Εάν αναλογιστεί κανείς την πορεία των ερευνών για υδρογονάνθρακες στη χώρα, θα διαπιστώσει ότι η ΕΛΠΕ, ως καθολικός διάδοχος και συνεχιστής των ΔΕΠ και ΔΕΠ-ΕΚΥ, αποτελεί διαχρονικά την κινητήρια δύναμη.
Το 1975, με αφορμή τον αναγκαίο κρατικό έλεγχο των κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου στην περιοχή Πρίνου, ο τότε πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής ίδρυσε τη Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίου (ΔΕΠ), η οποία παράλληλα θα ερευνούσε τη χώρα προς ανακάλυψη και άλλων κοιτασμάτων.
Η ΔΕΠ, και στη συνέχεια η ΔΕΠ-ΕΚΥ, οργανώθηκε, στελεχώθηκε και εξοπλίστηκε με διεθνή standards και μέχρι τις αρχές του ’90 ερεύνησε μεθοδικά 26 περιοχές, ανακάλυψε τρία οριακά κοιτάσματα και απέδειξε την ύπαρξη υδρογονανθράκων σε Β. Αιγαίο, Θερμαϊκό κόλπο, Ηπειρο, Β.Δ. Πελοπόννησο και Ιόνιο Πέλαγος.
Η έλλειψη χρηματοδότησης τη δεκαετία του ’90 περιόρισε τις έρευνες, οι οποίες αναζωπυρώθηκαν το 1997 με προκήρυξη διεθνούς διαγωνισμού και τη δημιουργία κοινοπραξιών της ΔΕΠ-ΕΚΥ με ξένες πετρελαϊκές εταιρείες (Enterrpise, MOL, Triton) για έρευνα σε τέσσερις περιοχές στη Δ. Ελλάδα.
Παρά τα ενθαρρυντικά αρχικά αποτελέσματα, οι ξένες εταιρείες στις αρχές του 2000 αποχώρησαν, λόγω εξαγορών τους από μεγαλύτερες, και η ιδρυθείσα το 1998 ΕΛΠΕ, προσανατολισμένη περισσότερο στη διύλιση και εμπορία και εισηγμένη στο Χρηματιστήριο, αποφάσισε να μη συνεχίσει τις έρευνες, που ουσιαστικά σταμάτησαν πλέον σε όλη τη χώρα. Στον Πρίνο, την κατάσταση έσωσαν αρχικά οι εργαζόμενοι και μετά η Energean που ανέλαβαν τη συνέχιση της έρευνας και παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου στην παραχώρηση.
Το 2005 η ΕΛΠΕ άρχισε πάλι να επενδύει σε έρευνα υδρογονανθράκων, δυστυχώς όμως μόνο στο εξωτερικό (Λιβύη, Αίγυπτος, Αλβανία, Μαυροβούνιο), και το 2007 το ελληνικό Δημόσιο μονομερώς ανακάλεσε από την ΕΛΠΕ τα δικαιώματα έρευνας, πλην περιοχής Πρίνου.
Φυσικά στη χώρα δεν γίνονταν ερευνητικές εργασίες, εκτός από ορισμένες ακαδημαϊκές μελέτες από φωτισμένους ακαδημαϊκούς δασκάλους που επέμεναν. Η φλόγα όμως σιγόκαιγε και στους γεωεπιστήμονες της ΕΛΠΕ. Έτσι τον Ιανουάριο του 2010 ο σύλλογος εργαζομένων ΠΣΕΕΠ οργάνωσε συνέδριο, όπου στελέχη της ΕΛΠΕ ανέδειξαν το δυναμικό της χώρας σε υδρογονάνθρακες.
Ευτυχώς οι φωνές τους ακούστηκαν και εισακούστηκαν στο υπουργείο Ενέργειας (ΥΠΕΚΑ τότε). Ο υπουργός Γιάννης Μανιάτης αναδιαμόρφωσε το νομοθετικό πλαίσιο, ίδρυσε και στελέχωσε την κρατική ΕΔΕΥ και το 2011 προκήρυξε διεθνή διαγωνισμό για τρεις περιοχές στη Δ. Ελλάδα.
