σημερινὴ γυναίκα μᾶλλον δὲν γνωρίζει ὅτι καὶ ἡ ἔρημος ἑτοιμάζει τράπεζα, παρὰ μόνον τὸ σοῦπερ-μάρκετ), ἔρχομαι στοὺς στερνοὺς καιρούς. Οἱ κρατοῦντες λοιπόν, ἀκούγοντας γιὰ τσιμπητά, δὲν ἐννόησαν ὅτι αὐτὰ ἐμφανίζονται μόνον λίγο πρὸ τῆς ἀνοίξεως, καὶ ἄρχισαν μὲ τὰ τρυφερά τους χέρια νὰ ψάχνουν, ὄχι μόνον στὰ σταροχώραφα, ἀλλὰ καὶ στὰ μπαΐρια, νὰ συνάξουνε τσιμπητά, γιὰ νὰ γεμίσουν τὸ καζάνι τῆς Εῤωπαϊκῆς Ἕνωσης. Ὄχι ὅμως μόνον δὲν φρακάρει τὸ καζάνι αὐτό, ἀλλὰ ξεπάτωτο ὄν, οὔτε φαίνονται μέσα αὐτὰ ποὺ ρίχνουνε. Οἱ παλιὲς ἐκεῖνες νοικοκυρὲς ἔκοβαν μόνον τὰ βλαστάρια ἀπὸ τὰ τσιμπητά, ἀλλὰ ἐσεῖς βγάζετε καὶ τὸ φυτό! Χωρὶς νὰ ἀναλογίζεστε «Θὰ βροῦμε σὲ λίγο τσιμπητά; Θὰ βροῦμε σὲ λίγο κόσμο, νὰ τοῦ παίρνουμε τὴν μπουκιὰ μέσα ἀπὸ τὸ στόμα;». Ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ ἐπικρατεῖτε δὲν ξημέρωσε μιὰ μέρα καλύτερη ἀπὸ τὴν ἄλλη. Οὔτε οἱ σουλτάνοι δὲν φορολογοῦσαν καὶ δὲν ἐπινοοῦσαν φόρους μὲ τέτοιες ὡραῖες λέξεις, ἀπίθανες λέξεις: Ε9, ΑΦΜ, ΕΝΦΙΑ… Τέτοιες λέξεις δὲν χρησιμοποιοῦσαν οὔτε οἱ Ρωμαῖοι αὐτοκράτορες.
Ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση διαθέτει στοὺς δήμους τροφὲς γιὰ τὰ ἀδέσποτα ζῶα, τὰ σκυλιά, τὶς γάτες. Γι᾽ αὐτὸν τὸν φτωχὸ κόσμο, γιὰ τὰ ἄνεργα παλληκάρια, δὲν περισσεύει τίποτα; Ὅταν ἀνεβήκατε στὴν έξουσία, ὑποσχεθήκατε ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Δαβίδ: «Ἀνοίξαντός σου τὴν χεῖρα, τὰ σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος». Ἀντὶ αὐτοῦ ἐσεῖς ἔχετε τὶς παλάμες σας πάντοτε πρὸς τὰ πάνω καὶ ζητᾶτε χωρὶς νὰ δίνετε. Σὰν τὶς χῆνες, ὅ,τι βρῆτε μπροστά σας τὸ τσιμπολογᾶτε. Πέστε μας ξεκάθαρα «Θὰ σταματήση αὐτὸ τὸ τσιμπολόγημα;» Γιὰ νὰ εὐχώμαστε γιὰ τὴν βασιλεία σας, ἢ νὰ ἀπευχώμαστε, νὰ ἀπέλθετε εἰς τὰ ἄπατα βάθη τῆς θαλάσσης καὶ νὰ μὴν ξαναεμφανισθῆτε.
Σὲ ὅλα τὰ φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα τὴν προεδρία τὴν εἶχε ὁ ἐπίσκοπος τῆς κάθε περιοχῆς. Πάλαιψαν καὶ μάχηκαν κυριολεκτικὰ οἱ κυβερνήσεις νὰ χάσουν αὐτὴν τὴν προεδρία οἱ ἐπίσκοποι. Καὶ ἡ Ἐκκλησία νὰ εἶναι ἀδύναμη γιὰ κάθε φιλανθρωπικὸ ἔργο. Παντοδύναμη ὅμως ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ σὲ κάθε ἐνορία ὠργάνωσε συσσίτια, γιὰ νὰ χορτάση τὰ πεινασμένα καὶ ταλαιπωρημένα Ἑλληνόπουλα. Ἡ Ἐκκλησία δὲν θὰ σταματήση νὰ εἶναι ἡ μάννα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Δὲν θὰ σταματήσουν τὰ κουδούνια τῶν προβάτων της νὰ ἠχοῦν ἁρμονικὰ στὶς νάπες καὶ στὶς κοιλάδες τῆς ἑλληνικῆς γῆς.
Ἕνας παλιὸς ἄνθρωπος, λαϊκός, ποὺ χρόνια ζοῦσε στὸ Ἅγιον Ὄρος, βγῆκε ἕνα καλοκαίρι γιὰ μιὰ μέρα ἔξω στὸν κόσμο, κι ὅταν γύρισε ὁ μπαρμπα-Γιάννης ἔκοβε βόλτες γύρω ἀπὸ τὸ Πρωτᾶτο καὶ ἔλεγε καὶ συνεχῶς μονολογοῦσε: «Μήτε στοχάζονται μήτε ντρέπονται». Ἀκροάστηκα ἀπὸ μιὰ γωνιὰ τὸν μονόλογο τοῦ μπαρμπα-Γιάννη. Τὸν πλησίασα.
- Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ μονολογεῖς;
- Πῆγες -μοῦ λέει- Γέροντα, στὴν Οὐρανούπολη;
- Ἔχω καιρό.
- Ὅταν πᾶς καὶ σηκώσης τὰ μάτια σου καὶ δῆς τὸν κόσμο, θὰ λὲς κι ἐσὺ αὐτὸ ποὺ λέγω τώρα ἐγὼ «Μήτε στοχάζονται μήτε ντρέπονται».
Αὐτὸ λέγω τώρα κι ἐγὼ γιὰ σᾶς «Μήτε στοχάζεστε μήτε ντρέπεσθε»!
Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης
Πηγή: Κράνος, Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό

Παρὰ φύσιν σεμινάρια ντροπῆς
Περιθωριακὴ ΜΚΟ -μὲ πολιτικὴ κάλυψη τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας- διοργανώνει συνέδριο γιὰ δασκάλους ὑπὲρ τῶν gays σὲ δημοτικὸ. Τό ἄνοιγμα τῆς συζήτησης γιὰ τὰ διεμφυλικὰ ἄτομα στὸν χῶρο τοῦ σχολείου, καὶ μάλιστα μὲ τὶς «εὐλογίες» τοῦ ὑπουργείου Παιδείας, προωθεῖ μιὰ περιθωριακὴ ΜΚΟ μὲ τὴν ὀνομασία «Πολύχρωμο Σχολεῖο».
Ἡ ὀργάνωση αὐτὴ ἀπηύθυνε πρόσκληση σὲ δασκάλους δημοτικῶν (!!!) σχολείων καὶ καθηγητὲς γυμνασίου καὶ λυκείου νὰ παρακολουθήσουν τὶς ἐργασίες διήμερου συνεδρίου μὲ τὸν -εὔγλωττο, εἶναι ἡ ἀλήθεια- τίτλο «Καλὲς πρακτικὲς γιὰ τὴ διαμόρφωση συμπεριληπτικοῦ σχολικοῦ πλαισίου πάνω σε θέματα σεξουαλικοῦ προσανατολισμοῦ, ταυτότητας φύλου, ἔκφρασης φύλου καὶ χαρακτηριστικῶν φύλου».
Τὸ συνέδριο - σεμινάριο ὑπὲρ τῶν γκέι γιὰ ἐκπαιδευτικοὺς ξεκίνησε χθὲς καὶ ὁλοκληρώνεται σήμερα στὸ 66ο Δημοτικὸ Σχολεῖο τῆς Ἀθήνας στὸ Μεταξουργεῖο. Μάλιστα, ὁ γενικὸς γραμματέας τοῦ ὑπουργείου Παιδείας Γιάννης Παντὴς ἐνημέρωσε μὲ ἔγγραφό του ὅσους ἐκπαιδευτικοὺς τυχὸν ἐπιθυμοῦσαν νὰ παρακολουθήσουν τὸ συνέδριο, δίνοντας πολιτικὴ κάλυψη.
Αἴσθηση καὶ ἐρωτήματα τόσο στὴν ἐκπαιδευτικὴ κοινότητα ὅσο καὶ σὲ γονεῖς προκαλεῖ ἡ θεματολογία τοῦ συνεδρίου. Σὲ αὐτὸ θὰ συζητηθοῦν θέματα γιὰ τὶς ταυτότητες τοῦ φύλου, θὰ παρουσιαστοὺν καὶ θὰ ἀναλυθοῦν στοιχεῖα ἔρευνας τοῦ «Πολύχρωμου Σχολείου» σχετικὰ μὲ ὁμοφοβικᾶ καὶ τρανσφοβικὰ περιστατικὰ ἀπὸ τὴ σχολικὴ ζωή, θὰ συζητηθεῖ εἰσήγηση γιὰ τὴν ἀνάγκη «προώθησης τοῦ συμπεριληπτικοῦ σχολείου ὡς καθῆκον τῆς Πολιτείας ἀπέναντι στὰ παιδιὰ καὶ τὰ δικαιώματά τους», θὰ ἀναλυθοῦν «Ἐκπαιδευτικὸ ὑλικὸ γιὰ τὴν ὑποστήριξη ΛΟΑΤΚΙ+ ἀνθρώπων», ἀκόμα καὶ «πρακτικὲς διαχωρισμοῦ ὡς πρὸς τὸ φύλο στὸ δημοτικὸ σχολεῖο» (!), ἐνῶ ὅσοι συμμετάσχουν θὰ συζητήσουν καὶ γιὰ τὶς «Συνήθεις ἀντιδράσεις γονέων στὸ coming out (sic) τοῦ ΛΟΑΤΚΙ παιδιοῦ τους».
Ὅπως γίνεται εὔκολα κατανοητό, ἡ ΜΚΟ «Πολύχρωμο Σχολεῖο» μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴ συγκέντρωση, μὲ τὸν μανδύα τῆς ἀποδοχῆς τῆς διαφορετικότητας καὶ τῆς ἐξάλειψης τῶν διακρίσεων στὸν χῶρο τοῦ σχολείου, οὐσιαστικὰ προωθεῖ τὸ εὐρύτερο ἄνοιγμα τῆς συζήτησης γιὰ τὴν ἀναγνώριση τῆς ὕπαρξης ΛΟΑΤΚΙ (Λεσβίες, Ὁμοφυλόφιλοι, Ἀμφιφυλόφιλοι/-ἔς, Τράνς, Κουίρ, Ἰντερσεξ) κοινότητας στὸν χῶρο τοῦ σχολείου.
Ποιοὶ εἶναι
Σύμφωνα μὲ τὰ στοιχεῖα στὴν ἰστοσελίδα τῆς ὀργάνωσης, «τὸ “Πολύχρωμο Σχολεῖο” εἶναι μιὰ ἐθελοντικὴ μὴ κερδοσκοπικὴ συλλογικότητα ἐπιστημόνων ποὺ δημιουργήθηκε τὸ φθινόπωρο τοῦ 2009 μὲ ἀρχικὴ ὀνομασία “Ὁμοφοβία καὶ Τρανσφοβία στὴν Ἐκπαίδευση”. Ἡ ὁμάδα εἶχε ὡς ἀρχικὸ σκοπὸ νὰ σπάσει τὴ σιωπὴ στὸν ἐκπαιδευτικὸ χῶρο καὶ νὰ ἀναδείξει τὸ θέμα τῶν διακρίσεων γύρω ἀπὸ ζητήματα σεξουαλικοῦ προσανατολισμοῦ, ταυτότητας φύλου καὶ χαρακτηριστικῶν φύλου».
Ψεύδεται (;) τὸ ὑπουργεῖο
Τὸ ὑπουργεῖο Παιδείας, πάντως, ἀπάντησε ἔπειτα ἀπὸ ἐρώτηση τῆς «δημοκρατίας» ὅτι οὔτε τὴν ὀργάνωση «Πολύχρωμο Σχολεῖο» γνωρίζει οὔτε ἔχει ὑπὸ τὴν αἰγίδα τοῦ τὸ συνέδριο ποὺ διοργανώνεται. Ὡστόσο, τὸ σχετικὸ ἔγγραφο ποὺ παρουσιάζουμε σήμερα (ὅπου οὐσιαστικὰ διαφημίζεται τὸ παρακμιακὸ συνέδριο) διαψεύδει τὸ ὑπουργεῖο. Ἀποδεικνύεται ὅτι, μετὰ τὴν περιβόητη ἑβδομάδα γιὰ τὶς «ἔμφυλες ταυτότητες», στελέχη τοῦ ὑπουργείου Παιδείας σκοπίμως προωθοῦν τὴν ὁμοφυλοφιλία στὰ σχολεῖα.
Μητροπολίτης Γλυφάδας: «Προωθοῦν τὴν ὁμοφυλοφιλία»
Τὴν ἔντονη ἐνόχλησή της γιὰ τὴ διεξαγωγὴ τοῦ συνεδρίου ἐξέφρασε ἡ Μητρόπολη Γλυφάδας. Ὁ μητροπολίτης Παῦλος ἐνημέρωσε καὶ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο, ἐφιστώντας τὴν προσοχὴ γιὰ τὶς ἐπιδιώξεις τῶν διοργανωτῶν τοῦ συνεδρίου. Ἐπιπλέον, ἡ Μητρόπολη Γλυφάδας μὲ καυστικὴ ἀνακοίνωση ποὺ ἐξέδωσε τόνισε ὅτι τὸ συνέδριο «μὲ τὸν μανδύα τῆς ἀποδοχῆς τῆς διαφορετικότητας καὶ τῆς ἐξάλειψης τῶν διακρίσεων στὸν χῶρο τοῦ σχολείου οὐσιαστικὰ προωθεῖ τὴν ὁμοφυλοφιλία».
Ἡ Μητρόπολη σημειώνει, βέβαια, ὅτι «ὡς ὀρθόδοξοι χριστιανοί, πρῶτοι ἐμεῖς εἴμαστε, λόγω τῆς χριστιανικῆς μας ἰδιότητας, κατὰ τῶν διακρίσεων καὶ ὑπὲρ τῆς ἀποδοχῆς ὅλων τῶν ἀνθρώπων, καὶ τῶν πιὸ διαφορετικῶν, ὄχι ὅμως καὶ ὑπὲρ τῆς διαστροφῆς τους», καθὼς «τὰ παιδιὰ μας ἔχουν δικαίωμα νὰ μάθουν πῶς νὰ γίνουν εὐτυχισμένα. Καὶ τότε δὲν θὰ χρειάζονταν ἡμερίδες καὶ συνέδρια κατὰ τῶν διακρίσεων καὶ τοῦ σχολικοῦ ἐκφοβισμοῦ, διότι θὰ ὑπῆρχε ἀγάπη, ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη ποὺ συνοδεύει τὴν κάθαρση ἀπὸ τὰ πάθη».
Πηγή: Δημοκρατία, Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό

Πολλοί έχουν γράψει πολλά για τά αίτια της πτώσεως της Κων/πόλεως, κάνοντας λόγο για κοινωνικά, οικονομικά, στρατιωτικά, πολιτικά και άλλα τοιαύτα. Είναι ενδιαφέρον όμως, να ακούσουμε τι έχει πεί και έχει γράψει, αρκετά προ της αλώσεως, μία μεγάλη μορφή του Γένους μας, ο Ιωσήφ Βρυένιος. Ούτος εγεννήθηκε εις την Κων/πολιν το 1350 μ.Χ. Εκάρη μοναχός εις την μονήν Στουδίου .Υπήρξε ασκητής με Πατερικόν φρόνημα. Ανεδείχθη λόγιος και μεγάλος διδάσκαλος του Γένους. Εχρημάτισε σύμβουλος αυτοκρατόρων και Πατριαρχών, δι’ αυτόν δε ομιλεί με υπερηφάνειαν και σεβασμόν ο μαθητής του Αγιος Μάρκος ο Ευγενικός. Kατά τά έτη 1401- 1431 «ανεγνωρίζετο ως ο κορυφαίος λόγιος της εποχής του».
Ο Ιωσήφ Βρυένιος, στις 19 Απριλίου 1419, περίπου 35 χρόνια προ της αλώσεως εκλήθη και εξεφώνησε λόγον εις τα ανάκτορα, επί παρουσία των Βασιλέων και όλων των επισήμων της Βασιλίδος. Στην αρχή του λόγου του, εκφράζει την οδύνην του,αφού το γένος περιστοιχίζεται από δεινά, τα όποία, λέγει:
«Δάκνει μου την καρδίαν, συγχεί τον νούν και οδυνά την ψυχήν».
Αναφερόμενος εις την ηθική κατάπτωσιν και τα ποικίλα πάθη εις τα οποία έχει περιπέσει το γένος, χαρακτηρίζει την κατάστασιν του κοινωνικού σωματος, της βυζαντινής χριστιανικής κοινωνίας ως «νόσον καθολικήν και ολόσωμον πληγήν». Εις την συνέχειαν, σαν έμπειρος πνευματικός ιατρός προχωρεί εις την καταγραφήν των συμπτωμάτων της νόσου, εκθέτοντας με παρρησίαν και σοβαρότητα τα εξής:
« Ολοι οι χριστιανοί έγιναν υπερήφανοι, αλαζόνες, φιλάργυροι, φίλαυτοι, αχάριστοι, απειθείς, λιποτάκται, ανόσιοι, αμετανόητοι, αδιάλλακτοι…Εγιναν οι άρχοντες κοινωνοί ανόμων, οι υπεύθυνοι άρπαγες, οι κριτές δωρολήπτες, οι μεσίτες ψευδείς, οι νεώτεροι ακόλαστοι, οι γηράσαντες μεθυσμένοι, οι αστοί εμπαίκτες, οι χωρικοί άλαλοι και οι πάντες αχρείοι». Συγχρόνως, με την γενικήν αυτήν υποβάθμισιν και ηθικήν κατάπτωσιν, διαπιστώνει με πολλήν την λύπην του, ότι «εχάθηκε ευλαβής από της γής, εξέλιπε στοχαστής, ουχ εύρηται φρόνιμος»! Για τον Ιωσήφ Βρυένιο οι ανωτέρω θλιβερές διαπιστώσεις είναι ο λόγος δια τον οποίον, όπως τονίζει: «Επέπεσαν εκ δυσμών και ανατολών διάφοροι εχθροί και λυμαίνονται την αυτοκρατορίαν”, Εις την συνέχεια, αναφέρεται εις το μεγαλύτερον αμάρτημα που έχει διαπραχθή εις την Ιστορία, δηλαδή την προδοσία του Ιούδα, η οποία συνίσταται εις Τι;
«Εις το πωληθήναι τιμής και αγορασθήναι τον Κύριον», δηλαδή εις το ότι ο Ιούδας επώλησε τον Κύριον, τον οποίον αγόρασαν οι Εβραίοι. Και ΠΩΣ συνδέει ο σοφός αυτός λόγιος το αμάρτημα αυτό με την σύγχρονη κατάσταση των συμπατριωτών του? Ακούστε τι λέγει εις την συνέχειαν:
«Αυτό το ανοσιούργημα γίνεται εν ταις ημέραις ημών, αφού των λεγομένων πνευματικών
πωλούν τον Κύριον, αγοράζει δε πάς ο έχων αργύριον και βουλόμενος ». Αναφέρεται προφανώς εις την αγοραπωλησίαν των Αγίων Μυστηρίων, την λήψιν χρημάτων από τους εξομολόγους ιερείς και την ανάξια μετάληψιν του Σώματος και Αίματος του Κυρίου. Και αφού κάνει μίαν εκτενή ανάλυσιν αυτής της θλιβερής καταστάσεως, η οποία παρατηρείται στους άρχοντες, τους κληρικούς και τον λαόν, προχωρεί εις μίαν σημαντικήν έκκλησιν και μίαν συνακόλουθη προφητεία:
«Ζητεί από τους άρχοντες, τον κλήρον και τον λαόν να μετανοήσουν και να επιστρέψουν εις τον Θεόν, δια να γίνη <η του γένους ανάκλησις> και να είναι μαζί τους ο Θεός. Γιατί.... διαφορετικά θα πάθουν χειρότερα από εκείνα που έπαθεν η παλαιά Ιερουσαλήμ, που κυριεύθηκε από τους εχθρούς. Γιατί η καταστροφή θα είναι τόσο μεγάλη, που οι μέλλουσες γενεές θα λέγουν σε παρόμοιες περιπτώσεις: <Μη πάθοιμεν άπερ οι Ρωμαίοι (δηλαδή οι Βυζαντινοί) πεπόνθασι>.
Προφητικός ο λόγος του Ιωσήφ Βρυενίου, αλλά και επίκαιρος δι’ ημάς και την Πατρίδα μας.
Και η προφητεία του δυστυχώς επληρώθη. Υστερα από 34 χρόνια από την εκφώνησιν του λόγου τούτου ενώπιον αρχόντων, ιερατείου και λαού ...η «Πόλις εάλω»!
Η συμφορά έπληξε την χιλιόχρονη Βυζαντινή αυτοκρατορία, διότι οι πρόγονοί μας αυτοί, όπως παλαιότερα οι Ιουδαίοι, «έσπειραν ανέμους αποστασίας από τον Θεόν και εθέρισαν ανεμοστρόβιλον καταστροφής»!
Αραγε, άν ζούσε ο σοφός αυτός λόγιος εις την σημερινήν “συνεχώς απο-χριστιανιζομένην” Ελλάδα μας, ΤΙ θά έλεγε;
Και συμπερασματικώς: Εμείς οι σύγχρονοι Χριστιανοί, μεταφέροντας τις “σκέψεις”, τις “διαπιστώσεις” και τις “κρίσεις” του σοφού Ιωσήφ Βρυενίου στην σύγχρονη Ελληνικήν πραγματικότητα...δηλαδή:
Την πνευματικήν-ηθικήν-ψυχολογικήν και πολιτικήν κατάστασιν που βιώνουμε...Με μίαν πολιτικήν ηγεσίαν αθέων και αντι-Χρίστων! Με μίαν πνευματικήν ηγεσίαν... υπνώττουσαν.
Με μίαν εκλησιαστικήν ηγεσίαν φοβισμένην...Με μίαν Elite πιθηκίζουσαν της “Νέας Τάξης” τις απάνθρωπες ηλιθιότητες...και ένα λαόν πικραμένον, απατημένον, ζαλισμένον τίς τελευταίες δεκαετίες από την υλιστικήν λαιμαργίαν... τα δε τελευταία χρόνια από την λιτότητα, τις στερήσεις και την πνευματικήν αφυδάτωσιν...
Πως σκεπτόμεθα, Τί περιμένουμε...διά την Αύριον, Τί κάνουμε τώρα...και Τι θα κάνουμε;

Τώρα τελευταῖα κατά κόρον ἔχει ὑποστηριχθῆ ἀπό μερικούς ὅτι ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική» καί αὐτή εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅμως μποροῦμε νά χρησιμοποιήσουμε τόν ὅρο «Ἐκκλησίες» καί γιά τούς ἑτεροδόξους καί στήν περίπτωση αὐτή πρόκειται γιά «τεχνικό ὅρο (terminus technicus)».
Ἡ ἄποψη αὐτή προκαλεῖ ἰδιαίτερη ἐντύπωση, γιατί δέν γράφεται μόνον σέ κείμενα, ἀλλά ὑποστηρίζεται καί ἀπό Ἐπισκόπους καί μάλιστα σέ Συνοδικά Ὄργανα, γιά νά ὑποστηριχθῆ ἡ ἀπόφαση τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» τῆς Κρήτης ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν».
Φυσικά ἔχω διαφορετική ἄποψη, τήν ὁποία θά ἤθελα νά διατυπώσω στό κείμενο αὐτό.
1. Τι σημαίνει «τεχνικός όρος»
«Τεχνικός ὅρος» (terminus technicus), σύμφωνα μέ τό Λεξικό τοῦ Γ. Μπαμπινιώτη, εἶναι «ὅρος τόν ὁποῖον χρησιμοποιεῖ μιά τέχνη, μιά ἐπιστήμη ἤ μιά ἐπαγγελματική εἰδικότητα».
Ἄν ἀνατρέξουμε στήν Πύλη γιά τήν Ἑλληνική Γλώσσα καί στήν ἀναφορά στίς εἰδικές γλῶσσες θά συμπεράνουμε ὅτι τεχνικός ὅρος (terminus technicus) εἶναι ὁ ὅρος πού χρησιμοποιεῖται στό πλαίσιο μιᾶς τεχνικῆς γλώσσας, τῶν ἐπιστημόνων κάθε εἰδικότητας, ὅταν ἐξετάζουν ζητήματα τῆς εἰδικότητάς τους. Τεχνικός ὅρος, δηλαδή, εἶναι ὁ ὅρος πού χρησιμοποιεῖται γιά νά περιγραφοῦν ἀντικείμενα ἢ ἔννοιες πού εἴτε δέν ἔχουν ὄνομα στήν τρέχουσα χρήση εἴτε καλύπτουν τήν ἀνάγκη νά περιγράψουν μέ ἕναν ὅρο πιό συγκεκριμένο, ἀποκλείοντας κάθε ἀμφισημία, ἀντικείμενα τά ὁποῖα ἡ κανονική γλώσσα (τό κοινό λεξιλόγιο) ἤδη περιγράφει. Μέ ἄλλα λόγια τεχνικός ὅρος μπορεῖ νά εἶναι μιά νέα δημιουργημένη λέξη ἢ μιά λέξη ὑπαρκτή στό κοινό λεξιλόγιο μέ πιό συγκεκριμένη σημασία, λίγο ἢ πολύ διαφορετική ἀπό τήν σημασία πού ἔχει στό κοινό λεξιλόγιο.
Στήν συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή, στό κείμενο τῆς Μεγάλης Συνόδου, ἡ ἔκφραση «τεχνικός ὅρος» σημαίνει ὅτι δέν ἀναγνωρίζεται ὅτι αὐτές οἱ «Χριστιανικές κοινότητες καί ὁμολογίες» εἶναι Ἐκκλησία, ἀλλά χρησιμοποιεῖται ἡ λέξη Ἐκκλησία γιά τίς Χριστιανικές αὐτές ὁμάδες συμβατικά, χάριν συνεννοήσεως μεταξύ μας.
Μέ βάση τόν ὁρισμό τοῦ τεχνικοῦ ὅρου στόν ὁποῖο καταλήξαμε βασιζόμενοι σέ ὑλικό πού ἀντλήσαμε ἀπό τήν Πύλη γιά τήν Ἑλληνική Γλώσσα,θά μπορούσαμε νά ἐπισημάνουμε τά ἀκόλουθα σχετικά μέ τήν χρήση τοῦ ὅρου Ἐκκλησία ὡς τεχνικοῦ ὅρου:
Οἱ τεχνικοί ὅροι ἀποτελοῦν προϊόν συμφωνίας μεταξύ τῶν ἐπιστημόνων, ἡ σημασία τους προσδιορίζεται μέ ἀπόλυτη ἀκρίβεια καί σαφήνεια καί χρησιμοποιοῦνται ἀπό τούς εἰδικούς κάθε τομέα γιά λόγους συνεννόησης προκειμένου νά ἀποφευχθῆ ἡ ἀμφισημία. Ἀπό τήν στιγμή ὅμως πού τό περιεχόμενο μιᾶς λέξης τίθεται ἐν ἀμφιβόλῳ καί ἐγείρει συζητήσεις, εἶναι προφανές ὅτι ἡ χρήση της δέν προσδιορίζεται μέ ἀκρίβεια καί δέν ἀποτελεῖ προϊόν συμφωνίας, αὐτοκαταργεῖται ὡς τεχνικός ὅρος.
