Τὸ μαρτυρολόγιο τῆς Βορείου Ἠπείρου εἶναι μακρὺ καὶ δὲν φαίνεται νὰ ἔχει κλείσει ἀκόμα. Τελευταῖα προστέθηκαν δύο ἀκόμη μάρτυρες τοῦ Ἔθνους τῶν ἐκεῖ Ἑλλήνων, ποὺ πρόσφατα «ἄλλαξαν ζωή»(1) . Καὶ οἱ δύο θύματα τῶν καιρῶν καὶ οἱ δύο ἀποφασισμένοι νὰ μείνουν ἀκλόνητοι κι ἀνυποχώρητοι σ’ αὐτὸ ποὺ σὲ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα μήκη καὶ πλάτη θεωρεῖται αὐτονόητο καὶ στοιχειῶδες ἀνθρώπινο δικαίωμα: στὴν διατήρηση τῆς ἑλληνοχριστιανικῆς ταυτότητάς τους, χωρὶς ἐκπτώσεις, χωρὶς στρογγυλέματα. Ὁ ἕνας γνωστὸς καὶ προσφιλής. Ὁ Κωνσταντῖνος Κατσίφας μὲ τὸν τραγικό του θάνατο ἄγγιξε ξεχασμένες χορδὲς κι ἔγινε ὅλων τῶν Ἑλλήνων ὅπου γῆς. Ὁ ἄλλος ἄγνωστος, λίγοι γνωρίζουν τὸ βάρος ποὺ κουβαλᾶ τὸ ὄνομά του, σεμνὸς καὶ ταπεινός, ἔφυγε ἥσυχα γιὰ τὴν γειτονιὰ τῶν ἀγγέλων, ἡ θυσία του ὅμως πότισε τὴν ἑλληνικὴ μνήμη καὶ τὴν βορειοηπειρώτικη γῆ γιὰ νὰ μπορεῖ ἀκόμα νὰ γεννᾶ ἀξιομίμητες μορφές. Τὸ ὄνομά του Σταῦρος Γκοῦτζος.
Τὰ γεγονότα στοὺς Βουλιαράτες εἶναι ἀκόμα νωπὰ καὶ τὰ ἀναπάντητα ἐρωτηματικὰ ἀκόμα βασανιστικά. Γιατί; Γιατί θὰ πρέπει τὸ κατοχυρωμένο δικαίωμα τῆς Ἐθνικῆς Ἑλληνικῆς Μειονότητας νὰ κατοικεῖ στὴν ἀρχέγονη πατρίδα της, στὰ ἐδάφη ποὺ οἱ πρόγονοί μας ζοῦν ἐδῶ καὶ 3000 χρόνια, μονίμως νὰ ἀμφισβητεῖται; Γιατί ἡ γειτονικὴ χώρα ἀκόμα καὶ μετὰ τὴν μετάπτωσή της σὲ καθεστὼς Δημοκρατίας ἐπιμένει νὰ νομίζει ὅτι, παρὰ τὶς ὑπογραφὲς της στὶς διεθνεῖς συμβάσεις, διατηρεῖ τὸ δικαίωμα τῆς ἀμφισβήτησης; Γιατί ἡ ἐπίσημη Ἑλληνικὴ Πολιτεία παραμένει ἀπαθὴς καὶ ἀνεκτικὸς θεατὴς στὸν συνεχιζόμενο ξεριζωμὸ καὶ στὴν ἐξακολουθοῦσα τρομοκρατία σὲ πληθυσμοὺς ποὺ βρίσκονται νομικὰ κάτω ἀπὸ τὴν προστασία της, ὅπως καὶ κάτω ἀπὸ τὴν ὑποτιθέμενη προστασία τῆς Διεθνοῦς Κοινότητας, ἡ ὁποία σκανδαλωδῶς ἀδιάφορα ἀνέχεται τὴν προκλητικὴ διγλωσσία τῆς Ἀλβανίας, ποὺ διεκδικεῖ ἀποσχίσεις καὶ προσαρτήσεις ἐδαφῶν ἀπὸ ὅλους τοὺς γείτονές της, ὑπερασπίζεται σθεναρὰ τὰ δικαιώματα τῶν δικῶν της μειονοτήτων, ἀλλὰ σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὴν Ἑλληνικὴ Ἐθνικὴ Μειονότητα στὸ δικὸ της ἔδαφος δὲν κάνει κἂν τὸν κόπο νὰ κρύψει ὅτι τὴν θεωρεῖ ἀγκάθι ποὺ ἐπιδιώκει πάσῃ θυσίᾳ νὰ ξεριζώσει;
