Με βάση τους αριθμούς ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κέρδισε το δημοψήφισμα της 16 Απριλίου 2017 για την αναθεώρηση άρθρων του Συντάγματος και τη μετατροπή του πολιτικού συστήματος της Τουρκίας από προεδρευόμενη σε προεδρική δημοκρατία.
Το «Ναι» συγκέντρωσε 2,82 μονάδες περισσότερες από το «Όχι» – 51,41% έναντι 48,59%. Έτσι, από άποψη νομική έχει τη δυνατότητα να προχωρήσει στις αλλαγές. Δεν έχει, όμως, αυτό που αποκαλείται πολιτική νομιμοποίηση. Η διαφορά είναι ελάχιστη για να επιφέρει τόσο σημαντικές αλλαγές, διχάζει τη χώρα και εισάγει την Τουρκία σε μακρά περίοδο αστάθειας –όπως εκείνη που ξεκίνησε το 1839 με το Τανζιμάτ–, χωρίς να διακυβεύονται τα ίδια δημόσια αγαθά.
(Φωτ.: EPA / Tolga Bozoglu)
Ο Ερντογάν πιστεύει πως την εθνοτική πολυπλοκότητα και τις αποδομητικές τάσεις μπορεί να τις αντιμετωπίσει μόνο ένας ηγέτης με υπερεξουσίες, σαν και αυτές που θέλει ο ίδιος να εισάγει στο τουρκικό σύνταγμα. Και πως μόνο με την ενοποιητική δύναμη του Ισλάμ μπορεί να καθησυχάσει τις εθνότητες που ανησυχούν και έχουν εξεγερθεί, όπως οι Κούρδοι.
Το αν έχει δίκιο θα το κρίνουν οι εξελίξεις αλλά οι προθέσεις του δεν είναι και τόσο άδολες.
Από ιδιοσυγκρασία και αίσθηση μεγαλείου τα θέλει όλα δικά του, και πιστεύει πως μόνο αν είναι ο ηγέτης του κόμματός του, δεν αμφισβητείται από κανέναν, και παράλληλα ασκεί τα προεδρικά δικαιώματα και την εκτελεστική εξουσία θα μπορέσει να μακροημερεύσει. Δηλαδή όλα σε ένα πρόσωπο. Η έννοια της διάκρισης των εξουσιών είναι ξένη προς το πολιτικό και ιδεολογικό του πιστεύω.
Ευελπιστεί, δε, πως περιορίζοντας τους ακροδεξιούς εθνικιστές και αποδυναμώνοντας το κουρδικό κίνημα θα βρει την εκλογική μάζα που έχει ανάγκη για να αναπαράγει την εκλογική του δύναμη και να καταστήσει το κόμμα του πλειοψηφικό όσο ο ίδιος παραμένει στην ενεργό πολιτική δράση. Και έχει αυτό το δικαίωμα, τυπικά, ως το 2030. Τα χρόνια είναι πολλά για να γίνει αποδεκτή μια γραμμική αντίληψη των πολιτικών και διεθνών εξελίξεων, και η περίοδος που διανύουμε περιέχει μια τεράστια δυναμική αλλαγών. Κανείς, όμως, δεν μπορεί να νουθετήσει τους μεγαλομανείς όπως τον Ερντογάν.
(Φωτ.: EPA / Deniz Torpak)
Ακόμη και αν του αναγνωρίσει κανείς το ιστορικό δικαίωμα γι’ αυτές τις συνταγματικές αλλαγές υπάρχουν προηγούμενα παραδείγματα, όπως η Γερμανία του Μπίσμαρκ, που είναι μάλλον απογοητευτικά. Και ο Μπίσμαρκ είχε διαμορφώσει ένα κράτος στα πρότυπα των δικών του δυνατοτήτων αλλά μόλις αποσύρθηκε από την εξουσία οι διάδοχοί του δεν μπορούσαν να το διαχειριστούν. (Αν μπορεί να γίνει τέτοια σύγκριση.)
Τα ίδια με τον Ερντογάν πίστευε και ο τελευταίος ουσιαστικά σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Αμπντούλ Χαμίτ, ο οποίος θέλησε να περιορίσει τις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ. Βλέποντας την Αυτοκρατορία να αποσυντίθεται από τις εξεγέρσεις διαφόρων εθνοτήτων επιχείρησε να την κρατήσει ενωμένη στο όνομα του Ισλάμ με την ενεργοποίηση του χαλιφάτου. Η αποτυχία του ήταν παροιμιώδης.
Ο Αμπντούλ Χαμίτ απέτυχε για τρεις λόγους: επειδή οι μεταρρυθμίσεις δεν ήταν δυνατόν να αναιρεθούν, επειδή οι δυτικές δυνάμεις δεν επιθυμούσαν την οπισθοδρόμηση και είχαν εντάξει την Τουρκία από τη Συμφωνία των Παρισίων του 1856 στο δυτικό σύστημα επιρροής, και επειδή αναδύθηκαν άλλες δυνάμεις, όπως οι Νεότουρκοι, που δεν συμφωνούσαν και κατέλυσαν το χαλιφάτο.
Και ο Ερντογάν έχει προβλήματα, και μάλιστα σοβαρά με τη Δύση.
Η Δύση χρειάζεται και σήμερα την Τουρκία, όπως και τότε, ως ανάχωμα της Ρωσίας. Συνεπώς θα ενδιαφερθεί για τις εσωτερικές εξελίξεις της και το Ισλάμ δεν μπορεί πλέον να κρατήσει καθηλωμένο το κουρδικό κίνημα, όπως έπραξαν παλαιότερα ακόμη και οι κεμαλιστές οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν τον ισλαμισμό. Από την άλλη, ο Τούρκος πρόεδρος αντιμετωπίζει τρομερά προβλήματα στο εξωτερικό (Συρία, Ιράκ, σχέσεις με Ρωσία, σχέσεις με ΗΠΑ, αντιπαράθεση με Ιράν για τον έλεγχο της μεσανατολικής περιοχής, ρήξη με την ΕΕ, και άλλα πολλά), αλλά και στο εσωτερικό.
Μπορεί ο Ερντογάν να κέρδισε το δημοψήφισμα αλλά η μείωση των δυνάμεών του στέλνει το μήνυμα πως έχει αρχίσει η πορεία αποκαθήλωσής του. Η παρατεταμένη ένταση στο εσωτερικό και το εξωτερικό υπονόμευσε την οικονομία, ενώ οι Κούρδοι στα νοτιοανατολικά δεν είναι διατεθειμένοι να σταματήσουν την εξέγερσή τους τώρα που ο αγώνας τους έχει πάρει διεθνή απήχηση και φαίνεται να δικαιώνεται. Οι Κούρδοι δεν πρόκειται να ηρεμήσουν αν δεν πετύχουν την αυτονόμηση της περιοχής τους σε μια Τουρκία ομοσπονδοποιημένη. Είναι αυτό για το οποίο οι εθνικιστές προεκλογικά κατηγόρησαν τον Ερντογάν, και εκείνος το αρνήθηκε επίμονα.
(Φωτ.: EPA / Bart Maat)
Ο Ερντογάν τα γνωρίζει καλά αυτά και θεωρείται βέβαιο πως θα επιχειρήσει το επόμενο διάστημα ανοίγματα και προς τους Κούρδους, και προς την Ευρώπη, και προς τις ΗΠΑ και τη Ρωσία. Οι ξένες δυνάμεις, όμως, γνωρίζουν και αυτές πως έχουν να κάνουν με έναν αποδυναμωμένο ηγέτη τον οποίο στην ουσία κρατούν αιχμάλωτο.
Η εκλογική του αποδυνάμωση, όμως, τον καθιστά ευάλωτο και στο εσωτερικό του κόμματός του. Οι συνιδρυτές του AKP (Γκιούλ και Αρίντς) και ο πρώην πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου καιροφυλακτούν για να εκμεταλλευτούν την εσωκομματική δυσαρέσκεια από τις υπεροπτικές και συμπλεγματικές, από ένα σημείο και πέρα, κινήσεις του Ερντογάν.
Ένας λαβωμένος πρόεδρος είναι ίσως αυτή τη στιγμή ό,τι καλύτερο για τις γειτονικές της Τουρκίας χώρες, αλλά και για τις μεταρρυθμιστικές δυνάμεις στο εσωτερικό.
Η εμπειρία των Νεότουρκων αρχικά και κεμαλιστών στη συνέχεια ήταν τραγική για τους λαούς της Ανατολίας. Εξελίχθηκαν σε πολύ χειρότερο σύστημα από τους Οθωμανούς. Και για την Τουρκία, αλλά και για την ειρήνη στην περιοχή, η λύση δεν είναι η επάνοδος των κεμαλιστών. Δεν έχουν, άλλωστε, τις δυνάμεις που απαιτούντα για την εκλογική νίκη. Και επιπλέον δεν έχουν καθόλου εκσυγχρονιστεί. Το πολιτικό τους πιστεύω είναι μια αναπαραγωγή του παρελθόντος. Και αυτό το παρελθόν είναι επικίνδυνο.
Η σημερινή τουρκική νεολαία, τα εξευρωπαϊσμένα και μορφωμένα στρώματα των πόλεων και των δυτικών περιοχών που ψήφισαν «Όχι» στο δημοψήφισμα αναζητούν κάτι άλλο. Δεν τους ταιριάζει ούτε ο ισλαμισμός ούτε ο κεμαλισμός. Και το ερώτημα είναι πώς θα το πετύχουν. Σ’ αυτή την κατεύθυνση οφείλουν να βοηθήσουν και οι δυτικές δυνάμεις και οι γειτονικές της Τουρκίας χώρες.
Δυστυχώς αυτή η νέα συνείδηση θα διαμορφωθεί και θα λάβει πλειοψηφικά χαρακτηριστικά μέσα σε ένα περιβάλλον αστάθειας στη γειτονική χώρα που θα επηρεάσει και την Ελλάδα.
Πηγή: Pontos-News