Οἱ τεχνικοί ὅροι ἐξάλλου καταχωρίζονται σέ εἰδικά λεξικά ὁρολογίας καί καθιερώνονται. Ἑπομένως δέν χρησιμοποιοῦνται εὐκαιριακά καί συμβατικά χάριν συνεννοήσεως γιά νά ἐξυπηρετήσουν μιά συγκεκριμένη περίσταση. Στήν περίπτωση δηλαδή τῆς Μεγάλης Συνόδου, ἡ χρήση τῆς λέξης Ἐκκλησία καί γιά τίς ἑτερόδοξες ὁμολογίες προτείνεται γιά νά ἐξυπηρετήση μιά σύμβαση καί μιά ἀνάγκη ἐπικοινωνίας μέ τήν ἐπίγνωση ὅτι, στήν συγκεκριμένη περίπτωση, καταχρηστικά, χρησιμοποιεῖται ἡ λέξη μέ διαφορετική σημασία ἀπό αὐτή στήν ὁποία εἶχε συμφωνηθῆ ἀρχικά. Στήν προκειμένη περίπτωση ὅμως δέν ἔχουμε νά κάνουμε μέ τεχνικό ὅρο, ἀλλά μέ ἐπιλογή μιᾶς ἀπό τίς σημασίες τῆς λέξης.
Πράγματι, ἄν ἀνατρέξουμε στά λεξικά θά παρατηρήσουμε ὅτι παρατίθενται οἱ διαφορετικές σημασίες τῆς λέξης. Ἀκριβῶς αὐτός ὅμως εἶναι ὁ σκοπός τῶν λεξικῶν, νά παραθέτουν τίς σημασίες μιᾶς λέξης καί νά ἀποτυπώνουν τήν χρήση τους μέ τήν παράθεση παραδειγμάτων.
Τά πράγματα ὅμως εἶναι διαφορετικά σέ ἕνα κείμενο. Ἡ σημασία τῆς λέξης μέσα στό κείμενο δέν μπορεῖ παρά νά προσδιορισθῆ, ὅπως μᾶς ἔχει μάθει ἡ Γλωσσολογία, καί συγκεκριμένα ἡ Πραγματολογία, ἀπό τό «συμφραστικό πλαίσιο –γλωσσικό καί ἐξωγλωσσικό– τῆς ἐκφώνησης». Ἡ σημασία, δηλαδή, εἶναι στενά συναρτημένη μέ τήν περίσταση, τίς συνθῆκες τοῦ χώρου, τοῦ χρόνου, τοῦ ἐπιδιωκόμενου στόχου κλπ. Ἑπομένως, ἡ σημασία τῆς λέξης Ἐκκλησία στό συγκεκριμένο ἐκκλησιολογικό κείμενο τῆς Μεγάλης Συνόδου μπορεῖ νά προσδιορισθῆ μόνο σέ σχέση μέ ἄλλα ὁμόλογα δογματικά - ἐκκλησιολογικά κείμενα –ἐνῶ, ὅπως θά τονισθῆ πιό κάτω, ὁ «τεχνικός ὅρος» χρησιμοποιεῖται ὡς οὐσιαστικός ὅρος– καί μέ ἐσωτερικά κειμενικά κριτήρια.
Τέλος, δέν μποροῦμε νά συνδέουμε τόν «τεχνικό ὅρο» μέ τήν ἀποφατικότητα. Κατ' ἀρχήν ἡ ἔννοια τῆς ἀποφατικότητας ἀφορᾶ μόνο τόν Θεό, ὅπως θά ποῦμε παρακάτω, καί δέν μποροῦμε ξαφνικά νά κάνουμε διεσταλμένη ἑρμηνεία τοῦ ἀποφατισμοῦ καί γιά τόν ὅρο Ἐκκλησία, μόνο καί μόνο ἐπειδή μᾶς ἐξυπηρετεῖ. Ἐξάλλου, ἡ ἔννοια τοῦ «τεχνικοῦ ὅρου» βρίσκεται στόν ἀντίποδα τῆς ἀποφατικῆς ἔκφρασης. Ἡ ἀποφατικότητα ἀφορᾶ κυρίως τήν ἀδυναμία ὁρισμοῦ καί ἀκριβοῦς ὀνοματοδοσίας. Ὁ «τεχνικός ὅρος» ἀντίθετα ἀποτελεῖ ἀπόπειρα ἀκριβοῦς, κατά τό δυνατόν, προσδιορισμοῦ μιᾶς ἔννοιας.
Πάντως, ἡ χρήση «τεχνικός ὅρος» γιά τίς ἄλλες Χριστιανικές Ὁμολογίες στήν πραγματικότητα εἶναι παραπλανητική καί θά ἐξηγήσω στήν συνέχεια τούς λόγους πού ὑποστηρίζουν τήν ἄποψή μου αὐτή.
2. Οἱ «τεχνικοί ὅροι» σέ ὁμολογιακά κείμενα
Στόν καθημερινό λόγο καί τήν ἐπικοινωνία μέ Χριστιανούς ἄλλων Ὁμολογιῶν χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος Ἐκκλησία καταχρηστικά καί συγκαταβατικά, χάριν μιᾶς συνεννοήσεως, διότι ἔτσι αὐτοπροσδιορίζονται οἱ ὁμάδες αὐτές. Ὁ ὅρος Ἐκκλησία χρησιμοποιεῖται καί μέ τήν κοινωνική ἔννοια (ἡ Ἐκκλησία τοῦ Δήμου) καί γιά τίς θρησκευτικές καί παραθρησκευτικές ὁμάδες (Ἐκκλησία τοῦ Σατανᾶ).
Στήν πρόσφατη ἐπίσκεψή μου στήν Ἀμερική μέ πληροφόρησαν ὅτι περίπου 55.000 «Χριστιανικές» ὁμάδες αὐτοαποκαλοῦνται «Ἐκκλησίες». Τό ἐνδιαφέρον δέ εἶναι ὅτι ὅλες αὐτές οἱ «Χριστιανικές ὁμάδες» δέν πληροῦν τούς ὅρους καί τίς προϋποθέσεις γιά νά γίνουν μέλη τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν».
Εἶναι γνωστόν ὅτι γιά νά γίνη κάποια «Χριστιανική ὁμάδα» μέλος τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» πρέπει νά ὑποβάλη αἴτηση καί νά γίνη ἔρευνα ἄν πληροῖ τίς προϋποθέσεις γιά νά θεωρηθῆ μέλος του. Αὐτή ἡ διαδικασία διαρκεῖ ἕνα μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ἔτσι, ὅσες ὁμάδες χρησιμοποιοῦν τόν ὅρο «Ἐκκλησία» δέν εἶναι «Ἐκκλησίες», ἁπλῶς αὐτοαποκαλοῦνται ἔτσι. Τό ὅτι τό κείμενο πού ἐξεδόθη ἀπό τήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» τῆς Κρήτης δέν κάνει αὐτήν τήν διασάφηση-ἐπεξήγηση, ἀλλά χαρακτηρίζει ὅλες τίς «Χριστιανικές ὁμάδες» ὡς «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες καί ὁμολογίες» εἶναι προβληματικό.
Σέ ἄλλο κείμενό μου, τό ὁποῖο κατέθεσα καί στά Πρακτικά τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου», ὑποστήριξα ὅτι ἡ χρήση τοῦ ὅρου Ἐκκλησία καί γιά τίς ἑτερόδοξες Χριστιανικές Κοινότητες - Ὁμολογίες, ἀπό παλαιούς καί συγχρόνους Πατέρας, Ἐπισκόπους καί θεολόγους, δέν σημαίνει ὅτι μπορεῖ νά θεωρηθῆ ὡς δικαιολογία γιά τήν χρησιμοποίηση τοῦ ὅρου αὐτοῦ καί στήν ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης. Καί αὐτό γιατί πρέπει νά γίνη σαφής διασάφηση-ἐπεξήγηση. Ἄλλο εἶναι νά χρησιμοποιῆται ἐνδεχομένως ἡ λέξη Ἐκκλησία καταχρηστικά και συμβατικά γιά ἑτερόδοξες ὁμάδες, ἄν καί δέν πιστεύουμε ὅτι εἶναι πραγματικά μέλη τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, καί ἄλλο εἶναι νά τεθῆ σέ κείμενο τῆς Μεγάλης αὐτῆς Συνόδου, ὡς δογματική καί κανονική ἀπόφασή της. Ὅπως εἴπαμε καί παραπάνω, ἡ χρήση καί ἡ σημασία μιᾶς λέξης προσδιορίζεται ἀνάλογα μέ τό συμφραστικό πλαίσιο στό ὁποῖο ἐντάσσεται.
Τό ἐρώτημα εἶναι καίριο: Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης εἶναι Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ἤ ὄχι; Ἄν εἶναι Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, συνέχεια τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τότε δέν μπορεῖ στίς ἀποφάσεις της νά χρησιμοποιῆ τίς λέξεις ὡς ὑποτιθέμενους «τεχνικούς ὅρους». Δέν μπορῶ νά διανοηθῶ ὅτι οἱ Πατέρες τῶν Α΄ καί Β΄ Οἰκουμενικῶν Συνόδων πού ἀποφάσισαν τό «Σύμβολο τῆς Πίστεως» θά μποροῦσαν νά χρησιμοποιήσουν «τεχνικούς ὅρους», ἤ οἱ μετέπειτα Πατέρες τῶν ἄλλων Οἰκουμενικῶν Συνόδων πού ἀποφάσισαν γιά χριστολογικά θέματα θά μποροῦσαν νά χρησιμοποιήσουν «τεχνικούς ὅρους». Τέτοιες ἀπόψεις εἶναι ἀπαράδεκτες ἀπό κάθε πλευρᾶς.
Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι, ὡς γνωστόν, ἔδωσαν μάχες γιά τήν ἀκριβῆ χρήση τῶν λέξεων - ὅρων πού ἀφοροῦσαν δογματικᾶ ζητήματα. Γιά κανέναν λόγο δέν μπορεῖ ἕνας σοβαρός ἄνθρωπος νά ὑποστηρίξη ὅτι ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης εἶναι Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος καί ὅμως ταυτόχρονα μέ συνείδηση τῶν Ἱεραρχῶν - θεολόγων νά περιλαμβάνη στίς ἀποφάσεις της «τεχνικούς ὅρους» καί μάλιστα σέ σοβαρά ἐκκλησιολογικά θέματα, τά ὁποῖα ταυτόχρονα εἶναι Χριστολογικά θέματα.
Πάντως, ἡ ἀντίληψη τοῦ ὅρου «ἐκκλησία» ὡς «τεχνικοῦ ὅρου» παραπέμπει καί στήν πολιτική ὑστεροβουλία τῶν μονοθελητῶν, οἱ ὁποῖοι ἐνῶ μιλοῦσαν γιά τό ἕνα θέλημα τοῦ Χριστοῦ, βεβαίωναν τόν ἅγιο Μάξιμο ὅτι δέν ἐννοοῦν ἕνα θέλημα στόν Χριστό γιά ἀμφότερες τίς φύσεις Του, ἀλλά τό γράφουν ἔτσι γιά νά ἠρεμήση ὁ κόσμος καί νά εἰρηνεύση ἡ οἰκουμένη… Τοῦ λοιποῦ προωθοῦσαν τό ἕνα θέλημα μέ τήν ἐλπίδα ἐγκόλπωσης τῶν μονοφυσιτῶν στήν αὐτοκρατορική Ἐκκλησία.
Ἡ συσχέτιση μέ τό σήμερα εἶναι προφανής. Ἀπό τήν μιά ὁ ὅρος Ἐκκλησία χρησιμοποιεῖται δῆθεν ὡς «τεχνικός ὅρος», χωρίς νά σημαίνη ἀπόδοση ἐκκλησιαστικότητας στούς ἑτεροδόξους, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη στήν συζήτηση μέσα στήν ἴδια τήν Σύνοδο τῆς Κρήτης γιά τούς μεικτούς γάμους, θεμελιωνόταν τό ἔγκυρο τοῦ βαπτίσματος τῶν ἑτεροδόξων καί συναφῶς τῆς ἀπόδοσης ἐκκλησιαστικότητας στίς κοινότητές τους. Αὐτό τό θέμα θά τό δοῦμε πιό κάτω.
3. Τό πράγμα καί τό ὄνομα, ὡς πρός τόν ὅρο Ἐκκλησία-Ἐκκλησίες
Γιά νά ὑποστηριχθῆ ὅτι ὁ ὅρος Ἐκκλησία εἶναι «τεχνικός ὅρος», ἐπιστρατεύθηκε τό ἐπιχείρημα ὅτι στήν πατερική παράδοση ὑφίσταται διάκριση μεταξύ τοῦ πράγματος καί τῶν ὀνομάτων (ὅρων-λέξεων), ὅπως φαίνεται στήν ἀντιμετώπιση τῶν θεωριῶν τοῦ Εὐνομίου ἀπό τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας.
Τό ὅτι οἱ ὅροι δέν περιγράφουν τήν φύση τῶν πραγμάτων εἶναι κοινός πατερικός τόπος γιά ὅλα τά πράγματα καί μάλιστα ἀκόμα καί τά κτιστά. Συνεπῶς ἡ ὅποια ἀποφατικότητα –χρησιμοποιώντας ἐδῶ αὐτόν τόν ἐντελῶς ἀδόκιμο ὅρο– ἀφορᾶ ὅλα τά πράγματα, τά ὁποῖα στό σύνολό τους γνωρίζονται ἀπό τίς ἐνέργειές τους, ἐνῶ ἡ φύση τους παραμένει ἄγνωστη. Ἑπομένως, ἡ ὅλη εἰσαγωγή τῆς καππαδοκικῆς ἐπιχειρηματολογίας περισσότερο χρησιμοποιεῖται ρητορικά μέ σκοπό νά ρίξη τόν «λίθο τοῦ ἀναθέματος» στούς μή δεχομένους τόν ὅρο Ἐκκλησία γιά τούς ἑτεροδόξους παρά γιά νά κομίση ἕνα θεολογικό ἐπιχείρημα.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ Εὐνόμιος, ὁ ὁποῖος «ἔδωσε λογικό ὁρισμό στήν διαλεκτική τοῦ Ἀετίου», κατά τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκι, κήρυττε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἁπλοῦς καί ἀμέριστος, καί μοναδικό στοιχεῖο τῆς ἁπλῆς οὐσίας του εἶναι ἡ ἀγεννησία, ἡ ὁποία τόν καθορίζει. Ἡ τέλεια ἁπλότητα τοῦ Θεοῦ συνεπαγόταν τήν ταύτιση.Ἔτσι, ταύτιζε τήν οὐσία μέ τήν ἐνέργειά Του. Ἐπίσης, δίδασκε ὅτι λόγῳ τῆς ἁπλότητος τοῦ Θεοῦ καί ἐμεῖς γνωρίζουμε τό πᾶν γιά τόν Θεό, ὅπως γνωρίζει ὁ Θεός τόν ἑαυτό Του. «Ὁ Θεός περί τῆς ἑαυτοῦ οὐσίας οὐδέν πλέον ἡμῶν ἐπίσταται, οὐδέ ἔστιν αὕτη μᾶλλον μέν ἐκείνῳ, ἧττον δέ ἡμῖν γινωσκομένη».
Ὁ Μέγας Βασίλειος κατ' ἀρχάς καί στήν συνέχεια ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ὅπως καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί οἱ μεταγενέστεροι Πατέρες ὁμιλοῦσαν γιά τήν ἀδιαίρετη διάκριση μεταξύ οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Θεό, καί ὑποστήριζαν ὅτι ἐμεῖς γνωρίζουμε τόν Θεό ἀπό τίς ἐνέργειές Του, ἀγνοοοῦμε δέ παντελῶς τήν οὐσία Του. Ἐπίσης ὑπεστήριζαν ὅτι ὁ Θεός εἶναι πολυώνυμος ὡς πρός τίς ἐνέργειές Του καί ἀνώνυμος ὡς πρός τήν οὐσία Του. Ἐμεῖς δίνουμε ὀνόματα στόν Θεό ἀπό τίς ἐνέργειές Του, ἀλλά ἐκφράζοντας τόν ἀποφατισμό ἀφαιροῦμε ὀνόματα. Ἔτσι, δέν ταυτίζονται τά ὀνόματα τοῦ Θεοῦ μέ τήν φύση Του καί αὐτόν τόν Θεό.
Ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης τό ἐξέφρασε καθαρά, ὅταν ἔλεγε ὅτι ὁ Θεός ἔχει ὀνόματα, ἤτοι εἶναι ἀγαθός, ζωή, σοφία, δύναμη καί ὅλα ὅσα ἀνήκουν στήν νοητή θεωνυμία, ἀλλά εἶναι Τριάδα ὑπερούσια, ὑπέρθεη, ὑπεράγαθη. Ὁ Θεός εἶναι φῶς, ἀλλά καί γνόφος, ὁρᾶται ἀλλά εἶναι καί ἀόρατος, θεᾶται ὑπέρ νόησιν καί ὑπέρ αἴσθησιν.
Γενικά οἱ Πατέρες δίδαξαν ὅτι ὑπάρχουν τά ρήματα, ἤτοι οἱ λέξεις, καί τά νοήματα, ἤτοι τό περιεχόμενο τῶν λέξεων. Δέν ταυτίζονται τά ρήματα μέ τά νοήματα καί ἡ ἐμπειρία δέν μπορεῖ νά ἐκφρασθῆ ἀπολύτως μέ τά ρήματα καί τά νοήματα.
Πάντως, οἱ Πατέρες χρησιμοποιοῦσαν τά κτιστά ρήματα καί νοήματα πού συναντοῦσαν στό περιβάλλον γιά νά διατυπωθῆ ἡ θεοπτική ἐμπειρία τους, ἀλλά δίδασκαν ὅτι ὅταν ὁ θεόπτης φθάση στήν ἐμπειρία, τότε καταργοῦνται καί τά ρήματα καί τά νοήματα, γιατί ἡ θεοπτική ἐμπειρία γίνεται ἐν Χάριτι ὑπέρ νόησιν καί ὑπέρ αἴσθησιν. Αὐτά εἶναι τά ἄρρητα ρήματα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, πού καταγράφονται μέ ρητά ρήματα καί νοήματα.
Αὐτή εἶναι ἡ βασική ἀρχή τῆς καταφατικῆς καί ἀποφατικῆς θεολογίας, ἀφοῦ ὁ Θεός ὁρᾶται ἀοράτως καί ἀκούγεται ἀνηκούστως καί μετέχεται ἀμεθέκτως καί πολλαπλασιάζεται ἀπολλαπλασιάστως.
Ὅμως αὐτό πού γίνεται στήν θεοπτική ἐμπειρία καί ἀναφέρεται στόν Τριαδικό Θεό, δηλαδή στήν θεολογία, δέν μπορεῖ νά ἐφαρμοσθῆ γιά τήν περιγραφή τοῦ γεγονότος τῆς Ἐκκλησίας. Δέν μποροῦμε νά ἰσχυριζόμαστε ὅτι ἡ διδασκαλία τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἀντιτάχθηκαν στίς αἱρετικές ἀπόψεις τοῦ Εὐνομίου, ἐφαρμόζεται γιά τήν περιγραφή τοῦ γεγονότος τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅποιος ἐπιμένει σέ αὐτό διαπράττει τό θεολογικό σφάλμα νά μή κάνη διάκριση μεταξύ θεολογίας καί οἰκονομίας, καί κατ' ἐπέκταση μεταφέρει ὅ,τι ἰσχύει στόν Τριαδικό Θεό στήν Ἐκκλησιολογία, δηλαδή τήν οἰκονομία. Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ μέ τήν εὐδοκία τοῦ Πατρός καί τήν συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος προσέλαβε ἀνθρωπίνη φύση καί ἕνωσε τό ἄκτιστο με τό κτιστό, τό ἀθάνατο μέ τό θνητό, ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως.
Ἔπειτα, οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ παραπέμπουν σέ συγκεκριμένα πράγματα, ὁπότε δέν δηλώνονται διά κενῶν ὀνομάτων πού ἀλλάζουν εὐκαίρως ἀκαίρως, λόγῳ τῆς ἀνυπαρξίας τοῦ πράγματος τό ὁποῖο δηλώνουν. Τίθενται, λοιπόν, πολλά ἐρωτήματα: Τό ὄνομα Ἐκκλησία στούς Ὀρθοδόξους, παραπέμπει ἢ ὄχι στό πλήρωμα τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν τοῦ σώματος τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ; Οἱ ἑτερόδοξες ὁμάδες, χαρακτηριζόμενες μέ τόν ὅρο Ἐκκλησίες, παραπέμπουν ἢ ὄχι γιά ἐμᾶς τούς Ὀρθοδόξους στήν κοινωνία θεώσεως πού ἐκπορεύεται ἀπό τό Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ; Οἱ ἑτερόδοξες ὁμάδες, χαρακτηριζόμενες μέ τόν ὅρο Ἐκκλησίες, παραπέμπουν ἢ ὄχι γιά ἐμᾶς τούς Ὀρθοδόξους στό πλήρωμα τῆς ἀλήθειας; Εἶναι ἢ δέν εἶναι διγλωσσία καί θεολογική διπλωματία, ἕνα ὄνομα πού οἱ Ὀρθόδοξοι χρησιμοποιοῦν γιά νά παραπέμπη σέ συγκεκριμένο σημαινόμενο, νά χρησιμοποιῆται μέ ἄλλο σημαινόμενο γιά ἄλλες θρησκευτικές ὁμάδες; Πόσο διαφέρει αὐτό ἀπό τήν πολιτική τῶν μονοθελητῶν, οἱ ὁποῖοι μέ τήν ἴδια ἔκφραση «τό ἕνα θέλημα στό Χριστό» διαβεβαίωναν τούς ὀρθόδοξους ὅτι ἕνα θέλημα σημαίνει σύμπτωση δυό φυσικῶν θελημάτων (ἄρα δύο φύσεων) καί στούς μονοφυσίτες ἄφηναν νά ἐννοηθῆ ὅτι ἕνα θέλημα προφανῶς παραπέμπει σέ μιά φύση στόν Χριστό;
Ὅλα αὐτά τά ἐρωτήματα εἶναι καίριας σημασίας καί σπουδαιότητας.
Οἱ Πατέρες μιλοῦν γιά τήν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων καί διακηρύττουν στούς διαφωνοῦντες ὅτι δέν θά ζυγομαχήσουν γιά τίς λέξεις καί τά ὀνόματα ἂν συμφωνήσουν γιά τήν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων. Ἡ ἐπιμονή στίς λέξεις δέν ἀφορᾶ κάποια ἀπόδοση σταθερῆς καί ἀμετάβλητης ἀλήθειας στά ὀνόματα, ὅπως σοφιστικά ρίπτεται ὁ «λίθος τοῦ ἀναθέματος» στούς ἐπιμένοντες ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι δέν εἶναι Ἐκκλησία. Ἀφορᾶ τήν ρητή ἀπαίτηση νά συμφωνοῦν ἅπαντες οἱ συμμετέχοντες στήν Σύνοδο, ὅτι ὅταν τίθεται μιά λέξη γιά νά περιγράψη μιά πραγματικότητα κατανοεῖται ἀπό ὅλους μέ τόν ἴδιο τρόπο.
Ἄλλωστε, ὅλοι οἱ δογματικοί ἀγῶνες πάνω στήν ὁρολογία ἀφοροῦσαν ἀκριβῶς τό νά συμφωνήσουν ἅπαντες στά πράγματα. Κλασσικό παράδειγμα ἡ Ε' Οἰκουμενική Σύνοδος, στήν ὁποία τίθενται ὅλες οἱ ἀσφαλιστικές δικλεῖδες προκειμένου γλωσσικά ὁ ὅρος τῆς Χαλκηδόνας νά νοηθῆ ὀρθοδόξως καί ὄχι νεστοριανικῶς ἢ μονοφυσιτικῶς. Χρησιμοποιοῦνται λέξεις καί ὁρολογία, οἱ ὁποῖες δέν ἐκφράζουν ὅλες τίς χριστιανικές παραδόσεις, ἀλλά τίθενται τόσες ἐπεξηγηματικές προτάσεις, ὥστε νά ἀποκλείωνται παρερμηνεῖες ἀπό ὁποιοδήποτε μέρος τῆς Συνόδου. Αὐτό δέν ἔγινε στό κείμενο τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης.
Ἑπομένως, ὁ ὅρος, ἡ λέξη κωδικοποιεῖ, ὁριοθετεῖ, ὅσο εἶναι δυνατόν, τήν ἄρρητη ἐμπειρία καί αὐτό δέν εἶναι οὔτε ἁπλό οὔτε ἀσήμαντο οὔτε τυχαῖο. Τό γεγονός ὅτι ὁ ὅρος δέν ταυτοποιεῖ, ἀλλά περιγράφει, δέν τόν καθιστᾶ ἄχρηστο οὔτε μας νομιμοποιεῖ νά τόν χρησιμοποιοῦμε ὅπως θέλουμε ἢ ὅπως μᾶς ἐξυπηρετεῖ κάθε φορά, γιατί ἁπλούστατα ἔτσι δέν μποροῦμε νά συνεννοηθοῦμε. Καί ἡ συνεννόηση, ὡς γνωστόν, εἶναι κάτι πολύ σημαντικό. Ἐκτός ἂν ἐπιδιώκουμε τό ἀντίθετο, δηλαδή θέλουμε νά συσκοτίσουμε τά πάντα ὥστε νά καταστήσουμε τήν συνεννόηση δύσκολη καί προβληματική καί μέσα στήν γενικότερη σύγχυση πού θά προκαλέσουμε, νά προωθήσουμε τά σχέδια μας.
4. Ὁρισμός, ἀποφατισμός καί ἑτεροπροσδιορισμός
Συνέχεια τοῦ προηγουμένου εἶναι ὅτι τό θέμα τοῦ «τεχνικοῦ ὅρου» γιά τήν Ἐκκλησία συνδέθηκε ἀπό μερικούς καί μέ ἄλλα ἐκκλησιολογικά θέματα, πού ἀφοροῦν τόν ὁρισμό ἤ τόν ἀποφατισμό τῆς Ἐκκλησίας καί τόν ἑτεροπροσδιορισμό ἤ τόν αὐτοπροσδιορισμό τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν Ὁμολογιῶν. Γι' αὐτό πρέπει νά ἐξετασθῆ τό θέμα τοῦ ὁρισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας σέ σχέση μέ τήν ἀποφατικότητα καί τόν ἑτεροπροσδιορισμό ἤ αὐτοπροσδιορισμό.
Ὡς πρός τό θέμα τοῦ ὁρισμοῦ, πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι τά παλαιότερα δογματικά ἐγχειρίδια, πού εἶχαν ἐπηρεασθῆ ἀπό σχολαστικές παραδόσεις, ἔδιναν ἕναν ὁρισμό γιά τήν Ἐκκλησία, περίπου ὡς ἑξῆς: ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό σύνολο τῶν ἀνθρώπων πού πιστεύουν στόν Χριστό, πού ὁμολογοῦν ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ἡ Κεφαλή της, εἶναι ὁ Θεός καί Κύριός τους, πού ἔχουν τήν ἴδια πίστη καί ὁμολογία, πού ἁγιάζονται διά τῶν ἁγίων Μυστηρίων, πού κατευθύνονται πρός σωτηρία ἀπό τούς Ποιμένες, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀδιάκοπη ἀποστολική διαδοχή κλπ.
Ἔχει ὅμως παρατηρηθῆ ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀπέφυγαν νά δώσουν τέτοιους ὁρισμούς γιά τήν Ἐκκλησία, ἀλλά ἔκαναν περιγραφές, χρησιμοποίησαν εἰκόνες, ὅπως ἔκανε καί ὁ Χριστός μέ τίς παραβολές Του (π.χ. οἰκία, γάμος, ποίμνη, ἄμπελος, κλπ.). Αὐτό κάνει μερικούς νά ὑποστηρίζουν ὅτι δέν μποροῦμε νά δώσουμε ὁρισμό γιά τήν Ἐκκλησία, ἀλλά νά χρησιμοποιήσουμε μόνον εἰκόνες.
Ὅμως αὐτό δέν μπορεῖ νά χρησιμοποιηθῆ ὡς ἐπιχείρημα γιά τόν ὅρο Ἐκκλησία, ὡς τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἔκφραση ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ δέν εἶναι εἰκόνα. Τό Σῶμα δέν εἶναι εἰκόνα, ἀλλά πραγματικότητα. Ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του δέν προσέλαβε ...εἰκόνα, ἀλλά τήν ἀνθρώπινη φύση, δηλαδή σαρκώθηκε: «Καί ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν. καί ἐθεασάμεθα τόν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρά πατρός, πλήρης χάριτος καί ἀληθείας» (Ἰω. α΄, 14).
Οἱ τρεῖς Μαθητές ἐπάνω στό Ὄρος Θαβώρ, δέν εἶδαν τήν δόξα μιᾶς εἰκόνας, ἀλλά τήν δόξα τοῦ τεθεωμένου Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πορευόμενος πρός Δαμασκό εἶδε τόν Χριστό μέσα στήν δόξα Του, δέν εἶδε τόν ἄσαρκο Λόγο, ἀλλά τόν σεσαρκωμένο Λόγο. Γι' αὐτό στίς ἐπιστολές του συνεχῶς ἔγραφε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ κεφαλή τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας.
Θά παραθέσω μερικά χωρία: «Καί αὐτόν ἔδωκε κεφαλήν ὑπέρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστί τό σῶμα αὐτοῦ, τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» (Ἐφ. α΄, 22-23). «Καί αὐτός ἐστιν ἡ κεφαλή τοῦ σώματος, τῆς ἐκκλησίας» (Κολ. α΄, 18). «Ἀνταναπληρῶ τά ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ σαρκί μου ὑπέρ τοῦ σώματος αὐτοῦ, ὅ ἐστιν ἡ ἐκκλησία» (Κολ. α΄, 24). Τό «ἐστίν» εἶναι ἀπόλυτο καί καθοριστικό καί δέν ἀφήνει δυνατότητα ἄλλης ἑρμηνείας, ὅτι πρόκειται περί εἰκόνος.
Ἐπίσης, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει ὅτι ὅσοι εἴμαστε Χριστιανοί βαπτισθήκαμε στό ἕνα σῶμα τοῦ Χριστοῦ: «Καί γάρ ἐν ἑνί Πνεύματι ἡμεῖς πάντες εἰς ἕν σῶμα ἐβαπτίσθημεν» (Α' Κορ. ιβ΄, 13), καί γι' αὐτό ἀνήκουμε στό ἕνα σῶμα τοῦ Χριστοῦ: «οἱ πολλοί ἕν σῶμα ἐσμέν ἐν Χριστῷ οἱ δέ καθ' εἷς ἀλλήλων μέλη» (Ρωμ. ιβ', 5).
Εἶναι χαρακτηριστικό τό ὅτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ὡς ὁ καλύτερος ἑρμηνευτής τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, συνεχίζει τήν ἴδια θεολογική σκέψη μέ ἐκεῖνον. Σέ ὁμιλίες του γράφει: «Ἡ Ἐκκλησία σῶμά ἐστιν, ὀφθαλμόν ἔχει, καί κεφαλήν ἔχει». Σέ ἄλλη ὁμιλία γράφει: «Τό πλήρωμα τοῦ Χριστοῦ ἡ Ἐκκλησία καί πλήρωμα τοῦ σώματος κεφαλή».
Στό σημεῖο αὐτό θά μποροῦσα νά παραθέσω πληθώρα καί ἄλλων πατερικῶν χωρίων πού κάνουν λόγο γιά τό ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο προσέλαβε ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, καί τό θέωσε ἅμα τῇ προσλήψει. Θά ἀρκεσθῶ, ὅμως, σέ ἕνα χωρίο τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου ἀπό τήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολή του, στό ὁποῖο κάνει λόγο γιά τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι ἐγκεκραμένη μέ τόν Χριστό: «πόσο μᾶλλον ὑμᾶς μακαρίζω τούς ἐνκεκραμένους αὐτῷ (τῷ ἐπισκόπῳ) ὡς ἡ ἐκκλησία Ἰησοῦ Χριστῷ, καί ὡς ὁ Ἰησοῦς Χριστός τῷ πατρί, ἵνα πάντα ἐν ἑνότητι ᾖ» (Ἐφεσ., 5).
Εἶναι φανερό ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι κεφαλή μιᾶς εἰκόνος τοῦ σώματος, ἀλλά εἶναι κεφαλή τοῦ πραγματικοῦ Σώματος πού προσέλαβε ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, καί ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ σώματος πού ἔχει μιά ἀνυπόστατη κεφαλή. Ὁ Χριστός σαρκώθηκε καί εἶναι κεφαλή τοῦ πραγματικοῦ σώματος καί δέν ἀποσαρκώθηκε μετά τήν Ἀνάστασή Του, γιατί οἱ δύο φύσεις, θεία καί ἀνθρωπίνη, ἑνώθηκαν ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως. Ἐμεῖς, μέ τό Βάπτισμα καί τό Χρίσμα γινόμαστε μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί γι' αὐτό μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί δέν εἴμαστε μέλη μιᾶς εἰκόνος τοῦ σώματος!
Ὅταν κοινωνοῦμε δέν τρῶμε τήν ...εἰκόνα καί τήν περιγραφή τοῦ Σώματος, ἀλλά τό πραγματικό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός εἶπε: «Λάβετε φάγετε τοῦτό ἐστι τό σῶμά μου» (Ματθ. κς΄ , 26) καί «ἡ γάρ σάρξ μου ἀληθῶς ἐστι βρῶσις, καί τό αἷμά μου ἀληθῶς ἐστι πόσις. ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἐν ἐμοί μένει, κἀγώ ἐν αὐτῷ» (Ἰω. στ΄, 54-56).
Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική ὁ Ἀπόστολος Παῦλος θά ὁμολογήση: «Ταῦτά σοι γράφω ἐλπίζων ἐλθεῖν πρός σε τάχιον· ἐάν δέ βραδύνω, ἵνα εἰδῇς πῶς δεῖ ἐν οἴκῳ Θεοῦ ἀναστρέφεσθαι, ἥτις ἐστίν ἐκκλησία Θεοῦ ζῶντος, στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α΄ Τιμ. γ΄ , 14-15). Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι περιγραφικός ὅρος, ἀλλά τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι Ἐκκλησία ζῶντος Θεοῦ, στύλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας.
Ἀπό τήν ἀποκαλυπτική διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἐξάγεται ὅτι «εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα» (Ἐφ. δ΄ , 5), δηλαδή ἕνας εἶναι ὁ Κύριος, μία εἶναι ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας, μία πίστη, ἕνα Βάπτισμα.
Ὡς πρός τό θέμα τοῦ ἀποφατισμοῦ, θεωρῶ ὅτι εἶναι θεολογικά ἀπαράδεκτο νά μεταφέρωνται τά περί ἀποφατισμοῦ ὡς πρός τόν Τριαδικό Θεό, καί κυρίως στά ἐνδότερα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ (Θεολογία) στό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας (οἰκονομία), πού εἶναι τό πραγματικο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο προσέλαβε ὁ Χριστός ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, μέ τήν ἐνανθρώπηση, καί τοῦ ὁποίου Σώματος εἴμαστε μέλη –καί δέν εἴμαστε μέλη τῆς εἰκόνος τοῦ σώματος– καί τό ὁποῖο τεθεωμένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ κοινωνοῦμε στό μυστήριο τῆς θείας Λειτουργίας καί γινόμαστε σύσσωμοι καί σύναιμοι Αὐτοῦ.
Ἄν ὁ ὅρος Ἐκκλησία εἶναι περιγραφικός ὅρος, καί δέν εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἡ εἰκόνα τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τότε ὅταν λειτουργοῦμε παίζουμε θέατρο!
Πίσω ἀπό τήν ἐντελῶς ἀδόκιμη θεωρία περί ἀποφατικότητας στήν διατύπωση τοῦ τί εἶναι Ἐκκλησία εὐδοκιμεῖ σαφῶς ἡ πολιτική προσπάθεια ἀπόδοσης ἐκκλησιαστικότητας στούς ἑτεροδόξους. Τό ἀτυχές εἶναι, ὅπως ἔγραψα καί σέ προηγούμενο ἄρθρο μου, ὅτι μέ αὐτήν τήν θεωρία τῆς ἀποφατικότητας προωθεῖται ἐπακριβῶς ἡ προτεσταντική θεολογία τῶν Μεταρρυθμιστῶν, οἱ ὁποῖοι μιλοῦσαν ἀφ' ἑνός μέν γιά τήν ἀόρατη ἐκκλησία πού γνωρίζει μόνο ὁ Θεός καί συμπεριλαμβάνει Ρωμαιοκαθολικούς, Προτεστάντες καί ὅποιους ἄλλους θέλει ὁ Θεός, ἀφ' ἑτέρου δέ γιά τήν ὁρατή ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι διασπασμένη.
Ὡς πρός τό θέμα τοῦ ἑτεροπροσδιορισμοῦ, ἡ ἄποψη ὅτι μιά χριστιανική κοινότητα δέν ἑτεροπροσδιορίζεται ἀλλά αὐτοπροσδιορίζεται, εἰδικά ὅταν πρόκηται γιά τίς σχέσεις της μέ ἄλλες κοινότητες, θέλει νά μᾶς πῆ ὅτι ἡ κάθε κοινότητα μπορεῖ νά χρησιμοποιῆ ὅποιον ὅρο θέλει, προκειμένου νά προσδιορίση τήν ἐκκλησιολογική της ταυτότητα. Αὐτό εἶναι προφανές. Ὡστόσο, ὅταν ὁμιλοῦμε περί ἑνός δογματικοῦ ὅρου μιᾶς Συνόδου, ὁ ὁποῖος θέλει νά προσδιορίση τήν σχέση δυό πραγμάτων (Ὀρθοδόξων καί Ἑτεροδόξων), ἡ συγκεκριμένη ἄποψη περί «μή ἑτεροπροσδιορισμοῦ» καταργεῖ κάθε ἔννοια λογικῆς σύγκρισης τῶν πραγμάτων, ἀφοῦ σέ δυό συγκρινόμενα πράγματα προφανῶς καί καταρτίζονται οἱ ὁμοιότητες καί οἱ διαφορές τῶν πραγμάτων, προκειμένου νά φανερωθῆ ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ κάθε πράγματος.
Ὅλη ἡ ἱστορία τῶν Τριαδολογικῶν καί Χριστολογικῶν ὅρων στίς Συνόδους ἀφοροῦσε τήν ἐξήγησή τους καί τήν ἄρνηση τῶν Ὀρθοδόξων νά προσλάβουν οἱ ὅροι τό περιεχόμενο πού τούς ἀπέδιδαν οἱ αἱρετικοί.
Ἡ ἑρμηνεία τοῦ ὁμοουσίου ἀπό τούς Πατέρες ἀφοροῦσε τόν ἀποκλεισμό τῆς μοναρχιανῆς (τροπικῆς ἢ δυναμικῆς) ἑρμηνείας τοῦ ὁμοουσίου καί τόν ἀποκλεισμό τῆς τριθεϊτικῆς ἑρμηνείας τοῦ ὁμοουσίου.
Ἡ ἑρμηνεία τῆς μιᾶς ὑποστάσεως ἐν δύῳ φύσεσι γιά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἀφοροῦσε εἴτε τόν ἀποκλεισμό τῆς νεστοριανῆς ἑρμηνείας τῆς σύμπτωσης δυό ὑποστάσεων σέ ἕνα πρόσωπο, κατά τό πρότυπο τῆς ἠθικῆς ἕνωσης, εἴτε τόν ἀποκλεισμό τῆς μονοφυσιτικῆς ἑρμηνείας ὡς συγχώνευσης τῶν δυό φύσεων τοῦ σαρκωθέντος Λόγου σέ μιά φύση καί μιά ὑπόσταση.
Μέ βάση τήν λογική τοῦ μή ἑτεροπροσδιορισμοῦ, θά ἔπρεπε οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας νά μήν προσδιορίζουν ὡς αἱρετικές τίς διδασκαλίες τῶν αἱρετικῶν κατά τήν κατάρτιση τῶν συνοδικῶν ὅρων ἀναφορικά μέ τήν Ἁγία Τριάδα καί τόν Χριστό.
Φυσικά, ἡ ὅλη λογική τοῦ «μή ἑτεροπροσδιορισμοῦ» βασίζεται στήν παντελῶς ἀντορθόδοξη ἄποψη ὅτι κανείς δέν θά ἀποφανθῆ περί τοῦ ποιός εἶναι Ἐκκλησία καί ποιός δέν εἶναι. Τό ἐρώτημα εἶναι σαφές: Τί διαφορετικό ἔλεγαν οἱ προτεστάντες Μεταρρυθμιστές, ὅταν ἔκαναν λόγο γιά ἀόρατη ἐκκλησία πού συμπεριλαμβάνει ἅπαντες: Ρωμαιοκαθολικούς, Προστεστάντες, Ὀρθοδόξους καί λοιπούς Χριστιανούς, τούς ὁποίους ὁ Θεός γνωρίζει, ἐνῶ οἱ ὁρατές ἐκκλησίες εἶναι διασπασμένες;
Μέ τήν εὐκαιρία αὐτή πρέπει νά ὑπενθυμίσω τήν ἀπόφαση τῆς Α' Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως (Σαμπεζύ 21-28 Νοεμβρίου 1976), στήν ὁποία καθορίσθηκε ἡ θεματολογία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Μεταξύ τῶν ἑκατό (100) περίπου θεμάτων πού καθορίσθηκαν στήν Α' Πανορθόδοξη Διάσκεψη τῆς Ρόδου (1961) ἐπέλεξαν τά γνωστά δέκα (10) θέματα γιά τήν Ἡμερησία Διάταξη τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου.
Ὅμως, στήν ἴδια ἀπόφαση γράφεται ὅτι ἀπό τά ἄλλα προταθέντα θέματα ἐκεῖνα πού συγκέντρωσαν τήν προτίμηση κατά δεύτερη προτεραιότητα εἶναι τέσσερα θέματα, ἤτοι «αἱ πηγαί τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως, ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας, κωδικοποίησις ἱερῶν Κανόνων καί κανονικῶν διατάξεων, Οἰκονομία καί ἀκρίβεια». Σημειώνεται δέ στήν ἀπόφαση ὅτι τά θέματα αὐτά «παραπέμπονται εἰς τήν ἰδιαιτέραν μελέτην τῶν ἐπί μέρους Ἐκκλησιῶν, προκειμένου ἵνα ἐνδεχομένως τύχωσι μελλοντικῆς διορθοδόξου ἐξετάσεως».
Αὐτό σημαίνει ὅτι τά θέματα γιά τήν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καί γιά τήν οἰκονομία καί τήν ἀκρίβεια, στόν τρόπο εἰσδοχῆς τῶν ἑτεροδόξων στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔπρεπε νά μελετηθοῦν ἀπό τίς ἐπιμέρους Ἐκκλησίες, ὥστε νά συζητηθοῦν σέ μιά ἄλλη Σύνοδο, μετά τήν Ἁγία καί Μεγάλη. Ὅμως, ποτέ δέν ἔγινε αὐτό, τοὐλάχιστον γιά τήν δική μας Ἐκκλησία. Ἑπομένως, δέν ὑπάρχει ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τούς ἑτεροδόξους σέ σχέση μέ τήν Ἐκκλησία μας. Αὐτό σημαίνει ὅτι τά περί ἑτεροπροσδιορισμοῦ πρέπει νά λυθοῦν Συνοδικῶς.
Τελικά, εἶναι ἀπαράδεκτα ἀπό ὀρθοδόξους πλευρᾶς τά ὅσα λέγονται περί ὁρισμοῦ καί ἀποφατισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὅμως εἶναι Σῶμα Χριστοῦ καί κοινωνία θεώσεως, καί τά ὅσα λέγονται περί μή ἑτεροπροσδιορισμοῦ τῶν ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀπομακρυνθῆ ἀπό τήν πίστη καί τήν ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
5. Ὁ “τεχνικός ὅρος” χρησιμοποιεῖται ὡς οὐσιαστικός ὅρος
Ἐπανερχόμενος στόν λεγόμενο «τεχνικό ὅρο» γιά τίς Χριστιανικές Ὁμολογίες ὡς «Ἐκκλησίες», θέλω νά παρατηρήσω ὅτι καίτοι μερικοί χρησιμοποιοῦν τόν ὅρον αὐτό στούς ἑτεροδόξους ὡς δῆθεν «τεχνικό ὅρο», ἐν τούτοις στήν πραγματικότητα ἀντιφάσκουν στούς ἑαυτούς τους καί ἀποδίδουν οὐσιαστικό περιεχόμενο στόν ὅρο, ὁπότε στήν οὐσία δέν τόν θεωροῦν «τεχνικό ὅρο». Αὐτό θά τεκμηριωθῆ στά ἑπόμενα.
Εἶναι γνωστόν ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος στόν ἀγώνα του νά πείση τούς Ὁμοιουσιανούς νά ἀποδεχθοῦν τήν Σύνοδο τῆς Νικαίας τοῦ 325, ἔστω χρησιμοποιώντας ἄλλη ὁρολογία, ἔγραφε: «Εἰπάτωσαν καί φρονείτωσαν ἁπλούστερον μέν καί ἀληθῶς τόν Υἱόν φύσει Υἱόν...». Δηλαδή, ἔκανε διάκριση, ὅπως φαίνεται καί σέ ἄλλα κείμενά του, μεταξύ ρημάτων καί πραγμάτων, ρητοῦ καί νοῦ-διάνοιας τοῦ ρητοῦ. Ἔγραφε: «Οὐ γάρ αἱ λέξεις τήν φύσιν παραιροῦνται, ἀλλά μᾶλλον ἡ φύσις τάς λέξεις εἰς ἑαυτήν μεταβάλλει».
Στήν προκειμένη ὅμως περίπτωση πού μελετᾶμε τό θέμα τῆς Ἐκκλησίας, δέν εἶναι μόνον ἡ λέξη Ἐκκλησία πού χρησιμοποιεῖται ὡς “τεχνικός ὅρος”, ἀλλά καί στήν χρήση τοῦ νοήματος, τοῦ πράγματος στό ὁποῖο ἀναφέρεται ἡ λέξη αὐτή, ἀφοῦ στόν ὅρο «Ἐκκλησίες», ὅπως θά ἀποδείξουμε παρακάτω, δίνεται ἐκκλησιαστικότητα. Ἑπομένως δέν ἰσχύει τό ἐπιχείρημα τῆς διακρίσεως ὀνομάτων καί πραγμάτων στόν ὅρο Ἐκκλησία. Θεωρῶ ὅτι προσωπική συνείδηση ἐκείνων πού ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ χρησιμοποίηση τοῦ ὅρου «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες» εἶναι «τεχνικός ὅρος», εἶναι ὅτι στήν οὐσία δέν εἶναι «τεχνικός ὅρος», ἀλλά ἀποδίδεται σέ αὐτές τίς ὁμάδες ἐκκλησιαστικότητα.
Δέν μπορεῖ διαφορετικά νά ἐξηγηθῆ ὅτι στίς συζητήσεις πού γίνονταν στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης ὑποστηριζόταν τό «ἔγκυρο καί ὑποστατό τοῦ Βαπτίσματος τῶν ἑτεροδόξων», ὅτι οἱ δυτικές «Ἐκκλησίες» ἔχουν μυστήρια, ὅτι μέ τήν ἀπόσχισή τους ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ἔγινε τίποτε σπουδαῖο, ἀφοῦ «ἐσχίσθησαν» οἱ Ἐκκλησίες μεταξύ τους, ἤτοι ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολική μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, ὅπως «σχίζεται ἕνα ράσο σέ δύο κομμάτια, ἀλλά παρά ταῦτα παραμένει ράσο»!!
Δέν εἶναι λογικό, ἀλλά οὔτε καί γλωσσολογικά ἀποδεκτό, νά χρησιμο¬ποιῆται ἡ ἴδια λέξη, στήν περίπτωση αὐτή ἡ λέξη Ἐκκλησία, ἀλλά καί ὅσες εἶναι στενά συναρτημένες μέ αὐτήν, δηλαδή οἱ λέξεις βάπτισμα καί μυστήριο μέ τήν «πραγματική» τους σημασία, ἐνῶ στό κείμενο τῆς Μεγάλης Συνόδου πού ἀνήκει στό ἴδιο κειμενικό εἶδος –στήν προκειμένη περίπτωση σέ ἕνα κείμενο δογματικοῦ χαρακτήρα– νά χρησιμοποιοῦνται ὡς «τεχνικοί ὅροι».
Τό ὅτι καί αὐτοί πού χρησιμοποιοῦν τόν ὅρο «Ἐκκλησίες» ὡς δῆθεν «τεχνικό ὅρο» δέν τό πιστεύουν καί στήν οὐσία τίς θεωροῦν πραγματικές Ἐκκλησίες, ἀποδεικνύεται ἀπό τήν πρακτική πού ἐπικρατεῖ στό θέμα αὐτό. Στά ἐπίσημα κείμενα πού ἔχουν ὑπογραφῆ μεταξύ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης, ὅπως καί σέ διάφορες δηλώσεις, σαφέστατα γίνεται λόγος γιά πραγματικές Ἐκκλησίες, ὁπότε στήν συνείδησή τους ὁ ὅρος Ἐκκλησίες δέν εἶναι «τεχνικός», ἀλλά οὐσιαστικός. Θά παραθέσω μερικά πρόχειρα παραδείγματα.
Στήν Ὁμολογία Θυατείρων (The Thyateira Confession) πού ἔχει γραφῆ ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Θυατείρων καί Μεγάλης Βρεττανίας Ἀθηναγόρα Κοκκινάκη καί ἔχει ἐγκριθῆ ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, γράφεται:
«Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί πιστεύουν ὅτι ὅσοι βαπτίζονται εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπό Ἱερέα ἤ ἀπό Λαϊκόν ἐν καιρῷ ἀνάγκης εἶναι Χριστιανοί ἀληθινοί καί ἀνήκουν εἰς τήν Ἐκκλησίαν καί εἶναι μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι Ἕνας καί παραμένει ἀδιαίρετος ὡς Θεάνθρωπος».
Σέ ἄλλο σημεῖο γράφεται:
«Ὅλοι οἱ Χριστιανοί μέ τό ἴδιον βάπτισμα ἐγίναμεν μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ὅλοι κατά διαφόρους τρόπους καί μορφάς ἀποβλέπομεν εἰς τήν Θείαν Εὐχαριστίαν ὡς πρός τό Μυστήριον τῆς Κοινωνίας πού μᾶς ἑνώνει μέ τόν Χριστόν».
Ἀλλοῦ γράφεται:
«Τό γεγονός ὅμως εἶναι ὅτι οἱ Ρωμαιοκαθολικοί λατρεύουν ὅπως καί οἱ Ὀρθόδοξοι τόν Ἰησοῦν Χριστόν εἰς τήν θείαν Εὐχαριστίαν».
Ἐπίσης, ἀλλοῦ γράφεται:
«Ἐπεκράτησε, λόγῳ τῆς φιλίας, οἱ Ὀρθόδοξοι νά κηδεύουν τούς Ἀγγλικανούς καί νά κοινωνοῦν αὐτούς ὅπου δέν ὑπάρχουν Ἀγγλικανοί Ἱερεῖς. Ἐπίσης ὅπου δέν ὑπάρχουν Ὀρθόδοξοι Ἱερεῖς, οἱ Ἀγγλικανοί κηδεύουν καί κοινωνοῦν τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς. Τοῦτο γίνεται μέ τήν γνῶσιν, ἀλλά καί μέ τήν ἄγνοιαν τῆς Ἐκκλησίας εἰς μερικούς τόπους, ἀλλά καί διά λόγους ἀνάγκης καί Χριστιανικῆς Μυστηριακῆς φιλοξενίας. Ἔπειτα εἶναι βέβαιον ὅτι οἱ Χριστιανοί μόνοι των ζητοῦν τήν Κοινωνίαν. Εἶναι τοῦτο δεῖγμα τῆς διαθέσεως τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ διά τήν ἕνωσιν τῶν Χριστιανῶν πού τούς συνδέει ἡ Παράδοσις, ἡ Ἁγία Γραφή, ἡ Ἱερωσύνη καί τό Πιστεύω τῆς Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως».
Ἀκόμη, ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β΄ σέ λόγο του πού ἐκφώνησε τήν 5η Ἰουνίου 1991 στό Bialystok τῆς Πολωνίας εἶπε:
«Σήμερα βλέπουμε καθαρότερα καί ἐννοοῦμε καλύτερα τό γεγονός ὅτι οἱ Ἐκκλησίες μας εἶναι ἀδελφές Ἐκκλησίες, ὄχι ὑπό τήν ἔννοια ἁπλῶς μιᾶς ἐκφράσεως εὐγενείας ἀλλά ὑπό ἔννοια μιᾶς θεμελιώδους οἰκουμενικῆς ἐκκλησιολογικῆς κατηγορίας».
Εἶναι χαρακτηριστικά τά ὅσα ἀποφασίσθηκαν στήν «Ζ' Γενική Συνέλευση τοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν» στούς χώρους τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Μπελεμεντείου (Balamand) Πανεπιστημίου τοῦ Λιβάνου (17-24 Ἰουνίου 1993).
Στό πρῶτο μέρος τοῦ κειμένου πού τιτλοφορεῖται «Ἐκκλησιολογικαί Ἀρχαί», ἀφοῦ γίνεται ἀναφορά στό πῶς «προέκυψαν (αἱ) ἀνατολικαί Καθολικαί Ἐκκλησίαι» (Οὐνία), οἱ ὁποῖες ἀποκατέστησαν «τήν πλήρη κοινωνίαν μέ τήν Ἕδραν τῆς Ρώμης καί παρέμειναν πισταί εἰς Αὐτήν», στήν συνέχεια γράφεται ὅτι ὁ τρόπος αὐτός τῆς ἑνότητος, πού ἀποκλήθηκε «οὐνία» «δέν ἠμπορεῖ πλέον νά γίνει ἀποδεκτός οὔτε ὡς ἀκολουθητέα μέθοδος οὔτε ὡς πρότυπον τῆς ἑνότητος τήν ὁποίαν ἀναζητοῦν αἱ Ἐκκλησίαι μας», ἄν καί οἱ «Ἐκκλησίες» αὐτές (Οὐνία) «ὡς τμῆμα τῆς καθολικῆς κοινωνίας, ἔχουν δικαίωμα νά ὑπάρχουν καί νά δροῦν διά νά ἀνταποκριθοῦν εἰς τάς πνευματικάς ἀνάγκας τῶν πιστῶν των».
Γιατί, ὅμως, γράφεται αὐτό; Διότι τώρα, κατά τήν ἀπόφαση αὐτή, δέν ὑφίσταται ἰδιαίτερο πρόβλημα, ἐπειδή ἄλλαξε πλέον ἡ θεώρηση μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν, ἤτοι «λόγῳ τοῦ τρόπου διά τοῦ ὁποίου Καθολικοί καί Ὀρθόδοξοι θεωροῦν ἐκ νέου ἑαυτούς ἐν τῇ σχέσει των πρός τό μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας καί ἀνακαλύπτουν ἐκ νέου ἑαυτούς ὡς ἀδελφάς Ἐκκλησίας».
Διευκρινίζεται ἀκόμη περισσότερο ὅτι «οἱ δύο Ἐκκλησίες», Ὀρθόδοξη καί Ρωμαιοκαθολική, ἔχουν τήν ἴδια πίστη καί ζωή, πού ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστός στήν Ἐκκλησία. Γράφεται:
«Ἑκατέρωθεν ἀναγνωρίζεται ὅτι ὅσα ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστός εἰς τήν Ἐκκλησίαν του –ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, μετοχή εἰς τά αὐτά μυστήρια, κυρίως εἰς τήν μίαν ἱερωσύνην τήν τελοῦσαν τήν μίαν θυσίαν τοῦ Χριστοῦ, ἀποστολική διαδοχή τῶν ἐπισκόπων– δέν δύνανται νά θεωρηθοῦν ὡς ἀποκλειστική ἰδιοκτησία μίας τῶν ἡμετέρων Ἐκκλησιῶν. Εἶναι σαφές ὅτι ἐντός τοῦ πλαισίου τούτου ἀποκλείεται πᾶς ἀναβαπτισμός».