Ὁ Κωνστανῖνος Κατσίφας πλήρωσε μὲ τὸ αἷμα του τὴν ἐπιλογή του νὰ διατηρήσει ἀκέραια τὴν ταυτότητά του, νὰ μὴν ὑποκύψει στὴν ἐπιβαλλόμενη ἀλλοίωση. Ἔζησε λίγο, ἀλλὰ μεστά, μὲ πλήρη συναίσθηση τοῦ ἡρωϊσμοῦ ποὺ σὰν βαριὰ κληρονομιὰ κουβαλάει ὁ τόπος. Οἱ παιδικές του μνῆμες στοὺς Βουλιαράτες στιγματίστηκαν ἀπὸ τὰ μνήματα ἡρώων του ’40, αὐτὰ ποὺ οἱ γιαγιάδες τοῦ χωριοῦ, ἀνάμεσά τους κι ἡ δική του, φροντίζανε κρυφὰ τὴν νύχτα στὰ χρόνια τῆς Ἐνβερικῆς δικτατορίας ποὺ λυσσαλέα κατέστρεφε ὁ,τιδήποτε ἑλληνικὸ χριστιανικό. Ἡ ἀγάπη του γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ἔκδηλη κάθε στιγμή. Ἡ ἀγάπη του γιὰ τὴν Ἑλλάδα ποὺ ζυμώθηκε μὲ μνῆμες βαριές, ἀτίμητο φυλαχτό. Κράτησε τὸ ὅπλο γιὰ νὰ ὑπερασπιστεῖ τὸ φυλαχτό του, ὄχι ὅμως γιὰ νὰ στερήσει ζωές. Γι’ αὐτὸ τοῦ ἄξιζε νὰ φύγει ἀγονάτιστος. Ἔφυγε ἀτενίζοντας τὸν τόπο ὅπου χρόνια πρίν, ὁ μακαριστὸς Σεβαστιανὸς ὕψωνε ἕναν φωτεινὸ σταυρὸ νὰ σχίζει τὸ σκοτάδι μὲ τὸ φῶς του, γιὰ νὰ περνάει τὰ πολυβολεῖα καὶ τὰ ἠλεκτροφόρα συρματοπλέγματα ποὺ μᾶς χώριζαν μὲ τ’ ἀδέλφια μας καὶ νὰ τοὺς φέρνει μήνυμα ἐλπιδοφόρο κι ἀναστάσιμο. Ἴσως αὐτὴ ἡ παιδικὴ ἀνάμνηση νὰ ἔδωσε κουράγιο καὶ δύναμη στὸν Κωνσταντῖνο. Τὸ γαλήνιο χαμόγελο ποὺ ἔμεινε ἀποτυπωμένο στὸ πρόσωπό του δὲν μαρτυρεῖ ἀγωνία θανάτου, τόσο ἀσύμβατο μὲ φόβο κυνηγητοῦ ἀπὸ ἕναν πάνοπλο στρατό. Ἔμεινε ὡς αὔρα αἰωνιότητας στὸ ταλαίπωρο σαρκίο. Ἴσως γιατί ἤξερε πὼς κανεὶς πιὰ δὲν θὰ τοῦ στεροῦσε τὸ πολύτιμο φυλαχτό. Σ αὐτὸ τὸ πέρασμα στὸν οὐρανό, ἁπλὰ τὸ ἔπαιρνε μαζί. Ἄφηνε πίσω τὸ καθάριο βλέμμα νὰ καθρεφτίζει στὶς ξεφτισμένες μνῆμες μας ὅλα ὅσα ἔχουμε χρέος νὰ θυμόμαστε, ὅλα ὅσα βολευόμαστε νὰ ξεχνᾶμε. Ἡ δολερὴ πλεκτάνη ποὺ ἐπιμελημένα στήθηκε γιὰ τὴν σπίλωση τὴν μνήμης του διαλύθηκε σὰν ἀραχνένιος ἱστὸς στὰ χέρια τοῦ Κυρίου, ποὺ βρῆκε τρόπο νὰ βροντοφωνάξει σ’ ὅλους μας πὼς ὄχι, δὲν ἦταν τρομοκράτης, οὔτε τρελός, οὔτε φονιάς, οὔτε ἐγκληματίας. Ἦταν ἕνα καθάριο βλέμμα ποὺ ἐπέμενε νὰ κοιτάει μακριά, πέρα ἀπ’ τὸ φάσμα μιᾶς Ἑλλάδας σὲ συσκότιση, πέρα ἀπ’ τὴν θλιβερὴ ἀπραξία μιᾶς Ἑλλάδας κοιμισμένης.
