Η παρέμβαση -πριν λίγες ημέρες- του υπουργείου Εξωτερικών της Τουρκίας προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Προκόπη Παυλόπουλο στον οποίο, μάλιστα, αποδίδεται «σοβαρή έλλειψη γνώσεων του Διεθνούς Δικαίου» δεν είναι παρά η πλέον ενδεικτική απόδειξη της τουρκικής τακτικής διαχωρισμού και κατά το δοκούν ερμηνείας των διμερών θεμάτων που χωρίζουν τις δύο χώρες.
Επί της ουσίας, η Τουρκία ερμηνεύει τη Συνθήκη της Λωζάννης επιλέγοντας να αγνοήσει τις εξελίξεις που μεσολάβησαν από το 1923 και βρίσκονται σε πλήρη σύγκρουση με όσα αναφέρει το τουρκικό ΥΠΕΞ. Η εισβολή που έγινε το 1974 στην Κύπρο προφανώς δίνει στην Ελλάδα το δικαίωμα να ενεργοποιήσει τη ρήτρα περί νόμιμης άμυνας που προβλέπεται από το άρθρο 51 του Χάρτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και να διατηρεί εκεί δυνάμεις Εθνοφυλακής.
Επίσης, η τουρκική απειλή πολέμου (casus belli), εάν η Ελλάδα προχωρήσει σε αύξηση του ορίου των χωρικών υδάτων της από 6 σε 12 ναυτικά μίλια είναι μια επαρκής απόδειξη για την επιθετικότητα της Τουρκίας. Επιπλέον, στα πάγια νομικά όπλα της Ελλάδας περιλαμβάνονται και οι ισχυρές στρατιωτικές και αποβατικές, αεροπορικές και ναυτικές δυνάμεις τις οποίες η Τουρκία διατηρεί σε όλο το μήκος των παραλίων της Μικράς Ασίας, απέναντι από τα ελληνικά νησιά. Η νομική συζήτηση μπορεί να είναι δίχως τέλος και, σίγουρα, όταν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προχωρούσε σε αυτή την ομιλία στη Ρόδο την περασμένη Δευτέρα, γνώριζε ως έγκριτος συνταγματολόγος, πολύ καλά κάθε πτυχή του συγκεκριμένου ζητήματος.
Η πλέον ανησυχητική αποστροφή στο ανακοινωθέν του τουρκικού ΥΠΕΞ είναι εκείνη που περιγράφει ως «θεμελιώδες δικαίωμα» της Τουρκίας να αντιδράσει «στη στρατιωτική δραστηριότητα της Ελλάδας στο Αιγαίο».
Ουσιαστικά η Άγκυρα επαναφέρει με ευθύτατο τρόπο μια στρατιωτική απειλή. Άσχετα από την συζήτηση η οποία διεξάγεται και συνδέει την τουρκική προκλητικότητα στο Αιγαίο με τις πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό της Τουρκίας ενόψει του δημοψηφίσματος της 16ης Απριλίου, η επιλεκτική ερμηνεία που κάνει η Άγκυρα στη Συνθήκη της Λωζάννης οφείλει να προκαλέσει ανησυχία και στην ελληνική κυβέρνηση.
Πολύ συνειδητά, η Άγκυρα ουσιαστικά θίγει τον πυρήνα κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, σε μια περιοχή, η οποία νομίμως ενσωματώθηκε στην εθνική επικράτεια το 1947. Υπενθυμίζεται ότι η Τουρκία έχει εργαλειοποιήσει τη Συνθήκη και στο πλαίσιο των διεκδικήσεων της στη Συρία και το Ιράκ κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα.
Πηγή: Καθημερινή, Ινφογνώμων Πολιτικά