Αντικείμενο προβληματισμού αποτελούν οι 460 κενές θέσεις εισακτέων στις παραγωγικές σχολές, παρά την αισθητή πτώση των βάσεων
Εντονότατο προβληματισμό σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο δημιουργούν οι 460 κενές θέσεις εισακτέων που καταγράφηκαν φέτος στις παραγωγικές σχολές των Ενόπλων Δυνάμεων (ΕΕΔ), δηλαδή τα Ανώτατα Στρατιωτικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΑΣΕΙ) και τις Ανώτερες Στρατιωτικές Σχολές Υπαξιωματικών (ΑΣΣΥ), παρά την αισθητή πτώση των βάσεων εισαγωγής. Προς το παρόν ο προβληματισμός φαίνεται να επικεντρώνεται μόνο στην ποσοτική διάσταση του προβλήματος αγνοώντας κοινωνιολογικές και αδιαμφισβήτητες παραμέτρους, όπως οι οικονομικοί και οι ανθρώπινοι πόροι που δρουν καθοριστικά.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύτηκαν, οι κενές θέσεις στα ΑΣΕΙ ανέρχονται σε 252 και κατανέμονται ως εξής:
– 230 κενές έναντι 307 θέσεων που προκηρύχθηκαν στα Οπλα της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων (ΣΣΕ), ποσοστό 74,9%.
– 8 κενές έναντι 62 θέσεων που προκηρύχθηκαν στη Σχολή Αξιωματικών Νοσηλευτικής (ΣΑΝ), ποσοστό 12,9%.
– 14 κενές έναντι 75 που προκηρύχθηκαν στους Ιπτάμενους της Σχολής Ικάρων (ΣΙ), ποσοστό 18,7%.
Αντίστοιχα οι κενές θέσεις στις ΑΣΣΥ ανέρχονται σε 208 και κατανέμονται ως εξής:
– 148 κενές έναντι 200 θέσεων που προκηρύχθηκαν στα Οπλα της Σχολής Μονίμων Υπαξιωματικών (ΣΜΥ) του Στρατού Ξηράς, ποσοστό 74%.
– 60 κενές έναντι 103 θέσεων που προκηρύχθηκαν στην κατεύθυνση Τεχνολογικής Υποστήριξης της Σχολής Μονίμων Υπαξιωματικών Αεροπορίας (ΣΜΥΑ), ποσοστό 60%.
Αξιοσημείωτο είναι ότι στον Στρατό Ξηράς οι κενές θέσεις στους αξιωματικούς και τους υπαξιωματικούς αφορούν αποκλειστικά τα Οπλα, δηλαδή τα Μάχης (Πεζικό, Ιππικό – Τεθωρακισμένα και Πυροβολικό) και τα Υποστήριξης Μάχης (Μηχανικό, Διαβιβάσεις και Αεροπορία Στρατού), δεδομένο που απαιτεί ιδιαίτερη μελέτη.
Το ίδιο ισχύει και για τους ιπτάμενους της Σχολής Ικάρων, οι οποίοι απολαμβάνουν ιδιαίτερης κοινωνικής αποδοχής και αίγλης. Στην πράξη τα κενά θα είναι μεγαλύτερα, καθώς, με βάση την εμπειρία, ο αριθμός των αποφοιτούντων είναι μικρότερος κατά 10%-20% των εισακτέων για διάφορους λόγους (π.χ. αδυναμία προσαρμογής στο στρατιωτικό περιβάλλον).
Αναζήτηση αιτίων
Για την ερμηνεία του φαινομένου των κενών θέσεων διατυπώθηκαν στη δημόσια συζήτηση ποικίλες απόψεις. Για παράδειγμα, η τιμή του συντελεστή της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ), που για πρώτη φορά καθιερώθηκε το 2021, θεωρείται ως μία από τις αιτίες του. Ομως, παρά τη μείωση της τιμής από 1,2 σε 1, φέτος οι κενές θέσεις δεν μειώθηκαν, όπως είχε συμβεί το 2023.
Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ενώσεων Στρατιωτικών (ΠΟΜΕΝΣ) θεωρεί ότι οι κυριότεροι παράγοντες που αποτρέπουν τους νέους να επιλέξουν τη φοίτηση σε μια παραγωγική σχολή των ΕΕΔ είναι:
– οι χαμηλοί μισθοί, που επηρεάζουν άμεσα το επίπεδο διαβίωσης των στελεχών και των οικογενειών τους,
– το υψηλό κόστος στέγασης και η έλλειψη επαρκούς αριθμού στρατιωτικών οικημάτων,
– η συχνότητα (ανά τριετία) των μεταθέσεων, που δεν επιτρέπει τη δημιουργία σταθερού οικογενειακού περιβάλλοντος,
– το θεσμικό πλαίσιο που αφορά τη σταδιοδρομία και το μισθολογικό, ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό καθεστώς,
– το αρνητικό εργασιακό περιβάλλον,
– τα οικογενειακά, προσωπικά, υγειονομικά προβλήματα και ζητήματα επαγγελματικής απασχόλησης του/της συζύγου,
– τα υποβαθμισμένα πτυχία των αποφοίτων ΑΣΣΥ, που είναι ισότιμα των Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΙΕΚ), μη παρέχοντας στους κατόχους τους επαγγελματικά δικαιώματα, σε αντίθεση με τα πτυχία των αποφοίτων ΑΣΕΙ.
Προφανώς όλοι οι παράγοντες που ενδεικτικά αναφέρθηκαν συντελούν στη συνεχή μείωση του ενδιαφέροντος της ελληνικής νεολαίας για σταδιοδρομία στις Ενοπλες Δυνάμεις.
Ομως δεν πρόκειται για ελληνική ιδιαιτερότητα, αλλά για μια προβληματική πραγματικότητα που σήμερα αντιμετωπίζουν όλες οι αναπτυγμένες χώρες στον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων και των ΗΠΑ, που από τον Ιανουάριο του 1973 κατήργησαν τη θητεία και έχουν συσσωρεύσει εμπειρία 51 ετών στη δημιουργία και τη διατήρηση αμιγώς επαγγελματικών ενόπλων δυνάμεων.
Τίθεται ζήτημα ανθρώπινων και οικονομικών πόρων
Η πορεία των ΕΕΔ προς τον επαγγελματισμό άρχισε το 2001, όταν, στο πλαίσιο της Στρατηγικής Αμυντικής Αναθεώρησης (ΑΣΑ), εισήχθη ο θεσμός του Επαγγελματία Οπλίτη (ΕΠΟΠ) και η τότε εξαγγελθείσα πρόσληψη 25.000 ΕΠΟΠ σε διάστημα πέντε ετών. Ομως πριν από τα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 2000 η πορεία αυτή ανεστάλη, καθώς γίνονταν όλο και πιο αισθητά τα προβλήματα της εθνικής οικονομίας που οδήγησαν στη χρεοκοπία της χώρας το 2010, και ανακόπηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας των Μνημονίων. Μετά τη μερική αποκατάσταση της κανονικότητας και ιδιαίτερα μετά τον «πόλεμο των συνόρων» το 2020 άρχισε εκ νέου η πορεία προς τον επαγγελματισμό, με την πρόθεση πρόσληψης 1.600 ΕΠΟΠ και 1.000 Οπλιτών Βραχείας Ανακατάταξης (ΟΒΑ) ανά έτος για διάστημα πέντε ετών. Δηλαδή, με την εφαρμογή του ίδιου μοντέλου που εφαρμόστηκε 20 χρόνια πριν, και το οποίο έχει πλέον εξαντλήσει τα όριά του.
Τα στατιστικά που σε ετήσια βάση δημοσιοποιεί το ΝΑΤΟ, βάσει των στοιχείων που καταθέτουν τα κράτη-μέλη, μπορούν να αποτελέσουν πηγή διαπιστώσεων εξαιρετικού ενδιαφέροντος (βλέπε συνημμένο πίνακα).
Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έκδοση, του Μαρτίου 2023, στην Ελλάδα η αναλογία στρατιωτικού προσωπικού ανά κατοίκους είναι πέντε φορές μεγαλύτερη από της Γερμανίας, περίπου δύο φορές μεγαλύτερη της Φινλανδίας και περίπου τρεις φορές μεγαλύτερη των ΗΠΑ. Στην Ελλάδα αντιστοιχεί 1 στρατιωτικός ανά 93 κατοίκους, στη Φινλανδία 1 ανά 180, στη Γερμανία 1 ανά 465 και στις ΗΠΑ 1 ανά 254. Αυτή η σύγκριση αναδεικνύει το δυσανάλογα μεγάλο ποσοστό ανθρώπινων πόρων που διαθέτει η χώρα για την εθνική άμυνα σε σύγκριση με τη Φινλανδία, μία μικρή χώρα με σχεδόν ίδιου ύψους αμυντικές δαπάνες, τη Γερμανία, τη μεγαλύτερη οικονομία στην Ευρωπαϊκή Ενωση, και τις ΗΠΑ, την πλανητική υπερδύναμη, και ταυτόχρονα καθιστά εμφανή τη δυσκολία διάθεσής τους σε αυτό το επίπεδο στο μέλλον, λόγω της χρόνιας υπογεννητικότητας.
Από τα ίδια στοιχεία προκύπτει ότι οι δαπάνες προσωπικού (στρατιωτικού και πολιτικού) στην Ελλάδα αντιπροσωπεύουν το 54,94% των συνολικών αμυντικών δαπανών, που αποτελεί το έκτο κατά σειρά υψηλότερο ποσοστό στη Συμμαχία. Για σύγκριση αναφέρουμε ότι στη Φινλανδία το ποσοστό ανέρχεται σε 19,48%, στις ΗΠΑ στο 26,96% και στη Γερμανία στο 36,74%. Η αναγωγή των δαπανών προσωπικού κατά κεφαλή στρατιωτικού προσωπικού καθιστά εμφανή την ανεπάρκεια των οικονομικών πόρων στην περίπτωσή μας. Οπως, προκύπτει από τον πίνακα, οι ΗΠΑ ανά κεφαλή στρατιωτικού προσωπικού δαπανούν πέντε φορές περισσότερα απ’ ό,τι η Ελλάδα, η Γερμανία τέσσερις φορές περισσότερα, και η Φινλανδία περίπου 30% περισσότερα.
Γίνεται αντιληπτό ότι ενώ οι δαπάνες προσωπικού ως ποσοστό των αμυντικών δαπανών είναι το έκτο κατά σειρά υψηλότερο στο ΝΑΤΌ, η διατήρηση της οροφής των 111.000 ατόμων γίνεται εφικτή λόγω επαγγελματικών συνθηκών (απολαβές, εργασιακό περιβάλλον, κ.λπ.), που κάθε άλλο παρά μπορούν να προσελκύσουν το έντονο ενδιαφέρον των νέων ή να ανακόψουν το ρεύμα φυγής που συνεχώς αυξάνει.
Αποτελεί, λοιπόν, επιτακτική ανάγκη η αναζήτηση ενός νέου μοντέλου, που θα επιτύχει τη βέλτιστη ισορροπία μεταξύ των αναγκών υπεράσπισης της ασφάλειας και των ζωτικών συμφερόντων της χώρας, των κοινωνικών συνθηκών και των διαθέσιμων ανθρώπινων και οικονομικών πόρων.
Στατιστικά στοιχεία τεσσάρων χωρών
ΕΛΛΑΔΑ | ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ | ΓΕΡΜΑΝΙΑ | ΗΠΑ | |
Πληθυσμός | 10.413.982 | 5.603.851 | 84.669.326 | 334.914.895 |
Στρατιωτικό προσωπικό
111.000 | 31.000 | 181.700 | 1.317.000 |
Αναλογία στρατιωτικού προσωπικού ανά κατοίκου
1 ανά 93 | 1 ανά 180 | 1 ανά 465 | 1 ανά 254 |
Αμυντικές δαπάνες (ευρώ)
6.886.000.000 | 6.892.000.000 | 68.073.000.000 | 811.272.450.000 |
Αναλογία δαπανών προσωπικού
54,94% | 19,48% | 36,74% | 26,96% |
Δαπάνες προσωπικού κατά κεφαλή στρατιωτικού προσωπικού (ευρώ)
34.082 | 43.308 | 137.644 | 166.073 |
Πηγή: newsbreak.gr