Είναι εντελώς αδόκιμος ο τρόπος με τον οποίο η κυβέρνηση Τσίπρα και προσωπικά ο πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών χειρίζεται τα συμφέροντα και τα δίκαια της Ελλάδας στις σχέσεις και με την Αλβανία και με την ψευδοΜακεδονία. Τα μεν συμφέροντά μας μένουν ανυπεράσπιστα, τα δε δίκαια εκχωρούνται σε ανταγωνιστές μας. Το γεγονός ότι βρισκόμαστε σε περίοδο ουσιαστικής ή και τυπικής ειρήνης με τις γειτονικές χώρες, είναι μια συνειδητή επιλογή με αμοιβαία οφέλη και για τις δύο πλευρές.
Κανείς δεν κάνει χάρη στον άλλον, επιδιώκοντας ειρηνική επίλυση των διαφορών. Η σχέση αυτή πρέπει να είναι ισορροπημένη και όχι ετεροβαρής. Η φροντίδα για την εξισορρόπηση ανήκει στην πλευρά που έχει τα μεγαλύτερα συμφέροντα. Αν η πλευρά που χάνει δεν ενδιαφέρεται να αποκαταστήσει την ισορροπία, τότε θα διαιωνίζονται οι άνισες σχέσεις προς μόνιμη βλάβη του μειονεκτούντος.
Αυτά, ισχύουν τόσο για την Ελλάδα, όσο και για την Αλβανία και για την ψευδοΜακεδονία. Θα ήμασταν ευτυχείς αν διαβάζαμε ανάλογου περιεχομένου άρθρα και στον αλβανικό Τύπο. Όταν, όμως, αντιμετωπίζεις ενεργό σωβινισμό και επεκτατισμό από ένα κράτος πρέπει να λάβεις αντίμετρα για να τον τερματίσεις. Η Αλβανία και τα Σκόπια διατηρούν την κρατική τους προσπάθεια διεύρυνσης της επικράτειάς τους εις βάρος της Ελλάδας και συντηρούν μια κρατική ιδεολογία επέκτασης του κράτους τους.
Τη “Μεγάλη Αλβανία” οι μεν και την “Ενωμένη Μακεδονία” οι δε. Είναι λάθος να μιλούμε για αλυτρωτισμό, γιατί θα έπρεπε κάποτε στο παρελθόν αυτά τα εδάφη να ανήκαν στο κράτος τους και να έχουν καταληφθεί από γειτονικό κράτος. Όπως η Βόρεια Κύπρος, η οποία κατέχεται από την Τουρκία και φυσικά θα έπρεπε να υπάρχει νόμιμος και κατανοητός αλυτρωτισμός εκ μέρους των Ελλήνων (όχι μόνον της Κύπρου) για την απελευθέρωση των εδαφών αυτών.
Το αλβανικό κράτος ουδέποτε κατείχε την Ήπειρο και το κράτος των Σκοπίων ουδέποτε κατείχε τη Θεσσαλονίκη, ώστε να μιλάμε για αλυτρωτισμό. Ούτε υπάρχουν πληθυσμοί με αλβανική εθνική συνείδηση στην Ήπειρο και με σλαβομακεδονική στην ελληνική Μακεδονία, εκτός κάποιων περιθωριακών με αμελητέα εκλογική επιρροή, όπως το “Ουράνιο Τόξο”. Πρόκειται, λοιπόν, για ωμό επεκτατισμό, για σωβινισμό ανάλογο με του Χίτλερ εναντίον της Τσεχίας και της Πολωνίας ή της Αυστρίας εναντίον της Σερβίας.
Εθνικισμός και πατριωτισμός
Ο εθνικισμός αποτελεί επίσης κρατική πολιτική. Διαφορετικά δεν αποτελεί εθνικισμό αν δεν εκπορεύεται από το κράτος, αν δεν είναι κρατική ιδεολογία. Η Ελλάδα ουδέποτε υπήρξε εθνικιστική χώρα, γιατί ουδέποτε της επετράπη αυτό από τις μεγάλες δυνάμεις. Την κρητική επανάσταση, την επανάσταση της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας την ξεκίνησαν χρηματοδότησαν και στήριξαν ιδιωτικές εταιρίες Ελλήνων πατριωτών, χωρίς κρατική πρωτοβουλία και χρηματοδότηση.
Αντίθετα, οι ελληνικές κυβερνήσεις και το Παλάτι τηρούσαν από τον Όθωνα ως τον Κωνσταντίνο τον Μικρό, την λεγόμενη (από τον Θεοτόκη) “άψογον στάσιν”. Να μην μας παρεξηγήσουν οι ξένες δυνάμεις ότι επιθυμούμε την απελευθέρωση των Ελλήνων και των ελληνικών περιοχών.
Η Φιλική Εταιρία που προετοίμασε και χρηματοδότησε την αρχή της επανάστασης αποτελεί πατριωτική κι όχι εθνικιστική οργάνωση, γιατί δεν ήθελε να εκδιώξει κανέναν κάτοικο από το σπίτι του, γιατί δεν ήθελε να οικειοποιηθεί κανείς την περιουσία αλλογενών ή αλλοεθνών, γιατί δεν στρεφόταν εναντίον των μουσουλμάνων, αλλά εναντίον του τυράννου, του σουλτάνου.
Είναι απίστευτης φαιδρότητας και αμάθειας οι ανιστόρητες αναφορές του πρωθυπουργού, ο οποίος αναγγέλλει ότι θα πάει στο Αλεξάνδρειο στη Θεσσαλονίκη να μιλήσει υπέρ της Μακεδονίας και εναντίον του εθνικιστικού μίσους. Δεν υπάρχει κανένα εθνικιστικό μίσος Ελλήνων πολιτών εναντίον των Σλάβων κατοίκων της ψευδοΜακεδονίας. Πράγματι, η μόνη σύνθετη λέξη αποδεκτή για το επεκτατικό και σωβινιστικό αυτό κρατικό μόρφωμα είναι η λέξη “ψευδοΜακεδονία”, όπως και στην Κύπρο έχουμε “ψευδοκράτος” ή “κατεχόμενη Κύπρο” και όχι “Βόρεια Κύπρο”.
Το γεγονός ότι ολόκληρη η Ήπειρος απελευθερώθηκε από τον τυραννικό ζυγό του σουλτάνου από ελληνικά όπλα, (όπως η Θεσσαλία, η Στερεά Ελλάδα και η Πελοπόννησος), αλλά δεν ενώθηκε όλη με την Ελλάδα, οφείλεται σε ωμή μοιρασιά ξένων εδαφών μεταξύ των ξένων δυνάμεων. Η Ιταλία απαίτησε η Αλβανία να αποτελέσει ανεξάρτητο κράτος, όπως η Γαλλία πήρε τη Συρία και η Αγγλία την Αίγυπτο. Οι μουσουλμάνοι Αλβανοί μπέηδες της σημερινής βόρειας Αλβανίας, (Τίρανα, Σκόδρα κλπ) ζήτησαν με εξεγέρσεις τους δύο φορές τα πρώτα 60 χρόνια της ύπαρξης του ελληνικού βασιλείου, να ενωθούν με την Ελλάδα, αλλά πάλι το απαγόρευσαν οι ξένοι και πειθάρχησε το Παλάτι.
Οι εξισλαμισμοί
Έως το 1912 δεν υπήρχε κρατικό σύνορο ανάμεσά μας, ήμασταν συγγενείς και συχνά η ίδια οικογένεια είχε χριστιανικό και μουσουλμανικό κλάδο. Μάλιστα μουσουλμάνοι έγιναν οι πλουσιότεροι για να διατηρήσουν τις γαιοκτησίες τους, οι πιο μορφωμένοι (γιατί σπούδαζαν και στο εξωτερικό) και οι μαχητικότεροι στρατιωτικοί, γιατί η κτηματική περιουσία τους είχε παραχωρηθεί από τον σουλτάνο (όπως και παλαιότερα από τη βυζαντινή αυτοκρατορία) έναντι στρατιωτικής υπηρεσίας και για την κάλυψη των εξόδων του πολέμου.
Όπως ο Ομέρ Βρυώνης που καταγόταν από επιφανή οικογένεια των Παλαιολόγων του Δεσποτάτου της Ηπείρου, η οποία εξισλαμίστηκε και διατήρησε την τεράστια κτηματική περιουσία της. Το επώνυμο Βρυώνης απαντάται και μεταξύ χριστιανών και το βαφτιστικό του όνομα ήταν Όμηρος=Ομέρ. Όχι Ομάρ. Υπήρξαν φυσικά αργότερα και βίαιοι εξισλαμισμοί ολόκληρων χωριών και στα Βαλκάνια και στη Μικρά Ασία, μερικές φορές, μαζί με τον παπά ή και τον μητροπολίτη τους.
Υπήρξαν, επίσης, και άτομα που αλλαξοπίστησαν γιατί το Κοράνι απαιτεί πριν σκοτώσεις έναν άπιστο να του ζητήσεις να προσχωρήσει στο Ισλάμ. Αυτό που ζήτησε και ο Ομέρ Βρυώνης από τον Αθανάσιο Διάκο. Οι μουσουλμάνοι είναι απόγονοι εκείνων που αλλαξοπίστησαν. Όσοι αρνήθηκαν έγιναν μάρτυρες.
Ο εθνικισμός, λοιπόν, είναι παραπροϊόν του ευρωπαϊκού ρομαντισμού και της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας. Είναι προϊόν 200 έως 300 ετών. Για να κυβερνάται ευκολότερα η αποικία, καλλιεργήθηκε ο εθνικισμός και το εθνικιστικό μίσος μεταξύ των υποτελών. Οι Έλληνες επιθυμούσαν την αποτίναξη του ξένου ζυγού και έκαναν πλήθος αποτυχημένων προσπαθειών από το 1204 μέχρι σήμερα. Αυτό ονομάζεται πατριωτισμός. Και ο πατριωτισμός υπάρχει από την εποχή του Έκτορα και της Ανδρομάχης και επαινείται από τον Όμηρο.
Πηγή: slpress.gr