Λίγα χρόνια μετά το τέλος του πολέμου στο Βιετνάμ, όταν η χώρα αυτή είχε πλέον ενωθεί υπό το κομμουνιστικό καθεστώς, ένας Αμερικανός στρατηγός που είχε πολεμήσει εκεί έτυχε να συναντηθεί σε άλλη ουδέτερη χώρα με έναν Βιετναμέζο στρατηγό της “άλλης πλευράς”, οπότε του είπε: “Ξέρεις, σε όλα τα χρόνια του πολέμου δεν χάσαμε ούτε μια μάχη από εσάς”. Και ο Βιετναμέζος του απάντησε: “Είναι αλήθεια αυτό, αλλά δεν έχει καμία σημασία”.
Λίγα χρόνια μετά το τέλος του πολέμου στο Βιετνάμ, όταν η χώρα αυτή είχε πλέον ενωθεί υπό το κομμουνιστικό καθεστώς, ένας Αμερικανός στρατηγός που είχε πολεμήσει εκεί έτυχε να συναντηθεί σε άλλη ουδέτερη χώρα με έναν Βιετναμέζο στρατηγό της “άλλης πλευράς”, οπότε του είπε: “Ξέρεις, σε όλα τα χρόνια του πολέμου δεν χάσαμε ούτε μια μάχη από εσάς”. Και ο Βιετναμέζος του απάντησε: “Είναι αλήθεια αυτό, αλλά δεν έχει καμία σημασία”.
Ακόμη κι αν η Ελλάδα εισπράττει διαβεβαιώσεις κατανόησης των θέσεών της στα εθνικά της θέματα ή φιλικά χτυπήματα στην πλάτη από συμμάχους και εταίρους, ή λεκτική ενθάρρυνση για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει με τη γείτονά της, ή αν πετυχαίνει ακόμη και τη φραστική καταδίκη της Τουρκίας για όσες αυθαιρεσίες κάνει κατά καιρούς, όλα αυτά σε τελική ανάλυση δεν έχουν καμία σημασία διότι πολύ απλά δεν συνοδεύονται από πράξεις που μπορούν να πονέσουν πραγματικά την Άγκυρα και συνεπώς η Τουρκία είναι αυτή που πετυχαίνει τους φιλόδοξους στρατηγικούς στόχους της και εμείς εκείνοι που διαρκώς αποτυγχάνουμε και υποχωρούμε.
Σήμερα, η Τουρκία είναι αυτή που έχει καθορίσει ΑΟΖ με τη Λιβύη και αυτή που όχι μόνο δημοσιοποιεί χάρτες με τις θαλάσσιες εκτάσεις που διεκδικεί, αλλά και στέλνει τα πλωτά γεωτρύπανα και τις φρεγάτες της για να υποδηλώνει έμπρακτα τον έλεγχο που ασκεί.
Αντιθέτως η Ελλάδα που ψελλίζει κάθε τόσο ότι είναι αποφασισμένη να υπερασπιστεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα δεν τολμά να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια, ούτε να οριοθετήσει την υφαλοκρηπίδα της στέλνοντας συντεταγμένες στον ΟΗΕ ούτε να ανακηρύξει ΑΟΖ. Είναι βέβαιο πως όταν η Τουρκία θα επιχειρήσει να στείλει πλοία της στα όρια της θαλάσσιας περιοχής που συμφώνησε με τη Λιβύη, δηλαδή ανατολικά της Κρήτης, της Καρπάθου και της Ρόδου, τα τουρκικά πολεμικά πλοία θα είναι αυτά που θα αναχαιτίσουν και θα εκδιώξουν τα ελληνικά και όχι το αντίστροφο. Επομένως πόση σημασία έχουν τελικά οι χλιαρές και ανούσιες δηλώσεις συμπαράστασης των εταίρων και συμμάχων μας, και ποιος είναι ο κερδισμένος της υπόθεσης;
Για να θέσουμε τα πράγματα πολύ απλά, η Τουρκία δεν χρησιμοποιεί μόνο τη διπλωματία της αλλά και τη στρατιωτική ισχύ της για να επιβάλει αυτά που θέλει, σε αντίθεση με εμάς που ούτε καν διανοούμαστε ότι οι ένοπλες δυνάμεις μπορούν να αξιοποιηθούν ως εργαλείο εξωτερικής πολιτικής – άρα ο ανταγωνισμός μας με την Τουρκία μοιάζει με έναν αγώνα πυγμαχίας όπου ο ένας αθλητής χρησιμοποιεί και τα δυο του χέρια ενώ ο άλλος μόνο το ένα. Η Τουρκία έχει ολοφάνερα την πρωτοβουλία των κινήσεων και δημιουργεί διαρκώς τετελεσμένα τα οποία οι μεγάλες Δυνάμεις αποδέχονται άμεσα ή έμμεσα διότι είναι προς το συμφέρον τους να συντάσσονται με τον δυνατό και όχι με τα ψοφίμια. Η διαρκής υποχωρητικότητα της Ελλάδας δεν οφείλεται σε κάποια υποτιθέμενη τρομακτική διαφορά στρατιωτικής ισχύος που μας χωρίζει από την Τουρκία (διότι αν ίσχυε κάτι τέτοιο, να είστε βέβαιος ότι οι Τούρκοι δεν θα είχαν διστάσει ούτε στιγμή να μας ακρωτηριάσουν και εδαφικά) αλλά ξεκάθαρα και μόνο στην έλλειψη πολιτικής βούλησης να μπει ένας φραγμός στο συστηματικό στρατιωτικό bullying που μας ασκεί ο ανατολικός γείτονάς μας. Επιτρέψαμε για πάρα πολλά χρόνια, από την προ Ερντογάν ακόμα εποχή που το ισοζύγιο ισχύος μεταξύ των δύο χωρών ήταν πολύ πιο ευνοϊκό για εμάς, να παγιωθεί μία κατάσταση παθητικότητας και ανεπίτρεπτης ανεκτικότητας απέναντι στις τουρκικές προκλήσεις.
Από τη στιγμή που δεν καταρρίψαμε το πρώτο τουρκικό μαχητικό αεροσκάφος που έκανε την πρώτη παραβίαση του εναέριου χώρου μας ή, ακόμα χειρότερα, την πρώτη υπέρπτηση ελληνικού εδάφους, το πράγμα ξεχείλωσε υπερβολικά και σήμερα μιλάμε για χιλιάδες παραβιάσεις ετησίως. Και δυστυχώς δεν διδαχτήκαμε τίποτα από τα παλιά λάθη, και ακόμη και σήμερα δεν τολμάμε να καταρρίψουμε ούτε τα μη επανδρωμένα κατασκοπευτικά drones των Τούρκων που έχουν αρχίσει να πετούν πάνω από τα νησιά μας, από φόβο μην ενοχληθούν οι απέναντι!
Θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι αυτό που ενδιαφέρει πρωτίστως την Τουρκία στην Ανατολική Μεσόγειο δεν είναι να πλουτίσει η ίδια από τα έσοδα των υδρογονανθράκων αλλά να μην πλουτίσει ο ελληνισμός και σηκώσει αργότερα κεφάλι απέναντί της. Η Τουρκία προθύμως θα δεχόταν να μοιραστούν ολόκληρη την ελληνική και κυπριακή ΑΟΖ η Ιταλία, η Λιβύη, η Αίγυπτος, το Ισραήλ και ο Λίβανος ακόμη κι αν η ίδια δεν έπαιρνε παρά μόνο το κομμάτι που της αναλογεί με βάση το διεθνές δίκαιο. Γι’ αυτό έσπευσε να κλείσει τη συμφωνία με τη Λιβύη, όχι τόσο για να πάρει η ίδια περισσότερη ΑΟΖ όσο για να δώσει στους Λίβυους τη ζωτικής σημασίας περιοχή νοτίως της Κρήτης όπου εκτιμάται ότι βρίσκονται κοιτάσματα αξίας εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ. Για την Τουρκία η υπόθεση των υδρογονανθράκων είναι ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος – οτιδήποτε χάνει ο ελληνισμός είναι κέρδος γι’ αυτή, και το αντίστροφο.
Εν ολίγοις, η Τουρκία ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ να κάνει ούτε βήμα πίσω από τις παρανοϊκές διεκδικήσεις της αν δεν της σπάσουμε τα μούτρα με στρατιωτική βία, και αυτό είναι ακόμη ΕΝΤΟΣ των δυνατοτήτων μας, αρκεί να έχουμε την πολιτική βούληση και την εθνική ομοψυχία να το κάνουμε. Όσο η Τουρκία καταλαβαίνει πως η Ελλάδα δεν τολμά να ορθώσει το ανάστημά της αλλά μόνο κλαψουρίζει και επικαλείται το διεθνές δίκαιο, τόσο θα αποθρασύνεται και θα προχωρά ακόμη πιο τολμηρά στις διεκδικήσεις της κλιμακώνοντας την ένταση ώστε να μας σύρει εκβιαστικά στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης. Ούτε ο αγωγός East Med θα γίνει, ούτε θα μπορέσει να καρποφορήσει κανένα σχέδιο της Ελλάδας ή της Κύπρου για εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων όσο η Τουρκία παραμένει ασύδοτη, διότι πολύ απλά ΔΕΝ θα το επιτρέψει αυτή παρά μόνο όταν ο ελληνισμός υποκύψει στους εκβιασμούς της και της χαρίσει το μεγαλύτερο μέρος του ορυκτού του πλούτου.
Όπως δείχνουν τα πράγματα, στην κυβέρνηση Μητσοτάκη έτυχε ο κλήρος να πρέπει να λάβει τις μεγάλες αποφάσεις που θα καθορίσουν το μέλλον του έθνους για τις πολλές επόμενες δεκαετίες. Δυστυχώς, αν κρίνω από τις αποφάσεις που έχει πάρει μέχρι τώρα στο άλλο μείζον εθνικό ζήτημα, αυτό του ραγδαίου ισλαμικού εποικισμού της χώρας, δεν είμαι καθόλου αισιόδοξος για τη συνέχεια.
Πηγή: Stirlitz, Infognomon Politics