«Γαύδος: Το δεύτερο μας Καστελόριζο»
Σύμφωνα με την Ομηρική μας παράδοση η Γαύδος είναι η μυθολογική Ωγυγία, νησί της Θεάς Καλυψώς κόρης του Άτλαντα[1]; Συγκεκριμένα στη Γαύδο-Ωγυγία ο Οδυσσέας έμεινε 10 ολόκληρα χρόνια μέχρι να τον βοηθήσει η θεά Αθηνά να “δραπετεύσει” και να επιστρέψει στην Ιθάκη. Ποιος όμως από εμάς γνωρίζει ότι η Γαύδος είναι ένα μικρό νησί του νομού Χανιών με πληθυσμό περίπου 100 άτομα και βρίσκεται σε μια απόσταση περίπου 20 χιλιομέτρων από την Κρήτη; Ποιος επιπλέον γνωρίζει ότι το νησί αυτό δένει ουσιαστικά Ευρώπη και Αφρική στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου; Τι σημαίνει αυτό για Κύπρο-Ελλάδα-Ε.Ε.; Τα ερωτήματα σημαντικά και η άγνοια των περισσοτέρων από εμας σημαντικότερη. Για τον λόγο αυτό, σκοπός του παρόντος άρθρου είναι η ανάδειξη της σημασιολογικής σπουδαιότητας του νησιού σε μια περίοδο όπου ενώ η προσοχή μας θα έπρεπε να επικεντρώνεται στα σοβαρά εθνικά προβλήματα ουσίας, εμείς δυστυχώς αναλωνόμαστε με τα καπρίτσια μιας καταρρέουσας εξουσίας.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Αν εξετάσει κανείς απλά και μόνο το μέγεθος του νησιού, θα δυσκολευτεί να αντιληφθεί τις τεράστιες γεωπολιτικές δυνατότητες που διαθέτει. Οι δυνατότητες αυτές δύναται να καταστούν πιο κατανοητές αν επιχειρήσουμε μια προσέγγιση του θέματος μέσα από το πρίσμα της «τοποστρατηγικής»[2]. Η τοποστρατηγική αποτελεί ουσιαστικά μια καινούργια επινόηση του Στρατηγικού Σύμβουλου και καθηγητή Δρος Νίκου Λυγερού στον ευρύτερο τομέα της στρατηγικής όπου και δραστηριοποιείται. Πολλοί από εμάς ίσως γνωρίζουν την έννοια της «γεωστρατηγικής» που είναι ένας συνδυασμός της στρατηγικής με την γεωγραφία. Η «τοποστρατηγική» τώρα σχετίζεται περισσότερο με την στρατηγική και την τοπολογία. Πιο απλά θα λέγαμε ότι η πρώτη έννοια (γεωστρατηγική) σχετίζεται με την γεωγραφία που συνδυάζετε με την γεωμετρία μετρώντας τις αποστάσεις, ενώ με την δεύτερη έννοια (τοποστρατηγική) δίνουμε περισσότερη έμφαση στις σχέσεις μεταξύ διαφορετικών δομικών στοιχείων και οντοτήτων του διεθνούς συστήματος. Με απλά λόγια, στο πλαίσιο της τοποστρατηγικής αυτό που μας ενδιαφέρει στην περίπτωση της Γαύδου είναι η σχέση του νησιού με τον ελληνικό χώρο και κατ’ επέκταση με το ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο και η σημασία της σχέσης που παίρνει το νησί σε συνδυασμό με την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ).
Είναι γεγονός ότι αν και καθυστερημένα, το τελευταίο διάστημα το θέμα περί οριοθέτησης της Ελληνικής ΑΟΖ, δείχνει να παίρνει μια ενδιαφέρουσα δυναμική η οποία ενισχύεται σημαντικά κυρίως μέσα από το διαδίκτυο και συγκεκριμένα τα ιστολόγια αλλά και τον ελλαδο-κυπριακό τύπο ευρύτερα. Συγκεκριμένα, τους περασμένους μήνες γίναμε μάρτυρες μιας ενδιαφέρουσας διαφωτιστικής προσπάθειας ενημέρωσης της ελληνικής κοινής γνώμης γύρω από το θέμα ΑΟΖ, έννοιας που δυστυχώς μέχρι πριν από περίπου δύο χρόνια παρέμενε παντελώς άγνωστη τόσο στο ευρύ κοινό, όσο και σε ανώτατους διπλωματικούς κύκλους αλλά και στους κόλπους των πολιτικών και στρατιωτικών αξιωματούχων. Παρά όμως τις διάφορες ακτιβιστικές ενέργειες, την διαφώτιση και την εν μέρει ενθαρρυντική αφύπνιση των πολιτών, εντούτοις ο ελληνικός λαός αναμένει ακόμη να υπάρξει και η ανάλογη πολιτική βούληση μεταξύ Ελλάδος-Κύπρου προς την κατεύθυνση οριοθέτησης των μεταξύ τους ΑΟΖ. Είναι πραγματικά αδιανόητο για δύο φιλικά κράτη όπως την Ελλάδα και την Κύπρο, τα οποία ανήκουν σε ένα κοινό ευρύτερο πολιτικό σύνολο όπως αυτό της Ευρωπαϊκής Ένωσης ,να παρατηρείται μια τόσο μεγάλη αδράνεια για το θέμα αυτό, την στιγμή που ο διακρατικός καθορισμός ΑΟΖ Ελλάδας-Κύπρος συνεπάγεται ουσιαστικά και καθορισμός της ευρωπαϊκής ΑΟΖ.
Για να ακριβολογούμε, η Κυπριακή Δημοκρατία τόσο επί διακυβέρνησης Τάσσου Παπαδόπουλου, όσο και επί Δημήτρη Χριστόφια, είχε προσεγγίσει την ελληνική κυβέρνηση η οποία φαίνεται να σφυρίζει αδιάφορη και να παραμένει αδικαιολόγητα υποταγμένη σε παρελθοντικά φοβικά σύνδρομα έναντι της Τουρκίας. Αξιοσημείωτο είναι, και πρέπει να το προσθέσουμε, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτει την μεγαλύτερη ΑΟΖ (έστω και θεωρητική) παγκοσμίως, κάτι το οποίο άδικα και αδικαιολόγητα αποσιωπάτε.
Η πραγματικότητα αυτή μας επιτρέπει να εξετάσουμε καλύτερα τις δυνατότητες και τις προοπτικές της Ε.Ε μέσα σε ένα μόνο/πολυπολικό διεθνές σύστημα. Όπως όμως και στην περίπτωση του Καστελόριζουπου έχουμε αναφέρει σε προηγούμενο άρθρο[3] έτσι και η Γαύδος αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα μείζονος σημασίας για τα εθνικά μας συμφέροντα στο οποίο πρέπει επειγόντως να επικεντρωθούμε. Είναι σημαντικό να αντιληφθούμε ότι το ακριτικό αυτό νησί της Γαύδου είναι εξίσου μεγάλης στρατηγικής σημασίας για εμάς όπως και το Καστελόριζο. Ο λόγος είναι ότι η απόσταση του από την Κρήτη, παρέχει την ευλογία ύπαρξης μιας τεράστιας ΑΟΖ σε σχέση με το έδαφος του, όπως δηλαδή συμβαίνει και στην περίπτωση της Κύπρου. Αφού λοιπόν κατανοήσουμε ότι πρέπει να προστατέψουμε, να διατηρήσουμε αλλά και να ενισχύσουμε την ελληνικότητα και την οικονομική δραστηριότητα του νησιού, τότε μπορούμε να διεκδικήσουμε αυτά που μας ανήκουν οριοθετώντας την ΑΟΖ με το κοντινότερο σύνορο που δεν είναι άλλο από την Λιβύη. Πως συνδέονται όμως οι εξελίξεις στη Λιβυή με την Γαύδο μας;
Καταρχάς η αλλαγή φάσης στην οποία βρίσκεται η Λιβύη αλλά και η ευρύτερη Μέση Ανατολή, είναι γεγονός ότι μαρτυρεί και τον γεωπολιτικό μετασχηματισμό που υφίσταται η περιοχή υπό την επήρεια του λεγόμενου domino effect. Είναι ευρέως γνωστό ότι η Λιβύη διαθέτει θαλάσσιο υπέδαφος αρκετά πλούσιο σε υδρογονάνθρακες. Αυτό όμως το οποίο δεν είναι γνωστό και για το οποίο δεν γίνεται λόγος είναι ότι ήδη από το 2004 το Υπουργείο Ενέργειας της Λιβύης έχει εκδώσει χάρτες θαλάσσιας ζώνης οικονομικής εκμετάλλευσης οι οποίοι συμπεριλαμβάνουν και την Γαύδο.[4]
Για να κατανοήσουμε λοιπόν τι ακριβώς συμβαίνει από την αυγή του 2011 στην γειτονιά μας, είναι χρήσιμο να αντιπαραβάλουμε μια παράλληλη κίνηση της ιστορίας που σημάδεψε την Νότια Ευρώπη τον περασμένο αιώνα. Σχηματικά θα λέγαμε ότι αυτό που βίωσε η Ευρώπη το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα ανατρέποντας δικτατορικά καθεστώτα όπως αυτό του Σαλαζάρ στην Πορτογαλία, Φράνκο στην Ισπανία, Χίτλερ στην Γερμανία, Μουσολίνι στην Ιταλία και Μεταξά στην Ελλάδα, παίρνει σήμερα μια παρόμοια διάσταση σε διαφορετικό όμως χώρο. Ως γνωστό, όλοι οι προαναφερθέντες είχαν ένα κοινό παρονομαστή. Ήταν όλοι τους δικτάτορες. Αυτό λοιπόν που παρατηρούμε να συμβαίνει το τελευταίο διάστημα στην περιοχή της βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής ταυτόχρονα, είναι μια ανατροπή των πεπαλαιωμένων πολιτικών δομών με πρωταγωνιστές αυτή την φορά όμως τους Μουμπάρακ, Καντάφι και Ασσάντ, πράγμα που φαίνεται να γνωρίζει πολύ καλά και η Τουρκία η οποία καραδοκεί, επιθυμώντας να καρπωθεί διάφορα πολιτικό-οικονομικά οφέλη υπό το μανδύα πάντοτε του προστάτη των μουσουλμανικών πληθυσμών. Την θέση μας αυτή επαληθεύει και ενισχύει η άμεση επίσκεψη του Υπ.Εξ της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου την επαύριον της Κατάληψης της Τρίπολης και της επικράτησης των αντικαθεστωτικών[5].
Την κρισιμότητα της κατάστασης στην Λιβύη έδειξε στο παρελθόν να αντιλαμβάνεται ακόμη και Πρωθυπουργός της Ελλάδος κ. Γιώργος Παπανδρέου, ο οποίος ήδη σε ομιλία του στην ολομέλεια της Βουλής από τις 22/3/2011 είχε αναφέρει πως:
«Ο πρωθυπουργός της Τουρκίας μιλώντας σε στελέχη του κόμματός του πρόσθεσε ότι η Τουρκία είναι πρόθυμη να αναλάβει την διανομή της ανθρωπιστικής βοήθειας στην Λιβύη, να διαχειριστεί το αεροδρόμιο της Βεγγάζης και να αναπτύξει ναυτικές δυνάμεις, ακούστε, για τον έλεγχο της θαλάσσιας περιοχής μεταξύ Βεγγάζης και Κρήτης.»[6]
Είναι λοιπόν φανερό ότι μεταξύ Βεγγάζης και Κρήτης το νησί της Γαύδου δεν μπορεί να θεωρείτε πλέον σαν κάτι το ασήμαντο. Μπορεί για ορισμένους να φαίνεται μια λεπτομέρεια στο χάρτη εντούτοις οι λεπτομέρειες στην στρατηγική είναι αυτές που κάνουν την διαφορά. Με τα δεδομένα αυτά λοιπόν πρέπει να αντιληφθούμε ότι οι συρράξεις που διεξάγονται στην γειτονία μας, όπου ένα κράτος εχθρικό όπως η Τουρκία συμμετέχει, έστω και με το πρόσχημα της ανθρωπιστικής βοήθειας, κάθε άλλο παρά αδιάφορους και ουδέτερους θα πρέπει να μας αφήνουν. Στην προκειμένη περίπτωση φρόνιμο θα ήταν να έχουμε υπόψη την αρχή του Weisel o οποίος όπως πολύ σωστά επισημαίνει: «Η ουδετερότητά , μεταξύ θύτη και θύματος είναι πάντοτε με το μέρος του θύτη και ποτέ του θύματος» [7].
Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι σημασία δεν έχει το μέγεθος του νησιού αλλά ο θαλάσσιος χώρος γύρω από αυτό σε σχέση πάντα με την ΑΟΖ. Διαχρονικά η Ελλάδα οφείλει την ύπαρξη της, χάρη στην θάλασσα.«Θεέ μου πρωτομάστορα , μ’ έκλεισες μες την Θάλασσα», μας λέει ένας άλλος Οδυσσέας, ο Ελύτης. Ας μην ξεχνάμε επιπλέον ότι από τις κομβικότερες μάχες που έδωσε ο Ελληνισμός προς επιβίωση του ήταν οι μεγάλες ναυμαχίες όπως αυτή της Σαλαμίνας (480 π.Χ) εναντίον των Περσών και πολύ αργότερα φυσικά του Ναβαρίνο (1827 μ.Χ) εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό δηλαδή που στην μυθολογία διαδραμάτιζε κάτι το συμβολικό, ιστορικά στην αρχαιότητα πήρε μια στρατηγική σημασία. Στην συνέχεια δια μέσου των αιώνων απόκτησε μια γεωστρατηγική σημασία και τώρα με την ΑΟΖ επανακτά μία τοποστρατηγική σημασία. Για να έχουμε όμως τα αποτελέσματα που επιθυμούμε χρειάζεται ένας συντονισμός των ενεργειών με στόχο την επίσπευση των διακρατικών συμφωνιών με χώρες που συνορεύουν προς την Ελλάδα όπως την Κύπρο και Ιταλία (και τα μέλη δυο κράτη της Ε.Ε) και έπειτα την Αλβανία, την Λιβύη και την Αίγυπτο. Η τεχνογνωσία για καθορισμό της ΑΟΖ υπάρχει, αφού με την ψηφιοποίηση του χάρτη μπορούμε να εφαρμόσουμε ένα μαθηματικό μοντέλο, αυτό των διαγραμμάτων Voronoi [8], επιτρέποντας μια επιστημονική προσέγγιση του προβλήματος για μια δίκαιη διευθέτηση της οριοθέτησης.
Δική μας ευθύνη τώρα είναι η διαμόρφωση μιας ενιαίας εθνικής στρατηγικής που, πρώτα απ’ όλα, μέσα σε ένα ευρωπαϊκό αλλά και παγκόσμιο περιβάλλον συνεργασίας, να είναι σε θέση να αξιοποιεί όλους τους παράγοντες που ανταποκρίνονται στην ικανοποίηση των αναγκών του λαού μας. Προτάσεις όπως αυτές του Νικόλα Στυλιανού περί δημιουργίας «Κυπριακού Ινστιτούτου Αμυντικών και Στρατηγικών Μελετών» ασφαλώς και μπορούν να συμβάλουν εποικοδομητικά και ουσιαστικά προς την κατεύθυνση αυτή[9].
Οι διάφορες πολιτικές ανακατατάξεις και οι στρατιωτικοί ανασχηματισμοί που παρατηρούμε στην γειτονιά μας το τελευταίο διάστημα φέρνουν και πάλι στο προσκήνιο, αναδεικνύουν και αναβαθμίζουν περαιτέρω την γεωπολιτική αξία του ελληνικού χώρου στο σύνολό του. Η ανάληψη δράσης λοιπόν για την διασφάλιση των επιμέρους εθνικών μας στόχων είναι άκρως επιβεβλημένη. Παρ’ όλη την πίεση, τις κακόβουλες κερδοσκοπικές επιθέσεις και την «οικονομική τρομοκρατία» που υφίσταται τόσο η Ελλάδα όσο και η Κύπρος, ο Ελληνισμός δείχνει να αντιστέκεται αντλώντας δυνάμεις από τον φυσιολογικό του χώρο όπου δεν είναι άλλος από τον χρόνο και το ιερό ιστορικό του βάθος. Η ανασύνταξη των ψυχικών, πνευματικών και σωματικών δυνάμεων είναι απαραίτητη προϋπόθεση προς διάψευση αυτών που θέλουν τον ελληνικό λαό γονατισμένο, αλλά και επιβεβαίωση ότι για ακόμη μια φορά όπου η Ιστορία καλεί σε επιστράτευση, ο λαός μας δηλώνει περήφανα παρών, έτοιμος να επιτελέσει το διπλό χρέος για το οποίο είναι ταγμένος να υπηρετεί την ανθρωπότητα. Αυτό δηλαδή της αντίστασης και της θυσίας.
03 Σεπτεμβρίου 2011 antibaro.gr