Γεννήθηκε στο Σκουτάρι Λακωνίας την 11η Ιανουαρίου 1941. Κατατάχθηκε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων την 30η Σεπτεμβρίου 1961, απ' όπου αποφοίτησε την 27η Ιουλίου 1965 ως Ανθυπολοχαγός Μηχανικού.
Στην ΕΛΔΥΚ υπηρέτησε από 6 Αυγούστου 1972 μέχρι 16 Αυγούστου 1974, ως Διμοιρίτης Διμοιρίας Μηχανικού του Λόχου Διοικήσεως.
Φονεύθηκε την 16η Αυγούστου 1974 κατά την μάχη του Στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ, κατά την οποία ως επικεφαλής της Διμοιρίας του υπερασπίστηκε με πείσμα και αυταπάρνηση το στρατόπεδο.
«… Οι Έλληνες στρατιώτες πολέμησαν με αυτοθυσία και αυταπάρνηση.
98 Έλληνες στρατιωτικοί σκοτώθηκαν στην Κύπρο, δεκάδες τραυματίστηκαν και 71 αγνοούνται.
Οι Τούρκοι πλήρωσαν βαρύτατα το τίμημα. Υπέστησαν τεράστιες καταστροφές υλικού και έχασαν χιλιάδες στρατιώτες.
Η διμοιρία μηχανικού, με διοικητή τον Παναγιώτη Δελή και υποδιοικητή τον Λοχαγό Σωτήρη Σταυριανάκο, ευρισκόμενη μπροστά από το στρατόπεδο σήκωσε το μεγαλύτερο βάρος της σύγκρουσης. Την διμοιρία αποτελούσαν 46 στρατιώτες μαζί με τους αξιωματικούς και τους υπαξιωματικούς. Ανήκαν στο λόχο του μηχανικού της ΕΛΔΥΚ, ενώ στη διμοιρία είχαν αποσπαστεί και στρατιώτες του λόχου διοικήσεως του στρατοπέδου. Επέζησαν ελάχιστοι!
Ο Λοχαγός Σωτήρης Σταυριανάκος το πρωί της 16ης Αυγούστου, βρισκόταν στο ύψωμα β’ μπροστά από το στρατόπεδο. Παρ’ ότι η έκβαση της μάχης ήταν βέβαιη, αρνήθηκε να εγκαταλείψει λέγοντας στους άντρες του:
«Ακόμη κι αν περάσουν από πάνω μας τα τανκς, εμείς θα μείνουμε για να χτυπήσουμε το πεζικό που τα ακολουθεί. Δεν θα υποχωρήσουμε, είμαστε Έλληνες και πολεμάμε για την Ελλάδα».
Σκοτώθηκε το πρωινό της ίδιας μέρας, επιχειρώντας να εξουδετερώσει με το πιστόλι του, τον επικεφαλής του προπορευόμενου τουρκικού άρματος, σε μια τελευταία προσπάθεια να ανακόψει την επίθεση, όπως ακριβώς είχε κάνει και την προηγούμενη μέρα…».
Η μαρτυρία ενός επιζήσαντα, του Διονύση Πλέσσα:
«Ταξιδέψαμε όλη την νύχτα, κατά την διαδρομή του όρους Τρόοδος. Στο στρατόπεδο φτάσαμε το πρωί. Λίγο πριν φτάσουμε δεχθήκαμε επίθεση της αεροπορίας, αλλά δεν είχαμε απώλειες, εκτός από δυο τραυματισμούς. Μόλις μας είδε ο υποδιοικητής του στρατοπέδου, μας ρωτούσε γιατί γυρίσαμε.
«Εγώ θέλω όπλα» έλεγε. «Άοπλους στρατιώτες, τι να σας κάνω;»
Πήραμε από τις αποθήκες κάτι βελγικά όπλα τα fn που χρησιμοποιεί σήμερα ο Ελληνικός στρατός. Εγώ επειδή ήμουν στο λόχο διοικήσεως βρέθηκα σε ένα τμήμα έξω από το στρατόπεδο, προς το Γερόλακο με διοικητή τον Ταγματάρχη Δελή και υποδιοικητή τον Λοχαγό Σταυριανάκο. Μας έκανε εντύπωση ότι ερχόντουσαν οι Τούρκοι αφύλαχτοι γι’ αυτό και είχαν φοβερές απώλειες. Είχαν φτάσει πολύ κοντά μας και εμείς είχαμε τη διαταγή από τον Σταυριανάκο, να τους αφήσουμε να πλησιάσουν και μετά να χτυπήσουμε, γιατί είχαμε κυρίως ατομικό οπλισμό. Μετά από ένα χτύπημα του πυροβολικού, που ήρθε να μας βοηθήσει, η βολή πέτυχε την μπούκα του άρματος. Τα άρματα που ήταν τρία γυρίζουν πίσω και οπισθοχωρούν.
Οι τούρκοι δεν ήταν προετοιμασμένοι για οπισθοχώρηση και τα χάσανε!
Επικράτησε πανικός. Τότε ακούμε τον Σταυριανάκο μέσα από το όρυγμα να μας φωνάζει:
«Ρε!! Είσαστε άντρες;»
«Ναι!!» απαντάμε όλοι μαζί. Και διατάζει έφοδο!
Τα βράδια δεν κοιμόμασταν. Το πρωί προσπαθούσαμε να κοιμηθούμε με βάρδιες, αν δεν γίνονταν μάχες. Συζητούσαμε με τον Λοχαγό, τον Σταυριανάκο, τον ρωτούσα θυμάμαι «κ. Λοχαγέ τι θα κάνουμε» γιατί ένιωθα ανησυχία, φαινόταν πως δεν θα αντέξουμε. Μιλούσαμε συχνά...
Εγώ ήμουν ο παλιός λοχίας της διμοιρίας και οπωσδήποτε στον πόλεμο δένεσαι. Ο Σταυριανάκος είχε κάποιες ελπίδες, ότι μπορεί να τους κρατούσαν λίγο οι ΟΗΕέδες, λίγο οι Κύπριοι, αλλά διαψεύστηκαν οι ελπίδες αυτές. Κάποια στιγμή πάντως θυμάμαι ότι μου είπε: «Εμείς θα μείνουμε εδώ. Είμαστε Έλληνες, ακόμη κι αν τα τανκς περάσουν από πάνω μας και εμείς θα χτυπήσουμε το πεζικό που έρχεται από πίσω».
Ήταν η τελευταία συζήτηση που είχα με τον Σταυριανάκο! 16 του μηνός η επίθεση ήταν οργανωμένη και οι Τούρκοι αυτή την φορά είχαν γύρω στα 200 άρματα σε μια έκταση δέκα χιλιομέτρων! Το πρωί γύρω στις 11:00 φτάσανε κοντά μας και τότε ακούω, το φίλο μου το Μάριο το Βολανάκη να μου φωνάζει:
«Σάκη, ο Λοχαγός σκοτώθηκε…»
Μαρτυρία ενός άλλου επιζήσαντα του Αντώνη Δούλα:
«…Εγώ σε αντίθεση με τον Πλέσσα, ήμουνα από τους καινούργιους που ήρθαν. Στο στρατόπεδο μπήκαμε πριν σουρουπώσει και κατά τις 8:00 με 8:30, στις 19 Ιουλίου, παραμονή της εισβολής και μας συγκέντρωσαν να μας μιλήσουν. Τότε γνώρισα τον Λοχαγό Σταυριανάκο.
Ο Σταυριανάκος μας ζήτησε να πάμε προς το ύψωμα του στρατοπέδου, που ήταν προς το αεροδρόμιο, προς το Γερόλακο. Εκεί μας έκανε μια ενημέρωση, σε όλη την ομάδα και μας είπε τι να προσέχουμε αν γίνει κάτι τη νύχτα. Είπε, θυμάμαι χαρακτηριστικά:
«…αν γίνει εισβολή από τους Τούρκους».
Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα τη λέξη εισβολή. Εγώ μάλιστα φορούσα μία φόρμα που είχε σημάδια από διακριτικά λοχία και ο Σταυριανάκος με φώναζε «δεκανέα». Μου υπέδειξε ένα όρυγμα και μου είπε:
«Εδώ θα έρθεις, αν αύριο μεθαύριο γίνει κάτι».
Μας είπε να πάμε στο λόχο και να κοιμηθούμε με τα άρβυλα και αν τυχόν σβήσουν τα φώτα τη νύχτα, θα έχουμε συναγερμό και να πάμε στις θέσεις που μας όρισε.
«Και ας ελπίσουμε» μας είπε, «ότι το πρωί δεν θα γίνει τίποτα».
Αυτή η φράση ήταν χαρακτηριστική. Τώρα γύρω από το θάνατο του Λοχαγού Σταυριανάκου λέγονται πολλά πράγματα. Βέβαια το γεγονός είναι ότι σκοτώθηκε, όταν σηκώθηκε και κινήθηκε εναντίον του πρώτου άρματος. Λέγεται όμως ότι είχε ξεκινήσει ήδη τη στιγμή εκείνη η οπισθοχώρηση. Εγώ άκουσα ότι ο Σταυριανάκος σηκώθηκε εναντίον του άρματος, για να μπορέσει να φύγει πρώτος ο διοικητής…»
Μαρτυρία ενός άλλου επιζήσαντα του Μιχάλη Χαζάπη:
(Ο Μιχάλης Χαζάπης συμμετείχε στη μάχη του στρατοπέδου και μάλιστα αποχώρησε από τους τελευταίους, όταν πλέον το στρατόπεδο είχε καταληφθεί από τους Τούρκους).
«… Ο πρώτος άνθρωπος που ήρθα σε επαφή στην Κύπρο μόλις κατεβήκαμε από την Αμμόχωστο, ήταν ο Λοχαγός Σταυριανάκος που συντόνιζε τη εκφόρτωση των πυρομαχικών από το αρματαγωγό που μας είχε μεταφέρει. Φτάσαμε στο στρατόπεδο ταλαιπωρημένοι και μόλις φτάσαμε ήρθε ο Σταυριανάκος (και όταν μιλάμε για Σταυριανάκο πρέπει να τονίζουμε ότι υπήρξε ήρωας) και μας μάζεψε μία διμοιρία σε μία καναδέζα (είδος στρατιωτικού οχήματος) να μας βγάλει έξω. Τελικά δεν βγήκαμε και κατά τις 7:00 το βράδυ πήγαμε να κοιμηθούμε. Πέσαμε με τα ρούχα και τα άρβυλα, βγάλαμε μόνο τα διπλά κράνη. Στις 10:30 το βράδυ μας έβγαλαν έξω.
Στην αρχή νομίσαμε ότι πρόκειται για καψόνι. Ήταν ο Λοχαγός Σταυριανάκος που μας πήρε και μας πήγε στα συρματοπλέγματα. Μας έδειξε το Γερόλακο, το Κιόνελι, το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ και της ΤΟΥΡΔΥΚ. Αυτό μας βοήθησε όμως στη συνέχεια γιατί τουλάχιστον γνωρίζαμε από πού θα έρχονταν οι Τούρκοι. Τα ξημερώματα έγινε συναγερμός...
Ήρθε ο Σταυριανάκος εκεί που ήμασταν μαζεμένοι και μας είπε πως αν δούμε αεροπλάνα να πέσουμε κάτω και να μη σκεφτούμε ότι θα λερωθούμε. Αυτό το είπε γιατί μπροστά μας ήτανε ένα χαντάκι που περνάγανε τα νερά από τα μπάνια. Σε λίγο μας χτύπησε το πρώτο αεροπλάνο. Έριξε την πρώτη ρουκέτα στο διοικητήριο όπου σκοτώθηκαν ή ένα ή δύο άτομα. Ο Λοχαγός ήταν ακριβώς στη μέση του δρόμου. Εκεί είχε ένα φρεάτιο και την ώρα που έκανε βύθιση η αεροπορία, έμπαινε μέσα στο φρεάτιο και τράβαγε το καπάκι από πάνω. Μόλις τελείωσε ο βομβαρδισμός γύρισε και με κοίταξε… και μου φώναξε:
«Τι κάθεσαι εκεί…τράβα πιο πάνω...»
