Το casus belli της Τουρκίας ευθεία απειλή πολέμου για την Ελλάδα
Η Τουρκία βρίσκεται μονίμως σε κατάσταση πολέμου απέναντι στην Ελλάδα, από τη στιγμή που το τουρκικό Κοινοβούλιο ψήφισε στις 8/6/1995 ως casus belli - αιτία πολέμου την οποιαδήποτε προσπάθεια – ενέργεια της Ελλάδας για επέκταση των χωρικών της υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια (δικαίωμα της Ελλάδας που προκύπτει από το διεθνές Δίκαιο).
Αυτή η απόφαση περί πολέμου εναντίον της Ελλάδας, έστρεψε αυτομάτως τον τουρκικό στρατό και όλα του τα σχέδια περί πολέμου εναντίον της χώρας μας. Δηλαδή, ο γενικός σχεδιασμός των τουρκικών επιτελείων και των στρατιών που διαθέτει η Τουρκία τόσο στα Μικρασιατικά παράλια, όσο και στην Ανατολική Τουρκική Θράκη, έχει χαρακτήρα καθαρά επιθετικό και τόσο ο εξοπλισμός, όσο και τα επιχειρησιακά σχέδια των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων, είναι προσανατολισμένα σε μία επίθεση κατά της Ελλάδας, είτε αυτή θα αφορά κάποιο νησιωτικό σύμπλεγμα (νησιά βόρειο-ανατολικού και νότιο-ανατολικού Αιγαίου) είτε θα αφορά σε ηπειρωτικό έδαφος (Ελληνική Θράκη).
Στην συγκεκριμένη απόφαση – ψήφισμα του τουρκικού κοινοβουλίου δεν έχει υπάρξει απολύτως καμία επί της ουσίας αντίδραση από την Ελληνική πλευρά, παρά την επίσημη τουρκική επιθετική στάση προς την Ελλάδα και παρά την επαπειλούμενη σύγκρουση δύο κρατών μελών του ΝΑΤΟ (απαγορεύεται ρητά και δια ροπάλου οποιαδήποτε σύγκρουση μεταξύ δύο μελών του ΝΑΤΟ και σε περίπτωση που συμβεί κάτι τέτοιο τότε το ΝΑΤΟ τάσσεται σύσσωμο υπέρ του υπεύθυνου –όχι αναγκαστικά επιτιθέμενου και αξίζει να προσεχθεί αυτό- της σύγκρουσης).
Το casus belli όπως το αντιλαμβάνεται το Ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών
Σύμφωνα με το Ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών και την τελευταία ενημέρωση επί του συγκεκριμένου θέματος (η οποία έγινε την Τετάρτη 17 Απριλίου 2013), το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης της Ελλάδας ορίστηκε το 1936 στα 6 ναυτικά μίλια από την ακτή (Ν. 230/1936 και μεταγενέστερο Ν.Δ. 187/1973). Διατηρήθηκε, εντούτοις, ρητώς το όριο των 10 ναυτικών μιλίων στον εναέριο χώρο, βάσει της προγενέστερης νομοθεσίας (Διάταγμα της 6ης Σεπτεμβρίου 1931, σε συνδυασμό με τον νόμο 5017/1931).
Βάσει εθιμικού κανόνα του Δικαίου της Θάλασσας, που ενσωματώνεται και στη Σύμβαση των ΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, η Ελλάδα δικαιούται να επεκτείνει μέχρι τα 12 ν.μ. την αιγιαλίτιδα ζώνη της.
Το δικαίωμα επέκτασης του ορίου της αιγιαλίτιδας ζώνης μέχρι τα 12 ν.μ. είναι κυριαρχικό και μονομερές και κατά συνέπεια δεν υπόκειται σε κανενός είδους περιορισμό ή εξαίρεση και δεν επιδέχεται αμφισβητήσεως από τρίτα κράτη (το άρθρο 3 της Σύμβασης, που ενσωματώνει κανόνα εθιμικού δικαίου, ουδένα περιορισμό ή εξαίρεση ως προς το δικαίωμα αυτό θέτει). Η συντριπτική πλειοψηφία των παράκτιων κρατών, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, έχει προσδιορίσει το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ν.μ. Η ίδια η Τουρκία έχει επεκτείνει, ήδη από το 1964, την αιγιαλίτιδα ζώνη της στα 12 ν.μ. στον Εύξεινο Πόντο και τη Μεσόγειο.
Η Ελλάδα κατά την κύρωση της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας (Ν. 2321/1995) δήλωσε ρητά ότι επιφυλάσσεται να ασκήσει σε οιοδήποτε χρόνο το δικαίωμά της να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της μέχρι τα 12 ν.μ.
Ως αντίδραση προς τη νόμιμη αυτή θέση της Ελλάδας, η τουρκική Βουλή εξουσιοδότησε με ψήφισμά της (8/6/1995) την τουρκική κυβέρνηση, εν λευκώ και στο διηνεκές, να κηρύξει πόλεμο (casus belli) στην Ελλάδα (εξουσιοδότηση για χρήση και στρατιωτικών μέσων κατά της Ελλάδος), σε περίπτωση που η τελευταία επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνης της πέραν των 6 ν.μ.
Η συμπεριφορά αυτή της Τουρκίας παραβιάζει κατάφωρα θεμελιώδεις αρχές του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών περί απαγόρευσης χρήσης ή απειλής χρήσης βίας (άρθρο 2, παρ. 4), περί ειρηνικής επίλυσης (άρθρο 2, παρ. 3) και περί καλής γειτονίας και ειρηνικής συνύπαρξης (Προοίμιο).
Παράλληλα, δυναμιτίζει τη συμμαχική σχέση που οφείλουν να έχουν κράτη που μετέχουν στην ίδια Συμμαχία και αντίκειται στις βασικές αρχές στις οποίες στηρίζεται το ΝΑΤΟ (άρθρα 1 και 2 του Βορειοατλαντικού Συμφώνου).
Η άρση του casus belli έχει συμπεριληφθεί μεταξύ των βασικών κριτηρίων για την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, στο πλαίσιο της υποχρέωσής της για πλήρη σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου και της καλής γειτονίας που αποτελεί θεμέλια αρχή πάνω στην οποία έχει οικοδομηθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι αυτονόητο ότι ένα υποψήφιο προς ένταξη κράτος δεν είναι δυνατόν να απειλεί με πόλεμο άλλο κράτος και πολύ περισσότερο ένα μέλος της ΕΕ και μελλοντικό εταίρο.
Αποτελεί, επίσης, αναγκαία προϋπόθεση για την ουσιαστική βελτίωση των ελληνο-τουρκικών σχέσεων και τη μείωση της έντασης. Είναι προφανές ότι οι προσπάθειες εξομάλυνσης των σημείων τριβής και ειρηνικής επίλυσης των διαφορών δεν μπορούν να ευοδωθούν υπό το κράτος απειλής πολέμου.
Μηδενική αντίδραση από τις Ελληνικές κυβερνήσεις
Παρά, λοιπόν, την σαφέστατη παραβίαση αλλά και επιπρόσθετη απειλή της χώρας από την πλευρά της Τουρκίας, για την περίπτωση που η Ελλάδα αποφασίσει να εφαρμόσει όσα δικαιώματα της προκύπτουν από το Διεθνές Δίκαιο, οι Ελληνικές κυβερνήσεις ποτέ δεν άλλαξαν την πολιτική ατζέντα, ούτε προχώρησαν στην ψήφιση μίας ανάλογης απόφασης από την πλευρά της Ελλάδας, με τρόπο που να προειδοποιεί την γείτονα για την αποφασιστική στάση που θα επιδειχθεί σε οποιαδήποτε περίπτωση παραβίασης από την πλευρά της Τουρκίας επί των εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας.
Αντίθετα, μάλιστα, έκτοτε ακολουθήθηκε μία πολιτική φοβικότητας, μία πρωτοφανής πολιτική ενδοτισμού στις τουρκικές απαιτήσεις και μία πολιτική πάγιας αποσιώπησης των τουρκικών προκλήσεων, ό,που αυτές εκφραζόντουσαν.
