Ἀσυνήθιστη ἡ κίνηση στὸ λιμάνι τῶν Συρακουσῶν τῆς Ἰταλίας, τὸ φθινοπωρινὸ ἐκεῖνο πρωινό τοῦ 388 π.Χ.
Εἶναι τὰ χρόνια ποὺ ὁ Πλάτων ταξιδεύει σὲ ὁλόκληρη τὴ Μεσόγειο γιὰ νὰ βρεῖ τὴν ψυχικὴ καὶ πνευματική του ἠρεμία, ὕστερα ἀπὸ τὴν καταδίκη τοῦ ἀγαπημένου του δασκάλου Σωκράτη στὴν Ἀθήνα τὸ 399 π.Χ.. Στὶς Συρακοῦσες εἶναι τύραννος ὁ Διονύσιος Α΄. Στὶς Συρακοῦσες φέρνει τὸν Πλάτωνα ὁ πόθος του νὰ δοκιμάσει στὴν πράξη τὴν «Πολιτεία» του. Ἐκεῖ τὸν προσκάλεσε ὁ νεαρὸς γαμπρὸς τοῦ τυράννου ὁ Δίων, ποὺ ἔχει θέση πρωθυπουργοῦ σχεδὸν δίπλα του. Ὁ φιλόσοφος δέχθηκε τὴν πρόσκληση χωρὶς νὰ τοῦ εἶναι δυνατὸν νὰ προβλέψει τὶς μακρινὲς συνέπειες τοῦ ταξιδίου αὐτοῦ. Ἡ συνάντηση μὲ ἕναν τύραννο τοῦ ἀναστήματος τοῦ Διονυσίου προκαλοῦσε στὸν Πλάτωνα πολλὲς σκέψεις. Θὰ ἦταν ἄραγε δυνατὸν νὰ ἐπωφεληθεῖ ἀπὸ τὸ ὑφιστάμενο αὐταρχικὸ κλίμα καὶ νὰ χρησιμοποιήσει τὴ χώρα αὐτὴ ὡς πεδίο πειραματισμοῦ τῶν θεωριῶν του, ἀναλαμβάνοντας μία προσπάθεια ποὺ θὰ ἀπασχολήσει ὅλη τὴ ζωή του καὶ θὰ τοῦ στοιχίσει μύριες ταλαιπωρίες ἢ μήπως θὰ καταλήξει σὲ οἰκτρὴ ἀποτυχία;
Ὅπως, λοιπόν, θὰ περίμενε κανείς, ἡ σύγκρουση ἀνάμεσα σὲ ἕναν τύραννο, ποὺ ἐγκαθίδρυσε ἕνα τέτοιο καθεστὼς, καὶ στὸν φιλόσοφο, ἦταν μοιραία. Πολὺ σύντομα ὁ Διονύσιος φοβήθηκε τὶς ἰδέες τοῦ Πλάτωνα καὶ τὴ φιλία του μὲ τὸν Δίωνα, γι’ αὐτὸ καὶ βίαια τὸν φόρτωσε στὸ σπαρτιάτικο καράβι δίδοντας ὁ ἴδιος ἐντολὴ στὸν Πόλλι, νὰ τὸν πουλήσει ὡς δοῦλο, ὅπως καὶ ἔγινε.
Ἡ πρώτη αὐτὴ περιπέτεια, ἡ γνωριμία τοῦ φιλοσόφου μὲ τὸν τύραννο, τὴν προσωπικὴ ἰδιαίτερη ζωή του, τὶς μεθόδους του, θὰ ἐμπνεύσει τὸν Πλάτωνα ὥστε νὰ μᾶς δώσει στὸ ὄγδοο καὶ ἔνατο βιβλίο τῆς «Πολιτείας» τὶς ματωμένες ἐκεῖνες σελίδες του, ὅπου ρίχνει τὸ ἀνάθεμα στὸ τυραννικὸ καθεστὼς καὶ σὲ ὅσους ἔκτοτε ἀνὰ τοὺς αἰῶνες τὸ ἐκπροσωποῦν.
