Μείζον ζήτημα όχι μόνο ηθικής και εκκλησιαστικής τάξης, αλλά και για την εξωτερική πολιτική της χώρας προκαλεί η «εύκολη» και χωρίς καμία αντίδραση «συμμόρφωση» μητροπολιτών της Κρήτης αλλά και άλλων περιοχών που υπάγονται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο στην «προσφορά» Ερντογάν για να πάρουν την τουρκική υπηκοότητα. Δεκαπέντε μητροπολίτες έχουν μέχρι τώρα αιτηθεί την τουρκική υπηκοότητα με την αγαθή, φυσικά, πρόθεση ότι έτσι συνδράμουν στη στελέχωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και συγκροτούν εφεδρεία τόσο για την κάλυψη των θέσεων της Συνόδου ή ακόμη και για την εκλογή διαδόχου του κ.κ. Βαρθολομαίου, όταν και όποτε προκύψει τέτοιο θέμα.
Παρά τη δικαιολογημένη αγωνία του ίδιου του Οικουμενικού Πατριάρχη αλλά και όλης της Ορθοδοξίας για το μέλλον του κορυφαίου πνευματικού θεσμού, είναι σαφές ότι τέτοιες πρωτοβουλίες όχι μόνο δεν βοηθούν στην ουσιαστική και μακροπρόθεσμη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας και συνέχειας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά αντιθέτως διευκολύνουν τις προσπάθειες της Άγκυρας να θέσει υπό ακόμη πιο ασφυκτικό κλοιό το Πατριαρχείο αλλά και να επιχειρήσει επέκταση της επιρροής και στην Ελλάδα. Έτσι ο κ. Ερντογάν, αποφεύγοντας όλα εκείνα τα μέτρα και τις αποφάσεις που οφείλει να λάβει για την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, βγαίνει από τη δύσκολη θέση με τον καλύτερο τρόπο, καθώς δεσμεύει με την τουρκική υπηκοότητα την πνευματική ελίτ των Εκκλησιών που υπάγονται στο Πατριαρχείο και μάλιστα πνευματικούς ταγούς σε ευαίσθητες περιοχές της Ελλάδας.
Η τουρκική νομοθεσία
Σύμφωνα με την τουρκική νομοθεσία, ο «πατριάρχης των Ρωμιών» (ο Οικουμενικός Πατριάρχης, δηλαδή) πρέπει να έχει τουρκική υπηκοότητα όπως και όλα τα μέλη της Συνόδου από τα οποία εκλέγεται. Μόνο ο αείμνηστος Αθηναγόρας εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης χωρίς να έχει την τουρκική υπηκοότητα και έφτασε στην Κωνσταντινούπολη από τις ΗΠΑ με το αεροσκάφος του προέδρου της χώρας Χάρι Τρούμαν, οπότε και οι τουρκικές Αρχές υποχρεώθηκαν να του δώσουν την τουρκική υπηκοότητα στο… αεροδρόμιο. Καθώς η Θεολογική Σχολή της Χάλκης παραμένει κλειστή και η ελληνορθόδοξη κοινότητα στην Τουρκία έχει συρρικνωθεί, η θηλιά σφίγγει όλο και περισσότερο γύρω από το Οικουμενικό Πατριαρχείο που δεν θα διαθέτει σύντομα το απαραίτητο ανθρώπινο δυναμικό για να επιβιώσει και να ανταποκριθεί στο ρόλο του. Την ώρα, λοιπόν, που η διεθνής κοινότητα, με προεξάρχουσες τις ΗΠΑ και την ΕΕ, ζητούν επιτακτικά από την Τουρκία να αναγνωρίσει τον οικουμενικό ρόλο του Πατριαρχείου, να επιτρέψει την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης και να άρει κάθε περιορισμό στη λειτουργία του, το Φανάρι αλλά και η Αθήνα έρχονται να αποδεχτούν την μεθόδευση αυτή του κ. Ερντογάν, η οποία απαλλάσσει την Τουρκία από πολλές υποχρεώσεις και συγχρόνως μετατρέπει το ζήτημα σε ελληνοτουρκικό. Η «προσφορά» του κ. Ερντογάν, η οποία έγινε κατόπιν συνεννοήσεων με την ηγεσία του Πατριαρχείου αλλά και με την Αθήνα, έχει πολλαπλή στόχευση και δεν είναι φυσικά, όπως επιχειρήθηκε να ερμηνευτεί, κίνηση… καλής θέλησης προς την Ελλάδα. Έτσι με τον πλέον ανώδυνο για την Τουρκία τρόπο όχι μόνο αποδυναμώνονται τα επιχειρήματα για την ανάγκη επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, αλλά με τις ελληνικές ευλογίες μετατρέπεται η υπόθεση του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε διμερές ελληνοτουρκικό ζήτημα, ενώ πλήττεται ευθέως η έννοια της Οικουμενικότητας. Εκτός των άλλων όμως δημιουργείται και σοβαρό ζήτημα ηθικής τάξης, καθώς Έλληνες πνευματικοί και θρησκευτικοί ταγοί ωθούνται με εκβιαστικό τρόπο να ζητήσουν την υπηκοότητα αλλού τρίτου κράτους, κάτι που δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερο προβληματισμό, μια και οι μητροπολίτες προέρχονται είτε από την ευαίσθητη περιοχή της Δωδεκανήσου είτε από την Κρήτη, όπου εσχάτως επιχειρείται αναβίωση θεμάτων περιουσιών των Τουρκοκρητικών ή της αναγνώρισης «τουρκικής μειονότητας» – από τη ρύθμιση εξαιρούνται οι μητροπολίτες των Νέων Χωρών, οι οποίοι υπάγονται μεν εκκλησιαστικά και πνευματικά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά σύμφωνα με την Πατριαρχική Πράξη του 1928 συμμετέχουν στη Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδας, οπότε δεν μπορούν να συμμετέχουν σε δύο Συνόδους.
