Στο Ανθρωπολογικό Εργαστήρι της ΔΕΑ που βρίσκεται στην υπό την προστασία των ΗΕ περιοχή κοντά στο παλαιό διεθνές αεροδρόμιο Λευκωσίας πραγματοποιείται η ταυτοποίηση των λειψάνων με τη μέθοδο DNA, Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2017. Φέτος κλείνουν δέκα χρόνια από την έναρξη του προγράμματος εκταφών σε ολόκληρο το νησί για την ανεύρεση των λειψάνων Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων που αγνοούνται από τις διακοινοτικές μάχες του 1963 64 και την τουρκική εισβολή του 1974. Τα τελευταία δέκα χρόνια, 558 Ελληνοκύπριοι και 184 Τουρκοκύπριου αγνοούμενοι έχουν ταυτοποιηθεί και τα λείψανα τους έχουν επιστραφεί στις οικογένειές τους. ΚΥΠΕ, ΚΑΤΙΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Μια κάλτσα, ένα πουκάμισο και μια κουρελιασμένη ζώνη – απομεινάρια των εκταφών καθώς η Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοούμενους (ΔΕΑ) συνεχίζει τη μάχη ενάντια στο χρόνο.
Τα τελευταία δέκα χρόνια, 558 Ελληνοκύπριοι και 184 Τουρκοκύπριοι αγνοούμενοι έχουν ταυτοποιηθεί και τα λείψανά τους έχουν επιστραφεί στις οικογένειές τους. Για τις οικογένειες, η αναμονή τελείωσε. Αυτά τα άτομα έχουν τώρα ταφεί και οι τάφοι τους φέρουν το όνομά τους. Για τους αγαπημένους τους, ο πόνος έχει μετατραπεί σε πένθος. Για τους υπόλοιπους 950 Ελληνοκύπριους και 309 Τουρκοκύπριους, που εξακολουθούν να αγνοούνται, οι πληγές παραμένουν ανοικτές. Δεν έχουν ακόμη ταυτοποιηθεί. Και ο χρόνος εξαντλείται.
Φέτος είναι η δέκατη επέτειος από την έναρξη του προγράμματος εκταφών σε ολόκληρο το νησί για την ανεύρεση των λειψάνων Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων που αγνοούνται από τις διακοινοτικές μάχες του 1963 – ’64 και την τουρκική εισβολή του 1974. Το θλιβερό αυτό καθήκον έχει αναληφθεί από τη ΔΕΑ.
«Συνεχίζεται για τόσο καιρό, είναι τόσο δύσκολο και τόσο οδυνηρό θέμα για τους Κυπρίους. Οι Κύπριοι είναι άτομα που αγαπούν τις οικογένειες τους και που έχουν βρεθεί αντιμέτωποι με τέτοια βία μεταξύ αυτών των δύο περιόδων, του 1963-’64 και του 1974, και τόσοι πολλοί άνθρωποι αγνοούνται και αυτό δημιούργησε μεγάλο τραύμα». Έτσι περιγράφει το Τρίτο Μέλος της ΔΕΑ, ο Πολ-Ανρί Αρνί, αυτό το ανθρωπιστικό θέμα.
Η ΔΕΑ έδωσε άδεια στο ΚΥΠΕ να επισκεφθεί το χώρο εκταφών στο υπό τουρκική κατοχή χωριό Αγκαστίνα καθώς και το Ανθρωπολογικό Εργαστήρι της ΔΕΑ, που βρίσκεται στην υπό την προστασία των ΗΕ περιοχή κοντά στο παλαιό διεθνές αεροδρόμιο Λευκωσίας. Το έργο των αρχαιολόγων, γεωλόγων, ανθρωπολόγων, γενετιστών και εθελοντών δεν είναι κάτι που πρέπει να εκλαμβάνεται ελαφρά τη καρδία. Πρόκειται για μια ανθρωπιστική αποστολή, για την οποίαν είναι περήφανοι.