Μία ὁρμὴ κι ἕνας πάθος κυριαρχεῖ μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ. Μία τέτοια ψυχὴ δὲν εἶναι ἐλεύθερη, γιατί ἕνα μονάχα μέρος της, τὸ ἐπιθυμητό, κυριαρχεῖ πάνω στ’ ἄλλα δύο, τὸ θυμοειδὲς καὶ τὸ λογιστικό, ποὺ εἶναι καὶ τὰ εὐγενικότερα μέρη της, ἀπ’ ὅπου βλαστάνουν καὶ οἱ ἀγαθὲς πράξεις καὶ σκέψεις. Γι’ αὐτὸ στοῦ τυράννου τὴν ψυχή, συνεχίζει ὁ Πλάτων, ἐπικρατοῦν οἱ παράνομες ἐπιθυμίες μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἀφύσικου, τοῦ ἔξω ἀπὸ κάθε φυσικὴ κανονικότητα. Ἐκεῖνο ποὺ ἔχει σημασία, προσθέτει ὁ Πλάτων μὲ τὸ στόμα τοῦ Σωκράτους, εἶναι νὰ ἐξετάσουμε πῶς ζεῖ ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ἂν ἀξίζει καθόλου ἡ ζωή του. Πολλὲς σελίδες τῆς «Πολιτείας» του, ἀλλὰ καὶ ἄλλων ἔργων του, θ’ ἀφιερώσει ὁ Πλάτων, γιὰ νὰ δώσει ἀπάντηση στὸ ζωτικὸ αὐτὸ ἐρώτημα.
Ἡ ζωὴ τοῦ τυράννου, ἐξεταζομένη κάτω ἀπὸ ψυχολογικὰ καὶ ἠθικὰ κριτήρια, παρουσιάζεται ἡ πιὸ ἄθλια καὶ δυστυχισμένη : «Ὁ τύραννος εἶναι ὁ χειρότερος ἀπὸ ἠθικὴ ἄποψη ἄνθρωπος. Παρασυρμένος ἀπὸ τὰ πάθη του καὶ τὴ μωρὴ φιλοδοξία του, δὲν ὑπολογίζει τίποτε. Ὅ,τι διακρίνει ἰδιαίτερα τὸν τύπο τοῦ τυραννικοῦ ἀνθρώπου εἶναι πὼς ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ ἀπολαύσει τὴ χαρὰ τῆς ἀληθινῆς φιλίας καὶ πραγματικῆς ἐλευθερίας. Ὁ τύραννος εἶναι ἕνας ἄνθρωπος ποὺ τυραννιέται ἀπ’ τὰ ἴδια του τὰ πάθη. Ἀποτελεῖ ὁμοίωμα πόλεως τυραννουμένης…».
Αὐτὰ εἶναι τὰ λόγια τοῦ Σωκράτους πρὸς τὸν Γλαύκωνα, ποὺ ἀποτελοῦν τὰ κύρια πρόσωπα ποὺ διαλέγονται στὴν Πλατωνικὴ «Πολιτεία».
Σωστὴ ἡ πρότασή σου ἀπαντᾶ ὁ Γλάυκων.
Ὅλοι διαπιστώνουν καὶ παραδέχονται ὅτι πόλη πιὸ δυστυχισμένη δὲν ὑπάρχει ἄλλη ἀπὸ τὴν «τυραννούμενη».
Ἂν τὸ ἴδιο τώρα τὸ μεταφέρουμε στὰ ἄτομα, τότε θὰ διαπιστώσουμε πάλι ὅτι δυστυχέστερος ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν τύραννο δὲν ὑπάρχει. Τὸν παρομοιάζει μὲ ἕναν πλούσιο πολίτη ποὺ ἔχει δούλους, ζεῖ μέσα στὴν πόλη καὶ ξαφνικὰ μεταφέρεται σὲ ἕναν ἔρημο τόπο μαζὶ μὲ τοὺς δούλους του, τὴ γυναίκα του, τὰ παιδιά του καὶ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του, ὅπου βέβαια δὲν ὑπάρχει κανένας ἄνθρωπος γιὰ νὰ βοηθᾶ τὸν πλούσιο νὰ συγκρατεῖ τοὺς δούλους του. Φυσικὸ εἶναι τότε, νὰ ζεῖ ἀπομονωμένος μέσα στὴν ἐρημιά, νὰ ζεῖ πάντα κάτω ἀπὸ τὸ κράτος τοῦ φόβου, μήπως καμιὰ μέρα ἐξεγερθοῦν οἱ δοῦλοι του καὶ τὸν σκοτώσουν μαζὶ μὲ τὴ γυναίκα του καὶ τὰ παιδιά του. Θὰ ἀναγκαστεῖ, λοιπόν, νὰ καλοπιάσει τοὺς δούλους, νὰ τοὺς ὑπόσχεται ἕνα σωρὸ πράγματα, ὁπότε θὰ καταντήσει ἕνας κόλακας, ἂν θέλει νὰ σώσει τὴ ζωή του. Θὰ περιβάλεται ἀπὸ ἐχθροὺς μονάχα. Παρόμοια ἁλυσοδεμένος καὶ ὁ τύραννος σὲ μία τέτοια φυλακὴ καταλήγει στὸ συμπέρασμα ὁ Σωκράτης. Αὐτὸς εἶναι ἀκριβῶς ποὺ θὰ νιώθει, πάντα ἀνικανοποίητη τὴν ψυχή του, θὰ εἶναι μόνος οὐσιαστικὰ ἀνάμεσα στοὺς κόλακές του. Θὰ εἶναι καταδικασμένος τὶς περισσότερες ὧρες τῆς ζωῆς του, χωμένος καὶ κλειδαμπαρωμένος στὰ δωμάτιά του.
Ὅλα αὐτὰ θὰ τὸν κάνουν νὰ φθονεῖ τοὺς ἀνθρώπους, καθὼς θὰ τοὺς βλέπει νὰ ἔχουν ἀπόλυτη ἐλευθερία νὰ ταξιδεύουν καὶ νὰ χαίρονται ἔξω καὶ μέσα στὴν πόλη πράγματα ποὺ πάντα συγκινοῦν τοὺς ἀνθρώπους. Πανάθλιος καὶ δυστυχισμένος ἔτσι ὁ τύραννος προκαλεῖ ὁλοένα καὶ περισσότερα κακὰ στὸν ἑαυτό του.
Ἡ ἀλήθεια, λοιπόν, εἶναι, παρὰ τὴν ἀντίθετη γνώμη μερικῶν, πὼς ὁ πραγματικὸς τύραννος καταντᾶ δοῦλος τῶν δούλων του, ὑποχρεωμένος νὰ τοὺς κολακεύει καὶ νὰ τοὺς χαϊδεύει ἐξευτελιστικά. Νὰ ἐξυπηρετεῖ μὲ ταπεινωτικὴ δουλοφροσύνη ἀκόμα καὶ κόλακες σιχαμερῶν ὑποκειμένων. Μένουν πάντοτε ἀνικανοποίητες καὶ οἱ ἁπλούστερες ἀνθρώπινες ἐπιθυμίες. Τοῦ λείπει τὸ καθετί καὶ παραδέρνει μέσα στὴν ψυχική του φτώχεια.
Ὁλόκληρη ἡ ζωὴ του εἶναι πλημμυρισμένη ἀπὸ φόβο καὶ πόνο, ὅταν ψυχολογικὰ βρίσκεται στὴν ἴδια κατάσταση, στὴν ὁποία ὁ ἴδιος καταδίκασε τὴν πόλη.
Ὁ τύραννος καταδικάζει τὴν πόλη του μὲ τὴν ἄνομη ἐξουσία του σὲ ἀληθινὴ κόλαση. Προβολὴ τῆς κολάσεως τῆς ψυχῆς του εἶναι ἡ κατάσταση στὴν ὁποία ἔφερε τὴν πόλη του ἡ τυραννική ἐξουσία του: «…Ἐπειδὴ βίαια κρατᾶ στὰ χέρια του τὴν ἐξουσία, εἶναι καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ γίνεται ὁλοένα καὶ περισσότερο φθονερός, ἄπιστος, ἄδικος, ἔρημος, ἄφιλος, ἀνόσιος, πανδοχεὺς καὶ τροφεὺς κάθε ἀδικίας. Καὶ γιὰ ὅλα αὐτά, ἐνῷ φουντώνει μέσα του κάθε δυστυχία, φέρνει δυστυχία καὶ σ’ ὅσους τὸν πλησιάζουν». Αὐτὴ εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ τυράννου, ὅπως τὴ συνέλαβε ὁ φιλοσοφικὸς νοῦς τοῦ Πλάτωνα ἐδῶ καὶ δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Τέλεια, ἀπόλυτη, ὁλοκληρωμένη σὲ σημεῖο ποὺ τίποτε νὰ μὴν ἔχει νὰ συμπληρώσει κανεὶς σήμερα, παρὰ μονάχα νὰ κάνει μία διαπίστωση γιὰ τὸ τί σημαίνει κλασσικὸ πνεῦμα καὶ αἰώνια ἀλήθεια ποὺ ἔλαμψε στὸν νοῦ του.
Πόσοι τύραννοι μεταγενέστερα καὶ σήμερα, διαβάζοντας τὶς σελίδες αὐτὲς τῆς Πλατωνικῆς «Πολιτείας» δὲν θὰ καταλαμβάνονταν ἀπὸ τρόμο καὶ πανωλεθρία, γιατί θὰ τοὺς δινόταν ἡ ἀφορμὴ νὰ δοῦν σὰν σὲ καθρέπτη γυμνὸ τὸν ἑαυτό τους, τὰ πάθη τους, τὴν ἄθλια ζωή τους;
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη