Του Δημήτρη Κωνσταντίνου
Μελαγχολία αλλά και ανησυχία μας διακατέχει όταν διαβάζουμε ειδήσεις, όπως αυτή που δημοσιεύσαμε στην «Παρέμβαση», με τίτλο "Η Τουρκία κλέβει την παράσταση στον ΟΗΕ", που αφορούν τα διπλωματικά κατορθώματα της Τουρκίας.
Η γειτονική χώρα είναι σε πορεία ταχείας ανόδου και δεν έχουμε παρά να της απονείμουμε τα εύσημα. Φυσικά αυτό δεν είναι τυχαίο. Η τύχη ακολουθεί κατά κανόνα τους άξιους ανθρώπους, κι η Τουρκία έχει την ευτυχία σ' αυτή τη συγκυρία να έχει στο τιμόνι της τρεις ικανούς και έξυπνους ηγέτες, όπως ο Ταγίπ Ερντογάν, ο Αμπντουλάχ Γκιουλ κι Αχμέτ Νταβούτογλου . Αξιότερος όμως των τριών κατά την ταπεινή μας γνώμη και πολιτικός με λαμπρό μέλλον - άσχετα αν διαφωνεί κανείς μαζί του για τον νεοθωμανικό μεγαλοϊδεατισμό απ' τον οποίο εμφορείται - είναι ο επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας, η μεγάλη αλεπού, Αχμέτ Νταβούτογλου.
Η «ομάδα» αυτή έχει εκτοξεύσει τις μετοχές της χώρας στο εξωτερικό και βρίσκεται πολύ κοντά στο να πραγματοποιήσει το μεγάλο τουρκικό όνειρο, να καταστήσει δηλαδή την Τουρκία περιφερειακή δύναμη ολκής, δύναμη σεβαστή κι η υπολογίσιμη απ' όλους.
Με προσεκτικές, μελετημένες, μεθοδικές κινήσεις, βασισμένες στα θεμέλια των προκατόχων τους, προχωρούν ταχύτατα όχι μόνο στην γεωστρατηγική αλλά και στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της γείτονος. Δεν ξέρουμε αν ισχύει ο μύθος περί της ικανότητας, της συνέχειας και του βάθους της τουρκικής διπλωματίας (που όπως λέγεται διδάσκεται στα σεμινάρια των στρατηγικών σπουδών), κρίνοντας όμως εκ του αποτελέσματος θα λέγαμε ότι τελικά ίσως δεν πρόκειται περί μύθου.
Στον αντίποδα ακριβώς βρίσκεται η χώρα μας.
Την ώρα που η Τουρκία μετράει συνεχείς διπλωματικές επιτυχίες, την ίδια στιγμή η Ελλάδα έχει στο τιμόνι της διπλωματίας της, έναν άπειρο νεαρό χωρίς καμιά προηγούμενη κυβερνητική θητεία, που δεν έχει το ειδικό βάρος για να σηκώσει στους ώμους του το μέγεθος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Θα ήταν όμως άστοχο αλλά και άδικο να επιρρίπταμε την ευθύνη για την κατάντια της ελληνικής διπλωματίας στον σημερινό υπουργό των εξωτερικών.
Η πικρή αλήθεια είναι ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική (σε αντίθεση με την Τουρκική) δεν έχει καμιά συνέχεια, δεν βασίζεται σε κανένα στρατηγικό σχεδιασμό, δεν υπάρχει μεθοδικό και μακρόπνοο χτίσιμο διπλωματικών συμμαχιών κι επιπλέον χαρακτηρίζεται εδώ και χρόνια από έλλειψη οξυδέρκειας, διορατικότητας αλλά κυρίως από έλλειψη ταυτότητας και στίγματος. Εξαρτάται και πατρονάρεται εδώ και δεκαετείες απ' τον αμερικανικό παράγοντα δίχως όμως να μπορέσει να λάβει απ' τον πάτρωνα της κάποια σοβαρά οφέλη.