H ΔΕΑ εκπροσωπεί και τις δύο πλευρές. Ο Νέστορας Νέστορος ως μέλος της ελληνοκυπριακής πλευράς, η Γκιουλντέν Πλουμέρ Κουτσιούκ ως μέλος της τουρκοκυπριακής και ο Αρνί, το Τρίτο Μέλος, που επελέγη από την ICRC με τη σύμφωνη γνώμη των δύο πλευρών και διορίστηκε από τον ΓΓ του ΟΗΕ.
Η εργασία της ΔΕΑ διεξάγεται με τη συμμετοχή νέων επιστημόνων και από τις δύο κοινότητες. Τον τελευταίο χρόνο, η ΔΕΑ έχει διπλασιάσει το ανθρώπινο δυναμικό του εργαστηρίου της και αύξησε τον αριθμό δειγμάτων λειψάνων που στέλλονται για ταυτοποίηση με τη μέθοδο DNA. Βασίζεται σε σημαντική βοήθεια από δωρεές και η ΕΕ συμβάλει κατά 75% στα απαιτούμενα κονδύλια.
Έξω από το χωριό Αγκαστίνα, πίσω από εργοστάσια και αποθήκες, ένα χωματόδρομος οδηγεί μακριά μέσα στα χωράφια. Από απόσταση φαίνεται σωρός χώματος και δύο εκσκαφείς. Μια ομάδα ατόμων, κυρίως νεαρών μεταξύ 20 και 30 ετών, είναι μέρος της ευρύτερης ομάδας των ατόμων που σκάβουν και εξετάζουν σχολαστικά το έδαφος. Εργάζονται στο χώρο από τις 24 Νοεμβρίου 2016 για να εντοπίσουν τέσσερις Ελληνοκύπριους που αγνοούνται από το 1974.
Αυτό είναι το πρώτο από τέσσερα στάδια στην εργασία της ΔΕΑ για επιστροφή των λειψάνων Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στις οικογένειες τους.
O επικεφαλής της ομάδας των Ελληνοκυπρίων στο χώρο που επισκέφτηκε το ΚΥΠΕ, Γιάννης Ιωάννου, γεωλόγος που εργάζεται στη ΔΕΑ από το 2006, είπε ότι υπάρχουν δύο ομάδες αρχαιολόγων με δύο εκσκαφείς «που ψάχνουν για λείψανα αγνοουμένων του 1974».
Στο Ανθρωπολογικό Εργαστήρι της ΔΕΑ που βρίσκεται στην υπό την προστασία των ΗΕ περιοχή κοντά στο παλαιό διεθνές αεροδρόμιο Λευκωσίας πραγματοποιείται η ταυτοποίηση των λειψάνων με τη μέθοδο DNA, Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2017. Φέτος κλείνουν δέκα χρόνια από την έναρξη του προγράμματος εκταφών σε ολόκληρο το νησί για την ανεύρεση των λειψάνων Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων που αγνοούνται από τις διακοινοτικές μάχες του 1963 64 και την τουρκική εισβολή του 1974. Τα τελευταία δέκα χρόνια, 558 Ελληνοκύπριοι και 184 Τουρκοκύπριου αγνοούμενοι έχουν ταυτοποιηθεί και τα λείψανα τους έχουν επιστραφεί στις οικογένειές τους. ΚΥΠΕ, ΚΑΤΙΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
«Αυτή είναι η δεύτερη φάση της εκταφής, η πρώτη φάση έλαβε χώρα το 2013 και βρήκαμε λείψανα τριών ατόμων και τώρα επειδή η νέα πληροφόρηση αφορούσε επτά αγνοούμενους στην περιοχή, η ΔΕΑ αποφάσισε να επεκτείνει το χώρο εκσκαφών και έτσι η περιοχή υπό διερεύνηση είναι τώρα αρκετά μεγάλη, για να δούμε αν υπάρχουν περισσότερα λείψανα», είπε.
O Ιωάννου ανέφερε ότι βρήκαν μερικά λείψανα, όχι όμως αρκετά κομμάτια οστών «ώστε να μπορούν να μας διαφωτίσουν για τον αριθμό (αγνοουμένων)». Αυτές οι υποθέσεις είναι οι πιο δύσκολες για μας, σημειώνει, «διότι δεν υπήρξε ταφή και δεν γνωρίζουμε τι απέγιναν τα λείψανα. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες στους οποίους μπορεί να οφείλεται η μετακίνηση οστών, όπως τα ζώα, η καλλιέργεια της γης, οι καιρικές συνθήκες, έτσι πρέπει να επεκτείνουμε (το χώρο εκσκαφής) όσο το δυνατόν περισσότερο μπορούμε».
