Σήμερα το επεκτατικό νεοθωμανικό σχέδιο του Ρατζιπ Ερντογάν που επιχείρησε να μεταβάλει την Τουρκία στον περιφερειακό ηγεμόνα μιας περιοχής που εκτείνεται από τη Βοσνία και το Κόσσοβο έως την κεντρική Ασία και την αραβική Μ. Ανατολή έχει οδηγηθεί σε καθολικό αδιέξοδο.
Το μόνο απτό αποτέλεσμα αυτής της επεκτατικής πολιτικής υπήρξε η χωρίς προηγούμενο όξυνση όλων των αντιθέσεων και των προβλημάτων που επισωρεύονται στο μεγαλομανιακό σχέδιο της επιστροφής στην οθωμανική κυριαρχία.
Η αποτυχία της νεοθωμανικής στρατηγικής
Η Τουρκία του Ερντογάν απέτυχε δραματικά στη πολιτική της του προσεταιρισμού των αραβικών χωρών, ιδιαίτερα μετά την «Αραβική Άνοιξη», και έχει οδηγηθεί σε ανοικτή σύγκρουση με την Αίγυπτο ενώ -προπαντός- απέτυχε να εξοντώσει τον Άσαντ και να εκπαραθυρώσει το καθεστώς του από τη Συρία.
Η προσπάθειά να αναδειχθεί σε ηγέτη του Ισλάμ ως ο οιονεί νέος χαλίφης του μουσουλμανικού κόσμου, απέτυχε παταγωδώς και οδήγησε σε μια γενικευμένη αντιπαράθεση με τις σημαντικότερες πτέρυγες του ισλαμικού κόσμου. Το τζιχαντιστικό Ισλάμ -το Ισλαμικό Κράτος και η Αλ Νούσρα, παράρτημα της Αλ Κάϊντα- το οποίο ενίσχυσε και εξέθρεψε αρχικώς, χρησιμοποιώντας το εναντίον του Άσαντ και των Κούρδων, στράφηκε τελικώς εναντίον του.
Συνέπεια και επισφράγιση αυτής της ρήξης αποτέλεσαν οι αλλεπάλληλες τρομοκρατικές επιθέσεις στην Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα. Παράλληλα συγκρούστηκε και μετωπικά και με το «ήπιο Ισλάμ», με τον ίδιο τον ισλαμιστή μέντορά του τον Φετουλάχ Γκιουλέν και το τάγμα του, που ανέδειξε τον Ερντογάν στην εξουσία.
Έτσι, ο «ισλαμιστής» Ερντογάν κατέληξε να έχει απογυμνωθεί από όλες τις συμμαχίες του με τους ισλαμιστές όλων των αποχρώσεων (!) -για να μην αναφέρουμε την αντίθεσή του με τους Αλεβίτες και τους Σιίτες- και έχει οδηγηθεί σε αποκλειστική συμμαχία με τη φασιστική ακροδεξιά των Γκρίζων Λύκων.
Παράλληλα το σχέδιο ενός modus vivendi με το κουρδικό έθνος, τόσο στο εσωτερικό της Τουρκίας όσο και στις γειτονικές χώρες, το Ιράκ και τη Συρία, το οποίο προώθησε ακόμα και σε συμφωνία με τον Οτσαλάν, οδηγήθηκε σε απόλυτο αδιέξοδο και κατέληξε σε έναν νέο αιματηρό πόλεμο σε όλα τα μέτωπα, τόσο στο εσωτερικό της Τουρκίας όσο και στο εξωτερικό.
Οι συνέπειες αυτών των αποτυχιών σε όλα τα μέτωπα, υπήρξαν καταιγιστικές: Κατ’ αρχάς στο εσωτερικό ήρθε σε σύγκρουση αρχικώς με το εκκοσμικευμένο μέρος της τούρκικης κοινωνίας -βλέπε τις μεγάλες συγκρούσεις με τη νεολαία, το 2015, με αφετηρία το πάρκο Γκεζί- αλλά με τον ίδιο τον τουρκικό στρατό στο πραξικόπημα του Ιουνίου του 2016.
