Καλοκαίρι του 1976: Στις 23 Ιουλίου, το τουρκικό ερευνητικό σκάφος «Σισμίκ Ι», περισσότερο γνωστό στην Ελλάδα ως «Χόρα» άφησε πίσω του τα στενά του Βοσπόρου και έβαλε πλώρη για το Αιγαίο, με σκοπό να διεξάγει σεισμογραφικές έρευνες για την ύπαρξη πιθανών πετρελαϊκών κοιτασμάτων. Ωστόσο, δεν θα περιοριστεί μόνο στα τουρκικά χωρικά ύδατα. Το βράδυ της 6ης Αυγούστου θα παραβιάσει για πρώτη φορά τα ελληνικά χωρικά ύδατα και θα διεξάγει έρευνες εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Το πρωί της επόμενης ημέρας, 7 Αυγούστου, λαμβάνει χώρα δεύτερη παραβίαση των ελληνικών χωρικών υδάτων.
Να αναφέρουμε στο σημείο αυτό, ότι τα προηγούμενα χρόνια είχαν γίνει παρόμοιες ενέργειες από την Άγκυρα, χωρίς όμως να προκληθεί θερμό επεισόδιο. Πρέπει να σημειωθεί ότι, η τουρκική επιθετικότητα εντασσόταν σε μια μακροπρόθεσμη στρατηγική ανατροπής του νομικού καθεστώτος του Αιγαίου. Η προηγούμενη εισβολή στη Κύπρο (1974) είχε οδηγήσει την τουρκική ηγεσία στο συμπέρασμα ότι μπορούσε να διεκδικεί και να κερδίζει σε βάρος του Ελληνισμού με μικρό για αυτήν κόστος. Εν ολίγοις, είχε ανοίξει ένας νέος κύκλος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις με την Τουρκία να αμφισβητεί εμπράκτως και την Ελλάδα να επικαλείτο το Διεθνές Δίκαιο και τη διπλωματία, ως απάντηση τους τουρκικούς λεονταρισμούς.
Βασικοί άξονες γύρω από τους οποίου θα περιστραφεί η νέα τουρκική πολιτική στο χώρο του Αιγαίου ήταν, το εύρος της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης (τα λεγόμενα ελληνικά χωρικά ύδατα) και η υφαλοκρηπίδα. Με άλλα λόγια, η Άγκυρα αμφισβητούσε στην Ελλάδα, τόσο το δικαίωμα των 12 μιλίων της αιγιαλίτιδας ζώνης, όσο και την ύπαρξη υφαλοκρηπίδας των ελληνικών νησιών.
Για την περίπτωση του 1976, η τότε ελληνική κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή προτίμησε να ακολουθήσει τη διπλωματική οδό, καταθέτοντας προσφυγή στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης με την οποία ζητούσε την πολιτική καταδίκη της Τουρκίας, αλλά και τη λήψη προσωρινών μέτρων. Η κυοφορούμενη τότε ευρωπαϊκή πορεία της χώρας (εν αναμονή της ένταξης στην ΕΟΚ) δεν άφηνε περιθώρια για δυναμικές λύσεις στο ζήτημα που είχε προκύψει με την Τουρκία. Τότε, ήταν που ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος εκείνες τις ημέρες βρισκόταν στη Θράκη σε πολυήμερη επίσκεψη στην περιοχή, είπε τη περίφημη φράση «Βυθίσατε το Χόρα».
Η κρίση του 1987
Βέβαια, το 1976, η θέση του Παπανδρέου, από τα έδρανα της αντιπολίτευσης, του άφηνε το περιθώριο μιας περισσότερο ευέλικτης και επιθετικής στάσης έναντι της κρίσης που είχε δημιουργηθεί με την Τουρκία. Η φράση έβγαινε, όχι από τα επίσημα χείλη της κυβέρνησης, αλλά από τα χείλη του αρχηγού του τρίτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος της Βουλής.
Επομένως, δεν χειριζόταν ο ίδιος τη κρίση, εντούτοις οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι κέρδισε τις εντυπώσεις σε επίπεδο ψυχολογικής πίεσης προς τους γείτονες. Δεν είχε ξανακουστεί τόσο ξεκάθαρα, από ελληνικής πλευράς, η απειλή του πολέμου για την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας.
Η κρίση του Μαρτίου 1987 θα αποτελέσει μια επανάληψη των γεγονότων του 1976. Αυτή τη φορά, ο Παπανδρέου ήταν στην εξουσία. Τα τύμπανα του πολέμου χτύπησαν και πάλι, η κινητοποίηση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων υπήρξε έντονη και οι δυο χώρες έφτασαν πάρα πολύ κοντά στη εμπόλεμη σύγκρουση. Η Τουρκία υπαναχώρησε, όμως η Ελλάδα συμφώνησε κατόπιν συμφωνίας να αποκλειστεί οποιαδήποτε έρευνα έξω από τα χωρικά ύδατα των δυο χωρών. Το «πνεύμα του Νταβός» (1988) δεν μπόρεσε να σταματήσει την όρεξη της Τουρκίας για νέες αμφισβητήσεις (βλ. «γκρίζες ζώνες» της Κρίσης των Ιμίων).