Το άνοιγμα που επιχείρησε ο προηγούμενος πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής προς την Ρωσία είναι νομίζω απ' τις ελάχιστες ουσιώδεις πολιτικές, στρατηγικές κινήσεις της θητείας του, ίσως και της πολιτικής του καριέρας. Ωστόσο το πολιτικό δυναμικό που κλήθηκε να διαχειριστεί αυτή τη στρατηγική επιλογή για μια ακόμα φορά φάνηκε κατώτερο των περιστάσεων. Αυτό, σε συνδυασμό με την περιρρέουσα πολιτική ατμόσφαιρα της εποχής αλλά και μερικές «προειδοποιήσεις» όλο νόημα των Αμερικανών, που δυσφορούσαν για την εξέλιξη αυτή (σ.σ. τέτοια προειδοποίηση λέγεται ότι ήταν η ιστορία με το δηλητηριασμένο φαγητό του Βλαντιμίρ Πούτιν στο εστιατόριο Διόνυσος κατά την επίσκεψή του ρώσου προέδρου στην Αθήνα), σταμάτησε την Ελληνορωσική συνεργασία πριν καν αρχίσει.
Έτσι η Μόσχα στράφηκε προς την Άγκυρα κι οι δύο χώρες υπέγραψαν συμφωνίες συνεργασίας σε αρκετούς σημαντικούς τομείς.
Ερχόμενοι ξανά στο σήμερα θα λέγαμε ότι ο τωρινός πρωθυπουργός έχει άριστες σχέσεις με την τουρκική ηγεσία και χαίρει μεγάλης εκτίμησης στη γείτονα χώρα.
Η εφημερίδες τον αποκαλούν οικεία Yorgo απ' την εποχή που ήταν υπουργός εξωτερικών και του ζεϊμπέκικου με τον μακαρίτη Α. Τζεμ. Έχει ξεκινήσει απ' τη μέρα που εκλέχτηκε να δίνει ένα μπαράζ υποσχέσεων για εξομάλυνση των σχέσεων και διευθέτηση των προβλημάτων με την Τουρκία.
Ωστόσο μέχρι στιγμής δεν υπάρχει κάτι στον ορίζοντα που θα μας έκανε να ελπίζουμε έστω και μακροπρόθεσμα σε κάτι τέτοιο.
Να επισημάνουμε επίσης πως πέρα απ' τα ελληνοτουρκικά, ο Γ. Παπανδρεόυ επιχείρησε ένα αιφνιδιαστικό άνοιγμα προς το Ισραήλ το οποίο θα μπορέσουμε να κρίνουμε με ασφάλεια, ως στρατηγική επιλογή , σε βάθος χρόνου. Προς το παρόν αδυνατούμε να κατανοήσουμε την σκοπιμότητα αυτής της κίνησης και θα περιοριστούμε να εκφράσουμε τις επιφυλάξεις μας.
Στη μικρή αυτή ανάλυση αξίζει επίσης να μνημονεύσουμε την αξιοπερίεργη όσο και χωρίς νόημα τακτική της υποχωρητικότητας (που μερικές φορές φτάνει μέχρι τον ενδοτισμό) προς την Τουρκία που εφάρμοσαν μέχρι τώρα σχεδόν όλες οι τελευταίες κυβερνήσεις. Η τακτική αυτή όχι μόνο αποδείχτηκε ατελέσφορη, αλλά και αποθράσυνε του γείτονες που βλέποντας την ελληνική αδυναμία ενίσχυσαν όλα τα μέτωπα των αμφισβητήσεων.