Ο επικεφαλής της τουρκοκυπριακής ομάδας Mustafa Emre, αρχαιολόγος που εργάζεται στη ΔΕΑ από το 2011, είπε στο ΚΥΠΕ ότι «διεξάγουμε μια αρχαιολογική έρευνα σε αυτό το χώρο, ο οποίος είναι τεράστιος και το έδαφος δεν είναι βαθύ».
«Κάθε χρόνο ο χώρος καλλιεργείται και αυτό αποτελεί μεγάλο πρόβλημα για μας διότι τα οστά μετακινούνται και σκορπίζονται στο χώρο». Είπε ότι η εκσκαφή είναι 30 με μέγιστο 50 εκατοστά. «Χρησιμοποιούμε τον εκσκαφέα. Ψάχνουμε με τα μάτια. Η διαδικασία είναι πολύ αργή διότι χρησιμοποιούμε εκσκαφείς και πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Δεν ψάχνουμε για ολόκληρους σκελετούς. Τα οστά έχουν χωριστεί. Εργαζόμαστε πολύ αργά και πολύ προσεκτικά», πρόσθεσε.
Μπορεί κανείς να αναλογιστεί πώς βρίσκουν λείψανα, σαν βελόνα στα άχυρα, ρωτά ο κ. Αρνί. «Όλοι μας κάνουμε αυτή τη δουλειά εδώ και πολλά χρόνια. Έτσι τα μάτια μας είναι εκπαιδευμένα. Είμαστε πολύ συγκεκριμένοι ως προς το τί ψάχνουμε. Είναι πολύ σημαντικό για μας. Λειτουργούμε με ταχύτητα και ξέρουμε τί ψάχνουμε», είπε ο Ιωάννου.
Ο κ. Αρνί επισημαίνει ότι λόγω της σκληρότητας του εδάφους, έριχναν τα πτώματα σε πηγάδια. «Βρήκαμε μόνο ένα πτώμα μετά από έξι μήνες εκσκαφών σε πηγάδι 32 μέτρων. Το πηγάδι ήταν τόσο επικίνδυνο για να κατέβουμε σε αυτό ώστε φτιάξαμε μια ράμπα, μετακινήσαμε ένα βουνό χώμα, και χρησιμοποιήσαμε τρεις μηχανές, κάτι που κόστισε 67 χιλιάδες ευρώ μόνο για ένα άτομο», εξήγησε.
Στο Εργαστήρι, η Θεοδώρα Ελευθερίου και η İstenç Engin, ηγούνται της ομάδας των ιατροδικαστικών εμπειρογνωμόνων και ανθρωπολόγων για την επόμενη φάση της διαδικασίας. Πρόκειται για το δεύτερο στάδιο, την ανθρωπολογική φάση όπου τα λείψανα που έχουν εκταφεί θα καθαριστούν, θα φωτογραφηθούν και θα αρχειοθετηθούν προτού εξεταστούν.
Η Ελευθερίου μας δείχνει τους αριθμούς σε κάθε σειρά λειψάνων. Κάθε κωδικός έχει ξεχωριστή έννοια – που δίδεται από τους ανθρωπολόγους κατά την ώρα της εκταφής. Αναφέρεται στο χωριό, το χρόνο εκσκαφής, την ώρα που ο αρχαιολόγος επισκέφθηκε το χώρο. Ένα γράμμα δίπλα από τον κώδικα δείχνει πώς βρέθηκαν τα λείψανα. Κανένα λείψανο δεν φέρει όνομα, λέει η Ελευθερίου. «Κανείς δεν γνωρίζει εκ των προτέρων ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι, η ταυτότητα αποκαλύπτεται τελευταία. Ο επιστήμονας χρειάζεται να εργαστεί στα τυφλά».
