Οι παράνομες γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ εντάσσονται στη στρατηγική της Άγκυρας να υποχρεώσει τη Λευκωσία σε παράδοση, για την ακρίβεια να αποδεχθεί τους τουρκικούς όρους όσον αφορά όχι μόνο τη μοιρασιά του ενεργειακού πλούτου, αλλά και τη λύση του Κυπριακού. Παραλλήλως, η ρητή απειλή για πραγματοποίηση σεισμικών ερευνών στον άξονα Ρόδος-Καστελλόριζο, εκτός από τον γενικό σκοπό, έχει ταυτοχρόνως και τον ειδικό σκοπό να δοκιμάσει τις αντοχές και τις αντιδράσεις της νέας ελληνικής κυβέρνησης. Μία ματιά στη μεταπολεμική ιστορία δείχνει πως η Τουρκία συνηθίζει να υποβάλει την εκάστοτε νέα ελληνική κυβέρνηση σε τεστ πολιτικής αντοχής. Η κρίση στα Ίμια είναι χαρακτηριστική.
Είναι πάγια επιδίωξη της Άγκυρας η οποιαδήποτε διαπραγμάτευση και με τη Λευκωσία και με την Αθήνα να γίνει με βάση τις τουρκικές επεκτατικές διεκδικήσεις. Παρά τα πολλά ανοικτά μέτωπά του και στο εσωτερικό και σε Συρία-Ιράκ, ο Ερντογάν επιμένει να δηλώνει εμπράκτως πως οι χρόνιες μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις όχι μόνο παραμένουν στο τραπέζι, αλλά και διατηρούν την έντασή τους. Με άλλα λόγια, στέλνει το μήνυμα στην Αθήνα πως δεν πρέπει να πιστεύει πως, λόγω των προβλημάτων του κυρίως με τη Δύση, είναι διατεθειμένος να κάνει εκπτώσεις.
Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι πως η Τουρκία είναι για τα καλά αντιμέτωπη με τον εφιάλτη της. Μετά από δεκαετίες στρατιωτικής καταστολής του κουρδικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, η Δύση δεν κλείνει πλέον τα μάτια, όπως έκανε τις προηγούμενες δεκαετίες. Αντιθέτως, είδαμε τους Αμερικανούς να εξοπλίζουν και να εκπαιδεύουν το παρακλάδι του ΡΚΚ στη Συρία. Είναι, άλλωστε, αυτοί οι μαχητές που κατάφεραν με πολλές θυσίες να συντρίψουν το Ισλαμικό Κράτος.
Και όταν ο Ερντογάν απείλησε ευθέως ότι θα εισβάλει, η Ουάσιγκτον του έθεσε φραγμό, έστω κι αν αποδέχθηκε τη δημιουργία μίας "ζώνης ασφαλείας" στα σύνορα της Τουρκίας με την περιοχή που ελέγχουν οι Κούρδοι στη βορειοανατολική Συρία. Η ζώνη, όμως, θα είναι υπό κοινή διοίκηση κι όχι υπό τουρκική διοίκηση, όπως ζητούσε η Άγκυρα. Πρόκειται για μία μεταβατική λύση, η οποία επιτρέπει στο εκεί κουρδικό πρόπλασμα κράτους να επιβιώσει.
Ο κουρδικός αλυτρωτισμός βιώνεται και από τους νεοοθωμανούς και από τους κεμαλιστές ως απειλή για την εδαφική ακεραιότητα της Τουρκίας. Η προ ετών αμφισβήτηση από τον Ερντογάν της συνθήκης της Λωζάννης, όπως και οι τωρινές τουρκικές προκλήσεις, είναι ένα μήνυμα προς τις μεγάλες δυνάμεις ότι εάν ρευστοποιηθούν τα γεωπολιτικά δεδομένα στη Συρία και στο Ιράκ θα ρευστοποιηθούν και στα νότια (Κύπρος) και στα δυτικά (Αιγαίο).
