Σχόλιο Τideon: "Το πρόβλημα της Κύπρου θα λυθεί όταν γίνουν πνευματικές βάσεις" έλεγε παρηγορητικώς ο θεοφώτιστος Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης. Επίσης, μας άφησε παρακαταθήκη να αγρυπνούμε στις επάλξεις και για τα εθνικά μας θέματα. Με αυτό το πνεύμα η Τράπεζα Ιδεών, παρακολουθεί και καταγράφει τις εξελίξεις, ιδίως για τη σχεδιαζόμενη από σκοτεινούς κύκλους, νέα προδοσία σε βάρος της μαρτυρικής Κύπρου.
(…) Νομίζω ότι όλοι συμφωνούμε ότι το Κυπριακό βρίσκεται στην πιο κρίσιμη καμπή, μετά το 2004, στη διαδικασία αναζήτησης λύσης.
Τι είδους όμως λύση;
Αυτό που θέλουμε είναι ένα σύγχρονο λειτουργικό ευρωπαϊκό κράτος, με μία κυριαρχία, μία διεθνή προσωπικότητα και μία ιθαγένεια. Άρα, οτιδήποτε θυμίζει το δυσλειτουργικό (με την ομολογία ακόμα και των ίδιων των αρχιτεκτόνων του) κράτος της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης δεν είναι δυνατό να θεωρείται επιδιωκόμενο ή εφικτό στην Κύπρο.
Θέλουμε λύση και όχι φύλλο συκής. Τα χαρακτηριστικά της; Πρέπει να είναι δίκαιη, βιώσιμη, πολιτικά και νομικά συμβατή με τις θεμελιώδεις άξιες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και Κεκτημένο. Το Κυπριακό, αν και δεν το επαναλαμβάνουμε με τη συχνότητα και τη δυναμική που οφείλουμε, ήταν και παραμένει πρόβλημα εισβολής και κατοχής και μάλιστα σε έδαφος κράτους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
… Σκέπτομαι ότι τα όσα συμβαίνουν σήμερα στην Κριμαία (όπως και το 2008 στη Γεωργία) έχουν ως «πρότυπο αναφοράς» την Κύπρο. Επίσης, το καθεστώς για τη «Ρεπούμπλικα Σέρμπσκα» που επεδίωκαν οι Κάραζιτς και Μιλόσεβιτς ήταν ακριβώς το ίδιο που είχε ως μόνιμο στόχο ο Ντενκτάς και η Άγκυρα. Προβλέποντας μάλιστα μόνο τη σταδιακή αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής και τη διατήρηση του «δικαιώματος επέμβασης», το οποίο δεν πρόκειται να εγκαταλείψει η Τουρκία, επιμένοντας στη διατήρηση του καθεστώτος των εγγυήσεων, όπως είχαν προβλεφθεί στις Συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου…
Αυτοί τους οποίους, κατά συνθήκη, αποκαλούμε «διεθνής κοινότητα», με ορισμένες βέβαια αποκλίσεις, έδειξαν να βολεύονται με το Κυπριακό ως «παγωμένη σύγκρουση» (frozen conflict).
Τρία στοιχεία φαίνεται ότι σταδιακά μετέβαλαν αυτό τον χαρακτήρα:
α) H ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (η οποία υπήρξε μια από τις σημαντικότερες επιτυχίες, πρωτίστως, της ελλαδικής, αλλά και της κυπριακής διπλωματίας)
β) Τα ενεργειακά κοιτάσματα και
γ) Η ανατροπή του status quo σε ολόκληρη τη λεκάνη της Μεσογείου, συμπεριλαμβανομένης και της Τουρκίας. Παράλληλα, ρόλο έχουν παίξει οι προβλέψεις αστάθειας και ανατροπών των μέχρι τώρα δεδομένων μέχρι και πέρα από το Ιράν.
Δεν θα πρέπει όμως να παραβλέπουμε ότι ήδη έχει άτυπα δρομολογηθεί η επαναχάραξη των πολιτικών συνόρων στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής (ΜΕΝΑ).
Η αξιοπιστία των αρχών, αλλά και τα συμφέροντα που προσδιορίζουν σήμερα την ευρωπαϊκή και αμερικανική στάση στην ευρύτερη περιοχή της ΜΕΝΑ (Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική), παρά τις όποιες διάφορές τους, δοκιμάζονται συνεχώς.
Στη λεκάνη της Μεσογείου και στην ευρύτερη ΜΕΝΑ, οι αποτυχίες της πολιτικής των ΗΠΑ και της ΕΕ είναι περισσότερες από τις επιτυχίες. Αν υποθέσουμε ότι οι επιτυχίες όντως υπάρχουν.
Εγώ, προσωπικά, δεν τις βλέπω.
Λυπούμαι, ειλικρινά, για την απουσία κοινής και ενιαίας ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής που είναι κάθε μέρα περισσότερο αισθητή και ορατή. Δυστυχώς, τα συμφέροντα και η εμβέλεια των συμφερόντων και της πολιτικής των Μερών (μελών) είναι ισχυρότερα του Συνόλου. Από την άλλη πλευρά, έχουμε μια Τουρκία, η οποία, παρά τη σημαντική δύναμη και στρατηγική της θέση, δείχνει να αντιστρατεύεται μάλλον, παρά να συμβάλλει, σήμερα στην προώθηση των συμφερόντων και αξιών της ΕΕ, άλλα και της Ουάσινγκτον στην ίδια περιοχή.
