
Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Τὴ χαρὰ τοῦ Ὀρθοδόξου λαοῦ τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν ἐφετινὸ ἑορτασμὸ τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ μείωσαν ὄχι λίγο οἱ πολλὲς οἰκουμενιστικὲς ἐκδηλώσεις αὐτὴ τὴν περίοδο. Ὁ Ὀρθόδοξος λαὸς δοκίμασε πολλὴ πικρία καὶ θλίψη ὄχι τυχαία. Γίνονταν καὶ ἄλλοτε οἰκουμενιστικὲς προσευχὲς καὶ λειτουργίες. Ἀλλὰ φέτος καὶ ἰδιαίτερα κατὰ καὶ μετὰ τὸ Πάσχα ὑπῆρξε πληθώρα τέτοιων ἐκδηλώσεων. Μόνο ἀπὸ τὸν ἔγκυρο ἱστότοπο aktinesblogspot.gr τῆς 27ης Ἀπριλίου 2014 πληροφορηθήκαμε γιὰ 4 οἰκουμενιστικὲς ἐκδηλώσεις: θεῖες λειτουργίες, ἑσπερινοὺς καὶ συμπροσευχές.
Συγκεκριμένα:
1. Στὸν Ὀρθόδοξο Καθεδρικὸ Ναὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου τῆς Βοστώνης (ΗΠΑ) τελέσθηκε ἀπὸ τὸν Ὀρθόδοξο Μητροπολίτη Βοστώνης κ. Μεθόδιο ἀναστάσιμη θεία λειτουργία παρουσίᾳ τοῦ παπικοῦ καρδιναλίου Sean P. O’ Malley.
2. Ἀλλὰ καὶ ὁ Μητροπολίτης Βοστώνης κ. Μεθόδιος εἶχε ἤδη μεταβεῖ στὸν Παπικὸ Καθεδρικὸ Ναὸ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τὴ Μεγάλη Τρίτη (15-4-2014).
3. Ἡ παπικὴ οἰκουμενιστικὴ κοινότητα τοῦ Ἁγίου Αἰγιδίου μαζὶ μὲ Ὀρθοδόξους καὶ Προτεστάντες ἐκπροσώπους τῶν χριστιανικῶν κοινοτήτων ποὺ ὑπάρχουν στὴ Ρώμη συγκεντρώθηκαν στὴ Βασιλικὴ τῆς Santa Maria in Trastevere μὲ τὴν εὐκαιρία τοῦ κοινοῦ Πάσχα, γιὰ νὰ συμπροσευχηθοῦν γιὰ τὴν εἰρήνη.
4. Τὴν 24-4-2014, Πέμπτη τῆς Διακαινησίμου, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος παρέστη μὲ τὴ συνοδεία του στὸν οἰκουμενιστικὸ ἑσπερινὸ ποὺ τελέσθηκε στὸν Καθεδρικὸ Ναὸ τῶν Παλαιοκαθολικῶν τῆς Οὐτρέχτης. Ἔγινε, κατὰ τὴν εἴδηση, «συμπροσευχὴ καὶ συνεκκλησιασμὸς ἀκόμη καὶ μὲ ἱέρειες». Σημειώνουμε ὅτι οἱ Παλαιοκαθολικοὶ βρίσκονται σὲ πλήρη κοινωνία μὲ τοὺς Ἀγγλικανούς, ἀπὸ δὲ τὸ 1981 θέσπισαν τὴ χειροτονία τῶν γυναικῶν.
Βέβαια δὲν εἶναι μόνο αὐτές. Εἶναι σειρὰ ἀνάλογων ἐκδηλώσεων τοῦ Πατριαρχείου Σερβίας· εἶναι ἡ συμμετοχὴ ἐκπροσώπων τῶν Πατριαρχείων Ρωσίας καὶ Ρουμανίας στὴν πρόσφατη «ἁγιοποίηση» τῶν δύο Παπῶν· εἶναι ἡ ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου ἀπὸ Παπικὸ ἱερέα καὶ Προτεστάντη πάστορα κατὰ τὸν Ἑσπερινὸ τῆς Ἀγάπης στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο... καὶ ἡ παράθεση δὲν ἔχει τελειωμό.
Αὐτὰ πληροφορήθηκε ὁ Ὀρθόδοξος λαὸς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν παραπάνω ἱστότοπο καὶ λυπήθηκε βαθύτατα. Τραυματίσθηκε καὶ διερωτήθηκε: Ποῦ ὁδηγούμαστε; Μήπως τώρα ποὺ φαίνεται πὼς ἔχει ὁδηγηθεῖ σὲ ἀδιέξοδο ὁ θεολογικὸς διάλογος Ὀρθοδόξων καὶ Παπικῶν, διότι ὁ Πάπας δὲν εἶναι διατεθειμένος νὰ ἀποστεῖ οὔτε ἕνα βῆμα ἀπὸ τὸ ἐπάρατο πρωτεῖο του, προσπαθοῦμε νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τοὺς Παπικοὺς καὶ τοὺς ἄλλους ἑτεροδόξους δι’ ἄλλης ὁδοῦ;
Τί ἔγιναν οἱ ἀποφάσεις τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων ποὺ ἀπαγορεύουν ρητῶς τὶς συμπροσευχὲς μὲ αἱρετικούς; Οἱ ἀποφάσεις αὐτὲς εἶναι ὑπεράνω ἐπισκόπων καὶ Πατριαρχῶν. Διότι εἶναι καρπὸς συνεργείας τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος καὶ τῶν ἁγίων καὶ θεοσόφων Πατέρων. Ὅλοι δὲ οἱ ἅγιοι Πατέρες ποὺ συνεκρότησαν τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους μποροῦσαν νὰ ἐπαναλάβουν ἄνετα γιὰ τὶς ἀποφάσεις τους καὶ οὐσιαστικὰ τὴ φράση: «Ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν...», κατ’ ἀπομίμησιν τῆς ἀποφάσεως τῆς ἱστορικῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου (βλ. Πράξ. ιε΄ [15] 28)· ἐπειδὴ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐπιστατεῖ καὶ Αὐτὸ ὁδηγεῖ ὅσους συνέρχονται ἐν Αὐτῷ «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰω. ιστ΄ [16] 13). Κάθε δὲ ἀπόφαση καὶ κάθε Κανόνας Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐκφράζουν τὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση. Γι’ αὐτὸ οἱ Κανόνες εἶναι αὐθεντικοί, διαχρονικοί, οἰκουμενικοί.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ προάσπιση τῆς ἀκρίβειας τῆς πίστεως εἶναι κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία ἀφιέρωσε χρόνο καὶ ὅλο τὸν δυναμισμό της. Μέσα σὲ σχεδὸν πέντε αἰῶνες, ἀπὸ τὸ 325 ἕως τὸ 787, συνεκάλεσε ἑπτὰ Οἰκουμενικὲς Συνόδους, τὸ ἔργο τῶν ὁποίων συνεπλήρωσε ἡ ἀπὸ πολλοὺς θεωρούμενη ὡς 8η Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τοῦ 879-880 ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου, ποὺ κατεδίκασε τὴν προσθήκη τοῦ Filioque καὶ τὸ Παπικὸ πρωτεῖο, καὶ ἡ ἐπίσης θεωρούμενη ὡς 9η, τοῦ ἔτους 1351, ἡ ὁποία κατεδίκασε τὸν Βαρλαὰμ τὸν Καλαβρό, ποὺ δὲν δεχόταν τὴ διάκριση οὐσίας καὶ ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ.
Τὸ βαρὺ χρέος τοῦ Ὀρθοδόξου ἐπισκόπου γιὰ τὴ διαφύλαξη τῆς καθαρότητος τῆς πίστεως ὑπογραμμίζεται καὶ ἀπὸ τὸν χρόνο ποὺ γίνεται ἡ χειροτονία του. Ὁ ἐπίσκοπος χειροτονεῖται πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τῶν βιβλικῶν ἀναγνωσμάτων τῆς θείας Λειτουργίας, γιὰ νὰ τονισθεῖ καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἡ εὐθύνη του νὰ ὀρθοτομεῖ «τὸν λόγον τῆς ἀληθείας». Καὶ βεβαίως ἡ συνεχὴς μαθητεία τοῦ ἐπισκόπου στὶς πηγὲς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, τὴν Ἁγία Γραφή, τὰ κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων, τοὺς Ὅρους καὶ Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων μας εἶναι τὸ μόνιμο καὶ ὑποχρεωτικὸ καθῆκον του.
Μὴ λησμονοῦμε δὲ ὅτι ἡ ὅποια οἰκουμενιστικὴ συμπροσευχὴ ἢ παρουσία Ὀρθοδόξων σὲ οἰκουμενιστικὴ λειτουργία εἶναι ἀπαράδεκτη καὶ ἀποτελεῖ αὐθαίρετη ἐνέργεια καὶ ξένη πρὸς τὸ Ὀρθόδοξο ἦθος, διότι ἡ πίστη εἶναι ἀλληλένδετη μὲ τὴ λατρεία, ἰδιαίτερα δὲ μὲ τὸ ἁγιότατο μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Εἶναι λοιπὸν ἀδιανόητο νὰ συμπροσεύχεται σὲ ὥρα λατρείας Ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος ἢ ἱερεὺς μὲ αἱρετικὸ ἐπίσκοπο. Δεδομένου ὅτι καὶ οἱ Παπικοὶ καὶ οἱ Προτεστάντες καὶ οἱ Παλαιοκαθολικοὶ καὶ οἱ Ἀγγλικανοὶ εἶναι σαφῶς αἱρετικοί.
Πέραν αὐτῶν ὁ Ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος χειροτονούμενος ἀπαγγέλλει ἐνώπιον τοῦ χειροτονοῦντος ἀρχιερέως, ὅλων τῶν συλλειτουργούντων ἀρχιερέων καὶ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ μάλιστα ἐνώπιον τῆς Ἁγίας Τραπέζης, τὸ σύμβολο τῆς Πίστεως, τὸ ὁποῖο διαλαμβάνει καὶ τὸ ἄρθρο: «Πιστεύω εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν». Ὅταν λοιπὸν παρευρίσκεται σὲ οἰκουμενιστικὴ λειτουργία, σὲ ποιὰ Ἐκκλησία πιστεύει; Δὲν ἀναιρεῖ τὴν ὁμολογία ποὺ ἔδωσε καὶ ἡ ὁποία εἶναι οὐσιαστικὰ ἱερὸς ὅρκος; Δὲν κινδυνεύει ἄραγε ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς ἑνὸς ἐπισκόπου καί οἱουδήποτε κληρικοῦ ἀπὸ τέτοιες ἐκδηλώσεις;
Καὶ τέλος· μὲ τὶς οἰκουμενιστικὲς λειτουργίες δὲν ἀνοίγουμε ἁπλῶς κερκόπορτα, ἀλλὰ ἀνοίγουμε αὐθαίρετα διάπλατα τὶς πύλες ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσουν στὴν καταστροφή. Οἱ Ὀρθόδοξοι ποιμένες ὀφείλουν νὰ ὑπολογίζουν τὸν σκανδαλισμὸ τοῦ ποιμνίου τους καὶ τὴν ὀλέθρια ἐντύπωση ποὺ μπορεῖ νὰ σχηματίσει ὁ ἁπλοϊκὸς πιστὸς ὅτι τίποτε δὲν μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸν παπισμό, τὸν προτεσταντισμὸ κ.τ.ὅ. Ὀνομάσαμε τὸ ἄνοιγμα αὐθαίρετο, διότι ὁ Ὀρθόδοξος ἀρχιερεὺς εἶναι ὑπόλογος ἐνώπιον ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ. Ἡ τάξη τῆς χειροτονίας ὁρίζει ὅτι ἡ τοποθέτηση τοῦ Εὐαγγελίου ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ χειροτονουμένου ἐπισκόπου πρέπει νὰ γίνεται ἔτσι, ὥστε νὰ ἐπιτίθεται τοῦτο «καὶ ἐπὶ τοῦ τραχήλου τοῦ χειροτονουμένου». Ἡ τοποθέτηση δὲ αὐτὴ συμβολίζει ὅτι ὁ χειροτονούμενος «ὑπεισέρχεται τὸν εὐαγγελικὸν ζυγόν», μπαίνει κάτω ἀπὸ τὸν ζυγὸ τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, «τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ κεφαλῆς τίθεται», γιὰ νὰ μάθει ὁ χειροτονούμενος «ὅτι τὴν ἀληθινὴν τοῦ Εὐαγγελίου τιάραν (=κάλυμμα κεφαλῆς) λαμβάνει». Καὶ ἀκόμη γιὰ νὰ μάθει ὅτι «εἰ καὶ πάντων ἐστὶ κεφαλή, ἀλλ’ ὑπὸ τούτους πράττει τοὺς νόμους, πάντων κρατῶν καὶ τῷ νόμῳ κρατούμενος, πάντα νομοθετῶν καὶ ὑπὸ νόμου νομοθετούμενος (...). Τὸ τοίνυν ἔχειν τὸν ἀρχιερέα τὸ Εὐαγγέλιον, σημεῖόν ἐστι τοῦ ὑπ’ ἐξουσίαν εἶναι». Δηλαδή· ὅτι ἂν καὶ ὁ ἐπίσκοπος εἶναι κεφαλὴ ὅλων, ὅμως ένεργεῖ κάτω ἀπὸ τοὺς εὐαγγελικοὺς νόμους· ἐξουσιάζει μὲν ὅλους, ἀλλὰ ἐξουσιάζεται ἀπὸ τὸν εὐαγγελικὸ νόμο· νομοθετεῖ ὅλα, ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος εἶναι ὑπὸ τὸν νόμο τοῦ Εὐαγγελίου. Τὸ νὰ ἔχει λοιπὸν ὁ ἀρχιερεὺς τὸ Εὐαγγέλιο στὴν κεφαλὴ εἶναι σημεῖο ὅτι εἶναι κάτω ἀπὸ ἐξουσία(*).
«Ὑπ’ ἐξουσίαν» λοιπὸν εὑρίσκεται καὶ ὁ οἱοσδήποτε Ὀρθόδοξος ἀρχιερεύς. Ἂς μὴν τὸ λησμονεῖ ποτέ. Δὲν μπορεῖ νὰ αὐθαιρετεῖ.
Ἑπομένως, ἀντὶ ν’ ἀναλισκόμαστε μὲ παρουσίες σὲ οἰκουμενιστικὲς λειτουργίες ἢ προσευχές, ἂς συνειδητοποιήσουμε ὅτι οἱ περιστάσεις μᾶς καλοῦν νὰ ἐπανέλθουμε ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι, μάλιστα δὲ ὅσοι ἀποδέχονται καὶ υἱοθετοῦν οἰκουμενιστικὲς κινήσεις καὶ ἐκδηλώσεις, στὴν τάξη. Δηλαδὴ νὰ ζήσουμε τὸ Ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικὸ καὶ ὁμολογιακὸ φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας μας. Αὐτῆς ἡ ὁποία εἶναι ἡ μόνη ποὺ διασώζει ἀλώβητη τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, τὴν Ἀποστολικὴ Παράδοση, τὴν Πατερικὴ ἐμπειρία, τὴ διδαχὴ τῶν ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ γενικὰ τὸ πρῶτο κάλλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος σωστὸς τρόπος νὰ δείξουμε τὴν ἀγάπη μας πρὸς ὅσους ἔχουν ἐκτραπεῖ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια καὶ ταλαιπωροῦνται στὸ τρικυμισμένο πέλαγος τῶν ψυχοκτόνων αἱρέσεων.
(*) Ἰω. Χρυσοστόμου, Ὁμ. εἰς τὸ ὅτι Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης εἷς ὁ νομοθέτης 4, PG 56, 404. Ἐπίσης Π. Τρεμπέλα, Μικρὸν Εὐχολόγιον, Τόμ. Α΄, Ἀθῆναι 1950, σελ. 211.
Πήγη:http://osotir.org/keimena/orthodoxi-pisti/item/33348-olethries-oikoumenistikes-ekdiloseis
Η Ημερήσια Διαταγή του Αρχηγού ΓΕΣ Αντιστράτηγου Χρήστου Μανωλά, που ανέγνωσε στη διάρκεια της τελετής για τον Προστάτη του Στρατού Ξηράς ( πλην Πυροβολικού ) Μεγαλομάρτυρος Αγίου Γεωργίου, είναι πράγματι συνειδητή καί συγκλονιστική !
Γιατί σχετικά σύντομα, μόλις σε 858 λέξεις, ο Αρχηγός δίνει το «στίγμα» του εορτασμού, τη θρησκευτική και ιστορική διάσταση αυτού, το σημερινό δυσμενές οικονομικό παρόν, αλλά και το όραμα που πρέπει ένας οργανισμός όπως ο Στρατός Ξηράς και κατ’ επέκταση οι Ένοπλες Δυνάμεις, να έχουν πάντα.
Χωρίς αλαζονεία, ή έπαρση, αλλά με τη συναίσθηση της ιστορικής άμιλλας που πάντα προηγήθηκε των λαμπρότερων στιγμών του λαού μας, κάνουμε συνείδηση αυτήν την προτροπή και τοποθετούμε τον πήχη όλο και ψηλότερα» αποτελεί το καλύτερο μήνυμα αισιοδοξίας για το αύριο, που θα έπρεπε να έχουν πάνω από τα γραφεία τους μέσα σε κάδρο, όλοι οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο (αλλά και στον ιδιωτικό) τομέα.
Για όλους αυτούς τους λόγους, παραθέτουμε αυτούσια την Η.Δ. της 23/4/2014 του Αρχηγού ΓΕΣ Αντιστρατήγου Χρ.Μανωλά
ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΓΗ ΑΡΧΗΓΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΤΗΣ 23ης ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014
« Αξιωματικοί, Ανθυπασπιστές, υπαξιωματικοί, στρατιώτες, εθνοφύλακες και πολιτικό προσωπικό του Στρατού Ξηράς.
Πιστοί, στις ηθικές αξίες και παραδόσεις του έθνους μας, εορτάζουμε σήμερα με θρησκευτική ευλάβεια και εθνική υπερηφάνεια, τη μνήμη του Μεγαλομάρτυρα και Τροπαιοφόρου Αγίου Γεωργίου, Προστάτη του ένδοξου Στρατού μας.
Ο Άγιος Γεώργιος γεννήθηκε στην Καππαδοκία το 270 μ.Χ. από πλούσιους και επιφανείς γονείς. Κατατάχθηκε στο Ρωμαϊκό στρατό σε πολύ μικρή ηλικία, επί αυτοκράτορα Διοκλητιανού και χάρη στα πλούσια προσόντα και τη μόρφωσή του, γρήγορα ανήλθε στο βαθμό του Χιλίαρχου.
Υπερασπίστηκε, με γενναιότητα και αυταπάρνηση τους Χριστιανούς, με αποτέλεσμα να έρθει σε ρήξη με τον ειδωλολάτρη αυτοκράτορα. Παρέμεινε αταλάντευτος στην πίστη του, περιφρονώντας όχι μονάχα τις απειλές, αλλά και τα αξιώματα και τα πλούτη που του προσφέρθηκαν.
Υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια, τα οποία αντιπαρήλθε με αξιοθαύμαστη αντοχή, καρτερία και αξιοπρέπεια οδηγώντας έτσι πολλούς ανθρώπους στον Χριστιανισμό.
Αποκεφαλίσθηκε στις 23 Απριλίου του 303 μ.Χ., παραδίδοντας μόνο το σώμα του στον θάνατο, καθώς εξασφάλισε την αθανασία της ψυχής, με την θυσία του στο βωμό των ιδανικών και της πίστης. Η συνείδηση του χρέους με την οποία αντιμετώπισε το μαρτύριο, τον κατέταξε πρωτοπόρο μεταξύ των Μαρτύρων της Χριστιανοσύνης.
Οι πιστοί τον τιμούν για τον ηρωισμό, την αρετή και την αυταπάρνησή του και τον υμνούν με το τροπάριο «Ως των αιχμαλώτων ελευθερωτής και των πτωχών υπερασπιστής», ενώ η βυζαντινή αγιογραφία τον απεικονίζει έφιππο και πάνοπλο, να νικά και να φονεύει, τον άγριο Δράκοντα της ειδωλολατρίας. Αυτή την εικόνα, ως σύμβολο ανδρείας, γενναιότητας, αγωνιστικότητας, μεγαλοψυχίας και πίστης, διάλεξαν για να κοσμήσει τα λάβαρά τους οι Αυτοκράτορες του Βυζαντίου, οι αγωνιστές του 1821, οι μαχητές των αγώνων της εθνικής ολοκλήρωσης και οι σύγχρονοι υπερασπιστές της εδαφικής ακεραιότητας και της εθνικής ανεξαρτησίας της χώρας.
Ο Άγιος Γεώργιος καθιερώθηκε, ως προστάτης του Στρατού μας το 1864 και έκτοτε η σεπτή του μορφή, εντυπωμένη στις ένδοξες πολεμικές σημαίες της πατρίδας μας, οδήγησε τον Στρατό μας σε λαμπρές σελίδες δόξας, θριάμβων και απαράμιλλου ηρωισμού. Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος, εορτάζουμε με λαμπρότητα τη μνήμη του Αγίου και ταυτόχρονα τιμούμε τους αθάνατους ήρωες και μάρτυρες της φυλής μας, που θυσιάστηκαν για την ελευθερία, την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα της χώρας μας.
Την επίσημη αυτή στιγμή, ας στρέψουμε ευλαβικά την σκέψη μας προς τους ηρωικούς νεκρούς μας, για να τους διαβεβαιώσουμε ότι, η θυσία τους θα μας φωτίζει και θα μας κατευθύνει στο δρόμο του καθήκοντος προς την πατρίδα, διακηρύσσοντας ταυτόχρονα, προς κάθε κατεύθυνση, ότι ο Στρατός μας έχει την ικανότητα, τη θέληση και την αποφασιστικότητα, να φανεί αντάξιος των έργων και των θυσιών των προγόνων μας και να προστατεύσει αποτελεσματικά τα εθνικά δίκαια, από κάθε επιβουλή.
Ανανεώνουμε, επίσης, την υπόσχεσή όλων μας ότι, θα συνεχίσουμε την πορεία μας στηριζόμενοι στα πανάρχαια ιδανικά της ελευθερίας και της δημοκρατίας, τα οποία ανέκαθεν οδηγούσαν τα βήματα του έθνους, στη μακραίωνη ιστορία του. Σε αυτήν την ιστορία και σε αυτά τα ιδανικά, δε βλέπουμε κάτι μακρινό και απολιθωμένο, που το τιμούμε μηχανικά και το θαυμάζουμε από συνήθεια.
Από το απώτατο παρελθόν, η προτροπή που κληροδοτούσε η μία Ελληνική γενιά, στην επόμενη, ήταν το ¨ξεπεράστε μας¨. Χωρίς αλαζονεία ή έπαρση, αλλά με τη συναίσθηση της ιστορικής άμιλλας που πάντα προηγήθηκε των λαμπρότερων στιγμών του λαού μας, κάνουμε συνείδηση αυτήν την προτροπή και τοποθετούμε τον πήχη όλο και ψηλότερα.
Η χώρα μας διέρχεται μία ιδιαίτερη οικονομική κρίση, η οποία πλήττει σοβαρά το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Είναι σημαντικό, να κατανοήσουμε, ότι αυτή η κρίση δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να επηρεάσει την αμυντική και την αποτρεπτική ικανότητα της Χώρας μας.
Αυτή η επιταγή, συνθέτει μια δύσκολη εξίσωση που πρέπει να επιλυθεί με τη βοήθεια όλων, ώστε ο ΣΞ να εξακολουθεί να συνιστά τον πλέον αξιόπιστο πυλώνα της αμυντικής ισχύος της Πατρίδας μας και συμπαραστάτη των προσπαθειών του λαού μας, για να αντιμετωπίσει, τη σημερινή δύσκολη κατάσταση. Ο Στρατός μας είναι υπόθεση καθενός από εμάς ξεχωριστά αλλά και όλων μαζί.
Αξιωματικοί, Ανθυπασπιστές, υπαξιωματικοί, στρατιώτες, εθνοφύλακες και πολιτικό προσωπικό του Στρατού Ξηράς.
Με την ευκαιρία του σημερινού εορτασμού του Προστάτη μας Αγίου Γεωργίου, σας προσκαλώ:
Να αντλήσουμε πίστη και δύναμη, από το παράδειγμα του Μεγαλομάρτυρα Αγίου Γεωργίου.
Να φανούμε αντάξιοι των προσδοκιών του Ελληνικού Λαού, αξιοποιώντας στο έπακρο αυτά που αγόγγυστα, μας διαθέτει από το υστέρημά του.
Να συνεχίσουμε με υπευθυνότητα και υψηλό φρόνημα, τις προσπάθειες για συνεχή βελτίωση του επιπέδου εκπαίδευσης και επιχειρησιακής ετοιμότητας των Μονάδων μας.
Να παραμείνουμε ενωμένοι, πειθαρχημένοι και προσηλωμένοι στα στρατιωτικά μας καθήκοντα και να είμαστε έτοιμοι υπό τη σκέπη του προστάτη μας Τροπαιοφόρου Αγίου Γεωργίου για κάθε θυσία, αν οι συνθήκες το επιβάλλουν, υπερασπιζόμενοι την εθνική ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της Πατρίδας μας.
Τέλος, σας προσκαλώ με την εργατικότητά σας, την πίστη σας στις στρατιωτικές αρετές, τη στρατιωτική αγωγή και την αγάπη σας προς την Πατρίδα, να αποδείξετε περίτρανα, ότι ο χαρακτήρας του έλληνα μαχητή, παραμένει αναλλοίωτος μέσα στους αιώνες, θωρακίζεται όσο αντιμετωπίζει δυσκολίες και παρέχει τη βεβαιότητα ότι στο τέλος, αυτός θα είναι ο νικητής.
Ατενίζοντας, τις πολεμικές Σημαίες μας, με την εικόνα του Προστάτη μας Αγίου και ερμηνεύοντας το θρόισμά τους, ως προσκλητήριο για νέους αγώνες στο στίβο του καθήκοντος, σας καλώ να ανανεώσουμε το συμβόλαιο χρέους και τιμής που έχουμε αναλάβει, απέναντι στον Ελληνικό Λαό και να αναφωνήσουμε
Ζήτω το Έθνος
Ζήτω ο Στρατός
Αντιστράτηγος Μανωλάς Χρήστος
Αρχηγός
Πολλοί νομίζουν πως το filioque [δηλ η προσθήκη της λέξεως «και εκ του πατρός» για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, στο σύμβολο της πίστεως] αποτέλεσε αιτία του σχίσματος ανάμεσα στη «Ρωμαιοκαθολική» και την Ελληνορθόδοξη Εκκλησία. Η Ιστορία αυτή, είναι ένας μύθος που πρέπει επιτέλους κάποτε να εκλείψει. Στην πραγματικότητα οι Ρωμαίοι Πάπες πολέμησαν το filioqueμόλις αυτό προστέθηκε στο Σύμβολο της Πίστεως από τους Φράγκους. Ο Πάπας Λέων Γ’ (796-816), επειδή γνώριζε από πρώτο χέρι τις πιέσεις των Φράγκων σ’ αυτό το ζήτημα, προχώρησε σε μια πράξη που φανερώνει το πλήρες μέγεθος της παπικής αντίδρασης στις φράγκικες αυθαιρεσίες. Φρόντισε ώστε το ορθόδοξο Σύμβολο της Πίστεως (χωρίς το filioque ) να αναγραφεί σε δύο ασημένιες πλάκες (μια στα λατινικά και μια στα ελληνικά) τις οποίες ανήρτησε σε ψηλό σημείο στο ναό του Αγίου Πέτρου για να είναι ευανάγνωστες από όλους τους πιστούς. Οι μεγάλες ΑΣΗΜΕΝΙΕΣ ΠΛΑΚΕΣ που έγραφαν το Ορθόδοξο σύμβολο της πίστης είχαν την επιγραφή: «HAECLEOPOSUIAMOREETCAUTELAORTHODOXAEFIDEI» δηλαδή: «Εγώ, ο Λέων βάζω εδώ (τις πλάκες) για την αγάπη και την προστασία της Ορθόδοξης Πίστης.» Σχετική αναφορά μπορείτε να βρείτε στο: VITALEONIS, LIBERPONTIFICALIS (Ed. Duchene, TII, p.26 -η πηγή είναι από βιβλιογραφία των Παπικών!)
Ο Λέων πίστεψε ότι οι Φράγκοι δε θα τολμούσαν να προσβάλουν το ιερότερο κέντρο της δυτικής Χριστιανοσύνης. Το 809 οι τελευταίοι προχώρησαν στην επίσημη καθιέρωση του filioque με τη σύνοδο του Άαχεν. Μια και ο Πάπας εξακολουθούσε να διατηρεί την Ορθόδοξη παράδοση, ο Καρλομάγνος έστειλε μια αντιπροσωπεία στη Ρώμη υπό τον μοναχό Σμάραγδο για να τον μεταπείσει. Στα πρακτικά της συνάντησης, που διασώζονται μέχρι σήμερα, φαίνεται ξεκάθαρα ότι ο Λέων αρνήθηκε κατηγορηματικά. Οι διάδοχοί του συνέχισαν να είναι αντίθετοι στο filioque μέχρις ότου οι Φράγκοι κατέλαβαν δια της βίας το Πατριαρχείο Ρώμης και εγκατέστησαν οριστικά δικό τους Πάπα (πιθανόν από το 1009 και μετά).
Άλλη μία ΑΠΑΤΗ των Φράγκων αποκαλύφθηκε το 1948 από τον μεγάλο ιστορικό F. Dvornik στο έργο του «The Photian Schism», το οποίο πλέον είναι κλασσικό. Διαβάζοντας το βιβλίο αυτό, κάθε Ρωμηός θα σοκαριστεί από τις μηχανορραφίες της δύσης, εναντίον των Ρωμηών. Σε αυτό μαθαίνουμε πως τον 12ο αιώνα οι Φράγκοι πλαστογράφησαν κάποιον δήθεν αφορισμό του Φωτίου από τον Ρωμαίο Πάπα Ιωάννη Η΄. Βεβαίως κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ! Σε αυτόν τον ψεύτικο αφορισμό στηρίχτηκαν οι θεωρίες των Φράγκων παπικών, για το Σχίσμα, μέχρι και τον εικοστό αιώνα.
Ο Ρωμαίος Πάπας Ιωάννης Η΄, δείχνει με τον βίο του, την αγάπη του στην Ρωμηοσύνη και την Ορθόδοξη πίστη. Το 873 πίεσε τον Φράγκο αυτοκράτορα Λουδοβίκο τον Ευσεβή και κατάφερε να τον κάνει να απελευθερώσει τον Ρωμηό ιεραπόστολο των Σλάβων Μεθόδιο, που ήταν φυλακισμένος στη Μοραβία από τους Φράγκους για τρία χρόνια [Obolensky Dimitri, «Η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία», Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1991, τόμ. Α΄, σ. 242]. Επίσης, αγωνίστηκε για το δικαίωμα των Σλάβων να τελούν τις ακολουθίες στη γλώσσα τους. Σε αυτή την περίπτωση ήρθε σε οξύτατη σύγκρουση με τους Φράγκους που υποστήριζαν τη θεωρία των τριών ιερών γλωσσών (εβραϊκή, ελληνική, λατινική) [Obolensky σ. 244]. Συμμετείχε δε, το 879, (όταν Πατριάρχης ήταν ο Μ Φώτιος) στην Η΄ Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη (η οποία σήμερα δεν αναγνωρίζεται από τους Φράγκους Παπικούς), στην οποία καταδικάστηκαν όσοι δεν αποδέχονταν την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, δηλαδή οι Φράγκοι (που την απέρριψαν επί Καρλομάγνου το 794) [περισσότερα στο βιβλίο: «Ρωμηοσύνη Ή Βαρβαρότητα», του Αναστ. Φιλιππίδη, σελ. 162]
Διαβάζουμε:
«Την γέννησιν του Φραγκικού Πολιτισμού περιγράφει εις επιστολήν του ο Άγιος Βονιφάτιος προς τον Πάπα της Ρώμης Ζαχαρίαν (natione Graecus) [Δηλαδή γέννημα της Magna Graecia της Κάτω Ιταλίας.] το 741. Οι Φράγκοι είχαν απαλλάξει την Εκκλησίαν της Φραγκίας από όλους τους Ρωμαίους επισκόπους και είχον αυτοκατασταθή επίσκοποι και κληρικοί διοικηταί της. Ήρπασαν την περιουσίαν της Εκκλησίας και την εχώρισαν εις τιμάρια, των οποίων την επικαρπίαν διένειμαν ως Φέουδα, συμφώνως προς τον βαθμόν που κατείχε έκαστος εις την πυραμίδα της στρατιωτικής φεουδαρχικής ιεραρχίας. Αυτοί οι Φράγκοι επίσκοποι δεν είχον Αρχιεπίσκοπον και δεν είχον συνέλθει εις σύνοδον επί 80 χρόνια. Συνήρχοντο δια τα εθνικοεκκλησιαστικά θέματα μαζί με τους βασιλείς και λοιπούς συναδέλφους οπλαρχηγούς. Κατά τον Άγιον Βονιφάτιον, ήσαν «αδηφάγοι λαϊκοί, μοιχοί και μέθυσοι κληρικοί, οι οποίοι μάχονται εις τον στρατόν με πλήρη πολεμικήν εξάρτησιν και με τας χείρας των σφάζουν χριστιανούς και ειδωλολάτρας.» [ Migne P L, 89, 744; Mansi 12, 313-314 ]
Μόλις πενηντατρία χρόνια αργότερα οι διάδοχοι αυτών των αγραμμάτων βαρβάρων προσέθεσαν το Filioque εις το Σύμβολον της Πίστεως και κατεδίκασαν την Ανατολικήν Ρωμαϊκήν Αυτοκρατορίαν ως αιρετικήν και «Γραικικήν,» εις τας Συνόδους των της Φραγκφούρτης το 794 περί εικόνων και της Ακυϊσγράνου το 809 περί της προσθήκης του Filioque εις το Σύμβολον της Πίστεως της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, και εις εποχήν μάλιστα που δεν εγνώριζον ούτε ένα Πατέρα Οικουμενικής Συνόδου. Επί 215 χρόνια, από το 794 μέχρι το 1012 οι Ρωμαίοι Ορθόδοξοι Πάπαι ηρνήθησαν να υποταχθούν εις τους Φράγκους κυρίους τους εις τα θέματα του Filioque και των εικόνων. Ο τελευταίος Ορθόδοξος Ρωμαίος Πάπας που μνημονεύεται στα δίπτυχα των υπολοίπων τεσσάρων Ρωμαίων Πατριαρχείων είναι ο Ιωάννης ΙΗ΄ (1003-1009) και ο πρώτος αιρετικός Ρωμαίος Πάπας που εξέπεσε από τα δίπτυχα, αφού προσέθεσε το Filioque στην ομολογίαν πίστεώς του, ήτο ο Σέργιος Δ΄ (1009-1012), δηλαδή 42 χρόνια πριν από το λεγόμενον σχίσμα του 1054».
[π. Ιωάννης Σ. Ρωμανίδης, «Ορθόδοξος και Βατικάνιος συμφωνία περί Ουνίας», http://www.antibaro.gr/religion/rwmanidhs_ounia.htm ]
Η κίνηση επομένως των Φράγκων να καταλάβουν την παλαιά Ρώμη και να επιβάλλουν τις απόψεις τους δεν ήταν τυχαία. Η παλαιά Ρώμη περιεβάλετο με μία αίγλη. Αν και η πόλη της Ρώμης είχε ολόκληρη μεταφερθεί, ωστόσο, η κατάληψη της παλαιάς Ρώμης θα έδινε το (ψευτο)νομικό έρισμα που χρειαζόντουσαν οι Φράγκοι για να προβληθούν ως συνεχιστές της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Επίσης η διάσπαση της Εκκλησίας, τους βοηθούσε γιατί σήμαινε αποκοπή της δύσης από την ανατολή και άρα αποκοπή της από την Νέα Ρώμη. Ήταν μία πολύ έξυπνη κίνηση.
Δρίτσας Θ.
Η ΑΓΙΑ ΜΑΣ Oρθόδοξος Εκκλησία έχουσα την συνείδησιν ότι μόνη αυτή αποτελεί την Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν, ησθάνετο πάντοτε βαρύτατον χρέος να διατηρήση ακαινοτόμητον και ανόθευτον την Αποστολικήν πίστιν και παράδοσιν. Δι' αυτό και έναντι των διαφόρων αιρέσεων ετήρει αυστηράν στάσιν μη δεχομένη να συσχηματισθή ή συνθηκολογήση με την αίρεσιν ακόμη και εις τα μικρά και δευτερεύοντα ζητήματα, θεωρούσα ότι εάν η πίστις φθείρεται εις τα μικρά, δεν μένουν ανεπηρέαστα και τα μεγάλα. Κατά τον Αγιον Γρηγόριον Νύσσης «Ούτω, τον μη δι' όλου του μυστηρίου την αληθή μόρφωσιν της ευσεβείας δεξάμενον, χριστιανόν ουκ οίδεν ο λόγος» και κατά τον Μ. Βασίλειον «Εν γαρ μικρά πλάνη πολύς ημάρτηται λόγος».
Παρεκκλίσεις δε εις την πίστιν δεν αλλοιώνουν την θεολογίαν μόνον της Εκκλησίας, αλλά διαστρέφουν και αυτήν την πνευματικήν και εκκλησιαστικήν ζωήν και δι' αυτό θέτουν εις άμεσον κίνδυνον την σωτηρίαν του ανθρώπου. Πίστις και ζωή περιχωρούνται και δι' αυτό, όταν η πίστις διαστραφή και η ζωή δεν θα μείνη ανεπηρέαστος. Ενώ δε την αίρεσιν απεστρέφετο η Εκκλησία, τους αιρετικούς ηγάπα, ευσπλαγχνίζετο, ηγωνίζετο παντοιοτρόπως δια την επιστροφήν των και, εάν μετενόουν, εχρησιμοποίει ευρύτατα την εκκλησιαστικήν οικονομίαν, δια να διευκολύνη την επάνοδόν των εις τους κόλπους της.
Την στάσιν αυτήν ετήρησεν η Εκκλησία ανέκαθεν και έναντι του παπισμού. Ησθάνετο η Εκκλησία ότι η παρέκλισις του παπισμού δεν συνίσταται μόνον εις την χρήσιν διαφόρου διοικητικού συστήματος ή διαφόρων εκκλησιαστικών εθίμων, αλλ' ότι επρόκειτο περί μιας βαθυτέρας αλλοιώσεως του ευαγγελικού πνεύματος. Οι βυζαντινοί θεολόγοι δεν ήσαν αφελείς ούτε φανατικοί και εξτρεμισταί, όταν έγραφον αξιολόγους πραγματείας δια να αποδείξουν την αίρεσιν του Filioque. Η και «εκ του Υιού» εκπόρευσις του αγίου Πνεύματος εισάγει την διαρχίαν ή τον ημισαβελλιανισμόν εις την αγίαν Τριάδα, υποτιμά το Αγιον Πνεύμα και παραποιεί όλην την Τριαδολογίαν, ως ορθώς παρατηρεί ο Βλαδίμηρος Λόσκι: «Εάν εις την πρώτην περίπτωσιν (την του Filioque) η πίστις αναζητή την νόησιν δια να μεταθέση την αποκάλυψιν επί του πεδίου της φιλοσοφίας, εν τη δευτέρα περιπτώσει (εν τη Ορθοδόξω Τριαδολογία) η νόησις αναζητεί τας πραγματικότητας της πίστεως, δια να μεταμορφωθή, παραδιδομένη επί μάλλον εις τα μυστήρια της αποκαλύψεως. Επειδή το δόγμα της Τριάδος αντιπροσωπεύει την ουσίαν πάσης θεολογικής σκέψεως, ανερχόμενον εκ της περιοχής, την οποίαν οι Έλληνες Πατέρες ωνόμαζον κατ' εξοχήν θεολογίαν, αντιλαμβάνεται τις ότι μία διαφορά επί του ουσιώδους τούτου σημείου, όσον ασήμαντος και εάν παρουσιασθή εκ πρώτης όψεως, έχει μίαν τόσο αποφασιστικήν σημασίαν» («Κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν», Μεταφρ. Μ. Γ. Μιχαηλίδη).