Επιστροφή στο σήμερα
Τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές, το πλωτό γεωτρύπανο της Τουρκίας «Πορθητής», ίσως και ένα δεύτερο, βρίσκεται ήδη εντός της κυπριακής ΑΟΖ, χωρίς την άδεια της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πέρα από τα τετριμμένα και αναμασημένα, ότι η κίνηση αυτή της Τουρκίας αποτελεί κατάφωρη παραβίαση των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου και της κυπριακής κυριαρχίας και ότι η Λευκωσία κινήθηκε διπλωματικά για να καταγγείλει τους τραμπουκισμούς της Άγκυρας, επιβάλλεται να δούμε αν η αντιμετώπιση αυτή θα αποφέρει αποτελέσματα.
Είναι ιστορικά επιβεβαιωμένο, ότι η μόνη γλώσσα που καταλαβαίνει ένα επιθετικό κράτος είναι η γλώσσα της ισχύος ή τουλάχιστον της προβολής ισχύος. Η επιλογή του κατευνασμού, το μόνο που καταφέρνει είναι να αποθρασυνθεί ο ήδη θρασύς. Από την άλλη, αν επιλέξουμε τις συμμαχίες τους ισχυρούς παίκτες της περιοχής, ως αντιστάθμισμα της τουρκικής επιθετικότητας, η επιλογή αυτή πρέπει να γίνει στη βάση των κοινών συμφερόντων και όχι στα ισχυρά νομικά επιχειρήματα της ελληνικής πλευράς. Στη πλάστιγγα των διεθνών σχέσεων, τα (γεωπολιτικά – οικονομικά) συμφέροντα έχουν μεγαλύτερο βάρος από τα νομικά επιχειρήματα.
Το ερώτημα, λοιπόν, που προκύπτει είναι το εξής: Μπορεί η Ελλάδα να συνδράμει αποτελεσματικά την Κύπρο σε αυτόν τον τουρκικό τσαμπουκά; Η πρώτη φορά, μετά το 1974, που η Ελλάδα ενέταξε επίσημα την Μεγαλόνησο στον αμυντικό της σχεδιασμό ήταν το 1993, με την ανακήρυξη του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας – Κύπρου (ΔΕΑΧΕΚ). Αρχιτέκτονας της προσπάθειας εκείνης για τη θωράκιση της άμυνας του Ελληνισμού ήταν ο τότε υπουργός Εθνικής Άμυνας, Γεράσιμος Αρσένης.
Η παραγγελία του πυραυλικού συστήματος των S-300 έγινε για να ενισχυθεί, άσχετα αν δεν εγκαταστάθηκαν τελικά στη Μεγαλόνησο, η ευάλωτη μέχρι τότε κυπριακή άμυνα, ενώ, μέσω αυτής, καθίστατο το ΔΕΑΧΕΚ μια υπαρκτή πραγματικότητα, δυσάρεστη για την Τουρκία. Δυστυχώς, μετά το 2000-2001, το δόγμα της κοινής άμυνας Ελλάδας – Κύπρου ατόνησε και οδηγήθηκε ηθελημένα από την ελληνική πολιτική ηγεσία σε αποδόμηση, ένεκα και των διεθνών εξελίξεων (βλ. Σχέδιο Ανάν).
Από τότε, κάθε φορά που προκύπτει ένταση με την Τουρκία στην περιοχή της Κύπρου, η Ελλάδα συμπαρίσταται. Θεωρητικά, για την Αθήνα, η Κύπρος κείται κοντά, πρακτικά όμως κείται μακράν. Αν το δούμε γεωγραφικά, υπάρχει αρκετή δόση αλήθειας στην παραπάνω φράση. Ωστόσο, από εθνικής πλευράς τα πράγματα είναι διαφορετικά. Επιβάλλεται να υπάρχει μια κοινή γραμμή άμυνας από τη Θράκη έως την Κύπρο, με άλλα λόγια ότι προέβλεπε το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου.
Αν το τελευταίο ήταν σε ισχύ και οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις διέθεταν την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, τότε θα ήταν πολύ πιθανό να ακουστεί ξανά από τον ελληνικό πολιτικό κόσμο η φράση «Βυθίσατε τον Πορθητή», όχι ως πραγματική απειλή, αλλά τουλάχιστον ως μέσο για την προβολή της ελληνικής αποφασιστικότητας.
Πηγή: slpress.gr