Ἡ Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων! Ποιὰ εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποῦ τὴν συγκροτοῦν; Ὑπάρχουν μέσα ψυχές, ἔστω κάποια ἐλάχιστα πρόσωπα, ποὺ νὰ ἔχουν συναίσθηση τῆς κύριας καὶ ἱστορικὰ διαχρονικῆς ἀποστολῆς τοὺς μέσα σ` αὐτὸν τὸν «ναό», ὅπου διαδραματίζεται καὶ τελικὰ διαμορφώνεται ἡ μοίρα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ; Ἐλάχιστα, ὄχι πολλά. Νὰ κάνουν τὴν ὑπέρβαση. Νὰ ὀρθώσουν λόγο ἀληθείας καί, ἂν χρειαστεῖ, νὰ ἐπιστρέψουν τὴν ἐξουσιοδότηση στὸ λαό, ὀμολογώντας τὴν ἀδυναμία τους νὰ ἀνταποκριθοῦν στὸ ἔργο τῆς ἀποστολῆς τους, γιὰ ὅλα αὐτὰ ποῦ συμβαίνουν σήμερα;
Εἶναι, ἀλήθεια πὼς ὑπάρχουν μέλη πολλῶν «ταχυτήτων» στὴ Βουλή. Προερχόμενοι ἀπὸ διάφορους «χώρους». Πολλοὶ ὅμως ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι ἀπὸ τὴν ἐπαρχία καὶ μάλιστα γνήσια χωριατόπαιδα. Ἀπὸ τὸ αἷμα μας. Σ` αὐτοὺς θὰ μείνουμε. Αὐτοὶ μας ἐνδιαφέρουν. Διότι εἶναι σάρκα ἀπὸ τὴ σάρκα μας. Προέρχονται μάλιστα ἀπὸ μικρὰ χωριά, στὰ ὁποῖα μεγάλωσαν καὶ ἀνατράφηκαν μαζί μας. Μαζὶ πηγαίναμε σχολεῖο, μαζὶ τρώγαμε τὸ κομμάτι τὸ ξερόψωμο καὶ τὴν ἐλιὰ ἀπὸ μισῆ. Ἔζησαν τὴ φτώχεια μαζὶ μέ μας, τοὺς χωριανούς τους καὶ πιὸ ἄμεσα καὶ πιὸ ζωντανά, μὲ μᾶς τοὺς συνομηλίκους τους.
Πήγαμε στὸ γυμνάσιο καὶ στὸ πανεπιστήμιο καὶ μέναμε σὲ οἰκοτροφεῖα καὶ φοιτητικὲς λέσχες ἢ σὲ οἰκοτροφεῖα Μητροπόλεων ἢ ἐνοριῶν ἢ καὶ σὲ φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα μὲ ἐλάχιστη οἰκονομικὴ ἐπιβάρυνση καὶ τρώγαμε σὲ συσσίτια. Μεγαλώσαμε μὲ στερήσεις. Ζήσαμε τὴν ἁπλὴ ζωή. Διδαχτήκαμε ἀξίες. Καὶ κάποιοι ἀπὸ μᾶς βρέθηκαν ἐκεῖ στὸ ἀξίωμα τοῦ βουλευτῆ, συνοδευόμενοι ἀπὸ ἐμπειρίες, μέσα ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἱστορικό τῆς ζωῆς τους. Δὲν ἔχουν καμιὰ σχέση μὲ αὐτοὺς ποὺ προέρχονται ἀπὸ μεγάλα τζάκια, ποὺ δὲν ἔζησαν τὴ φτώχεια, τὴν ἐξουδένωση, οἰκονομικὴ καὶ κοινωνική, καὶ τὴν ἀγωνία τῆς ἐπιβίωσης.
Ἔζησαν μέσα σὲ σπίτι καλυβάκι, δούλεψαν στὸ χωράφι μὲ τὴν τσάπα, τὸ φτυάρι καὶ τὸν κασμά. Ἀνέβηκαν στὸ βουνὸ μὲ τὸ γαϊδουράκι, νὰ κόψουν ξύλα γιὰ τὸ χειμώνα. Ντύθηκαν παλιόρουχα, ποὺ τοὺς τὰ χάριζαν οἱ συμμαθητές τους ἢ τὰ φιλανθρωπικά τῆς Ἐκκλησίας. Πέρασαν χειμῶνες πολλοὺς μὲ ἕνα παλτουδάκι χιλιοφορεμένο. Κυκλοφόρησαν ἄπλυτοι καὶ ἀπεριποίητοι, ἄφραγκοι καὶ πεινασμένοι. Παρακολούθησαν λαθραῖο καλοκαιρινὸ σινεμὰ πίσω ἀπὸ τὴν ὀθόνη καὶ ποδοσφαιρικὸ ἀγώνα ἀπάνω στὰ ντουβάρια τοῦ γηπέδου. Κάναμε μαζὶ ἀγγαρεῖες γιὰ πενταροδεκάρες. Ζήσαμε μαζί τους, κυριολεκτικὰ μὲ ἀπόλυτο συγχρωτισμό. Μὲ ἁπλὰ λόγια: Σὰν ἕνα σῶμα! ( χρως-χρωτὸς [ὁ]= σῶμα: συν+ χρως).
