Χωρίς αμφιβολία ο Ερντογάν είναι ηγετική προσωπικότητα. Έσυρε βεβαίως τη χώρα του σε επιλογές από τις οποίες δύσκολα θα βγει αλώβητη, αλλά τα σημερινά διλήμματά της η Τουρκία θα τα αντιμετώπιζε ούτως ή άλλως.
Το μείζον δεν είναι το Κουρδικό, όπως γράφεται και λέγεται.
Το μείζον είναι η αποδόμηση της τουρκικής ταυτότητας την οποία προσπάθησε να επιβάλει σε μια πανσπερμία λαοτήτων, εθνοτήτων και θρησκευτικών δοξασιών ο Μουσταφά Κεμάλ στην αγωνία του να διαμορφώσει μια συνεκτική κοινωνία.
Τα προβλήματα άρχισαν να αναδύονται μια δεκαετία, περίπου, μετά το θάνατο του ιδρυτή της σύγχρονης Τουρκίας, με την ανάδειξη του Μεντερές στην ηγεσία. Συνεχίστηκαν με την αντιπαράθεση αριστερών και δεξιών, και κορυφώθηκαν με τη συνειδητοποίηση της διαφορετικότητας των Κούρδων και της ανάπτυξης του εθνικοαπελευθερωτικού τους κινήματος μετά το 1984.
Σήμερα τα προβλήματα αυτά ωρίμασαν και θα τα αντιμετώπιζε οποιοσδήποτε βρισκόταν στην εξουσία. Είτε οι ισλαμιστές του Ερντογάν, είτε οι κεμαλιστές.
Η Τουρκία έχει πάρει έναν δρόμο δίχως επιστροφή. Μια άλλη Τουρκία θα αναδυθεί, με χαρακτηριστικά που δεν είναι, ακόμη, τόσο σαφή. Την Τουρκία που αλλάζει και μέσα από την αλλαγή της αναδιαμορφώνεται, ένας σοβαρός γείτονάς της με ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά πρέπει να την μελετήσει. Στην Ελλάδα υπάρχει πληθώρα ιδρυμάτων με σκοπό τη μελέτη της ιστορίας και της πολιτικής λαών της περιοχής. Λείπει ο συντονισμός και η επαγγελματική ενασχόληση. Αξίζει τον κόπο αυτή η προσπάθεια να γίνει, διότι μόνο έτσι θα αναπτυχθεί εξωτερική πολιτική που δεν θα επιδιώκει, απλώς, να σβήσει φωτιές.
Γενικώς, η Τουρκία υπήρξε περισσότερο τυχερή από την Ελλάδα ως προς την ικανότητα των πολιτικών της ηγεσιών.
Ο Ερντογάν, ο οποίος βοηθήθηκε τα μέγιστα και από τον Φετουλάχ Γκιουλέν, με την ανάληψη της εξουσίας ανέδειξε τη βαθύτατη, ίσως και αγεφύρωτη, διαίρεση της τουρκικής κοινωνίας. Καθώς εδραίωσε την προσωπική του πολιτική εξουσία, κατέστρεψε την παρουσία κάθε ανεξάρτητου μέσου μαζικής ενημέρωσης, έφερε το στρατό στα άκρα και καθάρισε τη γραφειοκρατία – όλα σε μια προσπάθεια να ολοκληρωθεί ο μετασχηματισμός της Τουρκίας που ξεκίνησε πριν από 15 χρόνια.
Ως εδώ καλά. Αλλά, πέραν του Κουρδικού, αναδύθηκε το ερώτημα τι σημαίνει να είσαι Τούρκος, και ποιοι είναι «αληθινοί Τούρκοι».
Οι αγώνες πάνω στην ταυτότητα τείνουν να αποσταθεροποιούν και είναι επικίνδυνοι. Στην Τουρκία, αυτή η σύγκρουση μπορεί να ανιχνευτεί στην ιδρυτική στιγμή της «δημοκρατίας».
