Είναι γνωστό ότι η γλώσσα συνδέεται άμεσα με την ιδεολογία. Οι έννοιες και ο τρόπος που αποτυπώνονται στη γλώσσα καθορίζονται από τα ιδεολογικά ρεύματα που κυριαρχούν, και αντίστροφα είναι εργαλείο που επηρεάζει την επικράτηση του ενός η του άλλου ιδεολογικού ρεύματος εντός μιας κοινωνίας. Επομένως οι λέξεις δεν είναι αθώες. Η στοχευμένη επιβολή μιας λέξης στο δημόσιο διάλογο, ή αντίστροφα ο στοχευμένος αποκλεισμός της χρήσης της έχει σαφή ιδεολογικά χαρακτηριστικά και, συνήθως, κίνητρα πολιτικής κυριαρχίας αυτών που την προωθούν.
Μια τέτοια λέξη είναι, κατ’ εξοχήν, η λέξη «λαθρομετανάστευση». Η τεράστια πίεση που έχει ασκηθεί για την εξάλειψη αυτής της λέξης από τη δημόσια συζήτηση εντάσσεται στο πλαίσιο της γενικότερης προσπάθειας επιβολής της ανοχής στην παράνομη μετανάστευση. Στο ίδιο πλαίσιο άλλωστε εντάσσεται και η καταχρηστική χρήση του όρου «πρόσφυγας» που διασφαλίζει διαφορετικό νομικό καθεστώς (και περισσότερη συμπάθεια) από τον όρο «μετανάστης» – έστω και αν μικρό ποσοστό των μεταναστών που δέχεται η Ελλάδα είναι πράγματι πρόσφυγες.
Ας ξεκινήσουμε από τα στοιχειώδη: η λέξη «λαθραίος» και τα παράγωγά της είναι απολύτως δόκιμη για την περιγραφή μιας δραστηριότητας που παραβιάζει τους νόμους: όπως το παράνομο εμπόριο ονομάζεται λαθρεμπόριο και το παράνομο κυνήγι ονομάζεται λαθροθηρία, έτσι και η παράνομη μετανάστευση ονομάζεται λαθρομετανάστευση. Το γνωστό σύνθημα «κανένας άνθρωπος δεν είναι λαθραίος» παραβλέπει ότι κατά τη νομοθεσία είναι «λαθραίοι» πολλών ειδών άνθρωποι – οι λαθρέμποροι, οι λαθροθήρες, οι λαθρεπιβάτες κλπ. Επομένως η ειδική ευαισθησία για τον όρο «λαθρομετανάστες» θα ήταν αστεία, αν δεν είχε τόσο φανατική υποστήριξη και τέτοιους πολιτικούς σκοπούς.
Γιατί η κατάσταση έχει φτάσει πλέον σε τέτοιο σημείο, ώστε ακόμα και δικαστικοί λειτουργοί να παρακάμπτουν τους νόμους, προκειμένου να υποστηρίξουν την πολιτική ορθότητα. Συγκεκριμένα, η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου στις 26/7/2018 εξέδωσε παραγγελία προς τις Εισαγγελίες Πρωτοδικών της χώρας, και αυτές με τη σειρά τους προς τους διευθυντές πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, «παρακαλώντας» να μη χρησιμοποιείται ο όρος «λαθρομετανάστης», αλλά οι όροι «παράτυπα εισερχόμενος στη χώρα», «πρόσφυγας», «μετανάστης», «οικονομικός μετανάστης» ή «αιτών άσυλο». Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ η είσοδος στην Ελλάδα χωρίς άδεια είναι αδίκημα, στα συγκεκριμένα έγγραφα αποφεύγεται ακόμα και ο όρος «παράνομος μετανάστης». Σημειωτέον ότι μια τέτοια εισαγγελική «παράκληση» δεν έχει νομική δεσμευτικότητα για τους πολίτες και δεν προβλέπονται κυρώσεις για την παράβασή της – ωστόσο με την κατάλληλη διάδοση από τα ΜΜΕ (δημοσιεύματα τύπου «η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου απαγορεύει τη χρήση του όρου «λαθρομετανάστης») ενίσχυσε το κλίμα ιδεολογικής τρομοκρατίας γύρω από τη χρήση των συγκεκριμένων όρων.