Έτσι, επί σειράς δεκαετιών η Ελλάδα αντιμετωπίζει μία θρασύτατη συνεχόμενη και κλιμακούμενη επιθετικότητα είτε σε διπλωματικό, είτε σε πολιτικό, είτε και σε στρατιωτικό επίπεδο από την Τουρκία. Αυτή η τουρκική στάση εκφράζεται σε όλο το μήκος των ελληνοτουρκικών συνόρων (Θράκη έως και Κύπρο), αναβαθμίζεται ποσοτικά και ποιοτικά, δημιουργεί σταθερές στο μαλακό υπογάστριο της χώρας (ανθελληνική κα ανατρεπτική δράση που απειλεί την εσωτερική ειρήνη και ασφάλεια των Ελλήνων της Ελληνικής Θράκης από το τουρκικό προξενείο της Κομοτηνής, πολιτικά κόμματα με εμφανείς φιλοτουρκικές τάσεις, δημιουργία γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο –δική μας απορία είναι πόσο από το Αιγαίο έχει παραμείνει ελληνικό-, διευκολύνσεις στην είσοδο λαθρομεταναστών σε όλο το μήκος των ελληνοτουρκικών συνόρων, υψηλή δραστηριότητα των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών εντός της Ελλάδας –προσφάτως και επίσημη με την απαίτηση συνεργασίας της ΜΙΤ για τις έρευνες σχετικά με τους «τρομοκράτες» της Χίου-, επίσημες δηλώσεις τούρκων πολιτικών για συμμετοχή της Τουρκίας σε παράνομες δραστηριότητες εντός της Ελλάδας –βλ. φωτιές σε νησιά και όχι μόνο-, εξαγορές τοπικών παραγόντων που προωθούν την Τουρκία ως «μητέρα πατρίδα» των μουσουλμάνων της Ελλάδας, δημιουργία de facto προβλημάτων στην οριοθέτηση της Ελληνικής ΑΟΖ, τουρκικές έρευνες για ενέργεια σε ελληνικά ύδατα, αμφισβήτηση εναέριου εθνικού χώρου κ.α.).
Αυτές οι δραστηριότητες της γείτονος Τουρκίας συμπεριλαμβάνονται μέσα στο εθνικό στρατηγικό της σχέδιο, καλύπτουν τις πάγιες στοχεύσεις του και εξυπηρετούνται από όλες τις τουρκικές κυβερνήσεις.
Αξιοσημείωτο είναι πως η Ελληνική πλευρά ενώ έχει ειδοποιηθεί πολλάκις από ειδικούς επιστήμονες, ειδικές αρμόδιες υπηρεσίες και διπλωμάτες, αρκείται είτε στην άσκηση προσωπικής πολιτικής εκάστου αρμοδίου υπουργού ή πρωθυπουργού, αντιμετωπίζει το «φαινόμενο» της επιθετικότητας της Τουρκίας και του casus belli ως ιδεατό και όχι ως πραγματικό, ενώ σε γενικές γραμμές η φοβικότητα, ο υποβόσκον ενδοτισμός και η σε γενικές γραμμές μη επαρκούσα έως ανύπαρκτη εθνική πολιτική (λόγω της έλλειψης εθνικού στρατηγικού σχεδιασμού εκ μέρους της Ελλάδας), με αποτέλεσμα να σημειώνεται μίας συνεχής υποχωρητικότητα στα εθνικά θέματα (αποκορύφωμα τα Ίμια και το «ευχαριστώ τους αμερικανούς» από τον τότε φερόμενο πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη), ενώ όλα φαίνεται πως έχουν αφεθεί στις κρυφές συνομιλίες που γίνονται από «επιτροπές σοφών» των δύο πλευρών και στην κρυφή διπλωματία ή και με συναντήσεις υψηλού επιπέδου ακόμη και χωρίς ύπαρξη στενογράφων (πάγια τακτική του Γ. Παπανδρέου στις συναντήσεις του με τον Ερντογάν).
Απέναντι στην επί της ουσίας ανύπαρκτη πολιτική της Ελλάδας στην προκλητικότητα της Τουρκίας, αφού ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς αποδέχθηκε το kazan - kazan του Ερντογάν, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας μίλησε για αλλαγή γεωγραφικών συνόρων, αλλά και λίαν προσφάτως και με την πρόφαση των εντολών της τρόικας, αποδυναμώνεται ο Ελληνικός στρατός τόσο σε ανθρώπινο δυναμικό, όσο και σε υλικό ή και σε επίπεδο παραγωγής υλικού, με αποτέλεσμα να κάμπτεται η άμυνα της χώρας, ενώ ειδικοί στρατιωτικοί αναλυτές αλλά και στρατιωτικοί κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για πλήρη απώλεια της αμυντικής ικανότητας της Ελλάδας μετά την παρέλευση 2-3 χρόνων…!