Για τον ιδρυτή της σύγχρονης Τουρκίας, τον Μουσταφά Κεμάλ, η οικοδόμηση ενός νέου κράτους έπρεπε να συνοδευτεί από ένα μυθολογικό αφήγημα γύρω από την ιδέα της «τουρκικότητας». Ήταν αυτή η μυθολογία που δημιούργησε τη σχέση Τούρκων, τουρκικής γλώσσας και του τόπου που ζουν. Το αποτέλεσμα αυτής της μυθολογικής αφήγησης ήταν ο μετασχηματισμός ενός οθωμανικού πολιτικοθρησκευτικού καθεστώς που κυριάρχησε σε ένα κυρίως μουσουλμανικό πεδίο, σε ένα έθνος Τούρκων και ένα κράτος του οποίου οι ηγεμόνες απέκτησαν τη νομιμότητά τους από την υπεράσπιση της τουρκικότητας.
Μαζί με τη μυθολογία της τουρκικότητας αναπτύχθηκε και ο κεμαλισμός και τα «έξι βέλη» του –δημοκρατισμός, κρατισμός, ρεφορμισμός, λαϊκισμός, εθνικισμός, και κυρίως κοσμικότητα– που χρησίμευαν ως ιδεολογικό θεμέλιο της νέας δημοκρατίας. Ούτε η τουρκικότητα ούτε ο κεμαλισμός συγκέντρωσαν την ομόφωνη αποδοχή των Τούρκων. Υπάρχουν πολλοί στην Τουρκία, ειδικά εκείνοι που αποτελούσαν την κυρίαρχη πολιτική τάξη, οι οποίοι αγκάλιασαν τις ιδέες του Κεμάλ. Άλλοι αντιστάθηκαν και άλλοι παρέμειναν αμφίθυμοι.
Κατά συνέπεια, το πρώτο πρόβλημα των Τούρκων είναι σήμερα η ταυτότητα.
Το αφήγημα της τουρκικότητας αποξένωσε τους Κούρδους, των οποίων την ταυτότητα αρνήθηκε επισήμως. Παρόλο που πολλοί Κούρδοι στην Τουρκία είναι καλά ενσωματωμένοι στην πολιτική, κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ζωή της χώρας, υπάρχει μια εγγενής τριβή μεταξύ Τουρκίας και Κούρδων με σύγχρονη αφετηρία το 1984. Αυτή η αντιπαράθεση φαίνεται ως μη ελεγχόμενη.
Πέρα από το κουρδικό ζήτημα, υπάρχει και μια βαθύτερη ένταση στη θρησκεία. Στις προσπάθειές του να σηματοδοτήσει μια τομή από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και να εδραιώσει τη νέα Τουρκική Δημοκρατία, ο Κεμάλ προχώρησε στην αποσταθεροποίηση του Ισλάμ. Το 1924 κατάργησε το οθωμανικό χαλιφάτο, το οποίο χρησίμευε ως κέντρο τόσο της πολιτικής όσο και της θρησκευτικής εξουσίας για τους μουσουλμάνους, καθιέρωσε τη χρήση της λατινικής γραφής και το γρηγοριανό ημερολόγιο αντί του ισλαμικού, ποινικοποίησε τη μαντίλα, το γραφείο του Σέιχ αλ-Ισλάμ, το υπουργείο Θρησκευτικών και Ευαγών Ιδρυμάτων και οι θρησκευτικές σχολές καταργήθηκαν, ενώ οι αδελφότητες των Σούφι τέθηκαν εκτός νόμου.
Υπήρξε μια πληθώρα ανθρώπων για τους οποίους οι μεταρρυθμίσεις του Κεμάλ όχι μόνο δεν είχαν νόημα αλλά και επέδρασαν αρνητικά. Δεν είχαν, επομένως, κανένα λόγο να τις αποδεχθούν.
Πρώτον, η επίσημη αφήγηση που συνδέει την κοσμικότητα με την πρόοδο και την πίστη με την καθυστέρηση είχε συνέπειες για τους ευσεβείς, οι οποίοι αντιμετώπισαν θεσμικές διακρίσεις.