Στα προβλήματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, που είναι ψηλά στην ατζέντα θα συγκαταλέγαμε περιληπτικά τα εξής:
1) Τον μόνιμο βραχνά των ελληνοτουρκικών. Γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο απ'την πλευρά των Τούρκων, υφαλοκρηπίδα, παραβιάσεις κλπ. Σ' όλα αυτά να προσθέσουμε την δράση του τουρκικού προξενείου στην Κομοτηνή, που παίζει πολύ περίεργο ρόλο στην περιοχή. Η ελληνική πολιτεία μέχρι στιγμής αδρανεί χαρακτηριστικά, αφήνοντας τεράστιο πεδίο δράσης στο προξενείο και τους εγκάθετούς του, που έφτασαν στο σημείο να μιλούν φανερά σε εκδηλώσεις τους για ανεξάρτητο κράτος, να εμφανίζονται με.σημαίες του και να ψάλουν τον εθνικό του ύμνο. Εμείς πάραυτα συνεχίζουμε τον εθνικό μας ύπνο.
2) Το θέμα του ονόματος των Σκοπίων που δεν έχει λήξει παρότι Αμερικανοί και Ευρωπαίοι πιέζουν για άμεση λύση. Άλλη μια περίπτωση ερασιτεχνικού χειρισμού, ενός πολύ σοβαρού θέματος εκ μέρους της χώρας μας, που φαίνεται να λήγει με διπλωματική ήττα.
3) Αλβανικός αλυτρωτισμός. Παρότι δεν έχει λάβει ακόμα συγκεκριμένο χαρακτήρα διεκδικήσεων το όνειρο της Μεγάλης Αλβανίας κρατά ανοιχτό το θέμα της.. Τσαμουριάς. Παράλληλα η ελληνική μειονότητα της Βορείου Ηπείρου τελεί υπό συνθήκες απηνούς διωγμού.
4) Τελευταίο θα μου επιτρέψετε να συμπεριλάβω το Κυπριακό. Κι εκεί η διεθνής κοινότητα θέλει να επιβάλλει μια λύση τύπου Ανάν σε πιο εξευγενισμένη ίσως μορφή το συντομότερο δυνατό, αγνοώντας την συντριπτική πλειψηφία των Κυπρίων που το απέρριψε. Εδώ τα πράγματα είναι εξαιρετικά δύσκολα αφού τόσο ο σημερινός πρόεδρος της Κύπρου Χριστόφιας όσο κι ο Έλληνας πρωθυπουργός είναι υπέρ μιας τέτοιας λύσης.
Κλείνοντας θα λέγαμε ότι τη στιγμή που οι μετοχές της Τουρκίας ανεβαίνουν κατακόρυφα αυτές τις Ελλάδος - σε συνδυασμό με την οικτρή οικονομική κατάσταση της χώρας - είναι σε ελεύθερη πτώση, με αποτέλεσμα να ενισχύεται η διαπραγματευτική μας αδυναμία, γεγονός που ανοίγει την όρεξη σε πολλούς.
Κατά τη γνώμη μας χρειάζεται άμεσα ένας καινούργιος προσανατολισμός στην ελληνική εξωτερική πολιτική και επαναχάραξη των στρατηγικών της στόχων. Εξυπακούεται πως για την επιτυχία των στόχων και της πολιτικής αυτής, είναι αναγκαίο να επιτευχθεί (επιτέλους) μια συμφωνία κυρίων μεταξύ των κομμάτων που θα τοποθετεί την εξωτερική πολιτική εκτός μικροκομματικής κριτικής. Επιπλέον θα θέτει τις βάσεις για μια ενιαία εξωτερική πολιτική που θα συνεχίζεται ανεξάρτητα απ' τις αλλαγές των κυβερνήσεων και θα ανατίθεται κάθε φορά σε σοβαρούς ανθρώπους που θα επιλέγονται ανεξάρτητα απ' την κομματική τους προτίμηση, με γνώμονα της άριστη γνώση των εθνικών θεμάτων και του περιβάλλοντος της περιοχής, αλλά πάνω απ' όλα με γνώμονα το υψηλό αίσθημα εθνικής ευθύνης. Κι όχι σε εξωθεσμικά κέντρα ή πρόσωπα σαν τον διαβόητο Άλεξ Ρόντος που διαχειρίζεται σημαντικά θέματα της πατρίδας μας, χωρίς γνώση της ιστορίας της αλλά κυρίως χωρίς ίχνος εθνική συνείδησης.