Μεθόδευση ακρωτηριασμού
Ειδικά μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, ο Τούρκος πρόεδρος θεώρησε ότι στο πλαίσιο της κυοφορούμενης νέας τάξης πραγμάτων στην περιοχή μεθοδεύεται και ο δυνάμει ακρωτηριασμός της χώρας του. Είναι ξεκάθαρο, άλλωστε, πως το Κουρδικό ζήτημα έχει για τα καλά μπει στη γεωπολιτική ατζέντα και είναι μάλλον απίθανο να διαγραφεί. Το γεγονός ότι το Ισραήλ έχει αναφανδόν ταχθεί υπέρ της ίδρυσης και αναγνώρισης κουρδικού κράτους είναι μία ένδειξη και για τον προσανατολισμό του αμερικανικού βαθέος κράτους.
Πριν από το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου 2016, ο Ερντογάν έχει ξεκαθαρίσει τη θέση και την εκφράζει σαφώς. Δεν περιορίζεται στη νεοοθωμανική ρητορική του Νταβούτογλου πως η Τουρκία πρέπει να ενδιαφέρεται για τους "αδελφούς" της στον ευρύτερο μουσουλμανικό-σουνιτικό κόσμο. Ούτε έμεινε στη δήλωση πως «Τουρκία δεν είναι μόνο η Τουρκία». Έχει κάνει ένα κρίσιμο βήμα παραπέρα.
Όπως είπε πριν περίπου δύο χρόνια, «όταν αλλάζουν τα πάντα, δεν μπορούμε να βρισκόμαστε στο σημείο που βρεθήκαμε τότε» (στα σύνορα που χάραξε η συνθήκη της Λωζάννης). Και για να μην αφήσει καμία αμφιβολία, μιλώντας στους υπουργούς του είχε πει χαρακτηριστικά: «η Τουρκία ή θα χάσει ή θα κερδίσει εδάφη», προσθέτοντας ότι ο ίδιος είναι αποφασισμένος να αγωνισθεί για να κερδίσει εδάφη.
Μετά την έστω και οριακή νίκη του στο δημοψήφισμα του Απριλίου 2017, η φιλοδοξία του Ερντογάν να αναδειχθεί σε πρόεδρο-σουλτάνο έκανε το αναγκαίο θεσμικό άλμα. Χρειάζεται, όμως, να εδραιώσει και την πολιτική ηγεμονία του. Δεν είναι αρκετή η αποδόμηση του κεμαλισμού ως θεμέλιου ιδεολογικού λίθου της Τουρκικής Δημοκρατίας. Πολύ περισσότερο που το νεοοθωμανικό ρεύμα έχει διασπασθεί, κυρίως λόγω του ρήγματος που ο Τούρκος πρόεδρος έχει προκαλέσει στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις.
Το ιδεολογικό όχημα
Ο ίδιος είχε αυτοπροβληθεί ως ο ηγέτης που έκλεισε την κεμαλική παρένθεση και που μέσω του νεοοθωμανισμού επανέφερε στο προσκήνιο το άτυπο αυτοκρατορικό όραμα των Τούρκων. Δικό του σημείο αναφοράς είναι ο Μωάμεθ ο Πορθητής κι όχι ο Κεμάλ. Από την άλλη πλευρά, όμως, οι εσωτερικές πολιτικές σκοπιμότητες και κυρίως ο εμφύλιος πόλεμος με το δίκτυο του Γκιουλέν, που αντανακλά το αμερικανοτουρκικό ρήγμα, τον υποχρέωσαν να αναζητήσει αλλού ερείσματα. Έτσι προέκυψε η συμμαχία με τους Γκρίζους Λύκους του Μπαχτσελί στο πολιτικό επίπεδο και στο επίπεδο των κρατικών μηχανισμών με τα στοιχεία του άλλοτε κεμαλικού βαθέος κράτους, τα οποία είχαν αντιδυτικό ιδεολογικό πρόσημο.