Τι θα συμβεί εάν η Τουρκία εφαρμόσει το casus belli;
Αυτά συμβαίνουν ενώ η Τουρκία έχει «νομιμοποιήσει» μέσα από το κοινοβούλιό της μία στρατιωτική επίθεση κατά της Ελλάδας, όποτε η κυβέρνησή της κρίνει πως κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί.
Στο ερώτημα, πως πρόκειται να αντιμετωπίσουν κάτι τέτοιο οι Έλληνες πολιτικοί, η απάντηση βρίσκεται μεταξύ ειρωνείας και γραφικότητας, αφού οι πολιτικοί, οι σύμβουλοί τους, αλλά και μία σειρά κομματικών στρατιωτικών αξιωματικών, θεωρούν απίθανη μία επίθεση κατά της Ελλάδας.
Όμως, με δεδομένη την σημερινή ανακατάταξη των γεωπολιτικών δυνάμεων, την χρονική περίοδο δηλαδή που διανύουμε και μέσα από την οποία θα προκύψουν νέα δεδομένα γεωπολιτικά, γεω-οικονομικά, αλλά και γεωγραφικά για έναν σημαντικό αριθμό κρατών, πόσο «αδύνατο» είναι να υπάρξει ένα «τυχαίο γεγονός», μία μικρή σε έκταση σύγκρουση, ένα βολικό «θερμό επεισόδιο» μεταξύ των δύο χωρών;
Η απάντηση, δυστυχώς, είναι θετική, αφού στην Ελλάδα και στην Τουρκία οι σημερινές κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν σειρά πολιτικών (και όχι μόνο) προβλημάτων και ψάχνουν εναγωνίως να τοποθετηθούν στην επόμενη ημέρα, αλλά και να διασωθούν μέσα από τις γενικές ανακατατάξεις που ενδεχομένως θα συμβούν μέσα από μία μεγάλης ισχύος σύγκρουση, η έναρξη της οποίας βρίσκεται στη Μέση Ανατολή και δη στη Συρία.
Εξάλλου, η Τουρκία επιδιώκει να δημιουργήσει τετελεσμένο θέμα μεταξύ των δύο χωρών, που θα επιλυθεί μακροχρόνια. Και η εμπειρία της Άγκυρας σε αυτόν τον τομέα είναι ήδη καταγεγραμμένη στην Κύπρο.
Οι υπάρχουσα πραγματικότητα Αθήνας και Άγκυρας
Από τη μία πλευρά, την Ελληνική, υπάρχει έντονη η ανάγκη αποπροσανατολισμού των πολιτών από τα όσα συμβαίνουν στο εσωτερικό της χώρας, τα οποία έχουν προ πολλού ξεπεράσει τα όρια της κυβερνητικής νομιμότητας και λειτουργούν ως συμπιεσμένη μάζα που αναζητά σημείο κοινωνικής εκτόνωσης. Με δεδομένο ότι σε καθημερινή πλέον βάση εισέρχονται νέα πολύ σοβαρά θέματα, που απειλούν την ομαλή συνέχιση της συγκυβέρνησης Σαμαρά - Βενιζέλου, η ασκούμενη πίεση γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη, δημιουργώντας σοβαρές ανησυχίες για την ικανότητα της ό,ποιας πολιτικής διαχείρισής της.
Άρα, και αφού θεωρείται βέβαιη η συσπείρωση της κοινωνίας απέναντι σε έναν εξωτερικό αντίπαλο, δεν πρέπει να θεωρείται διόλου απίθανη μία περιορισμένης χρονικής έκτασης σύγκρουση μεταξύ των δύο χωρών.