Ἀμέσως στήν συνέχεια γράφεται:
«Διά τοῦτον ἀκριβῶς τόν λόγον ἡ Καθολική Ἐκκλησία καί ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζουν ἑαυτάς ἀμοιβαίως ὡς ἀδελφάς Ἐκκλησίας, ἀπό κοινοῦ ὑπευθύνους διά τήν τήρησιν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ πιστότητι πρός τήν θείαν οἰκονομίαν, ἰδιαίτατα ὡς πρός τήν ἑνότητα».
Διαβάζοντας τήν ἀπόφαση αὐτή, διερωτῶμαι: Γιατί μερικοί ἐξακολουθοῦν νά χαρακτηρίζουν τούς ἑτεροδόξους Χριστιανούς ὡς «Ἐκκλησίες», ὑποστηρίζοντας ὅτι δῆθεν εἶναι «τεχνικός ὅρος», ἐνῶ ἀπό ἐπίσημα κείμενα τοῦ «Διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν» ἀποδεικνύεται σαφέστατα ὅτι προσδίδεται ἐκκλησιαστικότητα στόν ὅρο αὐτό καί ἑπομένως εἶναι οὐσιαστικός ὅρος καί ὄχι τεχνικός;
Ἐπί πλέον σέ κοινές δηλώσεις μεταξύ Πάπα καί Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀποδίδεται στούς ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας Χριστιανούς ἐκκλησιαστικότητα καί ἑπομένως ὁ χρησιμοποιούμενος ὅρος Ἐκκλησία, γιά τούς ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δέν εἶναι τεχνικός ὅρος, ἀλλά οὐσιαστικός. Θά παραθέσω μερικά ἀποσπάσματα ἀπό μιά τέτοια κοινή δήλωση (29-6-1995):
«Ὁ διάλογος οὗτος –διά τῆς μικτῆς διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς– ἀπεδείχθη καρποφόρος, καί ἠδυνήθη νά προοδεύσῃ οὐσιαστικῶς. Ἐξ αὐτοῦ προέκυψε κοινή τις μυστηριακή ἔννοια περί Ἐκκλησίας, στηριχθεῖσα καί μεταδοθεῖσα σύν τῷ χρόνῳ ὑπό τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Ἐν ταῖς Ἐκκλησίαις ἡμῶν ἡ ἀποστολική διαδοχή εἶναι θεμέλιον τοῦ ἁγιασμοῦ καί τῆς ἑνότητος τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Θεωροῦσα ὅτι ἐν πάσῃ τοπικῇ Ἐκκλησίᾳ ἐπιτελεῖται τό μυστήριον τῆς θείας ἀγάπης, καί ὅτι οὕτως ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ φανερώνει τήν ἐν ἑκάστῃ τούτων ἐνεργοῦσαν παρουσίαν αὐτῆς, ἡ μικτή Ἐπιτροπή ἠδυνήθη νά διακηρύξη ὅτι αἱ Ἐκκλησίαι ἡμῶν ἀναγνωρίζουσιν ἀλλήλας ὡς Ἐκκλησίας ἀδελφάς, συνυπευθύνους ἐν τῇ διαφυλάξει τῆς μόνης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ πιστῆς εἰς τό θεῖον σχέδιον, ὅλως δε ἰδιαζόντως ἐν ὄψει τῆς ἑνότητος».
Πιό κάτω δηλώνεται ἐπισήμως:
«Ἐν ὄψει τούτων προτρέπομεν τούς ὑφ' ἡμᾶς πιστούς, Καθολικούς καί Ὀρθοδόξους, νά ἐνισχύσωσι τό πνεῦμα τῆς ἀδελφοσύνης ἥτις προκύπτει ἐκ τοῦ μοναδικοῦ βαπτίσματος καί ἐκ τῆς συμμετοχῆς εἰς τά ἱερά μυστήρια».
Καί λίγο πιό κάτω δηλώνεται ἐπισήμως:
«Ὁ Πάπας τῆς Ρώμης καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης συναντήσαντες ἀλλήλοις προσηύξαντο ὑπέρ τῆς ἑνότητος πάντων τῶν χριστιανῶν. Ἐν τῇ προσευχῇ αὐτῶν περιέλαβον ὅλους ὅσοι ἄτε βαπτισθέντες ἀποτελοῦν μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἠτήσαντο δέ ὅπως αἱ διάφοροι κοινότητες ὦσιν ἐπί μᾶλλον καί μᾶλλον πισταί εἰς τό Εὐαγγέλιον αὐτοῦ».
Τελικά ἐκεῖνο πού ἐνοχλεῖ στήν ὑπόθεση αὐτή εἶναι ὅτι στίς συζητήσεις ἐντός καί ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας χρησιμοποιεῖται ἡ διγλωσσία, τριγλωσσία καί πολυγλωσσία, δέν ὑπάρχει ἑνιαία γλώσσα. Ἀλλιῶς ἐκφράζονται σέ ὀρθόδοξα καί μοναχικά περιβάλλοντα καί ἀλλιῶς ἐκφράζονται σέ ἑτερόδοξα περιβάλλοντα. Στήν οὐσία, ὅπως φαίνεται καθαρότατα, διολισθαίνουν ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἀποκλειστικότητος στήν ἀρχή τῆς περιεκτικότητος.
Αὐτό κανείς δέν μπορεῖ νά τό ἀμφισβητήση. Αὐτή εἶναι ἡ βασική γραμμή πολλῶν συγχρόνων Κληρικῶν καί θεολόγων.
Νομίζω ἐκεῖνο πού χρειάζεται σήμερα ἀπό τούς ὑπευθύνους ἐκκλησιαστικούς ἄνδρες εἶναι ὁ συνδυασμός τῆς ἀληθείας μέ τήν ἀγάπη καί ἡ ἀρετή τῆς διακρίσεως. Δέν μποροῦμε ἐν ὀνόματι τῆς ἀληθείας νά στερηθοῦμε τήν ἀγάπη καί τήν διάκριση οὔτε χάριν τῆς ἀγάπης νά στερηθοῦμε τήν ἀλήθεια. Στούς διαλόγους μέ τίς χριστιανικές ὁμάδες αὐτές πρέπει νά χαράσσωνται «κόκκινες γραμμές». Νά ξέρη κανείς μέχρι ποιό σημεῖο μπορεῖ νά προχωρήση ἤ νά ὑποχωρήση, δηλαδή νά οἰκονομῆ τά πράγματα, καί μέχρι σέ ποιό σημεῖο νά παραμένη στήν ἀκρίβεια. Αὐτή ἡ διάκριση γίνεται ὅπου ὑπάρχει φωτισμός νοῦ καί ἐμπειρική θεολογία.
Ἔτσι, οἱ ἐμπειρικοί θεολόγοι πού γνωρίζουν ἐκ πείρας τήν ἄκτιστη δόξα πού ὑπάρχει στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τήν πτώση τῶν Χριστιανῶν πού ἀπομακρύνθηκαν ἀπό αὐτή, μόνον αὐτοί γνωρίζουν νά ὁμολογοῦν τήν ἀλήθεια καί νά ἀγαποῦν πραγματικά τούς ἑτεροδόξους Χριστιανούς. Ἀλλά τέτοιοι ἐμπειρικοί θεολόγοι ἀγνοοῦνται στούς διαλόγους καί δέν χρησιμοποιεῖται ἡ πείρα τους, ἀκριβῶς γιατί ἐπιλέγεται ἡ διπλωματία καί ὄχι ἡ θεολογία.
Τό συμπέρασμα εἶναι ὅτι τό «τεχνικός ὅρος» προσδιορίζεται μέ ἀπόλυτη ἀκρίβεια καί σαφήνεια γιά νά ἀποφευχθῆ ἡ ἀμφισημία. Ὅταν ὅμως ὁ «τεχνικός ὅρος» τίθεται σέ ἀμφιβολία, τότε αὐτοκαταργεῖται ὡς τεχνικός ὅρος καί δέν χρησιμοποιεῖται εὐκαιριακά καί συμβατικά.
Ἔπειτα, τό νά χρησιμοποιῆται σέ κείμενο ὁμολογιακό Μεγάλης Συνόδου ὁ ὅρος Ἐκκλησία ἀπό ὀρθοδόξου θεολογικῆς πλευρᾶς καί νά ὁμολογῆται ὅτι εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία καί ταυτοχρόνως νά χρησιμοποιῆται καί ὁ ὅρος Ἐκκλησίες γιά τούς ἐκτός αὐτῆς ὡς «τεχνικός ὅρος», εἶναι παράδοξο, ἀντιφατικό καί ὑπερβολικά προβληματικό ἀπό κάθε ἄποψη, καί ἀπό ὀρθόδοξη πλευρά καί ἀπό γλωσσολογική.
Ἀκόμη, εἶναι διγλωσσία καί πολυγλωσσία τό νά ὑποστηρίζεται ἄλλοτε μέν ὅτι ἡ χρησιμοποίηση τοῦ ὅρου «Ἐκκλησίες» γιά τούς ἑτεροδόξους εἶναι «τεχνικός ὅρος», ἄλλοτε δέ, σέ ἐπίσημες μάλιστα ἀποφάσεις, νά ἀποδίδεται στόν λεγόμενο «τεχνικό ὅρο» οὐσιαστικό νόημα καί ἐκκλησιαστικότητα. Ἔτσι, ἄλλοτε γίνεται λόγος γιά «τεχνικό ὅρο» καί ἄλλοτε γιά οὐσιαστικό ὅρο. Αὐτό δείχνει ἕνα πολύ μεγάλο πρόβλημα.
Ἐξίσου μεγάλο πρόβλημα εἶναι τό νά ὑποστηρίζεται ὅτι ὁ ὅρος Ἐκκλησία, ὡς Σῶμα Χριστοῦ καί κοινωνία θεώσεως, εἶναι περιγραφικός ὅρος καί μιά ἁπλή εἰκόνα καί ὅτι δῆθεν ἐκφράζεται καί ἐδῶ ἡ ἀποφατικότητα καί ὅτι δέν μποροῦμε νά ἑτεροπροσδιορίσουμε τούς ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράσθηκε ἀπό τούς Πατέρες στίς Οἰκουμενικές Συνόδους.
Τελικά, τά ἐκκλησιολογικά θέματα εἶναι σοβαρά καί πρέπει νά ἀντιμετωπίζονται μέ ὑπευθυνότητα καί μέσα ἀπό τήν πατερική διδασκαλία, ὅπως ἐκφράσθηκε συνοδικά. Οἱ Πατέρες ὅταν ὁμιλοῦσαν γιά δογματικά καί ἐκκλησιαστικά θέματα, χρησιμοποιοῦσαν ἀκριβεῖς ὅρους μέσα ἀπό ὀρθόδοξες προϋποθέσεις. Καί ὅταν ἔπρεπε νά κάνουν κάποια ἀλλαγή τῶν ὅρων, τό ἔκαναν μέ οὐσιαστικές προϋποθέσεις, μέ μεγάλη προσοχή, ὥστε νά ὁριοθετήσουν τήν ἀλήθεια πού ζοῦσαν ἐμπειρικά καί γιά νά διευκολύνουν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι χάριν μιᾶς ἐπικοινωνιακῆς διπλωματίας.
Βεβαίως, ὅπως ἔχει σημειωθῆ ἐπανειλημμένως στό κείμενο αὐτό, ὁ ὅρος Ἐκκλησία δέν εἶναι περιγραφικός, ἀλλά εἶναι τό τεθεωμένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, γι' αὐτό καί εἶναι «ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία». –
Πηγή: Ἐκκλησιαστική Παρέμβαση

Ο άγιος πατέρας μας Γρηγόριος ο Θεσσαλονίκης έζησε στα χρόνια της βασιλείας τον Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου, γύρω στο 1340 μ.Χ. Αφού άφησε όλο τον κόσμο και τα του κόσμου, από την πατρίδα του Κωνσταντινούπολη μετανάστευσε στον αγιώννμο Αθω, όπου ακολούθησε τη μοναστική ζωή. Εδώ, έπειτα από σκληρούς ασκητικούς κόπους μέσα σε άκρα ησυχία, με την ψυχή στραμμένη στο Θεό μόνο, έγινε θεόμορφος καθρέφτης του Αγίου Πνεύματος, ανεβαίνοντας όσο λίγοι στην κορυφή της πράξεως και της θεωρίας. Με καταυγαζόμενη τη διάνοια του από τις θεοπτικές Ελλάμψεις του Πνεύματος, άφησε στην Εκκλησία του Θεού σοφότατα και θεολογικότατα συγγράμματα, σαν μνημείο Ορθοδοξίας.
Σύντομη βιογραφία
Ο άγιος πατέρας μας Γρηγόριος ο Θεσσαλονίκης έζησε στα χρόνια της βασιλείας τον Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου, γύρω στο 1340 μ.Χ. Αφού άφησε όλο τον κόσμο και τα του κόσμου, από την πατρίδα του Κωνσταντινούπολη μετανάστευσε στον αγιώννμο Αθω, όπου ακολούθησε τη μοναστική ζωή. Εδώ, έπειτα από σκληρούς ασκητικούς κόπους μέσα σε άκρα ησυχία, με την ψυχή στραμμένη στο Θεό μόνο, έγινε θεόμορφος καθρέφτης του Αγίου Πνεύματος, ανεβαίνοντας όσο λίγοι στην κορυφή της πράξεως και της θεωρίας. Με καταυγαζόμενη τη διάνοια του από τις θεοπτικές Ελλάμψεις του Πνεύματος, άφησε στην Εκκλησία του Θεού σοφότατα και θεολογικότατα συγγράμματα, σαν μνημείο Ορθοδοξίας.
Αποσπάσματα από αυτά είναι όσα περιέχονται στο βιβλίο αυτό, τα οποία προξενεύουν πράγματι στους αναγνώστες θησαυρούς θείας γνώσεως και πνευματικής σοφίας και τελειότητας. Γιατί ο ουράνιος και θεοπτικός αυτός νους δε συγκέντρωσε σε αυτά μόνο τους λόγους των παλαιοτέρων Αγίων, αλλά πρόσθεσε και όσα υπερφυσικά έμαθε ο ίδιος με μακρά πείρα και μακάριο πάθος, και τεχνούργησε έτσι ένα πραγματικό αριστούργημα των νηπτικών, ώστε κανείς ποτέ να μην τα θεωρεί γέννημα ανθρώπινης διάνοιας -κάθε άλλο μάλιστα. Στην πραγματικότητα είναι νοήματα Χριστού και λόγοι Θεού που φέρνουν σε έκσταση κάθε ακοή και διάνοια. Με αυτά υπερασπίζει σθεναρά όσους ζουν σε ιερή ησυχία και σχολάζουν ατή νοερά νήψη και προσευχή, ενώ αντιμετωπίζει εμβριθέστατα, με αποδείξεις από τη Γραφή, τις αντίθετες κενοφωνίες των αντιπάλων, ως απόψεις που ανατρέπουν την αλήθεια.
Εισαγωγικά σχόλια
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ανεδείχθη ως η μεγαλύτερη μεταβυζαντινή θεολογική μορφή της Ορθοδοξίας, που συνδύασε τον θεόπνευστον δογματικόν με τον πιο αγιοπνευματικώς έμπειρον απολογητή της μυστικής και νηπτικής θεολογίας του δεκάτου τετάρτου αιώνος, καλύπτοντας όλο το φάσμα της εν Χριστώ ζωής·
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1296. Μεγάλης φυσικής καταβολής νους, κατενόησεν, όσον ελάχιστοι, την Ορθόδοξη θεολογία και συνέλεξε απέραντες γνώσεις από την κλασσική γραμματεία, ώστε να διεγείρει σε έκπληξη και θαυμασμό, για τη σοφία του, τους διδασκάλους του, αλλά κι αυτόν τον αυτοκράτορα, ο οποίος τον προώριζε για πολιτικά αξιώματα.
Το αρχοντικό του ήταν σαν μοναστήρι, όπου όλη η οικογένεια ζούσε ασκητικά. Τη θεολογική και πνευματική στοιχείωσή του την ώφειλε στο διάσημο μητροπολίτη Φιλαδέλφειας Θεόληπτο. Ήταν τόσον εντατική η ασκητική αγωγή του Γρηγορίου, ώστε όσοι δεν γνώριζαν την πολιτεία του να υποθέτουν ότι έχασε τον νουν του. Όταν ο άγιος πατέρας του εκοιμήθη εν Κυρίω, πείθει ολόκληρη την οικογένεια του, αδελφές, αδελφούς και μητέρα, και αναχωρούν όλοι για μοναχοί. Ο ίδιος με τα δύο αδέλφια του κατευθύνεται προς τον Άθω, ενώ οι γυναίκες εισέρχονται σε μονή της Κωνσταντινουπόλεως.
Στον Άθω υποτάσσεται σε άγιον ασκητή. Αργότερα, μετά την κοίμηση του, πηγαίνει στη Λαύρα του άγιου Αθανασίου, στη συνέχεια έξω της Λαύρας σε ερημητήριο, κατόπιν στη Θεσσαλονίκη και Βέροια και πάλι στο Άγιον Όρος με τους ησυχαστές, όπως λεπτομερώς αναφέρεται στη βιογραφία του, οπού έφτασε σε ύψη αγιότητας και έλαβε το χάρισμα της Θεολογίας από την Παναγία. Έγραψε πραγματείες κατά της εκπορεύσεως του Άγιου Πνεύματος και εκ του Υιού και αντέκρουσε, εξ αναθέσεως υπό των ησυχαστών, τον λατινέλληνα Βαρλαάμ τον Καλαβρό, επιβάλλοντας συνοδικώς τις ορθόδοξες δογματικές θέσεις του και προκαλώντας την επικύρωση των ησυχαστικών διδασκαλιών από τέσσερες συνόδους της Κωνσταντινουπόλεως.
Σε αναγνώριση της υψίστης προσφοράς του προς την Εκκλησία, εξελέγη μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, όπου έλαμψε με την αγιότητα του, με τα θαύματα του, με την ποιμαντική σοφία του και με τη χάρη της θεολογίας του. Έγραψε ένα μεγάλον αριθμόν έργων δογματικού και πνευματικού περιεχομένου, από τα οποία, οι άγιοι Μακάριος και Νικόδημος, επέλεξαν, ως αντιπροσωπευτικά και προς το σκοπό της Φιλοκαλίας, την θεολογικότατη και πνευματικότατη και ευωδιάζουσα από τη χάρη του Πνεύματος εκτεταμένη Επιστολή Προς την σεμνοτάτην εν μοναζούσαις Ξένην.
Σ' αυτήν εκθέτει ο θεόσοφος μυστικός θεολόγος τις μοναχικές και ησυχαστικές εμπειρίες του, τις προϋποθέσεις για την αδιάλειπτη προσευχή, που είναι οι εντολές του Κυρίου, τα όπλα κατά των παθών, τονίζοντας την αποτελεσματικότητα του πνευματικού πένθους και των δακρύων, την ακτημοσύνη, την πτωχεία και, προπαντός, την ταπείνωση και την αγάπη προς τον Θεόν και τον πλησίον, ώστε σταδιακά να φθάσει η μοναχή από την καθαρότητα του κατ' εικόνα, στην υψηλή κατάσταση του καθ' ομοίωσιν. Και θαυμάζει κανείς τη σοφία του Αγίου, που, ενώ απευθύνεται σε μοναχές και θα έπρεπε να επιμείνει στην αδιάλειπτη προσευχή του Ιησού, όμως, παραλλήλως, υπογραμμίζει τη μεγίστη σημασία των εντολών, δίδοντας το προβάδισμα στο πνευματικό πένθος. Η Επιστολή είναι αριστούργημα ποιμαντικής προς μονάστριες, φυσικά και μοναχούς.
Στη συνέχεια αναλύει τον δεκάλογο του Μωϋσέως, μεταφέροντας τον στην περιοχή της χάρης, ως κατά Χριστόν Νομοθεσία, όπου, τα επιφανειακά και σκιώδη παραγγέλματα του Νόμου, προσλαμβάνουν το βάθος της ευαγγελικής πνευματικής νομοθεσίας και όπου το γράμμα, που κτείνει, παραχωρεί τη θέση του στο πνεύμα, που ζωοποιεί. Αποτελεί μια θαυμάσια αναλογική μεταφορά, κατά τη διαδοχή του ατελούς Νόμου από το τέλειον Ευαγγέλιον, αφού παρήλθεν η σκιά του νόμου, της χάριτος ελθούσης.
Οι ανθολόγοι της Φιλοκαλίας, δρέποντες από τα ευώδη άνθη του παλαμικού παραδείσου, απέσπασαν από τις Τριάδες των Λόγων ζόντων τον Λόγο περί της νοεράς προσευχής, όπου αναλύονται τα προβλήματα της εσωστρέφειας, αλλά και του φυσιολογικώς ενεργούμενου ελαφρού κρατήματος της αναπνοής.
Όπως σημειώσαμε και στα σχόλια του Σιναΐτου, ο θείος Παλαμάς, δεν είχε πολλή δυσκολία ν' αποκρούσει τις κατηγορίες των αντιπάλων, αφού την νοερά προσευχή ενεργούσαν προγενέστεροι ησυχαστές, μαρτυρηθέντες από τον Θεόν με σημεία αγιότητος. Αυτούς επικαλείται για ν' αποστομώσει τους κατηγόρους, ότι τάχα οι ησυχαστές, εφαρμόζοντες την ψυχοσωματική μέθοδο, επεδίωκαν την θείαν χάριν δια των μυκτήρων εισοικίζειν.
Επίσης, επειδή κατηγορούσαν τους ησυχαστές, ότι προσπαθούσαν έφ' εαυτούς βλέπειν και δια της αναπνοής είσω πέμπειν τον οικείον νουν, αφού, κατ' αυτούς, ο νους δεν είναι χωρισμένος από την ψυχή, ο μέγας ησυχαστής Γρηγόριος, με Γραφικές και Πατερικές αποδείξεις, ανατρέπει τους κατηγόρους, υποστηρίζων τη διάκριση του νου ως ουσίας και ενεργείας. Αναχωρώντας από την καθολική εμπειρία, κατά την οποία η διάνοια και οι λογισμοί είναι διακεχυμένοι, δια των αισθήσεων, στον κόσμον, είναι προφανές ότι πρέπει να επανέλθουν στο φυσικό τους χώρο, στην ουσία τους, που είναι ο νους. Και ως αποτελεσματικό μέσον απεδείχθη η νοερά προσευχή, βοηθούμενη από την ψυχοσωματική μέθοδο. Αγνοούντες, ακόμη και σήμερα, τις ανθρωπολογικές αυτές λειτουργίες, ονόμαζαν τους νοερώς προσευχομένους κοιλιοψύχους και ομφαλοσκόπους. Τα πλήθη των Άγιων όμως, τι λέγουν;
Στη Φιλοκαλία παρατίθενται επίσης τρία εκτεταμένα Κεφάλαια, Περί προσευχής και καθαρότητος καρδίας, οπού αναλύεται δογματικώς, θεολογικώς και πνευματικώς το πρόβλημα της νοεράς προσευχής, στο οποίον ανεδείχθη, ο θείος Παλαμάς, αληθινή αυθεντία. Με τα τρία αυτά Κεφάλαια, εκτίθεται συνοπτικώς και πειστικότατα η αξία της θεομαρτυρημένης και αγιομαρτυρημένης νοεράς προσευχής.
Στη συνέχεια οι εκδότες παραθέτουν τα εκατόν πενήντα Φυσικά, θεολογικά, Πρακτικά και Ηθικά Κεφάλαια, με τα οποία συνοψίζεται η δογματική και μυστική διδασκαλία της Εκκλησίας. Εκτός από την προβολή των κοσμολογικών 33 Κεφαλαίων, που απηχούν τις επιστημονικές γνώσεις της εποχής και της αναλύσεως ανθρωπολογικών προβλημάτων, προβαίνει στην ανάπτυξη θεμάτων της καταφατικής και αποφατικής θεολογίας, αποδεικνύοντας ότι ουδέποτε η μία αναιρεί την άλλη. Επίσης θεοπνεύστως θίγονται θέματα Τριαδολογικά, Χριστολογικά. και Πνευματολογικά, που άπτονται του τότε επιμάχου θεολογικού προβλήματος, της διακρίσεως Ουσίας και Ενεργείας, ως και της φύσεως του θαβωρίου φωτός, ως ακτίστου, που περιλάμπει τους Αγίους. Οι θεολογικές τομές του θείου Παλαμά ανακεφαλαιώνουν ολόκληρη την θεολογική παράδοση.
Σαν επισφράγισμα της παλαμικής θεολογίας, οι ανθολόγοι, παρέθεσαν τον περιώνυμον Αγιορειτικόν Τόμον υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, ο οποίος έχει υπογραφεί από ησυχαστές του Αγίου Όρους, ως Ομολογία Πίστεως, όμως είναι έργο του αγίου Παλαμά. Στον Τόμον αυτό, που εγράφη για να χρησιμεύσει στον άγιο Γρηγόριο, κατά τους θεολογικούς αγώνες του στις Συνόδους της Κωνσταντινουπόλεως, συμπυκνώνεται η διδασκαλία του περί θείου ακτίστου φωτός και μεθέξεως του από τους Αγίους και θίγονται τα προβλήματα της νοεράς προσευχής, αλλά και της μετοχής του σώματος στην άκτιστη θεοποιόν ενέργεια.
Πρόκειται για ένα κείμενο θεμελιώδους δογματικής, θεολογικής και πνευματικής σημασίας, που καθιέρωσε τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά ως τον μέγιστο των μεταβυζαντινών θεολόγων, γιατί συνεπύκνωσε και εξέφρασε όλους τους θεολόγους Πατέρες, αλλά και έλυσε βαθύτατα θεολογικά προβλήματα, καταδεικνύοντας συν τοις άλλοις και το υφιστάμενο χάσμα που υπάρχει μεταξύ Ορθοδόξου και Λατινικής Θεολογίας.
Προς τη σεμνότατη μοναχή Ξένη
Σε εκείνους που επιθυμούν να ζουν τη μοναχική ζωή αληθινά, είναι δυσάρεστη όχι μονάχα η συναναστροφή με τους πολλούς, αλλά και με εκείνους που ζουν με τον ίδιο τρόπο, γιατί αυτό διακόπτει τη συνέχεια της πανευφρόσυνης επικοινωνίας με το Θεό και σχίζει στα δύο και κάποτε σε πολλά μέρη το ενιαίο του νου, το οποίο συγκροτεί τον έσω και αληθινό Μοναχό. Γι' αυτό και κάποιος από τους Πατέρες, όταν ερωτήθηκε γιατί αποφεύγει τους ανθρώπους, αποκρίθηκε ότι δεν μπορώ να είμαι με το Θεό όταν συναναστρέφομαι με τους ανθρώπους. Άλλος πάλι, μιλώντας γι' αυτά από την πείρα του, θεωρεί όχι μόνο τη συναναστροφή, αλλά και τη θέα των ανθρώπων, ως αιτία που μπορεί να διαφθείρει τη σταθερότητα της νοερής ηρεμίας των ησυχαστών. Αν δε κανείς εξετάσει με ακρίβεια, και μόνο η σκέψη του ερχομού κάποιου και η αναμονή της επισκέψεως και της συνομιλίας δεν αφήνει τελείως ατάραχο το νοητικό μέρος της ψυχής. Εκείνος τώρα που γράφει και λόγους, φορτώνει το νου του με ακόμη πιο έντονη μέριμνα. Κι αν είναι από εκείνους που έχουν προκόψει στην αρετή και έχει, λόγω ψυχικής υγείας, και την αγάπη του Θεού, την έχει ενεργητική και όταν γράφει, αλλά πάντως όχι με άμεσο και γνήσιο τρόπο. Αν όμως είναι από εκείνους που πέφτουν ακόμη σε πολλά νοσήματα και πάθη της ψυχής, όπως πράγματι είμαι εγώ, κι έχουν ανάγκη να φωνάζουν συνεχώς στο Θεό γιάτρεψε με, γιατί αμάρτησα σ' Εσένα1, αυτοί δεν είναι εύλογο πριν από τη θεραπεία τους ν' αφήσουν τη δέηση και ν' ασχοληθούν με ο,τιδήποτε άλλο θεληματικά. Εκτός από αυτά, με τα γραπτά του κανείς συνομιλεί και με τους απόντες, και μεταδίδει την ομιλία σε περισσότερους καιρούς και ανθρώπους, κάποτε και σ' αυτούς που δε θα ήθελε, αφού τα κείμενα παραμένουν και μετά το θάνατο εκείνου που τα έγραψε. Γι' αυτό πολλοί Πατέρες, κορυφαίοι ησυχαστές, δε θέλησαν να γράψουν τίποτε, αν και μπορούσαν να εκθέσουν σπουδαία και ωφελιμότατα πράγματα.