Τραβήχτηκα προς τα πάνω γύρω στα 15 μέτρα και μόλις έφτασα έπεσα πάλι γιατί ξανάρχισαν οι βομβαρδισμοί. Το μέρος που ήμουνα προηγουμένως έγινε κόσκινο και αν καθόμουν εκεί θα είχα σκοτωθεί.
Πήγαμε λοιπόν στο β’ ύψωμα με τον διοικητή Ταγματάρχη Σπύρο Δελή και το Λοχαγό Σωτήρη Σταυριανάκο. Μαζί μας ήταν και ο Γιαννακόπουλος που ήταν αρχιλοχίας και σήμερα αγνοείται και ο Ανθυπασπιστής Κούρλιος του μηχανικού που σκοτώθηκε. Μας διέταξαν να σκάψουμε ορύγματα. Δεν είχαμε εργαλεία και σκάβαμε με τα κράνη. Ευτυχώς που το έδαφος ήταν αργυλώδες και μας βοήθησε. Σκάβαμε τα ορύγματα τα οποία ήταν γύρω στους 50 πόντους. Ήρθε τότε ο Σταυριανάκος για έλεγχο και ο Δελής και μας λέει, θυμάμαι ο Σταυριανάκος:
«Τι είναι αυτά…κλέφτες και αστυνόμοι νομίζεται ότι παίζετε; Σκάψτε τουλάχιστον 80 πόντους».
Σκάψαμε 80 πόντους λοιπόν και σκεπάσαμε τα ορύγματα με μία λαμαρίνα, γιατί η αεροπορία μας βομβάρδιζε από τον ώρα που ξημέρωνε μέχρι την ώρα που βράδιαζε.
Εμείς δεν είχαμε καθόλου αεροπορία και πυροβολικό είχαμε δύο πυροβόλα τριαντάρια και ένα πενηντάρι. Αντιαεροπορική κάλυψη είχαμε ένα τετράκανο μέσα στο στρατόπεδο, που και αυτό είχε χαλάσει. Μπήκαμε ανά δύο μέσα στα ορύγματα και περιμέναμε. Ο Λοχαγός μας ο Σταυριανάκος περνούσε συνεχώς για να μας δει και να μας εμψυχώσει. Μας έλεγε:
«Μην φοβάστε τίποτα, είστε Έλληνες και πολεμάτε για την Ελλάδα».
Όταν μας έλεγε αυτά τα λόγια το ηθικό μας ανέβαινε κι από κει που είμαστε σε κατάσταση μέση, γιατί δεν μπορώ να πω ότι ήμασταν πεσμένοι, φτάναμε στο σημείο, να βγαίνουμε από τα ορύγματα, αψηφώντας και τον ίδιο το θάνατο. Ο Σταυριανάκος περνούσε από τα ορύγματα δύο φορές τη μέρα. Αυτό βέβαια ήταν για τον ίδιο, πάρα πολύ επικίνδυνο, γιατί η μάχη συνεχιζόταν όπως και οι βομβαρδισμοί. Ερχόταν λοιπόν νωρίς χαράματα και κατά το απογευματάκι.
Εμείς είχαμε εντολή να ρίχνουμε σε όποιον πλησίαζε ακόμη και αν μίλαγε Ελληνικά.
Αυτό γιατί πριν λίγες μέρες Τουρκοκύπριοι που γνώριζαν Ελληνικά πλησίασαν στο λόχο μας και μιλώντας Ελληνικά τους αιφνιδίασαν και τους σκότωσαν. Ο Σταυριανάκος, για να τον γνωρίζουμε, κάθε φορά που πλησίαζε τραγουδούσε.
