«Αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις»
"...Η ιθαγένεια δεν ταυτίζεται απολύτως ούτε με την εθνικότητα ούτε με την υπηκοότητα. Εσφαλμένα αντικαθιστά συχνά την έννοια της υπηκοότητας ή αλλιώς της ιδιότητας του πολίτη ενός κράτους..."
Τους τελευταίους μήνες βρεθήκαμε αντιμέτωποι με λέξεις και έννοιες πού αφορούν στις σχέσεις μας με το κράτος και προσδιορίζουν τη θέση μας σ' αυτό. Λέξεις που ταλαιπωρήθηκαν κατά τη μετάφραση από γλώσσα σε γλώσσα και έννοιες πού αποκρυσταλλώθηκαν κατά τη διάρκεια αιώνων και πού αναπόφευκτα συνοδεύονται από τις μνήμες του ιστορικού παρελθόντος. Θα πούμε, λοιπόν, υπηκοότητα, ιδιότητα του πολίτη ή ιθαγένεια; Ιθαγένεια ή εθνικότητα; Αλλοδαπός ή αλλοεθνής;
Ως υπηκοότητα ορίζεται η ιδιότητα του υπηκόου. Ο όρος υπήκοος για άλλες εποχές ή σε άλλες περιοχές του πλανήτη, υποδηλώνει το πρόσωπο πού υπόκειται (υπό + ακούω) στην εξουσία του μονάρχη (βασιλιά, αυτοκράτορα, ηγεμόνα). Στα κράτη στα όποια επικράτησε η δημοκρατία με το αντιπροσωπευτικό σύστημα διακυβέρνησης, ο υπήκοος έγινε σταδιακά πολίτης, έγινε δηλαδή πρόσωπο πού ενεργεί στην πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου. Συνήθως ωστόσο στα ελληνικά αποδίδεται και για τις σημερινές δημοκρατίες η ιδιότητα του πολίτη με τον όρο υπηκοότητα. Υπηκοότητα επομένως είναι ο νομικός και πολιτικός δεσμός πού συνδέει το άτομο ως πολίτη ενός κράτους με το κράτος αυτό. Ένας Έλληνας, για παράδειγμα, πού ζει και εργάζεται στην Ελλάδα και έχει δικαιώματα Έλληνα πολίτη (όπως το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι), έχει ελληνική υπηκοότητα. Αν όμως ζει και εργάζεται ως μετανάστης στις Η.Π.Α. και έχει αποκτήσει δικαιώματα Αμερικανού πολίτη, θα πούμε ότι έχει αμερικανική υπηκοότητα κι ας είναι ελληνικής καταγωγής. Από την άλλη, όσοι διαβιούν στη χώρα μας δίχως να διαθέτουν την ελληνική υπηκοότητα, ονομάζονται αλλοδαποί, ενώ ημεδαποί ονομάζονται εκείνοι πού έχουν δικαιώματα πολίτη στη χώρα.
Εθνικότητα είναι ο δεσμός ενός ατόμου προς ένα έθνος, δηλαδή προς ένα σύνολο ανθρώπων με κοινή συνείδηση, κοινή γνώση για τον εαυτό τους και για το χώρο στον όποιο ανήκουν. Η κοινή αυτή συνείδηση στρέφεται γύρω από ένα ή περισσότερα γεγονότα ή καταστάσεις του παρελθόντος (καταγωγή, ιστορία, παραδόσεις), του παρόντος (γλώσσα, θρησκεία, πολιτισμός) και του μέλλοντος (ιδανικά). Όσοι ανήκουν στο ίδιο έθνος ονομάζονται ομοεθνείς ή ομογενείς και είναι δυνατό να διαμένουν στο ίδιο κράτος ή να έχουν μετοικήσει σε άλλα κράτη. Όταν αναφερόμαστε στον Ελληνισμό της Διασποράς, εννοούμε τον Ελληνισμό πού μετοίκησε παλαιότερα ή προσφάτως εκτός Ελλάδος και μάλιστα σε περιοχές πού δεν αποτελούν προαιώνιες εστίες του Ελληνισμού ή πού δεν διατηρήθηκαν ως τέτοιες στο πέρασμα των αιώνων. Όσοι δεν είναι της ιδίας εθνικότητας με τον εθνικό πληθυσμό της χώρας στην οποία κατοικούν, έστω κι αν έχουν αποκτήσει την ιδιότητα του πολίτη, διακρίνονται ως αλλοεθνείς ή αλλογενείς. Έτσι, δεν είναι παράδοξο πού εκτός από ομογενείς ημεδαπούς και αλλογενείς αλλοδαπούς υπάρχουν και αλλογενείς ημεδαποί καθώς και ομογενείς αλλοδαποί.
