2012 – 1912
Οι γραμμές αυτές γράφονται ανήμερα που τεθήκαμε σε διεθνή εποπτεία από τους δανειστές μας. «Η Ελλάδα θα παρακολουθείται, και θα υπάρχει μόνιμη παρουσία στην Ελλάδα» μας είπανε. Η Διεθνής εποπτεία θα επιβλέπει αν τηρούμε τους όρους της ζητιανιάς μας και αν αποδίδουμε το αντίτιμο της εξασφάλισής της.
Διεθνιστές και προδομένοι οι ταγοί, μας μετάλλαξαν τη λέξη εποπτεία σε επιτυχία. Χρόνια τώρα άλλωστε προετοιμάσαμε την «άλωση» κάθε τιμής του έθνους. Σήμερα πήγαμε στα διεθνή φόρα και προσυπογράψαμε.
100 χρόνια πριν, ανήμερα Πρωτοχρονιά του 1912, γεννήθηκε ο Νικηφόρος Βρεττάκος «ο βαθιά ευτυχής», όπως γράφει για τη χώρα του, «ο τιμημένος εγώ να είμαι απ’ το χώμα σου. Σε φιλώ και σου εύχομαι, Ζωή εσαεί, Φως εσαεί, Λόγο εσαεί εγώ ο τρισχιλιομυριοστός σου μικρός υιός Νικηφόρος».
Στην Εθνική μας μνήμη το 1912 είναι πιο πολύ κάτι σαν μέγα θαύμα!
Μια Ελλάδα μικρή, μη υπολογίσιμη για εδαφικές διεκδικήσεις, ευάλωτη στις προβλέψεις των εχθρών και των «φίλων» της, φανερώθηκε πρώτη φορά με διπλωματική διορατικότητα, με εθνική ομοψυχία των ηγετών της, με τόλμη και στρατιωτική προετοιμασία – όση επέτρεπαν τα ισχνά πάντα οικονομικά της – με ναυτική υπεροπλία απέναντι στον Τούρκο κατακτητή της 500 χρόνια και τον νίκησε. Έκανε δική της τη Μακεδονία, μπήκε πρώτη στην πόλη της Θεσσαλονίκης, στις 26 Οκτωβρίου του 1912, όταν κανένας στην αρχή αυτού του χρόνου δεν το πίστευε.
Αυτή την ίδια εποχή τη μνήμη της Ευρώπης κι ολόκληρης της Δύσης, σφράγισε κι ένα ακόμη γεγονός που δεν ξεχνιέται. Η αποθέωση της ανθρώπινης ύβρης στον απόπλου του «Τιτανικού», 2 Απριλίου 1912, κι ύστερα το τραγικό ναυάγιο. Λίγες μέρες αργότερα, στο πρώτο αυτό ταξίδι, το πολυδιαφημισμένο ως αβύθιστο υπερπολυτελές καράβι, υπερωκεάνειο, βυθίστηκε σχισμένο στα δύο από παγόβουνο. Απομεινάρι ως σήμερα το κουφάρι του στο βυθό του Ατλαντικού, μαζί με 1500 από τους επιβάτες του.
Οι γραμμές αυτές γράφονται ανήμερα που τεθήκαμε οι Έλληνες σε διεθνή εποπτεία από τους δανειστές μας. Ανήμερα που προσυπογράψαμε την «άλωση» κάθε τιμής του έθνους.
Βλέπω το σήμερα, βλέπω τον χρόνο που έρχεται, 2012. Βλέπω 100 χρόνια πριν τη χώρα μου που μεγαλούργησε και έγινε μέσα σε λίγους μήνες εδαφικά σχεδόν διπλάσια, βλέπω στην τότε Δύση. Κάτι να παρηγορηθώ γυρεύω…
Ύστερα ξαναγύρισα στον ποιητή, που θα τιμήσουμε τα 100 χρόνια από τη γέννησή του φέτος. Τριάντα χρόνια πριν (1981), τότε που επιλέγαμε τη σύγχρονη «άλωση», ο ποιητής και ακαδημαϊκός Νικηφόρος Βρεττάκος έγραψε το έργο του «Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη». Από εκεί είδε το έθνος στην αληθινή του διάσταση. Λίγους σκόρπιους στίχους αντέγραψα, να τους ξαναδιαβάσουμε, να ξαναβρούμε την κρυμμένη αλήθεια:
Από τη «Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη», Νικηφόρου Βρεττάκου.