Τελικώς, και στον τομέα όπου είχε τις μεγαλύτερες επιτυχίες, και στον οποίο στήριξε την αποδοχή του από ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, εκείνον της οικονομίας, έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση: η τουρκική οικονομία πλήττεται πλέον και από την κατάρρευση του τουρισμού και τη ραγδαία πτώση της τουρκικής λίρας.
Τέλος, οι σχέσεις του με τους δυτικούς του εταίρους και άλλοτε πάτρωνες του, βρίσκονται στο χειρότερο σημείο: ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο τεταμένες οι σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ και ένα μεγάλο μέρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ παράλληλα δεν έχουν αποκατασταθεί οι σχέσεις με το Ισραήλ.
Τέλος, για να βρει κάποια διέξοδο στην αντιπαράθεσή του με τη Ρωσία του Πούτιν και τους Ιρανούς που επενέβησαν στη Συρία και το Ιράκ εναντίον των τζιχαντιστών συμμάχων του, υποχρεώθηκε να συνθηκολογήσει μαζί τους. Έτσι και θα αποδεχθεί την παραμονή του Άσαντ και προπαντός την παρουσία της Ρωσίας στη Συρία, καθώς και την παραχώρηση ναυτικών και χερσαίων βάσεων του Ιράν στη Συρία.
Ολόκληρη η στρατηγική την οποία είχε σχεδιάσει ο Νταβούντογλου μαζί με τον Φετουλάχ Γκιουλέν και είχε εφαρμόσει αρχικώς ο Ερντογάν, των «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες», κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος. Ακόμα και το «όπλο» των προσφύγων που χρησιμοποιούσε ως απειλή εναντίον της Ευρώπης και της Ελλάδας, αρχίζει να απασφαλίζεται. Ως συνέπεια, τόσο της ανόδου των αντιμεταναστευτικών ρευμάτων στην Ευρώπη, όσο και του τέλους της μάχης του Χαλεπίου, με ήττα των συμμάχων του Ερντογάν, που σηματοδοτεί μάλλον το τέλος των μεγάλων προσφυγικών ρευμάτων από τη Συρία.
Η προσφορά της Κύπρου ως αντάλλαγμα
Απέναντι σ’ αυτή την καθολική απαξίωση του νεοθωμανικού σχεδίου, ένα σημαντικό μέρος του δυτικού κατεστημένου, κατεξοχήν των Αγγλοαμερικανών, μπροστά στον κίνδυνο περαιτέρω διάλυσης και εμφυλίου πολέμου στην ίδια την Τουρκία, με απρόβλεπτες εξελίξεις, προσπαθεί να σταθεροποιήσει όπως-όπως, τον Ερντογάν. Θα πρέπει να του προσφέρουν ικανά ανταλλάγματα ώστε να παραμείνει προσδεμένος στο δυτικό άρμα και να μην ακολουθήσει έναν «ασιατικό» δρόμο, προς τη Ρωσία, το Ιράν, την Κίνα κ.λπ.
Σε αυτό το σχέδιο, το βασικό «χαρτί» είναι η ουσιαστική εκχώρηση της Κύπρου και μέσω αυτής η πρόσβαση της Τουρκίας στα πετρέλαια και το φυσικό αέριο της ανατολικής Μεσογείου, έτσι ώστε και να απομονωθεί η ρωσοϊρανική παρουσία στη Συρία, και να μεταβληθεί η Τουρκία σε εταίρο των Αγγλοαμερικανών στην κατοχή της Κύπρου. Εξάλλου, η εκχώρηση της Κύπρου θα σηματοδοτήσει και την υπαγωγή της Ελλάδας, στο σύνολό της, στη στρατηγική επιρροή της Τουρκίας.