Ο κ. Αρνί λέει ότι τέσσερις επιστήμονες εργάστηκαν πάνω στα λείψανα των παππούδων τους. «Φανταστείτε αν γνώριζαν», είπε.
Στο Ανθρωπολογικό Εργαστήρι της ΔΕΑ που βρίσκεται στην υπό την προστασία των ΗΕ περιοχή κοντά στο παλαιό διεθνές αεροδρόμιο Λευκωσίας πραγματοποιείται η ταυτοποίηση των λειψάνων με τη μέθοδο DNA, Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2017. Φέτος κλείνουν δέκα χρόνια από την έναρξη του προγράμματος εκταφών σε ολόκληρο το νησί για την ανεύρεση των λειψάνων Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων που αγνοούνται από τις διακοινοτικές μάχες του 1963 64 και την τουρκική εισβολή του 1974. Τα τελευταία δέκα χρόνια, 558 Ελληνοκύπριοι και 184 Τουρκοκύπριου αγνοούμενοι έχουν ταυτοποιηθεί και τα λείψανα τους έχουν επιστραφεί στις οικογένειές τους. ΚΥΠΕ, ΚΑΤΙΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Ένα δείγμα είναι αρκετό να ληφθεί αν τα λείψανα που εντοπιστούν είναι άρτια, λέει η Ελευθερίου. «Υπάρχουν περιπτώσεις όπου λείψανα εντός ατόμου βρέθηκαν με λείψανα άλλων. Δηλαδή πολλά άτομα έχουν ταφεί μαζί. Σε αυτές τις περιπτώσεις χρειάζεται να ξεχωρίσεις πολλά οστά για δειγματοληψία ώστε να συνδέσεις οστά για να δημιουργήσεις ένα πιο ολοκληρωμένο σκελετό και να ταυτοποιήσεις στο τέλος το άτομο», είπε.
Και όταν υπάρχει ανάμιξη λειψάνων σε μαζικούς τάφους, τότε χρειάζονται πέντε με έξι δείγματα για DNA, εξηγά. «Κάθε ένα από αυτά στοιχίζει 500 δολάρια. Έτσι αμέσως εκτοξεύει τον προϋπολογισμό μας. Αυτό είναι ένα από τα προβλήματά μας», επισημαίνει.
Δείχνει μια μεγάλη σωρό εγγράφων και εξηγεί ότι οι επιστήμονες αναλύουν και μετρούν κάθε οστό, φωτογραφίζουν κάθε οστό και όλα τα δεδομένα εισάγονται στη βάση δεδομένων. Στο τέλος αυτής της διαδικασίας, καθορίζουν το φύλο, την ηλικία και το τραύμα στα οστά. Όταν ολοκληρωθεί αυτή η ανθρωπολογική ανάλυση, προχωρούν σε εξετάσεις DNA. Τότε μπορούν να συγκρίνουν με τις πληροφορίες που παρέχει η οικογένεια και με οποιοδήποτε άλλο επιπρόσθετο ανευρεθέν αντικείμενο όπως σταυροί, δακτυλίδια, οτιδήποτε βρεθεί στις τσέπες. «Αυτό βοηθά στο να συγκεντρωθούν όλες οι πληροφορίες και τότε η ταυτοποίηση γίνεται στο 99.95%». Η αιτία θανάτου δεν είναι μέσα στην εντολή της ΔΕΑ. Αυτό αποφασίστηκε από τους πολιτικούς ηγέτες, εξηγεί.
Η Ελευθερίου σημειώνει ότι μια απλή υπόθεση μπορεί να πάρει μέχρι και τρεις μέρες για να αναλυθούν τα οστά. «Αλλά μετά πρέπει να πάρουμε δείγμα και να το στείλουμε για γενετική ανάλυση- παίρνει περίπου τέσσερις μήνες αν όλα πάνε καλά. Κάποτε δεν έχουμε DNA ή αντιστοιχία. Αν δούμε ότι δεν υπάρχει αντιστοιχία με οποιονδήποτε αγνοούμενο, τότε οι γενετιστές θα αρχίσουν να εξετάζουν γιατί υπάρχει αυτή η κατάσταση. Ο κύριος λόγος είναι ότι οι συγγενείς είναι μακρινοί ή δεν έχουν δώσει δείγμα. Έτσι η ΔΕΑ πρέπει να επικοινωνήσει με συγγενείς που μπορεί να βρίσκονται στην Αυστραλία, στις ΗΠΑ».
