Σε ένα μικρό δωματιάκι, ένα επί δύο, το οποίο βρισκόταν κολλητά στο ιερό του ναού, ζούσε η κυρία Αθηνά Αγγελοπούλου, γεννηθείσα το 1900 περίπου, στην Κέρκυρα. Η κυρία Αθηνά είχε διατελέσει δασκάλα στο ελληνικό σχολείο των Δρυμάδων και πλέον εργαζόταν στο νοσοκομείο Αυλώνας. Ήταν ουσιαστικά ο φύλακας-άγγελος του ναού και στο δωμάτιό της φύλαγε την μεγάλη εικόνα των Αγίων Θεοδώρων, ενώπιον της οποίας φώτιζε ακοίμητο το καντηλάκι. Η κυρία Αθηνά δεν ήταν παντρεμένη και έζησε εν παρθενία όλη της την ζωή. Την επισκέπτονταν πολλοί χριστιανοί της περιοχής, με χίλιες προφυλάξεις, και ζητούσαν τις συμβουλές της, αλλά και τις προσευχές της (μαρτυρούνται και αρκετά θαύματα). Καθόταν ολομόναχη στο δωματιάκι της, μπροστά στο καντηλάκι της και ολημερίς προσευχόταν. Ιερέας δεν υπήρχε. Παρά την απόφαση για μετατροπή του ναού των Αγίων Θεοδώρων σε πυροσβεστικό σταθμό, εκείνη δεν ήθελε να φύγει από το δωματιάκι, ελπίζοντας σε ένα θαύμα, και το θαύμα έγινε...
Εκείνο το πρωινό έφθασαν οι εργάτες έξω από τον ναό και ετοίμασαν τις σκάλες. Η διαταγή από τον σύντροφο Εμβέρ Χότζα ήταν σαφέστατη. Μιας και επισήμως κάθε θρησκεία εξοβελιζόταν από το κράτος της Αλβανίας, οι ναοί δεν είχαν λόγο ύπαρξης. Οι εργάτες ανέβηκαν στις σκαλωσιές και άρχισαν να βγάζουν ένα ένα τα κεραμίδια των Αγίων Θεοδώρων. Τα πέταγαν κάτω, στο μικρό προαύλιο. Σιγά σιγά δημιουργήθηκε μια στίβα από αυτά, τα περισσότερα σπασμένα από το πέταγμα. Το μεσημέρι οι εργάτες είχαν τελειώσει. Θα ερχόντουσαν ξανά αύριο, να τελειώσουν το γκρέμισμα. Την επόμενη ημέρα, όταν οι εργάτες ήλθαν να συνεχίσουν το έργο τους, βρήκαν τα κεραμίδια πίσω στη θέση τους, στην στέγη, ακέραια και κολλημένα. Το ίδιο συνέβη και την δεύτερη ημέρα. Όταν και την τρίτη ημέρα επαναλήφθηκε, ο ναός απλά σφραγίστηκε, για να μη μπαίνει κόσμος μέσα και προσεύχεται, οι εργάτες έφυγαν και ο πυροσβεστικός σταθμός έγινε σε άλλο σημείο.