Η Τουρκία, σήμερα, αποτελεί αστάθμητο, στην κυριολεξία, παράγοντα. Δεν μπορώ, ούτε μου επιτρέπεται, να υποτιμήσω τη δύναμη και την αποφασιστικότητά της. Δικαιούμαι όμως να την αποκαλώ «αστάθμητο παράγοντα». Άλλο «επιτήδειος» και άλλο «αστάθμητος» ή και απρόβλεπτος.
…
Η λύση του Κυπριακού πρέπει να στηρίζεται στις Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφάλειας των Ηνωμένων Εθνών.
Δεν πρέπει, συνεπώς, να τρέφουμε αυταπάτες και ψευδαισθήσεις. Θυμίζω άλλωστε ότι ο εκπρόσωπος των Ηνωμένων Εθνών, Περουβιανός διπλωμάτης κ. Αλβάρο Ντε Σότο, με την υπεροψία και την υπερβολική αυτοπεποίθηση που τον χαρακτήρισε στο Μπούργενστοκ (Λουκέρνη, 2004), είχε σημαντικό μέρος της ευθύνης για την αποτυχία ενός Σχεδίου που τελικά καταψηφίστηκε από τον Κυπριακό Ελληνισμό και τη μειοψηφία των Τουρκοκυπρίων. Ο τρόπος που κινήθηκε μεταξύ της συνάντησης της Νέας Υόρκης (Φεβρουάριος 2004) και Λουκέρνης/Μπούργκενστοκ (22 Μαρτίου 2004) ήταν καθοριστικός. Σίγουρα, δεν είναι ο μόνος υπεύθυνος.
Αλλά, ως εκπρόσωπος των Ηνωμένων Εθνών, δεν κράτησε τις ισορροπίες. Το ακριβώς αντίθετο συνέβη.
Επιπλέον, διότι σήμερα το Συμβούλιο Ασφαλείας έχει στην κυριολεξία παραλύσει λόγω του ψυχροπολεμικού κλίματος που επικρατεί μεταξύ Ουάσινγκτον, Βρυξελλών και Μόσχας. Επίσης, η Μόσχα έχει (ιδιαίτερα σήμερα λόγω Κριμαίας) χαρακτηριστικό πρόβλημα πειστικότητας να διατηρήσει τις θέσεις που παραδοσιακά προέβαλε στο Κυπριακό. Ας μην ξεχνάμε και αυτή την παράμετρο. Μπορεί σήμερα η Μόσχα, αν υποθέσουμε ότι το επιθυμούσε, να καταγγείλει την τουρκική κατοχή, την προσάρτηση κ.λπ.; Η απάντησή μου είναι αρνητική.
Περιττεύει ίσως να προσθέσω ότι τα Μόνιμα Μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας δεν ενεργούν πλέον σύμφωνα με τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, αλλά σύμφωνα με τα συμφέροντά τους.
…
Το δημοψήφισμα είναι σίγουρα μια δικλείδα ασφαλείας. Σε ποια περίπτωση; Στην περίπτωση που η λύση που θα προέλθει από τις συνομιλίες είναι προϊόν επιδιαιτησίας. Μια, προφανώς, μεροληπτική, ετεροβαρής, άδικη και εν τέλει ανεφάρμοστη «λύση» δεν μπορεί να επικυρωθεί με δημοψήφισμα.
Με άλλα λόγια, αν δεν μπορεί να σταθεί στην κρίση του Κυπριακού λαού (αυτό ας το θυμούνται όλοι όσοι κινούνται στο προσκήνιο ή στο παρασκήνιο) δεν αρκεί να αποτυπωθεί μόνο στο χαρτί μιας συμφωνίας. Πρέπει, κυρίως, να χαραχτεί ως δίκαιη στη συνείδηση των Κυπρίων. Άρα ό,τι επιβληθεί εν αδίκω στο χαρτί, κινδυνεύει να ακυρωθεί στο δημοψήφισμα.
Αλήθεια είναι δυνατό να ισχυρίζεται κανείς ότι το δημοψήφισμα αναφέρεται απλά και μόνο ως μια διαδικασία τυπικής επικύρωσης μιας ενδεχόμενης Συμφωνίας; Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε προς τι η σταθερά επαναλαμβανόμενη θέση Λευκωσίας και Αθηνών ότι «δεν πρόκειται να αποδεχτούμε πιεστικά χρονοδιαγράμματα, επιδιαιτησία και ότι τελικός κριτής θα είναι ο κυπριακός λαός μέσω δημοψηφίσματος»;
Αρκεί να μη σπαταληθεί το κεφάλαιο σε εσωτερικής κατανάλωσης κινήσεις αποσιώπησης ή εντυπωσιασμού, ή ακόμη και προσωπικής πολιτικής, που τελικά δεν ωφελούν κανένα.
Πηγή: (Αποσπάσματα από το βιβλίο του Αλέξανδρου Μαλλιά «Οράματα και χίμαιρες – διαδρομές ενός διπλωμάτη» (Εκδόσεις Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ) που μόλις κυκλοφόρησε.), Απόψεις, Ινφογνώμων Πολιτικά