Δεν πρόκειται για αντίφαση. Στην Τουρκία έχει λάβει χώρα και μία δεύτερη μεταπολίτευση, από το νεοοθωμανικό στο ερντογανικό καθεστώς. Για να αναδειχθεί ο Ερντογάν, έστω και εν μέρει, σε εθνικό ηγέτη –λόγω διχασμού της τουρκικής κοινωνίας– δεν αρκούν η εκτεταμένη καταστολή και οι μαζικές εκκαθαρίσεις του κράτους από κάθε είδους αντιφρονούντες. Χρειάζεται και ένα ιδεολογικό όχημα.
Για να συσπειρώσει γύρω του την κρατική γραφειοκρατία και κυρίως τους στρατιωτικούς, οι οποίοι δέχθηκαν ισχυρό πλήγμα λόγω της απόπειρας πραξικοπήματος, ο Τούρκος πρόεδρος, παραλλήλως με το ισλαμικό χαρτί, παίζει δυνατά και το χαρτί του εθνικισμού-επεκτατισμού. Αυτός, άλλωστε, είναι ο πυρήνας της τουρκικής κρατικής ιδεολογίας. Και ως εκ τούτου ο κοινός παρονομαστής του τουρκικού πολιτικού συστήματος.
Η κεμαλική πλειοδοσία στο Αιγαίο
Στο Αιγαίο και στη Θράκη οι κεμαλιστές προκάτοχοί του έχουν καλλιεργήσει το έδαφος από το 1973, με σημείο-καμπή την κρίση στα Ίμια το 1996. Είναι ενδεικτικό ότι η κεμαλική αξιωματική αντιπολίτευση, που χαρακτήρισε απαράδεκτη την αμφισβήτηση της συνθήκης της Λωζάννης, έσπευσε να πλειοδοτήσει σε εθνικισμό-επεκτατισμό για το Αιγαίο. Η δήλωσή της είναι αποκαλυπτική: «Ας κοιτάξει (ο Ερντογάν) τα 16 νησιά που επί της εποχής του παραδόθηκαν και όπου υψώθηκε ελληνική σημαία»! Με άλλα λόγια, οι κεμαλιστές όποτε βρουν ευκαιρία κατηγορούν τον Ερντογάν ότι δεν διεκδίκησε με αποφασιστικότητα τα ελληνικά νησιά που η Άγκυρα θεωρεί "γκρίζες ζώνες".
Η ιστορία μας διδάσκει πως όταν η Άγκυρα προσθέτει μία νέα μονομερή διεκδίκηση στο καλάθι των ελληνοτουρκικών δεν την ξεχνάει. Την καλλιεργεί με επιμονή και συστηματικότητα, ώστε να την εγγράψει στη συνείδηση του διεθνούς συστήματος ως υπαρκτή διαφορά που χρειάζεται επίλυση μέσω συμβιβασμού. Η ευθεία αμφισβήτηση της συνθήκης της Λωζάννης, λοιπόν, δεν ήταν πυροτέχνημα. Ειπώθηκε για να μπει με κάποιον τρόπο στο τραπέζι.
Αυτή την περίοδο ο Ερντογάν έχει ανοικτά πολλά μέτωπα, γεγονός που τον υποχρεώνει να σκεφθεί πολύ πριν προβεί σε έμπρακτη επεκτατική κίνηση στα δυτικά, σ' αυτή τη συγκυρία στο τόξο Ρόδος-Καστελλόριζο, η οποία θα μπορούσε να μετεξελιχθεί σε θερμό επεισόδιο. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι δεν θα το πράξει όταν του δοθεί η ευκαιρία, ή όταν θεωρήσει πως μπορεί να έχει κέρδος χωρίς σοβαρό κόστος.
Κατά τα άλλα, το γεγονός ότι στα ελληνικά νησιά του ανατολικού Αιγαίου έχουν εγκλωβισθεί πολλές χιλιάδες μουσουλμάνων προσφύγων-μεταναστών μεσομακροπρόθεσμα δημιουργεί ευνοϊκές προϋποθέσεις για τον τουρκικό επεκτατισμό. Το είχε πει προφητικά πριν από 30 περίπου χρόνια ο μακαρίτης Οζάλ...
Πηγή: slpress.gr