Οι κινήσεις του Ερντογάν
Η υπόθεση αυτή άρχισε να ξετυλίγεται από το 2008, όταν για πρώτη φορά φαίνεται να έθιξε το ζήτημα ο κ. Ερντογάν στους Κ. Καραμανλή και Ν. Μπακογιάννη στην επίσκεψή τους σε Άγκυρα και Κωνσταντινούπολη και οριστικοποιήθηκε στη συνάντηση που είχε με μειονοτικούς θρησκευτικούς ηγέτες στην Πρίγκηπο πέρσι το καλοκαίρι ο Τούρκος πρωθυπουργός. Δεν έχει, πάντως, ακόμη ξεδιπλωθεί σε όλη την έκταση της η τουρκική μεθόδευση, καθώς μόνο τυχαία δεν πρέπει να θεωρείται η επίκληση του κ. Ερντογάν στην «προσφορά» του στο Οικουμενικό Πατριαρχείο στην πρόσφατη επίσκεψή του στην Αθήνα, κατά τη διάρκεια της κοινής συνέντευξης Τύπου με τον Γ. Παπανδρέου, θέτοντας ταυτόχρονα και θέμα εκλογής του μουφτήδων. Η εξέλιξη αυτή θέτει και σοβαρά ερωτηματικά νομιμότητας και συμβατότητας με το ευρωπαϊκό δίκαιο και το κεκτημένο περί θρησκευτικών ελευθεριών, καθώς τίθεται ως προϋπόθεση η υπηκοότητα για την ελεύθερη άσκηση θρησκευτικών καθηκόντων. Η ελληνική πλευρά αλλά και ο ίδιος ο Οικουμενικός Πατριάρχης όφειλαν να θέσουν πρώτο στην ατζέντα ακριβώς το ζήτημα της κατάργησης του διατάγματος (τεσκερέ) του 1927 που ρυθμίζει την εκλογή Πατριάρχη αλλά και της απόφασης (Ταλιμάτ) του νομάρχη Κωνσταντινούπολης του 1970, που προβλέπει ότι όταν χηρεύει ο θρόνος, από τη λίστα των εκλόγιμων μητροπολιτών ο ίδιος ο νομάρχης έχει δυνατότητα διαγραφής όσων δεν του είναι αρεστοί. Σε έναν πνευματικό θεσμό του μεγέθους του Οικουμενικού Πατριαρχείου δεν μπορεί να τίθενται τέτοιου είδους περιορισμοί.
Η μοναδική ευκαιρία
Εξάλλου, θα αποτελούσε μια μοναδική ευκαιρία η ανάδειξη μητροπολιτών στη Σύνοδο, οι οποίοι δεν έχουν την τουρκική υπηκοότητα και εάν και εφόσον κάποιος από τους μητροπολίτες αυτούς εκλεγεί Οικουμενικός Πατριάρχης τότε και μόνο να τεθεί de facto το δίλημμα στην τουρκική κυβέρνηση, η οποία θα πρέπει να συνυπολογίσει το τεράστιο κόστος που θα έχει ενδεχόμενη απόρριψη ενός νέου Οικουμενικού Πατριάρχη, επειδή δεν θα έχει την έγκριση του… νομάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Ερωτηματικά πάντως προκαλεί η πολύμηνη «σιωπή» της Αθήνας για την υπόθεση αυτή, κάτι που δημιουργεί βεβαιότητα πλέον ότι υπάρχει σιωπηρή συμφωνία (της προηγούμενης και της νυν κυβέρνησης) με τον κ. Ερντογάν για να υλοποιηθεί το σχέδιο αυτό που διευκολύνει τους χειρισμούς της Τουρκίας στο κρίσιμο θέμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των θρησκευτικών ελευθεριών.
Πηγή: Περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ http://www.m-epikaira.gr/