Μετά την ανθρωπολογική ανάλυση, τα δείγματα από μικρά οστά αποστέλλονται στο Εργαστήρι Bode Cellmark Forensics για DNA στη Βιρτζίνια των ΗΠΑ που έχει συμβόλαιο με τη ΔΕΑ για να διεξάγουν τις γενετικές αναλύσεις και ταυτοποίηση οστών για σκοπούς ταυτοποίησης και αντιστοιχίας με τα σκελετικά στοιχεία. Αυτή είναι η τρίτη φάση.
O κ. Αρνί λέει ότι δύσκολες υποθέσεις όπου τα λείψανα ήταν αναμεμιγμένα μπορεί να πάρουν μέχρι και 4-5 χρόνια. «Έχουμε λείψανα εδώ που έχουν υποστεί ζημιά. Και τα λείψανα δεν επιτρέπουν τώρα τη λήψη δείγματος για DNA. Έτσι τα κρατάμε. Ο ήλιος και η φωτιά τα καταστρέφουν. Και αν αφέθηκαν στην επιφάνεια δεν παρέχουν καλής ποιότητας DNA», εξηγεί.
Ερωτηθείς αν υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που δεν έχουν δώσει δείγμα DNA, η Ελευθερίου εξηγεί ότι «υπάρχουν μερικοί. Οι περισσότεροι έχουν δώσει. Η βάση δεδομένων είναι ολοκληρωμένη. Πολλοί από αυτούς είναι μακρινοί συγγενείς. Κάποιες φορές η ΔΕΑ μπορεί να ζητήσει την εκταφή των αποθανόντων γονέων». Και κάποιες φορές, αν δεν υπάρχει καλή ποιότητα DNA ο μόνος τρόπος είναι η εκταφή οστών από τον πατέρα ή τη μητέρα που έχουν αποβιώσει για να πάρουμε το DNA. Και είχαμε κάποιες τέτοιες περιπτώσεις, λέει ο Αρνί.
Στο Εργαστήρι υπάρχουν δύο δωμάτια αποθηκευτικών χώρων που περιέχουν λείψανα στα οποία θα γίνει ή γίνεται ανάλυση. Τα δωμάτια είναι γεμάτα με καφέ κουτιά στα οποία αναγράφονται κώδικες, λέει η Ελευθερίου. Η ένδειξη GBP είναι διάφορα μέρη σώματος, δηλαδή τα οστά που είναι ανακατωμένα και δεν είναι άρτια και θα μπορούσαν να ανήκουν σε πολλά άτομα.
Η κατηγορία BP σημαίνει μέρη σώματος (body part). Η κατηγορία B (body) σημαίνει ολόκληρο το σώμα.
Κάποτε υπάρχουν περιπτώσεις, οι οποίες αφορούν περισσότερο την αρχαιολογική πτυχή αντί τους αγνοούμενους. Πολλές φορές πηγαίνουμε σε μέρη όπου βρίσκουμε αρχαιολογικά αντικείμενα που πρέπει να μεταφερθούν για επιβεβαίωση.
Ο δεύτερος αποθηκευτικός χώρος είναι όπου φυλάγονται αποτελέσματα γενετικών εξετάσεων ή υποθέσεις που αναμένουν να αναλυθούν. Περιέχει επίσης υποθέσεις για τις οποίες δεν υπήρξε αντιστοιχία.
Στο δεύτερο εργαστήρι υπάρχουν όλες οι δύσκολες υποθέσεις, λέει ο Αρνί.