Σύμφωνα με αυτό το σχέδιο στο οποίο πρωτοστατεί η αμερικανίδα υφυπουργός Εξωτερικών Βικτόρια Νιούλαντ, η Τουρκία θα κερδίσει προς τα «δυτικά» και απέναντι στην Ελλάδα, -την Κύπρο και συνολικά τα Βαλκάνια-, ό,τι χάνει στα ανατολικά. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα προσδεθεί ασφαλέστερα στη Δύση, αν μάλιστα οι αγωγοί του πετρελαίου και του φυσικού αερίου από τα υποθαλάσσια κοιτάσματα του Ισραήλ, της Αιγύπτου και της Κύπρου κατευθυνθούν προς την Ευρώπη, όχι μέσω της Κρήτης, αλλά μέσω της Τουρκίας.
Δηλαδή, η Ελλάδα και η Κύπρος, και αυτή τη στιγμή κατ’ εξοχήν ο ελληνισμός της Κύπρου προσφέρονται στον καταρρέοντα Ερντογάν ως το μοναδικό αντάλλαγμα που θα επιτρέψει την επιβίωσή του. Σε μια στιγμή που βρίσκεται απόλυτα στριμωγμένος ενώ η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας μοιάζει ένα όλο και πιο απόμακρο όνειρο, οι Έλληνες πολιτικοί στην Κύπρο και την Ελλάδα θα διαπράξουν άραγε μια μεγάλης κλίμακας εθνική προδοσία η οποία θα έρθει να επισφραγίσει την ιστορική αποτυχία της Ζυρίχης;
Θα παραδώσουν ένα ελληνικό στην συντριπτική του πλειοψηφία, νησί, στον νεοθωμανισμό, υπογράφοντας ταυτόχρονα την οριστική προτεκτοροποίηση, άμεσα, και την αποσύνθεση, μεσοπρόθεσμα, του ίδιου του ελληνικού κράτους;
Η «λύση» και η οριστική καταστροφή
Οι προτεινόμενες λύσεις είναι κάτι περισσότερο από καταστροφικές: Η Κυπριακή Δημοκρατία θα υποκατασταθεί από ένα κρατίδιο ελεγχόμενο από την Τουρκία (παρουσία τουρκικών στρατευμάτων, εκ περιτροπής προεδρία, αδυναμία λειτουργίας του κράτους εξαιτίας του όρου της υποχρεωτικής συμφωνίας των τουρκοκυπρίων, δηλαδή της Τουρκίας σε οποιαδήποτε απόφαση).
Ταυτόχρονα δε, με τη λήξη του καθεστώτος των εγγυήσεων που θα ισχύει μονομερώς και μόνο για την Ελλάδα, θα αποκοπεί οριστικά ο κυπριακός ελληνισμός από το ελλαδικό κράτος. Και έτσι, οι Έλληνες στην Ελλάδα και την Κύπρο θα έχουν πετύχει μια πρωτοφανή αυτοχειρία.
Επί πλέον από εκεί που υπήρχαν δύο κράτη στο εσωτερικό της Ε.Ε., τα οποία θα μπορούσαν να υπερασπίζουν τα συμφέροντα του ελληνισμού, το νέο κυπριακό μόρφωμα θα έχει καταστεί ο δούρειος ίππος της εισόδου της Τουρκίας στην Ε.Ε. και την ευρωζώνη, από το παράθυρο, μια και οι αποφάσεις του θα προϋποθέτουν τη συμφωνία της Τουρκίας.