Το Ελληνικό κράτος δημιουργήθηκε με τους αλλεπάλληλους αγώνες του Ελληνικού έθνους να κερδίσει την εθνική του ελευθερία και να συγκροτηθεί σε ένα ενιαίο ανεξάρτητο κράτος, τα εδαφικά όρια του οποίου θα περιελάμβαναν — εί δυνατόν — περιοχές με παρουσία, πληθυσμιακή υπεροχή και ιστορία του Ελληνισμού. Γι' αυτό, επειδή ακριβώς το Ελληνικό κράτος είναι δομημένο πάνω στην αρχή της εθνικότητας, ολόκληρο το ελληνικό Σύνταγμα, ως τις μέρες μας τουλάχιστο, καθορίζεται από την αρχή της εθνικότητας και προνοεί για την εθνική συνείδηση, την προαγωγή του Έθνους, την εθνική οικονομία, το εθνικό συμφέρον, την εθνική αλληλεγγύη, τον ελληνικό λαό, τα κρίσιμα εθνικά θέματα, την εθνική ασφάλεια και άλλα.
Η ιθαγένεια δεν ταυτίζεται απολύτως ούτε με την εθνικότητα ούτε με την υπηκοότητα. Εσφαλμένα αντικαθιστά συχνά την έννοια της υπηκοότητας ή αλλιώς της ιδιότητας του πολίτη ενός κράτους. Η σύγχυση προέρχεται άλλοτε από διάθεση εκδημοκρατισμού του όρου υπηκοότητα, πού παραπέμπει σε μοναρχικά καθεστώτα, και άλλοτε από αναντιστοιχία της ορολογίας μεταξύ των γλωσσών. Έτσι, subject στο Ηνωμένο Βασίλειο ονομάζεται ο υπήκοος και citizen ο ιθαγενής, ενώ στις Η.Π.Α. citizenship αποκαλείται η υπηκοότητα. Ιθαγένεια είναι ο νομικός και πολιτικός δεσμός πού συνδέει το άτομο ως πολίτη ενός κράτους με το κράτος στο όποιο ανήκει. Σημαίνει δηλαδή ότι το πρόσωπο αυτό ανήκει στο λαό του συγκεκριμένου κράτους. Ο λαός ενός κράτους διακρίνεται από τον πληθυσμό του κράτους. Στον πληθυσμό, στα περισσότερα κράτη σήμερα, συμπεριλαμβάνονται και μετανάστες πού διαβιούν στη χώρα αυτή και έχουν ή δεν έχουν αποκτήσει δικαιώματα πολίτη. Οι μετανάστες όμως αυτοί δεν ανήκουν στο λαό της χώρας, γιατί κατάγονται από άλλη χώρα, από άλλη πατρίδα. Οι Έλληνες μετανάστες στην Αμερική, για παράδειγμα, έχουν πατρίδα τους την Ελλάδα κι όχι την Αμερική. Μ' άλλα λόγια δεν έχουν αμερικανική ιθαγένεια, είναι όμως Αμερικανοί πολίτες, εφόσον έχουν αποκτήσει δικαιώματα πολίτη. Άρα, για να χρησιμοποιηθεί ο όρος ιθαγένεια για έναν πολίτη, πρέπει ο πολίτης αυτός και να κατάγεται και να διαμένει στη χώρα καταγωγής του. Παράλληλα, χρησιμοποιείται τα τελευταία χρόνια και ο όρος ανιθαγένεια για τις περιπτώσεις των μεταναστών ή συνηθέστερα των προσφύγων πού φθάνοντας στη χώρα υποδοχής, για ευνόητους λόγους, δεν δηλώνουν καμιά ιθαγένεια.
Στην Κοινοτική νομοθεσία, με τη Συνθήκη της Ρώμης θεσπίζεται και η ιθαγένεια της Ένωσης, η οποία συμπληρώνει και δεν αντικαθιστά την εθνική ιθαγένεια. Επιπλέον, για τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης η ιθαγένεια (national citizenship) διακρίνεται σαφώς από την υπηκοότητα (citi-zenship). Δηλαδή για την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως και για το διεθνές Δίκαιο, ο όρος ιθαγένεια προϋποθέτει και την εθνικότητα (nationality) και την υπηκοότητα (citizenship). Για να αποφευχθεί, λοιπόν, οποιαδήποτε διάκριση, ξενοφοβία ή ρατσισμός μεταξύ των πολιτών πού διαθέτουν national citizenship και εκείνων πού διαθέτουν απλώς citizenship, στην Ισπανία υιοθετήθηκε η ταυτότητα της «ισπανικότητας» και στο Ηνωμένο Βασίλειο ή ταυτότητα της «βρετανικότητας», στις όποιες αντίστοιχα οι δύο χώρες προσπαθούν να ενσωματώσουν τους μετανάστες.
Ιθαγένεια, υπηκοότητα ή ιδιότητα του πολίτη; Λέξεις, πού οι μεν νομοθέτες οφείλουν να χρησιμοποιούν με συναίσθηση της ιστορικής τους ευθύνης, εμείς δε με ευαισθησία απέναντι στη γλώσσα.
πηγή: περιοδικό «Η Δράσις μας», τεύχος 479, Μάιος 2010