Παράλληλα με την ΕΔΕΥ, η ΕΛΠΕ πρωτοστάτησε και ξεκίνησε, με συγκριτικό πλεονέκτημα τη γνώση της γεωλογίας, την εμπειρία της από το εξωτερικό και την ισχυρή οικονομική και εμπορική της θέση, να προσελκύσει και να κοινοπρακτήσει με διεθνείς πετρελαϊκές, και τα κατάφερε αποκτώντας δικαιώματα στον Πατραϊκό κόλπο με τις Edison και Petroceltic. Η Energean ακολουθεί στα Ιωάννινα και το Κατάκολο.
Το 2012 η έρευνα ξεκινά πάλι στη Δ. Ελλάδα. Η νορβηγική PGS εκτελεί, για λογαριασμό του ελληνικού Δημοσίου, εκτεταμένες γεωφυσικές έρευνες στο Ιόνιο και στην Κρήτη. Η ΕΛΠΕ αγοράζει το σύνολο των νέων ερευνητικών δεδομένων, τα ενσωματώνει στα υπάρχοντα και ο «θησαυρός» ξεπροβάλλει ανάγλυφα.
Οι γεωλογικές θεωρίες αποτυπώνονται πλέον και στις γεωφυσικές σεισμικές τομές. Το διάστημα 2014-2018 η ΕΛΠΕ είναι σε θέση να δημιουργεί κοινοπραξίες, ως ισότιμος εταίρος, με τις μεγαλύτερες εταιρείες του κόσμου (ExxonMobil, Total, Statoil, Repsol, Edison) και εξασφαλίζει τις υψηλότατες τεχνολογικές και περιβαλλοντικές εγγυήσεις.
Επιλέγει με αυστηρά επιχειρηματικά κριτήρια τις περιοχές που την ενδιαφέρουν, συμμετέχει σε διεθνείς διαγωνισμούς που προκηρύσσει η ΕΔΕΥ και δημιουργεί ένα πολλά υποσχόμενο χαρτοφυλάκιο από εννέα περιοχές, έχοντας διασπείρει εύστοχα σε στεριά και θάλασσα, και ανάλογα με τη γεωλογία, τους εγγενείς τεχνικούς κινδύνους.
Οι νέες μελέτες που σταδιακά δημοσιεύονται την τελευταία δεκαετία επιβεβαιώνουν τις υπάρχουσες και σε συνδυασμό με σημαντικές ανακαλύψεις κοιτασμάτων, σε ανάλογα γεωλογικά περιβάλλοντα στην ευρύτερη περιοχή, αναδεικνύουν όλο και περισσότερο την πιθανότητα ύπαρξης μεγάλων αποθεμάτων υδρογονανθράκων και κυρίως φυσικού αερίου.
Η θαλάσσια περιοχή από την Κέρκυρα μέχρι νότια της Κρήτης, και εν δυνάμει μέχρι τη Ρόδο και το Καστελόριζο, αποκτά μια άλλη βαρύτητα στον παγκόσμιο πετρελαϊκό χάρτη. Ο Πατραϊκός, η Ήπειρος και η Β.Δ. Πελοπόννησος είναι ψηλά στις ενδείξεις για μεγάλα αποθέματα υδρογονανθράκων (βιογενούς φυσικού αερίου και πετρελαίου).
Η ΕΛΠΕ έχει πλέον μια επιχειρηματική λειτουργία στον τομέα Έρευνα και Παραγωγή και ένα χαρτοφυλάκιο, που είναι σε θέση να αποδώσουν στους μετόχους υψηλή προστιθέμενη αξία. Η Energean βάζει και αυτή δυναμικά τη σφραγίδα της και αποτελεί ισχυρή παρουσία όχι μόνο στο ελληνικό γίγνεσθαι, αλλά στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου.
