Δυστυχῶς, στὸν χῶρο μας δὲν ἔλειψε ποτὲ αὐτὴ ἡ διπλὴ «εὐχή». Δὲν γνωρίζω γιατὶ, ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ χρησιμοποιοῦν αὐτὲς τὶς ἄσχημες εὐχές. Στὴν ἀγορά, στοὺς δρόμους, στὰ σπίτια, στὰ σχολεῖα, γιατὶ ὄχι καὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Σὲ ποιά αὐλή σχολείου δὲν θὰ ἀκούσης τὰ παιδιὰ νὰ τὴν χρησιμοποιοῦν καὶ κανεὶς δὲν βρίσκεται νὰ τοὺς κλείση τὸ στόμα. Καὶ στὴν βουλὴ τῶν Ἑλλήνων εἶναι τὸ ρεφραὶν γιὰ πολλὰ πράγματα. Μερικοὶ λὲς καὶ τὸ περιμένουνε, γιὰ νὰ φρενάρουν στοὺς ἐκνευρισμούς τους. Λὲς καὶ τὸ ζητᾶνε νὰ πορευθοῦν αὐτὸν τὸν δρόμο. Ἡ εὐθύνη δὲν εἶναι μόνον τοῦ ἀποστέλλοντος ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀποστελλόμενου, γιατὶ προκαλεῖ, νὰ τὸν φέρη τὸν ἄλλον σὲ τέτοιο σημεῖο ποὺ νὰ ἀναγκαστῆ νὰ τὸν ἐξαποστείλη.
Καὶ τὸ φασόλι ποὺ τρῶμε εἶναι ἐξαποστελλόμενο καὶ ἡ ντομάτα καὶ τὸ κολοκύθι τὸ ἀθῶο καὶ κάθε ζαρζαβατικό. Καὶ ὁ μυλωνᾶς καὶ τὸ αὐλάκι του· καὶ ὁ ἀγωγιάτης καὶ τὸ ἀγώγι· καὶ ἡ βάρκα καὶ ὁ σκαρμὸς καὶ τὸ κουπί· καὶ τ᾽ ἀλέτρι κι ὁ ἀλετρᾶς· καὶ τ᾽ ἀμπέλι κι ὁ ἀμπελουργός… Γι᾽ αὐτὸ καὶ οἱ ἅγιοι πατέρες μᾶς συνιστοῦνε «Μὴ πιῆς νερό, προτοῦ κάνης τὸν σταυρό σου καὶ μὴν ἐξέρχεσαι τοῦ σπιτιοῦ σου χωρὶς νὰ σταυροσημειοῦσαι».
Καὶ τὸ ἅγιο Γεροντικὸ λέγει ὅτι μοναχὴ μπῆκε στὸν κῆπο καὶ χωρὶς νὰ κάνη τὸν σταυρό της ἔκοψε μαρούλι κι ἔφαγε καὶ δαιμονίσθηκε. Κι ὅταν ὁ καλὸς παπᾶς τὴν διάβαζε, ὁ πειρασμὸς εἶπε: «Δὲν φταίω ἐγώ· ἐγὼ καθόμουν πάνω στὸ μαρούλι κι ἔκοψε τὸ φυτὸ καὶ μ᾽ ἔφαγε».
Θυμᾶμαι στὸ χωριό μου τὰ φαράγγια νὰ ἀντιλαλοῦν αὐτὴν τὴν βλαστημιά. Εἶδα ζῶα ποὺ τρελάθηκαν. Εἶδα ἀνθρώπους ποὺ πῆγαν καὶ δὲν ξαναῆρθαν.
Δυστυχῶς σήμερα οἱ περισσότεροι εἶναι γιὰ κεῖ. Καὶ ἡ μάννα ποὺ τοὺς γέννησε δὲν φείδεται τῆς κακῆς αὐτῆς εὐχῆς. Δὲν ξέρω γιατὶ ἡ κακὴ αὐτὴ εὐχὴ βάζει τὸν κάθε κατεργάρη στὴν θέση του. Φαίνεται ὅτι εἶναι πόθος τοῦ διαβόλου νὰ δέχεται τὰ παιδιά του μὲ δυνατὴ φόρα νὰ προσκολλοῦνται στὴν ἀγκαλιά του.
– Μάννα, πατέρα, τὰ θρέμματά σου στὸν Χριστὸ νὰ τὰ ἐξαποστέλλης.
– Μὰ μὲ προκαλοῦνε.
Σπάνια νὰ ἀκούσης σήμερα γιαγιά, μάννα «στὴν εὐχὴ τοῦ Θεοῦ νὰ πᾶς, παιδί μου». Τὴν ὁλόκαρδη κι ὁλόψυχη αὐτὴν εὐχὴ σπάνια τὴν ἀκοῦς.