Σε ένα τραπέζι υπάρχουν τα ρούχα μιας γυναίκας, σε έντονα ανοικτά χρώματα και σχέδια με λουλούδια ενώ τώρα έχουν ξεθωριάζει, είναι καφέ τα χρώματα. Σχισμένες στρατιωτικές ζώνες, πιθανόν κάποιου στρατιώτη. Μια κάλτσα δίπλα από λείψανα, πιθανόν κάποιου πολίτη και τα λείψανα στο τραπέζι που πιστεύεται ότι ανήκουν σε ένα μικρό παιδί.
Η Ελευθερίου δείχνει τρία άτομα τα οστά των οποίων μπερδεύτηκαν διότι υπήρχαν οικοδομικές εργασίες στην περιοχή, έτσι όλα τα οστά μετακινήθηκαν λόγω της χρήσης εκσκαφέα. «Οι αρχαιολόγοι ανάκτησαν όλα τα λείψανα, χρειάστηκε πολύς χρόνο για ανθρωπολογικές διασυνδέσεις, δηλαδή βάζουμε ομάδα οστών που πιθανόν να ανήκουν στο ίδιο άτομο και επιλέγουμε πολλά οστά. Αφότου δημιουργήσουμε μέρη του σώματος επιλέγουμε κάποια δείγματα για να εξακριβώσουμε τις διασυνδέσεις αυτές. Στο τέλος καταφέραμε να χρησιμοποιήσουμε ανθρωπολογικό και γενετικό υλικό για να δημιουργήσουμε ένα σχεδόν ολοκληρωμένο άτομο».
Για να τονίσει την περιπλοκότητα της διαδικασίας, η Ελευθερίου αναφέρεται σε μια υπόθεση που ξεκίνησε το 2012 και μόλις «τώρα αρχίζουμε να ταυτοποιούμε άτομα και αυτή είναι μια υπόθεση όπου οι άνθρωποι αφέθηκαν άταφοι και βρήκαμε μόνο μερικά οστά». Η οικογένεια τώρα θα πάρει μερικά κομμάτια οστών διότι πολλά άτομα αφέθηκαν σε αυτό τον τάφο και τα οστά τους χάθηκαν, η περιοχή είναι βραχώδης, δεν ανακτήσαμε τα περισσότερα οστά, αλλά οι οικογένειες θα έχουν αυτά τα μικρά κομμάτια οστών και όλα τα άτομα θα ταυτοποιηθούν». Και αυτό ήταν από την εκσκαφή από τον Πενταδάκτυλο.
O Αρνί είναι περήφανος για τον επαγγελματισμό και την αφοσίωση των επιστημόνων. Όπως λέει «αυτό που είναι αξιοσημείωτο στο Εργαστήρι, σεβόμενοι την αξιοπρέπεια των οικογενειών, είναι η δυνατότητα των επιστημόνων να αναδομήσουν κρανία. Πολλά κρανία ήταν σπασμένα είτε λόγω σφαίρας είτε λόγω της σκληρότητας του εδάφους που είχαν ταφεί. Έτσι για να έχουν οι οικογένειες ένα κρανίο κατά την επιστροφή των λειψάνων, οι επιστήμονες ξοδεύουν πέραν των δύο βδομάδων αναδομώντας με γόμα το κρανίο. Είναι αξιοσημείωτο».
Όταν ολοκληρωθεί η διαδικασία και τα λείψανα έχουν επιτυχώς ταυτοποιηθεί ενημερώνονται οι συγγενείς. Αυτή είναι η τέταρτη φάση, ταυτοποίηση και επιστροφή των λειψάνων.
O κ. Αρνί είπε στο ΚΥΠΕ ότι η ΔΕΑ διαθέτει πέντε ψυχολόγους. «Είναι κοντά στην οικογένεια για ένα μήνα πριν την ταφή και ένα μήνα μετά. Επειδή πρόκειται για δεύτερο τραύμα. Πρέπει να τους προετοιμάσεις για αυτή τη στιγμή. Ο ψυχολόγος βοηθά να επουλωθούν οι πληγές, τους ακούει».