Δεύτερον, όταν το ισλαμικό κίνημα της Τουρκίας αναπτύχθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970, οι ηγέτες του προσπάθησαν να συνενώσουν τα θρησκευτικά ιδεώδη και αρχές με άλλους τομείς, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής, της εκπαίδευσης, των επιχειρήσεων και του πολιτισμού.
Μέρος της αντίστασής τους στον κεμαλισμό ήταν η ισλαμική άποψη ότι η προσπάθεια της ελίτ για την ενσωμάτωση των Δυτικών ιδεωδών και θεσμών στην Τουρκία περιέπλεκε αχρείαστα ξένες ιδέες και αξίες που ήταν ασυμβίβαστες με μια μουσουλμανική κοινωνία.
Αυτές οι ανταγωνιστικές αντιλήψεις για την τουρκική ταυτότητα έχουν καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τις παραμέτρους του πολιτικού λόγου από την ίδρυση της Τουρκίας.
Ο πολιτιστικός πόλεμος βρίσκεται στην καρδιά της τουρκικής πολιτικής και η Τουρκία απεικονίζεται συχνά ως μια χώρα με δύο κοινωνίες –μια κοσμική και μια άλλη, θρησκευτική– που ζουν παράλληλα.
Οι Ισλαμιστές της Τουρκίας είναι εθνικιστές, ενώ η δημοκρατική ελίτ έχει χρησιμοποιήσει τη θρησκεία για τους δικούς της σκοπούς. Το πιο σχετικό παράδειγμα είναι ο τρόπος με τον οποίο οι κεμαλιστές στρατιωτικοί προωθούσαν το Ισλάμ ως ένα συγκεκριμένο τμήμα μιας ευρύτερης «εθνικής κουλτούρας» στη δεκαετία του 1980 σε μια προσπάθεια να ελέγξουν πολιτικά μια κοινωνία στην οποία η βία, μεταξύ αριστερών και δεξιών ομάδων, σκότωσε χιλιάδες ανθρώπους πριν από το πραξικόπημα του 1980.
Η ιδέα που επινοήθηκε ονομάστηκε «Τουρκοϊσλαμική σύνθεση» και αφορούσε, και αυτή, την ταυτότητα.
Το AKP ήρθε στην εξουσία στα τέλη του 2002, όταν οι Τούρκοι μπορούσαν να αναζητήσουν, και να εκδηλώσουν, πιο ελεύθερα τις θρησκευτικές τους ταυτότητες. Χαρακτηρίζεται ως ισλαμιστικό και τοποθετείται στη Μουσουλμανική Αδελφότητα, αλλά ο ισλαμισμός του δεν είναι τόσο προσηλωμένος όσο της Αδελφότητας. Ανήκει, ωστόσο, στις ισλαμικές ομάδες που επιδιώκουν να σφυρηλατήσουν τις θρησκευτικές κοινωνίες, αν και η ηγεσία του αρνείται ότι αποβλέπει να μετατρέψει την τουρκική κοινωνία μέσω θρησκευτικών υπαγορεύσεων.
Ο Ερντογάν και οι ηγέτες του AKP εργάστηκαν επιμελώς για να χαρακτηρίσουν τους αντιπάλους τους ως μη αυθεντικά Τούρκους στη «σταθερή μεσαία τάξη με συντηρητικές αξίες» που συνιστά την καρδιά των ψηφοφόρων του κόμματος.
Οι φήμες αφθονούν ότι το AKP οπλίζει τα στελέχη του από φόβο μιας άλλης απόπειρας πραξικοπήματος όπως αυτή που απέτυχε το περασμένο καλοκαίρι, καθώς ο Ερντογάν και το κόμμα του κονιοποιούν τους αντιπάλους τους μέσα από εκκαθαρίσεις, κρατήσεις και συλλήψεις.
Η χώρα εμφανίζει ανησυχητικά προηγούμενα ακραίας πόλωσης η οποία δύσκολα θα μπορέσει να ελεγχθεί.
Πηγή: Pontos-News