Ρωτᾶς τὴν μάννα:
– Ποῦ εἶναι ὁ γιός σου;
– Στοῦ δια᾽όλου τὴν μάννα.
Ναὶ εἶναι, ἀλλὰ ἐσὺ μὴ τὸ ἐπικροτῆς. Δεῖξε τὴν ἀνησυχία σου, κλάψε τὸν χαμὸ τοῦ παιδιοῦ σου.
Δὲν ὑπάρχει πιὸ πέρα. Αὐτὸ εἶναι τὸ τέρμα τῶν εὐχῶν τῆς σημερινῆς μάννας καὶ τοῦ σημερινοῦ γονιοῦ. Οἱ μάγοι καὶ οἱ φαρμακοὶ τῆς Αἰγύπτου ἔρριξαν τὶς ράβδους κάτω κι ἔγιναν φίδια, ἀλλὰ ὅταν τοὺς εἶπε ὁ φαραὼ νὰ τὰ ἐπαναφέρουν, ὅπως ἔκανε ὁ Μωυσῆς, δὲν μπόρεσαν. Ἔτσι κι αὐτὸς ποὺ στέλνει στὸν διάβολο. Ἄντε νὰ πᾶς νὰ τονε γυρίσης. Πήγαινε. Ἔχεις τὴν δύναμη νὰ ἀπαντήξης τὸν διάβολο; Ἂν ὄχι, τότε γιατί τὸν χρησιμοποιεῖς;
Πηγαινοέφερναν στὴν Παναγία τὴν Προυσιώτισσα δεκαεξάχρονη κόρη, ποὺ ἔβγαζε τὴν γλῶσσα της μέσα σὲ πολλὰ σάλια καὶ ἔγλειφε τὸ λαρύγγι της! Θέαμα ἀποκρουστικὸ καὶ σιχαμερό.
– Πῶς φθάσαμε σὲ τέτοια συμφορά;
– Πατέρα μου, μιὰ μέρα, φυτεύοντας τὰ καπνά, ὑπῆρχε διένεξη μεταξὺ πατέρα καὶ κόρης. Ὁπότε κάποια κακὴ ὥρα τὴν ἔστειλε στὸν ἔξω ἀπὸ ᾿δῶ καὶ ἀμέσως, λὲς καὶ εἶχε ἀνοιχτὸ τὸ αὐτί του ὁ διάβολος, ἔγινε αὐτὸ ποὺ βλέπετε.
Ποιός εἶχε δίκιο, ὁ πατέρας ἢ ἡ κόρη; Δὲν ξέρω. Ὅταν ὅμως ἔγινε παίγνιο τοῦ διαβόλου, τότε μετανιωμένος ὁ πατέρας μοῦ ἔλεγε:
– Ναὶ μὲν εἶχα τὴν δύναμη νὰ στείλω τὸ παιδί μου, ἀλλὰ νὰ τὸ ἐπαναφέρω δὲν τὴν ἔχω· γι᾽ αὐτό, εὔχου, καλόγερε.
Δὲν εἶναι μόνον αὐτὴ ἡ κακὴ εὐχὴ ποὺ ἐπικρατεῖ στὴν Ἑλλάδα. Ἔχει πρώτη θέση καὶ ἡ βωμολοχία καὶ ἡ βλασφημία. Καὶ τὰ καντήλια καὶ οἱ κολυμβῆθρες καὶ ὁ σταυρὸς καὶ τὰ ἑξαπτέρυγα καὶ τὰ φανάρια, ὅλα τοῦ φταῖνε τοῦ παραστρατημένου. Στὰ γήπεδα γίνεται ὁ χαμός, στὶς βοσκὲς τῶν ζώων ἀκόμα χειρότερα, στὶς βάρκες καὶ στὰ πλεούμενα καθένα ψάρι φέρει καὶ τὴν εὐχή, γι᾽ αὐτὸ, προτοῦ τὰ ἑτοιμάσης γιὰ φαγητό, σταύρωσέ τα.
Ἂς φρενάρη τὸ κακό. Δὲν εἶμαι ἀναμάρτητος, ἀλλὰ θὰ ἤθελα νὰ μὴν ὑπάρχη αὐτὸς ὁ τρόπος κοινωνίας μεταξύ μας.
