Το νομοσχέδιο, το οποίο συνηθίσαμε να αποκαλούμε «αντιρατσιστικό», επανέρχεται στην επικαιρότητα. Φαίνεται ότι επίκειται η κατάθεσή του στη Βουλή, γι’ αυτό κρίνω σκόπιμο να υποβάλω ορισμένες σκέψεις και προτάσεις. Το έδαφος, στο οποίο κινείται το νομοσχέδιο είναι ολισθηρό και υπάρχει κίνδυνος, από απροσεξία ή από απαράδεκτες γενικεύσεις, να οδηγηθούμε στα αντίθετα αποτελέσματα.
Πρώτον και σημαντικότερον. Προτείνω να εξαιρεθούν ρητά από τις διατάξεις του νομοσχεδίου οι κληρικοί της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ως επικρατούσης θρησκείας, και όλα τα κείμενα που χρησιμοποιούνται στη Θεία Λατρεία και στις κηρυκτικές δραστηριότητες. Επί παραδείγμτι ο Απόστολος Παύλος καταδικάζει σαφώς την ομοφυλοφιλία (βλέπε αναφορές του στους «αρσενοκοίτες» κ.λπ). Εάν δεν ληφθεί νομοθετική μέριμνα, τότε ο κάθε Ορθόδοξος κληρικός που διαβάζει ή σχολιάζει δημοσίως τα κείμενα του Παύλου από την Καινή Διαθήκη, θα κινδυνεύει να υποστεί την οποιαδήποτε καταγγελία για «ομοφοβία» από το α ή β σωματείο ψευδοπροοδευτικών αντιλήψεων. Τα κείμενα της Αγίας Γραφής, της Θείας Λειτουργίας και των Πατέρων της Εκκλησίας μας είναι ιερά και σεβαστά από τη συντριπτική πλειοψφία του λαού μας. Είναι αδιανόητο να υπόκεινται σε λογοκρισία.
Δεύτερον. Όπως θα προστατευθεί νομοθετικώς η μνήμη των Εβραίων- θυμάτων του Ναζιστκικού φανατισμού (Ολοκαύτωμα), έτσι πρέπει να προστατευθεί και η μνήμη των Ελλήνων και Αρμενίων θυμάτων του εγκληματικού φανατισμού των Νεοτούρκων. Η Γενοκτονία των Χριστιανών της Ανατολής (Ποντίων, Μικρασιατών και Αρμενίων) έχει ανγνωρισθεί από κορυφαίους ιστορικούς της Ευρώπης και των ΗΠΑ καθως και από τη Βουλή των Ελλήνων. Εάν σεβόμαστε το αίμα των κατακρεουργηθέντων προγόνων μας οφείλουμε να καταδικάσουμε τους αρνητές της γενοκτονίας που υπέστη ο Ελληνισμός από τα στίφη των Τούρκων του Κεμάλ. Τώρα μάλιστα που αυτοί οι αρνητές έδειξαν τις αναθεωρητικές διαθέσεις τους με τη συγγραφή σχολικών εγχειριδίων.
Τρίτον. Πρέπει να γίνει σαφές και αναμφισβήτητο μέσα στο νομοσχέδιο το κριτήριο, με το οποίο τιμωρείται μία πράξη ως ρατσιστική. Κατδικαστέα είναι η υποκίνηση μίσους και πράξεων βίας. Δεν είναι καταδικαστέα η έκφραση γνώμης ή κριτικής για ορισμένους ακραίους οπαδούς μιας θρησκείας. Στην εποχή μας βλέπουμε καθημερινά τις αγριότητες των φανατικών Μουσουλμάνων στη Μέση Ανατολή. Όσοι δημοσιογράφοι αποδοκιμάζουν αυτές τις πράξεις αποδοκιμάζουν το έγκλημα, όχι αυτή καθαυτή τη θρησκεία του Ισλάμ. Πρέπει όλοι να είμαστε προσεκτικοί, νομοθέτες, δημοσιογράφοι, πολίτες. Ούτε να απαγορευθεί η κριτική στις συνέπειες του θρησκευτικού φανατισμού, ούτε όμως να κατηγορούνται εκατομμύρια οπαδοί μιας θρησκείας για όσα αποτρόπαια διπράττονται στο όνομα αυτής της θρησκείας. Οι συντάκτες του νομοσχεδίου ας είναι ιδιαιτέρως λεπτολόγοι στο σημείο αυτό, ώστε να αποφύγουμε φαινόμενα φιμώσεως και λογοκρισίας που δεν αρμόζουν σε μία ευρωπαϊκού τύπου δημοκρατία.
Προσωπικά με απασχολεί και μία άλλη μορφή ρατσισμού, η οποία δεν καταπολεμείται ούτε με το συγκεκριμένο ούτε με κάποιο άλλο νομοθέτημα. Αναφέρομαι στην αδιαφορία των δυτικών και των ελληνικών «ανθρωπιστικών» και «αντιρατσιστικών» οργανώσεων μπροστά στη συνεχιζόμενη σφαγή των Χριστιανικών κοινοτήτων στη Μέση Ανατολή. Υπάρχουν ΜΚΟ στη χώρα μας, οι οποίες θα έχυναν τόνους δακρύων αν πάθαινε ρωγμές ένα τζαμί - σύμβολο της Οθωμανικής κατάκτησης - σε μία ελληνική πόλη. Τώρα, όμως, που χάνονται καθημερινά ζωές αθώων και αμάχων, μόνο και μόνο επειδή πιστεύουν στον Χριστό, οι επαγγελματίες των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη Ελλάδα και στον δυτικό κόσμο αδιαφορούν. Οι Χριστιανοί της Ανατολής ακόμη σηκώνουν τον Σταυρό του μαρτυρίου υπό τα αδιάφορα όμματα της «πολιτισμένης» Ανθρωπότητος.
Αυτά τα δύο μέτρα και δύο σταθμά έχουν καταστήσει επιφυλακτικούς πολλούς συμπολίτες μας απέναντι σε νομοθετήματα που επικαλούνται τα «Ανθρώπινα Δικαιώματα». Απαιτείται μεγάλη σύνεση από την Κυβέρνηση που επεξεργάζεται το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο και από τους δικαστές, οι οποίοι θα κληθούν να το εφαρμόσουν.
Κ.Χ. 12.8.2014