Το 1935 η Ελληνική Αεροπορία ουσιαστικά, δεν υφίστατο. Διέθετε ως βασικά καταδιωκτικά τα Gloster Mars VI Nigthhawk, κατασκευής 1919, μέγιστης ταχύτητας 193 χλμ. την ώρα και οπλισμού δύο πολυβόλων Vickers των 7,7 χλστ. Τα αεροσκάφη αυτά ήταν παντελώς ανίκανα όχι να επιχειρήσουν, αλλά ακόμα και να πετάξουν, λόγω παλαιότητας.
Με το ξέσπασμα του φιλοβενιζελικού πραξικοπήματος, τον Μάρτιο του 1935, αγοράστηκαν από τη Γιουγκοσλαβία, εσπευσμένα, 5 τσεχοσλοβακικά διπλάνα καταδιωκτικά Avia BH-33H, οπλισμένα επίσης με δύο ελαφρά πολυβόλα και με μέγιστη ταχύτητα 315 χλμ. την ώρα.
Στις 18 Αυγούστου 1936 ο πλούσιος ομογενής Κουταρέλης, αγόρασε δύο τσεχοσλοβακικά καταδιωκτικά Avia B534, τα οποία και δώρισε στην Αεροπορία. Τα ελ λόγω αεροσκάφη ήταν επίσης διπλάνα, αλλά είχαν κλειστό κόκπιτ, ήταν οπλισμένα με τέσσερα ελαφρά πολυβόλα και ταχύτητα 400 χλμ. την ώρα.
Το 1937 ο αιγυπτιώτης επιχειρηματίας Στυλιανός Σαρπάκης δώρισε στην Αεροπορία δύο βρετανικής κατασκευής διπλάνα καταδιωκτικά Gloster Gladiator Mk I, τα οποία έφεραν επίσης τέσσερα ελαφρά πολυβόλα και είχαν μέγιστη ταχύτητα 407 χλμ. την ώρα.
Τα τέσσερα αυτά, συνολικά, καταδιωκτικά, ήταν τα μόνα, σχετικά, σύγχρονα αεροσκάφη που διέθετε η Αεροπορία. Ήταν φανερό πως, καθώς μάλιστα τα σύννεφα του πολέμου πύκνωναν στην Ευρώπη, η ελληνική αεροπορία χρειαζόταν ενίσχυση.
Έτσι αποφασίστηκε η αγορά νέων αεροσκαφών άμεσα. Η Ελλάδα ζήτησε να αγοράσει καταδιωκτικά από τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις. Όμως δεν το κατόρθωσε, καθώς είτε ζητούσαν πληρωμή με μετρητά, είτε δεν πωλούσαν καν αεροσκάφη, καθώς ενίσχυαν τις δικές τους αεροπορίες.
Έτσι η Ελλάδα στράφηκε στην Πολωνία, η οποία διέθετε προς πώληση το καταδιωκτικό PZL-24. Συμφωνήθηκε η αγορά 36 αεροσκαφών PZL-24 F και G. Τα πρώτα έφεραν δύο πυροβόλα των 20χλστ. και δύο πολυβόλα, ενώ τα δεύτερα, έφεραν τέσσερα πολυβόλα.
Τα PZL-24 ήταν η καλύτερη έκδοση του πολωνικού καταδιωκτικού PZL-11 και μπορούσε να αναπτύξει μέγιστη ταχύτητα 430 χλμ. την ώρα. Παραγγέλθηκαν 12 καταδιωκτικά Bloch MB-151 από τη Γαλλία, αλλά μόνο τα εννέα έφτασαν στην Ελλάδα.
Τα αεροσκάφη αυτά, ήταν σύγχρονα μονοπλάνα, με μέγιστη ταχύτητα 520 χλμ. την ώρα, οπλισμένα με δύο πυροβόλα των 20 χλστ. και δύο πολυβόλα. Ωστόσο το αεροσκάφος βρισκόταν ακόμα στη φάση εξέλιξης και παρουσίαζε πολλά τεχνικά προβλήματα.