«Είναι εύνοια να γεννιέται κανείς,
Έστω κι ως ένας θάμνος στο χώμα σου…
Και το όνομα Ελλάδα, δεν είναι λέξη, αλλά λόγος·
Όλες οι λέξεις που ονομάζουν το φως.
Κι είχε πήξει το φως , κ’ είχε γίνει το μάρμαρο.
Και εκλήθης εσύ να μπορέσεις το θαύμα.
Κ’ έκαμες πάλι το μάρμαρο φως.
Κ’ ήταν δείχτες οδών προς τα πάνω οι κολώνες σου.
Απαρχής του καιρού, νόμισμά σου το αίμα σου.
Και μ’ αυτό εξαγόραζες, όργος όργος,
κάθε τόσο το χώμα που ήταν δικό σου.
Αλλά εκεί που όλα έδειχναν ότι έγινες έρημος
«με ολίγο χορτάρι» ακουγόντουσαν ψίθυροι… Ακλουθούσαν τα κλεφτοφάναρα·
κ’ οι Ακαδημίες του Πλάτωνα λειτουργούσαν κανονικά.
Κι οι τύραννοι έσερναν στο κριτήριο τα παιδιά σου.
Τους παζάρευαν την ψυχή, αλλά δεν την πουλούσανε…
Και σηκώνανε τα μαστίγιά τους, τι βλέπαν πως ήταν το πνεύμα τους απαράδοτο.
Ωστόσο το μέγα φως δεν ξεχτίζονταν.
Ο καθένας τους είχε κι από ένα μικρό Μεσολόγγι στο στήθος του.
Και θα ‘λεγε μάλιστα κανένας πως φτιάχτηκαν και τα βουνά σου εξεπίτηδες έτσι απόκρημνα κ’ υψηλά, να τ’ ανεβαίνουν οι Έλληνες και ν’ αποθέτουνε στις κορφές την κιβωτό με το Έθνος.
Όλους τους αέρες του κόσμου
Τους αρμύρισαν με τα δάκρυά τους.
Σμίγαν τους στεναγμούς τους και σχημάτιζαν έπος.
Και φτιάχναν παντού νησάκια του έθνους, που ξεχώριζαν εύκολα, απ’ το ένα σημείο τους
που ήταν το φως.
… Όλα μαζί ήταν το έθνος.
Πώς πεθαίνει ένα έθνος; Πώς πεθαίνει ένα έθνος, όταν όλες οι θύελλες καταιγίζονται απάνω
του, δίχως να βρίσκουν το σώμα του;
Πώς πεθαίνει όταν όλα είναι το έθνος;
Αν χτυπούσεν η σάλπιγγα, σαλευόνταν η γης και σηκώνονταν όρθιοι, δεν θα βρίσκανε τόπο
να σταθούνε οι μάρτυρες. Δεν θα φτάναν τα δέντρα σου ν’ ακουμπήσουν τις πλάτες…
Και απ’ όποιο σημείο κι αν θεόταν τον όγκο τους, θ’ απορούσε κανείς: πως απόμεινε μήτρα,
πώς απόμεινε μάτι, πώς απόμεινε πόδι, πώς απόμεινε χέρι, να σηκώνει του Έθνους σου τη σημαία
ανάμεσα στις σημαίες των Ενωμένων Εθνών.
Ουκ εάλω η ρίζα! Ουκ εάλω το φως!
Ενυπάρχει στο φως η ψυχή σου,
στη ρίζα το σώμα σου.
Ουκ εάλω η Βασιλεύουσα ψυχή των Ελλήνων».