Στην πραγματικότητα, η χρήση των λέξεων «λαθρομετανάστης» και «λαθρομετανάστευση» είναι απολύτως νόμιμη και φυσιολογική. Άλλωστε περιέχονται σε πολλούς ισχύοντες νόμους του ελληνικού κράτους – οπότε θα ήταν άτοπο να ισχυριστεί κάποιος ότι είναι παράνομη η χρήση τους.
Για παράδειγμα, στον ισχύοντα Τελωνειακό Κώδικα (ν. 2960/2001, άρθρο 3 παρ. 2) αναφέρεται ότι «η Τελωνειακή Υπηρεσία είναι επίσης αρμόδια, δια των οργάνων της στα σημεία εισόδου – εξόδου, [..] να ελέγχει πρόσωπα, αποσκευές, εμπορεύματα και μεταφορικά μέσα, για τον εντοπισμό […] παρατυπιών που αφορούν μεταφορές, αλιεία, λαθρομετανάστευση, προστασία περιβάλλοντος». Επίσης, στο άρθρο 8 παρ. 5 του ν. 3446/2006 προβλέπεται ότι «οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και σε περίπτωση δήμευσης επιβατικού Δημόσιας Χρήσης αυτοκινήτου που κατελήφθη να μεταφέρει λαθρομετανάστες».
Οι νόμοι που χρησιμοποιούν τον όρο «λαθρομετανάστευση» δεν ψηφίστηκαν μόνο επί «δεξιών» κυβερνησεων: μια αναδρομή στο παρελθόν δείχνει ότι η χρήση του όρου στη νομοθεσία είναι σταθερή, ανεξαρτήτως κυβέρνησης, για περίπου 20 χρόνια από το 1990 ως το 2010, οπότε αρχίζει να αποφεύγεται (ίσως δεν είναι τυχαία η χρονική σύμπτωση με την έναρξη της διακυβέρνησης του «πολυπολιτισμικού» Γ. Παπανδρέου και το πρώτο άνοιγμα των συνόρων στον Έβρο επί Γ. Ραγκούση).
Η χρήση του όρου «λαθρομετανάστευση» στη νομοθεσία ξεκινά σχεδόν ταυτόχρονα με την πτώση του ανατολικού μπλοκ, και επί κυβέρνησης Μητσοτάκη (1991) «συγκροτούνται ειδικές αστυνομικές ομάδες με αποστολή την καταπολέμηση της λαθρομετανάστευσης κατά μήκος των χερσαίων συνόρων την Χώρας» (άρθρο 5 ν. 1975/91).
Ο όρος συνεχίζει να χρησιμοποιείται κανονικά και μετά το 1993, και μάλιστα ιδίως στην περίοδο του σημιτικού «εκσυγχρονισμού», από τον οποίο προέρχονται πολλοί από τους σημερινούς «κεντροαριστερούς» που μετρούν την προοδευτικότητα με την ανοχή στη λαθρομετανάστευση. Έτσι π.χ. στο άρθρο 1 του ν. 2622/1998 αναφέρεται ότι «στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης συνιστώνται, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, κεντρική και περιφερειακές Αστυνομικές Υπηρεσίες Συνοριακής Φύλαξης και Δίωξης Λαθρομετανάστευσης, με αποκλειστική αποστολή την αποτροπή παράνομης εισόδου αλλοδαπών στη χώρα, τον εντοπισμό και τη σύλληψη των παρανόμως εργαζομένων ανά την επικράτεια και την παραπομπή τους στη δικαιοσύνη ή την επαναπροώθησή τους αλλοδαπών, καθώς και τον εντοπισμό και τη σύλληψη προσώπων που διευκολύνουν την παράνομη είσοδο και εργασία αλλοδαπών και την παραπομπή τους στη δικαιοσύνη, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις». Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του π.δ. 310/1998, «τα Τμήματα Συνοριακής φύλαξης είναι αρμόδια για: […] στ) τη συλλογή και αξιοποίηση πληροφοριών για θέματα λαθρομετανάστευσης». Περιττό βέβαια να συγκρίνουμε την εικόνα ενός ελληνικού κράτους που μιλούσε για αποτροπή εισόδου, εντοπισμό, σύλληψη, δίκη και επαναπροώθηση, με τη σημερινή κατάσταση…
Επίσης, οι όροι «λαθρομετανάστης» και «λαθρομετανάστευση» εμφανίζονται στις αιτιολογικές εκθέσεις πολλών νόμων του ελληνικού κράτους (ενδεικτικά: ν. 2292/1995, 2329/1995, 2384/1996, 2499/1997, 2691/1999, 3166/2003, 3386/2005, 3536/2007, 3691/2008, 3772/2009), σε διεθνείς συμφωνίες που κυρώθηκαν από τη Βουλή (με πρώτη τη συμφωνία της 20.1.2000 με την Τουρκία που κυρώθηκε με το ν. 2926/2001), καθώς και σε υπουργικές αποφάσεις (όπως π.χ. η ΥΑ φ.0544/ασ 56/μ.4244 – 1998 που αναφέρεται σε κυρώσεις «έναντι των μεταφορικών εταιριών που μεταφέρουν λαθρομετανάστες στο χώρο Σένγκεν») και σε άλλες κανονιστικές πράξεις, όπως ο Κανονισμός της Σχολής Λιμενοφυλάκων (67/2009, ΦΕΚ Β 2148/2009), όπου ο όρος «λαθρομετανάστευση» αναφέρεται επανειλημμένα ως αντικείμενο των μαθημάτων της σχολής.
Το πιο διασκεδαστικό είναι ότι ο όρος «λαθρομετανάστευση» που, κατά τους υπέρμαχους της πολιτικής ορθότητας, «απάδει προς το ευρωπαϊκό κεκτημένο» αναφέρεται ρητώς και στο Σύνταγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης του 2004 (που υπεγράφη ως συνθήκη από τα κράτη μέλη, αλλά τελικά δεν τέθηκε σε ισχύ επειδή δεν κυρώθηκε στην Γαλλία και την Ολλανδία). Εκεί λοιπόν, στο άρθρο 267 παρ. 2 διαβάζουμε: «Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ευρωπαϊκός νόμος ή νόμος – πλαίσιο θεσπίζει μέτρα στους ακόλουθους τομείς: …γ) λαθρομετανάστευση και παράνομη διαμονή, καθώς και απομάκρυνση και επαναπατρισμός των παρανόμως διαμενόντων».
Εάν λοιπόν όποιος χρησιμοποιεί τους όρους «λαθρομετανάστης» και «λαθρομετανάστευση» είναι φασίστας, ρατσιστής, ακροδεξιός κλπ., θα πρέπει να χαρακτηρίσουμε έτσι τους Προέδρους Δημοκρατίας που εξέδωσαν τους ανωτέρω νόμους και προεδρικά διατάγματα (Κ. Καραμανλή, Κ. Στεφανόπουλο και Κ. Παπούλια), τους δεκάδες υπουργούς που τους εισηγήθηκαν, τους εκατοντάδες βουλευτές των δημοκρατικών κομμάτων του ελληνικού Κοινοβουλίου που τους ψήφισαν, αλλά και τους αρχηγούς κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τους υπουργούς Εξωτερικών τους, που υπέγραψαν το σχέδιο Συντάγματος της Ευρώπης του 2004…
Ή εναλλακτικά, μπορούμε να σοβαρευτούμε, να αδιαφορήσουμε για την ιδεολογική τρομοκρατία και να πούμε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη – και τη λαθρομετανάστευση, λαθρομετανάστευση.
Το παρόν άρθρο αφιερώνεται στη μνήμη του Σαράντου Καργάκου, ακούραστου δασκάλου και θερμού πατριώτη, που ποτέ δεν πτοήθηκε από την ιδεολογική τρομοκρατία της πολιτικής ορθότητας.