Το 1922 ο Κεμάλ έστειλε στη Λωζάννη τον απολύτως έμπιστο του Ισμέτ Πασά (Ινονού) να διαπραγματευθεί τη συνθήκη ειρήνης. Οι αρμοδιότητες του Ισμέτ περιορίζονταν στην επανάληψη των τουρκικών θέσεων, στην καταγραφή των προτάσεων των άλλων χωρών και στη διαβίβαση των προτάσεων στην Άγκυρα, προκειμένου να πάρει νέες οδηγίες από τον Κεμάλ.
Κάτι ανάλογο συνέβη τώρα με τις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό στο Κραν Μοντανά. Ο Ερντογάν έστειλε τον έμπιστό του Τσαβούσογλου με συγκεκριμένες οδηγίες. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, ο Τσαβούσογλου περιορίσθηκε στην επανάληψη των τουρκικών θέσεων. Νέες οδηγίες από την Άγκυρα δεν ήλθαν κι έτσι οδηγηθήκαμε στην κατάρρευση των διαπραγματεύσεων.
Κατ’ ουσίαν στην Ελβετία η Τουρκία έδειξε τα όριά της. Παρά τις προσδοκίες που κατά καιρούς ακούγονται από την ελληνική πλευρά, η Άγκυρα δεν μπορεί να ξεπεράσει έστω και στοιχειωδώς ορισμένα βασικά σημεία (εγγυήσεις, παρουσία τουρκικού στρατού) που συνδέονται με την αντίληψή της για τη γεωπολιτική σημασία της Κύπρου.
Τα διαπραγματευτικά όρια της Τουρκίας
Στην πραγματικότητα όλα τα μεγέθη του νησιού (πληθυσμιακά, οικονομικά) είναι περίπου αδιάφορα εάν συγκριθούν με την Τουρκία. Η Κύπρος αποκτά σημασία για τη γεωπολιτική ασφάλεια της Τουρκίας μόνον επειδή οι κάτοικοί της είναι Έλληνες. Από το 1956 μέχρι και σήμερα οι Τούρκοι δεν επιθυμούν να «περικυκλωθούν» στο μεσογειακό θαλάσσιο μέτωπό τους από το ελληνικό έθνος. Αυτό φάνηκε περίτρανα στην Ελβετία.
Οι θέσεις των Τούρκων υπήρξαν ωμά ειλικρινείς. Επιπλέον, ο Τσαβούσογλου δεν μπορούσε να ελιχθεί. Είχε συγκεκριμένες εντολές και δεν μπορούσε να τις ξεπεράσει. Αυτό ήταν σαφές από την πρώτη ημέρα της διασκέψεως. Ήταν επίσης σαφές ότι μόνον ένας μπορούσε να κάνει τη διαφορά και αυτός ήταν ο απών Τούρκος πρόεδρος.
Ακόμη, όμως, και να είχε τέτοια διάθεση (που προφανώς δεν είχε), ο Ερντογάν αντιμετωπίζει προεδρικές εκλογές το 2019. Δεν είχε καμία διάθεση να αμύνεται έναντι της αντιπολιτεύσεως που θα τον κατηγορούσε για προδότη σε οποιαδήποτε, έστω και μικρή αλλαγή, της σημερινής καταστάσεως στον έδαφος της Κύπρου.
Η αδυναμία ευελιξίας της Τουρκίας έδινε στην ελληνική πλευρά περίπου διαρκώς το διπλωματικό πλεονέκτημα. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η διαπραγμάτευση ήταν εύκολη. Επιβεβαιώθηκε για μία ακόμη φορά ότι σε τέτοιες διασκέψεις οι πιέσεις στρέφονται προς το πλέον αδύνατο μέρος. Οι προτάσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς εκλαμβάνονταν ως «καλή βάση για συζήτηση» και όχι ως τα ακραία όρια πέραν των οποίων δεν μπορούσε να γίνει διαπραγμάτευση.
Υποχωρήσεις χωρίς αντάλλαγμα
Σε αυτό το σημείο πρέπει να επισημανθεί και το πρόβλημα των διαρκών παραχωρήσεων της ελληνοκυπριακής πλευράς όλα τα προηγούμενα χρόνια. Η κατάσταση στο Κρανς Μοντανά έμοιαζε με ιατρική εξέταση ενός ηλικιωμένου ατόμου που ο γιατρός διαπιστώνει ότι κακή διατροφή, παλαιά χτυπήματα ή έξεις, όπως το κάπνισμα, ευθύνονται για τις εκδηλώσεις διαφόρων ασθενειών.