Όταν οι συγγενείς φτάνουν στο δωμάτιο αναγνώρισης τους δείχνουν φωτογραφίες του χώρου εκσκαφής όπου βρέθηκαν τα αγαπημένα τους πρόσωπα και παρακολουθούν τη διαδικασία. Τοποθετούνται στο δωμάτιο τα απαραίτητα αντικείμενα ανάλογα με τη θρησκεία του αγνοούμενου, για τους Ελληνοκύπριους υπάρχουν εικονίσματα, σταυρός, λουλούδια και για τους Τουρκοκύπριους το κοράνι, φωτογραφίες και λουλούδια. Οι συγγενείς μπορούν να συνοδεύονται από ιερέα ή μουφτή. Τα λείψανα τοποθετούνται για θέαση και την επόμενη μέρα το φέρετρο μεταφέρεται στην οικογένεια. Κάθε οικογένεια λαμβάνει 1400 ευρώ από τη ΔΕΑ για την κηδεία.
Για μήνες ή χρόνια πριν να δουν τη δουλειά τους να έχει επιτυχή κατάληξη οι επιστήμονες έρχονται καθημερινώς αντιμέτωποι με ανώνυμα λείψανα. Ρωτήσαμε για τα συναισθήματά τους.
«Αισθάνεσαι περήφανος αλλά την ίδια ώρα είναι σκληρό. Αλλά όταν έρχεσαι εδώ κάθε μέρα πρέπει να το συνηθίσεις αυτό. Όμως όταν είσαι με τις οικογένειες συμμερίζεσαι τον πόνο της οικογένειας», λέει η Ελευθερίου.
O αρχαιολόγος Emre έχει ανάμικτα αισθήματα όταν εντοπίζει οστά σε χώρο εκσκαφής. «Εργαζόμαστε δύο κοινότητες μαζί. Αλλά αυτό δεν έχει σημασία, είτε Ελληνοκύπριοι είτε Τουρκοκύπριοι διότι βλέπουμε αυτή τη δουλειά ως ένα ανθρωπιστικό έργο. Όταν βρούμε οστά ξέρουμε ότι κάποιος θα είναι πολύ ευτυχής διότι δεν θα ήθελα για κανένα να έχει οικογένεια που αγνοείται. Και μπορεί οι συγγενείς να θέλουν να πάνε στο κοιμητήριο και να προσευχηθούν για τους δικούς τους. Κάποτε είμαι πολύ λυπημένος αλλά κάποτε χαρούμενος».
Ο Ιωάννου είπε ότι δεν το αντιμετωπίζει ως δουλειά. «Η ουσία της εργασίας μας είναι να βρούμε κάτι που είναι σημαντικό για τη χώρα μας. Δεν είναι ακριβώς δουλειά, είναι μια ανθρωπιστική διαδικασία και αισθανόμαστε πραγματικά τυχεροί που συμμετέχουμε σε αυτό. Είναι πολύ σημαντικό για μας κάθε φορά που βρίσκουμε οστά, να γνωρίζουμε ότι ανήκουν σε άτομα που έχουν χάσει τη ζωή τους σε κάποια γεγονότα του παρελθόντος και οι οικογένειες τους αναμένουν να πάρουν κάτι πίσω για να κάνουν μια κανονική κηδεία για τους αγαπημένους τους».
Η αρχαιολόγος Ifet Masa λέει ότι «για μένα είναι πολύ σημαντικό να κάνω αυτή τη δουλειά. Το κάνω αυτό για την πρόσφατη ιστορία μου και για τον παππού μου. Δεν είναι αγνοούμενος αλλά οι ιστορίες που μου έχει διηγηθεί αφορούν πολλά για αυτά τα γεγονότα».
Ο Ali Culluoglu λέει «εργάζομαι στη ΔΕΑ από το 2009. Φυσικά είμαστε ευτυχείς όταν βρίσκουμε κάτι. Ο παππούς μου ήταν αγνοούμενος στην Πάφο το 1974 και βρήκαμε τα λείψανα του πριν από τρία χρόνια στο χωριό Πελαθούσα, κοντά στην Πόλη Χρυσοχούς, έτσι γνωρίζω τι αισθάνεσαι όταν βρεις αγνοούμενο της οικογένειας”.
ΚΥΠΕ – Αιμιλία Χριστοφή
ΚΥΠΡΟΣ-Λευκωσία 18/02/2017 12:04
Πηγή: mignatiou.com