Πρόκειται περί «ενός φιλοσοφικού ανθρωπομορφισμού ο οποίος δεν έχει τίποτε το κοινόν με τον θεοφανειακόν ανθρωπομορφισμόν της Βίβλου». «Δια του δόγματος του Filioque ο Θεός των φιλοσόφων και των επιστημόνων εισάγεται εις τους κόλπους του ζώντος Θεού, λαμβάνει την θέσιν του Deus Ubskonditus, όστις «έθετο σκότος αποκρυφήν αυτού». Η άγνωστος ουσία του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος δέχεται χαρακτηρισμούς θετικούς. Γίνεται το αντικείμενο μιας φυσικής θεολογίας: Είναι εις «γενικός Θεός» ο οποίος θα ηδύνατο να είναι εξ ίσου ο Θεός του Descardes ή του Leibnitz και ακόμη -τις είδε- πιθανόν, έν τινι μέτρω, ο Θεός του Βολταίρου και των αποχριστιανισθέντων θεϊστών του 18ου αιώνος».
Δια του Filioque δηλαδή, η Δύσις προσεπάθησε να κατανοήση «λογικώς» το μυστήριον της Αγίας Τριάδος καταργούσα την αντινομίαν του Τριαδικού μυστηρίου και δεικνύουσα τον ανθρωποκεντρικόν χαρακτήρα της θεολογίας της.
Η αίρεσις του Filioque έχει τας συνεπείας της εις την εκκλησιαστικήν και την προσωπικήν ζωήν, αι οποίαι γίνονται επίσης ανθρωποκεντρικαί.
Το Αγιον Πνεύμα και Εκείνος δια τον οποίον μαρτυρεί, ο Χριστός, παραμερίζονται. Δίδεται περισσοτέρα σημασία εις την ανθρωπίνην προσπάθειαν παρά εις την Θείαν Χάριν, εις την οργάνωσιν και το σύστημα παρά εις την ζωοποιούσαν Χάριν του Θεού. Ο αλάθητος πάπας της Ρώμης αντικαθιστά, εν πολλοίς, τον Χριστόν και θεωρείται ως «πηγή ενότητος» δια την Εκκλησίαν. Ο αγών, η άσκησις δια την σωτηρίαν του Χριστιανού προσλαμβάνει επίσης ανθρωποκεντρικόν χαρακτήρα. Αι πνευματικαί ασκήσεις του Ιγνατίου Λοϋόλα είναι χαρακτηριστικόν παράδειγμα του πνεύματος αυτού. Μία σύγκρισις του έργου αυτού με την εν Χριστώ ζωήν του Νικ. Καβάσιλα αποκαλύπτει την διάφορον θεώρησιν του αγώνος δια την σωτηρίαν. Την ανθρωποκεντρικήν δυτικήν και την θεανθρωποκεντρικήν Ορθόδοξον και αληθώς καθολικήν. Εις τον πρώτον τονίζονται τα έργα του άνθρωπου, εις τον δεύτερον η συνεργεία ανθρωπίνης προσπαθείας και Θείας Χάριτος.
Εφ' όσον δε το Αγιον Πνεύμα έπαυσε να ζωοποιή και να φωτίζη τους ποιμένας και τους θεολόγους του παπισμού, ήτο φυσικόν ότι η μία διαστροφή θα ηκολούθει την άλλην.
Η σωτηριολογία των είναι δικανική και βασίζεται εις διδασκαλίαν περί της πτώσεως του ανθρώπου επίσης πεπλανημένην, διότι χωρίζει οξέως την φύσιν από την Χάριν. Σωτηρία εις την Ορθόδοξον Πατερικήν Παράδοσιν σημαίνει συγχώρησιν, ζωοποίησιν και θέωσιν του νεκρού εν τη αμαρτία ανθρώπου δια της ενσάρκου Οικονομίας του Υιού του Θεού. Εις την Δύσιν η σωτηρία περιορίζεται μόνον εις την δικανικήν (νομικήν) ικανοποίησιν της τρωθείσης εκ της αμαρτίας του ανθρώπου θείας δικαιοσύνης δια του σταυρικού θανάτου του Χριστού. Ο Χριστός έπρεπε να πάθη, δια να ικανοποιήση την δικαιοσύνην του Θεού.
Όλον το πρόβλημα είναι πώς ο ωργισμένος δια την παρακοήν του ανθρώπου Θεός θα εξευμενισθή απέναντι του ανθρώπου και θα του παράσχη την εύνοιάν του και όχι πώς ο χωρισμένος από τον Θεόν και δι' αυτό νεκρός άνθρωπος θα επανασυνδεθή με τον Θεόν, θα ζωοποιηθή και θα θεωθή. Η θέωσις ως σκοπός της ζωής του ανθρώπου εχάθη εις την Δύσιν. Προέχει «η δικαίωσις» από νομικής απόψεως. Η νοσηρά προσήλωσις εις τον σταυρόν χωρίς παράλληλον θέαν της Αναστάσεως και της Μεταμορφώσεως κάνουν όλον τον δυτικόν Χριστιανισμόν «σταυρώσιμον». Δεν υπάρχει ο σταυροαναστάσιμος χαρακτήρ της Ορθοδοξίας.
Το «άγχος» και η «απελπισία» του δυτικού ανθρώπου φαίνεται να απορρέουν από αυτήν την «σταυρικήν» μονομέρειαν. Εις τον δυτικόν υπαρξιακόν φιλόσοφον Kirkegaard συνοψίζεται η αγχώδης κατάστασις του δυτικού Χριστιανισμού. Ο άνθρωπος κατά τον ανωτέρω φιλόσοφον είναι άνθρωπος, διότι έχει άγχος. Αντιθέτως την Ορθόδοξον σταυροαναστάσιμον ζωήν εκφράζει χαρακτηριστικώς ο Αγιος Σεραφείμ του Σαρώφ, ο οποίος μετά από αυστηράν άσκησιν έγινε κοινωνός του Φωτός της Θείας Μεταμορφώσεως και έζη την χαράν της Αναστάσεως. Την χαράν αυτήν μετέδιδε εις τους πλησιάζοντας αυτόν απευθύνων εις αυτούς αντί άλλου χαιρετισμού το «Χριστός Ανέστη, χαρά μου».
Η έλλειψις της εμπειρίας του Θαβωρίου Φωτός και των ακτίστων ενεργειών εις τους δυτικούς, δια των οποίων ο άνθρωπος θεούται και κοινωνεί της αγίας Τριάδος, τους ωδήγησεν εις την πεπλανημένην διδασκαλίαν, ότι η Θεία Χάρις είναι κτιστή και συνεπώς είναι αδύνατος η εμπειρία του Θεού και η Θέα της δόξης του. Είναι γνωστή η αντίδρασις της Ορθοδοξίας του 14ου αιώνος κατά της νέας αυτής αιρέσεως εν τω προσώπω του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Εάν η Χάρις είναι κτιστή, ο χριστιανός είναι καταδικασμένος να μη δύναται να μετάσχη της θεώσεως. Πώς είναι δυνατόν να θεώση τον άνθρωπον η κτιστή Χάρις; Πρόκειται περί ενός νέου τύπου αρειανισμού, δια τον οποίον τόσον ηρωϊκώς ηγωνίσθη ο γνωρίσας εκ προσωπικής πείρας την Χάριν της θεώσεως αγιορείτης Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Η Δύσις μέχρι σήμερον επιμένει εις την πλάνην αυτήν με αποτέλεσμα να αφήνη τον άνθρωπον και τον κόσμον εκτός της θείας ζωής.
Η σχέσις του Θεού με τον άνθρωπον και τον κόσμον δια τους δυτικούς ημπορεί να είναι ηθική μόνον και όχι σχέσις χάριτος και ζωής. Τα μυστήρια, και κυρίως η θεία Ευχαριστία, το Βάπτισμα, η Ιερωσύνη γίνονται δικανικά μέσα σωτηρίας. Η Εκκλησία εκπίπτει εις νομικόν ίδρυμα παροχής της σωτηρίας και της κτιστής Χάριτος. Εις την ίδρυσιν της Εκκλησίας προηγείται ο νομικός θεσμός και έπεται η μυστηριακή της συγκρότησις. Εις την Ορθοδοξίαν αντιθέτως, προηγείται η μυστηριακή συγκρότησις της Εκκλησίας, η οποία ασφαλίζεται και εκφράζεται δια των Κανονικών θεσμών. Εντεύθεν και το Κανονικόν Δίκαιον της Ορθοδοξίας, ως και πάντα τα της Ορθοδοξίας άγια δόγματα, θεσμοί, παραδόσεις είναι θεανθρώπινα, ενώ το δίκαιον του παπισμού διακρίνεται οξέως εις θείον (Jus Divinum) και ανθρώπινον (Jus Humanum). Απτόν παράδειγμα της νομικίστικης θεωρήσεως της σωτηρίας είναι ο τρόπος ασκήσεως του μυστηρίου της Μετανοίας εις τους Ρωμαιοκαθολικούς. Η μετάνοια και εξομολόγησις γίνεται ως μία δίκη. Ο εξομολογούμενος λέγει τα αμαρτήματά του χωρισμένος και άγνωστος εις τον πνευματικόν (εις τους γνωστούς ξύλινους θαλαμίσκους) και λαμβάνει τα επιτίμια και την άφεσιν. Δεν υπάρχει δηλαδή προσωπική ποιμαντική σχέσις και εκκλησιαστική κοινωνία, αλλά νομική και απρόσωπος σχέσις. Προέχει η νομική δικαίωσις του αμαρτωλού και όχι η συγχώρησις, επάνοδος και αποκατάστασίς του εις το πατρικόν σπίτι (Εκκλησίαν) και την πατρικήν αγκάλην. Σχεδόν όλα τα δόγματα και αι παραδόσεις της Εκκλησίας διαστρέφονται από τους δυτικούς.
Η περί Θεοτόκου Ορθόδοξος διδασκαλία εκπίπτει εις «Μαριολογίαν». Η Θεοτόκος χωρίζεται από το ανθρώπινον γένος δια της «ασπίλου συλλήψεως». Δεν είναι ο ευκλεής καρπός του εκλεκτού λείμματος του ανθρωπίνου γένους, αλλά κάτι το ξεχωρισμένον από την όλην ανθρωπότητα. Χάνει την οικειότητά της και αποξενούται από την ανθρωπίνην οικογένειαν.
Αλλά και αυτή η περί εσχάτων διδασκαλία δεν μένει αβλαβής. Εις την διδασκαλίαν περί του καθαρτηρίου πυρός και των αφέσεων, χορηγουμένων υπό του πάπα, φαίνεται επίσης ο δικανικός χαρακτήρ.
Πόσον ανθρωποκεντρική είναι η Δύσις μαρτυρεί η τέχνη της, η μουσική, η αρχιτεκτονική και κυρίως η αγιογραφία. Φθάνει δια να συγκρίνη τις μίαν βυζαντινήν ορθόδοξον εικόνα με ένα δυτικόν θρησκευτικόν πίνακα ή άγαλμα, δια να ίδη πόσον ανθρωποκεντρισμόν εκφράζει. Η Ορθόδοξος «εικών» αληθώς εικονίζει τον Θεάνθρωπον Χριστόν και τα μεταμορφωμένα πρόσωπα της Θεοτόκου και των αγίων μέσα εις τον επίσης μεταμορφωμένον από την Ακτιστον Χάριν κτιστόν κόσμον. Αντιθέτως εις την δυτικήν ζωγραφικήν παράστασιν ο Χριστός φαίνεται ως άνθρωπος, και η Θεοτόκος και οι Αγιοι ως κοινοί, μη μεταμορφωθέντες άνθρωποι. Και η φύσις παρουσιάζεται «νατουραλιστικούς», χωρίς μετοχήν εις το άκτιστον φως.
Εκεί όμως όπου εναργέστερα εκδηλούται ο δικανικός και ανθρωποκεντρικός χαρακτήρ του παπισμού είναι το σύστημα διοικήσεως της Εκκλησίας.
Είναι γνωστόν ότι η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία ακολουθεί το αποστολικώς παραδοθέν συνοδικόν σύστημα διοικήσεως, το οποίον εκφράζει το μυστήριον της Εκκλησίας ως μυστήριον Τριαδικής και θεανθρωπίνης εν Χριστώ κοινωνίας, ως διαγορεύει ο 34ος Αποστολικός Κανών: «Ούτω γαρ ομόνοια έσται, και δοξασθήσεται ο Θεός, δια Κυρίου εν Αγίω Πνεύματι, ο Πατήρ και ο Υιός, και το άγιον Πνεύμα». Η Εκκλησία είναι εικών της Αγίας Τριάδος. Η Εκκλησία ζη εις όλας τας διαστάσεις της (Οικουμενική Σύνοδος, Πατριαρχεία, Τοπικαί Σύνοδοι, Επισκοπαί, Ενορίαι, Ιεραί Μοναί) συνοδικώς, δηλαδή τριαδικώς το μυστήριον της Εκκλησίας. Τυχόν δε εκτροπαί από του κανόνος αυτού δεν υιοθετήθησαν υπό της Εκκλησίας, ούτε έγιναν δόγματα πίστεως αναγκαία δια την σωτηρίαν των πιστών. Αλάθητος εις την Ορθοδοξίαν δεν είναι εις άνθρωπος, αλλά η Εκκλησία. Αντιθέτως εις την Δύσιν η τριαδική συνοδική αρχή αντικατεστάθη δια της αντιτριαδικής ολοκληρωτικής παπικής συγκεντρωτικής αρχής. Ο ρωμαίος ποντίφιξ εκηρύχθη με μίαν εωσφορικήν υπερηφάνειαν «αλάθητος» και υπέρτατος αρχή της Εκκλησίας.
Ιδού με ποίαν υπερφίαλον γλώσσαν ο πάπας Πίος Θ' εκήρυξε το «αλάθητον» και το «πρωτείον» του κατά την Α' Σύνοδον του Βατικανού: «Εάν τις νομίση ότι ο ρωμαίος ποντίφιξ έχει ως έργον του την εποπτείαν και διοίκησιν, ουχί δε την πλήρη και υπερτάτην δικαιοδοσίαν εν απάση τη Εκκλησία ου μόνον εν τοις αφορώσι τα της πίστεως και των ηθών, αλλά και εν τοις την πειθαρχίαν και διοίκησιν της καθ' άπασαν την οικουμένην Εκκλησίας, ή ότι απολαύει μεν ούτος τοιούτων κρειττόνων προνομιών, ουχί δε του συνόλου της υπερτάτης ταύτης δυνάμεως και ισχύος, ή ότι η δύναμις αυτού δεν είναι τακτική και απεριόριστος, είτε εν πάσαις και ταις κατά μέρος Εκκλησίαις, είτε εν πάσι και τοις κατά μέρος πιστοίς ποιμέσιν, ανάθεμα έστω... Διδάσκομεν και ως θεόθεν αποκαλυφθέν δόγμα ορίζομεν: Ο ρωμαίος ποντίφιξ, λαλών εκ καθέδρας (Cum ex cathedra loquitur), τουτέστιν, όταν επιτελών ούτος τα του ποιμένος και διδασκάλου πάντων των χριστιανών, ορίζει, τη υπερτάτη αυτού αποστολική αυθεντία την τηρητέαν υπό συμπάσης της Εκκλησίας διδασκαλίαν έν τε τη πίστει και εν τοις ήθεσι, θεία συνάρσει τη επηγγελμένη αυτώ τω μακαρίω Πέτρω απολαύει του αυτού αλαθήτου, ώπερ ο θείος Λυτρωτής ηυδόκησεν, ίνα καθοπλίση την εαυτού Εκκλησίαν, ορίζουσαν τα της πίστεως και των ηθών΄ τούτου δε ένεκα αι τοιαύται αποφάσεις του ρωμαίου ποντίφικός εισιν εξ εαυτών και ουχί εκ της συναινέσεως της Εκκλησίας αμετάτρεπτοι.
Εάν δε τις, όπερ ο Θεός είθε να αποτρέψη, εκ προκαταλήψεως διανοηθή να αντείπη τη ημετέρα ταύτη αποφάνσει, ανάθεμα έστω».
Με τον «παντοδύναμον» πάπαν του ο παπισμός σκοπεύει να κατακτήση τον κόσμον. Η υποχρεωτική αγαμία του κλήρου και τα ποικίλα «κοινωνικά» μοναχικά τάγματα έρχονται να υπηρετήσουν τον σκοπόν αυτόν. Η Ορθοδοξία αντιθέτως σκοπεύουσα όχι εις την κατάκτησιν, αλλά την μεταμόρφωσιν του κόσμου ούτε την υποχρεωτικήν αγαμίαν του κλήρου επέβαλεν ούτε τον μοναχισμόν από ησυχαστικόν μετέβαλεν εις κοινωνικόν και της δράσεως. Εις την «θεοποιόν» ησυχίαν ο μοναχός μεταμορφώνεται και μυστικώς μεταμορφώνει τον κόσμον και δι' αυτού «η Βασιλεία του Θεού ουκ έρχεται μετά παρατηρήσεως».
Είναι αυτονόητον ότι όλη η διεστραμμένη παπική ερμηνεία του Χριστιανισμού εις την Δύσιν είχε τας συνεπείας της εις την ιστορίαν, τον πολιτισμόν και τον εν γένει βίον και προσανατολισμόν των διαφόρων λαών, με τους οποίους ήλθεν εις σχέσιν ο παπισμός. Όλοι γνωρίζομεν πόσον εταλαιπωρήθη η Δύσις από τας παποκαισαρικάς αξιώσεις, αι οποίαι ωδήγησαν εις αλλεπαλλήλους πολέμους επί διακόσια περίπου έτη (ήρχισαν το 1075 επί πάπα Γρηγορίου Ζ') και είναι γνωστοί ως ο περί περιβολής αγών του παπισμού. Αι παποκαισαρικαί αξιώσεις συνοψίζονται εις όσα είπεν ο πάπας Ιννοκέντιος Γ' (1198 - 1216) κατά τον ενθρονιστήριον λόγον του: «Ο έχων την νύμφην, είπεν, είναι ο νυμφίος. Αλλά η νύμφη αύτη (η Εκκλησία) δεν συνεζεύχθη με κενάς τας χείρας, αλλά προσέφερεν εις εμέ ασύγκριτον πολύτιμον προίκα, δηλονότι την πληρότητα των πνευματικών αγαθών και την ευρύτητα των κοσμικών, το μεγαλείον και την αφθονίαν αμφοτέρων... Ως σύμβολον των κοσμικών αγαθών μοι έδωσε το Στέμμα, την Μίτραν υπέρ της Ιερωσύνης, το Στέμμα δια την βασιλείαν και με κατέστησεν αντιπρόσωπον Εκείνου εις το ένδυμα και τω μηρώ του οποίου εγράφη: ο Βασιλεύς των βασιλέων και Κύριος των κυρίων».
Καρπός του ολοκληρωτικού και αντιευαγγελικού πνεύματος του παπισμού είναι η Ιερά εξέτασις, δια της οποίας εβασανίσθησαν και εκάησαν χριστιανοί κληρικοί και λαϊκοί τολμήσαντες να διαφωνήσουν προς τον παπισμόν.
Ο Ντοστογιέφσκυ εις τον Μέγαν Ιεροεξεταστήν του αποκαλύπτει το ανελεύθερον πνεύμα του παπισμού.
Ο παπισμός κατήντησε κοσμικόν κράτος με στρατόν, οικονομίαν, διπλωματίαν. Μέχρι σήμερον το Βατικανόν είναι κράτος, ασκεί διπλωματίαν και επηρεάζει την διεθνή οικονομίαν δια συμμετοχής εις μεγάλας εταιρείας και επιχειρήσεις.
Εξ αντιδράσεως προς τον παπισμόν προήλθεν ο Προτεσταντισμός, ο οποίος μετέφερε το «αλάθητον» από τον πάπαν εις έκαστον προτεστάντην, αφού κάθε προτεστάντης θεωρείται ότι δύναται να ερμηνεύη την Αγίαν Γραφήν ορθώς, ανεξαρτήτως της παραδόσεως της Εκκλησίας. Έτσι ο ανθρωποκεντρισμός του παπισμού με άλλον σχήμα εισήλθεν εις τον Προτεσταντισμόν.
Συγκρίνων την Δυτικήν Εκκλησίαν προς τον Προτεσταντισμόν ο άγιος πατήρ ημών Νεκτάριος Πενταπόλεως ευρίσκει ως κοινόν σημείον τον ατομικισμόν. «Μόνη δε διαφορά μεταξύ των δύο αυτών συστημάτων είναι η εξής: Εν μεν τη Δυτική Εκκλησία το άτομον, ήτοι ο Πάπας, συγκεντροί περί εαυτόν πολλά βωβά και ανελεύθερα πρόσωπα συμμορφούμενα εκάστοτε προς τας αρχάς και τα φρονήματα του επικαθημένου ατόμου. Εν δε τω Προτεσταντισμώ η Εκκλησία συνεκεντρώθη περί το άτομον. Όθεν, η Δυτική Εκκλησία είναι άτομον και ουδέν πλέον. Αλλά τίς δύναται να εγγυηθή ημίν περί της ομοφροσύνης όλων των Παπών; Αφού δε πας Πάπας κρίνει περί του ορθού κατά το δοκούν αυτώ και ερμηνεύει την Γραφήν, ως βούλεται, και αποφθεγματίζεται, ως θεωρεί ορθόν, κατά τί διαφέρει ούτος των παντοίων δογματιστών της Προτεσταντικής Εκκλησίας; οποία διαφορά των αρχόντων; Ίσως εν μεν τη των Προτεσταντών έκαστον άτομον αποτελεί μίαν Εκκλησίαν, εν δε τη Δυτική όλην την Εκκλησίαν αποτελεί εν άτομον, ουχί πάντοτε το αυτό, αλλ' αείποτε έτερον».
Αλλά και η Ανατολή δεν εταλαιπωρήθη ολιγώτερον από τον παπισμόν. Ας ενθυμηθώμεν τας σταυροφορίας, τους βιαίους προσηλυτισμούς και τας εξοντώσεις Ορθοδόξων λαών, την επαίσχυντον ουνίαν, η οποία δια δολίων μέσων προσηλυτίζει ορθοδόξους εις τον παπισμόν. Όχι προ πολλών ετών η ουνία ιδρύσασα διαφόρων τύπων ουνιτικάς «εκκλησίας» κατέφαγε μέγα μέρος του Πατριαρχείου της Αντιοχείας. Πλήθος δε Σλαύων Ορθοδόξων βιαίως προσηρτώντο εις τον παπισμόν, οσάκις αι πολιτικαί συνθήκαι επέτρεπον τούτο εις το Βατικανόν. Κατά τον Β' Παγκόσμιον πόλεμον 800.000 Ορθοδόξων Σέρβων εθανατώθησαν υπό των παπικών, διότι ηρνήθησαν να προσέλθουν εις τον παπισμόν. Σέρβοι Ορθόδοξοι διασωθέντες από τον θάνατον μου ωμίλησαν με φρίκην δια την φοβεράν γενοκτονίαν των Σέρβων Ορθοδόξων. Όλα δε αυτά εν ονόματι του «Αλαθήτου Τοποτηρητού» του Χριστού επί της γης.
Η αθεΐα εξ άλλου, που πλήττει σήμερον τον δυτικόν κόσμον, θεωρείται ως αντίδρασις εις την διεστραμμένην περί Θεού διδασκαλίαν των δυτικών. Αυτός ο ίδιος ο παπισμός ευρίσκεται εις πνευματικόν αδιέξοδον και φοβεράν εσωτερικήν κρίσιν εκδηλουμένην και δια του αυτοαποσχηματισμού πολλών κληρικών του.
Μετά την σύντομον αυτήν ανάλυσιν δυνάμεθα να κατανοήσωμεν διατί οι Ορθόδοξοι εξεδήλωσαν τόσον ζωηράν αντίθεσιν προς τας δυτικάς κακοδοξίας από της εμφανίσεώς των.
Ο Κύριος δεν έχυσε το Πανάγιον αίμα Του, δια να ιδρύση εν θρησκευτικόν ανθρωποκεντρικόν σύστημα, ένα θρησκευτικόν ολοκληρωτισμόν. Δια του παπισμού κατισχύει ο νόμος του ανθρώπου έναντι της πίστεως εις τον Ιησούν Χριστόν και έτσι γίνεται μετάθεσις από της ελπίδος του ευαγγελίου εις έτερον ευαγγέλιον «κατ’ άνθρωπον».
Δι' αυτό και όλοι οι άγιοι και θεολόγοι της Εκκλησίας μας ωμίλησαν με πολύ αυστηράν γλώσσαν δια τον παπισμόν αισθανόμενοι την ουσιώδη εκτροπήν ή και ανατροπήν του ευαγγελίου του Χριστού από τους δυτικούς.
Ο άγιος Φώτιος ηγωνίσθη σθεναρώς, ως γνωρίζομεν, κατά του το πρώτον επί των ημερών του επισήμως εμφανισθέντος Filioque και ωμίλησε πολύ αυστηρώς δι' αυτό: «Ο Κύριος και ο Θεός ημών φησί, το Πνεύμα, ο παρά του Πατρός εκπορεύεται· οι δε της καινής ταύτης δυσσεβείας πατέρες, το Πνεύμα, φησίν, ο παρά του Υιού εκπορεύεται. Τίς ου κλείσει τα ώτα προς την υπερβολήν της βλασφημίας ταύτης; Αύτη κατά των Ευαγγελίων ίσταται, προς τας αγίας παρατάσσεται Συνόδους, τους μακαρίους και αγίους παραγράφεται Πατέρας, τον Μέγαν Αθανάσιον, τον εν θεολογία περιβόητον Γρηγόριον, την Βασίλειον της Εκκλησίας στολήν, τον Μέγαν Βασίλειον, το χρυσούν της οικουμένης στόμα, το της σοφίας πέλαγος, τον ως αληθώς Χρυσόστομον. Και τί λέγω τον δείνα ή τον δείνα; Κατά πάντων ομού των αγίων προφητών, αποστόλων, ιεραρχών, μαρτύρων και αυτών των Δεσποτικών φωνών η βλάσφημος αύτη και θεομάχος φωνή εξοπλίζεται».
Όταν ο πάπας Σέργιος ο Δ' τω 1009 εις την ενθρονιστικήν επιστολήν του παρέθεσε το Σύμβολον μετά της προσθήκης του Filioque, ο σύγχρονός του πατριάρχης Κων/λεως Σέργιος διέγραψε το όνομα του πάπα εκείνου εκ των διπτύχων, έκτοτε δε δεν ανεγράφη έτερον παπικόν όνομα εις τα δίπτυχα.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο Θεολόγος των ακτίστων ενεργειών του Θεού, δια του μεγαλειώδους θεολογικού του έργου απεκάλυψε τον κίνδυνον των λατινικών δοξασιών περί «κτιστής χάριτος» και έμεινε εις την ιδίαν γραμμήν με τον ιερόν Φώτιον, όσον αφορά εις την κριτικήν κατά του Filioque, πιστεύων ότι τούτο υποβιβάζει το Αγιον Πνεύμα: «Ο λέγων δύο αρχάς επί Θεού, ότι ο Υιός εκ της αρχής αρχή εστί, ει μεν κατά το δημιουργικόν φησί, προς τω και άλλως μη συμβαίνειν τη καθ' ημάς ομολογία, και το Πνεύμα το Αγιον εκβάλλει της δημιουργικής δυνάμεως, ταυτό δε ειπείν και της Θεότητος· το γαρ μη δημιουργικόν, ουδέ Θεός». Δια τον Βαρλαάμ λέγει ότι ελθών εις την Ορθοδοξίαν δεν εδέχθη «οντινούν σχεδόν αγιασμόν από της ημετέρας Εκκλησίας... τους εκείθεν απομάττοντα σπίλους».
Κατά των αντιευαγγελικών και αντιπαραδοσιακών παπικών πλανών ηγωνίσθησαν και έτεροι διαπρεπείς ιεράρχαι, ιερωμένοι, μοναχοί και λαϊκοί της Αγιωτάτης Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, εν οις ο Ιωσήφ Βρυέννιος, ο άγιος Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός, ο όσιος Μελέτιος ο Γαλησιώτης ο ομολογητής και έτεροι πολλοί επισφραγίσαντες την ομολογίαν των και δια πολλών διωγμών, βασανιστηρίων, φυλακίσεων, εξοριών και θανάτων, τους οποίους υπέστησαν, χάριν της Αληθείας. Του οσίου Μελετίου ο λατινόφρων αυτοκράτωρ Μιχαήλ Η' ο Παλαιολόγος έκοψε την γλώσσαν, του δε οσίου Γαλακτίωνος του Γαλησιώτου εξώρυξε τους οφθαλμούς δια πεπυρακτωμένου σιδήρου λόγω της πεπαρρησιασμένης αντιπαπικής ομολογίας των.
Οι αγιορείται μοναχοί ακολουθούντες τον άγιον Γρηγόριον τον Παλαμάν ηγωνίσθησαν σθεναρώς κατά των λατινοφρόνων. Κατά τον Ιωάννην Μαμαλάκην: «Επειδή δε και ο ίδιος (Μιχαήλ VIII ο Παλαιολόγος) έβλεπεν, ότι τα υπέρ της ενώσεως επιχειρήματά του ήσαν ασθενή, ετόνιζεν εις την προς τους Αγιορείτας επιστολήν του, ότι από «οικονομίαν», δια να εξοικονομηθώσι δηλαδή αι περιστάσεις, έπρεπε να γίνη η ένωσις των εκκλησιών.
Οι Αγιορείται όμως, αίτινες υπέρ παν άλλο έθετον την πίστιν εις την διδασκαλίαν της ορθοδόξου εκκλησίας, εις τας αποφάσεις των συνόδων και εις τα υπό των πατέρων αυτής υποστηριζόμενα, αν και απήντησαν με άκρον σεβασμόν προς τον αυτοκράτορα, υπεστήριξαν όμως ευθαρσώς τας απόψεις αυτών, αι οποίαι διέφερον ριζικώς από τας του αυτοκράτορος. Με το βασικόν επιχείρημα «ο... της υγιούς πίστεως και το βραχύ ανατρέπων το παν λυμαίνεται», ζητούσι να αποδείξωσιν ότι και η χρησιμοποίησις αζύμων δια την θείαν μετάληψιν υπό των Δυτικών, έχουσα την πηγήν της από την Ιουδαϊκήν Θρησκείαν, και η προσθήκη εις το σύμβολον της πίστεως του «και εκ του υιού» ήσαν αντίθετα προς αυτήν την διδασκαλίαν του Ιησού Χριστού και προς τας αποφάσεις των συνόδων και προς την διδασκαλίαν των πατέρων και γενικά προς την παράδοσιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας. «Συ δε και των πατέρων και του μονογενούς αυτού, πλέον τι ιδείν και μυηθήναι εφρόνησας. Ούτως εξ απονοίας, και τω μη πειθαρχείν τω Χριστώ θεσπίζοντι, άνω και κάτω τίθης τα ιερά δόγματα, και νυν μεν την κάτω και περί ημας δεσποτική οικονομίαν, νυν δε την ανωτάτην και Θεαρχικήν θεολογίαν, ταις μειώσεσί τε και προσθήκη καταρρυπαίνων, την πίστιν συγχέεις, μάλλον δε τίνα καινήν πίστιν εισάγεις και έτερον ευαγγέλιον». Κατηγορούντες ούτω δριμέως τον αυτοκράτορα, συνεχίζουσιν:
«Αλλ' ουχί προφανώς τούτο το δόγμα του σατανά, διαρχίαν άθεον παρεισάγον, και το πνεύμα υποδιβάζων; ...ει γαρ η του Πατρός μεν γονιμότης διττή, κατά τε γέννησιν και προβολήν, αύτη δε, ως φης, μη ιδίωμα της του Πατρός υποστάσεως, αλλά φύσεως, πώς τω υιώ μεν εξ ημισείας έσται, τω πνεύματι δε ουδόλως; είπερ όσα της φύσεως κοινά κοχί των τριών απαραλλάκτων Θεαρχικών υποστάσεων και υιώ και πνεύματι, μείωσις των επικοίνων εσείται ούτως... Ημείς δε δια ταύτα και ως αιρετικόν προφανώς θεωρούμεν σε, ότι μηδέ το σύμβολον της ορθοδόξου πίστεως έχεις απαραποίητον».
Υποστηρίζουσι δε εν συνεχεία ότι εις τα θεσπισθέντα υπό της εν Τρούλλω έκτης συνόδου, «ενθεωρείται... και το εξ εναντίας ιέναι των της ευσεβείας δογμάτων των προτέρων πατέρων συνέδοξεν είναι ουκ άλλο ή το προστιθέναι τούτοις και αφαιρείν».
Ούτω δεν δύναταί τις να αμφισβητή ότι δι’ όσων εισήγαγον καινών, κατέστησαν αιρετικοί. «Εν όσοις γουν ούτοι εγκαλούμενοι υπό ευθύνας εισίν, τοις αυτοίς άπασι και ημείς, ει καταδεξοίμεθα..., υπόδικοι γινόμεθα» και τονίζουσιν: «Ουκ έστι τούτο θεμιτόν, ουκ έστιν».
«Ο αιρετικόν δεχόμενος, τοις αυτοίς εγκλήμασιν υπόκειται». Και πώς να μνημονεύωσι τον αιρετικόν πάπαν «εν Ναώ Θεού,... εν αυτοίς τοις αδύτοις, επί της μυστικής και φρικτής τραπέζης του Θεού»; «ει δε ο προκείμενος αυτός εστίν η αυτοαλήθεια, πώς αν το μέγα τούτο ψεύδος δέχηται... το συνάπτειν αυτόν ως ορθόδοξον πατριάρχην, μετά των λοιπών ορθοδόξων πατριαρχών, εν καιρώ φρικτών μυστηρίων; σκηνικών παίζομεν; και πώς ταύτα ανέξεται ορθοδόξου ψυχή; και ουκ αποστήσεται της κοινωνίας των μνημονευσάντων αυτίκα, και ως καπηλικεύοντας τα θεία τούτοις ηγήσεται;».
Ερχόμενοι δε εις το επιχείρημα «κατ’ οικονομίαν», γράφουσιν: «Αλλ’ ως οικονομίαν τούτο ποιήσωμεν και πώς δεχθήσεται οικονομία τα θεία βεβηλούσα και τον του Θεού ειρημένον λόγον, και εκ των θείων απωθούσα το Θεού πνεύμα, και της εντεύθεν αφέσεως των αμαρτιών, και της υιοθεσίας τους πιστούς αμέτοχους ποιούσα, και τί αν είη ταύτης της οικονομίας ζημιωδέστερον;».
Εις την απάντησιν ταύτην των Αγιορειτών γίνεται πασιφανές δια μίαν ακόμη φοράν, ότι δι' αυτούς η σωτηρία της ψυχής και η εξύψωσις προς το Θείον είναι ο ύψιστος σκοπός και ότι κατ’ αυτούς μόνον δια της πίστεως εις την διδασκαλίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας δύναται να επιτευχθή τούτο. Είναι δε να θαυμάση τις την παρρησίαν με την οποίαν γράφουσι προς τον αυτοκράτορα. Τις όμως ο συντάξας την επιστολήν ταύτην δεν γνωρίζομεν...». (Ιωάννου Μαμαλάκη, Το Αγιον Όρος (Αθως) δια μέσου των αιώνων, Θεσ/νίκη 1971, σελ. 161-163).
Οι άγιοι και θεολόγοι της Τουρκοκρατίας ήσαν επίσης αυστηροί στηλιτευταί των παπικών αιρέσεων.
Ο άγιος ισαπόστολος Κοσμάς ο Αιτωλός, γνωστός δια τον αποστολικόν του ζήλον, την αγιότητα και τον μαρτυρικόν θάνατον δεν εδίστασε να χαρακτηρίση τον πάπαν ως «Αντίχριστον». «Ο αντίχριστος είνε· ο ένας είνε ο πάπας και ο έτερος είνε αυτός οπού είνε εις το κεφάλι μας, χωρίς να ειπώ το όνομά του το καταλαβαίνετε, μα λυπηρόν είνε να σας ειπώ, διότι αυτοί οι αντίχριστοι είνε εις την απώλειαν». (Αυγ. Καντιώτου, Μητροπ. Φλώρ. «Κοσμάς ο Αιτωλός», Αθήναι, 1971, σελ. 270-271)
Ο εν Θεολόγοις όσιος και εν οσίοις Θεολόγος Νικόδημος ο Αγιορείτης χαρακτηρίζει το βάπτισμα των παπικών ως «μόλυσμα». (Θεοκλ. Διονυσιάτου, «Ο Αγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης», Αθήναι 1959, σελ. 286)
Ο Ευγένιος Βούλγαρις χαρακτηρίζει την παπωσύνην ως Νέαν Βαβυλώνα:
«Η παπωσύνη διέστρεψε πολλά των αποκεκαλυμμένων δογμάτων, συνδιαστρέψασα αυτό το Πνεύμα του Χριστιανισμού, επενόησε δε άλλα νέα αντιευαγγελικά δόγματα, δι' ών κατεπάτησε την συνείδησιν και την διάνοιαν, ενεφύσησε την μισαλλοδοξίαν, ενέβαλε διχόνοιαν μεταξύ λαών και βασιλέων και πραγματικώς απεδείχθη νέα κατά την αποκάλυψιν Βαβυλών» (Ευγενίου Βουλγάρεως, «Θεολογικόν», Βενετία 1872, σελ. λστ')
Παρόμοια γράφουν ο Νικηφόρος Θεοτόκης, Αθανάσιος Πάριος και άλλοι.
Επιγραμματικώς ομιλούν δια τας παπικάς πλάνας και αι ομολογίαι του Μητροφάνους Κριτοπούλου και Δοσιθέου Ιεροσολύμων.
Κατά τον Κριτόπουλον «Ουδέποτε ηκούσθη άνθρωπον θνητόν και μυρίαις αμαρτίαις ένοχον κεφαλήν λέγεσθαι της Εκκλησίας. Εκείνος γαρ άνθρωπος ων θανάτω υπόκειται. Εν όσω δε άλλος εκλεχθή εις διαδοχήν εκείνου, ανάγκη εν τοσούτω την Εκκλησίαν ακέφαλον είναι. Αλλ’ ώσπερ σώμα δίχα κεφαλής ουδ' εν ριπή γουν στήναι δυνατόν, ούτω την Εκκλησίαν δίχα της προσηκούσης αυτή κεφαλής μείναι κάν εν βραχεί αδύνατον. Τοιγαρούν αθανάτου κεφαλής χρεία τη Εκκλησία, ίνα πάντοτε ζώσα και ενεργής η, καθάπερ και η κεφαλή... Έστι δε τοιαύτη κεφαλή της Καθολικής Εκκλησίας ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ος εστί η κεφαλή πάντων, εξ ου παν το σώμα συναρμολογείται...» (Ι. Καρμίρη «Δογματικά και συμβολικά μνημεία», τ. Β', Αθήναι 1953, σελ. 560).