Με την επιχειρούμενη λοιπόν «λύση», ολοκληρώνεται με τον πλέον επονείδιστο τρόπο μια περίοδος πολλών δεκαετιών, που οδηγεί δια της διολισθήσεως στα πλέον καταστρεπτικά αποτελέσματα. Πράγματι, παρά την αντίσταση του ελληνισμού στην Κύπρο και την Ελλάδα, (με αποκορύφωμα το ΟΧΙ στο σχέδιο Ανάν) κάποιες ανάξιες πολιτικές ηγεσίες και ελίτ της Ελλάδας και της Κύπρου, (με εξαιρέσεις βέβαια, όπως εκείνη του Τάσσου Παπαδόπουλου) κινδυνεύουν να οδηγήσουν τον κυπριακό ελληνισμό σε οριστική πολιτειακή εξαφάνιση και αργά ή γρήγορα και σε εξανδραποδισμό, όπως έγινε στο παρελθόν με τον ελληνισμό της Μ. Ασίας, της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου, τη μεταβολή της Ελλάδας σε ένα μικρό ελεγχόμενο κρατίδιο το οποίο αργά ή γρήγορα θα υποστεί και αυτό με τη σειρά του ακόμα και εδαφικούς ακρωτηριασμούς – καθόλου τυχαίες οι απειλές του Ερντογάν και του συνόλου των τουρκικών κομμάτων σχετικά με τα ελληνικά νησιά ή την Θράκη.
Υπάρχει διέξοδος;
Και όμως, η σημερινή συγκυρία της αποσύνθεσης του νεοθωμανικού σχεδιασμού του Ερντογάν, είναι ίσως η πρώτη φορά μετά από πάρα πολλά χρόνια που είναι απολύτως ευνοϊκή για τον ελληνισμό. Ο ισλαμικός κόσμος και η Τουρκία έχουν εισέλθει σε μια περίοδο αντιπαραθέσεων και εμφυλίων μακράς διάρκειας· το κουρδικό ζήτημα αναδεικνύεται όλο και πιο πολύ ως αποφασιστικός παράγοντας στη μεσοανατολική σκακιέρα· μετά την αποτυχία των τζιχαντιστών στη Συρία εμφανίζονται νέοι παίκτες στο προσκήνιο, όπως το υπό διαμόρφωση σιιτικό τόξο από τη Χεζμπολάχ, μέχρι το Ιράν ενώ ενδυναμώνεται η ρωσική παρουσία· η νέα Συρία του Άσσαντ στηρίζεται σε μια στρατηγική συμμαχία χριστιανών και Αλαουιτών· είναι αδύνατη, υπό τις σημερινές συνθήκες, η ανασύσταση μιας ανέφελης συμμαχίας Τουρκίας-Ισραήλ· η Αίγυπτος βρίσκεται σε ευθύ ανταγωνισμό με την Τουρκία για την ηγεμονία του σουνιτικού Ισλάμ· τέλος στην Ευρώπη, οι τουρκόφιλες φωνές της κυρίας Μέρκελ, βρίσκουν όλο και μικρότερη ανταπόκριση.
Σε αυτές τις συνθήκες, λοιπόν, αντί η Ελλάδα και η Κύπρος να μεταβληθούν σε μια πραγματική δύναμη σταθερότητας και να αναδειχτούν ως το πραγματικό σύνορο της Ευρώπης, ετοιμάζονται να εκχωρήσουν στην Τουρκία, αυτό που έχει χάσει στο πεδίο της γεωστρατηγικής. Προϋπόθεση για μια τέτοια πολιτική εθνικής σωτηρίας θα ήταν προφανώς η επιβεβαίωση της ύπαρξης της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας και η επιστροφή ως βασική εθνική στρατηγική, εδώ και τώρα στα ψηφίσματα του ΟΗΕ για άμεση υποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων και των εποίκων.
Πάνω σε μια τέτοια γραμμή θα ήταν δυνατόν να κερδηθούν πολυάριθμοι σύμμαχοι στο γεωπολιτικό πεδίο και ο καταρρέων από την κρίση ελληνισμός να πραγματοποιήσει αυτό το αναγκαίο και σωτήριο άλμα προς την επιβίωση και συνάμα την αναβάθμισή του.