«Θα τον ζαλίσουμε τον ήλιο σίγουρα ναι, θα τον τρελάνουμε τον φίλο σίγουρα ναι».
Και έπειτα φώναζε: «Σταυριανάκος εδώ, έχετε το νου σας! Λοχαγός Σταυριανάκος!».
Καθόταν δύο τρία λεπτά σε κάθε όρυγμα και μας ρωτούσε τι κάνουμε, πως είμαστε…
Το λέω τώρα και ανατριχιάζω, «μην στεναχωριέστε», έλεγε, «είμαστε Έλληνες δεν έχουμε πρόβλημα κανένα, μη φοβάστε…».
Στις 12 Αυγούστου απέναντι στο Κιόνελι μετρήσαμε γύρω στα 300 άρματα. Εμείς θορυβηθήκαμε και αναρωτηθήκαμε που είναι τα δικά μας, γιατί είχαμε μεγάλη πίεση από την αεροπορία. Τότε μας κάλεσε ο διοικητής Ταγματάρχης Σπύρος Δελής πίσω από το όρυγμά του και ο αρχιλοχίας Γιαννακόπουλος μας είπε να μην ανησυχούμε, γιατί στη Μακεδονίτισσα μια περιοχή πίσω από το στρατόπεδο υπήρχαν γύρω στα 200 άρματα δικά μας. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν ήταν αλήθεια. Τότε μας φώναξε ο Λοχαγός Σταυριανάκος και είπε, θυμάμαι, το εξής:
«Φοβάστε ρε τα’ άρματα; Τ’ άρματα δεν μπορούν να μας κάνουν τίποτα. Και το όρυγμα να περάσει, περνάει από πάνω. Εσείς θα ρίχνετε στο πεζικό που έρχεται από πίσω. Δεν θα εγκαταλείψετε επ’ ουδενί. Είμαστε Έλληνες, και αυτή τη στιγμή πολεμάμε για την Ελλάδα».
Εμείς είμαστε τότε 20 χρονών κι όταν έχεις και έναν αξιωματικό που σου λέει τέτοια πράγματα ενθουσιάζεσαι. Ο Λοχαγός μας κατά την διάρκεια του πρώτου και του δεύτερου Αττίλα δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να μας εμψυχώνει και να μας ανεβάζει το ηθικό.
Η διμοιρία ξεκληρίστηκε…
Ο Αξιωματικός, ο ήρωας αξιωματικός Σταυριανάκος δεν υπάρχει, πια. Ο Ανθυπασπιστής Κούρλιος δεν υπάρχει. Ο αρχιλοχίας Γιαννακόπουλος είναι αγνοούμενος...
Οι Τούρκοι συνέλαβαν δυο αιχμαλώτους, είχαμε κάποιους τραυματίες και από τους 46 αμφιβάλλω αν έχουν γλυτώσει, τελικά περισσότεροι από έξι. Βγαίνοντας, ο Σταυριανάκος, από το όρυγμα του για να ρίξει με το πιστόλι στον πυροβολητή άρματος, τον βρίσκει μία ριπή και τον σκότωσε.
Του Λοχαγού Σταυριανάκου πριν τον δεύτερο Αττίλα του είχε έρθει μετάθεση για Κοζάνη, αλλά την απόρριψε και ενημέρωσε την γυναίκα του λέγοντας ότι δεν μπορεί να αφήσει τα παιδιά του (στρατιώτες)…»
(Αφιέρωμα που έγινε στον Λοχαγό, το 1994 από τον δημοσιογράφο Κυριάκο Θεοδωρακάκο στο διμηνιαίο περιοδικό ΜΑΝΗ).
Αυτός ήταν ο Λοχαγός Σταυριανάκος. Δίκαια λοιπόν εκείνοι, όσοι επέζησαν, όπου βρεθούν κι όπου σταθούν - πολλοί τραυματίες μάλιστα από τις συγκρούσεις εκείνες - μιλούν με συγκίνηση και περηφάνια για τον Λοχαγό τους...
Πηγή: Περί Πάτρης