Δύο ήσαν τα χαρακτηριστικά παραδείγματα. Όταν η ελληνοκυπριακή πλευρά αντέδρασε για τις τέσσερις ελευθερίες προς τους Τούρκους, ετέθη το εξής ερώτημα: «γιατί είχε γίνει αποδεκτό το 2008 και δεν μπορεί να συζητηθεί το 2017»;
Η δεύτερη περίπτωση αφορούσε στην εκ περιτροπής προεδρία. Προς το τέλος των πολυήμερων διαπραγματεύσεων οι πιέσεις προς την ελληνοκυπριακή πλευρά να δώσει κάτι ακόμη ήσαν ασφυκτικές. Τότε ακούσθηκε το επιχείρημα να τεθεί στο τραπέζι η εκ περιτροπής προεδρία, η οποία, άλλωστε, εδώ και δεκαετίες θεωρείται περίπου δεδομένη. Είναι προφανές ότι (με την ανοχή ή αδιαφορία της Αθήνας) η Λευκωσία προσέφερε κατά καιρούς διάφορα, χωρίς όμως να αποσπάσει απτά ανταλλάγματα.
Υψηλή διπλωματία από την Ελλάδα
Ένα άλλο εξαιρετικά σημαντικό σημείο που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι η Ελλάδα έπαιξε υψηλής ποιότητος διπλωματικό παιχνίδι. Περιορίσθηκε αυστηρά στο πλαίσιο που της επέτρεπαν οι συνθήκες του 1960. Δεν αναφέρθηκε στην εσωτερική πτυχή του Κυπριακού.
Ανέδειξε, όμως, με απόλυτη επιτυχία ότι για να συζητηθούν όλα τα άλλα (διακυβέρνηση, επιστροφή προσφύγων περιουσίες κ.λ.π.) προϋπόθεση είναι να λυθεί το μείζον: να φύγουν τα τουρκικά κατοχικά στρατεύματα και να σταματήσουν ιδέες περί επεμβατικών δικαιωμάτων κ.λπ.
Στα πολύ θετικά της όλης διασκέψεως είναι ότι τα θέματα των εγγυήσεων και της παραμονής των τουρκικών στρατευμάτων θα είναι πλέον βασικά σημεία αναφοράς, κάτι που δεν συνέβαινε μέχρι πριν μερικούς μήνες. Απεδείχθη επίσης ποιος είναι ο μόνος σύμμαχος και υποστηρικτής της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Για τον Άιντε (Άιντα, Έιντε, Έιντα ή όπως αλλιώς προφέρεται το όνομά του) δεν χρειάζεται να ειπωθεί κάτι. Ήδη έχουν γραφεί πολλά. Θα παρασυρθεί στη λήθη της ιστορίας. Αντιθέτως χρειάζεται μία παρατήρηση για τον Ακιντζί και τους ανά την Κύπρο και την Ελλάδα υποστηρικτές του. Είναι προφανές ότι άλλος ήταν ο Ακιντζί πριν 10 χρόνια και άλλος έγινε μετά την ανάληψη της τουρκοκυπριακής ηγεσίας.
Το πετρέλαιο και τα επόμενα βήματα
Στο Κρανς Μοντανά το βασικό αίτημα των Τουρκοκυπρίων κατά τις «εσωτερικές» διαπραγματεύσεις ήταν να συζητήσουν κατ’ απόλυτη προτεραιότητα τις λεγόμενες τέσσερις ελευθερίες για τους Τούρκους υπηκόους. Το συγκεκριμένο θέμα δεν σχετίζεται ούτε με τον βαθμό συμμετοχής τους στη διακυβέρνηση του μελλοντικού κράτους, ούτε με τους φόβους τους περί ασφάλειας στη νέα κατάσταση.
Είναι ένα θέμα που αφορά αποκλειστικώς στους υπηκόους ενός τρίτου κράτους και στα δικαιώματα που θέλει η Τουρκία να αποκτήσει σε κράτος-μέλος της ΕΕ. Ο Τουρκοκύπριος ηγέτης έδειξε καθαρά ποιες είναι οι προτεραιότητές του.
Το ερώτημα πλέον αφορά στην επόμενη ημέρα. Δεν θα πρέπει να βαυκαλίζεται η ελληνική πλευρά. Ο τουρκικός κυνισμός για την παραμονή τουρκικών στρατευμάτων στο νησί και τη χρήση τους, εάν η Άγκυρα το επιθυμήσει, ενόχλησε μόνον την Ελλάδα και την Κύπρο. Είτε διέλαθε της προσοχής των άλλων, είτε θεωρήθηκε ως κάτι αναμενόμενο για μία χώρα με τις αντιλήψεις της Τουρκίας.
Το ζητούμενο πλέον είναι να προχωρήσουν (έστω και με μικρές αναταράξεις) οι γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ. Υπ’ αυτή την έννοια η διάσκεψη στο Κρανς Μοντανά μπορεί να θεωρηθεί ως ένα χρήσιμο εργαλείο τακτικής μπροστά στον στρατηγικό στόχο της ανευρέσεως νέων κοιτασμάτων που θα ενδυναμώσουν την Κυπριακή Δημοκρατία για την επόμενη φάση των διαπραγματεύσεων.
Υστερόγραφο: Όταν το 1922 έφθαναν οι οδηγίες από την Άγκυρα προς τον Ισμέτ έπιαναν δουλειά και οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες. Αποκρυπτογραφούσαν τα τηλεγραφήματα κι έτσι την επόμενη ημέρα ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Κώρζον γνώριζε τα όρια του Ισμέτ…
Πηγή: Σταύρος Λυγερός