Κατά δε τον Δοσίθεον «Της Καθολικής Εκκλησίας, επειδή θνητός άνθρωπος καθόλου και αΐδιος κεφαλή είναι ου δύναται, αυτός ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εστί κεφαλή και αυτός τους οίακας έχων εν τη της Εκκλησίας κυβερνήσει, πηδαλιουχεί δια των αγίων πατέρων» (Ι. Καρμίρη «Δογματικά και συμβολικά μνημεία», τ. Β', Αθήναι 1953, σελ. 752).
Ο Πατριάρχης Κων/λεως Κύριλλος ΣΤ’ παρά την αντίδρασιν των επηρεαζομένων από την ισχυράν προπαγάνδαν των εν Κων/πόλει παπικών και εκπροσώπων των ξένων δυνάμεων αρχιερέων εξέδωσε εγκύκλιον, δι’ ής αφορίζει τους δεχομένους ως έγκυρα τα Μυστήρια των παπικών (Πρβλ. Timothy Ware, «Eustratios Argenti», σ. 74).
Είναι μνημειώδης η αξιοπρεπής αλλά και ευγενής στάσις του Πατριάρχου Κων/λεως Γρηγορίου ΣΤ’ προς τους παπικούς απεσταλμένους, οι οποίοι ήθελον να του επιδώσουν πρόσκλησιν του πάπα Πίου Θ' δια συμμετοχήν εις την Α' Σύνοδον του Βατικανού. Ο Πατριάρχης συμπεριεφέρθη λίαν φιλοφρόνως προς αυτούς, αλλ' ηρνήθη να δεχθή εις τας χείρας του την πρόσκλησιν ειπών εκτός των άλλων και τα εξής: «Ω σεβάσμιοι αββάδες, περί Οικουμενικής Συνόδου όντως του λόγου, δεν διαφεύγει βεβαίως την μνήμην υμών, ότι αι Οικουμενικαί Σύνοδοι άλλως πως συνεκροτούντο, ή όπως διεκήρυξεν η Α. Μακαριότης. Εάν ο της Ρώμης Μακαριώτατος Πάπας ησπάζετο την αποστολικήν ισοτιμίαν και ισαδελφίαν, έπρεπεν, ως εν ίσοις την αξίαν και πρώτος τη της έδρας τάξει, κατά το κανονικόν δίκαιον, ν' απευθύνη γράμμα ιδιαίτερον προς έκαστον των Πατριαρχών και των Συνόδων της Ανατολής, ουχί ίνα επιβάλη εγκυκλίως και δημοσιογραφικώς, ως πάντων άρχων και δεσπότης, αλλ’ ίνα ερωτήση αδελφούς αδελφός, ισότιμός τε και ισοβάθμιος, ει συνεγκρίνουσι που και πως και οποίας Συνόδου την συγκρότησιν. Τούτων ούτως εχόντων, ή αναδραμείσθε και υμείς εις την ιστορίαν και εις τας Οικουμενικάς Συνόδους, ίνα ιστορικώς κατορθωθή η παρά πάντων ποθούμενη αληθής και χριστοσύλλεκτος ένωσις, ή πάλιν αρκεσθησόμεθα εις τας ημών διηνεκείς προσευχάς και δεήσεις υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου, της ευσταθείας των αγίων του Θεού Εκκλησιών και της των πάντων ενώσεως. Εν δε τοιαύτη περιπτώσει μετά λύπης διαβεβαιούμεν υμίν, ότι περιττήν και άκαρπον νομίζομεν την τε πρόσκλησιν και όπερ συνεπιφέρετε επιστολιμαίον τούτο φυλλάδιον» (Ι. Καρμίρη «Δογματικά και συμβολικά μνημεία», τ. Β', Αθήναι 1953, σελ. 929).
Όλην αυτήν την αγίαν ορθόδοξον παράδοσιν διαμαρτυρίας και καταγγελίας των παπικών αιρέσεων συνοψίζει η περίφημος εγκύκλιος της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Κων/λεως εν έτει 1895, πατριαρχεύοντος Ανθίμου Ζ' προς τον Ιερόν Κλήρον και το ευσεβές πλήρωμα του πατριαρχικού θρόνου Κων/λεως, εις απάντησιν εγκυκλίου επιστολής του πάπα Λέοντος ΙΓ' προς τους ηγεμόνας και τους λαούς της οικουμένης προσκαλούντος αυτούς ως και την ορθόδοξον Εκκλησίαν εις την μετά του παπικού θρόνου ένωσιν «εννόων την ένωσιν ταύτην ως δυναμένην γενέσθαι μόνον δι’ αναγνωρίσεως αυτού ως άκρου αρχιερέως και υπερτάτου πνευματικού τε και κοσμικού άρχοντος της καθόλου Εκκλησίας και μόνου αντιπροσώπου του Χριστού επί της γης και πάσης χάριτος διανομέως».
Η εγκύκλιος προτάσσει τους αποστολικούς λόγους «Μνημονεύετε των ηγουμένων υμών, οίτινες ελάλησαν υμίν τον λόγον του Θεού· ων αναθεωρούντες την έκβασιν της αναστροφής μιμείσθε την πίστιν. Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας. Διδαχαίς ποικίλαις και ξέναις μη περιφέρεσθε» (Εβρ. ΙΓ’ 7-8).
Πράγματι το όλον πνεύμα της εγκυκλίου θεμελιούται εις τον μέχρι τούδε παρά «των Ηγουμένων» εν τη πίστει αγίων Πατέρων παραδοθέντα λόγον του Θεού. Ο παπισμός συγκαταλέγεται εις τα ανέκαθεν αναφανέντα «αιρετικά εν τη Εκκλησία του Θεού ζιζάνια, άπερ πολλαχώς ελυμήναντο και λυμαίνονται την εν Χριστώ σωτηρίαν του ανθρωπίνου γένους, και άπερ ως σπέρματα πονηρά και μέλη σεσηπότα δικαίως αποκόπτονται από του υγιούς σώματος και ορθοδόξου καθολικής του Χριστού Εκκλησίας. Εν εσχάτοις δε χρόνοις ο πονηρός διέσπασεν από της ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού και Έθνη ολόκληρα της δύσεως, εμφυσήσας τοις επισκόποις της Ρώμης φρονήματα υπερφιάλου αλαζονείας, ποικίλας γεννησάσης καινοτομίας αθέσμους και αντιευαγγελικάς.
Και ου μόνον τούτο, αλλά δη και παντί τρόπω αγωνίζονται οι κατά καιρόν πάπαι της Ρώμης, ίνα υποτάξωσιν εις τας εαυτών πλάνας την ακραδάντως ανά την Ανατολήν τη πατροπαραδότω της πίστεως στοιχούσαν καθολικήν Εκκλησίαν του Χριστού, ενώσεις κατά την ιδίαν φαντασίαν επιδιώκοντες απλώς και αβασανίστως».
Κάθε ορθόδοξος, ο οποίος θέλει να μένη εις την παράδοσιν της Ορθοδοξίας αναγνωρίζει εις τους ευθαρσείς αυτούς λόγους του υπό τον στυγνόν τουρκικόν ζυγόν ευρισκομένου Πατριαρχείου την φωνήν της Ορθοδοξίας και διαπιστώνει την επικαιρότητα των λόγων αυτών και δια τα σήμερον συμβαίνοντα.
Η ένωσις κατά την εγκύκλιον τυγχάνει ποθητή εις τους ορθοδόξους, αλλά δέον να βασίζεται εις τον ένα κανόνα της πίστεως, άνευ δε της «εν τη πίστει ενότητος αδύνατος αποβαίνει η ποθητή των Εκκλησιών ένωσις».
Εν συνεχεία καταγγέλλει τας αιρέσεις του παπισμού, εν αίς το Filioque, το Πρωτείον και Αλάθητον και αποδεικνύει το αντιευαγγελικόν και αντιπαραδοσιακόν αυτών.
Οι ορθόδοξοι εμμένοντες πιστοί εν τη αποστολική παραδόσει και τη πράξει της Εκκλησίας των επτά Οικουμενικών Συνόδων, «υπέρ του κοινού κτήματος του πατρικού θησαυρού της υγιαινούσης πίστεως εστήκαμεν αγωνιζόμενοι» (Μ. Βασιλείου, Επιστ. 243, Εγκύκλιος, σελ. 40).
Ανατρέχοντες εις τους Πατέρας και τας Οικουμενικάς Συνόδους -κατά την εγκύκλιον- πληροφορούμεθα ότι ουδέποτε εθεωρήθη ο επίσκοπος Ρώμης ως η ανωτάτη αρχή και αλάνθαστος κεφαλή της Εκκλησίας... μόνος δε και αιώνιος αρχηγός και κεφαλή αθάνατος της Εκκλησίας εστίν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός... (Ι. Καρμίρη «Δογματικά και συμβολικά μνημεία», τ. Β', Αθήναι 1953, σελ. 938, παρ. 4)
Η ορθόδοξος ανατολική και καθολική του Χριστού Εκκλησία, εκτός του αφράστως ενανθρωπήσαντος Υιού και Λόγου του Θεού, ουδένα άλλον γινώσκει αλάθητον επί γης υπάρξαντα· και αυτός ο απόστολος Πέτρος, ούτινος διάδοχος οίεται είναι ο πάπας, τρις ηρνήθη τον Κύριον, και ηλέγχθη δις υπό του αποστόλου Παύλου ως μη ορθοποδών προς την αλήθειαν του Ευαγγελίου.
Πρόκειται περί αποστολικής ομολογίας της Χριστοκεντρικής - Θεανθρωποκεντρικής αρχής της Εκκλησίας ανταξίας της αποστολικότητος του Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως.
Αιωνία η μνήμη του μακαριστού Πατριάρχου Ανθίμου Ζ' και των Συνοδικών Αρχιερέων των αποστολικώς και πατερικώς ομολογησάντων τον Θεάνθρωπον Χριστόν ως μοναδικήν κεφαλήν, βάσιν, κριτήριον της Εκκλησίας εν αντιθέσει προς την εκπεσούσαν της αποστολικής πίστεως Εκκλησίαν της Ρώμης.
Ενώ η Ορθόδοξος Εκκλησία διατηρεί την ευαγγελικήν πίστιν ανόθευτον, «η νυν Ρωμαϊκή εστίν Εκκλησία των καινοτομιών, της νοθεύσεως των συγγραμμάτων των εκκλησιαστικών Πατέρων και της παρερμηνείας της τε Αγίας Γραφής και των όρων των αγίων Συνόδων διό και ευλόγως και δικαίως απεκηρύχθη και αποκηρύσσεται, εφ' όσον αν εμμείνη εν τη πλάνη αυτής. «Κρείσσων γαρ επαινετός πόλεμος», λέγει και ο θείος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός «ειρήνης χωριζούσης Θεού» (Ι. Καρμίρη «Δογματικά και συμβολικά μνημεία», τ. Β', Αθήναι 1953, σελ. 942, παρ. 20).
Αι καινοτομίαι του παπισμού περί την πίστιν και το διοικητικόν της Εκκλησίας πολίτευμα είναι «σπουδαίαι και αυθαίρετοι», αναφέρονται «εις ουσιώδη κεφάλαια της πίστεως και του διοικητικού συστήματος της Εκκλησίας και προφανώς αντικείμεναι εις το εκκλησιαστικόν καθεστώς των εννέα πρώτων αιώνων, ποιούσιν αδύνατον την ποθητήν ένωσιν των Εκκλησιών· αφάτου δε λύπης πληρούται πάσα ευσεβής και ορθόδοξος καρδία βλέπουσα την παπικήν Εκκλησίαν εμμένουσαν υπεροπτικώς εν αυταίς και ήκιστα συντελούσαν εις τον ιερόν της ενώσεως σκοπόν δι' αποπτύσεως των αιρετικών τούτων καινοτομιών και επανόδου εις το αρχαίον καθεστώς της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής του Χριστού Εκκλησίας, ης μέρος τότε και αυτή απετέλει» (Ι. Καρμίρη «Δογματικά και συμβολικά μνημεία», τ. Β', Αθήναι 1953, σελ. 942, παρ. 21).
Η θλιβερά αυτή διαπίστωσις ότι ο παπισμός εμποδίζει την ένωσιν δια της εμμονής του εις τας πλάνας ισχύει έτι μάλλον σήμερον, ότε πολλαί εκ των πλανών αυτών ενισχύθησαν δια της Β' Βατικανείου Συνόδου, ως θα ίδωμεν περαιτέρω.
Καταλήγει δε η εγκύκλιος με έκκλησιν προς τους φιλοχρίστους λαούς της Δύσεως, «οΐτινες εξ αγνοίας της αληθούς και αδέκαστου των εκκλησιαστικών πραγμάτων ιστορίας εύπίστως παρασυρόμενοι, άκολουθοΰσι ταΐς άντευαγγελικαΐς και παναθέσμοις καινοτομίαις του παπισμού», να επιστρέψουν εις την Μίαν και αδιαίρετον Εκκλησίαν. «Αλλ' εκκλίνατε από των τοιούτων διαστροφέων της ευαγγελικής αληθείας... και επανέλθετε το λοιπόν εις τους κόλπους της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής του Θεού Εκκλησίας, ήτις αποτελείται εκ του συνόλου των κατά μέρος ανά την ορθοδοξούσαν οικουμένην θεοφυτεύτων δίκην αμπέλων ευκληματουσών και αρρήκτως εν ενότητι της μιας εις Χριστόν σωτηρίου πίστεως και εν τω συνδέσμω της ειρήνης και τω πνεύματι συνημμένων αλλήλαις αγίων του Θεού Εκκλησιών, ίνα τύχητε της εν Χριστώ ποθουμένης σωτηρίας...».
Προτρέπει δε και τους ορθοδόξους να κρατώμεν «της πατρώας και αποστολοπαραδότου ευσεβείας. Προσέχωμεν πάντες από των ψευδαποστόλων, οίτινες ερχόμενοι εν σχήματι προβάτων πειρώνται δελεάζειν τους απλοϊκωτέρους εν ημίν δια ποικίλων και υπούλων υποσχέσεων, τα πάντα θεμιτά ηγούμενοι και επιτρέποντες προς ένωσιν, εάν μόνον αναγνωρισθή ο της Ρώμης πάπας ως υπέρτατος και αλάθητος άρχων και απόλυτος κυριάρχης της καθόλου Εκκλησίας και μόνος επί της γης αντιπρόσωπος του Χριστού και πηγή πάσης χάριτος».
Το πνεύμα της εγκυκλίου αυτής ενεστερνίσθησαν και όλοι σχεδόν οι νεώτεροι ορθόδοξοι Θεολόγοι (Πρβλ. σχετικά έργα Χ. Ανδρούτσου, Ιω. Καρμίρη, Κ. Μουρατίδου, Βλ. Λόσκι, κ.α.). Ο δε γνωστός πανορθοδόξως Αρχιμανδρίτης π. Ιουστίνος Πόποβιτς με προφητικήν όντως γλώσσαν απεκάλυψε τον ορθόδοξον θεανθρωποκεντρισμόν και τον παπικόν και δυτικόν ανθρωποκεντρισμόν ένεκα του οποίου και ωμίλησε περί τριών πτώσεων του ανθρώπου. Της πτώσεως του Αδάμ, της πτώσεως του Ιούδα και της πτώσεως του πάπα.
Η αυστηρότης αυτή των Ορθοδόξων Πατέρων και Θεολόγων είναι φιλάνθρωπος, διότι υποδεικνύει την σοβαρότητα της ασθενείας του παπισμού και δεν καθησυχάζει αυτόν με ανθρωπιστικά ηρεμιστικά. Όσοι πράγματι αγαπούν, δεν φοβούνται να ειπούν την αλήθειαν, διότι μόνη η αλήθεια σώζει. Όσοι δεν αγαπούν ή αγαπούν υποκριτικώς, κρύπτουν την αλήθειαν δι’ ιδιοτελείς σκοπούς.
Η αυστηρά αλλά φιλάνθρωπος αυτή γλώσσα των Ορθοδόξων υπαγορεύεται και από την επιθυμίαν των να μείνουν πιστοί εις το Ευαγγέλιον του Χριστού και τους θεοφόρους Πατέρας.
Είναι μεγάλη ευλογία και μέγα προνόμιον να είσαι Ορθόδοξος, αλλά συγχρόνως είναι και μεγάλη ευθύνη.
Αυτή η υψηλή συνείδησις ευθύνης έκαμε τους ορθοδόξους ομολογητάς να μη παραιτούνται από τον σταυρόν της ορθοδόξου ομολογίας και όταν ακόμη εκινδύνευεν η ζωή των ή η πατρίς των.
(Απόσπασμα από το βιβλίο «Ορθοδοξία και Παπισμός», ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ 1978)
Πηγή: Η άλλη όψη
α) Η φύσις και αποστολή της Ιερωσύνης.
Την ευθύνην και το λειτούργημα της διαποιμάνσεως του πιστού λαού του Θεού αναλαμβάνουν δια της χειροτονίας των οι Ποιμένες της Εκκλησίας, ήτοι ο Επίσκοπος και ο Πρεσβύτερος και ο τούτων βοηθός εν τη διακονία των Μυστηρίων διάκονος (ιη’ της Α΄), χαρακτηριζόμενοι και ως «προεστώτες» αυτής (α΄ Αντιοχ.).
Οι ι. Κανόνες διακρίνουν τας εξής τάξεις εν τη Εκκλησία: Ιερωμένους ή ιερατικούς (επισκόπους – πρεσβύτερους – διακόνους), κληρικούς (υπηρέτας – ψάλτας – εφορκιστάς – θυρωρούς – αναγνώστας), (κδ’ Λαοδ.) και λαϊκούς (οζ’ ΣΤ’., κζ’ Λαοδ.). Προς τούτοις έτεροι κανόνες προσθέτουν και τους ασκητάς. Η διάκρισις αύτη δεν είναι οντολογική, καθ’ όσον πάντες δια του Βαπτίσματος και των αγίων Μυστηρίων κοινωνούν της θείας ζωής του Χριστού, καθιστάμενοι μέτοχοι της σωζούσης χάριτος του Θεού και των αγαθών της Βασιλείας Του, και διάκονοι του θελήματός Του και της Εκκλησίας Του, αλλά λειτουργική λόγω της ιδιαιτέρας διακονίας εκάστου εις το σώμα του Χριστού.
Το ιερατικόν λειτούργημα αποτελεί «Θεού δωρεάν» και «χάρισμα» (στ’ Μέγα Βασιλείου), δωρηθέν παρά του Σωτήρος («παρ’ εμού φησίν, εδέξασθε το της ιερωσύνης αξίωμα» Εγκυκλ. Επιστ. Γενναδίου Κων/λεως) μη εξαρτώμενον εκ της δικαιοσύνης του λαμβάνοντος αυτό, ή εκ της κοινότητος αντιπροσωπευτικώ δικαίω ή ακόμη και εκ του χειροτονούντος, όστις δεν ενεργεί εξ ιδίας εξουσίας αλλ’ ως εντελοδόχος του Αρχιποίμενος Χριστού, και «δώσει λόγον τω πάντων κριτή» (β’ Κυρίλλου). Δια του διδομένου χαρίσματος ο ποιμήν ικανούται ίνα ποιμάνη τον λαόν του Θεού. Εντεύθεν και η ιερωσύνη χαρακτηρίζεται ως «θεία» (ι’ Σαρδ.) ή ως «το θείον και σεβάσμιον όνομα της ιερωσύνης» (κ’ Σαρδ.).
Ως χάρισμα η ιερωσύνη είναι συνέχεια και μετοχή εις την μίαν και μοναδικήν ιερωσύνην του Χριστού, η οποία έχει δωρηθή εις την Εκκλησίαν. Εις μόνον ιερεύς υπάρχει εις την Εκκλησίαν. Οι δε «άνθρωποι ιερείς» την ιερατείαν αυτού εν τη Εκκλησία λειτουργούντες» (Κανών Καρχηδόνος).
Λειτουργοί της ιερωσύνης του Χριστού είναι κατά πρώτον λόγον οι επίσκοποι, διό και ως ιερείς ή «του Θεού ιερείς» εις τους ιερούς Κανόνας χαρακτηρίζονται κυρίως οι Επίσκοποι, (μθ’, ξδ’, πα’ Καρθαγ.). Ο ιερατικός χαρακτήρ του λειτουργήματος των επισκόπων πιστούται εκ της προεδρικής αυτών θέσεως εις το μυστήριον της θείας Ευχαριστίας («προεστάναι θείου θυσιαστηρίου» α΄ Κυρίλλου), όπερ είναι και το κεντρικόν και συστατικόν της Εκκλησίας Μυστήριον. Εντεύθεν και ο επίσκοπος είναι ο κατ’ εξοχήν υπεύθυνος δια την μετάδοσιν «της προσφοράς» (ιγ’ Α΄), την επιβολήν και διακανονισμόν των επιτιμίων της αποχής από της θείας κοινωνίας, την αποδοχήν των μετανοούντων (ιβ’ Α΄) και αποκατάστασιν αυτών εις την θείαν κοινωνίαν, ως και την χειροτονίαν των λειτουργών των θείων Μυστηρίων.
Η μοναδική αυτή ιερατική «λειτουργία και φροντίς του λαού» (λστ’ Απ.) καθιστά τους επισκόπους «ιθυντάς» ή «καθηγητάς» (νγ’ Καρθαγ.), «επιστάτας των του Σωτήρος ποιμνίων», «ποιμένας» («της αρχιερωσύνης, δι’ ης ποιμαίνειν ετάχθησαν», ιστ’ ΑΒ’ ). Ούτοι είναι οι «οικονομούντες» τας Εκκλησίας (στ’ Β΄). Ως οικονόμοι των μυστηρίων του Θεού οι ποιμένες δέον να έχουν βαθείαν συνείδησιν, ότι δεν ασκούν ιδίαν εξουσίαν, ως χαρακτηριστικώς διδάσκει και ο ι. Χρυσόστομος: «ο δε λοιπόν ζητείται εν τοις οικονόμοις, ίνα πιστός τις ευρεθή. Τουτέστιν, ίνα μη τα δεσποτικά σφετερίσηται, ίνα μη ως δεσπότης εαυτώ εκδική, αλλ’ ως οικονόμος διοική. Οικονόμου γαρ το διοικείν τα εγκεχειρισθέντα καλώς∙ ουχ αυτώ λέγειν είναι τα δεσποτικά, αλλά τουναντίον του δεσπότου τα εαυτού». Είναι επίσης τα κέντρα ενότητος των ων προΐστανται Εκκλησιών, ως εικόνες και τύποι και εις τόπον Θεού, έχοντες την φροντίδα πάντων των εκκλησιαστικών πραγμάτων» «ως του Θεού εφορώντος» (λη’ Αποστ.).
Εντεύθεν κατανοείται και η απαίτησις των Κανόνων περί υπάρξεως ενός μόνον επισκόπου εν εκάστη επισκοπή. Περισσότεροι του ενός επίσκοποι θα εσήμαινε διάσπασιν της ενότητος της Εκκλησίας διά της οργανώσεως των μελών αυτής περί δύο ή και περισσοτέρους επισκόπους, κέντρα ενότητος. (ιε’ Ζ’, η’ Α’, ιστ’ της ΑΒ’).
Της ιερωσύνης του Χριστού μετέχουν και οι πρεσβύτεροι, συμποιμαίνοντες και συνδιοικούντες μετά του Επισκόπου τας επισκοπάς εν ταις ενορίαις. Ούτοι αξιούνται ωσαύτως «καθέδρας» και «προεδρίας» συμμετέχοντες του χαρίσματος και της ευθύνης του επισκόπου διό και οι απαιτήσεις των Κανόνων δια τα καθήκοντα των πρεσβυτέρων εν πολλοίς συμπίπτουν με τας αφορώσας τους επισκόπους.
Ο επίσκοπος, ως κέντρον ενότητος και ζώσα εικών του Χριστού εν εκάστη τοπική Εκκλησία, μόνος αυτός κέκτηται το δικαίωμα του χειροτονείν τους λειτουργούς της ενότητος της Εκκλησίας. Το δικαίωμα τούτο καθιστά τον επίσκοπον το μοναδικόν κέντρον ενότητος.
Ο επίσκοπος συνάπτει οιονεί γάμον μετά της λαχούσης αυτώ επισκοπής διό και ούτος οφείλει όπως μη εγκαταλείπη «της αυθεντικής αυτού καθέδρας» και «μη αμελείν της φροντίδος και της συνεχείας του ιδίου θρόνου» (οα’ Καρθαγ.). Η δε μετάθεσις επισκόπου θεωρείται πνευματική μοιχεία.
Οι πρεσβύτεροι και διάκονοι δια της χειροτονίας των συνδέονται μετά Ναού πόλεως, ή κώμης, ή Κοιμητηρίου, ή Μαρτυρίου, ή ιδρύματος, ή Μονής, εάν πρόκειται περί μοναχών. Χειροτονία κληρικού απολελυμένως γενομένη είναι άκυρος (στ’ Δ΄),εφ’ όσον δεν εξασφαλίζει οργανικήν σύνδεσιν του χειροτονουμένου προς το σώμα της Εκκλησίας, όπερ πάντοτε έχει ως κέντρον ενότητος και συνάξεων Ναόν τινα.
Τόσον ο επίσκοπος εν τη επισκοπή όσον και ο πρεσβύτερος εν τη κοινότητι, εν η διακονεί, είναι κέντρα, αλλά και λειτουργοί της ενότητος της Εκκλησίας συνάγοντες περί τον Χριστόν τον λαόν του Θεού. Κατά τον Κ Μουρατίδην «αι εν τη Εκκλησία διακρίσεις υφίστανται ακριβώς προς επίτευξιν της ενότητος των μελών του πληρώματος της Εκκλησίας και ουδόλως εις την διαίρεσιν ή αντίθεσιν αυτών».
Οι λαμβάνοντες το χάρισμα της ιερωσύνης υπέχουν βαρείας ευθύνας δια την κατά Χριστόν καθοδήγησιν και αύξησιν του ποιμνίου των. «…Επεί γαρ, ως άπαξ εγκεχειρισμένον ιερατικήν φροντίδα, ταύτης έχεσθαι μετ’ ευρωστίας πνευματικής, και οιον ανταποδύεσθαι τοις πόνοις και ιδρώτα τον έμμισθον εθελοντί υπομείναι». Αποστολή των ποιμένων και ιδία των επισκόπων είναι η «οικοδομή των λαών» και η καθοδήγησις αυτών εις τον κατά του διαβόλου και των παθών αγώνα. Ό,τι μετ’ ιδιαιτέρας εμφάσεως λέγουν οι β’ και γ’ Κανόνες της ΑΒ’ Συνόδου περί της διαποιμάνσεως των μοναχών ισχύει αναμφιβόλως και δια την διαποίμανσιν των εν τω κόσμω βιούντων. Ο ποιμήν εν πρώτοις δέον, «θεοφιλής» ων, να έχη την «πρόνοιαν της ψυχικής σωτηρίας» των ποιμαινομένων «αρτίως τω Θεώ» προσάγων τας ψυχάς αυτών (β’ ΑΒ). Τους αποδιδράσκοντας εκ της Μονής (ή της εν τω κόσμω εκκλησιαστικής ποίμνης) δέον να αναζητή «μετά πολλής της επιμελείας» και να αγωνίζεται «τη προσηκούση και καταλλήλω του πταίσαντος ιατρεία το νενοσηκός ανακτάσθαι και επιρρωνύειν». Μη πράττων τούτο πρέπει να αφορίζεται. «Ει γαρ ο ζώων αλόγων την προστασίαν εγχειριζόμενος, και του ποιμνίου καταμελών, ουκ ατιμώρητος καταλιμπάνεται. Ο των του Χριστού θρεμμάτων την ποιμαντικήν αρχήν καταπιστευθείς, και ραστώνη και ραθυμία την αυτών σωτηρίαν απεμπολών, πώς ου δίκας του τολμήματος εισπραχθήσεται;» (γ’ ΑΒ’).
Το ποιμαντικόν έργον δεν περιορίζεται μόνον εις τας κατ’ άτομον εποικοδομητικάς συνομιλίας ποιμένος και ποιμαινομένων, αλλά τελείται και εν τη ιερουργία των θείων Μυστηρίων και του λόγου του Θεού, ως και εν τη εν γένει πνευματική διακυβερνήσει του ποιμνίου. Ούτως οι ιεροί Κανόνες επιτάσσουν, όπως οι ποιμένες τελούν τα ιερά Μυστήρια κανονικώς και μετά κατάλληλον προετοιμασίαν μεταδίδοντες αυτά τοις αξίοις και ουδέποτε τοις αιρετικοίς∙ όπως κηρύττουν τακτικώς και ανελλιπώς τον θείον Λόγον κατά τας θείας Γραφάς και την Πατερικήν Παράδοσιν (ιθ’ ΣΤ’), ρυθμίζοντες τον λαόν «προς πίστιν ορθήν και πολιτείαν ενάρετον»∙ όπως μεριμνούν «δια την επιστροφήν των αιρετικών», ιδία οι επίσκοποι (ρκα’ Καρθαγ.)∙ όπως διαχειρίζωνται (οι επίσκοποι) τα οικονομικά της Εκκλησίας μετά των πρεσβυτέρων και των διακόνων και μεταδίδουν τοις χρείαν έχουσι κληρικοίς και λαϊκοίς (κε’ Αντιοχ., νθ’ Αποστ.)., «μετά φόβου Θεού και πάσης ευλαβείας» (μα’ Αποστ.), ωσαύτως επιτάσσουν όπως μη ασχολούνται με διοικητικάς και στρατιωτικάς υποθέσεις και ασχολίας επί εγκαταλείψει των ποιμαντικών των καθηκόντων (ι’ Ζ’, πγ’ Αποστ.), μη επιλαμβάνωνται οίκων και κτημάτων αλλοτρίων δια κέρδος, ειμή χάριν επιμελείας ορφανών και απροστατεύτων, κατ’ εντολήν του επισκόπου (γ’ Δ’), παρεμβαίνουν δε παρά τω βασιλεί και τοις άρχουσι, ως πατέρες πνευματικοί, μόνον προς συνηγορίαν υπέρ αδικουμένων, διωκομένων, ορφανών, χηρών και πτωχών (ζ, η’ Σαρδ.), διότι παρεμβάσεις εις τους άρχοντας δι’ ιδιοτελείς λόγους προκαλούν σκανδαλισμόν και στερούν τους επισκόπους της προς αυτούς παρρησίας. Έργον των ποιμένων είναι και η αποδοχή των μετανοούντων και επιστρεφόντων ως και η καταλλαγή αυτών τη Εκκλησία (νβ’ Αποστ., μγ’ Καρθαγ.).
Ιδιαιτέρως οι επίσκοποι είναι υπεύθυνοι δια την κατήχησιν των Κατηχουμένων και την εξέτασιν αυτών προ του Βαπτίσματος (μστ’ Λαοδ., οη’ Πενθ.) ως και την προστασίαν των μοναχών (δ’ Δ’). Εις τους υπ’ αυτόν δε κληρικούς οφείλει ο επίσκοπος αγάπην και αυτοί οφείλουν εις αυτόν υποταγήν (ιδ’ Σαρδ.), ως προς «Πατέρα» (η’ Καρθαγ.), καθ’ όσον «αυτός εστιν ο πεπιστευμένος τον λαόν του Κυρίου υπέρ των ψυχών αυτών λόγον απαιτηθησόμενος» (λθ’ Αποστ.).
Ούτως ο επίσκοπος είναι κυρίως και προεχόντως ποιμήν και φιλόστοργος πατήρ των πρεσβυτέρων («οικείος πατήρ» ιγ’ ΑΒ’ ) και πάντων των υπ’ αυτόν κληρικών και λαϊκών και ουχί διοικητής τις και άρχων ασκών απρόσωπον και ψυχράν διοίκησιν, μη εδραζομένην εις την αγάπην και μη προάγουσαν την κοινωνίαν των προσώπων. Ως εικόνες του Χριστού, οι επίσκοποι δέον να ακτινοβολούν και τα ποιμαντικά χαρίσματα Αυτού. Ενώ δε ο βασιλεύς (και γενικώς οι άρχοντες) είναι πρόσωπον εξωτερικόν και «σωματικόν», ο αρχιερεύς οφείλει να είναι πρόσωπον «εσωτερικόν και πνευματικόν, και του πρατοτάτου και αμνησικάκου Χριστού μιμητής γνησιώτατος». Ούτως ησθάνοντο και οι Πατέρες της Σαρδικής: «Επειδή ήσυχοι και υπομονητικοί οφείλομεν είναι, και διαρκή τον προς πάντας έχειν οίκτον» (ιη΄ Σαρδ.). Ομοίως αντιλαμβάνεται την αποστολήν του επισκόπου και ο βυζαντινός πολιτικός νόμος: «Επίσκοπος εστιν επιτηρητής και επιμελητής πασών των εκκλησιαζομένων ψυχών των εν τη αυτού επαρχία…. ίδιον δε Επισκόπου, τοις μεν ταπεινοίς συγκατέρχεσθαι, καταφρονείν δε των επαιρομένων… Και προκινδυνεύειν του ποιμνίου, και την εκείνων στενοχωρίαν, οικείαν οδύνην ποιείσθαι». Ως φιλόστοργος πατήρ ο επίσκοπος δέον να μη εγκαταλίπη επί μακρόν χρονικόν διάστημα την επαρχίαν του και «λυπείν τον εμπεπιστευμένον αυτώ λαόν» (Σαρδ. ια’). Γενικώς επίσκοποι και πρεσβύτεροι οφείλουν να μη αμελούν του υπ’ αυτούς κλήρου και λαού, παιδεύοντες αυτούς εις ευσέβειαν, εάν δε αμελούν αυτών αφορίζονται, επιμένοντες δε τη αμελεία και ραθυμία καθαιρούνται (νη’ Αποστ.).
Εν τη ενασκήσει του ποιμαντικού έργου οι ποιμένες διατρέχουν τον κίνδυνον να ασκούν τούτο ανθρωποκεντρικώς, ήτοι κατά την ιδίαν αυτών κρίσιν και όχι κατά το φρόνημα της Εκκλησίας. Προς αποφυγήν του κινδύνου τούτου οι ποιμένες εν τη διαχειρίσει των εκκλησιαστικών πραγμάτων και τη διακυβερνήσει των ψυχών δέον όπως ακολουθούν τους ιερούς Κανόνας, οι οποίοι εκφράζουν την θεανθρωπίνην βούλησιν της Εκκλησίας, επί αμφιβόλων δε ή και αμφισβητουμένων θεμάτων καταφεύγουν εις την συνοδικήν επίλυσιν αυτών. Διό οι επίσκοποι οφείλουν να μετέχουν εις τας συνόδους δια να διδάσκουν ή διδάσκωνται «εις κατόρθωσιν της Εκκλησίας και των λοιπών» (μ’ Λαοδ.). Οφείλουν επίσης να απευθύνωνται προς τον πρώτον μεταξύ αυτών δια τα γενικώτερα εκκλησιαστικά ζητήματα (λδ’ Αποστ.). Κατά τον ιδ’ της Ζ’ «ότι τάξις εμπολιτεύεται τη ιερωσύνη, πάσιν αρίδηλόν εστι. Και το συν ακριβεία διατηρείν τας της ιερωσύνης εγχειρήσεις Θεώ ευάρεστον».
Το καθήκον τούτο της συμμορφώσεως της πορείας της Εκκλησίας προς την βούλησιν του Κυρίου βαρύνει κυρίως τους επισκόπους, οίτινες είναι οι κατ’ εξοχήν διδάσκαλοι της Αληθείας χαρακτηριζόμενοι και ως «οφθαλμοί της Εκκλησίας». Εκ της καλής δε ή κακής καταστάσεως αυτών το όλο σώμα της Εκκλησίας συνδιακινδυνεύει ή συνδιασώζεται. Οι επίσκοποι, έχοντες το χάρισμα της διδασκαλίας της Αληθείας, δέον να είναι όλως ευαίσθητοι εις πάσαν προσπάθειαν λανθανούσης ή και φανεράς νοθεύσεως του εκκλησιαστικού βίου δια διδασκαλιών ή κατευθύνσεων ξένων ή και αντιθέτων προς το πνεύμα της Εκκλησίας. Έκαστος επίσκοπος δέον να αποτελή την αγρυπνούσαν συνείδησιν της Εκκλησίας διακρίνων τα «τη εκκλησιαστική πίστει σύμφωνα» (ι’ Καρθαγ.), ή και αντιτιθέμενα, αγωνιζόμενος δια την «επιστήμην», ήτοι την ακρίβειαν των δογμάτων, δια την «ομολογίαν της Καθολικής Εκκλησίας» και δια «την της αληθείας εκδικίαν» (ιζ’ Σαρδ.) Οι μέλλοντες να χειροτονηθούν επίσκοποι και πρεσβύτεροι δέον να είναι γνώσται των συνοδικώς δεδογμένων «ίνα μη ποιούντες κατά των όρων της συνόδου μεταμεληθώσιν» (ιη’ Καρθαγ.).
Το λειτούργημα τούτο, το οποίον ενεργοποιούν οι επίσκοποι ιδιαιτέρως εις τας Συνόδους, αλλά και εν ανάγκη προ αυτών δια της διακοπής του μνημοσύνου των εις κατεγνωσμένην αίρεσιν πεσόντων μητροπολιτών ή πατριαρχών προϋποθέτει γνώσιν θεολογικήν, όχι βεβαίως εν διανοητική μόνον έννοια, αλλά εν τη αγιοπατερική εννοία της μυστικής κοινωνίας και γνώσεως του Τριαδικού Θεού και των ενεργειών αυτού προς διάκρισιν από τας ενεργείας του διαβόλου. Άλλαις λέξεσιν ουχί μόνον «μορφωμένοι» ή κοινωνικώς δραστήριοι αλλ’ άγιοι και χαρισματούχοι επίσκοποι εκφράζουν την αλάθητον συνείδησιν της Εκκλησίας. Υπερβολική ενασχόλησις των επισκόπων με τα κοινωνικά έργα είναι δυνατόν να απορροφήση αυτούς ολοτελώς και να παρασύρη αυτούς εις μίαν ανθρωποκεντρικήν ποιμαντικήν, ήτις δεν θα επιτρέπη εις αυτούς να είναι οι κατ’ εξοχήν θεολόγοι, διδάσκαλοι και οδηγοί του λαού του Θεού εις την Αλήθειαν της Εκκλησίας.
β. Προσόντα και καθήκοντα των Ποιμένων.
Απαίτησις της Εκκλησίας δια τους Ποιμένας, εκφραζομένη δια των ι. Κανόνων, είναι όπως ούτοι παρέχουν εις τους πιστούς υπόδειγμα αγίας ζωής, όντες «κανόνες πίστεως» και αγιότητος ή κατά τον ιβ’ της Λαοδικείας «όντες εκ πολλού δεδοκιμασμένοι εν τε τω λόγω της πίστεως και τη ευθέως βίου πολιτεία». Η επί πολύν χρόνον δοκιμασία εις έκαστον βαθμόν είναι αναγκαία δια να αποδειχθή «η πίστις (αυτών) και η των τρόπων καλοκαγαθία, και η στερρότης και η επιείκεια, γνώριμος γενέσθαι δυνήσεται» (ι’ Σαρδ.). Μετά τοιαύτην δοκιμασίαν το ποίμνιον δύναται να αναγνωρίση τους ποιμένας ως οδηγούς και διδασκάλους του.
Το ποιμαντικό έργον δύναται να ασκήται μόνον υφ’ όσων «ο βίος ορθός εστί και μηδέν τούτοις αντίκειται» (ιβ’ Θεοφ.). Το δε «εν λαϊκοίς επιλήψιμον πολλώ μάλλον εν κληρικοίς οφείλει καταδικάζεσθαι» (ε’ Καρθαγ.). Οι «τω θυσιαστηρίω προσεδρεύοντες, ήτοι δουλεύοντες» οφείλουν να τηρούν σωφροσύνην και εγκράτειαν (δ’ Καρθαγ.) δια να έχουν και την προς τον Θεόν παρρησίαν «ίνα ο παρά του Θεού απλώς αιτούσιν, επιτυχείν» (γ’ Καρθαγ.). Δια δε «την ολίγων αναισχυντίαν πλεονάκις το θείον και σεβασμιώτατον όνομα της ιερωσύνης εις κατάγνωσιν εληλυθέναι» (κ’ Σαρδ.), ή λοιδορείται υπό των ανθρώπων (κστ’ Δ΄).
Οι ι. Κανόνες εφιστούν την προσοχήν των κληρικών δια το ανεπίληπτον της συμπεριφοράς των. Δια των γνωστών κωλυμάτων εμποδίζονται από της ιερωσύνης οι μετά το βάπτισμα υποπεσόντες εις βαρέα αμαρτήματα, ενώ μη κωλυτικά της ιερωσύνης αμαρτήματα εξαλείφονται δια της χάριτος της χειροτονίας (θ’ Νεοκ.).
Η Εκκλησία απαιτεί από τους υποψηφίους κληρικούς καθαρότητα βίου επιτρέπουσαν την ιερουργίαν ενώπιον του καθαροτάτου Κυρίου, «ώστε τους εν κλήρω καταλεγομένους και άλλοις τα θεία διαπορθμεύοντας, καθαρούς αποφήναι και λειτουργούς αμώμους, και της νοεράς του μεγάλου Θεού και θύματος, και αρχιερέως, θυσίας αξίους». Εκτός τούτου είναι ανακόλουθον «ευλογείν έτερον τον τα οικεία τημελείν οφείλοντα τραύματα» (γ’ ΣΤ’).
Εντεύθεν και η υπό των χειροτονούντων ακριβής εξέτασις του βίου των χειροτονουμένων και των συνθηκών, υφ’ ας εισέρχονται εις τον κλήρον, είναι απαραίτητος. Μόνον όταν ευρεθή αδιάβλητος ο υποψήφιος είναι δυνατόν να χειροτονήται. Ούτω θα διατηρήται καθαρόν το «συνειδός» των χειροτονούντων και αδιάβλητος «η ιερά και σεπτή λειτουργία». Ως κριτήριον δε δια την ανύψωσιν εις την ιερωσύνη δέον να λαμβάνεται υπ’ όψιν μόνον η προσωπική αξία και αρετή του χειροτονουμένου και όχι η από γένους ιερατικού καταγωγή του.
Οι κληρικοί πρέπει να είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητοι εις παν ό,τι θα εσκανδάλιζε τους ανθρώπους, αποφεύγοντες ενεργείας, αι οποίαι πιθανόν να μη βλάπτουν αυτούς, αλλά σκανδαλίζουν το ποίμνιον. Επι πλέον οι ποιμένες οφείλουν να είναι «απαθείς», διότι εμπαθείς όντες καθίστανται αναίσθητοι και υπόκεινται εις την οργήν του Θεού και εις βαρέα επιτίμια, ως παραβάται των θείων εντολών και των Αποστολικών διατάξεων (δ’ Ζ’).
Η όλη στάσις και εμφάνισις των κληρικών δέον να είναι κοσμία, σεμνή και ταπεινόφρων. «Πάσα βλακεία και κόσμησις σωματική, αλλότριαί εισι της ιερατικής τάξεως, και καταστάσεως». Διό και οι ιερωμένοι δέον να μη κοσμούνται «δι’ εσθήτων λαμπρών και περιφανών», να μη «χρίωνται μύρα», και να περίκεινται «μετρίαν και σεμνήν αμφίεσιν», διότι «παν ο μη δια χρείαν, αλλά δια καλλωπισμόν παραλαμβάνεται, περπερείας (κενοδοξίας) έχει κατηγορίαν, ως ο μέγας έφη Βασίλειος» (ιστ’ Ζ’). Εις πάσαν δε περίστασιν, ακόμη και εις τας σεμνάς κοινωνικάς αναστροφάς, ως είναι αι συνεστιάσεις μετά «θεοφόβων και ευλαβών ανδρών», δέον να αποβλέπη εις την πνευματικήν ωφέλειαν των μεθ’ ων συναναστρέφεται∙ «ίνα και αυτή η συνεστίασις προς κατόρθωσιν πνευματικήν απάγη» (κβ’ Ζ’). Χρέος τέλος του ιερωμένου είναι όπως οδηγή και τα τέκνα του εις την χριστιανικήν ζωήν αποτρέπων ταύτα από εφαμάρτων διασκεδάσεων.
Είναι αυτονόητον ότι το ιερατικόν ήθος, ως απαιτούν και περιγράφουν αυτό οι ι. Κανόνες, δεν είναι εξωτερική συμμόρφωσις προς αντικειμενικόν τινά ηθικόν νόμον, αλλά το ήθος της ελευθέρας και εξ αγάπης υπακοής εις το θέλημα του Θεού. Η προς τους αδελφούς εξ άλλου αγάπη υποχρεοί έσωθεν τον ιερωμένον όπως προσέχη την εξωτερικήν διαγωγήν του, δια να μη παράσχη αφορμάς σκανδάλου εις τους αδελφούς του, κατά το «πάντα μοι έξεστιν, αλλ’ ου πάντα συμφέρει…» (Α’ Κορ. στ΄ 12). Ο άξιος ιερωμένος προσέχει πάντοτε να μη προτιμά «τα είδωλα του Χριστού», υπό τον όρον «είδωλα» νοουμένων πάντων των απολυτοποιουμένων και θεοποιουμένων σχετικών καθ’ εαυτάς αξιών (στ’ Βασιλ.) και να μη προδίδη δεύτερον τον «άπαξ υπέρ ημών σταυρωθέντα», έχων συνείδησιν ότι εν τη Εκκλησία «πεπιστεύμεθα σώμα και αίμα Χριστού». Το ιερατικόν ήθος, ως και το χριστιανικόν γενικώτερον ήθος, έχει χριστολογικήν και εκκλησιολογικήν βάσιν. Η μετοχή εις το κοινόν σώμα και αίμα Χριστού δίδει εις τον ιερωμένον την δυνατότητα της θεανθρωπίνης αγάπης και του θεανδρικού ήθους του Χριστού.
(ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο περιλαμβάνει 49 παραπομπές, τις οποίες μπορεί κανείς να διαβάσει στις σελίδες 93-107 του βιβλίου.)
Πηγή: Αρχ. Γεωργίου Καψάνη, «Η Ποιμαντική Διακονία κατά τους Ιερούς Κανόνας», εκδόσεις Άθως, 2003., http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=1576
Την προηγούμενη Κυριακή προσπάθησα να αποκαλύψω το μεγαλείο και το βάθος του λόγου του αποστόλου Παύλου που τον εαυτό του ονομάζει σπονδή στη Θυσία. Σας έλεγα για τις αμέτρητες συμφορές και τα βάσανα που υπόφερε σ' όλη τη ζωή του για τον Κύριο Ιησού Χριστό, ο οποίος προσφέρθηκε Θυσία για τις αμαρτίες όλου του κόσμου.
Συμπληρώνοντας αυτά που σας έλεγα τότε, για τα παθήματα του μεγάλου αυτού αποστόλου, θα σας πω τώρα και τι υπέφερε σε μία πόλη της Μακεδονίας, στους Φιλίππους, για το κήρυγμά του. Με την καταγγελία κάποιων, που δεν τους άρεσε το κήρυγμά του, οι άρχοντες της πόλης έδωσαν διαταγή να τον ραβδίσουν και μετά τον έριξαν στη φυλακή και έσφιξαν τα πόδια του στο τιμωρητικό ξύλο. Έχασε τότε το θάρρος του ο απόστολος; Άρχισε να κλαίει; Ασφαλώς όχι. Κατά τα μεσάνυχτα ο Παύλος μαζί με το συνεργάτη του, το Σίλα, έψαλαν ψαλμούς, δοξολογώντας το Θεό. Θα μπορούσε ο Παύλος με μία μόνο λέξη να αποφύγει τους ραβδισμούς, να βγει από τη φυλακή και ακόμα και να τρομάξει τους άρχοντες, αρκεί να τους έλεγε ότι είναι Ρωμαίος πολίτης. Όμως δεν το έκανε. Προτίμησε τον εξευτελισμό για το όνομα του Χριστού και χαιρόταν με όλη την καρδιά του για τις μαστιγώσεις και τις πληγές, διότι αυτά συνέβαλαν στην επιστροφή του δεσμοφύλακα και της οικογένειάς του στην πίστη στο Χριστό. Να θυμόμαστε πάντα πόσο εμείς φοβόμαστε τις μαστιγώσεις και τις πληγές ενώ, αντίθετα, πόσο ο μεγάλος αυτός διάκονος του Θεού χαιρόταν γι' αυτά. Χαιρόταν κάθε φορά που μπορούσε να γίνει σπονδή στη Θυσία.
Και στη σημερινή αποστολική περικοπή διαβάζουμε ακόμα πιο παράξενο λόγο του αποστόλου Παύλου από την επιστολή του Προς Κολοσσαείς; «Νυν χαίρω εν τοις παθήμασί μου υπέρ υμών και ανταναπληρώ τα υστερήματα των θλίψεων του Χριστού εν τη σαρκί μου υπέρ του σώματος αυτού, ο έστιν η εκκλησία» (Κολ. 1, 24).
Ακούτε πώς χτυπά ή καρδιά του μεγάλου αποστόλου; Ακούτε πώς αυτός θεωρεί ότι υστερεί σε παθήματα που υπομένει για την Εκκλησία του Χριστού, που είναι το Σώμα Του. Όχι μόνο χωρίς καθόλου να γογγύζει, υπομένει όλα τα αμέτρητα παθήματα αλλά διψά και για περισσότερα. Ω, Κύριε! Και εμείς, οι αδύνατοι χριστιανοί, πόσο φοβόμαστε τους ονειδισμούς, τις θλίψεις και τα παθήματα! Είναι δυνατόν να βρεθεί έστω και ένας μεταξύ μας που θα ζητούσε να πληθυνθούν αυτά; Εκείνος, όμως, διψούσε γι' αυτά τα παθήματα, για να μορφωθεί ο Χριστός στις καρδιές των εθνικών, στους οποίους κήρυττε ακούραστα το Ευαγγέλιο.
Ας θυμηθούμε και έναν άλλο λόγο του μεγάλου Παύλου: «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού» (Α' Κορ. 11, 1). Να μιμηθούν τον απόστολο Παύλο στη δίψα του για τα παθήματα του Χριστού μπορούν, βέβαια, πολύ λίγοι άνθρωποι, αυτοί που έλαβαν τα πλούσια χαρίσματα του αγίου Πνεύματος. Οι απλοί όμως χριστιανοί μπορούν να ευαρεστήσουν και αυτοί το Θεό και να έχουν μισθό απ' Αυτόν αλλά μόνο με την αγόγγυστη υπομονή των θλίψεων που τους στέλνονται από το Θεό. Να θυμόμαστε όλοι μας τα λόγια του μεγάλου αποστόλου Παύλου από την επιστολή του προς Εβραίους: «Υιέ μου, μη ολιγώρει παιδείας Κυρίου, μηδέ εκλύου υπ΄ αυτού ελεγχόμενος, ον γαρ αγαπά Κύριος παιδεύει, μαστιγοί δε πάντα υιόν ον παραδέχεται, ει παιδείαν υπομένετε, ως υιοίς υμίν προσφέρεται ο Θεός· τις γαρ εστίν υιός ον ου παιδεύει πατήρ; ει δε χωρίς εστε παιδείας, ης μέτοχοι γεγόνασι πάντες, άρα νόθοι εστέ και ουχ υιοί.» (Έβρ. 12, 5-8).
Συχνά ρωτούν οι άνθρωποι γιατί, για ποιο λόγο, Κύριος ο Θεός τους στέλνει θλίψεις και πολλές φορές και πολύ σοβαρές δοκιμασίες; Είναι πολύ σημαντικό για τον κάθε χριστιανό να καταλάβει ότι οι θλίψεις μάς αποστέλλονται κατά το θέλημα του Θεού, το πάντοτε αγαθό και σωτήριο. Τις περισσότερες φορές μάλιστα στέλνονται όχι σαν τιμωρίες, για τις αμαρτίες μας, αλλά για να επαναπροσδιορίσουμε τους δρόμους μας και τις καρδιές μας ή σαν απάντηση στα αιτήματα που απευθύνουμε στο Θεό. Οι άνθρωποι πολλές φορές περιμένουν από το Θεό να πραγματοποιήσει αυτά που ζητούν στις προσευχές τους με ένα τρόπο που οι ίδιοι θεωρούν ότι είναι ο καλύτερος. Ο Θεός, όμως, συχνά άπαντα στις δεήσεις τους με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο και όχι μ' αυτόν που θα ήθελαν ή θα φαντάζονταν.
Αν ζητάνε, για παράδειγμα, να τους χαρίσει ο Θεός ταπείνωση, φαντάζονται ότι σιγά-σιγά μέρα με τη μέρα η ταπείνωση υπό την ευεργετική επίδραση του Θεού θα μεγαλώνει στις καρδιές τους. Ο Κύριος όμως συχνά το κάνει με έναν διαφορετικό τρόπο• τους στέλνει ένα απροσδόκητο σκληρό χτύπημα το οποίο πληγώνει την υπερηφάνεια και τον εγωισμό τους και τους ταπεινώνει. Συχνά ο Θεός μάς στέλνει κάποια ασθένεια και εμείς παραπονιόμαστε και καθόλου δεν σκεφτόμαστε ότι τις περισσότερες φορές αυτή είναι μια μεγάλη ευεργεσία του Θεού, είναι ίσως η απάντηση του Θεού στις προσευχές μας, με τις οποίες τον παρακαλούμε να δυναμώσει την πίστη μας.
Δεν γνωρίζετε ότι πολλές φορές ο Κύριος μάς στέλνει φοβερές σωματικές ασθένειες και πληγώνει το σώμα μας για να μας δυναμώσει πνευματικά; Αυτό έγινε και με τον όσιο Ποιμένα τον Πολύαθλο, ο οποίος ασκήτευε στη μονή των Σπηλαίων και όλη τη ζωή του βρισκόταν στο κρεββάτι του πόνου υποφέροντας από μία αθεράπευτη ασθένεια και μ' αυτό τον τρόπο έφτασε στην αγιότητα. Άλλοι άνθρωποι, οι οποίοι δίνουν μεγάλη σημασία στα γήινα αγαθά, ζητάνε από τον Κύριο να αυξηθούν τα πλούτη τους. Και ο Κύριος τους απαντά με την καταστροφή των κτημάτων τους ή με πυρκαγιές και μ' αυτόν τον τρόπο τους αποστρέφει από την προσκόλληση στα γήινα και από τη φιλαργυρία και έτσι διορθώνει τις αποκλίσεις τους από τη σωστή οδό, την οποία μας διδάσκουν οι μακαρισμοί.
Ο Θεός φέρεται σε μας σαν σε πραγματικούς υιούς Του, τους οποίους τιμωρεί για το καλό τους. Τις θλίψεις που μας στέλνει ο Κύριος εμείς πρέπει να τις υποδεχόμαστε έτσι όπως μας το λέει ο άγιος απόστολος Πέτρος: «Ταπεινώθητε ουν υπό την κραταιάν χείρα του Θεού, ίνα υμάς υψώση εν καιρώ.» (Α' Πετρ. 5, 6). Αν δεν μπορούμε, παρ' όλες τις προσπάθειές μας, να κατανοήσουμε για ποιο λόγο μάς στέλνονται από το Θεό οι θλίψεις, τότε ας ταπεινωθούμε κάτω από το δυνατό χέρι του Θεού και θα μας ανυψώσει στον κατάλληλο καιρό, για να καταλάβουμε τους δρόμους Του με τους οποίους μας οδηγεί σ' αυτόν το σκοπό. Πρέπει με πολλή ταπείνωση και χωρίς τον παραμικρό γογγυσμό να δεχόμαστε όλες τις δοκιμασίες και τις θλίψεις, που μας στέλνονται από το Θεό, έχοντας την ταπεινή πεποίθηση ότι μ' αυτά ο Θεός μας κατευθύνει και όχι ότι ξεσπά επάνω μας την οργή Του. Διότι ο ίδιος διά του στόματος του προφήτη Ησαΐα είπε: «Δεν είμαι πια μ' αυτό οργισμένος» (Ήσ. 27, 4). Ενώ εμείς, συνήθως, νομίζουμε ότι ο Κύριος είναι οργισμένος μαζί μας και γι' αυτό μας στέλνει τις θλίψεις. Όχι. Πάντοτε να θυμάστε ότι στο Θεό δεν υπάρχει οργή. «Ο Θεός αγάπη εστίν» (Α' Ίω. 4, 8). Και η τέλεια αγάπη είναι ξένη προς την οποιαδήποτε αδικία.
Αλλά πολλές φορές, όταν ο Θεός μάς δίνει ένα σοβαρό χτύπημα, διά του οποίου μάς ταπεινώνει για να μάς υψώσει αργότερα, εμείς γογγύζουμε κατά του Θεού. Καταλαβαίνετε, όμως, πόσο βαριά αμαρτία είναι ο γογγυσμός κατά του Θεού; Όταν γογγύζουμε κατά του Θεού, αυτό σημαίνει ότι Τον θεωρούμε άδικο, θεωρούμε ότι Αυτός δεν μάς φέρεται σωστά και θα έπρεπε να μάς φερθεί κατά έναν διαφορετικό τρόπο. Όμως δεν είναι βαριά αμαρτία να κατηγορούμε το Θεό για αδικία και να Τον συκοφαντούμε; Βλέπετε, λοιπόν, πόσο βαριά αμαρτία είναι ο γογγυσμός κατά του Θεού. Γι' αυτό «εν φόβω τον της παροικίας υμών χρόνον αναστράφητε» (Α' Πέτρ. 1, 17). Πρέπει να προσέχουμε πολύ τα λάθη και τα εμπόδια στην πορεία μας προς τη Βασιλεία των Ουρανών. Αλλά περισσότερο απ' όλα τα άλλα πρέπει να φοβόμαστε να μην παραβαίνουμε τη μεγάλη εντολή του Χριστού: «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε» (Μτ. 7, 1). Και γογγυσμός κατά του Θεού δεν είναι μόνο κρίση του Θεού αλλά και κατάκρισή Του.
Ας αφήσουμε την κρίση αυτή σ' εκείνους τους δυστυχείς ανθρώπους που εκούσια καταστρέφουν τον εαυτό τους. Τους οποίους ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός δεν τους διορθώνει ούτε τους τιμωρεί, επειδή είναι αδιόρθωτοι και αθεράπευτοι. Εμείς μόνο να ζητάμε την βοήθειά Του για το δρόμο της σωτηρίας μας, να Τον δοξολογούμε και να Τον τιμούμε πάντοτε μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το Άγιο Πνεύμα. Αμήν.
(ΑΓΙΟΥ ΛΟΥΚΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΡΙΜΑΙΑΣ "ΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΟΜΙΛΙΕΣ" ΤΟΜΟΣ Α', ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ", ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ)
Πηγή: http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=1576
Δημοσιεύουμε ἐν συνεχείᾳ κείμενο διαμαρτυρίας, ὑπογεγραμμένο μέχρι στιγμής ἀπό τετρακοσίους ἑξήντα (460) πολίτες τῆς Κορίνθου, ἐναντίον τῶν «ἀντιπαιδαγωγικῶν, ἀντεθνικῶν, ἀντιχριστιανικῶν καί φθοροποιῶν κειμένων» στά διδακτικά βιβλία Γλώσσης καί Λογοτεχνίας τῶν Σχολείων Δημοτικοῦ καί Γυμνασίου. Οἱ ὑπογράψαντες ζητοῦν τήν κατάργηση καί ἀντικατάσταση τῶν βιβλίων αὐτῶν, διότι, ὅπως ἀποδεικνύεται μέ τήν παρακάτω παράθεση ἀποσπασμάτων, μέσῳ τῶν κειμένων τῶν συγκεκριμένων βιβλίων ἀποδομοῦνται οἱ θρησκευτικές καί ἐθνικές ἀξίες τῆς Πατρίδος καί γελοιοποιοῦνται τά θεῖα.
Ἡ διαμαρτυρία ἐστάλη μαζί μέ τίς ὑπογραφές στόν Ὑπουργό Παιδείας καί Θρησκευμάτων, κοινοποιήθηκε δέ στήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τήν Ἱερά Ἐπιστασία τοῦ Ἁγ. Ὄρους καί σέ Ἱερές Μητροπόλεις, καί ἔτυχε πολύ θετικῆς ἀποδοχῆς.
Προηγεῖται τῆς κυρίως διαμαρτυρίας τό διαβιβαστικό γράμμα τῶν ἐχόντων τόν συντονισμό τῆς συλλογῆς τῶν ὑπογραφῶν κ. Ἠλία Καριώτη, κας Αἰκατερίνης Μαρκέλλου-Βουγᾶ καί κ. Δημητρίου Ἀλεξόπουλου.
ΟΜΑΔΑ ΠΟΛΙΤΩΝ ΚΟΡΙΝΘΟΣ
Σας διαβιβάζουμε την διαμαρτυρία ομάδας Κορινθίων πολιτών (γονείς, εργάτες, εκπαιδευτικοί, Δημόσιοι Υπάλληλοι, αγρότες κ.λ.π.), με την οποία εκφράζουμε την απογοήτευση και την αγανάκτησή μας για την παρεχόμενη παιδεία στη μαθητιώσα νεολαία μας, μέσα από την οποία γίνεται ολοφάνερο ότι στοχεύεται η απαξίωση των Ελληνικών και Χριστιανικών μας Παραδόσεων. Γι’ αυτή την κίνηση υπογράφει η άτυπη επιτροπή που αποτελείται από τους:
3. Αλεξόπουλο Δημήτριο του Γεωρ. Επίτιμο Τελωνιακό
Α΄ Παρ. Εθν. Μακαρίου Κυρά – Βρύση Ίσθμια Κόρινθος, 2741083305
Oι οποίοι είναι υπεύθυνοι για την συλλογή των υπογραφών.
Και προσυπογράφουν πολίτες της Κορίνθου
ΚΑΡΥΩΤΗΣ ΗΛ. ΒΟΥΓΑ ΑΙΚ. ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ ΔΗΜ.
ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ
Με αγανάκτηση καταγγέλουμε τα αντιπαιδαγωγικά, αντεθνικά, αντιχριστιανικά και φθοροποιά κείμενα στα διδακτικά βιβλία Γλώσσας και Λογοτεχνίας Δημοτικού και Γυμνασίου. Ζητούμε την κατάργησή τους και την αντικατάστασή τους διότι στόχος της επιλογής των κειμένων είναι η αποδόμηση των θρησκευτικών και εθνικών αξιών και η γελοιοποίηση των θείων.
Α. ΣΤΡΕΦΟΝΤΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΜΑΣ
1) Απαξιώνουν την ένδοξη Ελλάδα μας:
«..Noστιμίζει το σέλινο την φασολάδα και στην μέση δύο λάμδα, φοράει η πατρίδα μας η Ελλάδα..»
(Τετράδιο Εργασιών Γλώσσας Β΄ δημοτικού, τεύχος α΄,σελ.43.)
2) Χλευάζουν την Εθνική γιορτή της 28ης Οκτωβρίου:
«Η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο! Κι εμείς πήγαμε στο υπόγειο.»
(Γλώσσα Ε΄ Δημοτικού, Τεύχος α΄, σελ.44.)
3) Εκφράζονται υβριστικά για τους ήρωές μας:
Π.χ. Καλούνται οι μαθητές να γράψουν μια ιστορία για τον Καραγκιόζη την κοκκινοσκουφίτσα και τον ΜΕΓΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ!…
(Τετράδιο εργασιών Στ΄ δημοτικού, Τεύχος β΄ σελ. 39.)
4) Ασεβούν κατά της εθνικής γιορτής της 25ης Μαρτίου:
«…τότε ο Βαγγελάκης που έκανε τον Μπότσαρη… έσκυψε και φάνηκε το σώβρακό του και τα κορίτσια έβαλαν τα γέλια…»
(Νεοελληνική Γλώσσα Α΄ γυμνασίου, σελ. 82.)
5) Εκπορνεύουν το εθνικό μας όνομα:
«Ήταν η Ελλάδα μία γυναίκα τόσο προκλητική σεξουαλικά που έπρεπε να την ερωτευτώ.. ..απελπισμένα..»(Νεοελληνική Λογοτεχνία Α΄ γυμνασίου, σελ.123)
6) Οιστρηλατούνται από αντιρατσιστική υστερία:
Π. χ. «Ο Δρόμος για τον Παράδεισο» με την κακιά Ελληνίδα.
(Νεοελληνική Γλώσσα Α΄ γυμνασίου, σελ.144)
7) Χαρακτηρίζουν ανόητους τους εκπαιδευτικούς που αγαπούν τις εθνικές γιορτές:
Π.χ. «Το ρεπερτόριο θα’ ναι το συνηθισμένο: Ελεύθεροι Πολιορκημένοι και δώσ’ του.»
Η θυσία των Μεσολογγιτών και η Έξοδος του Μεσολογγίου- πράξη μοναδική στην Παγκόσμια Ιστορία- απαξιώνεται. Το κορυφαίο έργο του Εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» μειώνεται ή μάλλον ισοπεδώνεται. Ο Οδυσσέας Ελύτης είπε γι’ αυτό: «Ο Σολωμός για να γράψει το αθάνατο ποίημά του «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», έσωσε και παρέδωσε στην φυλετική μας μνήμη το Μεσολόγγι και τους Αγώνες του». Μήπως αυτή η φυλετική μνήμη επιδιώκεται να εξαλειφθεί;
Επιπλέον: «Κάτι Κολοκοτρώνηδες και κάτι σημαίες και δάφνες».
Η φράση εκφράζει την άκρα περιφρόνηση για τον Γέρο του Μοριά και επιχειρεί να υποβαθμίσει την μεγάλη προσωπικότητα της Επαναστάσεως του 1821 στα μάτια του αναγνώστη –μαθητή ενώ το εθνικό μας σύμβολο- η Ελληνική Σημαία- για το οποίο έπεσαν ηρωικά δεκάδες, χιλιάδες Ελλήνων απαξιώνεται.
[Nεoελληνική Γλώσσα Β΄ γυμνασίου Τετράδιο Εργασιών (σελ. 35-36) ΟΕΔΒ έκδ. Α΄ 2006]
8) Κατηγορούν εμμέσως τον Ιωάννη Καποδίστρια:
Βλ. ποίημα του Αλ. Σούτσου με σαφείς υπαινιγμούς για τον Άγιο της πολιτικής για χρηματισμό.
(Νεοελληνική Λογοτεχνία Γ΄ γυμνασίου, σελ. 72 )
9) Υπερτονίζουν το ολοκαύτωμα των Εβραίων και αποσιωπούν όλες τις άλλες γενοκτονίες:
Βλ. Ο διωγμός των Εβραίων της Θεσσαλονίκης από τους Ναζί
(Νεοελληνική Γλώσσα Γ΄ γυμνασίου, σελ.58)
Εμείς δεν είχαμε Δίστομο, Καλάβρυτα, γενοκτονίες στην Μικρά Ασία, Θράκη, Πόντο;
Β. ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ
1) Παρουσιάζουν το ΠΑΣΧΑ ευκαιρία κοσμικής ευτυχίας, χωρίς να αναφέρουν την Ανάσταση:
Βλ. «Πασχαλινά κουλούρια»
Για τον συγγραφέα του κειμένου, το Πάσχα δεν είναι η Ανάσταση του Χριστού ,αλλά μυρωδιές φούρνων…
(Γλώσσα Α΄ Δημοτικού τεύχος β΄, σελ.56)
2) Ευτελίζουν την Μεγάλη Παρασκευή:
«..σήκωσαν τον Επιτάφιο ψηλά πάνω κι όλοι περάσαμε από κάτω …. όπως παίζουμε περνά-περνά η μέλισσα.»
(Ανθολόγιο Γ΄ και Δ΄ Δημοτικού, σελ.79)
3) Καταρρακώνουν το κύρος του ορθόδοξου ιερέα:
Βλ. «Ένας αλλιώτικος ποδοσφαιρικός αγώνας», όπου παππάς και δάσκαλος διαπληκτίζονται με απαράδεκτες φράσεις.
(Ανθολόγιο Γ΄ και Δ΄ Δημοτικού, σελ. 143)
4) Προσβάλλουν την ορθόδοξη αγιογραφία και τους Αγίους μας:
Βλ. «Ο Νορντίν στην εκκλησιά» όπου χαρακτηρίζουν τους αγιογραφημένους Αγίους, άσχημους γέρους με μακριές γενειάδες.
(Ανθολόγιο Γ΄ και Δ΄ Δημοτικού, σελ. 72)
5) Υποβιβάζουν στα μάτια των μαθητών τον ΜΕΓΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟ:
Βλ. «Η μπουγάδα του Αϊ Βασίλη» όπου παρουσιάζεται να απλώνει την μπουγάδα του με το μακρύ …σώβρακό του…
(Γλώσσα Δ΄ Δημοτικού τεύχος β΄ σελ. 52)
6) Βλασφημούν τον ΧΡΙΣΤΟ!
«Τα μάτια του γατιού ήταν γλυκά. Τα μάτια του Χριστού ήταν γλυκά..» Σύγκριση!
(Ανθολόγιο Ε΄ και Στ΄ Δημοτικού, σελ. 164)
7) Γελοιοποιούν τα ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ και τα ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ .
Βλ. «Φρικαντέλα, η μάγισσα που μισούσε τα κάλαντα». Τα κάλαντα επενδύονται με την παρουσία μιας μάγισσας που βωμολοχεί…και παρακάτω τα Άγια Θεοφάνεια προβάλλονται μόνον ως κολυμβητικοί αγώνες.
(Γλώσσα Ε΄ Δημοτικού τεύχος β΄ σελ. 26 και 29)
8) Λανσάρουν παγανιστικά στοιχεία:
Στο κείμενο του Καζαντζάκη με τίτλο «Μεγάλη Παρασκευή στην εκκλησία» παραλληλίζεται ο Χριστός με τον Άδωνη και η Μ. Παρασκευή με τις ιέρειες των Μελισσών της Εφεσίας Αρτέμιδος…
(Τετράδιο Εργασιών Α΄ γυμνασίου, σελ. 76)
9) Καταρρακώνουν το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας:
Βλ. «Η γάτα του παππά» όπου μια γάτα έχει λερώσει με τις ακαθαρσίες της την Αγία Τράπεζα.
[Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α΄ γυμνασίου (σελ. 222-226) ΟΕΔΒ έκδοση Α΄ 2006]
Ως γνωστόν στόχοι της διδασκαλίας των κειμένων της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας είναι η επαφή με σπουδαία έργα Ελλήνων και ξένων λογοτεχνών, η γνωριμία με τους συγγραφείς και ποιητές, η μύηση των μαθητών στην υψηλή τέχνη του λόγου, η καλλιέργεια και ο εμπλουτισμός του λεξιλογίου των Ελληνοπαίδων, η αισθητική αγωγή τους. Μέσα από την μελέτη και την « απόλαυση» των κειμένων οι μαθητές δέχονται τα μηνύματα των λογοτεχνών και εξάγουν διδάγματα και συμπεράσματα.
Το ανωτέρω κείμενο δεν υπηρετεί τους στόχους αυτούς αλλά διακωμωδεί τα ιερά και τα όσια με τα οποία γαλουχήθηκαν και ανατράφηκαν γενιές Ελληνοπαίδων, τα σεβάσθηκαν και συνεχίζουν να τα σέβονται.
Σύμφωνα βέβαια με τις οδηγίες του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου(βλ. Βιβλίο Εκπαιδευτικού για τα κείμενα της Ν.Ε. Λογοτεχνίας Α΄ Γυμνασίου σελ.151, έκδ. Α΄2006 ΟΑΔΒ) το κείμενο έχει ως στόχο: «Να απολαύσουν οι μαθητές μια διασκεδαστική και χαριτωμένη ιστορία με πρωταγωνιστή ένα κατοικίδιο ζώο, μέσα από την οποία αναδεικνύεται η μεγάλη αγάπη του ανθρώπου γι’ αυτό».
«Χαριτωμένη ιστορία» η διακωμώδηση των ιερών και των οσίων ή ιεροσυλία και βλασφημία;
Το κείμενο αυτό είναι από τα μέτρια του Γρ. Ξενόπουλου. Σημειωτέον ότι τα προηγούμενα εγχειρίδια της Α΄ Γυμνασίου περιείχαν ένα αριστούργημα του ιδίου συγγραφέως με τίτλο «Το περιβόλι μας», εκπληκτικό ως προς την λογοτεχνική του αξία, με πλήθος μηνυμάτων για τους μαθητές όπως: αγάπη για την φύση, αισιοδοξία, αδελφική αγάπη.
Ας μας επιτραπεί να εκφράσουμε την γνώμη ότι ο Γρ. Ξενόπουλος, που επί σειρά ετών υπήρξε ένας από τους κυριότερους συντελεστές-συνεργάτες του Περιοδικού «Η Διάπλασις των Παίδων», σε καμία περίπτωση δεν θα καταχώριζε το κείμενο του «Η γάτα του παππά» σε σχολικό εγχειρίδιο για διδασκαλία μαθητών και μάλιστα της Α΄ Γυμνασίου.
10) Συκοφαντούν τη χριστιανική ελεημοσύνη:
Στο κείμενο «Στρίγκλα και καλλονή» χαρακτηρίζεται ως φαυλότητα, υποκρισία και εκδήλωση εγωισμού ενώ η τέλεια μορφή αγάπης είναι η ζωοφιλία!
(Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α΄ γυμνασίου σελ. 239)
11) Προβάλλουν βλάσφημες αναφορές κατά της ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ:
«..Οι Έλληνες αφήνονται στις γήινες απολαύσεις..Η Εκκλησία είναι απαιτητική στις τελετουργίες, χαλαρή στη εξομολόγηση και την θρησκευτική ηθικολογία..»
(Νεοελληνική Γλώσσα Γ΄ γυμνασίου, σελ.14)
Γ. ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ
1) Πολύς λόγος για διαζύγια, συζυγικές απιστίες, απρεπείς έρωτες, αποϊεροποίηση του Γάμου, διακωμώδηση του πατρικού και μητρικού φίλτρου:
Π. χ. «Όταν ήμουν μικρή δεν μπορούσα να καταλάβω πώς ένας άνθρωπος αγνός σαν τον πατέρα μπορούσε να κάνει απιστία. Τώρα το καταλαβαίνω.»
(Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β΄ γυμν. σελ. 52)
2) Βάλλονται ανελέητα οι μητέρες. Εμφανίζονται ως νευρωτικά πλάσματα και όχι ως πρόσωπα στοργής και αγάπης:
Π. χ. «…η μητέρα με τον χαρακτήρα της και τα ελαττώματα της μου πλακώνει την καρδιά… Αγαπώ τρελά τον Πιμ(τον πατέρα της). Είναι το μεγάλο μου ιδεώδες…»
(«Το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ», Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β΄ γυμν. σελ.48)
Οι νεαροί Αλβανοί, μέσα από τα νέα επίσημα σχολικά βιβλία τους μαθαίνουν την Ιστορία της «Μεγάλης Αλβανίας» και διδάσκονται, μεταξύ άλλων, ότι «η Βορειοδυτική Ελλάδα, από τη Φλώρινα έως την Πρέβεζα, είναι αλβανικό εθνικό έδαφος στο οποίο "αιμοσταγείς" Έλληνες πραγματοποίησαν "εθνοκάθαρση" στους Τσάμηδες που πλειοψηφούσαν στα χώματα αυτά».
Η νέα γενιά Αλβανών μαθαίνει, μεταξύ άλλων, πως... έχει ίδιο DΝΑ με τον βασιλιά Πύρρο της Ηπείρου και την Ολυμπιάδα, μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Όλα αυτά τυπώθηκαν φέτος στα επίσημα σχολικά εγχειρίδια με την έγκριση του αλβανικού υπουργείου Παιδείας, την ώρα που η αλβανική κυβέρνηση ζητά τη στήριξη της Ελλάδας για να ανοίξουν οι πόρτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (και η Ελλάδα το πράττει, χωρίς να θέσει κανένα απολύτως όρο), όπως αναφέρει η βορειοηπειρωτική ιστοσελίδα himara.gr .
Στο νέο βιβλίο «Γεωγραφία της Αλβανίας», που εκδόθηκε φέτος και ήδη αποτελεί διδακτική ύλη στα λύκεια της χώρας, οι μαθητές διδάσκονται για τις «αλβανικές περιοχές» (treva shqiptare) που έμειναν εκτός αλβανικού κράτους. Σ’ αυτές περιλαμβάνονται το Κοσσυφοπέδιο, τμήματα του Μαυροβουνίου και της Σερβίας, η μισή έκταση των Σκοπίων και βέβαια ολόκληρη η ΒΔ Ελλάδα, με τους Νομούς Φλώρινας, Καστοριάς, Γρεβενών, Ιωαννίνων, Άρτας, Πρέβεζας, Θεσπρωτίας και το βόρειο τμήμα του Νομού Αιτωλοακαρνανίας.
Συγκεκριμένα, όσον αφορά τη χώρα μας, στο κεφάλαιο «Οι αλβανικές περιοχές στην Ελλάδα», αναφέρονται τα εξής: «Είναι αλβανικές περιοχές που αδίκως προσαρτήθηκαν στο ελληνικό κράτος το 1913 από το Συμβούλιο των Πρεσβευτών. Οι ιστορικές εξελίξεις, οι μαζικές βίαιες μετακινήσεις των αυτοχθόνων αλβανικών πληθυσμών και η έλλειψη επίσημων στοιχείων δυσκολεύουν των προσδιορισμό των αλβανικών περιοχών στην Ελλάδα και κυρίως των κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων των συγκεκριμένων περιοχών. Αυτές οι περιοχές βρίσκονται στη Βορειοδυτική Ελλάδα, νότια της "Μακεδονίας" και νοτιοανατολικά της Αλβανίας μέχρι τον κόλπο της Άρτας και αποτελείται από τις περιοχές Τσαμουριά, Φλώρινα, κ.λπ.».
Οι συγγραφείς του βιβλίου υποστηρίζουν πως η Ελλάδα έχει πραγματοποιήσει «εθνοκάθαρση» με στόχο τον αφανισμό των Αλβανών που ζούσαν εκεί. Ο χάρτης με τη Μεγάλη Αλβανία και τις όμορες «αλβανικές περιοχές» κοσμεί το εξώφυλλο τόσο του βιβλίου όσο και του τετραδίου ασκήσεων των μαθητών που καλούνται, για παράδειγμα, να ζωγραφίσουν τις περιοχές της Ελλάδας όπου ζουν... Αλβανοί ή να απαντήσουν στα ερωτήματα: «Ποιες είναι οι αλβανικές περιοχές της Ελλάδας;» ή «Αναφέρετε τις εκδιώξεις που υπέστησαν οι Αλβανοί από τις ελληνικές αρχές».
Να σημειωθεί πως στο βιβλίο Γεωγραφίας δεν υπάρχει καμία απολύτως αναφορά στην ελληνική μειονότητα της Αλβανίας, παρά μόνο πως στη χώρα οι διάφορες μειονότητες (Έλληνες, Σκοπιανοί και Μαυροβούνιοι) αγγίζουν συνολικά το 2%, ενώ τους Βλάχους, που στην πλειονότητα τους έχουν ελληνική εθνική συνείδηση, τους χαρακτηρίζει «πολιτιστική μειονότητα».
Ἡ ἀπρόσμενη ἀπόφαση τοῦ Τμήματος Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης περὶ ἱδρύσεως ξεχωριστοῦ Τμήματος Ἰσλαμικῶν Σπουδῶν προξένησε θλίψη βαθιὰ σὲ κάθε ἄγρυπνη Ὀρθόδοξη συνείδηση.
Ἀκόμη ὅμως μεγαλύτερη θλίψη δημιουργεῖ νεότερη ἀνακοίνωση τοῦ Τμήματος, μὲ τὴν ὁποία, ὑπεραμυνόμενο τῆς ἀποφάσεώς του, χρησιμοποιεῖ διάφορα ἐπιχειρήματα τάχα ἐπιστημονικά. Μεταξὺ τῶν ἄλλων ὅμως ἐπιστρατεύει ὡς σημαντικὸ ἐπιχείρημα καὶ τὸ ὅτι ἡ ἵδρυση τέτοιου Τμήματος θὰ συντελέσει στὴν «προαγωγὴ τῶν διαθρησκειακῶν διαλόγων καὶ σχέσεων καταλλαγῆς» μεταξὺ Ἰσλαμισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ.
Ἀλήθεια, ποιὰ κοινωνία μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἀνάμεσα στὸ χριστιανικὸ φῶς καὶ τὸ ἰσλαμικὸ σκοτάδι; Ποιὰ καταλλαγὴ ἀνάμεσα στὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὸ ψεῦδος τῶν ἄλλων θρησκειῶν; Οἱ θεολόγοι τοῦ Τμήματος Θεολογίας δὲν ἔχουν διαβάσει ποτὲ τὸν λόγο τῆς Γραφῆς ὅτι «πάντες οἱ θεοὶ τῶν ἐθνῶν δαιμόνια» (Ψαλμ. ϟε΄ [95] 5); Γιὰ ποιὲς σχέσεις καταλλαγῆς ὁμιλοῦν; Τὸ ἐπιδιωκόμενο ἐγχείρημα φανερώνει κοσμικὴ νοοτροπία τελείως ξένη πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη θεολογία καὶ ὑπηρετεῖ πολιτικὲς σκοπιμότητες, μεταβάλλοντας τὴ θεολογία σὲ ὄργανο τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας.
Ναί! Νὰ συμβιώνουμε εἰρηνικὰ μὲ ὅλους τοὺς λαοὺς ὁποιασδήποτε θρησκείας καὶ ἰδεολογίας. Ὄχι ὅμως νὰ ἀναγνωρίζουμε ὡς ἀλήθεια τὴν πλάνη. Διότι αὐτὸ ἀποτελεῖ προδοσία τῆς Ὀρθόδοξης θεολογίας. Κάτι ποὺ εἶναι ἀνάγκη ὁπωσδήποτε νὰ ἀποτραπεῖ. Πρωτίστως διότι θὰ ἀποτελέσει ὄνειδος γιὰ τὴν ἴδια τὴ Σχολή. Τὴ Σχολὴ ποὺ εἶχε τὴ δίκαιη φήμη ὅτι κρατάει σταθερὰ καὶ μὲ ἀκρίβεια τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση.
Πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση εἶναι σημαντικότατη, ἀξιέπαινη καὶ πολὺ ἐνθαρρυντικὴ ἡ ἀντίθεση τοῦ δευτέρου Τμήματος τῆς Σχολῆς, αὐτοῦ τῆς Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας, τὸ ὁποῖο στὴ συνέλευσή του τὴν 26η Μαρτίου ἔλαβε ὁμόφωνα ἀρνητικὴ θέση γιὰ τὸ συγκεκριμένο ζήτημα.
Θέλουμε νὰ ἐλπίζουμε ὅτι ἡ Κοσμητεία τῆς Σχολῆς θὰ σταματήσει τὸ ἐγχείρημα. Διότι θὰ ἀποτελέσει πτώση ἀπροσμέτρητη ἡ τυχὸν πραγματοποίησή του.
Πηγή: http://osotir.org/keimena/ekpaideutika/item/33337-n-m-n-prodothe-rthodoksi-theologia
… Κατ᾿ ἀρχὴν θὰ ἤθελα νὰ πῶ ὅτι χαριτωμένοι εἶναι ὅλοι οἱ Χριστιανοί, γιατὶ ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ ἔχουν τὴν Χάρι τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος. Χαριτωμένοι εἶναι καὶ οἱ μοναχοί, γιατὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Χάρι τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος ἔχουν καὶ τὴν Χάρι τοῦ ἀγγελικοῦ Σχήματος. Βέβαια τὸ ζήτημα εἶναι ὅτι λόγῳ τῶν παθῶν μας κρύβουμε αὐτὴν τὴν Χάρι, ὅπως κρύβεται ἡ φωτιὰ κάτω ἀπὸ τὴν στάχτη καὶ δὲν φαίνεται. Ὅταν ὅμως σιγὰ-σιγὰ μὲ τὴν μετάνοιά μας, τὴν ἄσκησί μας, τὸν ἀγώνα μας τὸν πνευματικὸ καὶ τὴν προσευχή μας παραμερίσουμε τὰ πάθη, τότε σιγὰ-σιγὰ ὑποχωρεῖ ἡ στάχτη τῶν παθῶν καὶ ἡ φωτιὰ τῆς θείας Χάριτος -ποὺ καίει μέσα μας- φανερώνεται. Καὶ φανερώνεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται ἔτσι. Τότε οἱ ἄνθρωποι εἶναι χαριτωμένοι καὶ φαίνονται χαριτωμένοι.
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ πάντοτε εἶχε χαριτωμένους ἀνθρώπους. Αὐτοὶ οἱ χαριτωμένοι ἄνθρωποι ἦταν πάντοτε τὸ ἅλας τῆς γῆς. Αὐτοὶ ἐχαρίτωναν τὸν κόσμο καὶ ἔδιναν νόημα καὶ χαρὰ καὶ στὸν κόσμο καὶ στὴν ἐποχὴ ποὺ ζοῦσαν. Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν κοίμησί τους, μὲ τὴν Χάρι ποὺ ἔχουν, ἐξακολουθοῦν νὰ παρηγοροῦν καὶ νὰ βοηθοῦν τοὺς ἀνθρώπους.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, λέγει, ὅτι ἡ θεία Χάρις σκηνώνει πρῶτα στὶς ψυχὲς τῶν Ἁγίων καὶ ἀπὸ τὶς ψυχὲς μεταδίδεται καὶ στὰ σώματά τους· καὶ ὅταν κοιμηθοῦν, μένει στὰ λείψανά τους καὶ στοὺς τάφους τους καὶ στὶς εἰκόνες τους καὶ στοὺς ναοὺς ποὺ εἶναι ἀφιερωμένοι σ᾿ αὐτούς. Εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐνοικεῖ στὰ πρόσωπα τῶν Ἁγίων καὶ ἐν συνεχείᾳ μένει καὶ σὲ ὅλα αὐτὰ ποὺ συνδέονται μὲ τοὺς Ἁγίους.
Γι᾿ αὐτὸ ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι προσκυνοῦμε τὰ ἅγια λείψανα, τὶς ἅγιες εἰκόνες, τοὺς ἱεροὺς ναούς. Διότι ὅλα αὐτὰ εἶναι φορεῖς τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶχαν ἡ Παναγία καὶ οἱ Ἅγιοι.
…. Συναντᾶμε στὸ Ἅγιον Ὄρος χαριτωμένους ἀδελφούς μας· καὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ ἀναπαύει καὶ τοὺς προσκυνητὰς τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Βέβαια ὅταν λέμε χαριτωμένους ἀδελφούς, δὲν ἐννοοῦμε ἀνθρώπους ποὺ κάνουν θαύματα καὶ σημεῖα, ἀλλὰ ἐννοοῦμε ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν εἰρήνη στὴν ψυχή τους, ἔχουν ἀγάπη καὶ ταπείνωση.
Στὸ διάστημα τῆς παραμονῆς μου στὸ Ἅγιον Ὄρος μὲ ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ γνωρίσω χαριτωμένους ἀνθρώπους καὶ νὰ ὠφεληθῶ ἀπ᾿ αὐτούς. Πρέπει νὰ πῶ ὅτι οἱ μοναχοὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καὶ μάλιστα αὐτοὶ ποὺ ἔχουν κάνει πολυετῆ ἄσκησι, ἔχουν κάποια κοινὰ χαρακτηριστικά, τὰ ὁποῖα -τουλάχιστον σὲ μένα- ἔχουν κάνει μεγάλη ἐντύπωσι.
Τὸ πρῶτο χαρακτηριστικὸ εἶναι ὅτι δὲν ἔχουν καμμία ἐκτίμησι στὸν ἑαυτό τους, δὲν ἔχουν καμμία ἐμπιστοσύνη καὶ ὑπόληψι στὸν ἑαυτό τους ὅτι ἔχουν ἀρετή. Ἔχουν πολλὴ ἄσκησι, πολὺν ἀγώνα, ἀλλὰ πιστεύουν ὅτι δὲν ἔχουν κάνει τίποτε, περιμένουν μόνον ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ νὰ σωθοῦν.
Ἕνας τέτοιος μοναχὸς ἀπέθνησκε σὲ μία σκήτη τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀπὸ ἀνίατο ἀσθένεια. Ἦταν ἀρκετὰ νέος. Ἤξερε ὅτι ἔπασχε ἀπὸ ἀνίατο ἀσθένεια καὶ ἤξερε ὅτι πεθαίνει. Ἦταν ἀπὸ τοὺς καλοὺς καὶ ἀγωνιστὰς μοναχούς. Λίγο πρὶν κοιμηθῆ, τὸν ρώτησε ἕνας νεώτερος ἀδελφός: «Πάτερ, τώρα ἐσὺ φεύγεις. Θὰ ἤθελα νὰ μοῦ πῆς κάτι ἀπὸ τὴν πείρα σου, νὰ μὲ ὠφελήσης καὶ μένα». Καὶ ὁ ἀποθνήσκων ἐκεῖνος μοναχὸς τοῦ εἶπε τὸ ἕξης: «Ξέρεις, ἀδελφέ, ὅτι ἐγὼ ἀγωνίσθηκα στὴν ζωή μου καὶ μὲ νηστεῖες καὶ μὲ προσευχὲς καὶ μὲ ἀγρυπνίες καὶ μὲ ὑπακοή, καὶ μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ὅσο μπόρεσα, προσπάθησα νὰ τηρήσω τὶς ὑποσχέσεις τοῦ μοναχικοῦ σχήματος. Πλὴν ὅμως τώρα δὲν ἐλπίζω σ᾿ αὐτά. Ἐλπίζω μόνον στὸ Αἷμα τοῦ Ἐσταυρωμένου (δηλαδὴ στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ)».
Αὐτό, λοιπόν, εἶναι τὸ πρῶτο χαρακτηριστικὸ γνώρισμα ὅλων τῶν χαριτωμένων μοναχῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅτι δηλαδὴ δὲν ἐλπίζουν στὸν ἑαυτό τους, στὴν ἄσκησί τους, στὸν ἀγώνα τους, ἀλλὰ στὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ. Ἐγνώρισα πατέρες οἱ ὁποῖοι εἶχαν 60-70 χρόνια στὸ Ἅγιον Ὄρος, ποὺ ἀγωνίσθηκαν πολύ, καὶ ὅταν τοὺς ρωτοῦσες γιὰ τὴν ζωή τους σοῦ ἔλεγαν: «πέρασε ἡ ζωή μου χωρὶς νὰ κάνω τίποτε, δὲν ἔχω καμμία ἀρετὴ καὶ δὲν ἔχω κάνει κανένα καρπὸ σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα».
Θυμᾶμαι τὸν γέροντα Αὐξέντιο, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη σὲ ἡλικία 90 ἐτῶν, πρὸ δεκαετίας περίπου, ὁ ὁποῖος ἦταν ἕνας πάρα πολὺ ἐνάρετος καὶ ἅγιος μοναχός. Κάποτε -ἦταν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα- ἐπρόκειτο νὰ προσέλθουν οἱ πατέρες καὶ οἱ λαϊκοὶ Χριστιανοί, ποὺ ἦταν ἀρκετοὶ -ὡς προσκυνηταί- στὸ μοναστήρι, νὰ κοινωνήσουν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Πρὸ τῆς Θείας Κοινωνίας εἶπα ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη γιὰ τοὺς λαϊκοὺς ἀδελφούς: «Θὰ παρακαλέσω νὰ προσέλθουν ὅσοι ἔχουν ἐξομολογηθῆ καὶ προετοιμασθῆ. Ὅποιος δὲν ἔχει ἑτοιμασθῆ, νὰ ἐξομολογηθῆ πρῶτα καὶ μετὰ νὰ κοινωνήσῃ». Ὁ π. Αὐξέντιος ἐνόμιζε ὅτι τὸ ἔλεγα γιὰ τοὺς μοναχούς. Ἦταν τυφλός. Ἦταν ὁ πρῶτος στὴν σειρὰ ἀπὸ τοὺς πατέρες, ὁ ἀρχαιότερος -εἶχε ἔλθει στὸ μοναστήρι τὸ 1917. Περίμενε τὴν σειρά του νὰ κοινωνήση. Νόμισε λοιπὸν ὅτι ζητοῦσα καὶ ἀπὸ τοὺς πατέρες νὰ ἐξομολογηθοῦν. Ἐξομολογεῖται, λοιπόν, δημοσίᾳ. Καὶ ποιὰ ἦταν ἡ ἐξομολόγησίς του; «Πλέω σ᾿ ἕνα πέλαγος ματαιότητος. Δὲν ἔχω κάνει τίποτε στὴν ζωή μου. Δὲν ξέρω ποῦ βρίσκομαι, οὔτε ποῦ πηγαίνω». Καὶ ζητοῦσε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ ταπείνωσις ἐχαρακτήριζε πάντοτε τὸν π. Αὐξέντιο. Γι᾿ αὐτὸ ὁσάκις τοῦ ζητούσαμε κάποια συμβουλή, ἀπέφευγε νὰ μᾶς πῆ, μόνον ἔλεγε: «Τὴν εὐχή. Τὴν εὐχή. Τὸ “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ” νὰ λέτε». Καί: «Νὰ διαβάζετε τὸν Εὐεργετινό». Ἔκρυβε τὴν ἀρετή του καὶ τὴν πολλὴ πνευματικὴ γνῶσι καὶ σοφία τὴν ὁποία εἶχε. Ἔζησε ὅλη του τὴν ζωὴ πραγματικὰ κρυμμένος ἀπὸ τὰ μάτια τῶν πατέρων, οἱ ὁποῖοι, ἂν καὶ ζοῦσαν στὰ διπλανὰ κελλιά, δὲν ὑποψιάζοντο τὴν πολλὴ ἄσκησι καὶ τὸν πολὺ ἀγώνα τοῦ π. Αὐξεντίου. Ἔχουμε πληροφορία ἀξιόπιστη ὅτι ὁ π. Αὐξέντιος ἠξιώνετο καθημερινῶς νὰ βλέπη τὸ ἄκτιστον Φῶς. Αὐτὸ βέβαια εἶναι κάτι συγκλονιστικό, συνέβαινε ὅμως, καὶ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι συνέβαινε, διότι ὁ π. Αὐξέντιος εἶχε τὶς προϋποθέσεις γιὰ νὰ μπορέση νὰ φθάση στὴν θεοπτία.
Λοιπὸν αὐτὸ εἶναι κάτι τὸ ὁποῖο ἐμένα προσωπικά με συγκλονίζει: Ἡ ταπείνωσις τῶν πατέρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, οἱ ὁποῖοι θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους γιὰ τίποτε, ὡς τὸ «οὐδέν», ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
Ἔχουμε στὸ μοναστήρι μας καὶ ἕναν ἄλλο μοναχό, 97 ἐτῶν. Αὐτὸς ἦλθε στὸ μοναστήρι τὸ 1924. Ἦταν ὑποτακτικὸς τοῦ ἀειμνήστου, προορατικοῦ καὶ ἁγίου Καθηγουμένου, π. Ἀθανασίου Γρηγοριάτη. Ἔχει πολλὴ ἀρετὴ καὶ αὐτὸς ὁ γέροντας, δὲν θὰ πῶ τὸ ὄνομά του γιατὶ ζῆ. (Πρόκειται γιὰ τὸν π. Ἡσύχιο. Ὅταν ἐδόθη ἡ παροῦσα συνέντευξις, ἦτο ἀκόμη ἐν ζωῇ). Θυμᾶμαι, ὅταν κάποτε τοῦ εἶπα ὅτι ἔχει ἀγωνισθῆ πολύ, αὐτός μου ἀπήντησε: «Δὲν ἔχω κάνει τίποτε. Ὅλη μου τὴν ζωὴ τὴν πέρασα μὲ ἀργολογία». Δὲν θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του ἄξιο οὔτε ἕνα καφὲ νὰ τοῦ κάνουμε. Ἂν κάνουμε γιὰ κανέναν ἄλλο καφέ, ἂς κάνουμε καὶ γι᾿ αὐτόν, ἀλλὰ μόνον γιὰ τὸν ἑαυτό του ὄχι. Δὲν ἐζήτησε ποτὲ τίποτε. Τόσα χρόνια ποὺ εἶμαι στὸ μοναστήρι δὲν ἐζήτησε ποτὲ οὔτε ἕνα ράσο, οὔτε ἕνα ζωστικό, οὔτε τίποτε ἄλλο. Φοράει ὅλα τὰ παλιὰ καὶ εἶναι εὐχαριστημένος. Τὸ μόνο ποὺ λυπᾶται εἶναι ὅτι τώρα δὲν μπορεῖ νὰ κάνη διακόνημα καὶ ὅτι, καθὼς λέγει, «τρώγει τζάμπα τὸ ψωμί». Ὁ γέροντας αὐτός, μὲ αὐτὴν τὴν βαθειὰ ταπείνωσι, ἔχει πολλὴ χάρι καὶ πολλὴ εἰρήνη στὴν ψυχή του. Ὅταν ἔρχωνται λαϊκοὶ Χριστιανοὶ νὰ τὸν δοῦν -φαίνεται ὅτι ὁ Θεὸς τὸν πληροφορεῖ- χωρὶς νὰ τοῦ ποῦν αὐτοὶ καὶ νὰ τὸν ἐρωτήσουν συγκεκριμένα πράγματα, τοὺς λέγει αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἔχει ὁ καθένας πνευματικὴ ἀνάγκη νὰ ἀκούση.
Ἕνας ἄλλος μοναχὸς ποὺ ἔζησε στὸ μοναστήρι μας καὶ ἐκοιμήθη πρὸ ὀλίγων ἐτῶν, ὁ π. Ἐφραίμ, καὶ αὐτὸς εἶχε αὐτὴν τὴν βαθειὰ ταπείνωσι. Κάποτε ἦταν ἄρρωστος στὸ νοσοκομεῖο «Θεαγένειο» στὴν Θεσσαλονίκη. Ἐκεῖ τὸν ἐπισκέφθηκα νὰ τὸν δῶ. Ὅταν τὸν ἐπλησίασα στὸ κρεβάτι, σήκωσε τὰ χεράκια του καὶ μοῦ εἶπε: «Ἔλα, γέροντα, θέλω νὰ ἐξομολογηθῶ». Ἄρχισε τὴν ἐξομολόγησι δημοσίᾳ. Ἄκουγαν ὅλοι οἱ ἀσθενεῖς, ἀλλὰ ὁ γέροντας τὸ ἔκανε μὲ πολλὴ ἁπλότητα, δὲν σκεφτόταν ὅτι τὸν ἀκοῦνε καὶ οἱ ἄλλοι. «Θέλω νὰ μὲ συγχωρήσης, γέροντα, διότι σὲ ἔχω πικράνει», ἔλεγε. Τοῦ ἀπαντῶ: «Δὲν μὲ πίκρανες, ἐγὼ μᾶλλον σὲ ἔχω πικράνει, γιατὶ μπορεῖ νὰ ἤμουν λίγο αὐστηρός». Καὶ ἀπήντησε: «Ἐσὺ τὸ ἔκανες γιὰ τὴν σωτηρία μου, ἐνῶ ἐγὼ σὲ στενοχωροῦσα λόγῳ τῶν παθῶν μου. Καὶ αὐτὸ ἔπρεπε νὰ τὸ κάνης». Τότε ἐγὼ γύρισα καὶ εἶπα στοὺς λαϊκοὺς ποὺ ἄκουγαν: «Βλέπετε ὁ π. Ἐφραὶμ πόση ταπείνωσι ἔχει καὶ πῶς μιλᾶ;». Τότε ὁ π. Ἐφραὶμ γύρισε καὶ εἶπε στοὺς λαϊκούς: «Ἀδελφοί μου, σᾶς ἐξομολογοῦμαι, δὲν ἔχω καμμία ἀρετή. Τόσα χρόνια ποὺ εἶμαι στὸ Ἅγιον Ὄρος δὲν ἔκανα τίποτε. Σὰς παρακαλῶ νὰ προσευχηθῆτε γιὰ τὴν σωτηρία μου». Καὶ τότε ὅλοι οἱ λαϊκοὶ συγκινημένοι ἄρχισαν νὰ κλαῖνε, βλέποντας τὴν ταπείνωσι ἑνὸς μοναχοῦ ποὺ τὸν εἶχαν κοντά τους καὶ ἔβλεπαν πόση ἀρετὴ εἶχε καὶ πόση ὑπομονὴ ἔκανε. Ἕνας νέος ἀπὸ τὸ προσωπικὸ τοῦ νοσοκομείου, ποὺ ἔτυχε νὰ εἶναι ἐκεῖ, ἔκανε τὸν σταυρό του καὶ εἶπε: «Δόξα τῷ Θεῷ ποὺ ὑπάρχει τὸ Ἅγιον Ὄρος».
Αὐτό, λοιπόν, εἶναι ἕνα στοιχεῖο, τὸ ὁποῖο καταθέτω ἀπὸ τὴν προσωπική μου ἐμπειρία στὸ Ἅγιο Ὄρος, αὐτὴ ἡ βαθειὰ ταπείνωσις ὅλων τῶν πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τὸν ἑαυτό τους γιὰ τίποτε. Καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι κάτι ἐπίπλαστο, δὲν εἶναι μία ταπεινοφάνεια. Εἶναι μία πραγματικὴ πεποίθησις ποὺ ἔχουν γιὰ τὸν ἑαυτό τους, εἶναι μία ὄντως ταπείνωσις, ὅτι πράγματι δὲν ἔχουν ἀρετὴ καὶ δὲν ἔχουν κάνει κανένα πνευματικὸ καρπὸ στὴν μοναχική τους ζωή. Καὶ παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ἔχουν εἰρήνη στὴν ψυχή τους καὶ δὲν φοβοῦνται καὶ τὸν θάνατο, γιατὶ τοὺς πληροφορεῖ ἡ συνείδησίς τους -παρὰ τὴν αἴσθησι ποὺ ἔχουν τῆς πνευματικῆς τους πτωχείας- ὅτι ἔχουν τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι ἔχουν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Κάτι ἄλλο ποὺ μοῦ ἔχει κάνει ἐντύπωση στὸ Ἅγιο Ὄρος -καὶ ἴσως ἔχει κάνει καὶ σὲ σᾶς ποὺ μὲ ἀκοῦτε καὶ ἔχετε ἔλθει στὸ Ἅγιο Ὄρος- εἶναι ὅτι οἱ πατέρες δὲν εἶναι ὁμοιόμορφοι, δὲν εἶναι τυποποιημένοι· ὁ καθένας ἔχει τὸν δικό του προσωπικὸ χαρακτήρα, ἔχει τὴν δική του προσωπικότητα. Καὶ ἡ ἀρετή του καὶ ἡ στάσις του καὶ ἡ ὅλη προσπάθειά του ἔχουν τὴν σφραγίδα τῆς δικῆς του προσωπικότητος. Εἶναι αὐθόρμητοι· ποτὲ δὲν θέλουν νὰ παραστήσουν ὅτι ἔχουν ἀρετή· ἀντιθέτως ἔχουν μία ἁπλότητα, ὥστε νὰ δείχνουν καὶ τὰ τυχὸν ἐλαττώματά τους, μέχρι σημείου ποὺ οἱ λαϊκοί, καθὼς βλέπουν τὰ ἐλαττώματα τῶν μοναχῶν, νὰ σκανδαλίζονται. Ἀλλὰ αὐτοὺς δὲν τοὺς πειράζει αὐτό, διότι θέλουν νὰ δείχνουν αὐτὸ ποὺ εἶναι, δὲν θέλουν νὰ δείχνουν αὐτὸ ποὺ δὲν εἶναι. Ὑπάρχει δηλαδὴ μία γνησιότητα καὶ μία αὐθεντικότητα στοὺς πατέρες τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Τελευταῖα πληροφορήθηκα γιὰ κάποιον μοναχό, ὁ ὁποίος κάνει μεγάλες νηστεῖες- εἶναι μεγάλος ἀσκητής· μπορεῖ νὰ κάνη ἀρκετὲς ἡμέρες νὰ βάλη κάτι στὸ στόμα του, καὶ ὅμως, ὅταν ἔρχεται στὶς Καρυές, πηγαίνει σὲ κάποιο ἑστιατόριο καὶ πίνει μπύρα. Τὸ κάνει γιὰ νὰ φαίνεται, γιὰ νὰ σχηματίζη ὁ κόσμος τὴν ἐντύπωσι ὅτι εἶναι ἕνας ἀμελὴς καὶ ἀκρατὴς μοναχὸς ποὺ δὲν ἀγωνίζεται. Ἔτσι ρίχνει στάχτη στὰ μάτια τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ κρύψη τὶς πολυήμερες νηστεῖες του καὶ τὸν μεγάλο ἀγώνα ποὺ κάνει.
Βέβαια θὰ ἔχετε ἀκούσει γιὰ τοὺς σαλοὺς διὰ Χριστόν. Ὑπάρχει καὶ στὸ Ἅγιο Ὄρος μία τέτοια σαλότης σὲ μερικοὺς μοναχούς. Γι᾿ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ βιαζόμαστε νὰ βγάζουμε συμπεράσματα γιὰ μοναχοὺς ποὺ τοὺς βλέπουμε νὰ κάνουν πράγματα λίγο παράξενα ἢ ποὺ φαινομενικὰ δίνουν τὴν ἐντύπωσι ὅτι δὲν εἶναι ἐνάρετοι, διότι αὐτὰ μπορεῖ νὰ γίνωνται γιὰ νὰ κρύψουν τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν μεγάλη ἄσκησι, τὴν ὁποία ἔχουν αὐτοὶ οἱ μοναχοί.
Βέβαια χαριτωμένοι πατέρες τοῦ Ἁγίου Ὄρους δὲν εἶναι μόνον αὐτοὶ ποὺ ὁ κόσμος γνωρίζει γιὰ τὴν πολλὴ ἀρετή τους, τὴν διάκρισί τους, τὸ προορατικό τους χάρισμα, ἀλλὰ καὶ ἄλλοι πατέρες ποὺ δὲν εἶναι εὐρύτερα γνωστοί. Καὶ αὐτοὶ εἶναι χαριτωμένοι, καὶ αὐτοὶ ἀγωνίζονται, κλαῖνε, μετανοοῦν συνέχεια γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους, γιὰ τὶς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου. Χαριτώνονται σιγὰ-σιγὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀξιώνει ὁ Θεὸς νὰ κάνουν ἕνα πραγματικὰ χριστιανικὸ θάνατο.
Στὸ διάστημα ποὺ ὁ Θεὸς μὲ ἀξίωσε νὰ εἶμαι στὸ Ἅγιο Ὄρος, εἶδα τὴν κοίμησι 15 πατέρων. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι ὅτι ὅλοι αὐτοὶ οἱ πατέρες εἶχαν ἕναν πάρα πολὺ καλὸ θάνατο, παρ᾿ ὅτι ὡς ἄνθρωποι μπορεῖ νὰ εἶχαν καὶ κάποιες ἀδυναμίες. Τοὺς ἀξίωσε ὁ Θεὸς μὲ πολλὴ εἰρήνη νὰ φύγουν ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο, μὲ ἐξομολόγησι καὶ μὲ μετάνοια. Μερικοὶ μάλιστα ἀπὸ αὐτοὺς προεγνώρισαν καὶ τὸν θάνατό τους.
Αὐτὸ παρηγορεῖ καὶ ἐμᾶς τοὺς νεωτέρους, ὅτι ὁ Θεὸς πράγματι σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἀγωνίζονται δίνει τὴν Χάρι του καὶ τοὺς ἀξιώνει τελικὰ νὰ φύγουν ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο εἰρηνικά, ἐν Χάριτι, καὶ ἔτσι νὰ μεταβοῦν στὸν κόσμο τῆς αἰωνιότητος, ἐκεῖ ὅπου μᾶς περιμένει ὁ Χριστός, ἡ Παναγία καὶ οἱ Ἅγιοι.
Οἱ χαριτωμένοι πατέρες τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀφήνουν καὶ τὰ σώματά τους στὰ κοιμητήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Τὰ ὀστά τους μάλιστα πολλὲς φορὲς εὐωδιάζουν. Συνέβη καὶ στὸ μοναστήρι μας, σὲ κάποια ἀνακαίνισι τοῦ ὀστεοφυλακίου τῆς Μονῆς, τὴν ὁποία ἐκάναμε. Τὸ ὀστεοφυλάκιο εἶναι κάτω ἀπὸ τὸν κοιμητηριακὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Πάντων, στὸν ὁποῖο λειτουργοῦμε κάθε Σάββατο. Κάθε Παρασκευὴ βράδυ γίνεται παννυχίς, κατὰ τὴν ὁποία μνημονεύονται τὰ ὀνόματα ὅλων τῶν κεκοιμημένων πατέρων. Κάτω ἀπὸ τὸ παρεκκλήσι ἀναπαύονται τὰ ὀστὰ τῶν πατέρων. Ὅταν ἀνεκαινίζετο τὸ ὀστεοφυλάκιο, τὰ ὀστᾶ μετεφέρθησαν μέσα στὸ παρεκκλήσι. Κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ ὅποιος εἰσήρχετο στὸν χῶρο τοῦ κοιμητηριακοῦ ναοῦ, αἰσθανόταν πολὺ ἔντονα μία εὐωδία νὰ τὸν περιλούη…
Ἀπομαγνητοφωνημένο κείμενο τῆς συνεντεύξεως ποὺ μεταδόθηκε ἀπὸ τὸ Ραδιοφωνικὸ Σταθμὸ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τὴν Κυριακὴ (Β´ Νηστειῶν) 14 Μαρτίου 1993, στὸ πλαίσιο τῆς ἐκπομπῆς «Ραδιοπαράγκα» τοῦ π. Κωνσταντίνου Στρατηγοπούλου
Πηγή: «Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος» Περιοδικὴ ἔκδοση ὑπὸ τῶν πατέρων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, http://fdathanasiou.wordpress.com
Εκοιμήθη σήμερα 8 Ιουνίου 2014 ο προηγούμενος της Ιεράς Μονής Γρηγορίου του Αγίου Ορους, Αρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης. Τα τελευταία χρόνια ο γέροντας Γεώργιος ταλαιπωρούνταν με σοβαρά προβλήματα υγείας και για το λόγο αυτό τον περασμένο Μάρτιο αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τα καθήκοντα της ηγουμενίας του.
Ο π.Γεώργιος με παρελθόν στον κόσμο αξιοσημειώτης ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας επί τριάντα και πλέον έτη καθηγούνταν της εξαίρετης αδεφλότητας και μιας οικογένειας -κυψέλης με αδελφούς -πνευματικές μέλισσες, εμπνέοντας αυτούς σε κάθε λειτούργημα, έργο και διακόνημα και ατέρμονου αγώνα της μοναδικής Αθωνικής Πολιτείας.
Το σκήνωμα εκτίθεται στο μετόχι της Ιεράς Μονής στη Σταυρούπολη της Θεσσαλονίκης.
Η εξόδιος ακολουθία θα τελεσθεί την Κυριακή 8 Ιουνίου στις 17.00, ενώ τις πρώτες πρωινές ώρες το λείψανο του μακαριστού π. Γεωργίου θα μεταφερθεί για ενταφιασμό στο Άγιο Όρος. Αιωνία η μνήμη του αγίου Γέροντος .
Για εμάς τους Ορθοδόξους, οι ''αδελφικοί'' εναγκαλισμοί, οι συμπροσευχές και οι κοινές διακηρύξεις του Οικουμενικού Πατριάρχη με τον πάπα, δεν είναι θέμα πολιτικό ή κοινωνικό. Ούτε είναι θέμα θρησκευτικό, όπως συνηθίζεται να λέγεται. Είναι ζήτημα που αφορά στην γνησιότητα και ακεραιότητα της Πίστης μας. Συνεπώς, πάνω απ' όλα, είναι θέμα Εκκλησιαστικό.
Και ποια είναι η διαφορά του θρησκευτικού από το Εκκλησιαστικό; Δεν είναι το ίδιο πράγμα;
1ον). Το Εκκλησιαστικό Γεγονός έχει να κάνει με την οντολογία του ανθρώπου, δηλαδή με τους λόγους και τον σκοπό της υπάρξεώς του. Ενώ, αυτό που λέμε θρησκεία, συνιστά εκφύλιση του Εκκλησιαστικού γεγονότος προς την κατεύθυνση του συναισθήματος.
2ον). Ο πιστός μέσα στην καρδιά του έχει την ελπίδα. Ενώ ο θρησκευόμενος λέει ότι είναι αισιόδοξος. Η ελπίδα είναι συστατικό της εκκλησιαστικής μας ζωής και αναφέρεται σε Θεόν ζώντα. Ενώ η αισιοδοξία είναι προϊόν ψυχολογικών διεργασιών και σχετίζεται με το εγώ.
3ον). Η Εκκλησία , ως Σώμα Χριστού, προσφέρει στον άνθρωπο σωτηρία από την φθορά και τον θάνατο. Ενώ η θρησκεία, ως εκκοσμίκευση του Εκκλησιαστικού Γεγονότος, συνιστά απλά και μόνον μία φτηνή και εντελώς επιπόλαια ψυχολογική αναπλήρωση.
4ον). Το έργο της σωτηρίας, μέσα στην Εκκλησία, βασίζεται στην Θεία Χάρη και οι πιστοί από την πλευρά τους καλούνται, οικειοθελώς, να προσφέρουν την ταπείνωση και την υπακοή τους στο θέλημα του Θεού.
Ενώ αντίθετα η θρησκεία, ως συναισθηματική παραφθορά της αποκαλυμμένης Αλήθειας, έχει εγωϊσμό και ανθρωπαρέσκεια: Ζητάει αγώνες ηθικούς, απορρίπτει την Θεία Χάρη και θεοποιεί τον ανθρώπινο παράγοντα.
5ον). Η Εκκλησία έχει ασκητική και φιλότιμο. Ενώ η θρησκεία έχει καλές πράξεις και αναμονές θεϊκών ανταποδόσεων γι' αυτές.
6ον). Η Εκκλησία έχει απλότητα και το πολίτευμά της δεν είναι πολίτευμα αυτού του κόσμου. Ενώ η θρησκεία έχει επίδειξη, δημόσιες σχέσεις και διαπλοκή με την εξουσία.
7ον). Η Εκκλησία είναι θεραπευτήριο. Η θεραπευτική της ορίζεται με ακρίβεια από αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων, από το ιερό Πηδάλιο και από την Παράδοση των Αγίων Πατέρων. Διέπεται, δηλαδή, από Ιερούς Κανόνες, σταθερούς και αιωνίους.
Ενώ η θρησκεία, ως προϊόν ανθρώπινης επινόησης και όχι ως Πίστη εξ αποκαλύψεως, αδυνατεί να θεραπεύσει τον Άνθρωπο. Βάζει στην άκρη την Πατερική Παράδοση και εφαρμόζει το γνωστό ''ο σκοπός αγιάζει τα μέσα''. Δικαιολογεί, δηλαδή, διαφορετικές κατά περίπτωση συμπεριφορές, ανάλογα με πεποιθήσεις προσωπικές, ανάλογα με εφήμερα οικονομικά ή γεωπολιτικά συμφέροντα, ανάλογα με την βούληση των εκάστοτε ισχυρών.
8ον). Στην Εκκλησία συμπορεύεσαι με αμαρτωλούς αγωνιστές της Αγιότητας. Ενώ στην θρησκεία συναντάς αυτοείδωλα.
9ον). Η Εκκλησία περιλαμβάνει, ως μέλη της, πρόσωπα αυτεξούσια και ελεύθερα. Ενώ στην θρησκεία καταργείται η έννοια του προσώπου και στρατεύονται μαζί της άτομα υποταγμένα σε ''βεβαιότητες'' ασφάλειας και κέρδους.
Άλλο πράγμα λοιπόν η θρησκεία και άλλο η Πίστη των Ορθοδόξων.
Άλλο πράγμα οι στημένες οικουμενιστικές θρησκευτικές παραστάσεις και άλλο το ανόθευτο Εκκλησιαστικό γεγονός, που εμπειρικά γεύονται, εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια, οι Άγιοί μας.
Σήμερα στην Ελλάδα, οι περισσότεροι από εμάς τους Ορθοδόξους, φαίνεται ότι πάψαμε πλέον να βιώνουμε την γνησιότητα της Εκκλησιαστικής Πνευματικής ζωής. Η Ορθόδοξη Εκκλησιαστική μας συνείδηση έχει αμβλυνθεί σε τέτοιο βαθμό, που στην ουσία απλώς θρησκεύουμε.
Να γιατί, κλήρος και λαός, φερόμαστε, όπως φέρονταν και οι πρόγονοί μας λίγο πριν από την Άλωση: Συμμετοχική παρουσία παπικών αξιωματούχων σε εσπερινούς και Λειτουργίες μέσα στο Φανάρι, πατριαρχικές συμπροσευχές και ''αδελφικοί'' εναγκαλισμοί με τον πάπα, συναντήσεις επί συναντήσεων παπικών και Ορθοδόξων ''θεολόγων'', ανταλλαγές δώρων και τιμητικών διακρίσεων μεταξύ προσκεκλημένων της ''αγίας έδρας'' και ημετέρων επισκόπων, αναφορές σε ''διαιρέσεις'' της Εκκλησίας και όχι σε αιρέσεις και σχίσματα, αναγνώριση ''αδελφών Εκκλησιών'' και πάει λέγοντας.
Τότε, πηγαίναμε μαζί τους από ανάγκη (πολιορκία της Πόλης από τους Τούρκους).
Τώρα, τρέχουμε από πίσω τους εν ονόματι τάχα της αγάπης.
Τότε, θρηνήσαμε μιαν Άλωση.
Τώρα, τί μας περιμένει;
Του Φώτη Μιχαήλ , 6/6/2014
Ο ΛΑ' Λόγος είναι ο σπουδαιότερος από τους Θεολογικούς Λόγους του Αγίου Γρηγορίου. Εκφωνήθηκε στο ναό της Αγίας Αναστασiας στην Κωνσταντινούπολη, το 380, πιθανόν κατά το διάστημα μεταξύ Ιουλίου και Νοεμβρίου. Είναι η πρώτη φορά που σε ειδική πραγματεία, αφιερωμένη στο άγιο Πνεύμα, ομολογείται και καταδεικνύεται η θεότητα και το ομοούσιο του Αγίου Πνεύματος. Ο Γρηγόριος διακηρύσσει την ορθή πίστη της Εκκλησίας ότι «εκ φωτός του Πατρός φως καταλαμβάνοντες τον Υιόν εν φωτί τω Πνεύματι». Καταρρίπτει, στη συνέχεια, τους συλλογισμούς των αιρετικών Πνευματομάχων με θεολογικά επιχειρήματα και τέλος, απαντώντας στο επιχείρημα ότι στην αγία Γραφή δεν δηλώνεται ρητά η θεότητα του Πνεύματος, παραθέτει πλήθος χωρίων, όπου υποδεικνύεται η θεότητα του Πνεύματος. Αλλά και το ίδιο το Πνεύμα τώρα, σύμφωνα με το Γρηγόριο, φανερώνει στούς αξίους βαθύτερα και σαφέστερα οτι είναι Θεός, ένα από τα τρία πρόσωπα της μιας θεότητας.
Εκείνοι, λοιπόν, oι οποίοι είναι δυσαρεστημένοι και με σφοδρότητα υπερασπίζονται το «γράμμα», επειδή εμείς τάχα εισάγουμε κάποιον ξένο και παρείσακτο Θεό, να ξέρουν καλά ότι φοβούνται εκεί που δεν υπάρχει φόβος. Και ας γνωρίζουν σαφώς, ότι κάλυμμα της ασέβειάς τους είναι η φιλία του «γράμματος», όπως θα φανεί εντός ολίγου, όταν, όσο είναι δυνατόν, θα ανατρέψουμε τα επιχειρήματά τους. Εμείς βέβαια έχουμε τόση πίστη στη θεότητα του Πνεύματος, το οποίο λατρεύουμε, ώστε από Αυτό θ' αρχίσουμε το λόγο για το Θεό, αναφέροντας τις ίδιες εκφράσεις για την Τριάδα, έστω κι αν φανεί σε μερικούς πολύ τολμηρό. «Ήταν το φως το αληθινό, το οποίο φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο», ο Πατέρας. «Ήταν το φως το αληθινό, το οποίο φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο», ο Υιός. «Ήταν το φως το αληθινό, το οποίο φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο», ο άλλος Παράκλητος· «ήταν» και «ήταν» και «ήταν»· όμως ένα «ήταν» υπάρχει. «Φως» και «φως» και «φώς», αλλά ένα φως, ένας Θεός. Αυτό είναι εκείνο που ο Δαβίδ παλαιότερα κατανόησε, όταν έλεγε· «στο φως σου θα δούμε το φως». Και τώρα εμείς και έχουμε ιδεί και διακηρύσσουμε ότι κατανοούμε τον Υιό ως φως που προέρχεται από φως, τον Πατέρα, μέσα στο φως, του Πνεύματος. Έτσι έχουμε μια σύντομη και απλή θεολογία για την Τριάδα. Όποιος θέλει να περιφρονήσει όσα λέμε, ας τα περιφρονήσει. Κι όποιος θέλει ν' αμαρτάνει, ας αμαρτάνει· εμείς κηρύσσουμε αυτό που έχουμε καταλάβει καλά. Και αν από εδώ κάτω δεν ακουγόμαστε, σε υψηλό βουνό θ' ανεβούμε και θα φωνάξουμε. Θα «υψώσουμε» το Πνεύμα, δεν θα φοβηθούμε. Και αν φοβηθούμε, (αυτό θα γίνει) όχι την ώρα που κηρύσσουμε, αλλά όταν σιωπούμε (ησυχάζουμε).
Αν υπήρξε χρόνος κατά τον οποίο δεν υπήρχε ο Πατήρ, αλλο τόσο υπήρξε χρόνος που δεν υπήρχε ο Υιός. Και αν υπήρξε χρόνος που δεν υπήρχε ο Υιός, τότε υπήρξε χρόνος που δεν υπήρχε ούτε το άγιο Πνεύμα. Αν το ένα υπήρχε από την αρχή, τότε και τα τρία υπήρξαν το ίδιο. Τολμώ να πω, πως αν το ένα υποβιβάσεις, ούτε τα άλλα δύο να εξυψώσεις. Ποια άραγε ωφέλεια υπάρχει από μία ατελή θεότητα; Ακόμη περισσότερο, τι είδους θεότητα είναι αυτή, αν δεν είναι τέλεια; Κατά κάποιον τρόπο δεν υπάρχει, εάν δεν έχει την αγιότητα· και πώς θα την έχει, αν δεν έχει το Πνεύμα; Εκτός εάν υπάρχει άλλη αγιότητα εκτός από το Πνεύμα· ας μας πει κάποιος πως αυτή κατανοείται αλλιώς. Αν όμως η αγιότητα είναι το Πνεύμα, πώς τότε δεν υπήρχε από την αρχή; Σαν να ήταν καλλίτερο για τον Θεό να υπήρξε ποτέ ατελής και χωρίς το Πνεύμα. Αν δεν υπήρξε από την αρχή το Πνεύμα, τότε τοποθετείται στην ίδια κατηγορία με μένα(1) , ακόμη κι αν δημιουργήθηκε λίγο πριν από μένα. Διότι ως προς το χρόνο εμείς αντιδιαστελλόμαστε από τον Θεό. Εάν τοποθετείται το Πνεύμα στην ίδια κατηγορία με μένα, πώς εμένα με θεοποιεί ή πώς με ενώνει με τη θεότητα;
Όμως θ' ασχοληθώ για χάρη σου λίγο περισσότερο με το θέμα αυτό. Όσα έχουν σχέση βέβαια με την αγία Τριάδα επεξηγήσαμε και προηγουμένως. Oι Σαδδουκαίοι κατ' αρχήν, νόμισαν ότι δεν υπάρχει καθόλου το άγιο Πνεύμα, ούτε βέβαια άγγελοι, ούτε ανάσταση· δεν ξέρω γιατί περιφρόνησαν εντελώς τις τόσες μαρτυρίες της Παλαιάς Διαθήκης. Από τους Έλληνες πάλι, oι περισσότεροι θεολόγοι και όσοι βρίσκονται πιο κοντά στη δική μας αλήθεια, το συνέλαβαν με τη φαντασία τους, όπως μου φαίνεται· σχετικά όμως με την ονομασία του διαφοροποιήθηκαν, καλώντας το «νου του παντός» και «θύραθεν νου» και άλλες σχετικές ονομασίες(2) . Από τους δικούς μας σοφούς τώρα, άλλοι το εξέλαβαν ως ενέργεια, άλλοι ως κτίσμα, αλλοι ως Θεό και άλλοι δεν ξέρουν πιο από τα δύο αυτά, σεβόμενοι τη Γραφή, διότι, όπως ισχυρίζονται, δεν φανέρωσε καθαρά ούτε το ένα ούτε το άλλο. Και γι' αυτό ούτε το σέβονται, ούτε το περιφρονούν, κρατώντας κάπως μία μέση στάση γι' αυτό, μάλλον όμως πολύ άθλια. Απ' όσους πάλι το θεώρησαν Θεό, άλλοι είναι ευσεβείς μόνο μέχρι τη σκέψη, ενώ άλλοι τολμούν να εκφράζουν την ευσέβεια και με τα χείλη. Άκουσα ακόμη άλλους σοφότερους ν' αξιολογούν τη θεότητα. Αυτοί λοιπόν, όπως και μεις, τρία ομολογούν με ττ νου τους ότι υπάρχουν, τόσο όμως διαχωρίζονται μεταξύ τους, ώστε το μεν ένα (δηλ. τον Πατέρα) και ως προς την ουσία και ως προς τη δύναμη να παρουσιάζουν αόριστο· το άλλο (τον Υιό), ως προς τη δύναμη, όχι όμως ως προς την ουσία· το τρίτο (το Πνεύμα) και ως προς τα δύο περιγραπτό· με άλλον τρόπο μιμούνται αυτούς που ονομάζουν «δημιουργό» και «συνεργό» και «λειτουργό» τα πρόσωπα, εκλαμβάνοντας τη σειρά των ονομάτων και διαβάθμιση των προσώπων που αντιπροσωπεύουν.
Εδώ ο δικός σου λόγος· oι σφενδόνες ας μπουν σε δράση, oι συλλογισμοί ας γίνουν περίπλοκοι. Οπωσδήποτε, ή αγέννητο είναι το Πνεύμα ή γεννητό. Και αν είναι αγέννητο, τότε δύο είναι τα άναρχα. Εάν πάλι είναι γεννητό, πάλι θα υποδιαιρέσεις· ή από τον Πατέρα προέρχεται τούτο, ή από τον Υιό. Και αν βέβαια γεννιέται από τον Πατέρα, τότε υπάρχουν δύο γιοι και αδελφοί. Αν θέλεις, φτιάξε τους και διδύμους, ή τον ένα μεγαλύτερο και τον άλλο νεώτερο, αφού είσαι τόσο φιλοσώματος. Εάν πάλι έχει φανεί από τον Υιό, λέγει, μας φανερώνεται και Θεός-εγγονός! Τι πιο παράξενο από αυτό θα μπορούσε να υπάρξει; Αυτή είναι η γλώσσα όσων είναι σοφοί στο να πράττουν το κακό, μη θέλοντας να γράφουν τα καλά. Όμως εγώ, αν έβλεπα ότι είναι αναγκαία η διαίρεση, θα δεχόμουν τις πραγματικότητες που εκφράζει, χωρίς να φοβάμαι να τις κατονομάσω. Ούτε όμως, επειδή ο Υιός είναι Υιός σύμφωνα με κάποια ανώτερη σχέση που έχουν μεταξύ τους, εξαιτίας του ότι δεν θα μπορούσαμε με άλλο τρόπο παρά μόνο έτσι να δείξουμε ότι προέρχεται από τον Θεό και είναι ομοούσιος, πρέπει να νομισθεί ότι είναι απαραίτητο όλες τις επίγειες ονομασίες και μάλιστα αυτές που δηλώνουν συγγένεια, να τις μεταφέρουμε στο Θεό. Ή μήπως θα εκλάβεις και αρσενικού γένους τον Θεό σύμφωνα με τον λόγο αυτό, επειδή ονομάζεται Θεός και Πατήρ; και ως κάποιο θηλυκό τη θεότητα, σύμφωνα με το γένος των λέξεων και ουδέτερο το Πνεύμα, επειδή δεν γεννάει; Κι αν μας πεις και αυτό το κωμικό, ότι δηλαδή ο Θεός γέννησε τον Υιό αφού συνενώθηκε με τη θέλησή του, σύμφωνα με κάποιες παλιές ανοησίες και μυθοπλασίες, τότε μας εισήχθη κάποιος αρσενικοθήλυκος Θεός του Μαρκίωνα και του Ουαλεντίνου, ο οποίος εφεύρε με το νού του τους νέους αιώνες(3) .
Αφού λοιπόν δεν δεχόμαστε την πρώτη σου διαίρεση σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει τίποτε ενδιάμεσο μεταξύ αγέννητου και γεννητού, αμέσως χάνονται μαζί με την περίφημη διαίρεσή σου oι αδελφοί και oι εγγονοί, oι οποίοι χάθηκαν, όπως ακριβώς ενός πολυπλόκου δεσμού του οποίου, αφού λύθηκε ο πρώτος κόμπος και υποχώρησαν μαζί, μη έχοντας θέση πλέον στη θεολογία. Πού τάχα θα τοποθετήσεις το εκπορευτό, πες μου, το οποίο διαφαίνεται στο μέσον της δικής σου διαιρέσεως και το οποίο εισάγεται από κάποιον καλύτερο από σένα θεολόγο, το Σωτήρα μας; Εκτός εάν τη φράση εκείνη που λέγει: «Το Πνεύμα το Άγιο, το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα», την έβγαλες απο τα δικά σου ευαγγέλια για να φτιάξεις μια τρίτη δική σου Διαθήκη· το οποίο, εφόσον εκπορεύεται από εκεί, δεν είναι κτίσμα· εφόσον πάλι δεν είναι γεννητό, δεν είναι Υιός· εφόσον, τέλος, βρίσκεται στο μέσον μεταξύ αγεννήτου καί γεννητοϋ, είναι ο Θεός. Και έτσι, πιο ισχυρός από τις διαιρέσεις σου. Τι είναι αυτή η εκπόρευση; Πες μου εσύ τι είναι η αγεννησία του Πατρός, κι εγώ θα σου εξηγήσω τη γέννηση του Υιού και την εκπόρευση του Πνεύματος και θα παραφρονήσουμε και oι δύο καθώς θα ζητάμε να εξερευνήσουμε τα μυστήρια του Θεού. Και αυτά ποιοί θα τα κάνουν; Εμείς, oι οποίοι δεν μπορούμε ούτε αυτά που βρίσκονται στα πόδια μας να εννοήσουμε, ούτε την άμμο των θαλασσών και τις σταγόνες της βροχής και τις ημέρες της αιωνιότητας να υπολογίσουμε, ακόμη περισσότερο δε, να εισέλθουμε στα βάθη του Θεού και να κάνουμε λόγο για την άρρητη και πέρα από κάθε λογική κατανόηση φύση του Θεού.
Τι λοιπόν είναι αυτό, λέγει, το οποίο λείπει από το Πνεύμα για να είναι αυτό Υιός; Διότι αν δεν έλειπε κάτι, θα ήταν Υιός. Εμείς ισχυριζόμαστε ότι δεν του λείπει τίποτε· διότι δεν είναι ελλειπής ο Θεός. Ο τρόπος της φανερώσεως, για να το πω έτσι, ή η διαφορά της σχέσεως που έχουν μεταξύ τους, δημιουργεί και τη διαφορά που έχουν στην ονομασία τους. Διότι τίποτε δεν λείπει από τον Υιό για να είναι Πατέρας -εφόσον δεν είναι έλλειψη η υιότητα-, αλλά παρά ταύτα δεν είναι Πατέρας. Ή δεν λείπει κάτι από τον Πατέρα για να είναι Υιός· δεν είναι όμως Υιός ο Πατέρας. Αλλά oι όροι αυτοί δεν εκφράζουν κάποια έλλειψη, ούτε ελάττωση κατά την ουσία. Αυτό το ότι «δεν έχει γεννηθεί» Τον μεν Πατέρα, το ότι «έχει γεννηθεί» Τον δε Υιό και το ότι «εκπορεύεται» αυτό το οποίο ακριβώς λέγεται άγιο Πνεύμα ονόμασε, για να διασώζεται το ασύγχυτο των τριών υποστάσεων μέσα και στη μία φύση και το ένα μεγαλείο της θεότητας. Ούτε πράγματι ο Υιός είναι Πατέρας, διότι ένας είναι ο Πατέρας, αλλά είναι ότι είναι ο Πατέρας. Ούτε το Πνεύμα είναι Υιός, αν και προέρχεται από τον Θεό, διότι ένας είναι ο Μονογενής, αλλά είναι ό,τι ο Υιός. Ένα είναι και τα τρία, ως προς τη θεότητα, και το ένα είναι τρία ως προς τις ιδιότητες· έτσι ώστε, ούτε το ένα είναι όπως το κατανοούσε ο Σαβέλλιος, ούτε τα τρία να είναι της τωρινής πονηρής διαιρέσεως.
Τι λοιπόν; Είναι Θεός το Πνεύμα; Βεβαιότατα. Και τι άλλο, είναι ομοούσιο; Ασφαλώς, εφόσον είναι Θεός.
Αλλά ποιος προσκύνησε ποτέ το Πνεύμα; ίσχυρίζεται (ο αιρετικός). Ποιος (από τους αγίους) της Παλαιάς ή της Καινής Διαθήκης; Ποιος προσευχήθηκε σ' αυτό; Πού είναι γραμμένο ότι πρέπει να το προσκυνούμε ή να προσευχόμαστε σ' αυτό; Και από πού το έχεις πάρει; Την πιο πλήρη αιτιολόγηση θα τη δώσουμε αργότερα, όταν συζητήσουμε για τις αλήθειες της πίστεως που δεν απαντουν στην Γραφή. Τώρα θα είναι αρκετό να πούμε μόνο αυτό: Το Πνεύμα είναι αυτό, μέσα από το οποίο προσκυνούμε τον Θεό και με τη βοήθεια του οποίου προσευχόμαστε. Διότι Πνεύμα λέγει η Γραφή πως είναι ο Θεός και αυτοί που τον λατρεύουν πρέπει να τον λατρεύουν με τη δύναμη του Πνεύματος, που φανερώνει την αλήθεια. Και αλλού λέγει πάλι η Γραφή: Εμείς δεν ξέρουμε ούτε τι ούτε πώς να προσευχηθούμε. Το Πνεύμα όμως μεσιτεύει το ίδιο στο Θεό για μας με στεναγμούς που δεν μπορούν να εκφραστούν με λέξεις. Και αλλού: Θα προσευχηθώ με το Πνεύμα, θα προσευχηθώ και με το νου, δηλαδή με το νου και το Πνεύμα. Το να προσκυνώ λοιπόν το Πνεύμα ή να προσεύχομαι, δεν μου φαίνεται ότι είναι τίποτε άλλο παρα το ότι το ίδιο το Πνεύμα προσφέρει στον εαυτό του την προσευχή και την προσκύνηση, Ποιος από τους ένθεους και από αυτούς, που γνωρίζουν πολύ καλό, δεν θα επαινούσε αυτό το πράγμα, ότι δηλαδή η προσκύνηση του ενός, και των τριών είναι προσκύνηση, αφού είναι ομότιμη και στα τρία πρόσωπα η αξία και η θεότητα; Και βέβαια ούτε εκείνο που λέγεται στη Γραφή θα φοβηθώ, ότι δηλαδή τα πάντα έχουν γίνει μέσω του Υιού, σαν να ήταν ένα από τα πάντα και το άγιο Πνεύμα. Διότι, τα πάντα όσα έχουν γίνει λέγει η Γραφή, όχι απλώς τα πάντα χωρίς περιορισμό. Ούτε βέβαια περιλαμβάνεται ο Πατέρας, ούτε όσα δεν έχουν γίνει. Απόδειξε πρώτα ότι έχει γίνει μέσα στο χρόνο, και τότε απόδοσέ το στον Υιό και συναρίθμησέ το με τα κτίσματα. Όσο εσύ δεν το αποδεικνύεις, αυτή η περιεκτική φράση δεν θα σε βοηθήσει στην ασέβειά σου. Διότι αν έχει γίνει, οπωσδήποτε δια του Χριστού έχει γίνει. Ούτε εγώ ο ίδιος θα το αρνηθώ. Εάν όμως δεν έχει γίνει, πώς είναι ένα από τα πάντα ή έχει γίνει μέσω του Χριστού; Σταμάτα λοιπόν ν' ατιμάζεις και τον Πατέρα περιφρονώντας το Μονογενή Υιό του - διότι είναι ατιμία για τον Πατέρα, θεωρώντας κτίσμα το ύψιστο (τον Υιό), να τον στερείς από τον Υιό Του -και τον Υιό περιφρονώντας το Πνεύμα. Διότι (ο Υιός) δεν είναι δημιουργός κάποιου δούλου όμοιου μ' αυτόν, αλλ' αυτός που συνδοξάζεται με τον ομότιμό του, το Πνεύμα. Τίποτε από την αγία Τριάδα να μη βάλλεις στην ίδια κατηγορία με σένα, για να μην πέσεις εσύ από την Τριάδα. Και με κανένα τρόπο να μην περικόψεις τη μία φύση και εξίσου άξια σεβασμού, διότι αν κάτι καθαιρέσεις από τα τρία πρόσωπα, θα έχεις καθαιρέσει μαζί του το σύνολο, ή μάλλον θα έχεις ξεπέσει εσύ απ' όλα. Καλύτερα να σχηματίσεις μία ατελή ιδέα για τον τρόπο της ενώσεως, παρά ν' αποτολμήσεις μια τόσο μεγάλη ασέβεια.
Έφτασε όμως ο λόγος μας και σε αυτό το ουσιαστικό κεφάλαιο· και στενάζω βέβαια, διότι ζήτημα το οποίο είχε σβήσει από παλιά και είχε υποχωρήσει μπροστά στην αλήθεια, τώρα αναζωπυρώνεται. Είναι ανάγκη όμως ν'αντιταχθοϋμε στους φλύαρους και να μη νικηθούμε λόγω της απουσίας μας, με το να έχουμε λόγο και να συνηγορούμε υπέρ του Πνεύματος. Εάν, λέγει, υπάρχει Θεός και Θεός καί Θεός, πώς δεν υπάρχουν τρεις Θεοί; Και πώς αυτό που δοξολογείται, δεν είναι πολυαρχία; Ποιοί είναι αυτοί που λένε τέτοια πράγματα; Εκείνοι, oι οποίοι είναι τελειότεροι στην ασέβεια, ή και εκείνοι που ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία, εννοώ δηλαδή αυτούς που είναι κάπως σώφρονες σχετικά με τον Υιό; Η μία μου απάντηση θα είναι κοινή και για τους δύο, η άλλη μου απάντηση θα είναι ιδιαίτερη για τους δεύτερους. Η απάντησή μου λοιπόν προς τους τελευταίους είναι αυτή: Τι λέτε σε μας τους τριθεΐτες εσείς που σέβεστε τον Υιό, αλλά επαναστατήσατε κατα του Πνεύματος; Εσείς δεν είσαστε διθεΐτες; Εάν επιπλέον αρνείσθε και την προσκύνηση του Μονογενούς, έχετε σαφώς ταχθεί με το μέρος των αντιπάλων. Και τότε γιατί να σας φερόμαστε φιλάνθρωπα σαν τάχα να μην είσαστε εντελώς νεκρωμένοι; Αν όμως σέβεσθε τον Υιό και πιστεύετε ορθα και σωτήρια μέχρι αυτό το σημείο, τότε θα σας ρωτήσουμε: Ποιος είναι ο λόγος της διθεΐας σας, αν κατηγορηθείτε γι' αυτό; Εαν υπάρχει κάποια απάντηση συνετή, αποκριθείτε και δείξτε και σε μας τον τρόπο ν' απαντάμε. Διότι με όποια επιχειρήματα θ' αποκρούσετε εσείς την διθεΐα, αυτά θ' αρκέσουν και σε μας για ν' αποκρούσουμε τήν τριθεΐα. Κι έτσι θα νικάμε χρησιμοποιώντας εσάς τους κατήγορους ως συνήγορους. Τι πιο γενναίο απ' αυτό;
Αλλά πώς θ' αγωνιστούμε και θ' αποκριθούμε ενάντια και στους δύο; Για μας ένας Θεός υπάρχει, διότι μία είναι η θεότητα. Και στο ένα αναφέρονται τα προερχόμενα από αυτό, ακόμη κι αν θεωρούνται τρία. Διότι δεν είναι άλλο από τα πρόσωπα περισσότερο Θεός και άλλο λιγότερο Θεός ούτε υπάρχει άλλο προγενέστερο και άλλο μεταγενέστερο· ούτε χωρίζονται ως προς το θέλημα, ούτε διαιρούνται ως προς τη δύναμη. Ούτε είναι δυνατόν να βρίσκει κανένας σ' αυτά, κάτι απ' αυτά που ύπάρχουν στα κτιστά όντα, που μπορούν να διαχωριστούν. Αλλά εάν πρέπει να εκφραστούμε με συντομία, η θεότητα είναι αδιαίρετη, αν και διακρίνεται σε πρόσωπα. Και όπως συμβαίνει με τρεις ήλιους oι οποίοι είναι ενωμένοι μεταξύ τους: μία είναι η έκχυση του φωτός. Οταν λοιπόν αναβλέψουμε προς τη θεότητα και την πρώτη αιτία και τη μοναρχία, ένα είναι αυτό που μας εμφανίζεται. Όταν πάλι αναβλέψουμε σ'αυτά, στα οποία ενυπάρχει η θεότητα και τα οποία προέρχονται αχρόνως από την πρώτη αιτία έχοντας την ίδια δόξα, τότε τρία είναι τα προσκυνούμενα.
Όμως, τι θα ισχυρίζονταν, δεν υπάρχει και στους Έλληνες μία θεότητα, όπως διδάσκουν όσοι από εκείνους φιλοσοφούν βαθύτερα, και για μας δεν υπάρχει μία ανθρωπότητα, όλο δηλαδή το ανθρώπινο γένος; Αλλά όμως υπάρχουν γι' αυτούς πολλοί θεοί και όχι ένας, όπως και άνθρωποι πολλοί; Εκεί όμως το ένα μπορεί η κοινωνία να το φανταστεί μόνο με τη σκέψη· τα δε επιμέρους άτομα είναι διαχωρισμένα στον ύψιστο βαθμό μεταξύ τους και ως προς το χρόνο και ως προς τα πάθη και ως προς τη δύναμη. Διότι εμείς oι άνθρωποι δεν είμαστε μόνο σύνθετοι, αλλά και αντίθετοι και μεταξύ μας αλλά και με τον ίδιο μας τον εαυτό, μη παραμένοντας απόλυτα οι ίδιοι ούτε και για μια μέρα, αλλά όχι όλη τη ζωή μας, αλλά και σωματικά και ψυχικά συνεχώς αλλάζουμε και μεταβαλλόμαστε. Δεν ξέρω μάλιστα, μήπως και oι άγγελοι (μεταβάλλονται) και όλη η ανώτερη φύση μετά την Τριάδα, έστω κι αν μερικοί είναι απλοί και περισσότερο παγιωμένοι προς το καλό, επειδή είναι πλησίον του ύψιστου Αγαθού.
Πολλές φορές και πάλι επανέρχεσαι και μας κατηγορείς ότι δεν στηριζόμαστε στην αγία Γραφή (για να καταδείξουμε τη θεότητα του Πνεύματος). Ότι βέβαια δεν είναι ξένο το Πνεύμα, ούτε παρείσακτο, αλλά και στους αγίους της Παλαιάς Διαθήκης και στους σημερινούς φανερώνεται και αποκαλύπτεται, έχει ήδη αποδειχθεί από πολλούς, oι οποίοι ασχολήθηκαν μ' αυτό, όσοι βέβαια αφού μελέτησαν όχι με ραθυμία ή έπιπολαιδτητα τις θείες γραφές, αλλά διέσχισαν το «γράμμα» και έσκυψαν να δουν μέσα από αυτό, αξιώθηκαν να δουν την κρυμμένη ομορφιά και καταυγάσθηκαν από το φωτισμό της γνώσεως(4) .
Δύο λαμπρές αλλαγές του τρόπου της ζωής μας έχουν γίνει στο διάβα όλου του χρόνου, oι οποίες και δύο Διαθήκες καλούνται, και σεισμοί της γης, διότι αποτελούν μία περιβόητη πραγματικότητα. Η πρώτη είναι η μετάβαση από τα είδωλα στο νόμο και η δεύτερη από το νόμο στο Ευαγγέλιο. Όμως και τρίτος σεισμός μας έχει αναγγελθεί, η μετάσταση δηλαδή από το εδώ στα εκεί, τα μη πλέον κινούμενα και σαλευόμενα. Αυτό έχουν πάθει και oι δύο Διαθήκες. Τι είναι αυτό; Δεν μετακινήθηκαν ξαφνικά, ούτε με την πρώτη κίνηση για πραγματοποίηση του εγχειρήματος. Για ποιο λόγο; Διότι είναι αναγκαίο να ξέρουμε. Για να μην πιεσθούμε αλλά να πεισθούμε. Διότι αυτό που γίνεται παρα τη θέλησή μας, δεν είναι μόνιμο, όπως ακριβώς όσα συγκρατούνται βίαια από τα ρεύματα και τα φυτά. Όμως αυτό που γίνεται με τη θέλησή μας, και μονιμότερο είναι και ασφαλέστερο. Το ένα είναι έργο αυτού που μας εξαναγκάζει, το άλλο είναι δικό μας· και το ένα πάλι είναι έργο της επιείκειας του Θεού, το άλλο της τυραννικής εξουσίας. Δεν ενόμισε λοιπόν ότι πρέπει χωρίς να θέλουμε να μας κάνει καλό, αλλά να μας ευεργετεί, όταν εμείς το θέλουμε. Γι' αυτό, για παιδαγωγικούς και ιατρικούς λόγους, άλλα αφαιρεί από τα πατροπαράδοτα έθιμα και άλλα επιτρέπει, υποχωρώντας λίγο σε αυτά που δίνουν χαρά. Έτσι, όπως ακριβώς κάνουν και oι γιατροί στους αρρώστους, δηλαδή για να γίνει αποδεκτή η θεραπεία με φάρμακα, αλλάζουν επιτήδεια τη γεύση τους με προϊόντα περισσότερο ευχάριστα. Διότι δεν είναι εύκολη η αλλαγή σ' αυτά που είχαν γίνει συνήθεια και τιμούνταν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τι εννοώ δηλαδή; Η πρώτη αλλαγή περιέκοψε βέβαια τα είδωλα, αλλά επέτρεψε τις θυσίες· η δεύτερη αλλαγή κατάργησε τις θυσίες, αλλά δεν εμπόδισε την περιτομή. Επειτα, όταν οριστικά συμβιβάστηκαν με αυτή την αφαίρεση, τότε παραδέχτηκαν και την παραχώρηση που είχε γίνει σ' αυτούς, δηλαδή oι Ιουδαίοι τίς θυσίες και oι χριστιανοί την περιτομή. Και έγιναν από εθνικοί ιουδαίοι και από ιουδαίοι χριστιανοί, αφού οδηγήθηκαν ανεπαίσθητα προς το Ευαγγέλιο με αυτές τις επιμέρους αλλαγές. Θα σε πείσει γι' αυτό ο Παύλος, ο οποίος προερχόμενος από περιτομές και αγνισμούς έλεγε: «Όσο για μένα αδελφοί μου, γιατί με καταδιώκουν, εάν κηρύττω την αναγκαιότητα της περιτομής;». Εκείνο ήταν σημείο οικονομίας αυτό είναι δείγμα της τελειότητας.
Με αυτόν τον τρόπο μπορώ να εικάζω ό,τι αφορα στην θεολογία, όσο όμως είναι δυνατόν, από τ' αντίθετα. Διότι, πράγματι εκεί, από τις αφαιρέσεις γίνεται η αλλαγή· εδώ όμως με τις προσθήκες επιτυγχάνεται η τελειότητα. Βέβαια, έτσι είναι. Εκήρυττε φανερό η Παλαιά Διαθήκη τον Πατέρα και αμυδρότερα τον Υιό. Φανέρωσε η Καινή Διαθήκη τον Υιό, υπέδειξε τη θεότητα του Πνεύματος. Δρα τώρα το Πνεύμα, κάνοντάς μας σαφέστερη τη φανέρωσή του. Διότι δεν θα ήταν ασφαλές, χωρίς πρωτύτερα να ομολογηθεί η θεότητα του Πατρός, να κηρύσσεται φανερό ο Υιός ούτε προτού να γίνει παραδεκτή η θεότητα του Υιού, να «επιφορτισθούμε» με το Πνεύμα το άγιο, για να χρησιμοποιήσω μία έκφραση λίγο τολμηρότερη· μήπως κινδυνεύσουν και στο κατά δύναμη, όπως ακριβώς με όσους, oι οποίοι αφού φάνε πάνω από την αντοχή τους βαραίνουν και αφού προσβάλουν την δράση πάνω από τη δύναμη κοιτάζοντας το φως του ήλιου την καθιστούν ασθενέστερη. Αντιθέτως, με τις βαθμιαίες προσθήκες και όπως είπε ο Δαβίδ, με τις αναβάσεις και με τις από δόξα σε δόξα προόδους και προκοπές, το φως της Τριάδας θα λάμψει στους πιο φωτισμένους. Και νομίζω, ότι γι' αυτό τον λόγο και στους μαθητές επιδημεί σταδιακά, ανάλογα με την ικανότητα εκείνων που το δέχονται, δηλαδή στην αρχή του Ευαγγελίου, μετά το πάθος, μετά την Ανάληψη, όταν επιτελεί τα θαύματα, όταν εμφυσείται και όταν εμφανίζεται ως πύρινες γλώσσες. Και από τον Ιησού φανερώνεται σταδιακά, όπως θα διαπιστώσεις κι εσύ ο ίδιος, αν μελετήσεις με περισσότερο επιμέλεια: Θα παρακαλέσω, λέγει η Γραφή, τον Πατέρα να σας δώσει άλλον Παράκλητο, το Πνεύμα της αληθείας, για να μη νομίσει κανένας ότι είναι αντίθετος από το Θεό και πως μιλάει από κάποια άλλη εξουσία. Έπειτα «θα στείλει» ο Πατέρας, αλλά «στο όνομά μου» αφού άφησε στην άκρη το «θα ρωτήσω», το «θα στείλει» διατήρησε. Στην συνέχεια με το «θα στείλω» διακήρυξε το δικό του αξίωμα· κατόπιν με το «θα έλθει» διακηρύσσεται η εξουσία του Πνεύματος.
Βλέπεις, λοιπόν, σταδιακούς φωτισμούς που μας φωτίζουν και την τάξη της θεολογίας, την οποία καλύτερα να τηρούμε και εμείς, και ούτε να τη φανερώνουμε μια και καλή, ούτε να την αποκρύπτουμε τελείως. Διότι το ένα δείχνει έλλειψη διακρίσεως, το άλλο αθεΐα. Και το ένα πάλι μπορεί να βλάψει τους άπιστους, ενώ το άλλο ν' αποδιώξει τους δικούς μας. Όμως, αυτό το οποίο ίσως ήλθε και στο μυαλό άλλων, αλλά εγώ θεωρώ καρπό της δικής μου διανοίας, θα το προσθέσω σ' αυτά, που έχουν ήδη ειπωθεί. Κατά τον Σωτήρα ήσαν μερικά, για τα οποία έλεγε στους μαθητές ότι δεν μπορούσαν τότε να τα βαστάσουν, αν και είχαν χορτάσει με διδασκαλίες, ίσως για τους λόγους που ανέφερα, και γι' αυτό δεν τα αποκάλυψε. Έλεγε πάλι, ότι όλα αυτά θα μας τα διδάξει το άγιο Πνεύμα, όταν θα κατέλθει. Ένα από αυτά (που θα μας διδάξει) είναι, νομίζω, και ή ίδια η θεότητα του Πνεύματος, η οποία αποσαφηνίζεται αργότερα, αφού μετά την αποκατάσταση του Σωτήρα, τυχαίνει να είναι ώριμη και καταληπτή η γνώση, αφού κανένας πλέον δεν απιστεί στο θαύμα. Τι λοιπόν θα ήταν πιο μεγάλο, αυτό που εκείνος υποσχέθηκε ή αυτό που το Πνεύμα δίδαξε; Εάν βέβαια πρέπει σαν κάτι μεγάλο να νομίζουμε καί άξιο της μεγαλοπρέπειας του Θεού, αυτό το οποίο υπόσχεται, ή αυτό το οποίο διδάσκεται.
Ετσι λοιπόν πιστεύω γι' αυτά και μακάρι έτσι να πιστεύω εγώ, και όποιος μου είναι αγαπητός. Να τιμάμε δηλαδή ως Θεό τον Πατέρα, Θεό τον Υιό, Θεό το Πνεύμα το άγιο, τρεις oι ιδιότητες, αλλά μία η θεότητα, χωρίς να διαιρείται ως προς τη δόξα, την τιμή και τη βασιλεία, όπως θεολόγησε κάποιος από τους θεοφόρους άνδρες λίγο προγενέστερα. Και όποιος δεν πιστεύει έτσι ή προσαρμόζεται ανάλογα με τις περιστάσεις, αλλάζοντας συνεχώς την πίστη του και σκέπτεται με επιπολαιότητα, γι' αυτά που είναι τόσο σπουδαία, ας μη δει τον ήλιο ν' ανατέλλει, όπως λέγει η Γραφή, ούτε τη δόξα της ουράνιας λαμπρότητας. Διότι αν το Πνεύμα δεν είναι προσκυνητόν, πώς με θεώνει με το βάπτισμα;
Αν πάλι προσκυνείται, πώς να μη λατρεύεται; Και αν λατρεύεται, πώς δεν είναι Θεός; Το ένα εξαρτάται από το άλλο, κι έτσι έχουμε πράγματι μία χρυσή και σωτήρια αλυσίδα. Από το Πνεύμα συμβαίνει η αναγέννηση σε μας από την αναγέννηση ακολουθεί η ανάπλαση και από την ανάπλαση η επίγνωση της αξίας εκείνου που μας ανέπλασε.
Αυτά λοιπόν θα μπορούσε να πει κανένας, αν προϋπέθετε ότι δεν υπάρχει στην Γραφή. Ήδη όμως θα έλθει σε σένα το πλήθος των μαρτυριών, με τις οποίες θ' αποδειχθεί ότι αναφέρεται και με το παραπάνω μέσα στην αγία Γραφή η θεότητα του Πνεύματος, σε όσους βέβαια δεν είναι πολύ ανόητοι, ούτε αποξενωμένοι από το Πνεύμα. Σκέψου λοιπόν τα εξής: Γεννιέται ο Χριστός; Το Πνεύμα προηγείται· βαπτίζεται; Αυτό δίνει μαρτυρία· δέχεται πειρασμούς; Τον οδηγεί. Επιτελεί θαύματα; Τον συνοδεύει. Ανέρχεται; Τον διαδέχεται. Ποιο άραγε από τα μεγάλα και απ' όσα κάνει ο Θεός, δεν μπορεί το Πνεύμα; Ποια πάλι ονομασία δεν έχει απ' όσες έχει ο Θεός εκτός από την αγεννησία και τη γέννηση; Διότι έπρεπε να μείνουν oι ιδιότητες στον Πατέρα και στον Υιό, για να μην υπάρχει σύγχυση στη θεότητα, η οποία και τ' άλλα οδηγεί σε τάξη και κοσμιότητα. Εγώ φρίττω αναλογιζόμενος τον πλούτο των ονομασιών του Πνεύματος και σε πόσες από αυτές δείχνουν την ασέβειά τους αυτοί που επιτίθενται στο Πνεύμα. Λέγεται λοιπόν Πνεύμα Θεού, Πνεύμα Χριστού, νους Χριστού, Πνεύμα Κυρίου, το ίδιο επίσης Κύριος, Πνεύμα υιοθεσίας, αληθείας, ελευθερίας· Πνεύμα σοφίας, συνέσεως, θελήσεως, δυνάμεως, γνώσεως, ευσεβείας, φόβου Θεού. Διότι αυτό είναι το οποίο προκαλεί όλα αυτά. Όλα τα γεμίζει με το είναι του, όλα τα συγκρατεί. Με την ύπαρξή του γεμίζει όλο τον κόσμο, δεν περιορίζεται όμως η δύναμή του στον κόσμο. Είναι αγαθό, ευθές, ηγεμονικό, αγιάζει από τη φύση του και όχι λόγω θέσεως, δεν αγιάζεται, είναι το μέτρο, δεν μετριέται, μετέχεται δεν μετέχει, πληροί, δεν πληρούται, συγκρατεί δεν συγκρατείται, κληρονομείται, δοξάζεται, συναριθμείται, απειλείται, λέγεται δάκτυλος Θεού και φωτιά όπως ο Θεός, για να δοθεί νομίζω, έμφαση στο ομοούσιο. Το Πνεύμα είναι αυτό που δημιούργησε, που μας ανακαινίζει με το βάπτισμα και την ανάσταση. Το Πνεύμα είναι αυτό που γνωρίζει τα πάντα, που διδάσκει, που πνέει όπου και όσο θέλει, που οδηγεί, λαλεί, αποστέλλει, αφορίζει, παροργίζεται, πειράζεται, αποκαλύπτει, φωτίζει, δίνει ζωή, μάλλον είναι το ίδιο φως και ζωή. Είναι αυτό που μας κάνει ναούς, μας θεώνει, μας τελειοποιεί, ώστε και να προηγείται του βαπτίσματος, αλλά και να επιζητείται μετά το βάπτισμα. Ενεργεί επίσης όσα κι ο Θεός, διαμοιράζεται σε γλώσσες πύρινες , μοιράζει χαρίσματα, καθιστά αποστόλους, προφήτες, ευαγγελιστές, ποιμένες και διδασκάλους. Είναι νοερό, πολυμερές, σαφές, τρανό, ανεμπόδιστο, αμόλυντο. Αυτό σημαίνει μέ ισοδύναμες λέξεις, πως είναι η ύψιστη σοφία και μπορεί να ενεργεί με πολλούς τρόπους και αποσαφηνίζει τα πάντα και τα διατρανώνει. Και είναι αυτεξούσιο και αναλλοίωτο, παντοδύναμο, επιβλέπει τα πάντα και διεισδύει σε όλα τα νοερά πνεύματα, τα καθαρά και λεπτότατα, δηλαδή εννοώ τις αγγελικές δυνάμεις, όπως και στα πνεύματα των προφητών και των αποστόλων, την ίδια στιγμή αλλά όχι στους ίδιους τόπους, αφού είναι διασκορπισμένα εδώ κι εκεί. Με το να έχουν απονεμηθεί άλλα σε άλλο μέρος φανερώνεται το απερίγραπτο (αυτού).
Αυτοί που λένε και διδάσκουν αυτά και επιπλέον το ονομάζουν «άλλον Παράκλητον», δηλαδή άλλον Θεό, αυτοί oι οποίοι γνωρίζουν ότι η μόνη ασυγχώρητη αμαρτία είναι η βλασφημία σ'αυτό, αυτοί που τόσο φοβερά στηλίτευσαν τον Ανανία και τη Σαπφείρα, επειδή είπαν ψέματα στο Πνεύμα το άγιο, σαν να είπαν ψέματα στον Θεό και όχι σε άνθρωπο, αυτοί λοιπόν τι σου φαίνεται από τα δύο, ότι κηρύττουν πως το άγιο Πνεύμα είναι Θεός ή κάτι αλλο; Πόσο στ' αλήθεια ανόητος είσαι και μακριά από το Πνεύμα, εάν απορείς γι' αυτό και χρειάζεσαι κάποιον να σε διδάξει. Oι ονομασίες λοιπόν του Πνεύματος είναι τόσες πολλές και τόσο ζωντανές. Γιατί λοιπόν πρέπει να σου παραθέσω τις μαρτυρίες γι' αυτές τις λέξεις; Και όσα εδώ λέγονται με τρόπο ταπεινό, ότι δηλαδή δίδεται, ότι αποστέλλεται, ότι μερίζεται, ότι είναι χάρισμα, δώρημα, εμφύσημα, επαγγελία, μεσιτεία, είτε κάτι άλλο σαν αυτά, για να μην απαριθμώ το καθένα ξεχωριστά, πρέπει να το αναγάγουμε στην πρώτη αιτία, για να καταδειχθεί από πού προέρχεται και να μην γίνουν παραδεκτές από κάποιους, τρεις αρχές διαχωρισμένες μεταξύ τους, σαν να υπάρχει πολυθεΐα. Διότι είναι εξίσου ασέβεια να ταυτίσει κανένας τα πρόσωπα, όπως ο Σαβέλλιος(5) και να διαχωρίσει τις φύσεις όπως ο Άρειος(6).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Δηλαδή δεν είναι Θεός, αλλά κτίσμα, όπως ο άνθρωπος.
2. Βλ. Πλάτωνα, Φαίδων 97 c-d και Αριστοτέλη, Περί ζώων γενέσεως ΙΙ, 3. Ο «νους» όμως των φιλοσόφων αυτών δεν μπορεί να συνδεθεί με το άγιο Πνεύμα (βλ. Σ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Γρηγόριος ο Θεολόγος και aι προϋποθέσεις πνευματολογίας αυτού, Αθήναι 1980, σσ. 99-101 ).
3. Ο Μαρκίωνας ήταν ένας γνωστικός συγγραφέας του β' αιώνος. Η θεολογία του διέφερε όμως σε πολλά σημεία από αυτή των γνωστικών. Παραδεχόταν δύο θεούς, τον αγαθό και τον κακό. Απέρριπτε την Παλαιά Διαθήκη και πολλά βιβλία της Καινής. Μερικοί κώδικες περιέχουν τη γραφή «Μαρκίωνος και Ουαλεντίνου», καθώς το σύστημα των «νέων αιώνων» έχει τη σφραγίδα του δεύτερου. Σχετικά βλ. Ρ. GALLAY-Μ. JOURJON, Grégoire de Nazianze, Discours Théologiques εν Sources Chrétiennes, τ. 250, Cerf, Paris 1978, σ. 288, υποσημ. 2.
4. Υπάρχουν κάποιες αλήθειες, λέγει ο άγ. Γρηγόριος, μέσα στην Αγία Γραφή, οι οποίες δεν αναφέρονται ρητά. Ο φωτισμένος από το άγιο Πνεύμα πιστός νομιμοποιείται να υπερκεράσει (ξεπεράσει) το γράμμα για να βρει τα κρυμμένα νοήματα, τα οποία θα χρησιμοποιήσει στον αγώνα του εναντίον των αιρετικών.
5. Ο αιρετικός Σαβέλλιος (γ' αι.) δίδασκε ότι τα πρόσωπα της αγίας Τριάδας δεν συνιστούν τρεις διακεκριμένες υποστάσεις, αλλά μία ουσία, που εμφανίσθηκε με τρία πρόσωπα, δηλ. ως Πατέρας την εποχή της Παλ.Διαθήκης, ως Υιός στην Καινή Διαθήκη και ως άγιο Πνεύμα στην Εκκλησία.
6. Ο Άρειος (δ' αι.) επέφερε μεγάλη κρίση στην Εκκλησία. Δίδασκε ότι ο Υιός είναι κτίσμα. Καταδικάστηκε από την Α' Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας (325 μ.Χ.).
Πηγή: (Στυλ. Γ. Παπαδόπουλου (επιμ.), «Μιλάει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος», μτφρ. Διονύσιος Κακαλέτρης, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1991.) Μυριόβιβλος
Όταν συμπληρωνόταν η πεντηκοστή ημέρα μετά την Ανάσταση, της οποίας έφθασε τώρα η μνήμη, ενώ όλοι οι μαθητές ήσαν συγκεντρωμένοι μαζί και ευρίσκονταν ομόψυχοι στο υπερώο (οίκος) εκείνου του ιερού, αλλά και στο προσωπικό του υπερώο, στο νου του, συναγμένος ο καθένας τους (διότι ήσαν σε ησυχία και αφιερωμένοι στη δέηση και στους ύμνους προς το Θεό), ξαφνικά, λέγει ο ευαγγελιστής Λουκάς, «ακούσθηκε ήχος από τον ουρανό, σαν από ορμή βιαίου ανέμου και εγέμισε τον οίκο όπου κάθονταν».(Πραξ.2, 1-11). Είναι βίαιος γιατί νικά τα πάντα και ξεπερνά τα τείχη του πονηρού, γκρεμίζει κάθε οχύρωμα του εχθρού, ταπεινώνει τους υπερήφανους, ανυψώνει τους ταπεινούς στη καρδιά και διασπά τους συνδέσμους των αμαρτημάτων. Γέμισε δε ο οίκος εκείνος στον οποίο κάθονταν, καθιστώντας τον, κολυμβήθρα πνευματική και εκπληρώνοντας την επαγγελία του Σωτήρα, που τους έλεγε, πριν αναληφθεί: «Ο μεν Ιωάννης βάπτισε με νερό, εσείς δε θα βαπτισθήτε με άγιο Πνεύμα, όχι έπειτα από πολλές μέρες».
Αλλά και το όνομα που έδωσε σ' αυτούς το έδειξε να αληθεύει. Διότι δια του ήχου αυτού από τους ουρανούς οι Απόστολοι έγιναν πραγματικά υιοί βροντής. «Και φάνηκαν σ' αυτούς γλώσσες διαμεριζόμενες ωσάν πυρός και στον καθένα τους κάθισε από μια κι' εγέμισαν όλοι άγιο Πνεύμα και μιλούσαν άλλες γλώσσες, όπως τους έδιδε το Πνεύμα να μιλούν».
Αλλά για ποιό λόγο φάνηκε το Πνεύμα σε σχήμα γλωσσών;
Αφ' ενός για να επιδείξει τη συμφυϊα του, τη σχέση του με το Λόγο του Θεού, γιατί τίποτε δεν είναι συγγενέστερο από τη γλώσσα προς το λόγο. Συγχρόνως δε και για τη χάρη της διδασκαλίας, γιατί ο κατά Χριστό διδάσκαλος χρειάζεται χαριτωμένη γλώσσα.
Γιατί δε φανερώθηκε το άγιο Πνεύμα με πύρινες γλώσσες;
Όχι μόνο για το ομοούσιο του Πνεύματος προς το Πατέρα και τον Υιό (γιατί πυρ είναι ο Θεός μας), αλλά και για τη διπλή ενέργεια του κηρύγματος των Αποστόλων. Γιατί μπορεί συγχρόνως να ευεργετεί και να τιμωρεί. Όπως το πυρ έχει διπλή ιδιότητα και να φωτίζει και να φλογίζει, έτσι και ο λόγος της διδασκαλίας, αυτούς που υπακούουν φωτίζει και αυτούς που απειθούν παραδίδει τελικά σε πυρ και κόλαση. Είπε δε γλώσσες, όχι πυρός, αλλά σαν πυρός, για να μη νομίσει κανείς ότι το πυρ εκείνο είναι αισθητό και υλικό, αλλά να αντιληφθούμε την επιφάνεια του Πνεύματος σαν με παράδειγμα.
Για ποιό λόγο δε οι γλώσσες φάνηκαν να διαμερίζονται σ' αυτούς
Γιατί μόνο στο Χριστό που ήλθε και αυτός από πάνω δεν δίδεται με μέτρο το Πνεύμα από το Πατέρα. Εκείνος και κατά σάρκα ακόμη είχε ολόκληρη τη θεία δύναμη και την ενέργεια, ενώ σε κανέναν άλλο δεν έγινε χωρητή όλη η χάρη του Πνεύματος, αλλά ατομικά ο καθένας αποκτά άλλος το ένα και άλλος το άλλο από τα χαρίσματα, για να μη νομίσει κανείς ότι η από το Πνεύμα διδόμενη στους αγίους χάρη είναι φύση.
Το δε εκάθισε δεν υποδηλώνει μόνο το δεσποτικό αξίωμα, αλλά και το ενιαίο του θείου Πνεύματος. Κάθισε πάνω στό καθένα τους και πληρώθηκαν όλοι άγιο Πνεύμα, γιατί και όταν μερίζεται κατά τις διάφορες δυνάμεις και ενέργειές του, δια της καθεμιάς ενέργειας παρευρίσκεται και ενεργεί ολόκληρο το άγιο Πνεύμα, αμερίστως μεριζόμενο και ολοκληρωτικά μετεχόμενο, κατά την εικόνα της ηλιακής ακτίνας. Λαλούσαν δε άλλες γλώσσες, δηλαδή διαλέκτους, διότι έγιναν όργανα του θείου Πνεύματος, ενεργούντα και κινούμενα κατά τη θέληση και δύναμη εκείνου.
Αυτά προαναγγέλθηκαν και μέσω των προφητών του, όπως δια του Ιεζεκιήλ: «θα σας δώσω καρδιά νέα και Πνεύμα νέο θα βάλω μέσα σας, το Πνεύμα μου». (Ιεζ. 36,26). Δια του Ιωήλ: «και κατά τις έσχατες μέρες θα εκχύσω από το Πνεύμα μου επάνω σε κάθε σάρκα». (Ιωήλ 2,28). Δια του Μωυσή: «ποιός θα καταστήσει προφήτες όλο το λαό του Κυρίου, όταν δώσει ο Κύριος σ' αυτούς το Πνεύμα του;».
Ο ίδιος δε ο Κύριος έλεγε: «όποιος πιστεύει σε μένα, θα ρεύσουν ποτάμια ζωντανού ύδατος από την κοιλιά του» το οποίο ερμηνεύοντας ο ευαγγελιστής: «τούτο το έλεγε περί του Πνεύματος που επρόκειτο να λαμβάνουν οι πιστεύοντες σ' αυτόν». (Ιω. 17,39). Έλεγε επίσης στους μαθητές του: «εάν με αγαπάτε, θα τηρήσετε τις εντολές μου, κι' εγώ θα ζητήσω από τον Πατέρα να σας στείλει άλλο Παράκλητο, για να μείνει μαζί σας αιωνίως, το Πνεύμα της αληθείας» και «ο δε Παράκλητος, το άγιο Πνεύμα, που θα στείλει ο Πατέρας στο όνομά μου, εκείνος θα σας διδάξει τα πάντα» και «θα σας οδηγήσει σε όλη την αλήθεια». (Ιω.14,15 - 14,26 - 15,26 - 17,39).
Τώρα λοιπόν εκπληρώθηκε η επαγγελία και κατήλθε το άγιο Πνεύμα, σταλμένο και δοσμένο από το Πατέρα και τον Υιό και αφού περιέλαμψε τους αγίους μαθητές και τους άναψε θείως ως πραγματικές λαμπάδες και τους ανέδειξε σε φωστήρες υπερκοσμίους και παγκοσμίους. Όπως δε, αν κανείς ανάψει από τη φωσφόρο λαμπάδα άλλη και από 'κείνη άλλη και ούτω καθεξής, κρατώντας το με τη διαδοχή, έχει πάντοτε το φως μόνιμα, έτσι δια της χειροτονίας των Αποστόλων επί τους διαδόχους των διαδίδεται η χάρη του θείου Πνεύματος δι' όλων των γενεών και φωτίζει όλους τους υπακούοντας στους ποιμένες και διδασκάλους.
Το άγιο Πνεύμα που δεν αποστέλλεται μόνο, αλλά και αποστέλλει τον από τον Πατέρα Υιό πάνω στη γη και μας δίδαξε τα θαυμαστά και μεγάλα. Διότι το άγιο Πνεύμα ήταν πάντοτε και συνυπήρχε με τον Υιό στον Πατέρα, συνδημιουργώντας στο καιρό τους τα δημιουργηθέντα και συνανακαινίζοντας τα φθαρέντα και συγκρατώντας τα διαμένοντα, πανταχού παρόν και τα πάντα πληρούν και διέπον και εφορών. Όχι μόνο παντού, αλλά και πάνω από το παν, ούτε σε όλο τον αιώνα και το χρόνο μόνο, αλλά και πριν από κάθε αιώνα και χρόνο».
Πηγή: (απόσπασμα από τις Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», τόμος 10ος), Ή άλλη όψη
1. Εἶναι μεγάλα, ἀγαπητοί, καί ξεπερνοῦν κάθε ἀνθρώπινη λογική τά χαρίσματα πού μᾶς δώρησε σήμερα ὁ φιλάνθρωπος Θεός. Γι᾿ αὐτό λοιπόν ἄς χαιρόμαστε ὅλοι μαζί καί χορεύοντας ἀπό χαρά ἄς ὑμνήσομε τόν Κύριό μας. Γιατί ἡ σημερινή ἡμέρα εἶναι γιά μᾶς ἑορτή καί πανήγυρη. Ὅπως δηλαδή ἡ μία ἐποχή διαδέχεται τήν ἄλλη καί τό ἕνα ἡλιοστάσιο τό ἄλλο, ἔτσι ἀκριβῶς καί στήν Ἐκκλησία ἡ μία ἑορτή διαδέχεται τήν ἄλλη καί μᾶς πηγαίνουν ἀπό τή μία στήν ἄλλη. Πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες λοιπόν ἑορτάσαμε τό σταυρό, τό πάθος, τήν ἀνάσταση, ὕστερα ἀπό αὐτά τήν ἀνάληψη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ στόν οὐρανό. Σήμερα ὅμως συναντήσαμε τήν ἴδια τήν κορυφή τῶν ἀγαθῶν, φθάσαμε στή μητρόπολη τῶν ἑορτῶν, βρισκόμαστε στήν πραγματοποίηση τῆς ὑπόσχεσης τοῦ Κυρίου. «Γιατί ἄν ἐγώ φύγω», λέγει, «θά σᾶς στείλω ἄλλον Παράκλητο καί δέ θά σᾶς ἀφήσω ὀρφανούς» (Ἰω. 16, 7).
Εἴδατε ἐνδιαφέρον; εἴδατε ἄπειρη φιλανθρωπία; Πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες ἀνέβηκε στόν οὐρανό, ξανακάθισε στό βασιλικό θρόνο, πῆρε τή θέση στά δεξιά τοῦ Πατέρα καί μᾶς χαρίζει σήμερα τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἔτσι μᾶς δίνει τά ἄπειρα οὐράνια ἀγαθά. Γιατί, πές μου, ποιό ἀπό αὐτά πού συντελοῦν στή δική μας σωτηρία δέν τό ἔχει δώσει τό Ἅγιο Πνεῦμα; Αὐτό μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό τήν πνευματική δουλεία, μᾶς καλεῖ στήν ἐλευθερία, μᾶς ὁδηγεῖ στήν υἱοθεσία καί, γενικά, μᾶς ξαναγεννᾶ ἀπό τήν ἀρχή, καί μᾶς ξεφορτώνει τό βαρύ καί ἀποκρουστικό φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν. Μέ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος βλέπουμε τούς πολλούς ἱερεῖς καί ἔχουμε τά τάγματα τῶν διδασκάλων. Ἀπό τήν πηγή αὐτή βγῆκε καί τό προφητικό χάρισμα καί ἡ δύναμη νά θεραπεύουν ἀσθένειες. Καί ὅλα τά ὑπόλοιπα, τά ὁποῖα στολίζουν συνήθως τήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, ἀπό ἐκεῖ ἔχουν τήν προέλευση. Καί φωνάζει ὁ Παῦλος λέγοντας.«Ὅλα αὐτά τά χαρίσματα ἐνεργεῖ τό ἕνα καί μοναδικό Ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο τά μοιράζει χωριστά στόν καθένα ὅπως θέλει» (Α´ Κορ 12, 11). Ὅπως θέλει, λέγει, ὄχι ὅπως διατάχθηκε.μοιράζει, δέ μοιράζεται.ἔχει ἐξουσία, δέ βρίσκεται κάτω ἀπό ἐξουσία. Γιατί τήν ἴδια ἀκριβῶς ἐξουσία, πού βεβαίωσε στόν Πατέρα, ἀναθέτει ὁ Παῦλος καί στό Ἅγιο Πνεῦμα. Καί ὅπως λέγει γιά τόν Πατέρα.«Ὁ Θεός εἶναι αὐτός πού ἐνεργεῖ τά πάντα σ᾿ ὅλους» (Α´ Κορ. 12, 6).ἔτσι καί γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα.«Καί ὅλα αὐτά τά χαρίσματα», λέγει, «ἐνεργεῖ τό ἕνα καί μοναδικό Ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο τά μοιράζει χωριστά στόν καθένα ὅπως θέλει».
Εἶδες τέλεια ἐξουσία; Γιατί αὐτά πού ἔχουν τήν ἴδια οὐσία, εἶναι φανερό ὅτι ἔχουν καί τήν ἴδια ἐξουσία.καί αὐτά πού ἔχουν τήν ἴδια ἀξία, ἔχουν καί τήν ἴδια δύναμη καί τήν ἴδια ἐξουσία. Μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐπιτύχαμε τήν ἀπαλλαγή ἀπό τίς ἁμαρτίες καί ξεπλύναμε κάθε ἀκαθαρσία. Μέ τή χάρη του ἀπό ἄνθρωποι γίναμε ἄγγελοι, ὅσοι πλησιάσαμε τή χάρη του, χωρίς ν᾿ ἀλλάξουμε τή φύση μας, ἀλλά, πράγμα πού εἶναι πολύ πιό ἀξιοθαύμαστο, παραμένοντας στήν ἀνθρώπινη φύση δείχνουμε ἀγγελική συμπεριφορά. Γιατί τέτοια εἶναι ἡ δύναμη τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Καί ὅπως ἡ φωτιά αὐτή πού βλέπουμε, ὅταν παραλάβει τόν μαλακό πηλό, τόν κάνει σκληρό κεραμίδι, ἔτσι ἀκριβῶς καί ἡ φωτιά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅταν παραλάβει μία συνετή ψυχή, καί ἄν ἀκόμα τή βρεῖ πιό μαλακή ἀπό τόν πηλό, τήν κάνει πιό σκληρή ἀπό τό σίδερο. Ἐπίσης αὐτόν πού πρίν ἀπό λίγο ἦταν μολυσμένος ἀπό τήν ἀκαθαρσία τῶν ἁμαρτιῶν, τόν κάνει ἀμέσως πιό λαμπρό ἀπό τόν ἥλιο.
Αὐτά ἀκριβῶς θέλοντας νά μᾶς διδάξει ὁ μακάριος Παῦλος φώναζε δυνατά λέγοντας.«Μήν πλανᾶστε.οὔτε οἱ πόρνοι, οὔτε οἱ εἰδωλολάτρες, οὔτε οἱ μοιχοί, οὔτε οἱ θηλυπρεπεῖς, οὔτε οἱ παιδεραστές, οὔτε οἱ πλεονέκτες, οὔτε οἱ κλέφτες, οὔτε οἱ μέθυσοι, οὔτε ἐκεῖνοι πού περιπαίζουν καί βρίζουν, οὔτε οἱ ἅρπαγες θά κληρονομήσουν τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Α´ Κορ. 6, 9-10). Καί ἀφοῦ ἀρίθμησε ὅλα, κατά κάποιο τρόπο, τά εἴδη τῆς κακίας, καί ἀφοῦ μᾶς δίδαξε ὅτι οἱ ὑπεύθυνοι τέτοιων ἁμαρτημάτων ἀποξενώνονται ἀπό τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀμέσως πρόσθεσε·«Καί τέτοιοι ἤσαστε μερικοί ἀπό σᾶς, ἀλλά λουσθήκατε ἀπό τά ἁμαρτήματα αὐτά, ἁγιασθήκατε καί γίνατε δίκαιοι» (Α´ Κορ. 6, 11). Πές μου, πῶς καί μέ ποιόν τρόπο; γιατί αὐτό εἶναι πού θέλουμε νά μάθουμε. «Γιατί βαπτισθήκατε στό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ», λέγει, «καί στή χάρη τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ μας». Εἶδες, ἀγαπητέ, τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; εἶδες ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐξαφάνισε ὅλη ἐκείνη τήν κακία, καί ὅτι ἐκείνους πού ἦταν προηγουμένως ὑποδουλωμένοι στίς δικές τους ἁμαρτίες, τούς ἀνέβασε ἀμέσως στήν ὑψηλότερη τιμή;
2. Ποιός λοιπόν θά μποροῦσε νά κλάψει καί νά θρηνήσει, ὅπως ἀξίζει, ἐκείνους πού ἐπιχειροῦν νά μιλοῦν περιφρονητικά γιά τήν ἀξία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐκείνους πού, σάν νά ἦταν τρελλοί, δέν κατόρθωσαν οὔτε οἱ πολλές εὐεργεσίες νά τούς ἀπομακρύνουν ἀπό τήν ἀχαριστία τους, ἀλλά τολμοῦν νά κάνουν τά πάντα ἐναντίον τῆς σωτηρίας τους, ἀποστερώντας τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅσο τούς εἶναι δυνατό, ἀπό τή θεϊκή του ἀξία, καί προσπαθοῦν νά τό κατεβάσουν στήν κατηγορία τῶν κτισμάτων; Ἐκείνους θά ἤθελα νά ἐρωτήσω.γιά ποιό λόγο ἐσεῖς πολεμᾶτε τόσο πολύ τήν ἀξία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; ἤ καλύτερα, γιατί πολεμᾶτε τή σωτηρία σας, καί δέ θέλετε νά καταλάβετε τά λόγια πού εἶπε ὁ Σωτήρας στούς μαθητές του; «Πηγαίνετε νά διδάξετε ὅλους τούς λαούς, βαπτίζοντας αὐτούς στό ὄνομα τοῦ Πατέρα καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Ματθ. 28, 19). Εἶδες ὅτι ἔχουν ἰσότιμη ἀξία; Εἶδες ὅτι ἔχουν τέλεια συμφωνία; Εἶδες ὅτι ἡ Ἁγία Τριάδα εἶναι ἀδιαίρετη; Μήπως ὑπάρχει κάποια διαφορά ἤ ἀλλαγή ἤ ἔλλειψη; Γιατί τολμᾶτε νά παραποιεῖτε τά λόγια τοῦ Κυρίου;
Ἤ δέ γνωρίζετε ὅτι καί στά ἀνθρώπινα πράγματα, ἄν κάποιος ἐπιχειρήσει ποτέ ἤ τολμήσει, νά προσθέσει ἤ νά ἀφαιρέσει κάτι στίς διαταγές τοῦ βασιλιᾶ, πού εἶναι ὅμοιός μας καί ἔχει τήν ἴδια φύση μέ μᾶς, τόν τιμωροῦν μέ τή χειρότερη τιμωρία καί τίποτε δέν μπορεῖ νά τόν ἀπαλλάξει ἀπό τήν τιμωρία αὐτήν; Ἐάν στήν περίπτωση τοῦ ἀνθρώπου ὑπάρχει τόσο μεγάλος κίνδυνος, πῶς θά μποροῦσαν νά συγχωρηθοῦν ἐκεῖνοι πού εἶναι τόσο ἀπερίσκεπτοι καί πού προσπαθοῦν νά παραποιήσουν τά λόγια τοῦ Σωτήρα ὅλων μας καί πού δέ θέλουν ν᾿ ἀκούσουν οὔτε τόν Παῦλο, ὁ ὁποῖος ὅταν ὁμιλεῖ ἔχει μέσα του τό Χριστό καί φωνάζει μέ καθαρή φωνή καί λέγει.«Δέν εἶδε μάτι καί αὐτί δέν ἄκουσε καί ἀνθρώπινος νοῦς δέ φαντάστηκε ἐκεῖνα πού ἑτοίμασε ὁ Θεός γι᾿ αὐτούς πού τόν ἀγαποῦν» (Α´ Κορ. 2, 9); Ἐάν λοιπόν δέν εἶδε μάτι, οὔτε αὐτί ἄκουσε, οὔτε ἀνθρώπινος νοῦς μπόρεσε νά κατανοήσει ἐκεῖνα πού ὁ Θεός ἑτοίμασε γι᾿ αὐτούς πού τόν ἀγαποῦν, πῶς θά μπορέσουμε ἐμεῖς, μακάριε Παῦλε, νά τά γνωρίσουμε; Περίμενε λίγο καί θ᾿ ἀκούσεις τόν Παῦλο νά φανερώνει καί αὐτό. Πρόσθεσε λοιπόν λέγοντας.«Σ᾿ ἐμᾶς ὅμως ὁ Θεός τά φανέρωσε μέ τό Ἅγιο Πνεῦμά του» (Α´ Κορ. 2, 10). Καί οὔτε ἐδῶ σταμάτησε, ἀλλά γιά νά δείξει καί τή μεγάλη δύναμή του, καθώς καί τό ὅτι ἔχει τήν ἴδια οὐσία μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό, λέγει.«Γιατί τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐξετάζει τά πάντα, ἀκόμη καί τά κρυφά σχέδια τοῦ Θεοῦ» (Α´ Κορ. 2, 10).
Ἔπειτα θέλοντας νά μᾶς κάμει ἀκριβέστερη τή διδασκαλία του μέ παραδείγματα ἀπό τήν ἀνθρώπινη ζωή, πρόσθεσε.«Γιατί, ποιός ἄλλος ἀπό τούς ἀνθρώπους γνωρίζει τά ἰδιαίτερα τοῦ ἀνθρώπου, παρά μόνο τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι μέσα του; Ἔτσι καί τά ἰδιαίτερα τοῦ Θεοῦ κανένας ἄλλος δέ γνωρίζει, παρά μόνο τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ» (Α´ Κορ. 2, 11). Εἶδες τέλεια διδασκαλία; Ὅπως, λέγει, δέν εἶναι δυνατό νά γνωρίζει κανένας ἄλλος αὐτά πού εἶναι μέσα στή σκέψη ἑνός ἀνθρώπου, ἀλλά μόνος του ὁ καθένας γνωρίζει τά δικά του, ἔτσι καί τά ἰδιαίτερα τοῦ Θεοῦ κανένας δέ γνωρίζει, παρά μόνο τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Αὐτό εἶναι πολύ μεγάλο καί μέ τό παραπάνω ἀρκετό γιά νά ἀποδείξει τήν ἀξία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γιατί μᾶς ἔφερε ἕνα παράδειγμα καί μᾶς λέγει καθαρά ὅτι δέν εἶναι δυνατό νά μή γνωρίζει ποτέ κάποιος ἀπό τούς ἀνθρώπους αὐτά πού εἶναι μέσα στή σκέψη του. Ὅπως λοιπόν αὐτό δέν εἶναι δυνατό νά γίνει, ἔτσι μέ τόση ἀκρίβεια, λέγει, τό Ἅγιο Πνεῦμα γνωρίζει καί τά ἰδιαίτερα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά δέν ξέρω πῶς οὔτε μέ τά λόγια του αὐτά ὁ μακάριος Παῦλος δέν πείθει ἐκείνους πού στρέφονται μόνοι τους ἐναντίον τῆς σωτηρίας τους καί κάνουν τόσο μεγάλο πόλεμο ἐναντίον τῆς ἀξίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί ὅσο μποροῦν τό ἀποξενώνουν αὐτό ἀπό τή θεϊκή του ἀξία καί τό κατεβάζουν στήν ἀσήμαντη θέση τῶν δημιουργημάτων. Ἀλλ᾿ ἄν καί αὐτοί συμπεριφέρονται ἐχθρικά καί εἶναι ἀντίθετοι στά λεγόμενα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ἐμεῖς, ἀφοῦ δεχόμαστε τά θεῖα δόγματα σάν ἀποκάλυψη πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό, ἄς προσφέρουμε στόν Κύριο τή δοξολογία πού ἁρμόζει, δείχνοντας μαζί μέ τή σωστή πίστη καί τό ὅτι τηροῦμε ἀκριβῶς τήν ἀλήθεια.
Πρός αὐτούς λοιπόν πού ἐπιχειροῦν νά διδάσκουν τά ἀντίθετα ἀπό ἐκεῖνα πού εἶπε τό Ἅγιο Πνεῦμα, εἶναι ἀρκετά ὅσα εἴπαμε, εἶναι ἀνάγκη ὅμως νά ποῦμε στή δική σας ἀγάπη, γιά ποιό λόγο δέ μᾶς χάρισε ὁ Κύριος ἀμέσως μετά τήν ἄνοδό του στόν οὐρανό τήν αἰτία τῶν τόσων ἀγαθῶν, ἀλλ᾿ ἄφησε πρῶτα νά περάσουν λίγες ἡμέρες καί νά μείνουν μόνοι τους οἱ μαθητές, καί ὕστερα ἔστειλε κάτω στή γῆ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτό δέν ἔγινε ἄσκοπα, οὔτε τυχαῖα. Ἐπειδή δηλαδή γνώριζε ὅτι οἱ ἄνθρωποι δέ θαυμάζουν μ᾿ ὅμοιο τρόπο τά ἀγαθά πού ἔχουν στά χέρια τους, οὔτε ἐκτιμοῦν τήν ἀξία πού πραγματικά ἔχουν ἐκεῖνα, πού εἶναι εὐχάριστα καί σημαντικά, ἄν δέν ὑπάρχουν καί τά ἀντίθετα. Ἐννοῶ περίπου τό ἑξῆς.γιατί πρέπει νά τό πῶ σαφέστερα. Ἐκεῖνος πού εἶναι ὑγιής καί δυνατός στό σῶμα δέν αἰσθάνεται, οὔτε μπορεῖ νά ξέρει καλά, πόσα ἀγαθά τοῦ χάριζε ἡ ὑγεία, ἄν δέν ἀποκτήσει ἀρρωσταίνοντας πείρα καί τῆς ἀρρώστιας. Καί ἐκεῖνος πού βλέπει πάλι τήν ἡμέρα δέ θαυμάζει ὅπως πρέπει τό φῶς, ἐάν δέν τό διαδεχθεῖ τό σκοτάδι τῆς νύχτας. Γιατί, πραγματικά, ἡ πείρα πού ἔχουμε γιά τά ἀντίθετα γίνεται πάντοτε σαφής διδάσκαλος γιά ἐκεῖνα, πού ἔτυχε νά ἀπολαύσουμε προηγουμένως.
Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς καί τότε, ἐπειδή οἱ μαθητές εἶχαν ἀπολαύσει παρά πολλά ἀγαθά, ὅταν ἦταν μαζί τους ὁ Κύριος, καί ἦταν πολύ εὐτυχισμένοι ἐπειδή τόν συναναστρέφονταν (γιατί ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς Παλαιστίνης ἔβλεπαν στά πρόσωπά τους σάν νά ἔβλεπαν σέ κάποια ἀστέρια, ἀφοῦ καί νεκρούς ἀνάσταιναν, καί λεπρούς καθάριζαν, καί δαιμόνια ἔδιωχναν, καί ἀρρώστιες θεράπευαν καί ἔκαναν καί πολλά ἄλλα θαύματα), ἐπειδή λοιπόν ἦταν τόσο σπουδαῖοι καί πασίγνωστοι, γι᾿ αὐτό τούς ἄφησε νά ἀποχωρισθοῦν γιά λίγο ἀπό τή δύναμη πού τούς βοηθοῦσε, ὥστε, ὅταν βρεθοῦν μόνοι τους, νά μάθουν τί τούς χάριζε ἡ παρουσία τῆς ἀγαθότητας τοῦ Κυρίου, καί, ἀφοῦ ἀντιληφθοῦν τά ἀγαθά τοῦ παρελθόντος, νά ὑποδεχθοῦν μέ μεγαλύτερη προθυμία τή δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Πραγματικά, ἐνῶ ἦταν στενοχωρημένοι, τούς παρηγόρησε, καί, ἐνῶ ἦταν σκυθρωποί καί θλιμμένοι γιά τό χωρισμό τους ἀπό τό Διδάσκαλο, τούς φώτισε μέ τό δικό του φῶς, καί, ἐνῶ ἦταν σχεδόν νεκροί, τούς ἀνέστησε καί σκόρπισε τό σύννεφο τῆς λύπης καί τούς ἔβγαλε ἀπό τή δύσκολη θέση.
Ἐπειδή δηλαδή εἶχαν ἀκούσει τά λόγια τοῦ Κυρίου, «Πηγαίνετε νά διδάξετε ὅλα τά ἔθνη», καί βρίσκονταν στή συνέχεια σέ δύσκολη θέση καί δέν ἤξεραν ποῦ πρέπει νά κατευθυνθεῖ ὁ καθένας καί σέ ποιό μέρος τῆς γῆς νά κηρύξει τό λόγο τοῦ Θεοῦ, ἔρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα μέ μορφή πύρινων γλωσσῶν καί μοιράζει στόν καθένα τά μέρη τῆς γῆς πού ἔπρεπε νά κηρύξει καί μέ τή γλώσσα πού ἔδωσε, σάν μέ κάποιο σημείωμα, γνωρίζει στόν καθένα τά ὅρια τῆς ἐξουσίας καί τῆς διδασκαλίας πού ἔπρεπε ν᾿ ἀναλάβει. Γι᾿ αὐτό ἐμφανίσθηκε τό Ἅγιο Πνεῦμα μέ μορφή πύρινων γλωσσῶν. Καί ὄχι μόνο γι᾿ αὐτό, ἀλλά γιά νά μᾶς θυμίσει καί κάποια παλιά ἱστορία. Ἐπειδή δηλαδή στά παλιά χρόνια παραλογίσθηκαν οἱ ἄνθρωποι καί θέλησαν νά κτίσουν ἕνα πύργο πού νά φθάνει ὥς τόν οὐρανό, καί μέ τή σύγχυση τῶν γλωσσῶν τους διέλυσε ὁ Θεός τήν κακή ἀπόφασή τους (Ἀναφέρεται στόν πύργο τῆς Βαβέλ. Βλ. Γεν. 11, 1-9), γι᾿ αὐτό καί τώρα μέ μορφή πύρινων γλωσσῶν πετᾶ σ᾿ αὐτούς τό Ἅγιο Πνεῦμα, γιά νά ἑνώσει μ᾿ αὐτό τήν οἰκουμένη πού ἦταν χωρισμένη.
Καί ἔγινε κάτι ἀσυνήθιστο καί παράξενο. Γιατί ὅπως τότε στά παλιά χρόνια γλῶσσες χώρισαν τήν οἰκουμένη καί διέλυσαν τήν κακή συμφωνία, ἔτσι καί τώρα γλῶσσες ἕνωσαν τήν οἰκουμένη καί ὁδήγησαν σέ ὁμόνοια αὐτά πού ἦταν χωρισμένα. Γι᾿ αὐτό λοιπόν ἐμφανίσθηκε τό Ἅγιο Πνεῦμα μέ μορφή γλωσσῶν καί σάν πύρινες γλῶσσες γιά τό ἀγκάθι τῆς ἁμαρτίας πού μεγάλωσε πολύ μέσα μας. Γιατί ὅπως ἡ γῆ, ὅταν δέν καλλιεργεῖται, ἐνῶ εἶναι γόνιμη καί πλούσια, βγάζει πολλά ἀγκάθια, ἔτσι ἀκριβῶς καί ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἐνῶ εἶναι καλή ἀπό τό δημιουργό της καί κατάλληλη γιά τά ἔργα τῆς ἀρετῆς, ἐπειδή δέ δέχθηκε τό ἄροτρο τῆς εὐσέβειας, οὔτε τό σπόρο τῆς θεογνωσίας, βλάστησε μέσα μας τήν ἀσέβεια σάν ἀγκάθια καί ἄλλα ἄχρηστα φυτά. Καί ὅπως ἡ ἐπιφάνεια τῆς γῆς πολλές φορές δέ φαίνεται ἀπό τά πολλά ἀγκάθια καί τά ἄγρια χόρτα, ἔτσι καί ἡ εὐγένεια καί ἡ ἁγνότητα τῆς ψυχῆς μας δέ φαινόταν, μέχρις ὅτου ἦλθε ὁ γεωργός τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἔβαλε τή φωτιά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν καθάρισε καί τήν προετοίμασε νά δεχθεῖ τόν οὐράνιο σπόρο.
