Θα διεξαχθούν τελικά ή δεν θα διεξαχθούν; Οι Βουλευτικές εκλογές τον Μάϊο του 2016; Μπορεί τα κόμματα να ετοιμάζονται πυρετωδώς και ποικιλοτρόπως, όμως η αβεβαιότητα είναι διάχυτη. Και σε πολιτικό επίπεδο κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με βεβαιότητα.
Γιατί όμως; Άλλαξε το Σύνταγμα του 1960; Άλλαξαν οι νόμοι; Υπάρχει μήπως έκτακτη ανάγκη- κατάσταση ανώτερας βίας ή ανάγκης; Ψηφίστηκε κάτι σχετικό, εν κρυπτώ και παραβύστω, από τη Βουλή των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας και δεν το πήρε ο λαός χαμπάρι;
Τι συμβαίνει τελικά;
Συμβαίνει αυτό που όλοι γνωρίζουμε. Πάνε, αυθαίρετα, να καταλύσουν την Κυπριακή Δημοκρατία εν όψει “νέου” σχεδίου λύσης που συνεπάγεται και δημοψήφισμα.
Και γι’αυτό δεν τους ενδιαφέρει, ποσώς, τι λέει το Σύνταγμά της. Είναι ψιλά γράμματα, για όλους αυτούς, το Σύνταγμα από το οποίο αντλούν τη νομιμότητά τους και το οποίο, Σύνταγμα, ορκίσθηκαν ενώπιον Θεού και ανθρώπων, να σέβονται να υπηρετούν και να μην παραβιάζουν. Αρχίζοντας από τον Άρχοντα του κράτους και το Υπουργικό του Συμβούλιο, τον Γενικό Εισαγγελέα και τη Βουλή των Αντιπροσώπων, όλοι αυτοί, που παρεπιπτόντως βιοπορίζονται από το κράτος, θα συνεργήσουν, κάποιοι ενεργά και άλλοι παθητικά, στην υλοποίηση του απόλυτου πολιτικού εγκλήματος, έαν συναινέσουν στη μή διεξαγωγή των Βουλευτικών εκλογών του Μαΐου, για τον οποιοδήποτε λόγο.
Το έγκλημα αυτό είναι το έγκλημα της απιστίας (breach of faith). Επίορκοι και όχι μόνο, γίνονται αυτοί που παραβιάζουν τους όρκους τους. Και στην συγκεκριμένη περίπτωση, όσοι θέλουν να αποφύγουν αυτό το ιστορικό στίγμα θα πρέπει να προκαταλάβουν μια τέτοια εξέλιξη. Και επειδή για ευνόητους λόγους, ούτε η Κυβέρνηση αλλά ούτε και η Γενική Εισαγγελία θα κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση, την πρωτοβουλία πρέπει να λάβουν μέλη της παρούσας Βουλής που σέβονται τους εαυτούς τους και τους όρκους τους, έναντι στο Σύνταγμα και στον λαό. Πρωτοβουλίες όμως μπορούν και πρέπει να πάρουν και οργανώσεις πολιτών, αφού είναι τα δικά τους συνταγματικά δικαιώματα που απειλούνται και είναι στο “όνομα και για το καλό” των οποίων, τάχατες, δεν θα διεξαχθούν οι εκλογές.
Στην σύντομη πολιτική ιστορία του κυπριακού κράτους καταγράφονται δυό περιπτώσεις όπου δεν διεξήχθησαν προγραμματιζόμενες κατά το Σύνταγμα Βουλευτικές εκλογές. Η πρώτη ήταν λόγω των γεγονότων του 1963-64 (όταν είχαμε και τις πρώτες οργανωμένες προσπάθειες κατάλυσης τους κράτους από τον συνασπισμό Τούρκων και Δυτικών). Οι εκλογές του 1965 αναβλήθηκαν και διεξήχθηκαν το 1970. Η άλλη περίπτωση (και πάλι λόγω της διττής προσπάθειας κατάλυσης του κράτους-πραξικόπημα και εισβολή) ήταν των εκλογών του 1975 που διεξήχθηκαν το 1976.
Και στις δυο περιπτώσεις είχαμε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης. Όμως και στις δυο περιπτώσεις δεν υπήρξαν συνταγματικές αυθαιρεσίες. Δεν αποφάσισε και διέταξε κάποιος, όποιος και να είναι αυτός, μέσα ή εξω από το κράτος, πως έτσι έπρεπε να γίνει και έτσι έγινε. Ακολουθήθηκαν οι νενομισμένες συνταγματικές διαδικασίες. Και όπου αυτές έπασχαν, νομιμοποιήθηκαν με πράξεις της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας που βασίζονταν στο διεθνώς αναγνωρισμένο “δίκαιο της ανάγκης”.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση των Βουλευτικών Εκλογών του 2016 υπάρχει, βέβαια, ένα παρολίγον κακό προηγούμενο το οποίο, παρόλο που απεφεύχθη, φαίνεται να ασκεί “γοητεία” και να εμπνέει αυτούς που υποβάλλουν, με διάφορες μεθοδεύσεις την ιδέα μή διεξαγωγής των εκλογών. Υπομνίσσω πως η δεύτερη Προεδρία Γλαύκου Κληρίδη έληξε το 2003, παραμονές του 2004, δηλαδή του έτους του Δημοψηφίσματος για το Σχέδιο Ανάν. Τότε ο ίδιος ο Πρόεδρος έριξε την ιδέα να “επεκταθεί” η προεδρική του θητεία μέχρι και τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, ή να υπάρξει μια “άτυπη συμφωνία” ανάμεσα στα κόμματα ώστε να μην υπάρχει ανθυποψήφιος. Δεν θυμάμαι, αλλά έχω την εντύπωση πως αυτό θα γίνονταν αυθαίρετα, χωρίς δηλαδή τις νενομισμένες συνταγματικές διαδικασίες , που έτσι και αλλοιώς δεν επέτρεπαν κάτι τέτοιο. Τελικά οι προεδρικές του 2003 διεξήχθησαν κανονικά. Αλλά ο πειρασμός και η “γοητεία” της αυθαιρεσίας παραμένει, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Όπως και στην περίπτωση των Προεδρικών του 2003, έτσι και σε αυτές των Βουλευτικών του 2016, δεν ισχύει κανένας απολύτως λόγος για τη μή διεξαγωγή τους. Όμως, κατ´εμέ, οι πιθανότητες μη διεξαγωγής τους είναι πολύ περισσότερες από την διεξαγωγή τους. Οί της συνομοταξίας ´Εσπεν Μπαρθ Άιντα δεν θέλουν να πάρουν το όποιο ρίσκο με τη διεξαγωγή εκλογών . Φοβούνται πως, έστω και θεωρητικά, οι εκλογές θα μπορούσαν να εισαγάγουν κάποιες ανεξάρτητες μεταβλητές στο πασιφανές σκηνικό που στήνεται, ώστε να προκύψει το ΝΑΙ σε δημοψήφισμα, ένα ΝΑΙ για το οποίο με τόση σιγουριά μιλούσε ο περιβόητος Εγγλέζος Χάνευ του Σχεδίου Ανάν, το 2004, αναφερόμενος σε μελλοντικό δημοψήφισμα.
Τα πράγματα, από πλευράς Αναστασιάδη, δεν πρόκειται να διαφοροποιηθούν μέχρι την Άνοιξη. Ο Πρόεδρος, ως Ελληνοκύπριος ηγέτης έχει, ηθελημένα, αυτοεγκλωβιστεί και, νομοτελειακά, θα καταλήξει εκεί που τον πάνε. Με την υπογραφή του θα καταλυθεί η Κυπριακή Δημοκρατία. Δεν ξέρω αν μπορεί, καν, να περιορίσει την ζημιά, αποκόπτοντας τουλάχιστον την Κύπρο από τον τουρκικό στρατιωτικό ομφάλιο λώρο.
Υπερβολικές, όμως, εκτιμώ πως είναι και οι ανησυχίες του Άιντα για τις εκλογές. Οι όποιες μεταβλητές θα μπορούσαν να προκύψουν από μια συνασπισμένη αντιπολίτευση. Με τα σημερινά κομματικά δεδομένα του τόπου, τέτοια δε υπάρχει.
Τα δυο μεγάλα κόμματα εξουσίας, το ένα της αμερικανικής δεξιάς και το άλλο της αμερικανικής αριστεράς, ο Άιντα τα έχει δεδομένα. Με το συνθημα της “επανένωσης” έχουν και τα δυο, εδώ και χρόνια, υψώσει την σημαία της συνομοσπονδιακής διχοτόμησης- της κυπριακής δηλαδή εκδοχής του απαρτχάιντ- και, με την συνθηματολογία, έχουν “ξεχρεώσει” απέναντι στο λαό. Το κέντρο παραμένει, δυστυχώς, πολιτικά ανερμάτιστο. Ωδεύουν τα μικρά κόμματα του κέντρου προς τις εκλογές με μακαριότητα, δίδοντας την εντύπωση πως δεν αντιλαμβάνονται πως αυτές θα είναι οι τελευταίες τους, θεωρώντας τις, μάλιστα, ως ενδιάμεσο σταθμό για τις προεδρικές του 2018!
Χρόνος υπάρχει για ένα μεγάλο συνασπισμό του δημοκρατικού πατριωτικού
κέντρου. Ένας τέτοιος συνασπισμός θα λειτουργήσει, αρχικά, ως αντίβαρο στην ανισορροποία που αφέθηκε να δημιουργηθεί εσωτερικά την τελευταία δεκαετία και, τις συνέπειες της οποίας βιώνουμε, με τις οικονομικές αυθαιρεσίες (και συναφή διαφθορά) του δικομματισμού, ή τις πολιτικές που επέρχονται.
Η εξαγγελία δημιουργίας, και μόνο, ενός συνασπισμού δημοκρατικών και πατριωτικών δυνάμεων του κέντρου, δεν είναι αρκετός για να βάλει φρένο σε αυτά που υπόγεια και ύπουλα εκκολάπτονται. Θα είναι όμως μια αρχή για τους πολίτες που δικαιολογημένα προβληματίζονται και αναζητούν ένα αρχιμήδειο στήριγμα για να σταθούν, και για να υπερασπιστούν τα αναφαίρετα δικαιώματά τους, και τις πολιτικές τους ελευθερίες και επιλογές, έναντι αυτών που θρασύτατα και δημόσια τις επιβουλεύονται.
Πηγή: Mignatiou