Η αεροπορία στερείτο όμως και βομβαρδιστικών. Έτσι αποφασίστηκε η αγορά 24 από τα εξαίρετα βρετανικά ελαφρά βομβαρδιστικά Bristol Blenheim Mk IV. Ωστόσο οι Βρετανοί δήλωσαν πως μπορούσαν να διαθέσουν μόνο 12 και έτσι, στη θέση των μη παραδοθέντων 12 αγοράστηκαν, τα επίσης βρετανικά, ελαφρά βομβαρδιστικά Fairey Battle B1.
Αγοράστηκαν επίσης 12 αεροσκάφη πολλαπλού ρόλου Avro Anson Mk I, τα οποία ανέλαβαν την επιτήρηση του Αιγαίου. Αγοράστηκαν επίσης 24 γαλλικά ελαφρά βομβαρδιστικά Potez 633, αλλά τελικά παραδόθηκαν τα 11.
Επίσης αγοράστηκαν 16 γερμανικά αεροσκάφη στρατιωτικής συνεργασίας Henschel Hs126A-1 και 12 γερμανικά υδροπλάνα ναυτικής συνεργασίας Dornier Do 22kg, τα οποία όμως, τελικά, χρησιμοποιήθηκαν ως αεροσκάφη στρατιωτικής συνεργασίας, αντικαθιστώντας τους πλωτήρες με τροχούς.
Τέλος αγοράστηκε και ένας αριθμός εκπαιδευτικών Avro 621 Tutor και Avro 626, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στις επιχειρήσεις του 1940-41 ως αναγνωριστικά.
Έτσι η αεροπορία, από το μηδέν, βρέθηκε να διαθέτει 45 νέα καταδιωκτικά, 35 βομβαρδιστικά και άλλα 12 ικανά να εκτελέσουν αποστολές βομβαρδισμού αεροσκάφη και 28 αεροσκάφη στρατιωτικής και ναυτικής συνεργασίας, δηλαδή συνολικά 120 αεροσκάφη πρώτης γραμμής.
Σε αυτά προστέθηκαν και τα λίγα αξιόμαχα αεροσκάφη στρατιωτικής συνεργασίας Brequet 19 Α2/Β2, που είχαν αγοραστεί στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και στις αρχές της δεκαετίας του 1930 και τα Potez 25 TOE. Έτσι η ανύπαρκτη, ουσιαστικά αεροπορία, έλαβε σάρκα και οστά και πέτυχε άθλους πάνω από το βορειοηπειρωτικό μέτωπο και όχι μόνο.
Οι ελληνικές μοίρες δίωξης, οι οποίες, κατά τη διάρκεια του πολέμου ενισχύθηκαν με τουλάχιστον 14 Gloster Gladiators, τα οποία παραχώρησαν οι Βρετανοί, στα τέλη του 1940, πέτυχαν, σύμφωνα με ορισμένες πηγές, τουλάχιστον 34 επιβεβαιωμένες καταρρίψεις και 24 πιθανές, χάνοντας, στον αέρα, 19 αεροσκάφη.
Κάποιες πηγές κάνουν λόγο για 64 καταρρίψεις. Οι καλύτεροι Έλληνες πιλότοι που αναδείχτηκαν τότε ήταν ο σμηναγός Α. Αντωνίου, διοικητής της 22ης Μοίρας Δίωξης, με 5 και 1/2 επιβεβαιωμένες καταρρίψεις (τη «μισή κατάρριψη» την πέτυχε σε συνεργασία με κάποιον άλλο πιλότο), ο σμηναγός Ι. Κέλλας, διοικητής της 21ης Μοίρας Δίωξης, με 3 και 1/3 καταρρίψεις, ο επισμηνίας Ε. Δάγκουλας με 2, επιβεβαιωμένες και 2 πιθανές, ο Γ. Φανουργάκης με 1 επιβεβαιωμένη και 3 πιθανές καταρρίψεις και ο Μ. Μητραλέξης με 1 επιβεβαιωμένη και μια πιθανή.
Πηγή: defence-point.gr