Ἀφοῦ ἔφαγαν χῶμα, γιὰ νὰ μεγαλώσουν καὶ νὰ ὀρθοποδήσουν καὶ πῆραν τὸ δρόμο τῆς πολιτικῆς, (πολλούς τους προέκυψε) πῆγαν καὶ κόλλησαν κοντὰ σ` αὐτοὺς τοὺς ἐπιτήδειούς τοῦ ἐπικρατοῦντος συστήματος, πού, ἔτσι κι ἀλλιῶς τοὺς ἔχουν καὶ θὰ τοὺς χρησιμοποιοῦν γιὰ νεροκουβαλητὲς στὰ σχέδιά τους. Βολεύτηκαν, ἀφοῦ ἐξασφάλισαν τὰ παρόντα καὶ ξέχασαν, λησμόνησαν, διέγραψαν τὰ πάντα ἀπὸ τὴ μνήμη καὶ τὴ συνείδησή τους. Στὸ ὄνομα τῆς βολῆς. Πρόδωσαν τοὺς συμμαθητές τους, τοὺς φίλους, τοὺς συγχωριανούς τους, τοὺς προγόνους τους, τὴν πίστη τους, τὴν παράδοσή τους. Ἐκτὸς κι ἂν δὲν τὴν εἶχαν πιστέψει ποτέ! Ὅλοι; Δὲν μπορεῖ!
Μένουν ἄπραγοι, παροπλισμένοι, ἐργαλεῖα χρήσιμα μόνο γιὰ τὰ ἀφεντικά τους. Μένουν στὸ κόμμα καὶ στὴν «ἰδεολογία», ἐνῶ βλέπουν - δὲν μπορεῖ νὰ μὴν βλέπουν – τοὺς χωριανούς, τοὺς συγγενεῖς, τοὺς συμμαθητὲς καὶ τοὺς φίλους νὰ ἀγωνιοῦν, νὰ κλαῖνε γιὰ τὰ παιδιὰ καὶ τὰ ἐγγόνια τους, ποὺ ἔχουν μπεῖ στὸ στόχαστρο μιᾶς φριχτῆς, ἀνώμαλης πραγματικότητας. Καὶ δὲν ξεσηκώνονται. Καὶ ἀνέχονται. Καὶ σιωποῦν.
Παράξενο! Φοβερὰ παράξενο! Δὲν τοὺς ἐλέγχει ἡ κατάσταση αὐτή; Κι ἂν αὐτοὶ δὲν νοιάζονται γιὰ τὸ κακὸ ποὺ συμβαίνει, δὲν τοὺς συγκινεῖ ὁ πόνος καὶ ἡ ἀγωνία τῶν δικῶν τοὺς ἀνθρώπων; Καὶ καλὰ τώρα ποὺ εἶναι παραζαλισμένοι ἀπὸ τὰ φῶτα τῆς δόξας τῆς δημοσιότητας καὶ τῆς ἐξουσίας. Πῶς θὰ δοῦνε κατάματα τὸν ἑαυτό τους, ὅταν μιὰ μέρα θὰ σβήσουν ὅλα; Διότι, δὲν μπορεῖ, θὰ ἔρθει ἡ ὥρα ἐκείνη καὶ θὰ εἶναι πολὺ ὀδυνηρή, θὰ εἶναι ἡ κόλασή τους. «Ὅ,τι κάνεις κι ὅ,τι πεῖς, τὰ στερνὰ νὰ στοχαστεῖς», λέει ὁ λαός.
Ἡ πατρίδα μας δέχεται ἀνοιχτὴ ἐπίθεση ἀπὸ ἀνεμοστρόβιλο καὶ κατακλύζεται ἀπὸ ἀνώμαλες, πρωτόγνωρες πρακτικές, αἰσχίστου βαθμοῦ, μὲ στόχο τὰ ἀνυπεράσπιστα παιδιὰ κι αὐτοὶ σιωποῦν ἐγκληματικά! Πῶς ἀντέχουν τὶς τύψεις τῶν συνειδήσεών τους; Διότι ἔχουν τύψεις κι ἃς μὴν θέλουν νὰ τὸ ὁμολογήσουν. Εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν τοὺς ἔχει μείνει τσίπα! Τοὺς ἀποδυνάμωσαν τόσο; Μὰ γίνεται τόσο ἄγριο «ξεδόντιασμα»; Εἶναι πραγματικὰ ἕνα τρομερὸ ἐρώτημα.
Ὄχι! Μὴν τοὺς ἀπαξιώνουμε. Ἔχουν συνείδηση! Πῆραν δυνατὰ βιώματα καὶ ξέρουν πὼς ἔχουν νὰ ξοφλήσουν μεγάλες «ἐπιταγὲς» τοῦ παρελθόντος. Χρωστοῦν καὶ πρέπει νὰ ἀνταποδώσουν. «Ἡ χάρη θέλει ἀντίχαρη», λέει πάλι ὁ λαὸς καὶ περιμένει. Περιμένει, διότι πιστεύει ἀκόμη πὼς εἶναι δικοί τους ἄνθρωποι. Ὄχι τόσο ἀπὸ τοὺς μικροὺς στὴν ἡλικία, ἀλλὰ ἀπὸ «τὶς παλιὲς καραβάνες». Δὲν θὰ ἀναφέρω ὀνόματα. Ἐξάλλου, δὲ χρειάζεται, διότι ὅλοι μας, διαβάζοντας τὸ κείμενο, φέρνουμε κάποιον ἢ κάποιους στὸ νοῦ.
Πῶς ἀντέχουν τὸ μαρτύριο τῆς συνειδήσεως; ΠΩΣ; Νὰ περιμένουμε; Ἢ εἰς μάτην;
Πηγή: Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό