Η δύναμη του Έθνους μας
«Λαός που ξεχνά την Ιστορία του είναι καταδικασμένος να πεθάνει!», αυτήν είναι η ουσιαστικότερη απάντηση για το χάλι που μας έχει κατακυριεύσει και μας οδηγεί από το κακό στο χειρότερο. Έχει γεμίσει ο τόπος από πλήθος λόγων, οδηγιών, λύσεων. Τα περισσότερα αποτελούν φληναφήματα των επίορκων και εξουσιαστών των πραγμάτων, τα υπόλοιπα έχουν δόσεις αληθείας και πολλάκις και ειλικρινείας, όμως όλα αποδεικνύονται προχειρώδη καταπλάσματα και όχι τέλεια θεραπεία και λύση. Το υπέροχο κείμενο που ακολουθεί, του φιλολόγου κ. Γεωργίου Τέζα, μέσα από ιστορικά παραδείγματα και ντοκουμέντα μας δείχνει την ανεκτίμητη και ανίκητη, την υπερκόσμια δύναμη που ανέδειξε το Έθνος μας σε υπερδύναμη αν και πάντοτε ήταν φτωχό και μικρό. Ας ξεθάψουμε την αληθινή και αλώβητη ΠΙΣΤΗ και ΕΥΣΕΒΕΙΑ μας και οπωσδήποτε πάλι θα εξέλθουμε νικητές μέσα από τις στάχτες!
***
Εισαγωγή
Είναι πλέον κοινό βίωμα ότι η χώρα μας περνάει μια πολύ δύσκολη περίοδο. Μπορεί βέβαια να μην έχουμε να κάνουμε με έναν κυριολεκτικό πόλεμο, αλλά δεν παύει αυτή η οικονομική κρίση και η αντιμετώπισή της από τους ιθύνοντες να μας δίνει την αίσθηση μιας πολιορκίας, ενός αγώνα με αβέβαιο αποτέλεσμα. Κι ενώ στο στόμα του κάθε Έλληνα μπορεί να βρίσκεται ο Θεός, (όπως πάντα ο Έλληνας σε δύσκολες στιγμές επικαλείται τη βοήθεια του Χριστού, της Παναγίας, των Αγίων) παρατηρούμε το εξής: από κανένα επίσημο χείλι δεν έχει ακουστεί σε δημόσιο βήμα μια μικρή έστω αναφορά, μια ικεσία για θεία παρέμβαση. Είναι λόγω αθεΐας; Είναι λόγω αλαζονείας; Λόγω «πολιτικώς ορθής» συμπεριφοράς; Το σίγουρο πάντως είναι ότι στον σύγχρονο πολιτικό – εξουσιαστικό λόγο, ο Θεός δεν φαίνεται να έχει θέση.
Κι όμως, στη σύγχρονη ιστορία αυτού του τόπου, οι ηγέτες του πάντοτε έχουν επιδείξει ότι οι αγώνες για την προκοπή συνδυάζονταν με την πίστη και την ευσέβεια. Άλλοι καιροί, άλλα χρόνια, άλλες συνθήκες, όμως για τις νίκες και τις ήττες οι άνθρωποι απέδιδαν τα του καίσαρος τω καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ. Για να γίνει λοιπόν πιο εμφανής η διαφορά ανάμεσα στην ευσέβεια των προγόνων μας και τη σημερινή αποστασία, ας κάνουμε μια μικρή αναδρομή στους δύο τελευταίους αιώνες της Ιστορίας μας.
1821
Ας αρχίσουμε από τον Αγώνα της Παλιγγενεσίας, το 1821. Οι Νεοπαγανιστές και οι άθεοι αρχαιολάτρες ισχυρίζονται ότι στην Ελληνική Επανάσταση έλαβαν μέρος και Μουσουλμάνοι. Φέρνουν ως παράδειγμα τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, και λένε «τι λέτε για χριστιανική ελληνική επανάσταση, αφού υπήρχαν Έλληνες Μουσουλμάνοι Αγωνιστές;». Ξεχνάν όμως, ότι ο Οδυσσέας Ανδρούτσος βαπτίστηκε χριστιανός στα παιδικά του χρόνια, έγινε μουσουλμάνος στα 18 του, στην αυλή του Αλή Πασά όπου είχε ανατραφεί μετά το θάνατο του (χριστιανού και αγωνιστή) πατέρα του, αλλά σύντομα, με το ξέσπασμα της Επανάστασης απεκήρυξε το Ισλάμ και προσχώρησε ξανά στην Ορθοδοξία. Πολέμησε, δηλαδή, ως Χριστιανός κατά των Μουσουλμάνων Τούρκων. Ο εξισλαμισμός του στην νεαρή ηλικία των 18 προφανώς έγινε υπό καθεστώς πιέσεων και υποσχέσεων για κοινωνική άνοδο. Ωστόσο ο Ανδρούτσος ήταν συνειδητά Χριστιανός. Απόδειξη, το γράμμα που έστειλε στους Γαλαξιδιώτες στις 22 Μαρτίου 1821:
«Ηγαπημένοι μου Γαλαξιδιώτες,
Ήτανε βέβαια από το Θεό γραμμένο να αδράξωμε τα άρματα μια ημέρα, και να χυθούμε κατά πάνου στους τυράννους μας (...). Οι εκκλησίαις μας γενήκανε τζαμιά και αχούρια των Τούρκων (...). Ο Θεός μάς έδωκε χέρια, γνώσι και νού˙ ας ρωτήσωμε την καρδιά μας και ό,τι μάς απαντυχαίνει άς το βάλωμε γρήγορα σε πράξι, και ας είμεθα, αδέρφια, βέβαιοι, το πως ο Χριστός μας ο πολυαγαπημένος θα βάλη το χέρι απάνου μας. (....) ας ωφεληθούμε την περίσταση, οπού ο Θεός ακούοντας τα δίκαια παράπονά μας, μάς έστειλε δια ελόγου μας. (....) στα άρματα, αδέρφια˙ και βέβαια καλύτερο θάνατο δεν μπορεί να προτιμήση κάθε χριστιανός και Έλληνας (...)» (Εγκυκλοπαίδεια Υδρία).
Αυτή είναι μια αποστομωτική απάντηση στον κάθε αρχαιόπληκτο. Επίσης, το γράμμα του Ανδρούτσου είναι κόλαφος για τους Νεοπαγανιστές που ισχυρίζονται ότι το ήθος της Ορθοδοξίας καμμία σχέση δεν έχει με τους Αγωνιστές κι ότι αυτοί δεν βοηθήθηκαν σε τίποτε από αυτήν, ώστε να πάρουν τα άρματα. Ο «μουσουλμάνος Οδυσσέας Ανδρούτσος» γράφει πως ο Θεός έστειλε τις ευνοϊκές για κήρυξη Επανάστασης περιστάσεις˙ πως ήταν γραφτό από τον Θεό (προφανώς τον Χριστιανικό κι όχι από τον Δία) να πάρουν οι Αγωνιστές τα άρματα˙ πως ο πολυαγαπημένος Χριστός οπωσδήποτε θα βοηθήσει τους Έλληνες˙ πως οι «εκκλησίαις ΜΑΣ» βεβηλώθηκαν από τους αλλόδοξους εχθρούς Τούρκους.
Γίνεται επίσης λόγος για «μουσουλμάνους αδερφικούς φίλους» διάφορων αγωνιστών του 1821. Αυτά αληθεύουν, αλλά με την τεράστια διαφορά ότι, αναφέρονται προ της Επανάστασης˙ πριν την Επανάσταση κι ο Κολοκοτρώνης ο ίδιος αρκετές φορές διοριζόταν από τις οθωμανικές αρχές στο αξίωμα του Αρματωλού. Τι θα πει αυτό; Ότι ήταν προδότης; Μετά την Επανάσταση κανείς «μουσουλμάνος αδερφικός φίλος» κανενός Αγωνιστή δεν συμμετείχε στον αγώνα.
Ο Κολοκοτρώνης γράφει: «έβαλα λόγο ότι «Πρέπει να νηστεύσωμεν όλοι δια δοξολογίαν εκείνης της ημέρας και να δοξάζεται αιώνας αιώνων έως ου στέκει το έθνος» (Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Απομνημονεύματα, εκδ. Αφών Τολίδη, σ. 157), και «Κινώντας εγώ, είχαν μίαν προθυμίαν οι Έλληνες, οπού όλοι με τας εικόνας έκαναν δεήσεις και ευχαριστήσεις. Μου ήρχετο τότε να κλαύσω...από την προθυμίαν οπού έβλεπα. Ιερείς έκαναν δέησι» (Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Απομνημονεύματα, εκδ. Αφών Τολίδη, σ.146).
«Ο ναός της Θεοτόκου ήτον χαλασμένος από την πρώτη Τουρκιά, κλαδιά δένδρων τον σκέπαζαν βοήθησέ με Παναγιά να ελευθερώσουμε την Πατρίδα και να σε φτιάσω μοναστήρι και εκκλησία καθώς ήσουν πρώτα. Τον δεύτερο χρόνο της επαναστάσεως έλυσα το τάμα μου» (Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Απομνημονεύματα, εκδ. Αφών Τολίδη, σ. 90).
Προβάλλεται πως ο Κολοκοτρώνης συζήτησε το ενδεχόμενο δημιουργίας ελληνο-μουσουλμανικού κράτους με σημαία έχουσα και ημισέληνο και το σταυρό. Τότε γιατί ο ίδιος άνθρωπος είπε αργότερα «όταν πήραμε τα όπλα είπαμε πρώτα υπέρ (ορθόδοξης) πίστεως και μετά υπέρ πατρίδος»;
Δεν μας εξηγεί κανείς εθνικιστής αρχαιολάτρης, γιατί όλες οι σημαίες των επαναστατών του 1821 έχουν το Σταυρό.
Του Διαφωτιστή Ρήγα Φερραίου είχε τον Σταυρό με τους άγιους Κωνσταντίνο και Ελένη και την αναγραφή "εν τούτω Νίκα". Τέτοια σημαία υψώθηκε από τον Υψηλάντη στις 26/2/1821 όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση στη Μολδοβλαχία.
Ο Πετρόμπεης στις 17/3/1821 ύψωσε σημαία λευκή με γαλάζιο Σταυρό.
Ο Ανδρέας Λόντος που μπήκε στις 21/3/1821 στην Πάτρα είχε σημαία κόκκινη με μαύρο Σταυρό.
Η σημαία που ύψωσε ο Γεώργιος Σισίνης στην Ήλιδα επίσης είχε το Σταυρό στο κέντρο.
Η σημαία του Αθανάσιου Διάκου είχε την εικόνα του Αγίου Γεωργίου.
Ο αγωνιστής Πλαπούτας είχε σημαία με Σταυρό στη μέση και τα τέσσερα γράμματα ΙΧΝΚ στις τέσσερις γωνίες της.
Οι Αγραφιώτες ύψωσαν σημαία λευκή με κόκκινο Σταυρό.
Οι Βερβιτσιώτες τη σημαία του Ρήγα (τρίχρωμη με κόκκινο, μαύρο και λευκό) με γαλάζιο Σταυρό.
Στην Κρήτη η οικογένεια των Καλλέργηδων ύψωσε σημαία με εννιά παράλληλες λευκές και γαλάζιες λωρίδες και με λευκό Σταυρό σε γαλάζιο φόντο, ενώ στο πάνω αριστερό μέρος έγραφε το "εν τούτω νίκα".
Η πολεμική σημαία των Σπετσών ήταν γαλάζια με κόκκινο Σταυρό που καταπατά την ημισέληνο η οποία είναι γυρισμένη και κοιτά προς τα κάτω (Αυτό το σχέδιο ήταν και στη σημαία του δήμου της Κωνσταντινούπολης στα χρόνια της Ρωμανίας).
Η σημαία των Ψαρών λευκή με κόκκινο Σταυρό.
Η σημαία της Ύδρας κόκκινο πλαίσιο με λευκό σταυρό να πατά αναποδογυρισμένο μισοφέγγαρο.
Η Σαμιώτικη γαλάζια με λευκό Σταυρό και τη φράση "ελευθερία ή θάνατος".
Η της Κρήτης κόκκινη με την εικόνα του αποστόλου Τίτου.
Η κυπριακή λευκό φόντο με γαλάζιο Σταυρό και την αναγραφή "σημεα ελληνικη πατρης κηπρου".
Ακόμη και η σημαία της επανάστασης του 1843 για Σύνταγμα ήταν η ρωμαίικη σημαία των Παλαιολόγων: χρυσός Σταυρός σε κόκκινο πλαίσιο.
Ο Υψηλάντης, όταν κηρύσσει την επανάσταση στη Μολδοβλαχία διακηρύσσει μεταξύ άλλων τα εξής: «(..)Είναι καιρός να αποτινάξωμεν τον αφόρητον τούτον ζυγόν, να ελευθερώσωμεν τήν Πατρίδα, να κρημνίσωμεν από τα νέφη την ημισέληνον, δια να υψώσωμεν το σημείον δι' ού πάντοτε νικώμεν, λέγω τον Σταυρόν, και ούτω να εκδικήσωμεν την Πατρίδα, και την ορθόδοξον ημών Πίστιν από την ασεβή των ασεβών καταφρόνησιν».
Οι οπλαρχηγοί Μάρκος Μπότσαρης και Κίτσος Τζαβέλας, κι όχι η «προπαγάνδα της Ορθόδοξης Εκκλησίας» γράφουν στις 28/6/1821 στους Πάργιους: «Ο όφις επατάχθη από τον Σταυρόν (...) Η ιερά σημαία του Σταυρού κυματίζει απανταχού της Ηπειρωτικής ακτής (...). Ελευθερία! Θρησκεία! Πατρίς! Ιδού το έμβλημα ήμών. Η ειρήνη έστω μεθ' υμών αδελφοί. Ημείς λέγομεν την αλήθειαν, άλλοι δ' εισίν εκείνοι οίτινες θέλουσι να εξαπατήσωσιν υμάς».
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ
Στις αρχές του 20ου αιώνα αρχίζει να διεξάγεται στη Μακεδονία ένας λυσσαλέος αγώνας μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων για την μελλοντική προσάρτηση της Μακεδονίας μετά την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ηγετική μορφή του Μακεδονικού Αγώνα αναδεικνύεται ο Παύλος Μελάς. Ποιές αρχές και αξίες καθοδηγούσαν αυτήν την ηρωική μορφή; Ποιο κίνητρο ώθησε τον νεαρό αξιωματικό να αφήσει τα σαλόνια των Αθηνών, τους πλουσίους συγγενείς του, τη γυναίκα του Ναταλία Δραγούμη και τα δύο παιδιά του, τον Μίκη και την Ζωή, για να βρεθεί στα χιόνια και τις λάσπες της Μακεδονίας πολεμώντας κατά δύο αντιπάλων; Από τα κείμενα και τη σύντομη ζωή του αντλούμε διδάγματα και πρότυπα, απολύτως απαραίτητα στη σημερινή υλιστική και αντιηρωική εποχή μας.
Α) Ο Παύλος πίστευε στον Θεό και βίωνε την ελληνορθόδοξη παράδοση. Κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 στις 6 Απριλίου γράφει από το μέτωπο στη γυναίκα του Ναταλία (Νάτα): «Αλλ’ είμαι βέβαιος ότι με την θέλησιν του Θεού θα παν όλα καλά. Ειπέ εις την μητέρα μου ότι μετέλαβα και ότι η συνείδησίς μου είναι ήσυχη. Τι τα θέλεις; Η θρησκεία μας δίδει πολλήν παρηγορίαν και θάρρος. Άλλως τε χάρις εις αυτήν ελυτρώθη και θα λυτρωθή καθ’ ολοκληρίαν ο τόπος μας»(1)
Κάι στις 28.8.1904, ενάμισυ μήνα προ του ηρωικού θανάτου του γράφει πάλι στη γυναίκα του από το Μακροβούνι των Γρεβενών. «… Ακούσαμε τον εσπερινόν πρώτα και κατόπιν μας μετέλαβεν ο γέρων χωρικός ιερεύς της μονής. Ουδέποτε με τόσην κατάνυξιν μετέλαβα. Ο νους μου διαρκώς εστρέφετο προς Εκείνον ο οποίος χάριν ημών και της θείας θρησκείας Του υπέστη το μαρτύριον. Το μέγεθος της θυσίας Του, το μέγεθς της αποστολής Του μ’ έκαμναν να αισθάνωμαι πόσον μικροί και πόσον μακράν Αυτού ευρισκόμεθα, αλλά και συγχρόνως μ’ ενεθάρρυναν. Πάντοτε Τον ελατρευσα δια την θρησκείαν Του και Τον εθαύμασα δια την θυσίαν Του. Ελπίζω να μας βοηθήση. Αισθάνομαι τώρα ισχυρός, γενναίος και καλύτερος. Έτοιμος δια να κάμω τα πάντα». (2)
ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ
Δυο χρόνια μετά το τέλος του Μακεδονικού Αγώνα, οι πρώην εχθροί Έλληνες και Βούλγαροι, μαζί με Σέρβους και Μαυροβούνιους θα ξεσηκωθούν για να διώξουν τους Οθωμανούς από τα ευρωπαϊκά εδάφη κι αφού το καταφέρουν θα ξαναχτυπηθούν μεταξύ τους για τη διανομή των εδαφών που απελευθερώθηκαν. Είναι οι δυο Βαλκανικοί πόλεμοι του 1912-13, που λήγουν με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου.
Ο πρωθυπουργός Βενιζέλος πήγε στο Χατζή Μπεϊλίκ (σημερινή Βυρώνεια Σερρών), έδρα του ελληνικού στρατηγείου, όπου προσδιόρισε μαζί με τον διάδοχο και αρχιστράτηγο του ελληνικού στρατού Κωνσταντίνο τις εδαφικές αξιώσεις της Ελλάδας στη συνδιάσκεψη της ειρήνης που θα ακολουθούσε. Κατόπιν ανεχώρησε για το Βουκουρέστι, όπου συνήλθε η συνδιάσκεψη. Στις 28 Ιουνίου 1913 υπογράφτηκε συνθήκη ειρήνης από την Ελλάδα, το Μαυροβούνιο, τη Σερβία και τη Ρουμανία αφενός και από τη Βουλγαρία αφετέρου. Οι αξιώσεις της Ελλάδας έγιναν όλες δεκτές. Ο Βενιζέλος γνωστοποίησε αυθημερόν με τηλεγράφημα στον βασιλιά την υπογραφή της συνθήκης.
Η απάντηση του Κωνσταντίνου ήταν η εξής: "Ευχαριστώ υμάς επί τη αναγγελία της υπογραφής της ειρήνης. Ο Θεός πλουσιοπαρόχως ηυλόγησε τας προσπαθείας ημών. Εν ονόματι του έθνους και εμού εκφράζω υμίν τας βασιλικάς μου ευχαριστίας. Νέα και ένδοξος εποχή διανοίγεται ενώπιον ημών. Εις πίστωσιν δε της ευγνωμοσύνης και της προς υμάς υπολήψεώς μου απονέμω υμίν τον Μεγαλόσταυρον του βασιλικού μου Τάγματος του Σωτήρος. Η πατρίς σάς είναι ευγνώμων".
B' ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ
Διάγγελμα του Ιωάννη Μεταξά προς τον ελληνικό λαό (28-10-1940)
Έλληνες,
τώρα θα αποδείξωμεν εάν είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας, την οποίαν μας εξησφάλισαν οι προπάτορές μας. Όλον το Έθνος ας εγερθή σύσσωμον, αγωνισθήτε διά την Πατρίδα, τας γυναίκας, τα παιδιά σας, και τα ιεράς μας παραδόσεις.
Διάγγελμα του Βασιλιά Γεωργίου Β΄ προς τον ελληνικό λαό (28-10-1940)
Προς τον ελληνικόν λαόν,
Ο πρόεδρος της Κυβερνήσεως ανήγγειλε προ ολίγου υπό ποίους όρους ηναγκάσθημεν να κατέλθωμεν εις πόλεμον κατά της Ιταλίας, επιβουλευθείσης την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος.
Κατά την μεγάλην αυτήν στιγμήν είμαι βέβαιος, ότι κάθε Έλλην και κάθε Ελληνίς θα επιτελέση το καθήκον μέχρι τέλους και θα φανή αντάξιος της ενδόξου ημών ιστορίας.