3. Τόσα πολλά καί ἀκόμη περισσότερα ὑπῆρξαν γιά μᾶς τά ἀγαθά ἀπό τή σημερινή ἡμέρα. Γι᾿ αὐτό, σᾶς παρακαλῶ, ἄς ἑορτάσουμε καί ἐμεῖς ἀνάλογα μέ τήν ἀξία τῶν ἀγαθῶν πού μᾶς χάρισε ὁ Θεός, ὄχι στεφανώνοντας τήν πόλη, ἀλλά καλλωπίζοντας τίς ψυχές μας, ὄχι στολίζοντας τήν ἀγορά μέ παραπετάσματα, ἀλλά κάνοντας χαρούμενη τήν ψυχή μας μέ τά ἐνδύματα τῆς ἀρετῆς γιά νά μπορέσουμε ἔτσι καί τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος νά ὑποδεχθοῦμε καί τούς καρπούς πού μᾶς προσφέρει ν᾿ ἀποκτήσουμε. Καί ποιός εἶναι ὁ καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Ἄς ἀκούσουμε τόν Παῦλο πού λέγει.«Ὁ καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», λέγει, «εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ χαρά, ἡ εἰρήνη» (Γαλ. 5, 22). Πρόσεχε τήν ἀκρίβεια τῶν λέξεων καί τή σειρά τῆς διδασκαλίας. Ἔβαλε πρώτη τήν ἀγάπη καί ὕστερα ἀνάφερε τά ἄλλα. Φύτεψε τό δένδρο καί ὕστερα τόν καρπό. Ἔβαλε τά θεμέλια καί ὕστερα πρόσθεσε τήν οἰκοδομή. Ἄρχισε ἀπό τήν πηγή καί ὕστερα ἔφθασε στούς ποταμούς.
Πράγματι δέν μποροῦμε νά αἰσθανθοῦμε πρῶτα τή χαρά, ἄν δέ θεωρήσουμε πρῶτα ὅτι εἶναι δική μας ἡ χαρά τῶν ἄλλων καί ἄν δέ λογαριάσουμε ὅτι εἶναι δικά μας τά ἀγαθά τῶν συνανθρώπων μας. Καί αὐτά δέν εἶναι δυνατό ποτέ νά φανοῦν ἀπό τίποτε ἄλλο, ἄν δέ μᾶς κυριέψει ἡ δύναμη τῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ρίζα, ἡ πηγή καί ἡ μητέρα ὅλων τῶν ἀγαθῶν. Γιατί πράγματι σάν ρίζα κάνει νά βλαστήσουν ἄπειρα κλαδιά ἀρετῆς, σάν πηγή βγάζει πολλά νερά καί σάν μητέρα σφίγγει μέσα στήν ἀγκαλιά της ἐκείνους πού καταφεύγουν σ᾿ αὐτήν. Αὐτό ἀκριβῶς γνωρίζοντας καί ὁ μακάριος Παῦλος ὀνόμασε τήν ἀγάπη καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί ἀλλοῦ τῆς χάρισε τόσο μεγάλο προτέρημα, ὥστε νά πεῖ ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ τέλεια τήρηση καί ἐκπλήρωση τοῦ νόμου.«Γιατί ἡ ἀγάπη», λέγει, «εἶναι ἡ τέλεια τήρηση καί ἐκπλήρωση τοῦ νόμου» (Ρωμ. 13, 10). Ὁ Κύριος τῶν πάντων δέ θεώρησε καμιά ἄλλη προϋπόθεση ἀρκετή καί ἀπόδειξη ἀξιόπιστη γιά νά φαίνονται οἱ μαθητές του, παρά μόνο τήν ἀγάπη, λέγοντας.«Μ᾿ αὐτό θά μάθουν ὅλοι ὅτι εἶστε μαθητές μου, ἐάν ἔχετε μεταξύ σας ἀγάπη» (Ἰω. 13, 35).
Γι᾿ αὐτό, σᾶς παρακαλῶ, ἄς καταφύγουμε ὅλοι σ᾿ αὐτήν, ἄς τήν ἀγκαλιάσουμε καί μ᾿ αὐτήν ἄς ὑποδεχθοῦμε τή σημερινή ἑορτή. Γιατί, ὅπου ὑπάρχει ἀγάπη, ἀδρανοῦν τά πάθη τῆς ψυχῆς. Ὅπου ὑπάρχει ἀγάπη, σταματοῦν οἱ παράλογες σαρκικές ἐπιθυμίες τῆς ψυχῆς. «Ἡ ἀγάπη», λέγει ὁ Παῦλος, «δέν ὑπερηφανεύεται, δέ φουσκώνει ἀπό ἐγωισμό, δέ φέρεται ἄσεμνα» (Α´ Κορ. 13, 4-5). Ἡ ἀγάπη δέν κάνει κακό στό συνάνθρωπο. Ὅπου κυβερνᾶ ἡ ἀγάπη, πουθενά δέν ὑπάρχει Κάιν νά σκοτώσει τόν ἀδελφό του. Βγάλε ἀπό τήν καρδιά σου τήν πηγή τοῦ φθόνου, καί ἔβγαλες τόν ποταμό ὅλων τῶν κακῶν. Κόψε τή ρίζα, καί κατέστρεψες ταυτόχρονα καί τόν καρπό. Καί τά λέγω αὐτά, γιατί λυπᾶμαι περισσότερο ἐκείνους πού φθονοῦν, παρά ἐκείνους πού φθονοῦνται, γιατί ἐκεῖνοι εἶναι κυρίως πού ζημιώνονται πάρα πολύ καί πού προξενοῦν μεγάλη καταστροφή στόν ἑαυτό τους. Ἐπειδή γι᾿ αὐτούς πού φθονοῦνται ὁ φθόνος εἶναι, ἐάν τό θελήσουν, ἀφορμή γιά βράβευση.
Καί πρόσεχε, σέ παρακαλῶ, πῶς ὁ δίκαιος Ἄβελ ἐπαινεῖται καί ἀναφέρεται καθημερινά, καί ἡ σφαγή του ἔγινε γι᾿ αὐτόν ἀφορμή καλῆς φήμης. Καί αὐτός μετά τό θάνατό του ὁμιλεῖ ἐλεύθερα καί κατηγορεῖ μέ δυνατή φωνή τό δολοφόνο του. Ὁ Κάιν ὅμως, πού δῆθεν ἔμεινε στή ζωή, πῆρε τήν ἀμοιβή του ἀνάλογα μέ τά ἔργα του, καί ἔζησε ἐπάνω στή γῆ ἀναστενάζοντας καί τρέμοντας. Ὁ Ἄβελ ὅμως πού σκοτώθηκε καί ξαπλώθηκε νεκρός ἔδειξε μετά τό θάνατό του μεγαλύτερη παρρησία (Γεν. 9, 10). Καί ὅπως ἔκαμε ἐκεῖνον ἡ ἁμαρτία του νά ζεῖ πιό ἄθλια καί ἀπό τούς νεκρούς, ἔτσι ἔκαμε αὐτόν ἡ ἀρετή του νά λάμπει περισσότερο καί μετά τό θάνατό του. Γι᾿ αὐτό λοιπόν καί ἐμεῖς, γιά ν᾿ ἀποκτήσουμε μεγαλύτερη παρρησία καί σ᾿ αὐτή τή ζωή καί στήν ἄλλη, γιά νά ἀπολαύσουμε περισσότερη χαρά πού πηγάζει ἀπό τήν ἑορτή, ἄς καταστρέψουμε ὅλα τά ἀκάθαρτα ἐνδύματα τῆς ψυχῆς, ἄς γυμνωθοῦμε ἰδιαίτερα ἀπό τό ἔνδυμα τοῦ φθόνου. Γιατί καί ἄν ἀκόμη φανοῦμε ὅτι πετύχαμε πάρα πολλά, ὅλα θά τά χάσουμε, ὅταν μᾶς ἐνοχλεῖ τό πικρό καί ἄγριο αὐτό ἐλάττωμα, πού μακάρι νά τό ἀποφύγουμε ὅλοι μας, καί ἰδιαίτερα αὐτοί πού σήμερα μέ τή χάρη τοῦ βαπτίσματος ἔβγαλαν τό παλιό ἔνδυμα τῶν ἁμαρτημάτων τους καί πού μποροῦν νά λάμπουν σάν τίς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου.
Ἑσεῖς λοιπόν, παρακαλῶ, οἱ ὁποῖοι υἱοθετηθήκατε σήμερα ἀπό τό Θεό, οἱ ὁποῖοι ντυθήκατε τό λαμπρό αὐτό φόρεμα, διατηρῆστε μέ κάθε τρόπο τή χαρά, στήν ὁποία εἶστε τώρα, ἀφοῦ φράξετε ἀπό παντοῦ τήν εἴσοδο στό διάβολο, ὥστε νά ἀπολαύσετε ἀφθονότερη τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί νά μπορέσετε ν᾿ ἀποδώσετε καλά ἔργα ὁ ἕνας τριάντα, ὁ ἄλλος ἑξήντα, ὁ ἄλλος ἑκατό, καί νά ἀξιωθεῖτε νά συναντήσετε μέ παρρησία τό βασιλιά τῶν οὐρανῶν, ὅταν πρόκειται νά ἔλθει καί νά μοιράσει τά ἀπερίγραπτα ἀγαθά σ᾿ ἐκείνους πού ἔζησαν ἐνάρετα τήν παρούσα ζωή, μέ τή βοήθεια τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ δύναμη τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πηγή: Ι. Μ. Καισαριανής, Βύρωνα και Υμηττού, http://www.alopsis.gr/alopsis/pendiko2.htm
Πρόσφατα ελέχθη από μαθήτρια γυμνασίου σε στενό μαθητικό κύκλο ότι μαθήτριες γυμνασίου μαζεύτηκαν και έκαναν πνευματισμό, καλούσαν πνεύματα σε «τραπεζάκια».
Με αφορμή αυτό το γεγονός ας μας επιτραπεί να κάνουμε κάποια σχόλια δανειζόμενοι κατόπιν την φωνή των αγιοπατερικών κειμένων.
Θα ρωτήσει ίσως μια από τις μαθήτριες, γιατί μας απαγορεύετε τα «μαγικά», εσείς η στενόμυαλη παλιά γενιά που θέλει να μας κόψει την διασκέδαση, τον πειραματισμό και την ελευθερία;
Γιατί να μην κάνουμε πνευματισμό αφού σε ένα από τα επεισόδια της Πάττυ κάνει η Πάττυ μαζί με τις φίλες της; Ακόμη και η τηλεοπτική φραουλίτσα που απευθύνεται σε μικρότερες ηλικίες σε ένα από τα επεισόδια κάνει πνευματισμό με άλλα κοριτσάκια.
Είναι κακά και επικίνδυνα όλα αυτά; Και γιατί; Και αν όντως είναι κακά και επικίνδυνα πώς θα το καταλάβουμε και ποιος θα μας καθοδηγήσει στο να έχουμε σωστά κριτήρια και τώρα και πάντα στη ζωή μας για να ξεφεύγουμε από τον κίνδυνο;
Ας ακούσουμε τώρα τους μεγάλους ως έχοντες την μεγαλύτερη αν όχι αποκλειστική ευθύνη. Τους γονείς, τους εκπαιδευτικούς, τους αναδόχους, όλα τα μέλη της κοινωνίας που ανησυχεί για τα παιδιά.
Παιδιά μου αγαπητά, έχετε δίκιο για τις απορίες σας. Δεν σας κατηχήσαμε και είμαστε υπεύθυνοι για αυτό. Ήμασταν και εμείς ακατήχητοι και δεν γνωρίζαμε την αλήθεια για τον πνευματικό κόσμο και τον αόρατο πόλεμο. Ποτέ δεν μάθαμε ή αν το ακούσαμε το προσπεράσαμε, ότι όποιος ασχολείται με μαγικά προσκυνάει και λατρεύει τους δαίμονες και ότι ο ίδιος ο Θεός όχι μόνο απαγορεύει αλλά και διατάζει να μην πλησιάσει κανείς εκείνους που κάνουν αυτά τα πράγματα για να μην μολυνθεί.
Όταν σαν ανάδοχοι ερωτηθήκαμε από τον ίδιο τον Χριστό κατά την διάρκεια του μυστηρίου του βαπτίσματος αν αποτασσόμεθα τον σατανά και πάσα τα έργα του, τη λατρεία και την πομπή του και απαντήσαμε αποτάσσομαι δεν δώσαμε την απαραίτητη σημασία να κρατήσει το παιδί και κατόπιν ο ενήλικας την ομολογία της πίστης και αυτό το αποτάσσομαι ούτε ενδιαφερθήκαμε να μάθουμε πώς κατορθώνεται.
Δεν διαβάσαμε την περικοπή από το Ευαγγέλιο και δεν μπήκαμε στον κόπο να το εξηγήσουμε στα παιδιά μας όπου ο Χριστός μας αναφέρει ότι το δαιμόνιο που έχει βγει από τον άνθρωπο, αν τον βρει αμέριμνο και διατεθειμένο να τον δεχτεί πάλι φέρνει και άλλα επτά δαιμόνια πονηρότερα και μπαίνουν μέσα του, στην καρδιά του και κατοικούν μόνιμα πια. Όσοι λοιπόν ασχολούνται με τα μαγικά διώχνουν από τις καρδιές τους το Άγιο Πνεύμα και βάζουν μέσα τους ακάθαρτα δαιμόνια και με αυτή την δαιμονική ενέργεια κάνουν πράγματα σατανικά και περίεργα.
Δεν εκβαθύναμε όταν ακούσαμε την Κυριακή στην Εκκλησία ότι όταν ο Χριστός μας έβγαλε τα δαιμόνια από τον δαιμονισμένο νέο του ζητήθηκε η άδεια να μπουν στους χοίρους. Πληγώσαμε τον Χριστό μας νομίζοντας ότι τα δαιμόνια έχουν δύναμη από μόνα τους. Αν εμείς δεν δίναμε δικαιώματα και ήμασταν κοντά στον Χριστό, πού είχαν θέση αυτά;
Δεν ξέραμε ότι διάβολος είναι μισόκαλος δηλαδή μισεί κάθε καλό και είναι ορκισμένος εχθρός του ανθρώπου, δόλιος, ραδιούργος και ακούραστος, με πείρα χιλιάδων ετών; Επίσης, αγνοούσαμε ότι χωρίς την χάρη της Παναγίας μας, των Αγίων μας και τα όπλα του Τιμίου Σταυρού, του Αγίου Βαπτίσματος, της Θείας Κοινωνίας, την βαθειά πίστη και τον πνευματικό αγώνα, με την καθοδήγηση έμπειρου πνευματικού θα ήμασταν εύκολη λεία στα χέρια του;
Τέλος, ήμασταν ανόητοι που πιστεύαμε ότι μπορούν ο διάβολος και τα όργανά του να γνωρίζουν τα μελλούμενα αφού είναι σκοτισμένοι, δεν έχουν φωτισμό Θεού και δεν ξέρουν το βάθος της καρδιάς κάθε ανθρώπου ούτε επηρεάζουν το αυτεξούσιο του ανθρώπου ούτε προγνωρίζουν, απλά συμπεραίνουν από εξωτερικά φαινόμενα ή αντιδράσεις.
Για όλη αυτή την άγνοια και αμέλεια ζητάμε ταπεινά συγγνώμη απ’ τα παιδιά και τα καλούμε να μας δώσουν άλλη μια ευκαιρία για επικοινωνία και χτίσιμο σχέσης αγάπης και εμπιστοσύνης για να συμβάλουμε όσο μπορούμε στην προστασία από τις κακοτοπιές της σημερινής εποχής.
Ε. Μ.
Εκπαιδευτικός
Πηγή: http://www.enromiosini.gr/arthrografia/%CF%83%CF%85%CE%B3%CE%B3%CE%BD%CF%89%CE%BC%CE%B7/
Τὴν 4ην Ἰουνίου 2014 ἐκοιμήθη αἰφνιδίως εἰς τὴν Καψάλαν τοῦ Ἁγ. Ὄρους ὁ λογιώτατος μοναχὸς Νικόδημος Μπιλάλης, θεολόγος - φιλόλογος, εἰς ἡλικίαν 83 ἐτῶν. Ὁ μακαριστὸς Γέρων ἦτο ἐμπνευστής, δημιουργὸς καὶ ἀντιπρόεδρος τῆς Πανελληνίου Ἑνώσεως Φίλων τῶν Πολυτέκνων (Π.Ε.ΦΙ.Π.), ἡ ὁποία ἀφανῶς στηρίζει ἄπορες οἰκογένειες καὶ ἀγωνίζεται διὰ τὴν ἀποφυγὴν τῶν ἐκτρώσεων.
Ἡ κηδεία του ἔγινε εἰς τὴν Ἱ. Μ. Παντοκράτορος Ἁγ. Ὄρους.
Ὁ μακαριστὸς διετέλεσε στενὸς συνεργάτης τοῦ «Ο.Τ.» καὶ ἀγαπητὸς ἐν Χριστῷ συνοδοιπόρος εἰς τοὺς ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀγῶνας τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχ/του Μάρκου Μανώλη.
Τὸ Δ.Σ. τῆς Π.Ο.Ε. καὶ οἱ συνεργάται τοῦ «Ο.Τ.» εὔχονται ὁ Δωρεοδότης Κύριός μας νὰ κατατάξη τὴν ψυχήν του μετὰ τῶν Ἁγίων καὶ νὰ ἀναδεικνύη ἀξίους συνεχιστὰς τῆς θεοφιλοῦς διακονίας του.
Τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Νικο- δήμου αἰωνία ἡ μνήμη. Αἱ ἅγιαι εὐχαί του νὰ μᾶς συνοδεύουν.
Ορθόδοξος Τύπος, α.φ. 2025, 6 Ιουνίου 2014
Τά πράγματα δεν ήσαν πάντοτε ρόδινα, καί ο Φιλλεληνισμός είχε κι΄ αυτός τά ύποπτα πρόσωπά του...
«... Πολὺ πρὶν τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821 ὁ Ῥήγας εἶχε ὀραματισθῆ μία ἀναγεγενημένη Ῥωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία. Την εποχή εκείνη η Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία εἶναι ἕνας γίγαντας μὲ πήλινα πόδια. Οἱ ἐξισλαμισμοὶ πληθαίνουν. Τὸ γένος φαίνεταιἔτοιμο νὰ ἀνταπεξέλθῃ στὰ κελεύσματα τῶν καιρῶν.
Ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης θυσιάζει τὴν στρατιωτικὴ του σταδιοδρομία στὸν βωμὸ τῆς Λευτεριᾶς καὶ βροντοφωνάζει τὸσύνθημα «μάχου ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος» στὸ Ἰασιο τῆς Μολδοβλαχίας. Ὀξυδερκὴς ὢν καὶ πεφωτισμένος στρατιωτικὸς,ἐπιλέγει τὴν καταλληλοτερη τοποθεσία Επανάστασης, ἐκεῖ… δίπλα στὴν Βασιλεύουσα.
Λίγους μῆνες πρωτύτερα, μετὰ τὴν ἧττα τῶν Τούρκων στὸν προσφατο Ρωσσο-Τουρκικὸ πόλεμο, ὁ Τσάρος εἶχε συνυπογράψῃ μὲ τὸν Σουλτάνο τὴν μὴ διατήρησι, γιὰ οἰονδήποτε λόγο, τουρκικῶν δυνάμεων στὶς αὐτονομες πλέον παραδουνάβιες ἠγεμονίες.
Μὲ τὴν κήρυξι ὅμως τῆς ἐπαναστάσεως, φοβούμενοι οἱ Ῥῶσσοι τὴν ἐνδεχομένη ἐπιτυχία της, δίδουν «εὐλογία» στὸν Τοῦρκο νὰ τὴν καταπνίξῃ. Ἡ πρώτη λοιπὸν ἀνθελληνικὴ ἐνέργεια τῶν δῆθεν συμμάχων μας ὁμοδόξων εἶναι γεγονός!
Ὅμως τὸ φρόνημα τοῦ γένους δὲν καταπνίγεται. Σὲ λιγότερο ἀπὸ ἕνα μήνα θὰ ξεσηκωθῆ ὅλη ἡ πονεμένη Ρωμηοσυνη. Ἡ Μακεδόνια, ἡ Ρούμελη, ὁ Μωρηᾶς, ἡ Κρήτη, ἡ Κύπρος, ὁ Πόντος, ἡ Καππαδοκία ἀκόμη καὶ ἡ Συρία.
Οἱ ξένες Δυνάμεις καταλαβαίνουν πὼς δὲν μποροῦν νὰ ἐξαφανίσουν τὴν ἑλληνικὴ ἐπανάσταση. Πρῶτοι οἱ Ἀγγλοι προσπάθησαν νὰ τὴν ποδηγετήσουν.
Μὲ τὰ περίφημα «Δάνεια τῆς Ἀγγλίας» ἐνίσχυσαν οἰκονομικά τους Προεστοὺς καὶ τοὺς Φαναριῶτες καὶ ὑποθήκευσαν τὰλεγόμενα ἐθνικὰ κτήματα τοῦ μελλοντικοῦ ἐλευθέρου κράτους.
Μὲ τὰ χρήματα τῶν δανείων οἱ Προεστοὶ ἐξαγόρασαν ἀρκετοὺς ὁπλαρχηγοὺς καὶ τοὺς ἔστρεψαν ἐνάντιον ἄλλων καπεταναίων.
Ξεσποῦν ἔτσι δύο ἐμφύλιοι πόλεμοι ποὺ καταλήγουν σὲἧττα τῆς μερίδος τῶν στρατιωτικῶν. Πολλοὶ ἡγέτες εἴτε δολοφονοῦνται ( Ὀδυσσέας Ἀνδροῦτσος, Πάνος Κολοκοτρώνης) εἴτε φυλακίζονται (Θεόδ. Κολοκοτρώνης).
Τὸ τελικὸ παρόλαυτα σχέδιο τῶν ξένων ἦταν ἡ ἑλλαδικοποίηση τῆς ἐπανάστασης. Ἑκατοντάδες πράκτορες παρουσιάζονταιὡς Φιλέλληνες, στὴν πραγματικότητα ὅμως ἐξυπηρετοῦν τὰ συμφέροντα τῶν πατρίδων τους.
Παράλληλα στὴν Ἑσπερία κυριάρχει ἕνα κλίμα ἄκρατου οὐμανισμοῦ προερχόμενο δήθεν στὸ ἀρχαιοελληνικὸ κλέος. Ἔτσι διάφοροι «πιθηκίζοντες» γραικοὶ (ἤ καλλίτερα γραικύλοι) τῆς Δύσεως, συνασπιζόμενοι μὲ τοὺς Δυτικούς μᾶς ζητοῦν νὰἀπαρνηθοῦμε τοὺς γονεῖς μας (Ρωμηοσύνη) καὶ νὰ προστρέξουμε στοὺς παπποῦδες μας ( κλασσικὴ αρχαία Ἑλλάδα).
Ἕνας οὐμανιστὴς ( "ανθρωπιστής") ἦταν καὶ ὁ Θεόκλητος Φαρμακίδης, ὅπως βεβαίως καὶ ὁ μεγάλος Διδάσκαλος(;) τοῦΓένους ὁ Κοραῆς. Ἐκείνη τὴν περίοδο ἐξάλλου ἐκυκλοφόρησε καὶ τὸ περίφημο ἀντικληρικὸ ἔργο "Ἑλληνικὴ Νομαρχία", τοῦἈνωνύμου Ἕλληνος, τὸ ὁποῖο ἐχλεύαζε τὴν Πίστη μας. Τὸ Γένος μας ὅμως ἀκολούθησε τοὺς ἀληθινοὺς Διδασκάλους του, ποὺ μὲ τὸ μαρτύριο τους προσυπέγραψαν τὰ φωτισμένα λόγια τους, ὅπως ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλος καὶ ὁ Ρῆγας.
Μετὰ τὰ πρῶτα ἐπιτυχή χρόνια τῆς ἐπανάστασης, μὲ ἐπικὲς νῖκες στὰ Δερβενάκια καὶ στὴν Γραβιά, ὁ ἴδιος ὁ Ἀγῶνας ἔχει προδωθῆ «ἀπὸ μέσα». Ὁ Ἰμπραήμ προελαύνει ἀνενόχλητος στὸν Μωρηὰ καὶ οὐσιαστικὰ ἡ ἐπανάσταση ἔχει καταπνιγῆ,ἀφήνοντας πίσω του καμένη γῆ!
Ἡ θυσία τοῦ Παπαφλέσσα στὸ Μανιάκι καὶἡ Παλληκαριὰ τοῦ Μακρυγιάννη στοὺς Μύλους δὲν εἶναι ἀρκετές, ἀφοῦ οἱ ἐμφύλιοιἐξουθένωσαν τοὺς ἐπαναστατημένους, ὄχι μόνο ψυχικὰ ἀλλὰ καὶ ὑλικά.
Οἱ Εὐρωπαῖοι ἀπὸ τὴν ἄλλοι ἄρχισαν νὰ καλοβλέπουν ἕνα κρατίδιο-προτεκτοράτο στὴν ΝΑ Μεσόγειο (βλ. Σκόπια). Ἔτσι λοιπὸν ὁ συνασπισμένος ρωσσοαγγλογαλλικος στόλος κερδίζει τὸν τουρκοαιγυπτιακὸ στὸ Ναυαρῖνο …καὶ ἡ Ἐπανάσταση σῴζεται!!!
Ὁ Κολοκοτρώνης μᾶς τὸ λέει στὸν πικρό του λόγο: «τὸ Ναυαρινο καὶ ὁ Μαιζών ἔσωσαν τὴν ἐλευθερία, ἀλλὰ πόσο ἐκατέβη ἡἄξια της…»
Ἐνῷ τὸ ἑλλαδικὸ κράτος ὁριοθετεῖται ἀπὸ τὶς Μεγάλες Δυνάμεις καθ' ὅπως τοὺς ἐβολευε, ὁ Κολοκοτρώνης τὴν κατάλληλη στιγμὴ προτείνει τὸν Καποδιστρια γιὰ Κυβερνήτη. Ὅμως ὁ Καποδίστριας ἦταν Ρωμηός. Μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια διακυβερνήσεως «ἔρχεται» ἡ δολοφονία του ἀπὸ τοὺς Μαυρομιχαλαίους.
Ὁ ἴδιος ὁ Πετρόμπεης (ἀδελφὸς καὶ πατέρας τῶν δραστῶν) ὁμολόγει ἀργότερα ὅτι οἱ Ἀγγλο-Γάλλοι « ἦταν ἡ αἰτία καὶ γῶ νὰχάσω τοὺς δικούς μου ἀνθρώπους καὶ τὸ ἔθνος νὰ χάση ἕναν κυβερνήτη ποὺ δὲν θὰ ματαβρῆ. Τὸ αἷμα του μὲ παιδευει ἕως σήμερα.».
Τὸ Ψευτορωμέηκο ποὺ εἶχε προφητεύση ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ἦταν πλέον γεγονός.
Στὶς 7 Μαΐου ὁ πρίγκηψ τῆς Βαυαρίας Ὄθων ἀνακηρύσσεται «Βασιλεὺς τῆς Ἑλλάδος». Ἕως ὅτου ἐνηληκιωθῆὁ 15χρονοςὌθων ἡ τριμελὴς Ἀντιβασιλεία ὀργιάζει! Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Φαρμακίδη καὶ τῶν ὑπὲρ ἄγαν Κοραϊστῶν ( τού Κοραή οπαδοί ) τὸ παιδὶ (ἑλλαδικὸ κράτος) ἀποκόπτεται ἀπὸ τὴν μάννα (Οἰκ. Πατριαρχεῖο). Τὸ πραξικόπημα εἶναι ἀπροσχημάτιστο.
Τὸ Αὐτοκέφαλο εἶναι γεγονός. Ἀρχηγὸς πλέον τῆς ἐκκλησίας δὲν εἶναι ὁ Πατριάρχης, ἀλλὰ ὁ Καθολικὸς Ὄθων!!!
Οἱ φιλέλληνες σωτῆρες τοῦ τόπου μας συνεχίζουν τὸἀνόσιο ἔργο τους. Στὶς 25 Σεπτέμβρη τοῦ 1833 βασιλικὸ διάταγμα διέτασσε τὸ κλείσιμο ὅλων τῶν μοναστηριῶν ποὺ εἶχαν λιγώτερο ἀπὸ 6 μοναχούς, τὸν ὑποχρεωτικὸἀποσχηματισμὸ τῶν καλογραιῶν, τὴν ἀπομάκρυνση τῶν δοκίμων, καθὼς καὶ τὴν δήμευση τῆς περιουσίας τῶν μονῶν (κτήματα, κειμήλια, εἰκόνες, βιβλία).
Οὔτε λίγο οὔτε πολὺ ἔκλεισαν περίπου 550 μοναστήρια!
Γράφει ὁ Μακρυγιαννης: «διέλυσαν τὰ μοναστήρια, συμφώνησαν μὲ τοὺς Μπαυαρέζους καὶ πούλαγαν τὰ δισκοπότηρα καὶὅλα τὰ ἱερὰ στὸ παζάρι. Ἀφάνισαν ὅλως διόλου τὰ μοναστήρια καὶ οἱ καημένοι οἱ καλόγεροι ὁπού ἀφανιστῆκαν εἰς τὸνἀγῶνα, πεθαίνουν τῆς πείνας μέσα στοὺς δρόμους ὁπού αὐτὰ τὰ μοναστήρια ἦταν προπύργια τῆς ἐπανάστασής μας.»
Στὸ ψευτορωμέηκο βρῆκαν εὐκαιρία νὰ στέρξουν πρὸς βοήθειαν καὶ πολλοὶ ἄλλοι «φιλέλληνες», ἰδίως πολλοὶ παπικοὶ καὶπροτεστάντες ἱεραπόστολοι, γιὰ νὰ μᾶς διδάξουν καὶ νὰ μᾶς ἀπαλλάξουν ἀπὸ τὶς δεισιδαιμονίες τῆς ὀρθόδοξης πίστης μας!
Ἄλλωστε τὰ προτεσταντικὰ σχολεῖα στὸ ἐλεύθερο κράτος ἀνέρχονταν σὲ δεκάδες.
Σήμερα οἱ εὐρωπαίζοντες πηγαίνουν ἔξω καὶ ὅταν γυρίζουν, γράφουν καὶ μιλᾶνε ἀφ' ὑψηλοῦ. Ἡ ξενομανία μας καὶὁπιθηκισμὸς μας ἔφθασε στὸ ἀπροχώρητο.
Τὸ «ψευτορωμέηκο» τοῦ Πατροκοσμᾶ εἶναι τὸ δικό τους κράτος. «Νὰ μὴν τὸ πιστέψετε, θὰ φύγη πίσω».
Ὁ καιρὸς γιὰ νὰ πληρωθῆ οἱ προφητεία του εἶναι ἴσως μακριά, ἴσως καὶ σχετικὰ κοντά, καὶ θὰ χρειαστοῦν συνεχεῖς καὶσκληροὶ ἀγῶνες γιὰ νὰ ξαναγίνῃ ἐτοῦτος ὁ τόπος Ρωμαίηκο. Αὐτὴ εἶναι ἡ μοῖρα μας.
Εὐτυχῶς ποὺ μᾶς ἔμειναν ὡς παρακαταθήκη γιὰ τὴν συνέχισι τοῦ ἀγῶνος ἡ πίστη τοῦ Κολοκοτρώνη, ἡ ἀνεξικακία τοῦΚαραϊσκάκη, ἡ ἀνιδιοτέλεια τοῦ Νικηταρᾶ …καὶ οἱ μετάνοιες τοῦ Μακρυγιάννη!
Πηγή: kivotoshelp.gr
Τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἡ θεϊκὴ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας βγῆκε ἀπὸ τοὺς τοίχους τοῦ Ὑπερώου τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ ἄρχισε νὰ κατακτᾶ τὸν κόσμο. Θαῦμα ἀσύλληπτο! Οἱ πρώην δειλοί, λιοντάρια! Οἱ ψαράδες, θεολόγοι· οἱ ἀγράμματοι, σοφοί.
Μυστήριο!
Μία παράδοξη βουή, σὰν νὰ φυσοῦσε βίαιος ἄνεμος· καὶ μυστηριώδεις γλῶσσες σὰν γλῶσσες φωτιᾶς. Ἡ ἀνερμήνευτη βουὴ γέμισε τὸ σπίτι καὶ οἱ πύρινες γλῶσσες διαμοιράσθηκαν στὰ κεφάλια τῶν περίπου 120 ἀνθρώπων ποὺ ἦταν συγκεντρωμένοι ἐκεῖ καὶ ἀποτελοῦσαν τὴν πρώτη Ἐκκλησία.
Οὔτε ἄνεμος ἦταν οὔτε φωτιά.
Ἢ μᾶλλον ἦταν ἄνεμος ἄλλης ποιότητος, θεϊκός· καὶ θεϊκὲς οἱ φλόγες. Συμβολικὰ στοιχεῖα καὶ σχήματα γιὰ νὰ δηλώσουν ὅτι ἦρθε αἰσθητότερα στὸν κόσμο τὸ τρίτο Πρόσωπο τοῦ Ἑνὸς ἐν Τριάδι Θεοῦ, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, «τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας», ὅπως τὸ εἶχε ὀνομάσει ὁ Κύριος, προκειμένου νὰ ὁδηγήσει τὴν Ἐκκλησία Του «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰω. ις΄ 13).
Ἦρθε!
Ὡς βίαιος ἄνεμος γιὰ νὰ σαρώσει τὴν αὐτοκρατορία τοῦ κακοῦ. Ὡς φωτιὰ γιὰ νὰ φωτίσει τὸ νοῦ τῶν πιστῶν καὶ νὰ κατακάψει τὴ σατανικὴ πλάνη.
Ἔτσι ἄρχισε ἡ κατάκτηση τοῦ κόσμου καὶ ἁπλώθηκε ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς. Ἡ σατανικὴ ἀντίδραση μανιώδης! Ἀρχικὰ ἐπιχείρησε νὰ πνίξει τὴν Ἐκκλησία στὸ αἷμα τῶν παιδιῶν της, νὰ τὴ θάψει στὶς στοὲς τῶν Κατακομβῶν καὶ τὶς ἀρένες τοῦ Κολοσσαίου. Ὅταν σ᾿ αὐτὸ ἀπέτυχε, ξεσήκωσε τὶς πλάνες τῶν αἱρέσεων. Τιτανομαχία!
Ἕνα-ἕνα τὰ αἱμοβόρα παιδιὰ τοῦ σατανᾶ ἄρχισαν νὰ ἐπιτίθενται σὰν ἄγριοι λύκοι στὸ ποίμνιο τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ὑπῆρξε πλάνη ποὺ νὰ μὴν κήρυξαν. Δὲν ὑπῆρξε διαστροφὴ τῆς ἀλήθειας ποὺ νὰ μὴν τὴ διέδωσαν ὕπουλα καὶ μεθοδικά. Κανένα ψέμα, καμία ἀπάτη, καμία συκοφαντία δὲν ἄφησαν ποὺ νὰ μὴ χρησιμοποιήσουν. Ὄχι μία καὶ δύο – ἀναρίθμητες φορές!
Τί πέτυχαν; Συντρίφθηκαν! Οἱ θεοφόροι Πατέρες, μὲ τὸν φωτισμό, τὴν ἔμπνευση, τὴν καθοδήγηση τοῦ Πνεύματος, διέλυσαν τὰ σχέδιά τους, φανέρωσαν τὴν κακοήθειά τους, ἀνέτρεψαν τὰ ἀληθοφανὴ ἀλλὰ ψευδὴ καὶ ὑποκριτικὰ ἐπιχειρήματά τους. Ἡ μία μετὰ τὴν ἄλλη οἱ μεγάλες αἱρέσεις ἐπιστράφηκαν στὸν πατέρα τους, τὸν διάβολο, ἀπογυμνωμένες ἀπὸ τὴ δολερὴ ἐμφάνισή τους. Τόσους αἰῶνες, δύο χιλιάδες χρόνια τώρα, «τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας» ὁδηγεῖ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» καὶ κρατᾶ ἀνόθευτη τὴν ἀληθινή, τὴν Ὀρθόδοξη πίστη.
Στοὺς καιρούς μας, ἔπειτα ἀπὸ ἱκανὸ διάστημα, ὁ διάβολος ἀναθάρρησε καὶ ξανάπιασε τὸ ὅπλο τῶν αἱρέσεων. Μὰ μὲ ἄλλη μορφὴ τώρα. Ἐδῶ καὶ ἕναν αἰώνα μηχανεύεται τὴ νόθευση τῆς πίστεως μὲ τὸ πρόσχημα τῆς ἀγάπης. Προωθεῖ τὴν ἕνωση τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τοὺς αἱρετικοὺς σχηματισμοὺς τῆς Δύσεως ἐν ὀνόματι τῆς ἀγάπης.
Τὸ φαινόμενο ὀνομάζεται «οἰκουμενισμὸς» καὶ ἀποτελεῖ τὸν χειρότερο ἐχθρὸ τῆς Ὀρθοδοξίας μέχρι σήμερα, ἀκριβῶς διότι ἐκμεταλλεύεται τὴν ἔννοια τῆς ἀγάπης. Μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι μπορεῖ νὰ συνειδητοποιήσουν οἱ αἱρετικοὶ σχηματισμοὶ τὴν πλάνη τους καὶ νὰ ἐπιστρέψουν στὸ πατρικό τους σπίτι, ὁ οἰκουμενισμὸς ἔγινε ἀνεκτὸς τόσες δεκαετίες τώρα. Ὅμως ἡ κατάσταση στὶς μέρες μας δείχνει νὰ ἔχει ἐκτροχιασθεῖ πλήρως. Εἶναι φανερὸ πιὰ ὅτι «τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας» εἶναι ἀπὸν ἀπὸ αὐτὸ τὸ κίνημα. Οἱ αἱρετικοὶ ὄχι μόνο δὲν ἀλλάζουν, ἀλλὰ καὶ χειροτερεύουν. Ὁ Προτεσταντισμὸς ἔχει ἀποστατήσει παντελῶς. Καὶ ὁ Παπισμὸς παίζει θέατρο στὴ μεγάλη σκηνὴ τῆς πολιτικῆς διπλωματίας. Εἶναι ἀδύνατο νὰ παραμένει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σ᾿ αὐτὲς τὶς λεγόμενες «ἐκκλησίες», ἐνεργούμενα τῆς δαιμονικῆς ὑποκρισίας.
Καὶ εἶναι λοιπὸν ἀνάγκη ἐπείγουσα νὰ σταματήσει ἀμέσως ἡ ξέφρενη αὐτὴ οἰκουμενιστικὴ πορεία. Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ποὺ φέρει καὶ τὴν καίρια εὐθύνη, εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀποτολμήσει νὰ διακόψει κάθε σχέση μὲ τὸν χῶρο τῆς ραγδαίως ἐπιδεινούμενης πλάνης. Γιὰ νὰ μένει πάντοτε ἐδῶ ποὺ πνέει «τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας».
Πηγή: http://osotir.org/keimena/orthodoxi-pisti/item/33332-t-pne-ma-t-s-litheias-s-kklisies-pokrisias
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...