Ὁ γερο-Φιλόθεος, στὰ χρόνια ποὺ γιὰ πολλοὺς λόγους ἦταν δύσκολο νὰ γράφη κανεὶς καὶ νὰ ἐκδίδη βιβλία, τόλμησε καὶ ἔγραψε ἕνα βιβλιαράκι «Ἱερὸς πόλεμος κατὰ τῆς βλασφημίας» καὶ τὸ μοίραζε στοὺς ἐξομολογουμένους του. Μὲ τρομακτικὸ τρόπο ἐπενέβαινε σ᾽ αὐτοὺς ποὺ τοῦ ἐξωμολογοῦντο ὅτι βλασφημοῦν. Μοῦ ἐκμυστηρεύθηκε ἕνας ταξιτζής:
– Σ᾽ ἕνα ταξίδι πῆγα κι ἐγὼ στὴν Παναγία τὴν Νεραντζιώτισσα νὰ ἐξομολογηθῶ κι ὅταν τοῦ εἶπα ὅτι βλασφημῶ, μὲ ἅρπαξε αἰφνιδίως ἀπὸ τοὺς ὤμους καὶ μὲ συνετάραξε. «Τί λές, ἄνθρωπέ μου; Τὸν Θεὸν βλασφημεῖς;» Φόβος καὶ τρόμος κατέλαβε τὴν ψυχή μου καὶ τοῦ εἶπα «Ὄχι, ὄχι, Γέροντα, δὲν θὰ τὸ ξανακάνω». Ἔκτοτε, οὔτε ἀπὸ τὸν νοῦ μου δὲν ἐπέρασε βλασφημία.
Ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἄκουσε μοναχὴ νὰ χαρακτηρίζη τὴν συμμονάστριά της διάβολο καὶ ἀμέσως τῆς ἔβγαλε τὰ ράσα καὶ τὴν ἔδιωξε ἀπὸ τὸ μοναστήρι, λέγοντας: «Δὲν μπορῶ νὰ ἔχω στὴν ἀδελφότητα δύο πειρασμούς· ἕνα νοητὸ καὶ ἕνα αἰσθητό».
Ἕνας παλιὸς τσοπάνος πῆγε στὸν Γέροντα τῆς Λογγοβάρδας. Τοῦ λέει:
– Μὲ προκαλοῦν τὰ ζῶα καὶ διαολοστέλνω ὅλη τὴν ἡμέρα.
Ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε:
– Ἀντὶ γιὰ αὐτὸ, φώναζε «Κύριε, ἐλέησον».
Τὸ κράτησε ὁ ἀγαθὸς βοσκὸς καὶ μέχρι τὰ τέλη του αὐτὸ ἔλεγε. Καὶ τό ᾽λεγε μὲ τόσο στόμφο καὶ μεγαλεῖο ψυχῆς, ποὺ ὄχι μόνον ὁ διάβολος, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄνθρωποι σέβονταν τὴν ἐπίκληση αὐτήν, ποὺ ἔγινε παροιμιώδης στὸ χωριό.
Εἶχαν τὸν τρόπο τους οἱ ἅγιοι νὰ ἐξορκίζουν τὰ κακὰ πνεύματα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο.
Γύρισε ὅλη τὴν πιάτσα. Τσουβάλι θὰ μαζέψης ἀπὸ αὐτὴν τὴν κοπριὰ τῆς βλασφημίας. Τὰ ἅρματα καὶ τὰ κοντάρια τοῦ διαβόλου ἔχουν ὑψώσει κέρας. Καὶ στὴν βουλὴ τῶν Ἑλλήνων ἀκοῦς αὐτὴν τὴν εὐχή. Καὶ στὴν κοινωνία τῶν ἡλικιωμένων γυναικῶν παιανίζει, γιὰ νὰ βάλη τέρμα –λένε– στὴν κάθε κακοτοπιά.
Διὰ νόμου ἔπρεπε νὰ εἶχε ἀπαγορευθῆ στὰ σχολεῖα, στὶς ἀστυνομίες, στὸν στρατό, στὰ δικαστήρια, στοὺς ἄλλους χώρους ποὺ ὁ Θεὸς νὰ βάλη τὸ χέρι του. Ἂς ἔρθουμε ὅλοι στὰ ἐξαποστελλόμενα τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν Ἁγίων. Ἀνάπαυση ζητοῦμε καὶ ὄχι δαιμονικοὺς θορύβους.
Ἡ κοιλάδα τῆς γυναίκας τοῦ Λώτ, στὴν ὁποία ἔχουμε εἰσέλθει ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια καὶ δύσκολα θὰ βροῦμε τὴν ἔξοδο, ἂς μὴ βρῆ κανένα μέσα, γιατὶ ὅποιος μείνη σ᾽ αὐτήν, ἀληθινὰ παραφρονεῖ. Ὅλοι στὸν παράδεισο. Κανεὶς στὴν κοιλάδα τῆς γυναίκας τοῦ Λώτ, γιατὶ εἶναι ὁ τόπος τῆς παραφροσύνης. Ἀμήν.
Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης
Πηγή: Ακτίνες