Από την άλλη πλευρά, η Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν βυθίζεται σε σωρεία προβλημάτων κοινωνικών, πολιτικών (λίαν συντόμως και οικονομικών), έχει χάσει σχεδόν όλους τους «συμμάχους» της στην εξωτερική πολιτική, αντιμετωπίζει το Κουρδικό και την σχεδόν βέβαιη δημιουργία ενός Κουρδικού κράτους που θα μικρύνει τα γεωγραφικά όρια της Τουρκίας, είναι αναγκασμένη να παίξει το παιχνίδι των ΗΠΑ στη Συρία και έπειτα στο Ιράν και ουσιαστικά μοιάζει με αλεπού πιασμένη στην παγίδα που προσπαθεί να διαφύγει με νευρικές (και πολύ επικίνδυνες) κινήσεις. Αυτή η Τουρκία, που έχει ήδη το casus belli κατά της Ελλάδας, μπορεί να σχεδιάσει ένα επεισόδιο οπουδήποτε στο Αιγαίο (η ηπειρωτική Ελληνική Θράκη υπάρχει για να λειτουργεί ως μοχλός πίεσης της Αθήνας και για «βάση» σχεδίων που ενδέχεται να υλοποιηθούν πολύ αργότερα και που δεν αφορούν μόνο την Ελλάδα) και να κατορθώσει να συσπειρώσει ακόμη και τους εξεγερθέντες του πάρκου Γκεζί και της πλατείας Ταξίμ. Η Άγκυρα γνωρίζει πολύ καλά πως κάτι τέτοιο ενέχει μεγάλους κινδύνους και δεν θα το κάνει εάν δεν εξασφαλίσει την άδεια από τον Λευκό Οίκο. Η Άγκυρα γνωρίζει επίσης πως η Τουρκία έχει μείζονα γεωπολιτική σημασία για τις ΗΠΑ και μπορεί να χρησιμοποιήσει την αίτηση ενός «αντιδώρου» (εις βάρος της Ελλάδας, με ιδιαίτερη έμφαση τη νησιωτικοί περιοχή Φούρνοι και Ίμια) για την όποια απόλυτη συνεργασία της στα σχέδια των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή.
Άραγε, θα τολμήσει η Τουρκία να στήσει ένα επεισόδιο και να εφαρμόσει άμεσα το casus belli απέναντι στην Ελλάδα;
Άραγε η σημερινή κυβέρνηση της Ελλάδας (και όχι κυβέρνηση των Ελλήνων, αφού δέχεται εντολές της τρόικας με e-mail για να προχωρήσει σε αποφάσεις) είναι σε θέση να ανταπεξέλθει σε μία ευθεία τουρκική στρατιωτική πρόκληση;
Θα υπάρξει η δέουσα και έγκαιρη πολιτική αποφασιστικότητα σε μία τέτοια εξέλιξη;
Θα υπάρξουν τα κατάλληλα αντανακλαστικά;
Το σημερινό πολιτικό προσωπικό έχει το ψυχικό σθένος να υπερασπίσει την χώρα επί της ουσίας και όχι μόνο στα λόγια;
Το επόμενο διάστημα, έως το τέλος του 2013 κρίνεται ιδιαίτερα σημαντικό για τις κυβερνήσεις τόσο της Αθήνας όσο και της Άγκυρας. Ο Ερντογάν έχει χαρακτηρισθεί και ως «παρανοϊκός» από τις ΗΠΑ. Ο Σαμαράς βρίσκεται κάπου στο πουθενά, αφού συναινεί ακόμη και στις πλέον επαίσχυντες εντολές της τρόικα (κλείσιμο της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας κ.α.) που αποδυναμώνουν την άμυνα της χώρας.
Κι ενώ το παιχνίδι της γεωπολιτικής σκακιέρας έχει ξεκινήσει από τους ισχυρούς, ο Ερντογάν και ο Σαμαράς προσπαθούν να τοποθετηθούν αλλά ταυτόχρονα καλούνται να κάνουν και τις δικές τους μικρές (αλλά πολύ σημαντικές για τις χώρες τους) κινήσεις που θα κρίνουν το πολιτικό (και όχι μόνο) μέλλον και των δύο ανδρών…
Τέλος, ας θυμηθούμε πως ο Μπάρκ Ομπάμα συναντήθηκε και μίλησε με τον τούρκο πρωθυπουργό επί έξι ώρες, ενώ με τον Αντώνη Σαμαρά μόνο για 40 περίπου λεπτά... Τα συμπεράσματα που εξάγονται από αυτό και μόνον είναι ιδιαίτερα σημαντικά, αφού όπως φαίνεται ο πρωθυπουργός της Ελλάδας κατόρθωσε να εξασφαλίσει μόνο την φωτογραφική στήριξη του Λευκού Οίκου..