Το ελληνικό Δημόσιο είναι στην ευχάριστη θέση να δρέπει τους καρπούς πολιτικών επιλογών, από όλες τις κυβερνήσεις από το 2010 και εντεύθεν, και έχει ουσιαστικές και ρεαλιστικές προσδοκίες να αναμένει θετικά αποτελέσματα από τις έρευνες, και να ακολουθούν τεράστιες επενδύσεις και άνθηση σε πολλούς βιομηχανικούς συναφείς τομείς, υπέρογκα μελλοντικά έσοδα, αλλά κυρίως ενεργειακή αυτάρκεια και γεωπολιτική ισχύ.
Και ξαφνικά τους τελευταίους μήνες το ευνοϊκό και θετικό επιχειρηματικό κλίμα φαίνεται να αλλάζει. Οι υδρογονάνθρακες εξοβελίζονται από τα κυβερνητικά ενεργειακά σχέδια στο πλαίσιο της Πράσινης Μετάβασης, την οποία προφανώς όλοι θέλουμε και επιδιώκουμε. Από το ΥΠΕΝ καθυστερούν αναιτίως περιβαλλοντικές αδειοδοτήσεις για ερευνητικές εργασίες, ακτιβιστές και περιβαλλοντικές οργανώσεις προσφεύγουν στη Δικαιοσύνη χωρίς αποτέλεσμα.
Δημοσιεύματα φέρουν την ΕΛΠΕ να επιστρέφει πρόωρα περιοχές στο ελληνικό Δημόσιο, γεγονός που εάν συμβεί θα έχει ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις στο μέλλον της έρευνας στη χώρα, δεδομένων της ιστορίας, του βεληνεκούς της εταιρείας και της μετοχικής της σύνθεσης. Οι πρόσφατες δηλώσεις του ΥΠΕΞ ότι δεν οραματίζεται την Ελλάδα παραγωγό υδρογονανθράκων, για περιβαλλοντικούς λόγους, επιτείνει δυσάρεστα το επενδυτικό κλίμα.
Φυσικά δεν τίθεται καν θέμα περιβαλλοντικών κινδύνων, όταν όλες, μα όλες ανεξαιρέτως οι γειτονικές χώρες (Τουρκία, Ισραήλ, Κύπρος, Αίγυπτος, Λιβύη, Μάλτα, Ιταλία, Κροατία, Μαυροβούνιο, Αλβανία) εντείνουν τις έρευνες και παράγουν φυσικό αέριο. Επιπλέον, ας μην ξεχνάμε ότι και οι ιδιαίτερα περιβαλλοντικά ευαίσθητες Νορβηγία, Δανία, Ολλανδία, Μ. Βρετανία δηλώνουν ότι θα συνεχίσουν να εκμεταλλεύονται τα κοιτάσματα φυσικού αερίου τουλάχιστον μέχρι το 2050.
Τι ακριβώς τελικά (δεν) θέλουμε; Να μην ερευνήσουμε μήπως και ανακαλυφθεί φυσικό αέριο, όταν μάλιστα το επενδυτικό ρίσκο των δαπανών έρευνας το αναλαμβάνουν τρίτοι; Να μην έχει η χώρα δικούς της ενεργειακούς πόρους και να μην είναι ενεργειακά ανεξάρτητη και ασφαλής εισάγοντας φυσικό αέριο, δαπανώντας ετησίως 10 δισ. ευρώ, όσα δηλαδή παράγει ο αγροτικός τομέας;
Να μη γίνουν επενδύσεις σε πρωτογενή παραγωγικό τομέα; Να μην προσδοκά το κράτος σε έσοδα από φόρους και μισθώματα για το Ταμείο Αλληλεγγύης Γενεών; Να εγκαταλείψουμε τους ενεργειακούς πόρους του θαλάσσιου ελλαδικού χώρου στη Ν.Α. Μεσόγειο, όταν αυτοί αποτελούν και πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Απλώς διερωτώμαι.
Πηγή: Καθημερινή, defence-point.gr