Ὁ Κωνσταντῖνος ἔδωσε ἐνσυνείδητα τὴν ζωή του γιὰ τὴν σημαία. Ἀλλὰ δὲν εἶναι ὁ πρῶτος οὔτε ὁ μόνος.
Ὁ Σταῦρος Γκοῦτζος ἔζησε γι’ αὐτήν, ἔζησε πορευόμενος μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ θυσίας. Στὴν μνήμη μας δὲν τὸν ἔφερε μιὰ ἡρωϊκὴ στιγμή. Ἡρωϊκὴ ἦταν ἡ ζωὴ του ὅλη. Στὴν Δερβιτσάνη, λίγα μόλις χιλιόμετρα πιὸ κεῖ, δεκαεφτὰ χρονῶν παιδὶ τὸν ἅρπαξε ἡ μέγκενη τῆς Σιγκουρίμι(2) . Καὶ ἀπὸ τότε τὸν στράγγιζε σταγόνα-σταγόνα στὰ κολαστήρια τοῦ Ἐνβὲρ Χότζα, στὰ ὀρυχεῖα-κάτεργα τοῦ Σπὰτς κι ὕστερα στὸ Μπουρέλι. Εἰκοσιτρία χρόνια κράτησε ἡ θυσία του, μὲ κάθε ὥρα μαρτυρική, ἀντίτιμο στὸ ἀκλόνητο φρόνημά του. Τὸ ἔγκλημά του; Ἦταν Ἕλληνας! Ἕλληνας ἀπροσκύνητος. Κι ἔμεινε ἀπροσκύνητος στὰ βασανιστήρια, στὶς φρικτὲς συνθῆκες ἐγκλεισμοῦ, στὴν ἀπομόνωση, στὸν παραλογισμό, σὲ κάθε μέθοδο ψυχικῆς καὶ σωματικῆς ἐξόντωσης, στὴν ἀλόγιστη βία. Στὶς πιέσεις νὰ γίνει καταδότης μέσα στὴν φυλακή, ποτὲ δὲν ὑπέκυψε. Ἀντίθετα, ἐπέλεξε νὰ στηρίξει μὲ ὅποιο τίμημα τοὺς πολιτικοὺς συγκρατούμενούς του ἐνάντια στὶς ἀφόρητες πιέσεις τοῦ συστήματος ποὺ δὲν ἡσύχαζε ἂν δὲν τοὺς ἀπορροφοῦσε ὅλους στὴν ἀφομοιωτικὴ χοάνη. Ὁ Σταῦρος βγῆκε ἀπὸ τὴν φυλακὴ μόνο ὃταν ἔπεσε τὸ καθεστὼς Χότζα-Ἀλία, ὄχι πιὸ πρίν. Κι ἔμεινε στὴν πατρίδα του γιὰ νὰ κρατήσει ἀκέραιο τὸν τόπο. Δὲν ἐπεδίωξε ποτὲ δημοσιότητα, οὔτε ἀναγνώριση, οὔτε τιμές. Γι’ αὐτὸ μᾶς εἶναι ἄγνωστος. Στὴν ἄδολή του ἑλληνικὴ ψυχὴ ἦταν παράλογο νὰ ἐπιβραβεύεται γιὰ ὅ,τι ὁ ἴδιος θεωροῦσε χρέος του νὰ πράξει. Ὁ θάνατος τὸν βρῆκε ὄρθιο, ὅπως καὶ ἡ ζωή, δύο μόλις μέρες ἀπὸ τὸν χαμὸ τοῦ Κωνσταντίνου. Ἴσως ἡ αἰτία θανάτου στὰ χαρτιὰ νὰ ἀναφέρεται σὲ «αἴτια φυσικά». Ἡ μακροχρόνια θυσία του ὅμως δὲν ἔχει τίποτα τὸ «φυσικό», τίποτα συμβατὸ μὲ τὶς ἀνθρώπινες ἀντοχές. Ἦταν ἡ γνήσια στόφα ἥρωα ποὺ δὲν διστάζει νὰ σταλάξει τὸ αἷμα του στὴν ἀγαπημένη γῆ γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ βγάζει κι ἄλλους, πολλοὺς Σταύρους καὶ Κωνσταντίνους.
1 Στὴν βορειοηπειρώτικη διάλεκτο εἶναι ἡ ἔκφραση ποὺ χρησιμοποιεῖται γιὰ τὸν θάνατο.
2 Σιγκουρίμι: Ἀλβανικὴ Μυστικὴ Ἀστυνομία τὴν ἐποχὴ τοῦ δικτάτορα Ἐνβὲρ Χότζα (1945-1985) καὶ τοῦ διαδόχου του Ραμὶζ Ἀλία (1985-1990).
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη