Ένα εντυπωσιακό από διάφορες απόψεις άρθρο εμφανίστηκε σε γνωστό ρωσικό φιλοκυβερνητικό ιστοχώρο (VZGLYAD), που θεωρούμε ότι αξίζει τον κόπο να αναγνωσθεί με προσοχή στην Ελλάδα, καθώς προσφέρεται για μια σειρά από ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Από το πόσο επιφανειακά και εν τέλει διαστρεβλωτικά προσεγγίζεται η ελληνοτουρκική διένεξη στο στρατιωτικό πεδίο. Από τις αριθμητικές συγκρίσεις χωρίς εξέταση ποιοτικών παραμέτρων, έως τον τρόπο με τον οποίο η εξέλιξη των ελληνοτουρκικών αλληλεπιδρά με τη διένεξη στο ανώτατο στρατηγικό επίπεδο, αυτό του γεωστρατηγικού πλανητικού ανταγωνισμού Ηνωμένων Πολιτειών και Ρωσίας…
Αρχικώς βγήκε το κείμενο εχθές ουδέτερο, μέχρι εκεί που ολοκληρώνονται οι εκτιμήσεις του αναλυτή Τκατσένκο. Σήμερα όμως επανέρχεται ως κεντρικό θέμα, με εμπλουτισμένο περιεχόμενο και κυρίως με έναν τίτλο που εγείρει την απορία τι είναι αυτό που τον υπαγόρευσε: “Σε έναν πόλεμο Τουρκίας – Ελλάδας, η Ρωσία θα υπερασπιστεί τον πιο αδύναμο“… Από το κείμενο αναδεικνύεται -με ποσοτικές κυρίως παραμέτρους- ως αδύνατο μέρος, η Ελλάδα.
Θα μπορούσε το άρθρο και ο τίτλος να αποτελούν προειδοποίηση της Μόσχας προς την τουρκική πλευρά που ευρισκόμενη σε πολλαπλά αδιέξοδα δείχνει κάποια σημάδια ενδεχόμενου εκ νέου προσεταιρισμού του ΝΑΤΟ; Το οποίο φυσικά διαρρηγνύει τα ιμάτιά της, ότι ουδέποτε εγκατέλειψε.
Μήπως η πώληση των S-400 θα αποτελέσει κολοσσιαίο σφάλμα της Μόσχας, αφού στα χέρια της Τουρκίας θα μπορούσαν να αποτελέσουν ισχυρό χαρτί στην προσπάθεια της Δύσης να αναπτύξει τα κατάλληλα ηλεκτρονικά αντίμετρα για να το εξουδετερώσει;
Αν ισχύει αυτό, αποτελεί ταυτόχρονα κίνητρο των ΗΠΑ να μην ενοχλούνται από την προοπτική μιας έντασης Ελλάδας και Τουρκίας την οποία όμως θα μπορούσαν να ελέγξουν διαπραγματευόμενες αυτό που θα τους ενδιέφερε με την Άγκυρα; Η οποία όμως ίσως θεωρεί πως δεν έχει την πολυτέλεια απόλυτης διάρρηξης των δεσμών με τη Μόσχα.
Άλλο ερώτημα που εγείρεται είναι, ποια είναι η ανησυχία της Μόσχας από τις εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά, καθώς οτιδήποτε διχάζει τον νούμερο ένα αντίπαλο, το ΝΑΤΟ, είναι εξ ορισμού θετικό για τη Ρωσική Ομοσπονδία;
Μήπως η διένεξη βολεύει τη ρωσική στρατηγική, καθώς μειώνει τον κίνδυνο αποκλεισμού της από τα θερμά ύδατα της Μεσογείου, με τον πλήρη έλεγχο του Αιγαίου να ασκείται από τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ; Άρα, η απόλυτη επικράτηση μιας πλευράς δεν είναι προς το συμφέρον της Μόσχας, καθώς θα της κόστιζε σε δυνατότητα πραγματοποίησης διπλωματικών ελιγμών.
Και τέλος… Μήπως να προβληματιστούμε για το πόσο επιδερμικά προσεγγίζεται στο στρατιωτικό επίπεδο η ισορροπία δυνάμεων Ελλάδας-Τουρκίας; Οδηγεί σε εξόφθαλμα προβληματικά συμπεράσματα. Μήπως κι εμείς κάνουμε το ίδιο όταν ασχολούμαστε με άλλες διενέξεις που δεν μας εμπλέκουν άμεσα; Ας δούμε όμως το άρθρο:
____________________
Στην παμπάλαια ιστορία εχθρότητας μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, καταγράφεται μια νέα φάση. Η Αθήνα απείλησε την Άγκυρα με επίθεση, εάν οι Τούρκοι αρχίσουν να κάνουν γεωτρήσεις για πετρέλαιο στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Τα σχέδια της για μια τέτοια άντληση είχε νωρίτερα ανακοινώσει η Τουρκία. Παρά την συμμετοχή τους στο ΝΑΤΟ, και οι δύο χώρες βρίσκονται διαρκώς στα πρόθυρα του πολέμου. Αν θεωρήσουμε ότι τελικά αυτός θα ξεσπάσει, ποια πλευρά έχει τις περισσότερες πιθανότητες να κερδίσει;
Ο Έλληνας υπουργός Άμυνας Νίκος Παναγιωτόπουλος δήλωσε την Παρασκευή ότι η χώρα του είναι έτοιμη να έρθει σε ένοπλη σύγκρουση με την Τουρκία για να υπερασπιστεί την κυριαρχία της. Σύμφωνα με τον ίδιο, το Υπουργείο Άμυνας σημειώνει την αύξηση του αριθμού των τουρκικών προκλήσεων και σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η Αθήνα είναι έτοιμη για τα πάντα, συμπεριλαμβανομένης της στρατιωτικής δράσης.
“Η συμπεριφορά της Τουρκίας το τελευταίο διάστημα είναι αρκετά επιθετική. Θεωρώ ότι ο μόνος τρόπος να αντιμετωπίσει η Ελλάδα αυτή τη συμπεριφορά, η οποία έχει γενικά μια τάση αυξανόμενης επιθετικότητας, είναι αφενός να εξαντλεί όλα τα διπλωματικά της όπλα και από την άλλη μεριά να μεριμνά για την αύξηση της αποτρεπτικής ισχύος των Ενόπλων Δυνάμεων», δήλωσε ο υπουργός.
Σε μια διευκρινιστική ερώτηση, αν η Ελλάδα είναι έτοιμη για μια λύση μέσω στρατιωτικής σύγκρουσης, ο Παναγιωτόπουλος απάντησε: «Ακριβώς!!” Ωστόσο, πρόσθεσε: «Δεν θέλουμε να φτάσουμε εκεί. Αλλά θέλουμε να καταστήσουμε σαφές προς πάσα κατεύθυνση, ότι θα κάνουμε ό,τι χρειαστεί για να προασπίσουμε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα σε απόλυτο βαθμό»
Η αφορμή για την νέα διαμάχη προέκυψε πριν από λίγες ημέρες, στην Άγκυρα. Η Turkish Petroleum, κρατική εταιρεία πετρελαίου, δημοσίευσε αιτήσεις για άδεια έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων σε περιοχές της Μεσογείου που είναι σαφώς παρακείμενες στα ελληνικά νησιά. Η Αθήνα ισχυρίζεται ότι σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, η υφαλοκρηπίδα τους ανήκει στην Ελλάδα. Αλλά η Άγκυρα αποδεικνύει την ετοιμότητά της να αμφισβητήσει αυτές τις υδάτινες εκτάσεις τόσο de jure όσο και de facto, απειλώντας να αρχίσει τις γεωτρήσεις.
Νωρίτερα αυτήν την εβδομάδα, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας κατηγόρησε την Τουρκία ότι προσπάθησε να καταλάβει κυρίαρχο υπέδαφος της Ελλάδας. Ο Τούρκος πρέσβης κλήθηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας. Την Τετάρτη, ο ίδιος ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έστειλε επιστολή αγανάκτησης προς την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τις «τουρκικές προκλήσεις». Προειδοποίησε ότι μια πιθανή κλιμάκωση δεν θα οδηγήσει σε ελληνοτουρκική κρίση, αλλά σε κρίση μεταξύ της Τουρκίας και ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο πολιτικός επιστήμονας Στανισλάβ Τκατσένκο, σε συνομιλία που είχε με την εφημερίδα VZGLYAD χαρακτήρισε τις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας ως «ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια του ΝΑΤΟ». Οι δύο χώρες έχουν μια μακρά σύνθετη ιστορία, και απομένουν πολλά άλυτα ζητήματα, μεταξύ αυτών και εδαφικά.
«Τα δύο έθνη επανειλημμένως έχουν διαφωνήσει για τον έλεγχο των Βαλκανίων και των νησιών του Αιγαίου. Δεν έχουν σταματήσει και οι διαφωνίες γύρω από την βόρεια Κύπρο. Στην Τουρκία υπάρχει ένα μουσείο μίσους για τους Έλληνες, και στην Ελλάδα μνημεία για τα θύματα του αγώνα κατά των Τούρκων. Ωστόσο, τα τελευταία 70 χρόνια οι δύο πλευρές λύνουν τις διαφωνίες τους εντός ενός πολιτισμένου πλαισίου», όπως πιστεύει ο Τκατσένκο.
Ο «βασικός ταραχοποιός» σε αυτήν την κατάσταση, χωρίς αμφιβολία, είναι ο πρόεδρος της Τουρκίας, ο Ταγίπ Ερντογάν, συνεχίζει ο πολιτικός επιστήμονας. «Ο Ερντογάν προσπαθεί να ενισχύσει τη θέση της Τουρκίας στον κόσμο και στην περιφέρεια, και ένα από τα βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση είναι να διεκδικήσει την ελληνική υφαλοκρηπίδα».
Η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ δεν εμπόδισε τις χώρες να συγκρουστούν αρκετές φορές. Η τελευταία φορά ήταν το 1974, λόγω της εμφύλιας σύγκρουσης στην Κύπρο, όπου μέχρι τότε ζούσαν μαζί Έλληνες και Τούρκοι. Στο νησί αποβιβάστηκαν στρατιωτικές δυνάμεις που παραμένουν έκτοτε εκεί. Τους Ελληνοκυπρίους τότε τους στήριξε η Αθήνα.
Έκτοτε ξεσπούν συχνότατα αντιπαραθέσεις μεταξύ των δύο χωρών, και η ηγεσία του ΝΑΤΟ κάθε φορά έπρεπε να παρέμβει σε ρόλο μεσάζοντα. Στην αρχή του έτους η κατάσταση έγινε πάλι έκρυθμη, όταν από την Τουρκία επιχείρησαν να εισέλθουν στην Ελλάδα δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες, κάποιοι από αυτούς φέροντας όπλα.
Μάλιστα, οι τουρκικές δυνάμεις ασφαλείας με κάθε τρόπο βοηθούσαν τους παράνομους να επιτεθούν στα ελληνικά σύνορα, για την υπεράσπιση των οποίων η Αθήνα ήταν αναγκασμένη να θέσει τον στρατό της σε αυξημένη πολεμική ετοιμότητα . Ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με τους παρατηρητές, φέτος οι σχέσεις μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας αποδείχθηκαν οι χειρότερες μετά τη σύγκρουση στην Κύπρο.
Σε αυτό το πλαίσιο, στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες έκαναν μια συγκριτική ανάλυση των ενόπλων δυνάμεων των δύο χωρών, θέτοντας ως υπόθεση εργασίας την περίπτωση, σύμφωνα και με την απειλή του υπουργού Παναγιωτοπούλου, τα δύο μέλη του ΝΑΤΟ πράγματι να μπουν σε πόλεμο πλήρους κλίμακος.
«Ο τουρκικός στρατός είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος στο ΝΑΤΟ – 510 χιλιάδες ανθρώπινο δυναμικό. Όχι τυχαία παλαιότερα τον είχαν βάλει στα νότια σύνορα της ΕΣΣΔ. Αυτός ο στρατός ήταν πάντα προετοιμασμένος για σύγκρουση. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου με την ΕΣΣΔ, έπειτα σε διάφορες στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Μέση Ανατολή», δήλωσε ο συντάκτης του περιοδικού «Arsenal Otechestvo» Αλεξέι Λεόνκοφ στην εφημερίδα VZGLYAD.
Στα υπέρ του τουρκικού στρατού είναι και η πρόσφατη επιτυχημένη στρατιωτική εμπειρία που αποκτήθηκε στη Λιβύη και τη Συρία. «Παρά ορισμένες απώλειες, η Τουρκία έχει επιτύχει αποτελέσματα», υπενθύμισε ο ειδικός.
Η Ελλάδα, σε αντίθεση με την Τουρκία, δεν έχει συμμετάσχει σε πολεμικές επιχειρήσεις εδώ και πολύ καιρό. Στην κατάταξη των ευρωπαϊκών στρατών είναι μόνον στην δέκατη θέση και η Τουρκία τρίτη μετά τη Ρωσία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Ο ελληνικός στρατός έχει 160 χιλιάδες άτομα προσωπικό, και ο στρατιωτικός προϋπολογισμός της είναι μισός απ’ αυτόν της Τουρκίας και ανέρχεται σε περίπου 6 δισεκατομμύρια δολάρια.
Ο αριθμός των τεθωρακισμένων οχημάτων μάχης είναι περίπου 4 χιλιάδες και διαθέτει 390 πολεμικά αεροσκάφη. «Η Τουρκία διαθέτει 8,6 χιλιάδες θωρακισμένα, συμπεριλαμβανομένων των τανκς, και 470 αεροσκάφη. Η Τουρκία ξεπερνά τον γείτονά της και στον αριθμό πολεμικών πλοίων. Την Ελλάδα την σώζει μόνον το γεγονός ότι είναι μέλος του ΝΑΤΟ. Σε μια σύγκρουση ένας προς έναν, πιθανότητα δεν θα επιβιώσει», πιστεύει ο Λεόνκοφ.
Ο πρόεδρος της Ακαδημίας Γεωπολιτικών Προβλημάτων, Κωνσταντίν Σίβκοφ, προσθέτει: «αν και η τουρκική αεροπορία υπερτερεί σε αριθμούς, από την ελληνική, εντούτοις, από την άποψη των τεχνικών προδιαγραφών είναι σχεδόν ταυτόσημες, καθώς και οι δύο χώρες χρησιμοποιούν τα F-16.
«Ο τουρκικός στόλος είναι αρκετά ισχυρός και διαθέτει υποβρύχια, πυραυλακάτους, φρεγάτες με πυραύλους. Ο ελληνικός στόλος είναι κατά πολύ ασθενέστερος, τρεις φορές λιγότερος σε αριθμό υποβρυχίων. Έχει τον ίδιο περίπου αριθμό πυραυλακάτων, αλλά όσον αφορά τις φρεγάτες ο τουρκικός στόλος υπερτερεί σημαντικά του ελληνικού», δήλωσε ο Σίβκοφ.
Προς όφελος της Τουρκίας είναι και η ύπαρξη του δικού της στρατιωτικού-βιομηχανικού συμπλέγματος, ιδίως η ικανότητα παραγωγής μεγάλου βεληνεκούς πυραύλου κρουζ SOM. «Οι Τούρκοι έχουν ανεπτυγμένη παραγωγή πυραύλων ‘‘αέρος-εδάφους’’ και αντιαρματικών όπλων. Επιπλέον παράγουν drones…», τονίζει ο Λεόνκοφ.
Από τον 17ο αιώνα, ο τουρκικός στρατός έχει πολεμική εμπειρία, γι’ αυτό ο στρατός έχει αναπτύξει ορισμένες παραδόσεις. «Αν και η Ελλάδα διαθέτει ρωσικά συστήματα S-300, το αποτέλεσμα της σύγκρουσης γι’ αυτήν θα είναι αμφίβολο. Και ο κύριος δείκτης είναι τα πληθυσμιακά μεγέθη. 70 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν στην Τουρκία και 12 εκατομμύρια ζουν στην Ελλάδα. Χάρη σε αυτές τις εφεδρείες, οι Τούρκοι μπορούν να καλέσουν περισσότερους ανθρώπους στα όπλα από τους Έλληνες. Επομένως, όλες οι αναλογίες είναι κατά του ελληνικού στρατού», πιστεύει ο Λεόνκοφ.
Ο Σίβκοφ συμφωνεί ότι σε μια άμεση σύγκρουση οι Τούρκοι έχουν περισσότερες πιθανότητες να κερδίσουν. «Ωστόσο, τα πράγματα δεν θα φτάσουν ποτέ σε αυτό, εκτός εάν η Τουρκία αποστασιοποιηθεί κάποτε από το ΝΑΤΟ. Αλλά ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, η Συμμαχία μπορεί να πάρει την πλευρά της Ελλάδας. Εάν η Ελλάδα συνεχίσει να τηρεί φιλοαμερικανική γραμμή, τότε για να διασωθεί η νότια πτέρυγα, οι Αμερικανοί θα την υποστηρίξουν», δηλώνει με βεβαιότητα ο ειδήμων.
«Αλλά ακόμα κι αν το ΝΑΤΟ παραμείνει ξαφνικά στο περιθώριο, τότε σε περίπτωση σύγκρουσης, κάποιος σίγουρα θα μεσολαβήσει υπέρ της Ελλάδος. Μπορεί κανείς να προβλέψει εύκολα την κατάσταση στην οποία η Ρωσία και η Τουρκία θα επιδεινώσουν εκ νέου τις σχέσεις τους. Στην νέα διάταξη δυνάμεων που θα δημιουργηθεί, υπέρ της Ελλάδος θα παρέμβει η Ρωσία. Επομένως, δεν υπάρχει λόγος να πούμε ότι η Τουρκία θα νικήσει οπωσδήποτε. Η Ελλάδα μπορεί πάντα να βασίζεται σε σοβαρή στρατηγική υποστήριξη διαφόρων κέντρων ισχύος», συνόψισε ο Σίβκοφ.
Πηγή: defence-point.gr