Εγώ, αν και απέχω πάρα πολύ από την ακρίβεια εκείνων, συνήθιζα να γράφω, αλλά όταν υπήρχε επείγουσα ανάγκη. Τώρα όμως μ' έκαναν διστακτικότερο και σ' αυτό εκείνοι που είδαν με φθονερά μάτια μερικά γραπτά μου, ζητώντας άπ' αυτά αφορμές να με βλάψουν. Αυτοί, σύμφωνα με τον Μέγα Διονύσιο, προκαταλαμβάνονται εμπαθώς από τα ψηφία και τις χωρίς νόημα γραμμές και από συλλαβές και λέξεις άγνωστες που δε φτάνουν στο νοερό μέρος της ψυχής τους. Κι είναι πράγματι παράλογο και κακό και ολότελα ανάρμοστο σ' εκείνους που θέλουν να νοούν τα θεία, το να μην προσέχουν στην έννοια του περιεχομένου, αλλά στις λέξεις. Εγώ γνωρίζω καλά πως δέχθηκα δικαίως τις κατηγορίες τους. Όχι ότι δεν έγραφα σύμφωνα με τους Πατέρες. Αυτό με τη χάρη του Χριστού το φύλαξα στα γραπτά μου· αλλά ότι έγραψα για πράγματα, για τα οποία δεν ήμουν άξιος και, παρόμοια με τον Οζά2, επιχείρησα με το λόγο να κρατήσω το όχημα της αλήθειας που κινδύνευε να ανατραπεί. Βέβαια, η τιμωρία που εγώ δέχθηκα από το Θεό δεν ήταν σε βαθμό οργής, αλλά παιδαγωγίας με μέτρο. Γι' αυτό και δεν παραχωρήθηκε να υπερισχύσουν εναντίον μου οι επιτιθέμενοι. Αλλά κι αυτό μάλλον οφείλεται στην αναξιότητά μου. Δεν ήμουν φαίνεται άξιος ούτε ικανός να πάθω τίποτε για χάρη της αλήθειας και να γίνω με χαρά συγκοινωνός των παθημάτων των Αγίων. Μήπως και ο Χρυσόστομος, που από αυτήν ακόμη τη ζωή ήταν ενωμένος με την Εκκλησία των πρωτοτόκων στους ουρανούς και που έγραφε λόγους για την ευσέβεια με εγκυρότητα, σαφήνεια και γλυκύτητα όσο κανείς, μήπως λοιπόν κι αυτός ο τόσο μέγας δεν αποκόπηκε από την Εκκλησία και δεν καταδικάστηκε σε εξορία, γιατί δήθεν έγραφε και φρονούσε την αίρεση του Ωριγένη; Και ο Πέτρος, ο κορυφαίος του κορυφαίου χορού των μαθητών του Κυρίου, λέει ότι οι τότε αμαθείς διαστρέβλωναν τα δυσνόητα σημεία των επιστολών του μεγάλου Παύλου, με αποτέλεσμα να οδηγούνται στην απώλεια3.
Εγώ δε, για τη μικρή ενόχληση που μου προξένησαν οι αντίπαλοι, αν και καταδικάστηκαν συνοδικώς, είχα σκοπό να πάψω τελείως να γράφω, αν εσύ τώρα, αγία Γερόντισσα, δεν το ζητούσες ακούραστα με παρακλητικά γράμματα και μηνύματα, έως ότου με έπεισες να καταπιαστώ πάλι με συμβουλευτικούς λόγους. Αν και εσύ δεν έχεις μεγάλη ανάγκη από συμβουλές, γιατί έχεις, με τη χάρη του Χριστού, μαζί με τη γεροντική ηλικία και το σεβασμό της συνέσεως, κι έχεις διαβάσει το νόμο των ιερών εντολών με πολυετή εφαρμογή, μοιράζοντας κατάλληλα τη ζωή σου στην υπακοή και στην ησυχία. Με αυτά λείανες την πλάκα της ψυχής σου και την έκανες κατάλληλη να χαραχθούν πάνω της τα θεϊκά γράμματα και να μη σβήσουν. Αλλά τέτοια είναι η ψυχή που κυριεύτηκε ολοκληρωτικά από τον πόθο της πνευματικής διδασκαλίας δεν την χορταίνει ποτέ. Γι' αυτό και η Σοφία του Θεού λέει για τον εαυτό της: Όσοι με τρώνε, θα πεινάσουν κι άλλο4. Και ο Κύριος που βάζει μέσα μας αυτόν τον πόθο, λέει για τη Μαρία που διάλεξε την αγαθή μερίδα, ότι δεν πρόκειται να της αφαιρεθεί5. Εσύ χρειάζεσαι επιπλέον τη διδασκαλία αυτή και για τις θυγατέρες του Μεγάλου Βασιλέως, τις μοναχές δηλαδή, που ζουν κάτω από την πνευματική σου παιδαγωγία, και μάλιστα για τη Σύνεση Στο πρωτότυπο κείμενο γράφει σύνεσιν. Μάλλον όμως πρόκειται για κύριο όνομα, δηλαδή όνομα Μονάχης, και μάλιστα συγγενούς της μοναχής Ξένης., την οποία ποθείς να δώσεις νύμφη από το γένος σου στο Χριστό, το χορηγό της αφθαρσίας.
Αυτόν μιμήθηκες κι εσύ˙ όπως δηλαδή Αυτός πήρε πραγματικά για χάρη μας τη δική μας μορφή, έτσι κι εσύ τώρα υποδύθηκες το πρόσωπο των αρχαρίων που έχουν ανάγκη από διδασκαλία. Γι' αυτό κι εγώ, αν και δεν έχω ευχέρεια στους λόγους, και ειδικά σε τέτοιους λόγους, αλλά για να κάνω υπακοή και να τηρήσω την εντολή Σ' όποιον σου ζητάει κάτι, να το δώσεις6, από ό,τι τώρα έχω, θα εκπληρώσω το χρέος της κατά Χριστόν αγάπης, για να δείξω την καλή πρόθεση μου.
Να ξέρεις λοιπόν, αγία Γερόντισσα, ή μάλλον άκουσε συ για να πληροφορηθούν οι νέες που διάλεξαν την κατά Θεόν ζωή, ότι υπάρχει και θάνατος της ψυχής, η οποία είναι φύσει αθάνατη. Έτσι λέει ο Θεολόγος, ο αγαπημένος μαθητής του Χριστού: Υπάρχει αμαρτία που επιφέρει θάνατο και άλλη που δεν επιφέρει7· εδώ εννοεί οπωσδήποτε το θάνατο της ψυχής. Και ο μέγας Παύλος λέει: Η κατά κόσμον λύπη προκαλεί θάνατο8· εννοεί φυσικά το θάνατο της ψυχής. Κι αλλού λέει: Ξύπνα εσύ που κοιμάσαι, αναστήσου από τους νεκρούς, κι ο Χριστός θα σε φωτίσει9. Από ποιους νεκρούς προστάζει να αναστηθεί; Οπωσδήποτε από εκείνους που νεκρώθηκαν από τις σαρκικές επιθυμίες, οι οποίες μάχονται κατά της ψυχής10. Γι' αυτό και ο Χριστός ονόμασε νεκρούς, εκείνους που ζουν στον μάταιο αυτόν κόσμο. Γιατί δεν έδωσε άδεια στο μαθητή που του ζήτησε να πάει να θάψει τον πατέρα του, αλλά τον διέταξε να Τον ακολουθεί, και να αφήσει τους νεκρούς να θάβουν τους νεκρούς τους. Νεκρούς εδώ ονόμασε ο Κύριος και τους ζωντανούς που είναι νεκρωμένοι στην ψυχή. Όπως δηλαδή ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα είναι θάνατος του σώματος, έτσι κι ο χωρισμός του Θεού από την ψυχή, είναι θάνατος της ψυχής. Κι ο πραγματικός θάνατος είναι αυτός, ο θάνατος της ψυχής. Αυτόν το θάνατο εννοούσε με την εντολή Του στον Παράδεισο ο Θεός, όταν έλεγε στον Αδάμ: Την ημέρα που θα φας από το απαγορευμένο δένδρο, θα δοκιμάσεις το θάνατο12. Τότε με την παράβαση θανατώθηκε η ψυχή του Αδάμ, καθώς χωρίστηκε από το Θεό, ενώ κατά το σώμα εξακολούθησε να ζει μέχρι την ηλικία των εννιακοσίων τριάντα ετών13. Αλλά ο θάνατος που επικράτησε στην ψυχή λόγω της παραβάσεως, όχι μονάχα αχρειώνει την ψυχή και κάνει τον άνθρωπο επικατάρατο, αλλά κάνει και το σώμα πολύμοχθο και πολύπαθες και φθαρτό και στο τέλος το παραδίνει στο θάνατο. Γιατί τότε, μετά τη νέκρωση δηλαδή του έσω ανθρώπου εξαιτίας της παραβάσεως, άκουσε ο χοϊκός Αδάμ ότι θα είναι καταραμένη η γη και θα το δείχνει στα διάφορα έργα σου˙ θα σου φυτρώνει αγκάθια και τριβόλια, και με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα τρως το ψωμί σου, ως την ώρα που θα επιστρέφεις στη γη, από την οποία σχηματίστηκες· γιατί γη είσαι, και στη γη θα γυρίσεις14. Στη μέλλουσα εκείνη νέα γέννηση μας, κατά την ανάσταση των δικαίων, θα αναστηθούν και τα σώματα των άνομων και αμαρτωλών, αλλά για να παραδοθούν στο δεύτερο θάνατο15, στην αιώνια κόλαση, στον ακοίμητο σκώληκα16, στο τρίξιμο των δοντιών, στο εξώτερο και ψηλαφητό σκοτάδι17, στη σκοτεινή και άσβεστη γέεννα του πυρός18, σύμφωνα με τον Προφήτη που λέει ότι οι άνομοι και οι αμαρτωλοί θα ρίχτουν μαζί σε φωτιά, που κανείς δε θα μπορεί να σβήσει19. Αυτό είναι ο δεύτερος θάνατος15, όπως μας δίδαξε ο Ιωάννης στην Αποκάλυψη. Άκουε ακόμη τι λέει και ο μέγας Παύλος: Αν ζείτε σαρκικά, σας περιμένει θάνατος· αν όμως νεκρώνετε με τη δύναμη του Πνεύματος τις αμαρτωλές τάσεις σας, θα ζήσετε20. Εδώ μιλά για τη ζωή και το θάνατο κατά τον μέλλοντα αιώνα˙ ζωή λέει την απόλαυση της αιώνιας βασιλείας και θάνατο την αιώνια κόλαση. Η παράβαση λοιπόν της εντολής του Θεού γίνεται πρόξενος κάθε θανάτου, και στην ψυχή και στο σώμα, και στην παρούσα ζωή και σ' εκείνη την ατελεύτητη κόλαση. Αυτός είναι ο καθεαυτού θάνατος, να διαζευχθεί η ψυχή τη θεία χάρη και να συζευχθεί την αμαρτία. Αυτός ο θάνατος είναι για τους συνετούς ο πράγματι φρικτός και αποκρουστικός. Αυτός είναι, σ' εκείνους που ξέρουν να εκτιμούν τα πράγματα, πιο φρικτός κι από την τιμωρία στη γέεννα. Κι αυτόν ας αποφύγομε κι εμείς με όλη μας τη δύναμη. Ας πετάξομε και ας παραμερίσομε και ας απαρνηθούμε τα πάντα, κατά τις σχέσεις και τις πράξεις και τα θελήματα, οσα μας απομακρύνουν και μας χωρίζουν από το Θεό και συγκροτούν αυτόν το θάνατο. Γιατί εκείνος που φοβήθηκε αυτόν το θάνατο και φυλάχθηκε άπ' αυτόν, δε θα φοβηθεί το θάνατο του σώματος όταν έρθει, αφού θα έχει μέσα του ένοικο την αληθινή ζωή, η οποία με το σωματικό θάνατο γίνεται πια αναφαίρετη.
Όπως λοιπόν ο θάνατος της ψυχής είναι ο κυρίως θάνατος, έτσι και η ζωή της ψυχής είναι η κυρίως ζωή. Ζωή της ψυχής είναι η ένωση με το Θεό, όπως ακριβώς ζωή του σώματος είναι η ένωση με την ψυχή. Και όπως με την παράβαση της εντολής η ψυχή χωρίστηκε από το Θεό και θανατώθηκε, έτσι με την υπακοή στην εντολή ενώνεται πάλι με το Θεό και ζωοποιείται. Γι' αυτό λέει ο Κύριος στα Ευαγγέλια: Τα λόγια που λέω εγώ, είναι πνεύμα και είναι ζωή21. Το ίδιο έλεγε στον Κύριο και ο Πέτρος, που το έμαθε από την πείρα: Έχεις λόγια της αιώνιας ζωής22. Τα λόγια όμως αυτά οδηγούν στην αιώνια ζωή όσους υπακούνε, ενώ για όσους παρακούνε, αυτή η εντολή της ζωής γίνεται αιτία θανάτου23. Έτσι και οι Απόστολοι, ενώ ήταν ευωδιά Χριστού, για άλλους ήταν οσμή θανάτου που δίνει θάνατο, ενώ για άλλους οσμή ζωής που δίνει ζωή24. Η ζωή πάλι αυτή, δεν είναι ζωή μόνο της ψυχής, αλλά και του σώματος, αφού με την ανάσταση το αθανατίζει κι αυτό. Και δε λυτρώνει το σώμα μονάχα από τη θνητότητα, αλλά κι από το θάνατο που ποτέ δε λήγει, δηλαδή τη μέλλουσα εκείνη κόλαση, χαρίζοντας και σ' αυτό την αιώνια εν Χριστώ ζωή, τη δίχως πόνο, δίχως νόσους, δίχως λύπη, την πράγματι αθάνατη. Όπως στο θάνατο της ψυχής, δηλαδή στην παράβαση και την αμαρτία, επακολούθησε ο θάνατος του σώματος και η διάλυση του σε γη και η μετατροπή του σε χώμα, και στο σωματικό θάνατο επακολούθησε η καταδίκη της ψυχής στον άδη, έτσι στην ανάσταση της Ψυχής η οποία είναι η επιστροφή στο Θεό με την υπακοή στις θείες εντολές, θα ακολουθήσει υστέρα η ανάσταση του σώματος που θα ενωθεί πάλι με την ψυχή. Και στην ανάσταση αυτή θα ακολουθήσει η πραγματική αφθαρσία και η αιώνια ζωή με το Θεό όσων την αξιωθούν, αφού από σαρκικοί θα γίνουν πνευματικοί και θα ζουν στον ουρανό σαν άγγελοι, όπως λέει ο Απόστολος: Θα μας αρπάξουν τα σύννεφα για να υποδεχτούμε στον αέρα τον Κύριο που θα έρχεται, κι έτσι θα είμαστε πάντοτε μαζί με τον Κύριο25. Όπως δηλαδή ο Υιός του Θεού, που έγινε άνθρωπος από φιλανθρωπία, πέθανε σωματικά και χωρίστηκε η ψυχή Του από το σώμα, αλλά δε χωρίστηκε από αυτό η θεότητά Του -γι' αυτό και αφού ανάστησε το σώμα Του, το πήρε μαζί Του στον ουρανό με δόξα-, έτσι κι εκείνοι που έζησαν εδώ σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Καθώς δηλαδή, όταν αποχωρίζονται το σώμα τους, δε χωρίζονται από το Θεό, στην ανάσταση θα πάρουν μαζί και το σώμα τους κοντά στο Θεό, εισερχόμενοι με ανέκφραστη χαρά εκεί όπου εισήλθε ως πρόδρομος για χάρη μας ο Ίησους26, για να απολαμβάνουν μαζί Του τη δόξα που μέλλει να φανερωθεί27. Και δε θα μετάσχουν μονάχα στην ανάσταση Του, αλλά και στην ανάληψή Του και σε όλη τη θεόμορφη ζωή Του. Δε θα γίνει όμως το ίδιο και μ' εκείνους που έζησαν εδώ σαρκικά και στην ώρα του θανάτου βρέθηκαν να μην έχουν καμία κοινωνία με το Θεό. Γιατί, αν και όλοι θ' αναστηθούν, αλλά ο καθένας στην ανάλογη τάξη, όπως λέει ο Απόστολος28. Εκείνος που θανάτωσε εδώ με τη δύναμη του Πνεύματος τις πράξεις του σώματος29, θα ζήσει εκεί τη θεϊκή και αιώνια ζωή μαζί με το Χριστό. Ενώ εκείνος που με τις σαρκικές επιθυμίες και τα πάθη θανάτωσε εδώ το πνεύμα του, εκεί -αλλοίμονο- θα καταδικαστεί μαζί με το διάβολο, το δημιουργό και πρόξενο της κακίας, και θα παραδοθεί στην αβάσταχτη και ασύλληπτη από το νου κόλαση, πράγμα που είναι ο δεύτερος θάνατος30, ο μόνιμος.
Που έλαβε αρχή ο πραγματικός θάνατος που προξένησε και στην ψυχή και στο σώμα τόσο τον πρόσκαιρο, όσο και τον αιώνιο θάνατο; Όχι στον τόπο της ζωής; Γι' αυτό και ευθύς αμέσως -αλλοίμονο- ο άνθρωπος καταδικάστηκε σε εξορία από τον Παράδεισο του Θεού, γιατί έκανε τη ζωή του θανατηφόρο και ακατάλληλη για το θείο Παράδεισο. Ώστε και η αληθινή ζωή, η οποία και στην ψυχή και στο σώμα προξενεί την αθάνατη και αληθινή ζωή, θα λάβει την αρχή της εδώ, στον τόπο του θανάτου˙ κι οποίος δε σπεύδει να την κάνει εδώ κτήμα της ψυχής του, ας μην ξεγελά τον εαυτό του με κούφιες ελπίδες ότι θα τη λάβει εκεί. Ούτε να ελπίζει ότι θα λάβει τη φιλανθρωπία του Θεού εκείνη την ώρα˙ γιατί τότε είναι καιρός ανταποδόσεως και έκδικήσεως31 και όχι συμπάθειας και φιλανθρωπίας. Τότε είναι καιρός φανερώσεως θυμού και οργής και δικαιοκρισίας του Θεου32, καιρός που θα φανεί το δυνατό θείο χέρι να κινείται για να κολάσει τους απειθείς. Αλλοίμονο σ' αυτόν που θα πέσει στα χέρια του αληθινού Θεου33, αλλοίμονο σ' αυτόν που θα δοκιμάσει εκείτο θυμό του Κυρίου και δεν έχει γνωρίσει από εδώ, μέσω του θείου φόβου, τη δύναμη της οργής Του και δεν προεξασφάλισε με τα έργα του τη φιλανθρωπία του Θεού, χρησιμοποιώντας όπως πρέπει τον τωρινό καιρό. Γι' αυτό πράγματι μας παραχώρησε και τη ζωή αυτή ο Θεός, δίνοντας μας τόπο μετάνοιας. Γιατί αν δεν ήταν έτσι, ευθύς με μία αμαρτία του ο άνθρωπος θα έχανε και τη ζωή του αυτή· τι όφελος θα είχε πια από αυτήν; Γι' αυτό και η απελπισία δεν έχει καμία θέση ανάμεσα στους ανθρώπους, αν και ο πονηρός με διάφορους τρόπους την υποβάλλει, όχι μόνον σ' εκείνους που ζουν με αδιαφορία, αλλά κάποτε και στους αγωνιστές. Επειδή δηλαδή ο καιρός της ζωής είναι καιρός για μετάνοια, αυτό το να εξακολουθεί να ζει ο αμαρτωλός, είναι εγγύηση για όποιον επιθυμεί την επιστροφή του, ότι ο Θεός τον δέχεται. Κι αυτό, γιατί με την εδώ ζωή συνυπάρχει πάντοτε το αυτεξούσιο. Και είναι υπόθεση του αυτεξουσίου να προτιμήσει η ν' αποφύγει το δρόμο της ζωής και του θανάτου, που προείπαμε' γιατί έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει όποιο θέλει. Που λοιπόν να βρει θέση η απελπισία, αφού πάντοτε και όλοι μπορούν όταν θέλουν να αποκτήσουν την αιώνια ζωή;
Αλλά βλέπεις το μέγεθος της φιλανθρωπίας του Θεού; Όταν απειθήσομε, δε μας επιβάλλει από την αρχή τη δίκαιη τιμωρία Του, αλλά μακροθυμεί και μας δίνει καιρό επιστροφής. Στον καιρό αυτό της μακροθυμίας Του, μας δίνει εξουσία, αν θελήσομε, να γίνομε παιδιά Του. Τι λέω, να γίνομε παιδιά Του; Να ενωθούμε με Αυτόν και να γίνομε ένα πνεύμα μαζί Του. Αλλά και στον καιρό αυτό της μακροθυμίας, αν εμείς βαδίσομε τον αντίθετο δρόμο και αγαπήσομε το θάνατο περισσότερο από την αληθινή ζωή, Αυτός δε μας αφαιρεί την εξουσία που μας έδωσε. Κι όχι μονάχα δεν την αφαιρεί, αλλά και μας ξανακαλεί κοντά Του και ψάχνει παντού ζητώντας μας για να μας επιστρέψει στα έργα της ζωής, όπως στην παραβολή του αμπελώνα34, από το πρωί μέχρι και το βράδυ της ζωής αυτής.
Αλλά ποιος είναι εκείνος που καλεί και μας παίρνει εργάτες με μισθό; Είναι ο Πατέρας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο Θεός που μας δίνει κάθε ενίσχυση35. Και ποια είναι η άμπελος, όπου μας καλεί για εργασία; Είναι ο Υιός του Θεού, που είπε: Εγώ είμαι η άμπελος36. Γιατί κανείς δεν μπορεί να πάει στο Χριστό, όπως είπε ο ίδιος στα Ευαγγέλια, αν δεν τον ελκύσει ο Πατέρας37. Και ποιοι είναι τα κλήματα; Εμείς. Άκουσε πάλι τι λέει ο Ίδιος: Εσείς είστε τα κλήματα και ο Πατέρας μου είναι ο γεωργός38. Ο Πατέρας λοιπόν συμφιλιώνοντας μας με τον εαυτό Του μέσω του Υιού και μη λογαριάζοντας τα αμαρτήματα μας39, μας καλεί όχι ως προσκολλημένους στα άτοπα έργα, αλλά σαν αργούς. 'Αν και η αργία είναι κι αυτή αμαρτία, αφού θα δώσομε λόγο και για αργό λόγο40. Αλλά όπως είπα, ο Θεός, παραβλέποντας τις προηγούμενες αμαρτίες μας, πάλι και πάλι μας προσκαλεί. Και μας καλεί για να κάνομε τι; Για να εργαστούμε στον αμπελώνα, που θα πείνα εργαστούμε για τα κλήματα, δηλαδή για μας τους ίδιους. Κι έπειτα, ω η ακατάληπτη φιλανθρωπία του Θεού, και μισθό μας υπόσχεται και μας δίνει, αν και εργαζόμαστε για τους εαυτούς μας! Ελάτε, λέει, πάρετε ζωή αιώνια που την παρέχω πλουσιοπάροχα. Και σαν να σας οφείλω ο Ίδιος, θα σας καταβάλω μισθό για τον κόπο της οδοιπορίας και για το ότι θελήσατε μονάχα να τη λάβετε από μένα. Ποιος δεν οφείλει λύτρα στο Λυτρωτή του από το θάνατο; Ποιος δεν ευγνωμονεί το Δωρητή της ζωής; Ο Κύριος όμως επιπλέον υπόσχεται και να προκαταβάλει μισθό, και μάλιστα μισθό ανείπωτο. Το λέει ο ίδιος: Εγώ ήρθα για να έχουν ζωή και για να έχουν περίσσεια41. Ποια είναι η περίσσεια; Όχι μόνο ό'τι θα είναι μαζί Του και θα ζουν μαζί, αλλά και ότι θα τους κάνει και αδελφούς Του και συγκληρονόμους.
Αυτή λοιπόν η περίσσεια, όπως ταιριάζει, είναι ο μισθός που δίνεται σ' εκείνους που έτρεξαν με προθυμία στη ζωοποιό Άμπελο και έγιναν κλήματα Της και κοπίασαν για χάρη του εαυτού τους και καλλιέργησαν για τους εαυτούς των. Και τι έκαναν; Πρώτα-πρώτα περιέκοψαν όλα τα περιττά που δε συντελούσαν στο σκοπό τους, αλλά αντιθέτως αποτελούσαν εμπόδιο στο να δώσουν καρπούς άξιους για τη θεϊκή αποθήκη. Ποια είναι αυτά; Ο πλούτος, η ηδυπάθεια, η μάταιη δόξα, όλα όσα ρέουν και παρέρχονται, κάθε πάθος ψυχής και σώματος βδελυρό και πονηρό, όλος ο συρφετός των επηρμένων λογισμών της διάνοιας, κάθε άκουσμα και θέαμα και κάθε λόγος που μπορεί να βλάψει την ψυχή. Γιατί αν κανείς δε φροντίζει με όλη του την επιμέλεια αυτά να τα κόβει και να καθαρίζει τα βλαστήματα της καρδιάς του, δε θα δώσει ποτέ καρπό για την αιώνια ζωή42.