Με πίστιν εις τον Θεόν και εις τα Πεπρωμένα της φυλής, το Έθνος σύσσωμον και πειθαρχούν ως εις άνθρωπος θα αγωνισθή υπέρ βωμών και εστιών μέχρι της τελικής νίκης.
Εν τοις ανακτόροις των Αθηνών τη 28η Οκτωβρίου 1940
Γεώργιος Β΄
Ο Τάσος Ρηγόπουλος, πολεμιστής του 1940 γράφει από το μέτωπο:
«Σου γράφω από μία αετοφωλιά, τετρακόσια μέτρα ψηλότερη από την κορυφή της Πάρνηθας. Η φύση τριγύρω είναι πάλλευκη. Σκοπός μου […]είναι να σου μεταδώσω αυτό που έζησα, αυτό που είδα με τα μάτια μου και που φοβάμαι μήπως, ακούγοντάς το από άλλους, δεν το πιστέψεις. Λίγες στιγμές πριν ορμήσουμε για τα οχυρά της Μόροβας, είδαμε σε απόσταση περίπου δεκατριών μέτρων μια ψηλή μαυροφόρα να στέκει ακίνητη. Ο σκοπός φώναξε: «τις ει;». Μιλιά δεν ακούστηκε. Φώναξε ξανά θυμωμένος. Τότε, σαν να μας πέρασε όλους ηλεκτρικό ρεύμα, ψιθυρίσαμε: «η Παναγία!». Εκείνη όρμησε εμπρός σα να είχε φτερά αετού. Εμείς από πίσω της. Συνεχώς αισθανόμασταν να μας μεταγγίζει αντρειοσύνη.
Ολόκληρη εβδομάδα παλέψαμε σκληρά για να καταλάβουμε τα οχυρά Ιβάν-Μόροβας. […] Εκείνη ορμούσε πάντα μπροστά. Και όταν πια νικητές ροβολούσαμε προς την ανυπεράσπιστη Κορυτσά, τότε η Υπερμάχος έγινε ατμός, νέφος απαλό και απλά χάθηκε» .
Ένα θαύμα έζησαν και οι στρατιώτες του 51ου τάγματος στην κορυφογραμμή Ροντένη.
Από τις 22 Ιανουαρίου και κάθε βράδυ στις εννέα και είκοσι ακριβώς, το βαρύ πυροβολικό των αντιπάλων άρχιζε βολή εναντίον του τάγματος. Ο εκνευρισμός και οι απώλειες ήταν πολλές. Οι τολμηροί ανιχνευτές δεν μπορούσαν να εντοπίσουν τα εχθρικά πυροβόλα, προφανώς γιατί κάθε βράδυ οι αντίπαλοι τα μετακινούσαν. Η κατάσταση ήταν πιεστική. Ένα βράδυ του Φεβρουαρίου ακουστήκανε πάλι τα εχθρικά κανόνια.
«Παναγιά μου, βοήθησέ μας, σώσε μας», φώναξε εντελώς αυθόρμητα ο ταγματάρχης Πετράκης. Αμέσως στο βάθος πρόβαλε ένα φωτεινό σύννεφο και σιγά-σιγά δημιουργήθηκε κάτι σαν φωτοστέφανο και εμφανίστηκε η μορφή της Παναγίας, η οποία άρχισε να γέρνει προς τη γη και στάθηκε σε ένα φαράγγι. Όλοι στο τάγμα μόλις είδαν το θαύμα, ρίγησαν.
«Θαύμα!»,φώναξαν και έκαναν το σταυρό τους. Αμέσως στάλθηκε μήνυμα στην ελληνική πυροβολαρχία, τα ελληνικά κανόνια βρόντηξαν και λίγο μετά τα αντίπαλα σίγησαν. Οι οβίδες των Ελλήνων είχαν πετύχει τον απόλυτο στόχο .
«Η πίστη κατά την διάρκεια του πολέμου, το σίγουρο είναι ότι βοηθάει τον δοκιμαζόμενο στρατιώτη. Και η εικόνα της προστάτιδας του φέρνει ελπίδα και αισιοδοξία. … οι Αρτινοί στο μέτωπο μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς δεν φοβόνταν ούτε όλμους, ούτε τις εχθρικές σφαίρες…» .
Ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης ζωγράφισε πάνω στο καπάκι ενός κιβωτίου ρέγγας τη Παναγία της Νίκης, η οποία απέκτησε τη φήμη ότι είναι θαυματουργή.
«Σε έξαλλη θρησκευτική έκσταση απαιτούσαν (ενν. οι έλληνες στρατιώτες από την Άρτα) η θαυματουργή εικόνα να μείνει ένα βράδυ τουλάχιστον στην κατασκήνωση τους. Άκουγες φωνές από παντού. Όλοι οι στρατιώτες φωνάζανε: «Η Παρθένα, η Παρθένα. Να την αφήσετε μια βραδιά». Εκείνη την ώρα βάρεσε συναγερμός […] πέσαμε μπρούμυτα σύμφωνα με τις διαταγές που είχαμε. Κανένας Αρτινός δεν έκανε το ίδιο. «Βρε συνάδελφε», μου είπε ένας, «βαστάς την Παρθένα και φοβάσαι»;» .
Χαρακτηριστικό είναι, επίσης, το γεγονός ότι οι ταυτότητες των στρατιωτών έφεραν, δίπλα ακριβώς από τα στοιχεία τους, μια εικόνα της Παναγίας. Και λίγο πριν απo την επίθεση έκαναν το σταυρό τους, αναφωνούσαν τρεις φορές «Παναγία μου!» και ύστερα ξεκινούσαν.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, αναγνωρίστηκε η σπουδαιότητα των θαυματουργών επεμβάσεων της Παναγίας. Για το λόγο αυτό η γιορτή της Αγίας Σκέπης, που είχε καθιερωθεί από το 626, όταν με τη θαυματουργή της επέμβαση έσωσε την Κωνσταντινούπολη από τους Αβάρους, να γιορτάζεται προς τιμήν της Παναγίας την 1η Οκτωβρίου, μεταφέρθηκε από το 1952 στις 28 Οκτωβρίου για να ενθυμούνται όλοι τη θαυματουργή βοήθειά της στη δυσκολότερη, ίσως, περίοδο του ελληνικού έθνους.
Επίλογος
Μπορούμε εύκολα να συμπεράνουμε όλοι από τα προηγούμενα την σημαντική θέση που είχε η πίστη και η ευσέβεια στη ζωή των Ελλήνων εδώ και 200 χρόνια. σε όλες τις δύσκολες στιγμές που πέρασε αυτό το έθνος, ηγέτες και απλοί άνθρωποι πρόβαλλαν την πίστη τους στον Χριστό και βάσιζαν πάνω του τις ελπίδες τους. Πόσο μεγάλη διαφορά με το σήμερα. Σήμερα που το έθνος μας περνάει μια άλλη μεγάλη δοκιμασία, έναν άλλο πόλεμο, οικονομικό και πολιτισμικό αυτή τη φορά, προτίστως όμως πνευματικό και ηθικό, δεν έχει ακουστεί ούτε ένας από τους σημερινούς ηγέτες να κάνει μια αναφορά , μια επίκληση στη βοήθεια του Θεού. Οι μικροί άνθρωποι θέλουν να επωμιστούν όλο το βάρος της ευθύνης και υπεροπτικά υπόσχονται για άλλη μια φορά ότι είναι οι μόνοι που μπορούν να βγάλουν τη χώρα από το τέλμα. Δίχως Θεό.
Ντρέπονται να κάνουν το σταυρό τους. πολλοί βέβαια είναι δηλωμένοι άθεοι, αλλά με αυτούς δεν έχουμε να κάνουμε. Οι χριστιανοί στο όνομα πρέπει να γίνουν και χριστιανοί στην πράξη. Κρατώντας ζωντανά στη σκέψη και την καρδιά τους τα δυο αυτά που έφτασαν την Ελλάδα να είναι ακόμα ζωντανή, την πίστη δηλαδή και την πατρίδα, είναι χρέος τους να τα βροντοφωνάζουν και να δίνουν έτσι και το παράδειγμα στους υπόλοιπους.
Τέζας Γεώργιος
Φιλόλογος