Υπ’ αυτή την έννοια, οι συνομιλίες της Γενεύης, δεν θα έπρεπε να είχαν αρχίσει καν και αποτελούν ήδη μία παγίδα από την οποία η ελληνική και κυπριακή πολιτική ηγεσία θα πρέπει να απαγκιστρωθούν τάχιστα, δοθέντος εξάλλου ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ελληνοκυπρίων και των ελλαδιτών τάσσεται ενάντιά τους σε όλες τις δημοσκοπικές μετρήσεις.
Θα αποτελέσει έργο εθνικής μειοδοσίας πολύ χειρότερης από οτιδήποτε έχει συμβεί στο παρελθόν, η συνέχιση «συνομιλιών» που πραγματοποιούνται με την παρουσία ξένων στρατευμάτων και κάτω από τους καθημερινούς εκβιασμούς της Τουρκίας εναντίον της Ελλάδας.
Ελλάδα και Κύπρος
Όσο για την αιφνίδια ανακάλυψη μιας αντίθεσης μεταξύ Ελλαδιτών και Κυπρίων, η οποία αποτελεί διαστρέβλωση επί τα χείρω του ούτως ή άλλως ηττοπαθούς δόγματος, «η Κύπρος αποφασίζει η Ελλάδα στηρίζει», όχι μόνο είναι ψευδεπίγραφη, αλλά είναι και απολύτως προσβλητική.
Κύπρος και ηπειρωτική Ελλάδα είναι από την εποχή του… τρωικού πολέμου αξεδιάλυτα δεμένες,· έχουν συμμετάσχει από κοινού σε όλους τους εθνικούς αγώνες (οι χιλιάδες Κύπριοι που συμμετείχαν στους Βαλκανικούς Πολέμους, η συμμετοχή τους στην αντίσταση εναντίον της Γερμανίας και οι εκατοντάδες Ελλαδίτες νεκροί της εισβολής του 1974)· ενώ όλοι οι αγώνες του κυπριακού λαού επί πολλούς αιώνες ήταν αγώνες για την ένωση με την Ελλάδα.
Το γεγονός ότι τα εγκληματικά λάθη των ηγεσιών δεν επέτρεψαν την ευόδωση αυτού του αιτήματος και υπάρχουν σήμερα δύο διαφορετικά κράτη, δεν αναιρεί την ταυτότητα των πόθων και των αισθημάτων των δύο τμημάτων του ελληνισμού. Εξάλλου, οι τύχες τους είναι αξεδιάλυτα δεμένες.
Η σημερινή κρίση του ελληνικού κράτους αποδυναμώνει δραματικά την Κυπριακή Δημοκρατία και το αντίστροφο, η πιθανή εκχώρηση της Κύπρου στην τουρκική σφαίρα θα έχει δραματικές συνέπειες και για ανεξαρτησία του ελλαδικού κράτους.
Ο σημερινός πρόεδρος της Κύπρου δεν μπορεί και δεν πρέπει να ξεχνάει ότι σε όλες τις εκλογικές αντιπαραθέσεις στην Κύπρο συμμετείχε σε συγκεντρώσεις όπου κυμάτιζε η ελληνική σημαία. Και όλοι γνωρίζουν πως χωρίς την παρουσία της Ελλάδας -έστω και τόσο μικρή που έχει γίνει σήμερα- η Κυπριακή Δημοκρατία θα είχε πάψει να υπάρχει ήδη από καιρό. Ακόμα και σήμερα Ελλαδίτες φαντάροι υπηρετούν στην Κύπρο.
Είναι λοιπόν όχι απλώς δικαίωμά μας αλλά υποχρέωσή μας να μεριμνούμε για την Κύπρο και τον κυπριακό ελληνισμό – όχι σαν μια ξένη χώρα αλλά σαν ένα οργανικό κομμάτι του εαυτού μας, έστω και εάν ανήκουμε σε διαφορετικές κρατικές οντότητες. Η εθνική μας ταυτότητα παραμένει μία και αξεχώριστη, ποτισμένη με το αίμα και τα δάκρυα χιλιάδων και χιλιάδων Ελλαδιτών και Κυπρίων.
Πηγή: Defence-Point