Είναι βέβαια δυνατό και στους έγγαμους να επιδιώξουν αυτήν την καθαρότητα, αλλά με πολύ μεγάλη δυσκολία. Γι' αυτό και όλοι όσοι από τη νεότητα τους ελεήθηκαν από το Θεό κι έστρεφαν τα διαπεραστικά μάτια της διάνοιας τους προς την αιώνια ζωή κι έγιναν εραστές των αγαθών της, αποφεύγουν το γάμο, και καλά κάνουν, αφού όταν αναστηθούν οι νεκροί, όπως είπε ο Κύριος, δε θα υπάρχει γι' αυτούς θέμα γάμου, αλλά θα είναι όπως οι άγγελοι του Θεου43. Όποιος λοιπόν θέλει να είναι τότε σαν άγγελος του Θεού, κάνει εδώ τον εαυτό του ανώτερο από τη σαρκική ένωση, όπως θα είναι οι συμμέτοχοι της αναστάσεως εκείνης . Άλλωστε και η αφορμή της αμαρτίας από τη σύζυγο βρήκε λαβή στην αρχή. Πρέπει λοιπόν να παραιτηθούν από το γάμο, όσοι θέλουν να μη δώσουν οι ίδιοι ποτέ καμία λαβή στον πονηρό. Αν το ίδιο το σώμα που έχομε είναι ατίθασο και δύσκολα ανακαλείται στην αρετή, ή μάλλον είναι και έμφυτα αντίθετο, τι άραγε θα πάθομε και πόσο θα αυξήσομε τη δυσχέρεια μας για την αρετή, όταν συνδεθούμε με πολλά και διάφορα σώματα; Πως θα αποκτήσει την ελευθερία για την οποία αγωνίζεται, εκείνη που έδεσε τον εαυτό της με φυσικούς δεσμούς προς τον άντρα και τα παιδιά κι όλους τους συγγενείς; Πως θα προσευχηθεί αμέριμνα στον Κύριο εκείνη που ανέλαβε τόσες φροντίδες; Πως θ' απαλλαγεί από θορύβους εκείνη που είναι ανάμεσα σε τόσα πλήθη;
Γι' αυτό λοιπόν η πραγματική παρθένος που έχει μοιάσει με τον Παρθένο Υιό της Παρθένου, το Νυμφίο των ψυχών που έζησαν όπως πρέπει με παρθενία, όχι μόνον τη σαρκική συζυγία, αλλά και την κοσμική συντροφιά αποφεύγει, και απαρνείται όλους τους συγγενείς, ώστε να μπορεί με παρρησία να λέει όπως ο Πέτρος στο Χριστό: Εμείς αφήσαμε τα πάντα και σ' ακολουθήσαμε45. Όταν η επίγεια νύμφη αφήνει πατέρα και μητέρα για χάρη νυμφίου φθαρτου, και προσκολλάται σ' αυτόν, κατά τη Γραφή46, τι το παράδοξο κάνει η παρθένος αν αφήσει τους γονείς της και προσκολληθεί στον ύ-περκόσμιο Νυμφίο και στο νυμφώνα Του; Πως επιτρέπεται να έχει συγγενείς πάνω στη γη, εκείνη που έχει το πολίτευμα της στους ουρανούς47; Πως εκείνη που δεν είναι τέκνο σάρκας, αλλά του Πνεύματος, θα έχει σαρκικό πατέρα η μητέρα η τους εξ αίματος συγγενείς; Πως εκείνη που απαρνήθηκε το σώμα της και πάντοτε κατά το δυνατόν το απαρνείται, αφού απέρριψε τον κατά σάρκα βίο, θα έχει οποιαδήποτε σχέση με ξένα σώματα; Αν η ομοιότητα, όπως λένε, δημιουργεί αγάπη, και το κάθε τι έλκεται από το όμοιό του, θα εξομοιωθεί με τα αγαπώμενα η παρθένος και θα περιπέσει πάλι στην αρρώστια της φιλοκοσμίας; Η φιλία του κόσμου είναι έχθρα προς το Θεό48, όπως λέει ο Παύλος, ο νυμφαγωγός του πνευματικού νυμφώνα. Έτσι λοιπόν η παρθένος κινδυνεύει όχι μόνο να διαζευχθεί τον υπερκόσμιο Νυμφίο, αλλά να φτάσει και σε έχθρα με Αυτόν.
Και μην απορήσεις, μήτε να στενοχωρηθείς βλέποντας ότι στη Γραφή δε διατυπώνεται μομφή κατά των εγγάμων γυναικών που μεριμνούν για κοσμικά πράγματα κι όχι για ο,τι άφορα στον Κύριο , ενώ σ' εκείνες που υποσχέθηκαν παρθενία στο Θεό, έχει απαγορευθεί ακόμη και να πλησιάζουν τα του κόσμου και δεν επιτρέπεται καθόλου να ζουν με άνεση. Αν και ο Παύλος λέει και στους έγγαμους: Ο καιρός που απομένει είναι περιορισμένος, έτσι ώστε και όσοι έχουν γυναίκες ας ζουν σαν να μην έχουν, και όσοι ασχολούνται με τον κόσμο, σαν να μην ασχολούνται καθόλου50· πράγμα που εγώ νομίζω πιο δυσκολοκατόρθωτο από τον αγώνα της παρθενίας. Γιατί η πείρα αποδεικνύει και τη νηστεία πιο εύκολη από την εγκράτεια στα φαγητά και ποτά. Και θα έλεγε κανείς, δίκαια και αληθινά: αν κάποιος δεν ενδιαφέρεται να σωθεί, εμείς δεν έχομε να του πούμε τίποτε˙ αν όμως μέριμνα του είναι η σωτηρία του, αυτός ας γνωρίζει ότι ο παρθενικός βίος είναι πολύ πιο ωφέλιμος και πιο άκοπος από τον έγγαμο.
Αλλ' ας τ' αφήσομε αυτά. Εσύ τώρα παρθένε, νύμφη του Χριστού, κλήμα της αμπέλου της ζωής, αναλογίσου εκείνο που είπα παραπάνω. Λέει δηλαδή ο Κύριος: Εγώ είμαι η άμπελος κι εσείς τα κλήματα. Ο Πατέρας μου είναι ο γεωργός και καθαρίζει κάθε κλήμα που δίνει καρπό, για να δώσει περισσότερο51. Αύτη λοιπόν την επιμέλεια του Θεού για σένα, θεώρησε την απόδειξη της καρποφορίας της παρθενίας σου και της αγάπης του Νυμφίου προς εσένα. Και να χαίρεσαι περισσότερο και να φιλοτιμείσαι να Του αντιπροσφέρεις την ευπείθειά σου. Εξάλλου και ο χρυσός που έχει στη μάζα του λίγο χαλκό, λέγεται κίβδηλος, ενώ ο χαλκός όταν επιχρυσωθεί με ελάχιστη ποσότητα χρυσού γίνεται πιο λαμπρός άπ' ό,τι είναι και πιο στιλπνός. Έτσι λοιπόν, παρθένε, το να ποθούν οι έγγαμες εσένα και τη ζωή σου, είναι γι' αυτές δόξα, ενώ σ' εσένα προξενεί ατιμία να ποθείς εκείνες. Γιατί ο πόθος αυτός σε ξαναγυρίζει στον κόσμο, από το ένα μέρος γιατί θα έχεις σχέση και θα ζεις μαζί μ' εκείνους που ζουν στον κόσμο, εσύ που πέθανες για τον κόσμο, κι από το άλλο γιατί, μένοντας κοντά τους, θα θέλεις κι εσύ εκείνα που θέλουν κι αυτοί για τον εαυτό τους και για τους συγγενείς τους, δηλαδή αφθονία όλων των βιοτικών αγαθών, πλούτο, κοινωνική επιφάνεια, δόξα και τη χαρά για όλα αυτά. Κι έτσι θα καταντήσεις να ξεπέσεις από το θέλημα του Νυμφίου, αφού Εκείνος όλα αυτά τα ελεεινολογεί σφόδρα στα Ευαγγέλια λέγοντας: Αλλοίμονο σ' εσάς τους πλούσιους, αλλοίμονο σ' εσάς που γελάτε, αλλοίμονο σ' εσάς που είστε χορτάτοι, αλλοίμονο όταν όλοι οι άνθρωποι σάς επαινούν52. Γιατί λοιπόν τους ελεεινολογεί αυτούς; Όχι γιατί είναι νεκρωμένοι στην ψυχή; Ποια συγγένεια έχει λοιπόν η νύμφη της ζωής με τους νεκρούς; Ποια σχέση μπορεί να έχει μ' εκείνους που βαδίζουν τον αντίθετο δρόμο; Γιατί ο δρόμος που αυτοί βαδίζουν είναι πλατύς και ευρύχωρος53· κι αν δε συγκρατήσουν τους εαυτούς των αναμιγνύοντας στη ζωή τους κάτι από τη δική σου, θα φτάσουν στην τέλεια απώλεια. Ενώ εσύ μπαίνεις από τη στενή και γεμάτη δυσκολίες πύλη και οδό προς την αιώνια ζωή. Κι από τη στενή πύλη και οδό δεν μπορεί να περάσει κανείς κουβαλώντας ο'γκο δόξας, σωρό ηδονών, φορτίο χρημάτων και κτημάτων.
Ακούγοντας όμως ότι είναι πλατύς εκείνος ο δρόμος του βίου, μην τον νομίσεις ότι είναι και χωρίς λύπες· στην πραγματικότητα είναι γεμάτος από πολλές και βαριές συμφορές. Αλλά ο Κύριος τον ονομάζει πλατύ και ευρύχωρο, επειδή είναι πολλοί εκείνοι που περνούν άπ' αυτόν53 και σηκώνει ο καθένας μεγάλο σωρό φθαρτής ύλης. Ενώ ο δικός σου δρόμος, παρθένε, είναι στενός, δε χωράει να περάσουν δύο μαζί. Γι' αυτό και πολλές που ήταν πρώτα έγγαμες, όταν έμειναν χήρες αρνήθηκαν τον κόσμο, ζηλεύοντας την υπερκόσμια ζωή σου, και διάλεξαν να βαδίσουν το δικό σου δρόμο για να συμμετάσχουν και στα στεφάνια. Αυτές τις χήρες παραγγέλλει ο Παύλος να τις τιμούμε, γιατί επιμένουν καρτερικά στις δεήσεις και τις προσευχές, με την ελπίδα τους στο Θεό54. Κι αν υπάρχει και στην παρθενική ζωή κάτι λυπηρό, αλλά και αυτό επισύρει τη θεία παρηγοριά και μας χαρίζει τη βασιλεία των ουρανών και προξενεί τη σωτηρία μας. Ενώ της κοσμικής ζωής και τα τερπνά και τα λυπηρά είναι θανατηφόρα. Όπως λέει και ο Απόστολος: Η κατά κόσμον λύπη προκαλεί θάνατο, ενώ η κατά Θεόν λύπη προξενεί μετάνοια που καταλήγει σε αναφαίρετη σωτηρία55.
Γι' αυτό και ο Κύριος μακαρίζει όσα είναι αντίθετα στα καλά του κόσμου, λέγοντας: Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, γιατί δική τους είναι η βασιλεία των ουρανών56. Γιατί, λέγοντας μακάριοι οι πτωχοί, πρόσθεσε τω πνεύματι; Για να δείξει ότι μακαρίζει και αποδέχεται τη μετριοφροσύνη της ψυχής. Και γιατί δεν είπε μακάριοι οι πτωχοί το πνεύμα -αφού και έτσι θα δηλωνόταν η μετριοφροσύνη-, αλλά είπε μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι; Για να μας δείξει ότι και η σωματική φτώχεια είναι άξια μακαρισμού και προξενεί την ουράνια βασιλεία, αλλά όταν ασκείται από ταπείνωση της ψυχής και είναι ενωμένη μαζί της και ξεκινά από αυτήν. Μακαρίζοντας δηλαδή τους πτωχούς τω πνεύματι, υπέδειξε με θαυμαστό τρόπο, ποιο είναι σαν να λέμε ρίζα, η οποία προξενεί τη φτώχεια που παρατηρείται στους Αγίους, ότι δηλαδή είναι το πνεύμα τους. Αφού δηλαδή αυτό εγκολπωθεί τη χάρη του ευαγγελικού κηρύγματος, αναβλύζει από μέσα του πηγή φτώχειας που ποτίζει όλο το πρόσωπο της γής57 μας, δηλαδή τον εξωτερικό άνθρωπο, και τον κάνει παράδεισο αρετών. Αυτού του είδους η φτώχεια μακαρίζεται από το Θεό.
Δίνοντας λοιπόν ο Κύριος στους ανθρώπους αυτόν το συνοπτικό λόγο, κατά τον Προφήτη58, έδειξε την αιτία της θεληματικής και πολύμορφης φτώχειας, και αφού την έδειξε και τη μακάρισε, περιέλαβε σ' αυτήν τα αποτελέσματα της που είναι πολλά, μιλώντας με λίγα λόγια για όλα. Μπορεί δηλαδή να είναι κανείς ακτήμων, λιτοδίαιτος, εγκρατής και μάλιστα θεληματικά, αλλά για να δοξάζεται από τους ανθρώπους. Αυτός λοιπόν δεν είναι πτωχός τω πνεύματι. Γιατί η υποκρισία γεννιέται από την οίηση, και η οίηση είναι αντίθετη της πτώχειας εν πνεύματι. Ενώ εκείνος που έχει το πνεύμα του συντετριμμένο, μετρημένο και ταπεινό, είναι αδύνατο να μη χαίρεται και στην εξωτερική του φτώχεια και ταπείνωση· και τούτο γιατί θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο για τη δόξα, την καλοπέραση, την αφθονία και όλα αυτά. Και αυτός είναι ο φτωχός που μακαρίζεται από το Θεό, οποίος δηλαδή νομίζει ανάξιο τον εαυτό του γι' αυτά τα αγαθά. Και αυτός είναι ο αληθινά φτωχός, οποίος δε βιώνει το μισό μόνο περιεχόμενο του ονόματος φτωχός . Γι' αυτό και ο θειος Λουκάς είπε μακάριοι οι πτωχοί , χωρίς να προσθέσει τω πνεύματι. Και αυτοί είναι όσοι άκουσαν και ακολούθησαν και έγιναν όμοιοι με τον Υιό του Θεού που λέει: Μάθετε από μένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά, και θα βρείτε ανάπαυση στις ψυχές σας60, γι' αυτό και η βασιλεία του Θεού τους ανήκει. Γιατί είναι συγκληρονόμοι του Χριστού61.
Επειδή η ψυχή διακρίνεται σε τρεις δυνάμεις κι αποτελείται από τρία μέρη, το λογιστικό, το θυμικό και το επιθυμητικό, και είναι άρρωστη και στα τρία, ο Χριστός, θέλοντας να τη θεραπεύσει, άρχισε εύλογα τη θεραπεία από το τελευταίο, την επιθυμία. Υλικό που εξάπτει το θυμικό είναι η επιθυμία που δεν ικανοποιείται, κι ο μετεωρισμός της διάνοιας προέρχεται από το ότι και τα δύο αυτά νοσούν. Και δεν μπορεί ποτέ να θεραπευτεί ούτε το θυμικό, αν δε θεραπευτεί πρωτύτερα η επιθυμία, ούτε το λογιστικό, αν δε θεραπευτούν προηγουμένως τα άλλα δύο. Πρώτο κακό γέννημα του επιθυμητικού, αν εξετάσεις, θα βρεις πως είναι η φιλοκτημοσύνη. Δεν είναι υπαίτιες οι επιθυμίες που συντελούν στη ζωή του ανθρώπου, γι' αυτό και μας συνοδεύουν από την πολύ μικρή ηλικία. Ενώ η φιλαργυρία αναφύεται υστέρα από λίγο, όταν ακόμη είμαστε παιδιά. Από αυτό φαίνεται ότι η φιλαργυρία δεν έχει την αρχή της στη φύση, αλλά στην προαίρεση. Και δίκαια ο θεσπέσιος Παύλος την ονόμασε ρίζα όλων των κακών62. Γιατί η φιλαργυρία γεννά πολλά κακά˙ ανελεημοσύνες, απάτες, άρπαγες, κλοπές, και γενικά κάθε είδος πλεονεξίας, την οποία ο ίδιος Παύλος ονόμασε δεύτερη ειδωλολατρία63. Ακόμη σε όσα κακά δε φυτρώνουν από αύτη, σε όλα σχεδόν προμηθεύει τα υλικά της υπάρξεως τους. Kι αυτά είναι όσα πάθη γεννιούνται από τη φιλοϋλία της ψυχής που δεν έχει προθυμία για αγαθοεργία.
Από τα πάθη που γεννιούνται από την προαίρεση μας, ελευθερωνόμαστε ευκολότερα, παρά από τα πάθη που έχουν την αρχή τους στη φύση. Τα πάθη της φιλαργυρίας τα κάνει ν' αποβάλλονται δύσκολα η απιστία στην πρόνοια του Θεού. Γιατί εκείνος που δεν πιστεύει σ' αυτή, στηρίζεται στα χρήματα. Και ενώ ακούει τον Κύριο που λέει ότι ευκολότερο είναι να περάσει η καμήλα από την τρύπα της βελόνας, παρά ο πλούσιος στη βασιλεία των ουρανών64, αυτός δε λογαριάζει για τίποτε τη βασιλεία, και μάλιστα βασιλεία ουράνια και αιώνια, αλλά ποθεί πλούτο, γήινο και προσωρινό. Ποθεί πλούτο, ο οποίος κι όταν δεν αποκτηθεί, και μόνον που ποθείται προξενεί τεράστια ζημία. Γιατί, όπως λέει ο Παύλος, όσοι επιθυμούν να πλουτίσουν, πέφτουν σε πειρασμούς και παγίδες του διαβόλου65. Αλλά και όταν έρθει ο πλούτος, δείχνει ότι δεν είναι τίποτε, αφού οι ιδιοκτήτες του εξακολουθούν να τον διψούν σαν να μην τον έχουν λάβει και δε διδάχτηκαν μήτε από την πείρα τους. Και δεν προέρχεται από την ανέχεια ο ολέθριος αυτός έρωτας· μάλλον εκείνη προέρχεται από αυτόν, κι αυτός προέρχεται από την αφροσύνη, από την οποία πολύ δίκαια ονόμασε ο Κύριος άφρονα εκείνον που θα χαλούσε τις αποθήκες του για να κτίσει μεγαλύτερες66.
Πως δηλαδή δεν είναι άφρων εκείνος ο οποίος για πράγματα που δεν μπορούν να ωφελήσουν σε τίποτε (αφού σε κανέναν δε δίνουν ζωή τα υπάρχοντα του, όσο περίσσια κι αν είναι67) προδίδει τα ωφελιμότερα; Και δεν είναι ούτε σοφός πραγματευτής, ώστε να διαθέτει όσο μπορεί κι αυτά τα αναγκαία, για να αυξάνει το κεφάλαιο του πραγματικά πολύ επικερδούς πνευματικού εμπορίου και της πολύ αποδοτικής πνευματικής γεωργίας. Η γεωργία αυτή, και πριν ακόμη φτάσει ο καιρός του θερισμού, εκατονταπλασιάζει το σπόρο που ξοδεύτηκε, σαν να προδιαγράφει το μελλοντικό κέρδος και τη συγκομιδή όταν έρθει ο καιρός, που θα είναι ανέκφραστα και αφάνταστα. Και το παράδοξο είναι ότι αυτό ισχύει τόσο περισσότερο, όσο από φτωχότερες αποθήκες βγαίνει ο σπόρος. Επομένως, ούτε για αγαθοεργία δεν απομένει πρόφαση στους ανθρώπους να επιθυμούν τον πλούτο. Στην πραγματικότητα φοβούνται τη φτώχεια, μη πιστεύοντας σ' Εκείνον, που υποσχέθηκε ότι θα δώσει όλα τα αναγκαία σ' εκείνους που ζητούν τη βασιλεία του Θεού68. Και με τη σκέψη μόνο αυτή σαν αφορμή, ακόμη κι αν τα έχουν όλα, δεν ελευθερώνονται ποτέ από τη νοσηρή και ολέθρια αυτή επιθυμία, αλλά μαζεύοντας πάντοτε, φορτώνουν τον εαυτό τους άχρηστο φορτίο, ή μάλλον του κατασκευάζουν παράδοξο τάφο, ενώ είναι ακόμη ζωντανοί. Γιατί οι νεκροί θάβονται στο κοινό χώμα, ενώ ο νους του ζωντανού φιλάργυρου θάβεται στο χρυσάφι που κι αυτό είναι χώμα. Κι αυτός ο τάφος είναι πιο βρωμερός από τον άλλο, για όσους έχουν υγιείς τις πνευματικές αισθήσεις. Και τόσο πιο βρωμερός είναι, όσο με περισσότερο χρυσό τον έχει σκεπάσει. Γιατί η δυσωδία της πληγής των αθλίων θαμμένων διαπερνά το πάχος αυτού του τάφου και φτάνει μέχρι τον ουρανό, στους Αγγέλους του Θεού και στο Θεό. Από αυτό γίνονται σιχαμεροί και πράγματι άξιοι αποστροφής, γιατί -κατά τον Δαβίδ- βρώμησαν εξαιτίας της αφροσύνης τους69.
Από το βρωμερό και νεκροποιό αυτό πάθος απαλλάσσει τους ανθρώπους η θεληματική και χωρίς ανθρωπαρέσκεια ακτημοσύνη, η οποία ταυτίζεται με την εν πνεύματι πτωχεία που μακάρισε ο Κύριος. Ο μοναχός που έχει αυτό το πάθος, είναι αδύνατο να ζήσει σε υποταγή. Κι αν εξακολουθεί να το καλλιεργεί όσο μπορεί, υπάρχει μεγάλος φόβος να υποστεί ανεπανόρθωτες σωματικές συμφορές. Ο Γιεζή από την Παλαιά Διαθήκη και ο Ιούδας από την Καινή Διαθήκη είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα. Ο πρώτος έβγαλε λέπρα70, σαν δείγμα της αθεράπευτης ψυχής του, ενώ ο άλλος κρεμάστηκε στον αγρό του αίματος, και αφού έπεσε από την αγχόνη, σχίστηκε η κοιλιά του και χύθηκαν τα σπλάχνα του71. Αν τώρα η απάρνηση των εγκόσμιων προηγείται από την υποταγή, πως θα γίνει το δεύτερο πριν πραγματοποιηθεί το πρώτο; Κι αν στοιχειώδης αρχή της μοναχικής ζωής είναι η απάρνηση των εγκόσμιων, πως θα διεξαγάγει καλά κάποιον από τους άλλους μοναχικούς αγώνες εκείνος που δεν απαρνήθηκε πρώτα τα χρήματα; Θα έλεγε κανείς˙ αφού ένας τέτοιος μοναχός είναι ακατάλληλος για την υποταγή, ας πάει να ησυχάσει μόνος του σε ένα κελί και ν' αφοσιωθεί στη μελέτη και στην προσευχή. Λέει όμως ο Κύριος: Όπου είναι ο θησαυρός σου, εκεί θα είναι και ο νους σου72. Πως λοιπόν θα ατενίσει νοερά Εκείνον που κάθεται στα δεξιά της θείας Μεγαλοσύνης ψηλά στον ουρανό73, αυτός που θησαυρίζει κάτω στη γη; 'Η πως θα κληρονομήσει τη βασιλεία, την οποία ούτε στο νου του να βάλει δεν του επιτρέπει το πάθος της φιλαργυρίας; Γι' αυτό είναι μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, γιατί σ' αυτούς ανήκει η βασιλεία των ουρανών74.
Βλέπεις πόσα πάθη περιέκοψε ο Κύριος με ένα μακαρισμό; Αλλά δεν είναι μόνον αυτά, γιατί η φιλοκτημοσύνη είναι μόνο το πρώτο γέννημα της πονηρής επιθυμίας. Υπάρχει και δεύτερο, το οποίο ακόμη περισσότερο πρέπει να αποφύγομε, αλλά και τρίτο, όχι λιγότερο κακό. Ποιο είναι λοιπόν το δεύτερο; Η φιλοδοξία. Καθώς προχωρούμε από την παιδική ηλικία, πριν εμφανιστεί η φιλοσαρκία συναντούμε αυτό το πάθος, ενώ είμαστε ακόμη μικροί, σαν κακό προοίμιο της φιλοσαρκίας. Εδώ αναφέρομαι στο είδος της φιλοδοξίας που αποβλέπει στον καλλωπισμό του σώματος και στα πολυτελή ενδύματα, την οποία οι Πατέρες ονομάζουν και κοσμική κενοδοξία. Γιατί το άλλο είδος της κενοδοξίας επιτίθεται εναντίον εκείνων που διακρίθηκαν στην αρετή και συνεπάγεται οίηση και υποκρισία. Μέσω αυτών ο εχθρός μηχανεύεται να λεηλατήσει και να διασκορπίσει τον πνευματικό πλούτο. Όλα αυτά θεραπεύονται τελείως, με τη συνείδηση και τον πόθο της ουράνιας τιμής μαζί με συναίσθηση της αναξιότητας γι' αυτήν εκείνου που την ποθεί˙ επίσης, και με την εγκαρτέρηση στην ευτέλεια ενώπιον των ανθρώπων μαζί με την πεποίθηση ότι είναι άξιος γι' αυτή. Επιπλέον, να θεωρεί προτιμότερη τη δόξα του Θεού από τη δική του δόξα, σύμφωνα μ' εκείνον που είπε: Όχι σ' εμάς, Κύριε, όχι σ' εμάς, αλλά στο όνομα Σου δώσε δόξα75. Κι αν βλέπει ότι έκανε κάτι αξιέπαινο, να αποδίδει στο Θεό την αιτία του κατορθώματος και να θεωρεί ότι πρέπει και γι' αυτό να δοξάζει με ευγνωμοσύνη το Θεό κι όχι τον εαυτό του. Έτσι, θα χαρεί γιατί δέχτηκε την αρετή σαν δώρο, δε θα υπερηφανευτεί όμως, αφού δε θα έχει τίποτε δικό του, αλλά και θα ταπεινωθεί και θα έχει τα μάτια του ήμερα και νύχτα στο Θεό, όπως -για να εκφραστώ ψαλμικώς- η δούλη έχει τα μάτια της στα χέρια της κυρίας της76. Και μαζί θα φοβάται μην τυχόν χωριστεί από το Θεό, το μόνο που δίνει το καλό και μας συγκρατεί σ' αυτό, και γκρεμιστεί στο βάραθρο της κακίας. Γιατί αυτό παθαίνει όποιος γίνεται δούλος στην οίηση και την κενοδοξία. Στη θεραπεία των παθών αυτών βοηθά ξεχωριστά και η αναχώρηση και η ζωή στη μόνωση και η παραμονή μέσα στο κελί, με την προϋπόθεση βέβαια να αναγνωρίζει κανείς την αδυναμία της προαιρέσεως του και να θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο να συναναστρέφεται με ανθρώπους. Αυτά τι άλλο είναι, παρά η εν πνεύματι πτωχεία, την οποία μακάρισε ο Κύριος;
Αν κανείς αναλογιστεί τις ασχήμιες που προέρχονται από αυτό το πάθος, θα αποφύγει την κενοδοξία με όλη του τη δύναμη. Όποιος δηλαδή ποθεί τη δόξα των ανθρώπων, από μόνα τα έργα που κάνει για να την επιτύχει πέφτει σε αδοξία. Γιατί φροντίζοντας να φανεί ωραίος και επαιρόμενος για τη δόξα των προγόνων του και υπερηφανευόμενος για την πολυτελή ενδυμασία του και τα παρόμοια, φανερώνεται πως έχει ακόμη νηπιώδες φρόνημα. Όλα μαζί αυτά είναι χώμα. Και τι είναι πιο καταφρονημένο από το χώμα; Η μοναχή που δε μεταχειρίζεται τα ρούχα απλώς για να σκεπάσει και να ζεστάνει το σώμα της, αλλά αρέσκεται στα απαλά και φανταχτερά, δεν κάνει μόνο φανερή σ' όσους τη βλέπουν την ακαρπία της ψυχής της, αλλά εκτός άπ' αυτό περιβάλλεται και την ασχημοσύνη των κοινών γυναικών.
Πριν από κάθε άλλον, ας ακούσει τον Κύριο που λέει: Αυτοί που φορούν τα πολυτελή ρούχα, βρίσκονται στα βασιλικά ανάκτορα77. Εμείς όμως έχομε το πολίτευμα μας στους ουρανούς78, σύμφωνα με το θεσπέσιο Παύλο. Μη ριχτούμε λοιπόν από τον ουρανό, για τη μωρία των ενδυμάτων, στις σκηνές του κοσμοκράτορα του σκότους του κόσμου τούτου79.
Το ίδιο παθαίνουν κι όσοι ασκούν την αρετή για να δοξαστούν από τους ανθρώπους. Ενώ δηλαδή τους έλαχε να έχουν το πολίτευμα τους στους ουρανούς78, αυτοί σκεπάζουν με το χώμα τη δόξα τους, επισύροντας τη δαβιτική κατάρα80. Γιατί ούτε η προσευχή τους ανεβαίνει στον ουρανό, αλλά και κάθε προσπάθεια τους πέφτει κάτω στη γη, καθώς δεν έχει τα φτερά της θείας αγάπης, τα οποία κάνουν τις επίγειες πράξεις μας να φτάνουν στον ουρανό. Ώστε και κόπους υποφέρουν και μισθό δεν καρπώνονται. Και τι λέω, δεν καρπώνονται μισθό; Αυτό που κερδίζουν είναι η ντροπή, η ακαταστασία των λογισμών, η αιχμαλωσία της διάνοιας και η ταραχή. Γιατί ο Κύριος, κατά τον Ψαλμωδό, διασκόρπισε τα οστά των ανθρωπαρέσκων ντροπιάστηκαν, γιατί ο Θεός τους εκμηδένισε81.
Το πάθος αυτό της ανθρωπαρέσκειας είναι το πιο δυσδιάκριτο άπ' όλα τα πάθη. Γι' αυτό εκείνος που παλεύει εναντίον του, δεν πρέπει μόνο να εξετάζει το συνδυασμό η να αποφεύγει τη συγκατάθεση, αλλά να θεωρεί σαν συγκατάθεση και την απλή προσβολή του πάθους και να φυλάγεται. Μόλις και θα μπορέσει έτσι να αποφύγει την ταχύτατη ήττα. Αν κάνει έτσι και προσέχει, η προσβολή γίνεται πρόξενος κατανύξεως˙ ειδάλλως, προετοιμάζεται τόπος για την υπερηφάνεια. Εκείνος τώρα που αποκτά την υπερηφάνεια, είναι δύσκολο, η μάλλον αδύνατο να θεραπευτεί, γιατί η πτώση αυτή είναι όμοια με του διαβόλου. Αλλά και πριν άπ' αυτό, το πάθος της ανθρωπαρέσκειας προκαλεί τόσο μεγάλη βλάβη σ' όσους το έχουν, ώστε να ναυαγούν και σ' αυτή την πίστη, σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου: Πως μπορείτε να πιστεύετε σ' εμένα, όταν επιδιώκετε να δοξάζεστε ο ένας από τον άλλο και δεν αποζητάτε τη δόξα από το μόνο Θεό;82. Τι σχέση έχεις εσύ, άνθρωπε, με τη δόξα των ανθρώπων, ή μάλλον με το χωρίς περιεχόμενο όνομα της δόξας; Αυτή όχι μόνον δόξα δεν είναι, αλλά και μας στερεί την πραγματική δόξα. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά μαζί με άλλα γεννά και το φθόνο. Ο δε φθόνος είναι δυνάμει φόνος, κι αυτός προξένησε τον πρώτο φόνο και κατόπιν και τη θεοκτονία.
Άραγε σε τι βοηθάει η δόξα την ανθρώπινη φύση; Μήπως τη συγκρατεί ή τη φυλάει, ή μήπως όταν σφάλλει τη διορθώνει και τη θεραπεύει; Κανείς δε θα μπορούσε να πει κάτι τέτοιο. Και νομίζω ότι αυτό ελέγχει τις προφάσεις ως αβάσιμες. Αν κανείς θελήσει να εξετάσει με ακρίβεια, θα βρει ότι η ανθρώπινη δόξα είναι που προξενεί με δόλιο τρόπο τα περισσότερα αίσχη και τα φανερώνει, πετώντας με αναίδεια το προσωπείο της, ώστε συχνά καταντροπιάζει και εδώ τους εραστές της˙ αν και οι διδάσκαλοι των ελληνικών δοξασιών έχουν τη γνώμη ότι χωρίς αυτήν, κανένα κατόρθωμα δε γίνεται στη ζωή. Αλλοίμονο στην πλάνη τους! Ούτε που ντρέπονται να το λένε! Εμείς όμως δε διδαχθήκαμε έτσι, εμείς που φέρομε το όνομα Εκείνου που έχρισε φιλάνθρωπα την ανθρώπινη φύση μας με τον εαυτό Του, αλλά Αυτόν έχομε επόπτη των έργων μας. Προς Αυτόν όσοι αποβλέπουν, μέσω Αυτού και γι' Αυτόν κατορθώνουν ό,τι καλύτερο, πράττοντας τα πάντα για τη δόξα του Θεού83. Και διόλου δε θέλουν ν' αρέσουν στους ανθρώπους, ή μάλλον ούτε και είναι αρεστοί στους ανθρώπους, όπως λέει ο Παύλος, ο νομοδότης μας και άκρος μύστης του Νομοθέτη. Αν ήθελα να είμαι αρεστός ακόμη στους ανθρώπους, λέει, δε θα ήμουν δούλος του Χριστού84.
Ας δούμε τώρα αν και το τρίτο γέννημα της κακής επιθυμίας εξαλείφεται με τη φτώχεια που μακαρίζει ο Κύριος. Τρίτο λοιπόν τέκνο της ψυχής που είναι άρρωστη στην επιθυμία, είναι η γαστριμαργία, από την οποία γεννιέται κάθε σαρκική ακαθαρσία. Αλλά γιατί την αναφέρομε τρίτη και τελευταία στη σειρά, αφού είναι έμφυτη από αυτή τη γέννηση μας; Γιατί όχι μόνο η γαστριμαργία, αλλά και αυτές ακόμη οι φυσικές κινήσεις για τεκνογονία, επισημαίνονται στα παιδιά από τη βρεφική ακόμη ηλικία. Πως λοιπόν εμείς τοποθετούμε τελευταία τη νόσο της σαρκικής επιθυμίας; Επειδή εκείνα τα έχομε εκ φύσεως, και όσα είναι φυσικά, είναι ακατηγόρητα, φτιαγμένα από τον αγαθό Θεό για να τα χρησιμοποιήσομε σε αγαθά έργα. Επομένως δεν είναι δείγματα άρρωστης ψυχής· γίνονται όμως τέτοια όταν γίνεται κακή χρήση τους. Όταν λοιπόν φροντίζομε για τη σάρκα, να ικανοποιούμε τις επιθυμίες της85, τότε είναι κακό το πάθος κι η φιληδονία γίνεται αρχή σαρκικών παθών και αρρώστια της ψυχής. Ώστε στις περιπτώσεις αυτές, πρώτος δοκιμάζει το πάθος ο νους. Κι επειδή από τη διάνοια αρχικά ξεκινούν τα πονηρά πάθη, γι' αυτό λέει ο Κύριος ότι από την καρδιά βγαίνουν οι κακοί λογισμοί, κι αυτοί είναι που μολύνουν τον άνθρωπο86. Αλλά και ο Νόμος της Παλαιάς Διαθήκης λέει: Πρόσεχε στον εαυτό σου, μην τυχόν κάνεις κρυφά στην καρδιά σου αμαρτωλό λογισμό87.
Αυτός που πρώτος διατίθεται εμπαθώς είναι βέβαια ο νους, αλλά κι αυτός αφού αρχικά συλλέξει μέσω των αισθήσεων τη φαντασία των αισθητών σωμάτων, τότε τα μεταχειρίζεται με εμπάθεια. Κυρίως δε με τα μάτια, τα οποία πρώτα μπορούν και από μακριά να τραβήξουν το μολυσμό, παρασύρεται ο νους στην κακή χρήση. Σαφής απόδειξη γι' αυτό είναι η προμήτωρ Εύα· είδε πρώτα ότι το απαγορευμένο δένδρο είναι ωραίο και ευχάριστο στην δράση, και τότε συγκατατέθηκε μέσα στην καρδιά της και πήρε κι έφαγε από τον καρπό του88. Ορθά λοιπόν είπαμε ότι η ήττα εμπρός στα κάλλη των σωμάτων προηγείται και είναι προοίμιο των αισχρών παθών. Γι' αυτό και αποτελεί πατρικό παράγγελμα, να μην περιεργάζεται κανείς το κάλλος των ξένων σωμάτων89 και να μη ναρκισσεύεται με το δικό του. Πριν λοιπόν γίνει εμπαθής η διάνοια, αν και υπάρχουν εκ φύσεως τα πάθη στα παιδιά, δε συνεργούν ωστόσο στην αμαρτία· είναι μόνο για τη συντήρηση της φύσεως. Γι' αυτό και δεν είναι τότε πονηρά. Αλλά επειδή τα σαρκικά πάθη έχουν την αρχή τους από τον εμπαθή νου, από αυτόν πρέπει να αρχίσει και η θεραπεία. Σε περίπτωση πυρκαϊάς, αν εκείνος που θέλει να τη σβήσει, πάει να περιορίσει τη φλόγα από επάνω, δεν πετυχαίνει τίποτε- αν όμως τραβήξει από κάτω τα υλικά που τροφοδοτούν τη φωτιά, αυτή αμέσως μαραίνεται. Το ίδιο συμβαίνει και με τα πορνικά πάθη. Αν δεν αποξηράνεις από μέσα την πηγή των λογισμών με την προσευχή και την ταπείνωση, αλλά αγωνίζεσαι εναντίον τους μόνο με τη νηστεία και την κακοπάθεια, ματαιοπονείς. Αν όμως αγιάσεις τη ρίζα με την ταπείνωση και την προσευχή, όπως είπαμε, θα αποκτήσεις και εξωτερικά τον αγιασμό. Αυτό νομίζω ότι συμβουλεύει ο Απόστολος, όταν λέει να ζώσομε τη μέση μας με την αλήθεια90.
Το λόγο αυτό ερμήνευσε πολύ ωραία και κάποιος από τους Πατέρες, λέγοντας ότι το λογιστικό του νου περισφίγγει το επιθυμητικό και περιστέλλει τα κάτω από την οσφύ και κοιλιά πάθη. Το σώμα όμως χρειάζεται και την κακοπάθεια και τη μετρημένη εγκράτεια στην τροφή, για να μην είναι ανυπότακτο και ισχυρότερο από το λογισμό. Επομένως και τα πάθη της σάρκας, τίποτε άλλο δεν τα θεραπεύει, παρά η κακοπάθεια του σώματος και η προσευχή που γίνεται από ταπεινωμένη καρδιά, πράγμα που είναι η εν πνεύματι πτώχεια, την οποία μακάρισε ο Κύριος. Αν λοιπόν επιθυμεί κανείς τον πλούτο του αγιασμού, χωρίς τον οποίο κανείς δε θα δει τον Κύριο91, ας παραμένει στο κελί του, κακοπαθώντας και προσευχόμενος με ταπείνωση. Το κελί του καλού μοναχού είναι λιμάνι σωφροσύνης και εγκράτειας. Κι όλα τα έξω από το κελί, και μάλιστα όσα είναι στις αγορές και τις συγκεντρώσεις, αποτελούν έναν πορνικό κυκεώνα που σχηματίζεται από τα άκοσμα ακούσματα και θεάματα και καταποντίζει την άθλια ψυχή του μοναχού που θα βρεθεί σ' αυτά. Αλλά και φωτιά μπορείς να αποκαλέσεις τον κόσμο της κακίας, που καίει όσους τον πλησιάζουν κι αποτεφρώνει κάθε αρετή τους. Ενώ η φωτιά που δεν καίει, βρέθηκε στην έρημο92. Εσύ, αντί για την έρημο, να μένεις στο κελί σου και απομονώσου λίγο, έως ότου περάσει ο χειμώνας της εμπάθειας93. Όταν αυτός περάσει, δε βλάπτει η παραμονή στο ύπαιθρο. Τότε πλέον θα είσαι πράγματι πτωχή τω πνεύματι, και θα αποκτήσεις την κυριαρχία πάνω στα πάθη και θα σε μακαρίσει με λαμπρότητα ο Κύριος που είπε: Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, γιατί δική τους είναι η βασιλεία των ουρανών94. Και πως να μη μακαρίζονται δικαίως εκείνοι που δεν έχουν τις ελπίδες τους στα χρήματα, παρά σ' Αυτόν; Εκείνοι που δεν ποθούν να αρέσουν σε άλλους, παρά σ' Αυτόν; Εκείνοι που ζουν με ταπείνωση μαζί μ' αυτούς ενώπιον Του; Ας γίνομε λοιπόν κι εμείς πτωχοί τω πνεύματι, αφού ταπεινωθούμε και κακοπαθήσομε στη σάρκα και γίνομε ακτήμονες, για να γίνει δική μας η βασιλεία του Θεού και να επιτύχομε τις μακάριες ελπίδες, κληρονομώντας τη βασιλεία των ουρανών.
Ο Κύριος μας έδωσε μερικούς συνοπτικούς λόγους που συγκεφαλαιώνουν το Ευαγγέλιο της σωτηρίας μας, ένας από τους οποίους είναι ο μακαρισμός που αναλύομε. Σ' αυτόν, όπως είδαμε, περιέλαβε μ' ένα λόγο πολλές αρετές και απέκλεισε πολλές κακίες, ευλογώντας όσους με βάση αυτόν περιτέμνουν καλώς το παθητικό μέρος της ψυχής τους με τη μετάνοια. Δεν είναι όμως μόνο αυτά. Στο λόγο αυτό ο Κύριος περιέλαβε και πάρα πολλά άλλα, παρόμοια στην ενέργεια όχι με την περιτομή, αλλά με το υπερβολικό κρύο και την παγωνιά, το χιόνι, την πάχνη και τους σφοδρούς ανέμους, και γενικά με την ταλαιπωρία που υποφέρουν τα φυτά το χειμώνα και το καλοκαίρι, εκτεθειμένα στο κρύο και τη ζέστη, χωρίς τα οποία κανένα φυτό δεν μπορεί να ωριμάσει τον καρπό του. Ποια είναι αυτά; Οι διάφοροι πειρασμοί που έρχονται και που είναι ανάγκη να τους υποφέρει ευχαρίστως εκείνος που μέλλει να αποδώσει καρπό στο Γεωργό των πνευμάτων. Όπως δηλαδή όταν λυπηθεί κανείς τα φυτά της γης που ταλαιπωρούνται και τα περιτειχίσει και κάνει από πάνω στέγη και δεν τα αφήσει να ταλαιπωρούνται από τα δεινά των καιρικών μεταβολών, δεν παίρνει καρπό ακόμη κι αν τα κλαδεύει η τα καθαρίζει και τα περιποιείται. Πρέπει να τα αφήσει να υπομείνουν τα πάντα˙ γιατί έτσι, αφού περάσει η δυσκολία του χειμώνα και έρθει η άνοιξη, βλαστάνουν και ανθίζουν και γεμίζουν φύλλα και προβάλλουν μαζί με τους ωραίους εκείνους θαλερούς βλαστούς και τους άγουρους καρπούς, οι οποίοι κάτω από τις καυτερές ακτίνες του ηλίου μεγαλώνουν σιγά-σιγά και ωριμάζουν και γίνονται κατάλληλοι για τροφή και συγκομιδή. Έτσι κι εκείνος που δεν υποφέρει με γενναιότητα το βαρύ φορτίο των πειρασμών, ακόμη κι αν δεν του λείπει καμιά από τις άλλες αρετές, δεν θα δώσει ποτέ καρπό άξιο για το θεϊκό πατητήρι και τη θεϊκή αποθήκη. Γιατί κάθε αγωνιστής γίνεται τέλειος με την υπομονή των εκουσίων και ακουσίων κόπων, από τους οποίους άλλοι έχουν εξωτερικά αίτια κι άλλοι καταβάλλονται από εμάς τους ίδιους.
Ό,τι γίνεται στα φυτά της γης από τη φύση και από τις γεωργικές επινοήσεις και τις μεταβολές των εποχών, τούτο γίνεται με την προαίρεση μας και σ' εμάς, τα λογικά κλήματα του Χριστού, όταν υπακούμε σ' Αυτόν, το Γεωργό των ψυχών μας, εφόσον είμαστε αυτεξούσιοι. Χωρίς υπομονή σ' εκείνα που μας βρίσκουν άθελα μας, ούτε οι κόποι που καταβάλλομε με το θέλημα μας θα ευλογηθούν από το Θεό. Γιατί η αγάπη προς το Θεό, δοκιμάζεται κυρίως με τη θλίψη των πειρασμών. Πρέπει λοιπόν η ψυχή να κατορθώσει πρώτα τα εκούσια, κι αφού μ' αυτά εθιστούμε στο να καταφρονούμε τη δόξα και την ηδονή, τότε θα υποφέρομε εύκολα και τους ακούσιους πειρασμούς.
Εκείνος που για την εν πνεύματι πτωχεία του καταφρονεί δόξα και ηδονή και θεωρεί τον εαυτό του άξιο να δεχτεί τα πιο δραστικά φάρμακα της μετάνοιας, περιμένει πάντοτε κάθε θλίψη και δέχεται ευχαρίστως κάθε πειρασμό σαν να του πρέπει, και χαίρεται γι' αυτό, γιατί τον βλέπει ως το καθαρτικό της ψυχής του. Και κάνει τον πειρασμό του αφορμή έντονης και πολύ αποτελεσματικής δεήσεως προς το Θεό, πιστεύοντας ότι αυτός του προξενεί και μαζί προφυλάγει την υγεία της ψυχής του. Κι όχι μόνο συγχωρεί με αμνησικακία εκείνους που τον θλίβουν, αλλά και τους ευγνωμονεί και προσεύχεται γι' αυτούς σαν να τον ευεργέτησαν. Γι' αυτό, όχι μόνο λαβαίνει τη συγχώρηση των αμαρτιών του, σύμφωνα με την υπόσχεση του Κυρίου95, αλλά επιτυγχάνει και τη βασιλεία των ουρανών και τη θεία ευλογία, και μακαρίζεται από τον Κύριο για τη μέχρι το τέλος μακροθυμία του με πνεύμα ταπεινώσεως.
Αφού αναφέρθηκα με συντομία σε κάποια σημεία της πνευματικής περιτομής, θα προσθέσω τώρα και μερικά για την εξαιτίας της άφθονη καρποφορία. Στη συνέχεια λοιπόν εκείνων που απέκτησαν τον αναφαίρετο πλούτο με την εν πνεύματι πτωχεία, ο Κύριος, ο μόνος μακάριος, κάνει κοινωνούς της μακαριότητας Του όσους πενθούν, λέγοντας: Μακάριοι όσοι πενθούν, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούν96. Γιατί ο Χριστός ένωσε το πένθος με τη φτώχεια; Επειδή τούτο συνυπάρχει πάντοτε μαζί της. Η λύπη όμως για την υλική φτώχεια προξενεί το θάνατο της ψυχής, λέει ο Απόστολος97, ενώ η λύπη για την κατά Θεόν φτώχεια οδηγεί στη μετάνοια προς σωτηρία ψυχής, για την οποία δε μετανιώνει κανένας. Στην πρώτη φτώχεια, που είναι αθέλητη, ακολουθεί το αθέλητο πένθος, ενώ στην εκούσια ακολουθεί εξ ανάγκης το εκούσιο πένθος. Κι επειδή το πένθος που μακαρίζεται εδώ είναι ενωμένο με την κατά Θεόν φτώχεια και τη συνοδεύει αναγκαστικά, και από εκείνην, ως αιτία του, εξαρτάται ολόκληρο, έχει και από αυτήν, φυσικά, το ότι είναι πνευματικό και εκούσιο. Αλλά ας δούμε πως η μακαριστή φτώχεια γεννά το μακάριο πένθος.
Τέσσερα είναι τα είδη της πνευματικής φτώχειας, όπως έδειξε ο λόγος λίγο παραπάνω. Είναι δηλαδή η φτώχεια στο φρόνημα, στο σώμα, στον υλικό πλούτο και στους πειρασμούς που μας έρχονται άπ' έξω. Κανένας όμως που βλέπει να τα παραθέτω χωριστά να μη νομίσει ότι και η ενέργεια καθενός είναι χωριστή. Γιατί το καθένα από αυτά ενεργείται μαζί με τα άλλα. Γι' αυτό κι έχουν συμπεριληφθεί σ' ένα μακαρισμό, ο οποίος συγχρόνως υποδηλώνει θαυμάσια και ποιο είναι κατά κάποιο τρόπο η ρίζα και η αιτία τούτων, ότι δηλαδή είναι το πνεύμα μας. Γιατί τούτο, όταν εγκολπωθεί, όπως είπαμε, τη χάρη του ευαγγελικού κηρύγματος, αναβλύζει από μέσα του πηγή φτώχειας που ποτίζει όλο το πρόσωπο της γης μας98, δηλαδή τον εξωτερικό άνθρωπο, και τον κάνει παράδεισο αρετών. Τέσσερα λοιπόν είναι τα είδη της πνευματικής φτώχειας, κι από το καθένα γεννιέται το ανάλογο πένθος, μαζί με την ανάλογη παρηγοριά.
Από την εκούσια σωματική φτώχεια και ταπείνωση, (που περιλαμβάνει πείνα και δίψα και αγρυπνία και γενικά κάθε ταλαιπωρία και κακοπάθεια του σώματος, και μαζί με αυτά και έλλογη συστολή των αισθήσεων), όχι μονάχα γεννιέται πένθος, αλλά και δάκρυα. Όπως δηλαδή η αναλγησία, η πώρωση και η σκληρότητα της καρδιάς γεννιούνται από την άνεση, την απόλαυση και την καλοπέραση, έτσι από την εγκρατή και πειθαρχημένη δίαιτα γεννιούνται η συντριβή της καρδιάς και η κατάνυξη, που αποτρέπουν κάθε πικρία και φέρνουν μια γλυκιά ιλαρότητα. Γιατί βέβαια χωρίς συντριβή της καρδιάς είναι αδύνατο, όπως λένε, να απαλλαγεί κανείς από την κακία. Συντριβή στην καρδιά φέρνει και η τριμερής εγκράτεια, του ύπνου, της τροφής και της σωματικής αναπαύσεως. Και αφού με τη συντριβή αυτή η ψυχή ελευθερωθεί από την κακία και την πικρία, παίρνει στη θέση τους την πνευματική χαρά. Αυτή είναι η παρηγοριά για την οποία μακαρίζει ο Κύριος εκείνους που πενθούν. Λέει δε και ο Ιωάννης, ο οποίος έγραψε για μας την πνευματική Κλίμακα: Η δίψα και η αγρυπνία συνθλίβουν την καρδιά. Κι όταν αυτή συνθλιβεί, αναπηδούν δάκρυα. Εκείνος, λέει, που θα τα δοκιμάσει, θα γελάσει παρηγορημένος εξαιτίας τους, με το μακάριο γέλιο που υποσχέθηκε ο Κύριος99. Έτσι γεννιέται από τη θεοφιλή φτώχεια το πένθος που παρηγορεί και κάνει μακάριους εκείνους που το απέκτησαν.
Ας δούμε τώρα πως γεννιέται το πένθος από το άλλο είδος της φτώχειας, δηλαδή το έμφοβο φρόνημα και την ένθεη ταπείνωση της ψυχής. Η αυτομεμψία συνυπάρχει πάντοτε με την ταπείνωση της ψυχής, και δίνει στην αρχή σφοδρή ένταση στο φόβο της κολάσεως, φέρνοντας μπροστά στα μάτια εκείνη τη φρικωδέστατη συνένωση των διαφόρων αντίθετων βασανιστηρίων σε ένα, και αυξάνοντας περισσότερο το φόβο από την υπόμνηση ότι η κόλαση είναι ανέκφραστη, αφού είναι χειρότερη άπ' όσα έχουν ειπωθεί γι' αυτήν. Πόση δε προσθήκη στα δεινά είναι η ατελεύτητη διάρκεια της! Καύσωνας και ψύχος, σκοτάδι και φωτιά, αναταραχή και ακινησία, δεσμά και φόβοι και δαγκώματα από αθάνατα θηρία, όλα αυτά μαζεύονται σ' εκείνη την καταδίκη, αλλά και με όλα αυτά δεν παριστάνεται εκείνο το κακό, το οποίο, κατά τη Γραφή, δεν μπορεί να το συλλάβει νους άνθρωπου100. Τι είναι όμως το ανώφελο και απαρηγόρητο και ατελείωτο εκείνο πένθος; Σ' εκείνους που αμάρτησαν απέναντι του Θεού, το πένθος δημιουργείται από την επίγνωση των αμαρτιών τους. Εκεί λοιπόν, αφού ελεγχθούν και εξαλειφθεί κάθε ελπίδα τους και απελπιστούν για τη σωτηρία, ο ακούσιος έλεγχος της συνειδήσεως πολλαπλασιάζει στον καθένα την επικείμενη οδύνη μέσω του πένθους. Κι αυτό το πένθος πάλι και πάντοτε, επειδή δε θα τερματιστεί ποτέ, γίνεται αφορμή άλλου πένθους και άλλο φοβερό σκοτάδι και καύσωνας ανυπόφορος και βυθός λύπης απερίγραπτος.
Το πένθος όμως αυτό είναι πάρα πολύ ωφέλιμο στην εδώ ζωή. Γιατί ο Θεός υπακούει με ευσπλαχνία, αφού και ως εμάς κατέβηκε να μας επισκεφθεί, και σ' εκείνους που πενθούν μ' αυτόν τον τρόπο υποσχέθηκε την παρηγοριά και την παράκληση που είναι Αυτός ο ίδιος, αφού είναι και ονομάζεται Παράκλητος101. Είδες λοιπόν και το πένθος της ταπεινωμένης ψυχής και την παρηγοριά που ακολουθεί; 'Αλλά και η αυτομεμψία μόνη της, όταν τοποθετηθεί σαν νοερό βάρος πάνω στο λογιστικό μέρος της ψυχής και πολυκαιρίσει, το συντρίβει και το πιέζει και βγάζει το σωτηριώδες κρασί που ευφραίνει την καρδιά του ανθρώπου102, δηλαδή τον εσωτερικό μας άνθρωπο. Και τέτοιο κρασί είναι η κατάνυξη. Γιατί μέσω του πένθους, η αυτομεμψία συντρίβει τότε και τα πάθη και γεμίζει την καρδιά από αξιομακάριστη χαρά, αφού την ελευθερώσει από το φοβερό βάρος τους. Γι' αυτό είναι μακάριοι όσοι πενθούν, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούν103.
Θ' αναφερθούμε τώρα στην ακτημοσύνη, δηλαδή στη φτώχεια κατά την περιουσία και τα υπάρχοντα μας, ενωμένη βέβαια με τη φτώχεια του πνεύματος, όπως είπαμε παραπάνω˙ γιατί μόνο όταν ασκούνται μαζί όλα τα είδη της φτώχειας, είναι τέλεια και ευάρεστα στο Θεό. Άκουσε λοιπόν με σύνεση για να μάθεις πως έρχεται το πένθος και η αντίστοιχη παρηγοριά από αυτό το είδος της φτώχειας. Όταν ο άνθρωπος τα αποχαιρετίσει όλα και απαρνηθεί τα χρήματα και τα κτήματα, εγκαταλείποντας τα η μοιράζοντας τα στους φτωχούς σύμφωνα με την εντολή104, και απομακρύνει την ψυχή του από τη μέριμνα γι' αυτά, τότε την κάνει να στραφεί στην εξέταση του εαυτού της, ελεύθερη πια από εξωτερικούς περισπασμούς. Κι όταν ο νους απομακρυνθεί από όλα τα αισθητά και ανασηκωθεί από την τύρβη τους που τον κατακλύζει και παρατηρήσει τον εσωτερικό άνθρωπο, πρώτα-πρώτα βλέπει το απαίσιο προσωπείο που απέκτησε από την περιπλάνηση του στα γήινα, και σπεύδει να το αποπλύνει με το πένθος. Έπειτα, αφού αφαιρέσει το δύσμορφο αυτό κάλυμμα, και καθώς πια η ψυχή δε διασκορπίζεται άπρεπα σε ποιες μέριμνες, ο νους εισέρχεται ατάραχα στα πραγματικά ταμεία -στα ενδότερα της ψυχής-, κι εκεί προσεύχεται στον αόρατο Πατέρα. Και Εκείνος του χαρίζει πρώτα-πρώτα το δώρο που είναι δοχείο των θείων χαρισμάτων, δηλαδή την ειρήνη των λογισμών, μετά από την οποία τελειοποιεί την ταπείνωση, που γεννά και συγκρατεί κάθε αρετή. Όχι βέβαια την ταπείνωση που συνίσταται σε λόγια και σχήματα τα οποία βρίσκει εύκολα οποίος θέλει, αλλά εκείνη που επιβεβαιώνεται από το αγαθό και θείο Πνεύμα, την οποία κτίζει το ίδιο το Πνεύμα όταν εγκατασταθεί στα έγκατα της ψυχής. Μέσα στην ειρήνη λοιπόν και την ταπείνωση, σαν μέσα σε ασφαλές περιτείχισμα του παραδείσου του νου, φυτρώνουν τα κάθε είδους δένδρα της πραγματικής αρετής. Στο κέντρο του ανεγείρονται τα ιερά ανάκτορα της αγάπης, στα πρόθυρα των οποίων ανθίζει σαν προοίμιο της μέλλουσας ζωής η ανέκφραστη και αναφαίρετη χαρά.
Η ακτημοσύνη είναι μητέρα της αμεριμνίας. Η αμεριμνία, της προσοχής και της προσευχής. Αυτές είναι μητέρες του πένθους και των δακρύων. Τούτα εξαλείφουν τις εμπαθείς συνήθειες. Όταν αυτές εξαλειφθούν, γίνεται ευκολότερος ο δρόμος της αρετής, γιατί φεύγουν από τη μέση τα εμπόδια και η συνείδηση πια δεν κατηγορεί. Από αυτό πηγάζει η χαρά και το μακάριο γέλιο της ψυχής. Τότε πλέον και τα οδυνηρά δάκρυα μετατρέπονται σε γλυκά, και τα λόγια του Θεού γίνονται γλυκύτατα στο λάρυγγα και ανώτερα από μέλι στο στόμα106, και από δέηση η προσευχή μεταβάλλεται σε ευχαριστία, και η μελέτη των θείων εντολών είναι αγαλλίαση της ψυχής, με ελπίδα αδιάψευστη, η οποία, αποτελώντας πρόγευση των ουρανίων, πλησιάζει την ψυχή μέσω της πείρας αυτής της γεύσεως και της μαθαίνει εν μέρει τον υπερβολικό πλούτο της αγαθότητας του Θεού, σύμφωνα με τα λόγια του Δαβίδ: Γευθείτε και μάθετε ότι ο Κύριος είναι αγαθός107. Αυτός είναι η αγαλλίαση των δικαίων, η χαρά των ευθέων, η ευφροσύνη των ταπεινωμένων, η παρηγοριά εκείνων που πενθούν γι' Αυτόν.
Τι λοιπόν; Η παρηγοριά φτάνει ως εδώ; Κι αυτά μονάχα είναι τα δώρα της ιερής μνηστείας; Πέρα από αυτά δε φανερώνει καθαρότερα τον εαυτό Του ο Νυμφίος των ψυχών αυτών σ' όσους έχουν το μακάριο πένθος και καθαρίστηκαν και είναι στολισμένοι σαν νύμφες με τις αρετές; Όχι βέβαια. Για όσα όμως θα πούμε τώρα, είναι κάποιοι έτοιμοι να μας κατηγορήσουν από φθόνο, λέγοντας κάπως έτσι: Μη μιλήσεις στο όνομα του Κυρίου˙ ειδεμή, θα δυσφημίσομε το όνομά σου, χαλκεύοντας εναντίον σου και διαδίδοντας συκοφαντίες και ψευδοκατηγορίες. Άλλ' ας τους αγνοήσομε τώρα αυτούς κι ας δώσομε συνέχεια στο λόγο, πιστεύοντας και λέγοντας τα λόγια των αγίων Πατέρων μας και σ' αυτά αποβλέποντας και πείθοντας γι' αυτά και τους άλλους. Γιατί λέει η Γραφή108: Πίστεψα, γι' αυτό και μίλησα˙ έτσι κι εμείς, πιστεύομε, γι' αυτό και μιλούμε.
Όταν λοιπόν διωχθεί κάθε αισχρό πάθος που κατοικεί μέσα μας και ο νους, όπως είπαμε, επιστρέψει ο ίδιος ολοκληρωτικά στον εαυτό του και στις άλλες δυνάμεις της ψυχής και καλλωπίσει με την καλλιέργεια των αρετών την ψυχή, προχωρώντας προς τα τελειότερα και ποθώντας νέες πρακτικές αναβάσεις και καθαρίζοντας με τη βοήθεια του Θεού όλο και περισσότερο τον εαυτό του, τότε δεν εξαλείφει μονάχα όλα τα αποτυπώματα του πονηρού, αλλά βγάζει από τη μέση και κάθε επίκτητο στοιχείο, όσο κι αν είναι ή φαίνεται καλό. Κι αφού ανεβεί πάνω από τα νοητά και τα σχετικά με αυτά νοήματα -όσα δεν είναι αμιγή από φαντασίες-, κι αφού τα απορρίψει όλα για την ευαρέστηση και την αγάπη του Θεού και σταθεί μπροστά στο Θεό κωφός και άλαλος, τότε ο νους γίνεται πια υλικό στα χέρια του Θεού και δέχεται τη θειότατη ανάπλαση ανεμπόδιστα, καθώς τίποτε πλέον από τα εξωτερικά δεν τον ενοχλεί, και η εσωτερική χάρη τον μεταβάλλει στο καλύτερο και, το πιο παράδοξο, καταφωτίζει με ανέκφραστο φως εσωτερικά και τελειοποιεί τον έσω άνθρωπο. Αφού λοιπόν χαράξει η μέρα στις καρδιές μας, σύμφωνα με τα λόγια του Κορυφαίου των Αποστόλων109 , κι ανατείλει σ' αυτές ο αυγερινός, βγαίνει ο όντως άνθρωπος -ο νους- στην κατεξοχήν εργασία του, σύμφωνα με τον προφητικό λόγο110, και με το φως βαδίζει το δρόμο κι ανεβαίνει σε βουνά αιώνια111.
Και -ω του θαύματος- μέσα σ' αυτό το φως εποπτεύει τα υπερκόσμια πράγματα, μη χωριζόμενος από το υλικό σώμα με το οποίο πλάστηκε από την αρχή, η και χωριζόμενος από αυτό, ανάλογα με το στάδιο της ανόδου. Γιατί δεν ανεβαίνει με τα φανταστικά φτερά της διάνοιας, η οποία τριγυρίζει σαν τυφλή χωρίς να έχει ακριβή και βέβαιη κατανόηση μήτε για τα απόντα αισθητά, μήτε για τα υψηλά και απρόσιτα νοητά. Αλλά ανεβαίνει πραγματικά με την ανέκφραστη δύναμη του Πνεύματος, και με ανείπωτη πνευματική αντίληψη ακούει τα άρρητα ρήματα112 και βλέπει τα αθέατα. Και από αυτό γεμίζει ολόκληρος με θαυμασμό, και ας είναι απών από εκεί· και συναγωνίζεται με τους ακούραστους υμνωδούς, τους Αγγέλους, σαν άλλος επίγειος άγγελος του Θεού. Και μέσω του εαυτού του προσφέρει στο Θεό όλη την κτίση, επειδή και ο Ίδιος μετέχει όλων, και τώρα μετέχει και του πάνω άπ' όλα Θεού, για να αποδειχθεί ότι φέρει ακριβή τη θεία εικόνα.
Πάνω σ' αυτά ο άγιος Νείλος λέει: Η καλή κατάσταση του νου είναι ένα νοητό ύψος, όμοιο με ουράνιο χρώμα, όπου κατά τον καιρό της προσευχής έρχεται το φως της Αγίας Τριάδος. Και πάλι: Όποιος θέλει να δει την κατάσταση του νου του, ας στερήσει τον εαυτό του άπ' όλα τα νοήματα, και τότε θα δει το νου του παρόμοιο με σάπφειρο η με ουράνιο χρώμα. Αυτό είναι αδύνατο να γίνει χωρίς την απάθεια, γιατί χρειάζεται να συνεργήσει ο Θεός και να του παρέχει το συγγενές του φως. Και ο άγιος Διάδοχος λέει: Δύο πράγματα μας δίνει η χάρη με το βάπτισμα, που το ένα είναι απείρως ανώτερο από το άλλο. Πρώτα δηλαδή μας ανακαινίζει μέσα στο νερό και κάνει λαμπρό το κατ' εικόνα, ξεπλένοντας κάθε ρύπο της αμαρτίας μας· για το άλλο όμως περιμένει τη συνεργασία μας. Όταν λοιπόν αρχίσει ο νους με βαθιά αίσθηση να γεύεται την αγαθότητα του Παναγίου Πνεύματος, τότε πρέπει να γνωρίζομε ότι άρχισε η χάρη να επιζωγραφίζει στο κατ' εικόνα το καθ' ομοίωσιν. Ώστε αυτή η αίσθηση φανερώνει ότι διαμορφωνόμαστε στο καθ' ομοίωσιν. Όμως την τελειότητα της ομοιώσεως θα την καταλάβομε από το φωτισμό. Και πάλι: Την πνευματική αγάπη δεν μπορεί κανείς να αποκτήσει, αν δε φωτιστεί από το Άγιο Πνεύμα με κάθε εσωτερική πληροφορία. Γιατί αν δε λάβει ο νους τελείως το καθ' ομοίωσιν μέσω του θείου φωτός, όλες τις άλλες αρετές μπορεί να τις έχει, είναι όμως ακόμη άμοιρος της τέλειας αγάπης. Επίσης, από τον άγιο Ισαάκ μαθαίνομε ότι, στον καιρό της προσευχής, ο χαριτωμένος νους βλέπει την καθαρότητα του, όμοια με επουράνιο χρώμα- η κατάσταση αυτή ονομάστηκε τόπος Θεού από τους πρεσβυτέρους του Ισραήλ, όταν τους φανερώθηκε στο Όρος Σινά3. Λέει ακόμη: Καθαρότητα του νου είναι η κατάσταση στην οποία ακτινοβολεί, στον καιρό της προσευχής, το φως της Αγίας Τριάδος.
Ο νους που καταξιώθηκε εκείνο το φως, διαβιβάζει πολλά σημάδια του θείου κάλλους και στο συνδεδεμένο μ' αυτόν σώμα, ως ενδιάμεσος μεταξύ της θείας χάρης και της παχύτητας της σάρκας, χορηγώντας του δύναμη και για τα αδύνατα. Από αυτό πηγάζει η θεοειδής και ασύγκριτη έξη της αρετής και η δυσκινησία ή η τέλεια ακινησία προς την κακία. Από αυτό έρχεται ο Λόγος και σαφηνίζει στο νου τους λόγους των όντων και του αποκαλύπτει, για την καθαρότητα του, τα μυστήρια της φύσεως· δια μέσου αυτών, η διάνοια εκείνων που τα δέχονται με πίστη, υψώνεται κατ' άναλογίαν στην κατανόηση των υπέρ φύση, την οποία πραγματοποιεί ο ίδιος ο Πατέρας του Λόγου με άυλες επαφές. Από αυτό ακόμη πηγάζουν και οι άλλες ποικίλες θαυματοποιίες και η διόραση και η προόραση και η διήγηση περί εκείνων που συμβαίνουν κάπου μακριά, σαν να είναι παρόντα. Το σπουδαιότερο μάλιστα είναι ότι αυτά δεν αποτελούν το σκοπό των μακαρίων εκείνων ψυχών. Όπως δηλαδή όταν κανείς βλέπει προς μία ηλιακή ακτίνα, διακρίνει και τα αιωρούμενα μόρια της σκόνης, παρόλο που δεν είναι αυτό ο σκοπός του, έτσι κι εκείνοι που δέχονται με καθαρότητα τις θεϊκές ακτίνες, οι οποίες από τη φύση τους αποκαλύπτουν τα πάντα, είναι επόμενο να αποκτούν -σαν πάρεργο βέβαια- τη γνώση όχι μόνο όσων υπήρξαν η υπάρχουν, αλλά και των μελλοντικών, ανάλογα με την καθαρότητα τους. Όμως πρωταρχική τους επιδίωξη είναι η επιστροφή και συγκέντρωση του νου στον εαυτό του. Ή μάλλον, η επιστροφή όλων των δυνάμεων της ψυχής προς το νου -αν και φαίνεται παράδοξος ο λόγος-, και η ενέργεια του νου κατά Θεόν, με την οποία διορθώνονται ώστε να μοιάσουν προς το Πρωτότυπο, το Θεό, και έρχονται σε υγιή πνευματική κατάσταση, καθώς η χάρη τους ξαναφέρνει στο πρωτόκτιστο και απερίγραπτο εκείνο κάλλος. Σε τέτοιο ύψος ανεβάζει το μακάριο πένθος τους ταπεινούς τη καρδία και πτωχούς τω πνεύματι114.
Αφού αυτά, για την αμέλεια που φωλιάζει μέσα μας, είναι πάνω από μας, ας ξαναγυρίσομε στο θεμέλιο τους κι ας προσθέσομε λίγα ακόμη για το πένθος. Αυτό λοιπόν επακολουθεί σε όλα τα είδη της ακούσιας κατά κόσμον φτώχειας. Πως δηλαδή να μη λυπάται εκείνος που δεν έχει χρήματα και πεινά χωρίς να το θέλει και κοπιάζει πολύ και περιφρονείται; Αλλά αυτό το πένθος δεν έχει παρηγοριά, και μάλιστα όσο επιτείνεται η φτώχεια, η μάλλον όσο ο φτωχός αυτός δεν έχει την αληθινή γνώση. Καθώς δηλαδή αυτός δεν υποτάσσει στο λογικό τις ηδονές και τις οδύνες της αισθήσεως, αλλά μάλλον ο Ίδιος υποτάσσεται σ' αυτές με τη λανθασμένη χρήση του λογικού του, τις αυξάνει χωρίς κανένα κέρδος -όπως δεν έπρεπε- η μάλλον και με πολύ μεγάλη ζημία του. Γιατί δίνει σημάδι και απόδειξη καθαρή εναντίον του ότι δεν πίστεψε ακλόνητα στο Ευαγγέλιο που κήρυξε ο Χριστός και στη διδαχή των πριν από Αυτόν προφητών και των μετά από Αυτόν μαθητών και αποστόλων Του. Ότι δηλαδή η φτώχεια είναι που χαρίζει τον αδαπάνητο πλούτο, η ευτέλεια την ανέκφραστη δόξα, η εγκράτεια την ανώδυνη απόλαυση, και η καρτερία στους πειρασμούς την απαλλαγή από την αιώνια στενοχώρια και θλίψη που απειλεί όσους αγάπησαν τον εδώ παραλυμένο βίο και δεν προτίμησαν να περάσουν στη ζωή μέσα από τη στενή πύλη και οδό115. Σωστά λοιπόν είπε ο Απόστολος Παύλος ότι η κατά κόσμον λύπη προξενεί θάνατο116, γιατί με αυτά που είπαμε αποδείχθηκε ότι είναι αμαρτία που οδηγεί στο θάνατο.
Αν η πραγματική ζωή της ψυχής είναι φως θεϊκό που προξενείται από το κατά Θεόν πένθος, κατά τους Πατέρες, όπως σημειώσαμε παραπάνω, άρα ο θάνατος της ψυχής είναι σκοτάδι δαιμονικό που προξενείται από την κοσμική λύπη στην ψυχή. Είναι το σκοτάδι εκείνο για το οποίο λέει ο Μέγας Βασίλειος ότι, η αμαρτία έχει την ύπαρξη της από την απουσία του καλού και παίρνει τη μορφή νοερού σκότους με τις άδικες πράξεις. Αλλά και ο άγιος Μάρκος˙ λέει: Εκείνος που είναι περικυκλωμένος από τους πονηρούς λογισμούς πως θα δει πραγματική την αμαρτία που σκεπάζουν; Αυτή είναι σκοτάδι και ομίχλη της ψυχής που έπεσε μέσα της από έννοιες και λόγια και πράξεις πονηρές. Εκείνος που δεν είδε αυτή την περιεκτική αμαρτία, πότε θα παρακαλέσει να καθαριστεί από αυτήν; Κι εκείνος που δεν καθαρίστηκε, πως θα βρει τον τόπο της καθαρής φύσεως; Κι εκείνος που δε βρήκε αυτόν τον τόπο, πως θα δει τον εσωτερικότερο οίκο του Χριστού; Πρέπει λοιπόν να κτυπήσομε τη θύρα του οίκου αυτού με προσευχή επίμονη και να ζητήσομε όχι μόνο να τον αποκτήσομε, αλλά και να τον διαφυλάξομε. Γιατί υπάρχουν άνθρωποι που τον έχασαν, αφού τον έλαβαν. Ψιλή γνώση η και τυχαία πείρα αυτών των πραγμάτων, ίσως και οψιμαθείς και νέοι κατέχουν. Την εργασία όμως, την υπομονετική κι επίμονη, μόλις κατέχουν οι ευλαβείς και πολύπειροι γέροντες.
Σύμφωνος με αυτούς τους δύο είναι και ο άγιος Μακάριος, ο ουράνιος κατά τη γνώση, και όλη η συνάθροιση των Όσιων. Αλλά όπως το σκοτάδι αυτό παίρνει την ύπαρξή του από τα αμαρτήματα, έτσι αν εξετάσεις και την κατά κόσμον λύπη, θα βρεις ότι γεννιέται και δυναμώνει από όλα τα πάθη. Είναι λοιπόν εικόνα και κατά κάποιο τρόπο απαρχή και προοίμιο και προκαταβολή του αιώνιου πένθους στο οποίο θα βυθιστούν όσοι δεν προτίμησαν το πένθος που μακάρισε ο Κύριος, το πένθος που δεν έχει μόνο κέρδος τη θεϊκή παρηγοριά, καρποφορώντας την πρόγευση της αιώνιας ευφροσύνης, αλλά και διασφαλίζει την αρετή, κάνοντας την ψυχή αμετακίνητη πια προς τα χειρότερα. Γιατί αν κανείς γίνει φτωχός και ταπεινωθεί και επιδιώξει την κατά Θεόν ευτέλεια, δεν αποκτήσει όμως και το πένθος, προοδεύοντας στο καλύτερο, μπορεί εύκολα να μεταβληθεί και να ξαναγυρίσει με τη σκέψη του σ' εκείνα που άφησε, ποθώντας πάλι εκείνα που στην αρχή είχε εγκαταλείψει και γινόμενος παραβάτης. Αν αντίθετα, παραμένοντας και προσέχοντας στη διάθεση του για τη μακαριστή φτώχεια, δημιουργήσει μέσα του το πένθος, δεν έχει πια τάση να γυρίσει προς τα πίσω και να παλινδρομήσει κακώς εκεί από όπου καλά έκανε κι έφυγε. Γιατί η κατά Θεόν λύπη, όπως λέει ο Απόστολος117, προξενεί στην ψυχή την αμεταμέλητη μετάνοια, που την οδηγεί στη σωτηρία.
Γι' αυτό και κάποιος από τους Πατέρες έλεγε, ότι το πένθος εργάζεται και φυλάγει118. Και δεν είναι αυτό το μοναδικό κέρδος του πένθους, ότι ο άνθρωπος γίνεται ακίνητος σχεδόν προς το κακό και δεν ξαναγυρίζει στα προηγούμενα αμαρτήματα του, αλλά κι αυτά θεωρούνται σαν να μην έγιναν. Επειδή δηλαδή ο άνθρωπος πενθεί πρώτα-πρώτα γι' αυτά, του τα λογαριάζει ο Θεός για ακούσια. Και για τα ακούσια δεν υπάρχει ευθύνη. Εκείνος που πενθεί για την πενία του, δίνει απόδειξη με αυτό ότι η πενία του δεν είναι θεληματική, γι' αυτό και θα πέσει μαζί με τους πλούσιους ή όσους επιθυμούν να πλουτίσουν στις παγίδες του διαβόλου119· κι αν δεν αλλάξει και δεν τρέξει να ξεφύγει αυτές τις παγίδες, θα παραπεμφθεί στην αιώνια κόλαση μαζί με το διάβολο. Έτσι κι εκείνος που αμάρτησε στο Θεό, αν εξακολουθεί αδιάκοπα να πενθεί, δε θα του λογαριαστούν σαν εκούσια τα αμαρτήματα του και θα βαδίσει ανεμπόδιστα το δρόμο της αιώνιας ζωής, μαζί μ' εκείνους που δεν αμάρτησαν.
Αυτό λοιπόν είναι το κέρδος της αρχής του πένθους, η οποία είναι γεμάτη μεγάλο πόνο, γιατί είναι ενωμένη με το φόβο του Θεού. Όταν όμως το πένθος προχωρήσει, ενώνεται με την αγάπη του Θεού με θαυμαστό τρόπο και καρπώνεται τη γλυκιά και αγία παρηγοριά, καθώς ο άνθρωπος που έχει πια το πένθος ως ιδιότητα γεύεται την αγαθότητα του Παρακλήτου. Αυτή η παρηγοριά είναι ανήκουστη για όσους δεν τη δοκίμασαν, γιατί είναι ανείπωτη. Αν κανείς δεν μπορεί να πληροφορήσει για τη γλυκύτητα που έχει το μέλι, εκείνους που δεν το γεύθηκαν ποτέ, πως άραγε μπορεί κανείς να περιγράψει την ηδονή της ιερής χαράς και της χάρης του Θεού σ' εκείνους που δεν τη δοκίμασαν; Και βέβαια, η αρχή του πένθους μοιάζει με επιζήτηση μνηστείας με το Θεό, που σχεδόν φαίνεται αδύνατη. Γι' αυτό και όσοι ποθούν τον Νυμφίο, πενθούν βλέποντας Τον να μη συγκατατίθεται και Του απευθύνουν κάποια λόγια σαν αυτά που προηγούνται από τη μνηστεία. Και κλαίγοντας σπαρακτικά Τον καλούν με θρήνους, επειδή δεν είναι κοντά τους κι ίσως δεν έρθει και ποτέ. Το τέλος όμως του πένθους είναι η τέλεια αγνή νυμφική ένωση. Γι' αυτό και ο Παύλος, αφού ονόμασε μέγα μυστήριο την ένωση των συζύγων σε μία σάρκα, πρόσθεσε: Εγώ βέβαια μιλώ για το Χριστό και την Εκκλησία120. Γιατί όπως οι σύζυγοι είναι μια σάρκα, έτσι και οι άνθρωποι του Θεού είναι ένα πνεύμα με το Θεό. Το ίδιο λέει κι άλλου με σαφήνεια: Όποιος συνδέεται με τον Κύριο, γίνεται, ένα πνεύμα μαζί Του121.
Που είναι λοιπόν εκείνοι που λένε ότι είναι κτιστή η χάρη η οποία κατοικεί στους Αγίους του Θεού; Ας γνωρίζουν ότι βλασφημούν εναντίον του ίδιου του Πνεύματος, το οποίο μεταδίδοντας τη χάρη ενώθηκε με τους Αγίους. Ας φέρω όμως για το θέμα μας κι ένα πιο σαφές παράδειγμα. Η αρχή του πένθους μοιάζει με την επιστροφή του άσωτου. Γι' αυτό και γεμίζει από σκυθρωπότητα τον πενθούντα και τον βάζει να λέει εκείνα τα λόγια: Πατέρα, αμάρτησα στο Θεό και σ' εσένα και δεν είμαι άξιος πια να ονομαστώ γιός σου122. Το τέλος πάλι του πένθους μοιάζει με την προϋπάντηση και τον εναγκαλισμό του ουράνιου Πατέρα, οπότε ο γιός, αντικρύζοντας τον πλούτο της άπειρης ευσπλαχνίας του Πατέρα και αποκτώντας εξαιτίας της πολλή χαρά και παρρησία, δεχόταν τα φιλήματα Του και τα ανταπέδιδε. Και περνώντας μέσα στο πατρικό σπίτι κάθισε στο τραπέζι και μαζί με τον Πατέρα απολάμβανε την ουράνια ευφροσύνη.
Ελάτε κι ας προσπέσομε κι εμείς, με τη μακαριστή φτώχεια, κι ας κλάψομε μπροστά στον Κύριο και Θεό μας123, για να Εξαλείψομε τις προηγούμενες αμαρτίες μας, να κάνομε τους εαυτούς μας ακίνητους προς την κακία και να επιτύχομε τον Παράκλητο, που θα μας χαρίζει την παράκληση Του, και θα αναπέμπομε δόξα σ' Αυτόν, μαζί με τον άναρχο Πατέρα και τον μονογενή Υιό, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων.
Αμήν.
1.Ψαλμ. 40, 5.
2. Β' Βασ. 6, 6-7.
3. Β' Πέτρ. 3, 16.
4. Σ. Σεφ. 24, 21.
5. Λουκ. 10, 42
6. Ματθ. 5, 42.
7. Α' Τω. 5, 16-17.
8. Β' Κορ. 7, 10.
9. Έφ. 5, 14.
10. Α' Πέτρ. 2, 11.
11. Ματθ. 8, 22.
12. Γεν. 2, 17.
13. Γεν. 5, 5.
14. Γεν. 3, 17-19.
15. Αποκ. 20, 14.
16. Μάρκ. 9, 44.
17. Ματθ. 8, 12.
18. Ματθ. 5, 22.
19. Ης. 1, 31.
20. Ρωμ. 8, 13.
21. Ιω. 6, 63.
22. Ίω. 6, 68.
23. Ρωμ. 7, 10.
24. Β' Κορ. 2, 15-16.
25. Α' Θεσ. 4, 17.
26. Έβρ. 6, 20.
27. Α' Πέτρ. 5, 1.
28. Α' Κορ. 15, 23.
29. Ρωμ. 8, 13.
30. Αποκ. 20, 14.
31. Ιερ. 28, 6.
32. Ρωμ. 2, 5.
33. Εβρ. 10, 31.
34. Ματθ. 20, 1-16.
35. Β' Κορ. 1, 3.
36. Ιω. 15, 1.
37. Ιω. 6, 44.
38. Ιω. 15, 1 και 5.
39. Β' Κορ. 5, 19.
40. Ματθ. 12, 36.
41. Ιω. 10, 10.
42. Ιω. 4, 36.
43. Ματθ. 22, 30. 28.
44. Λουκ. 20, 36.
45. Λουκ. 18,
46. Γεν. 2, 24.
47. Φιλιπ. 3, 20.
48. Ρωμ. 8, 7· Ίακ. 4, 4.
49. Α' Κορ. 7, 34.
50. Α' Κορ. 7, 29 και 31.
51. Ίω. 15, 1-2 και 5.
52. Λουκ. 6, 24-26.
53. Ματθ. 7, 13.
54. Α' Τιμ. 5, 5.
55. Β' Κορ. 7, 10.
56. Ματθ. 5, 3.
57. Γεν. 2, 6.
58. Ης. 10, 23.
59. Λουκ. 6, 20.
60. Ματθ. 11, 29.
61. Ρωμ. 8, 17.
62. Α' Τιμ. 6, 10.
63. Κολ. 3, 5.
64. Ματθ. 19, 24.
65. Α' Τιμ. 6, 9.
66. Λουκ. 12, 18.
67. Λουκ. 12, 15.
68. Ματθ. 6, 33.
69. Ταλμ. 37, 6.
70. Δ' Βασ. 5, 27.
71. Πράξ. 1, 18.
72. Ματθ. 6, 21.
73. Έβρ. 1, 3.
74. Ματθ. 5, 3.
75. Ψαλμ. 113, 9.
76. Ψαλμ. 122, 2.
77. Ματθ. 11, 8.
78. Φιλιπ. 3, 20.
79. Εφ. 6, 12.
80. Ψαλμ. 7, 6.
81. Ταλμ. 52, 6.
82. Ίω. 5, 44.
83. Α' Κορ. 10, 31.
84. Γαλ. 1, 10.
85. Ρωμ. 13, 14.
86. Ματθ. 15, 19.
87. Δευτ. 15, 9.
88. Γεν. 3, 6.
89. Σ. Σεφ. 9, 8.
90. Εφ. 6, 14.
91. Εβρ. 12, 14.
92. Εξ. 3, 2.
93. Ης. 26, 20.
94. Ματθ. 5, 3.
95. Ματθ. 6, 14.
96. Ματθ. 5, 4.
97. Β' Κορ. 7, 10.
98. Γεν. 2, 6.
99. Λουκ. 6, 21.
100. Α' Κορ. 2, 9.
101. Ιω. 14, 16· Α' Ίω. 2, 1.
102. Ψαλμ. 103, 15.
103. Ματθ. 5, 4.
104. Λουκ. 14, 33· Ματθ. 19, 21.
105. Ματθ. 6, 6.
106. Ταλμ. 118, 103.
107. Ταλμ. 33, 9.
108. Ταλμ. 115, 1 · Β' Κορ. 4, 13.
109. Β'Πέτρ. 1, 19.
110. Ταλμ. 103, 23.
111. Ψαλμ. 75, 5.
112. Β'Κορ. 12, 4.
113. Εξ. 24, 9-10.
114. Ματθ. 5, 3.
115. Ματθ. 7, 14.
116. Β' Κορ. 7, 10.
117. Β' Κορ. 7, 10.
118. Γεν. 2, 15.
119. Α' Τιμ. 6, 9.
120. Εφ. 5, 32.
121. Α' Κορ. 6, 17.
122. Λουκ. 15, 21.
123. Ταλμ. 94, 6.
Πηγή: Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου